Παρουσίαση

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η Σύνθεση

Οι αρμοδιότητες

Η διαδικασία

Το Δικαστήριο στην έννoμη τάξη της Έυρωπαϊκής Ένωσης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Mε την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε νομική προσωπικότητα και ανέλαβε τις αρμοδιότητες που είχε προηγουμένως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Έτσι, το κοινοτικό δίκαιο καθίσταται «δίκαιο της Ένωσης», περιλαμβάνον επίσης όλες τις εκδοθείσες στο παρελθόν διατάξεις δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως αυτή είχε προ της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Στην ακόλουθη παρουσίαση, ωστόσο, θα χρησιμοποιείται ο όρος «κοινοτικό δίκαιο» όταν παρατίθεται η προγενέστερη της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας νομολογία του Δικαστηρίου.

Παράλληλα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) εξακολουθεί να υφίσταται. Δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου σχετικά με την Ευρατόμ είναι, καταρχήν, οι ίδιες με εκείνες που ασκούσε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και για να καταστεί η παρουσίαση πιο ευανάγνωστη- κάθε αναφορά στο δίκαιο της Ένωσης θα καλύπτει επίσης το δίκαιο της Ευρατόμ.

 

Η Σύνθεση

vignette-cjce   Το Δικαστήριο απαρτίζεται από 27 δικαστές και 11 γενικούς εισαγγελείς. Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς διορίζονται με κοινή συμφωνία από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών μετά από διαβούλευση με επιτροπή επιφορτισμένη να γνωμοδοτεί επί της καταλληλότητας των προτεινομένων υποψηφίων για την άσκηση των σχετικών καθηκόντων. Η θητεία τους είναι εξαετής και ανανεώσιμη. Επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και συγκεντρώνουν στις χώρες τους τις αναγκαίες προϋποθέσεις για διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους.


Οι δικαστές του Δικαστηρίου εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου για τριετή ανανεώσιμη θητεία. Ο πρόεδρος διευθύνει τις εργασίες του Δικαστηρίου και προεδρεύει κατά τις συνεδριάσεις και τις διασκέψεις των μεγαλύτερων δικαστικών σχηματισμών. Ο αντιπρόεδρος επικουρεί τον πρόεδρο κατά την άσκηση των καθηκόντων του και τον αντικαθιστά σε περίπτωση κωλύματος.

Οι γενικοί εισαγγελείς επικουρούν το Δικαστήριο. ΄Εργο τους είναι να διατυπώνουν με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία μια νομική γνώμη, που αποκαλείται «προτάσεις», στις υποθέσεις που τους ανατίθενται.

Ο Γραμματέας είναι ο γενικός γραμματέας του οργάνου και διευθύνει τις υπηρεσίες του υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο μπορεί να συνεδριάζει σε ολομέλεια, ως τμήμα μείζονος συνθέσεως (15 δικαστές) ή κατά πενταμελή ή τριμελή τμήματα.

Η ολομέλεια συνεδριάζει στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου (ιδίως όταν καλείται να παύσει τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή να απαλλάξει από τα καθήκοντά του ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεών του) και όταν το Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση είναι εξαιρετικής σημασίας.

Το Δικαστήριο συνεδριάζει ως τμήμα μείζονος συνθέσεως όταν το ζητήσει κράτος μέλος ή όργανο που είναι διάδικος, καθώς και όταν η υπόθεση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη ή σημαντική.
Οι υπόλοιπες υποθέσεις εκδικάζονται από τα πενταμελή ή τα τριμελή τμήματα. Οι πρόεδροι των πενταμελών τμημάτων εκλέγονται για τρία έτη, οι δε των τριμελών τμημάτων για ένα έτος.

 

Οι αρμοδιότητες

Για την εκπλήρωση της αποστολής του, το Δικαστήριο διαθέτει συγκεκριμένες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες τις οποίες ασκεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής και των διαφόρων κατηγοριών προσφυγών.

Τα διάφορα είδη διαδικασίας

  • Η προδικαστική παραπομπή

Το Δικαστήριο συνεργάζεται με το σύνολο των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τα οποία είναι τα κοινά δικαστήρια όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και να αποφεύγεται κάθε απόκλιση στην ερμηνεία, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, και ενίοτε οφείλουν, να απευθυνθούν στο Δικαστήριο και να του ζητήσουν να διευκρινίσει ένα ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ώστε να μπορέσουν, παραδείγματος χάριν, να κρίνουν κατά πόσον η εθνική τους νομοθεσία είναι σύμφωνη με το δίκαιο αυτό. Η προδικαστική παραπομπή μπορεί επίσης να αφορά τον έλεγχο του κύρους μιας πράξης δικαίου της Ένωσης.
Το Δικαστήριο απαντά εκδίδοντας όχι απλή γνωμοδότηση αλλά απόφαση ή αιτιολογημένη διάταξη. Το ενδιαφερόμενο εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται από τη δοθείσα ερμηνεία όταν κρίνει την υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει κατά τον ίδιο τρόπο και τα άλλα εθνικά δικαστήρια στα οποία υποβάλλεται παρόμοιο ζήτημα.
Εξάλλου, στο πλαίσιο της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής, κάθε ευρωπαίος πολίτης μπορεί να επιτύχει τη διευκρίνιση των κανόνων της Ένωσης που τον αφορούν. Συγκεκριμένα, μολονότι η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο από εθνικό δικαστήριο, κάθε διάδικος στην ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δίκη, τα κράτη μέλη και τα όργανα της Ένωσης μπορούν να μετάσχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Πολλές από τις σπουδαιότερες γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης διατυπώθηκαν κατόπιν της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, τα οποία πολλές φορές υποβλήθηκαν από πρωτοβάθμια δικαστήρια.

  • Η προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους

Μέσω αυτής, το Δικαστήριο ελέγχει την εκ μέρους των κρατών μελών τήρηση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης. Της ασκήσεως της προσφυγής προηγείται προκαταρκτική διαδικασία την οποία κινεί η Επιτροπή και στο πλαίσιο της οποίας παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να απαντήσει στις αιτιάσεις που διατυπώνονται έναντι αυτού. Αν η διαδικασία αυτή δεν οδηγήσει το κράτος μέλος να θέσει τέρμα στην παράβαση, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή για παράβαση του δικαίου της Ένωσης.
Την προσφυγή αυτή μπορεί να ασκήσει είτε η Επιτροπή - το και συνηθέστερο στην πράξη - είτε άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο αναγνωρίσει την παράβαση, το κράτος υποχρεούται να θέσει αμέσως τέρμα στην παράβαση αυτή. Εάν κατόπιν νέας προσφυγής της Επιτροπής το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την απόφασή του, μπορεί να του επιβάλει την καταβολή κατ' αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής. Εντούτοις, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως των μέτρων μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη μιας οδηγίας της Επιτροπής, προτάσει της τελευταίας το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει χρηματική κύρωση στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος ήδη από το στάδιο της πρώτης αποφάσεως περί παραβάσεως κράτους μέλους.

  • Η προσφυγή ακυρώσεως

Με την προσφυγή αυτή, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση μιας πράξης ενός οργάνου (κανονισμού, οδηγίας, απόφασης). Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει τις προσφυγές ακύρωσης που ασκούνται από κράτος μέλος κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και/ή του Συμβουλίου (εκτός των προσφυγών που αφορούν πράξεις του Συμβουλίου σε θέματα κρατικών ενισχύσεων ή ντάμπινγκ ή ληφθείσες στο πλαίσιο των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων του) ή από ένα όργανο της Ένωσης κατ' άλλου. Όλες οι λοιπές προσφυγές αυτού του είδους, ιδίως δε οι προσφυγές που ασκούνται από ιδιώτες, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το Πρωτοδικείο.

  • Η προσφυγή λόγω παραλείψεως

Η προσφυγή αυτή παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της αδράνειας των θεσμικών και άλλων οργάνων ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσφυγή αυτή, ωστόσο, μπορεί να ασκηθεί μόνον αφού το εμπλεκόμενο όργανο έχει κληθεί να ενεργήσει. Αν διαπιστωθεί ότι η παράλειψη είναι παράνομη, το ενδιαφερόμενο όργανο οφείλει να θέσει τέρμα στην παράλειψη λαμβάνοντας τα ενδεικνυόμενα μέτρα. Η αρμοδιότητα εκδίκασης των προσφυγών για παράλειψη έχει κατανεμηθεί μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν και για την προσφυγή ακύρωσης.

  • Η αίτηση αναιρέσεως

Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει αιτήσεις αναίρεσης, περιοριζόμενες μόνο σε νομικά ζητήματα, κατά των αποφάσεων και διατάξεων που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο. Αν η αίτηση αναίρεσης κριθεί παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση ή διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς. Στην αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο δεσμεύεται από την κατ' αναίρεση εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Η διαδικασία

Ανεξάρτητα από τη φύση της υποθέσεως, η διαδικασία περιλαμβάνει ένα έγγραφο στάδιο και, ενδεχομένως, ένα προφορικό στάδιο που είναι δημόσιο. Πρέπει, ωστόσο, να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής και, αφετέρου, των άλλων διαδικασιών (ευθείες προσφυγές και αιτήσεις αναιρέσεως).

  •  Στις ευθείες προσφυγές και στις αιτήσεις αναιρέσεως

Η υπόθεση υποβάλλεται στο Δικαστήριο με την κατάθεση εισαγωγικού δικογράφου στη Γραμματεία. Η Γραμματεία δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σχετική με την προσφυγή, η οποία αναφέρει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Το δικόγραφο επιδίδεται στους λοιπούς διαδίκους, οι οποίοι διαθέτουν προθεσμία ενός μηνός για να καταθέσουν υπόμνημα αντίκρουσης. Ενδεχομένως, ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα απάντησης, ο δε αντίδικος υπόμνημα ανταπάντησης. Η τήρηση των προθεσμιών για την κατάθεση των δικογράφων αυτών είναι υποχρεωτική.

  •  Στις ευθείες προσφυγές

Η υπόθεση υποβάλλεται στο Δικαστήριο με την κατάθεση εισαγωγικού δικογράφου στη Γραμματεία. Η Γραμματεία δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σχετική με την προσφυγή, η οποία αναφέρει τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Συγχρόνως, το δικόγραφο επιδίδεται στον αντίδικο, ο οποίος διαθέτει προθεσμία ενός μηνός για να καταθέσει υπόμνημα αντίκρουσης. Ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα απάντησης, ο δε αντίδικος υπόμνημα ανταπάντησης, εντός ενός μηνός και στις δύο περιπτώσεις. Η τήρηση των προθεσμιών για την κατάθεση των δικογράφων αυτών είναι υποχρεωτική, εκτός εάν δοθεί παράταση από τον πρόεδρο.

Και στα δύο είδη διαδικασίας ορίζονται, αντιστοίχως από τον πρόεδρο και τον πρώτο γενικό εισαγγελέα, ένας εισηγητής δικαστής και ένας γενικός εισαγγελέας για να παρακολουθούν την εξέλιξη της υπόθεσης.

Τα προπαρασκευαστικά μέτρα

Σε όλες τις διαδικασίες, μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, οι διάδικοι μπορούν να δηλώσουν εντός τριών εβδομάδων αν και γιατί επιθυμούν τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο αποφασίζει, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αν η υπόθεση απαιτεί τη διεξαγωγή αποδείξεων, σε ποιον δικαστικό σχηματισμό πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση καθώς και αν θα διεξαχθεί επ' ακροατηρίου συζήτηση, της οποίας την ημερομηνία ορίζει ο πρόεδρος.

Η επ' ακροατηρίου συζήτηση και οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

Όταν αποφασίζεται να διεξαχθεί επ' ακροατηρίου συζήτηση, η υπόθεση συζητείται σε δημόσια συνεδρίαση ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού και του γενικού εισαγγελέα. Οι δικαστές και ο γενικός εισαγγελέας μπορούν να θέσουν στους διαδίκους τις ερωτήσεις που κρίνουν σκόπιμες. Μερικές εβδομάδες αργότερα, και πάλι σε δημόσια συνεδρίαση, ο γενικός εισαγγελέας αναπτύσσει τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου. Αναλύει λεπτομερώς τις νομικές κυρίως πτυχές της διαφοράς και προτείνει με πλήρη ανεξαρτησία στο Δικαστήριο τη λύση που θεωρεί ενδεδειγμένη. Κατ' αυτόν τον τρόπο τερματίζεται το προφορικό στάδιο της διαδικασίας. Όταν κρίνεται ότι η υπόθεση δεν εγείρει κανένα νέο νομικό ζήτημα, το Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει ότι η υπόθεση θα εκδικασθεί χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα.

Οι αποφάσεις

Οι δικαστές διασκέπτονται με βάση ένα σχέδιο απόφασης που συντάσσεται από τον εισηγητή δικαστή. Κάθε δικαστής του συγκεκριμένου δικαστικού σχηματισμού μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και δεν διατυπώνονται μειοψηφούσες γνώμες. Μόνον οι δικαστές που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη κατά την οποία υιοθετήθηκε το κείμενο της απόφασης την υπογράφουν, με την επιφύλαξη του κανόνα ότι, αν ο δικαστικός σχηματισμός αποτελείται από ζυγό αριθμό μελών, ο νεότερος δικαστής δεν υπογράφει την απόφαση. Οι αποφάσεις δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση. Οι αποφάσεις και οι προτάσεις των γενικών εισαγγελέων δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα CURIA του Δικαστηρίου την ίδια ημέρα της δημοσίευσης ή της ανάγνωσής τους αντίστοιχα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δημοσιεύονται αργότερα στη Συλλογή της Νομολογίας.

Οι ειδικές διαδικασίες

  • Η απλοποιημένη διαδικασία

Όταν ένα προδικαστικό ερώτημα είναι ταυτόσημο με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ή όταν η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα δεν αφήνει περιθώρια εύλογης αμφιβολίας ή μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη παραπέμπουσα στην προγενέστερη σχετική απόφαση ή νομολογία.

  • Η ταχεία διαδικασία

Η ταχεία διαδικασία επιτρέπει στο Δικαστήριο να αποφαίνεται γρήγορα στις ιδιαιτέρως επείγουσες υποθέσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή σύντμηση των προθεσμιών και με την παροχή απόλυτης προτεραιότητας στις εν λόγω υποθέσεις. Κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, στον πρόεδρο του Δικαστηρίου εναπόκειται να αποφασίσει, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, κατά πόσον υπάρχει επείγουσα ανάγκη που δικαιολογεί την προσφυγή στην ταχεία διαδικασία. Τέτοια διαδικασία προβλέπεται και για τις προδικαστικές παραπομπές. Στην περίπτωση αυτή, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που υποβάλλει την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης στο Δικαστήριο να ζητήσει την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής και να εκθέσει, στο πλαίσιο του αιτήματός του, τις περιστάσεις που δικαιολογούν επείγουσα ανάγκη όσον αφορά την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

  • Η επείγουσα προδικαστική διαδικασία (ΕΠΔ)

Η διαδικασία αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποφαίνεται σε σημαντικά μειωμένο χρονικό διάστημα επί των πλέον ευαίσθητων ζητημάτων που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, καθώς και τις θεωρήσεις (visas), την παροχή ασύλου, την υποδοχή μεταναστών και τις άλλες πολιτικές που συνδέονται με την κυκλοφορία των ατόμων). Οι υποθέσεις που εκδικάζονται με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία ανατίθενται σε ειδικά οριζόμενο πενταμελές τμήμα, ενώ το στάδιο υποβολής δικογράφων διεξάγεται στην πράξη, ουσιαστικά, με ηλεκτρονικά μέσα και είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένο, τόσο από πλευράς διάρκειας όσο και από πλευράς αριθμού των μετεχόντων που έχουν τη δυνατότητα υποβολής γραπτών παρατηρήσεων, καθόσον οι περισσότεροι από τους διαδίκους παρεμβαίνουν στη δίκη στο στάδιο της προφορικής διαδικασίας, η οποία είναι υποχρεωτική.

  • Τα ασφαλιστικά μέτρα

Με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητείται η αναστολή μιας πράξης θεσμικού οργάνου, κατά της οποίας έχει ασκηθεί προσφυγή, ή η λήψη κάθε άλλου προσωρινού μέτρου αναγκαίου για την πρόληψη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας ενός από τους διαδίκους.

Τα έξοδα της δίκης

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου διεξάγεται ατελώς. Αντιθέτως, τα έξοδα δικηγόρου έχοντος δικαίωμα παράστασης ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, από τον οποίο εκπροσωπείται υποχρεωτικά κάθε διάδικος, δεν αναλαμβάνονται από το Δικαστήριο. Ωστόσο, αν ένας διάδικος αδυνατεί να αντιμετωπίσει το σύνολο ή μέρος των εξόδων της δίκης, μπορεί, χωρίς να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, να ζητήσει την παροχή δικαστικής αρωγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από κάθε αναγκαίο στοιχείο που αποδεικνύει την ανάγκη παροχής δικαστικής αρωγής.

Η γλώσσα της διαδικασίας

Στις ευθείες προσφυγές, η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο δικόγραφο της προσφυγής (και η οποία μπορεί να είναι μία από τις 24 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι καταρχήν η γλώσσα διαδικασίας, δηλαδή η γλώσσα στην οποία θα διεξαχθεί η δίκη. Προκειμένου περί αναιρέσεων, η γλώσσα διαδικασίας είναι αυτή της αποφάσεως ή της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως. Όσον αφορά τις προδικαστικές παραπομπές, γλώσσα διαδικασίας είναι η γλώσσα του εθνικού δικαστηρίου που απευθύνεται στο Δικαστήριο. Για τις συζητήσεις που διεξάγονται κατά τις συνεδριάσεις υπάρχει ταυτόχρονη διερμηνεία, ανάλογα με τις ανάγκες, σε διάφορες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δικαστές διασκέπτονται, χωρίς διερμηνείς, σε μία κοινή γλώσσα, η οποία κατά παράδοση είναι η γαλλική.

Διάγραμμα της διαδικασίας

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Ευθείες προσφυγές και αιτήσεις αναίρεσης

 

Προδικαστικές παραπομπές

Έγγραφο στάδιο της δίκης

Εισαγωγικό δικόγραφο

Επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου στον αντίδικο από τη Γραμματεία

Ανακοίνωση της προσφυγής στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (σειρά C)

[Προσωρινά μέτρα]

[Παρέμβαση]

Υπόμνημα αντίκρουσης

[Ένσταση απαραδέκτου]

[Υπομνήματα απάντησης και ανταπάντησης]

[Αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας]

Ορισμός του εισηγητή δικαστή και του γενικού εισαγγελέα

Απόφαση του εθνικού δικαστηρίου περί προδικαστικής παραπομπής

Μετάφραση προς τις άλλες επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ανακοίνωση των προδικαστικών ερωτημάτων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (σειρά C)

Κοινοποίηση στους διαδίκους της κύριας δίκης, στα κράτη μέλη, στα όργανα της Ένωσης, στα κράτη του ΕΟΧ και στην Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, των κρατών και των οργάνων

Ο εισηγητής δικαστής καταρτίζει την προκαταρκτική έκθεση

Γενική συνεδρίαση των δικαστών και γενικών εισαγγελέων

Παραπομπή της υπόθεσης σε δικαστικό σχηματισμό

[Διεξαγωγή αποδείξεων]

Προφορικό στάδιο της δίκης

[Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα]

Διάσκεψη των δικαστών

Απόφαση

(Τα προαιρετικά στάδια της διαδικασίας αναγράφονται εντός παρενθέσεων)
Οι έντονοι χαρακτήρες υποδηλώνουν έγγραφα που διατίθενται στο κοινό

 

Το Δικαστήριο στην έννoμη τάξη της Έυρωπαϊκής Ένωσης

Προς οικοδόμηση της Ευρώπης τα (27 σήμερα) κράτη συνήψαν Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη συνέχεια δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις οποίες προβλέφθηκαν όργανα δυνάμενα να θεσπίζουν κανόνες δικαίου σε ορισμένους τομείς.

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ). Αποτελείται από δύο επιμέρους δικαιοδοτικά όργανα: το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο, κύρια αποστολή των οποίων είναι ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και η διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της.

Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο υπογράμμισε την υποχρέωση των εθνικών διοικητικών και δικαιοδοτικών οργάνων να εφαρμόζουν πλήρως το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και να προασπίζουν τα δικαιώματα που αυτό παρέχει στους πολίτες (απευθείας εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης), απέχοντας από την εφαρμογή οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερης είτε μεταγενέστερης του κανόνα της Ένωσης (υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου).

Το Δικαστήριο διατύπωσε επίσης την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνιστά, αφενός, στοιχείο που ενισχύει αποφασιστικά την προστασία των δικαιωμάτων που παρέχουν στους ιδιώτες οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, παράγοντα δυνάμενο να συμβάλει αποτελεσματικότερα στην εφαρμογή του δικαίου αυτού εκ μέρους των κρατών μελών. Δυνάμει της αρχής αυτής, οι παραβάσεις των κρατών μελών δύνανται να θεμελιώσουν υποχρέωση αποζημιώσεως η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να έχει βαρειές δημοσιονομικές συνέπειες. Επιπροσθέτως, οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης δύνανται να παραπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου, σε περίπτωση δε μη εκτελέσεως αποφάσεως διαπιστώνουσας μια τέτοια παράβαση τo Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλει χρηματικό πρόστιμο ή να καταδικάσει το οικείο κράτος μέλος στην καταβολή ενός κατ' αποκοπήν ποσού. Εντούτοις, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως εθνικών μέτρων μεταφοράς οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη στην Επιτροπή και προτάσει της τελευταίας το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει χρηματική κύρωση σε κράτος μέλος ήδη από το στάδιο της πρώτης αποφάσεως που διαπιστώνει την παράβαση κράτους μέλους.

Το Δικαστήριο συνεργάζεται επίσης με τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία αποτελούν τα κοινά δικαστήρια του δικαίου της Ένωσης. Όλα τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να επιλύσουν διαφορά απτόμενη του δικαίου της Ένωσης δύνανται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούνται να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να ελέγξει τη νομιμότητά τους.

Η εξελικτική πορεία της νομολογίας του Δικαστηρίου σηματοδοτεί τη συμβολή του στη δημιουργία ενός δικαιικού χώρου που άπτεται των πολιτών και προασπίζει τα δικαιώματα που τους παρέχει η νομοθεσία της Ένωσης στις διάφορες πτυχές του καθημερινού τους βίου.

Οι νομολογιακώς διατυπωθείσες θεμελιώδεις αρχές

Με νομολογία του (οι απαρχές της οποίας ανάγονται στην απόφαση Van Gend & Loos του 1963), το Δικαστήριο διατύπωσε την αρχή του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου εντός των κρατών μελών, δυνάμει της οποίας σήμερα οι ευρωπαίοι πολίτες δύνανται να επικαλούνται άμεσα τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Πραγματοποιούσα εισαγωγές εμπορευμάτων από τη Γερμανία στις Κάτω Χώρες, η μεταφορική επιχείρηση Van Gend & Loos κλήθηκε να καταβάλει δασμούς τους οποίους θεωρούσε αντίθετους προς τον κανόνα της Συνθήκης ΕΟΚ τον απαγορεύοντα στα κράτη μέλη να αυξάνουν του δασμούς στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Η προσφυγή έθετε το ζήτημα της συγκρούσεως μεταξύ μιας εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως και των κανόνων της Συνθήκης ΕΟΚ. Κληθέν να απαντήσει σε σχετικό ερώτημα ολλανδικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο διατύπωσε το δόγμα του αμέσου αποτελέσματος, παρέχοντας στην οικεία μεταφορική επιχείρηση άμεση διασφάλιση των εκ του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων της ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

Το 1964, με την απόφαση Costa διατυπώθηκε η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου επί της εσωτερικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως, ιταλικό δικαστήριο είχε υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αν ο ιταλικός νόμος περί κρατικοποιήσεως της παραγωγής και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ήταν σύμφωνος με ορισμένους κανόνες της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο διατύπωσε το δόγμα της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία θεμελίωσε επί της ιδιομορφίας της κοινοτικής εννόμου τάξεως οι κανόνες της οποίας πρέπει να τυγχάνουν ομοιόμορφης εφαρμογής σε όλα τα κράτη μέλη.

Το 1991, με την απόφαση Francovich κ.λπ. το Δικαστήριο διατύπωσε μια άλλη θεμελιώδη αρχή, την αρχή της ευθύνης των κρατών μελών έναντι των ιδιωτών για τις ζημίες που τους προκαλούν οι εκ μέρους των κρατών μελών παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Συνεπώς, από το 1991, οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα αγωγής αποζημιώσεως κατά του κράτους που παρέβη κοινοτικό κανόνα.

Δύο ιταλοί πολίτες, στους οποίους οι υπό πτώχευση εργοδότες τους όφειλαν να καταβάλουν αμοιβές, ήγειραν αγωγές επικαλούμενοι την παράλειψη του ιταλικού κράτους, το οποίο δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας των εργοδοτών τους. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος ιταλικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η οδηγία αυτή παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί στερήθηκαν λόγω της παραλείψεως του συγκεκριμένου κράτους, το οποίο δεν μετέφερε την οδηγία στην εσωτερική του έννομη τάξη. Το Δικαστήριο αναγνώρισε, συνεπώς, τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά του ιδίου του Δημοσίου.

Το Δικαστήριο στη ζωή του πολίτη της Ένωσης

Από τις χιλιάδες των αποφάσεων του Δικαστηρίου οι περισσότερες, ιδίως οι εκδιδόμενες στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, έχουν προφανείς και σημαντικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών. Παρατίθενται κατωτέρω ορισμένα παραδείγματα που αφορούν τους σημαντικότερους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

  • Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων

Από της εκδόσεως της αποφάσεως Cassis de Dijon, το έτος 1979, επί της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, οι εμπορευόμενοι δύνανται να εισάγουν στις χώρες τους οποιοδήποτε προερχόμενο από άλλη χώρα της Ένωσης προϊόν - υπό την προϋπόθεση ότι αυτό έχει νομίμως παραχθεί και διατεθεί στο εμπόριο και ότι δεν συντρέχει επιτακτικός λόγος αναγόμενος π.χ. στην προστασία της υγείας ή του περιβάλλοντος για την απαγόρευση της εισαγωγής του στο κράτος της καταναλώσεως.

  • Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Πολυάριθμες είναι οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.

Με την απόφαση Kraus (1993), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η κατάσταση κοινοτικού υπηκόου κατόχου πανεπιστημιακού διπλώματος τρίτου κύκλου, το οποίο χορηγήθηκε σε άλλο κράτος μέλος και το οποίο διευκολύνει την πρόσβαση σε επάγγελμα ή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, διέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμα και ως προς τις σχέσεις του συγκεκριμένου πολίτη με το κράτος μέλος της καταγωγής του. Συνεπώς, καίτοι κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να εξαρτά την εντός της επικρατείας του χρήση του τίτλου αυτού από προηγούμενη διοικητική έγκριση, μοναδικός σκοπός αυτής της εγκρίσεως πρέπει να είναι ο έλεγχος της νομοτύπου χορηγήσεως αυτού του διπλώματος.

Μία από τις πλέον γνωστές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στον τομέα αυτό είναι η απόφαση Bosman (1995), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατόπιν αιτήσεως βελγικού δικαστηρίου, επί της συμφωνίας των κανόνων των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα επαγγελματικώς ασκούμενα αθλήματα συνιστούν οικονομική δραστηριότητα η οποία δεν πρέπει να παρακωλύεται από κανόνες σχετικούς με τη μεταγραφή των παικτών ή τον περιορισμό του αριθμού των παικτών που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών μελών. Με μεταγενέστερες αποφάσεις ο κανόνας αυτός επεκτάθηκε στους επαγγελματίες αθλητές που προέρχονται από τρίτες χώρες που έχουν συνάψει συμφωνία συνδέσεως (απόφαση Deutscher Handballbund, 2003) ή συμφωνία εταιρικής σχέσεως (απόφαση Simutenkov, 2005) με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

  • Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

Μία απόφαση του 1989 περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών αφορούσε βρετανό τουρίστα ο οποίος δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε σοβαρά στο μετρό του Παρισιού. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος γαλλικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ως τουρίστας απολάμβανε υπηρεσίες εκτός της χώρας του και είχε επ' αυτού εφαρμογή η αρχή του κοινοτικού δικαίου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Συνεπώς, είχε δικαίωμα να λάβει την ίδια αποζημίωση με εκείνη ενός γάλλου υπηκόου (απόφαση Cowan).

Κατόπιν σχετικών ερωτημάτων λουξεμβουργιανών δικαστηρίων, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι εθνική νομοθετική ρύθμιση που συνεπάγεται τη μη απόδοση σε ασφαλισμένο των δαπανών οδοντιατρικής περιθάλψεως, επειδή οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος, συνιστά αδικαιόλογητο κώλυμα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (απόφαση Kohll, 1998) και ότι η μη απόδοση δαπανών για την αγορά γυαλιών στην αλλοδαπή συνιστά αδικαιολόγητο κώλυμα στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (απόφαση Decker, 1998).

  • Ίση μεταχείριση και κοινωνικά δικαιώματα

Μία αεροσυνοδός ενήγαγε τον εργοδότη της λόγω της εις βάρος της δυσμενούς διακρίσεως ως προς τις αμοιβές της σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους της που επιτελούσαν την ίδια εργασία. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος βελγικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, το 1976, ότι ο κανόνας της Συνθήκης που επέβαλλε την αρχή της ισότητας των αμοιβών γυναικών και ανδρών εργαζομένων για την αυτή εργασία είχε άμεσο αποτέλεσμα (απόφαση Defrenne).

Στο πλαίσιο της ερμηνείας των κοινοτικών κανόνων περί ισότητας αμοιβών ανδρών και γυναικών, το Δικαστήριο συνέβαλε στην προστασία των γυναικών κατά της απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης. Αδυνατούσα να εργαστεί λόγω της εγκυμοσύνης της, μια εργαζόμενη απελύθη. Το 1998, το Δικαστήριο έκρινε την απόλυση αυτή αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Απόλυση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, λόγω απουσιών οφειλομένων σε ασθένεια συνδεόμενη με την εγκυμοσύνη, συνιστά απαγορευόμενη δυσμενή διάκριση λόγω φύλου (απόφαση Brown).

Προς διασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, πρέπει να παρέχεται σε αυτούς ετήσια άδεια με καταβολή των αποδοχών. Το 1999, το βρετανικό συνδικάτο BECTU αμφισβήτησε τη νομιμότητα διατάξεως της βρετανικής νομοθεσίας κατά την οποία δεν είχαν το δικαίωμα αυτό εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας μικρής διάρκειας, υποστηρίζοντας ότι η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς κοινοτική οδηγία περί διευθετήσεως του χρόνου εργασίας. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε (απόφαση BECTU, 2001) ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών συνιστά κοινωνικό δικαίωμα απευθείας παρεχόμενο σε όλους τους εργαζόμενους από το κοινοτικό δίκαιο και ότι δεν επιτρέπεται να στερηθεί του δικαιώματος αυτού κανένας εργαζόμενος.

  • Θεμελιώδη δικαιώματα

Αποφαινόμενο ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων διασφαλίζει την τήρηση, το Δικαστήριο συνέβαλε ουσιαστικώς στη βελτίωση του επιπέδου προστασίας αυτών των δικαιωμάτων. Προς τούτο, έλαβε υπόψη του τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν ή στις οποίες προσχώρησαν τα κράτη μέλη. Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας μπορεί να εφαρμόζει και να ερμηνεύει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, στον οποίο η Συνθήκη της Λισσαβώνας προσδίδει την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες.

Κατόπιν σειράς τρομοκρατικών επιθέσεων εις βάρος αστυνομικών, αποφασίστηκε οι αστυνομικοί της Βόρειας Ιρλανδίας να φέρουν όπλα. Εντούτοις, για λόγους δημόσιας ασφάλειας, δεν επετράπη να φέρουν όπλα (βάσει πιστοποιητικού χορηγουμένου από το αρμόδιο υπουργείο και μη δυνάμενου να προσβληθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων) οι υπηρετούσες στην αστυνομία γυναίκες. Συνέπεια της αποφάσεως αυτής υπήρξε ότι δεν προτάθηκε πλέον σε καμία γυναίκα η σύναψη συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως στην αστυνομία της Βόρειας Ιρλανδίας. Κατόπιν σχετικού ερωτήματος δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου πιστοποιητικού εκδοθέντος από αρμόδια εθνική αρχή αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής που πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει οποιοσδήποτε θεωρεί ότι ζημιώθηκε λόγω δυσμενούς διακρίσεως με κριτήριο το φύλο (απόφαση Johnston, 1986).

  • Ευρωπαϊκή ιθαγένεια

Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, την οποία κατά τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κάθε άτομο έχον την ιθαγένεια κράτους μέλους, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται το δικαίωμα διαμονής εντός της επικρατείας των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανήλικος υπήκοος κράτους μέλους, ο οποίος υπάγεται σε ασφάλεια ασθενείας και έχει τους αναγκαίους πόρους, έχει επίσης ένα τέτοιο δικαίωμα διαμονής. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι κατά το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτείται να έχει ο ίδιος ο ανήλικος τους αναγκαίους πόρους και ότι η μη ταυτόχρονη αναγνώριση στη μητέρα του, υπήκοο τρίτης χώρας, δικαιώματος διαμονής καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα διαμονής του τέκνου (απόφαση Zhu και Chen, 2004).

Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η κτήση της ιθαγένειας κράτους μέλους αποσκοπεί στη διασφάλιση δικαιώματος διαμονής δυνάμει του κοινοτικού δικαίου σε υπήκοο τρίτου κράτους, τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν τα αποτελέσματα της χορηγήσεως της ιθαγένειας σε άλλο κράτος μέλος.