Language of document : ECLI:EU:F:2010:158

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση F-83/05

Kristine Ezerniece Liljeberg κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Γλωσσομαθείς νομικοί περιληφθέντες σε εφεδρικό πίνακα επιτυχόντων πριν από την έναρξη ισχύος του νέου ΚΥΚ — Δυσμενής διάκριση σε σχέση με τους γλωσσομαθείς νομικούς που προσελήφθησαν από άλλα όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ, με την οποία η Κ. Ezerniece Liljeberg και άλλοι εννέα υπάλληλοι, όλοι γλωσσομαθείς νομικοί της Επιτροπής, ζητούν την ακύρωση των αποφάσεών τους περί διορισμού της 6ης Οκτωβρίου 2004, κατά το μέτρο που καθορίζουν την κατάταξή τους στον βαθμό A*6, ενώ έπρεπε να έχουν καταταγεί στον βαθμό A*7.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων των προσφευγόντων. Οι προσφεύγοντες φέρουν το ήμισυ των δικαστικών τους εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διάρθρωσης σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Διορισμός στον ανώτερο βαθμό της σταδιοδρομίας — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

3.      Υπάλληλοι — Τοποθέτηση — Αντιστοιχία μεταξύ βαθμού και θέσεως —Τοποθέτηση σε θέση ανώτερου βαθμού — Δικαίωμα ανακατάταξης — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Διαφορετική μεταχείριση των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων όσον αφορά εγγυήσεις του ΚΥΚ — Δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση

5.      Υπάλληλοι — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

6.      Υπάλληλοι — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Περιεχόμενο — Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3)

1.      Οι αποφάσεις περί κατατάξεως σε βαθμό οι οποίες λαμβάνονται από θεσμικά όργανα πλην της Επιτροπής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), συνιστούν μέτρα που δεν μπορούν να προβληθούν προς στήριξη λόγου αντλούμενου από την εκ μέρους της Επιτροπής παραβίαση της αρχής ίσης μεταχειρίσεως.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι οι γλωσσομαθείς νομικοί που κατατάχθηκαν στον βαθμό A*6 από την Επιτροπή υφίστανται δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους επιτυχόντες του ίδιου διαγωνισμού που κατατάχθηκαν στον βαθμό A*7 από τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, προκύπτει ότι κάθε θεσμικό όργανο έχει την εξουσία να καθορίσει κατά πόσον πρέπει να κατατάξει ένα νομομαθή νομικό στον βαθμό A*7. Ως εκ τούτου, οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν από ένα θεσμικό όργανο και κατατάχθηκαν στον βαθμό αυτό κατ’ εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως πρέπει να θεωρηθεί ότι τελούν σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των υπαλλήλων που προσελήφθησαν από άλλο θεσμικό όργανο, το οποίο επέλεξε να μην εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη.

Συγκεκριμένα, το γεγονός της εγγραφής στον ίδιο εφεδρικό πίνακα προσλήψεων δεν ασκεί επιρροή ως προς την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε, απόκειται σε κάθε θεσμικό όργανο να αποφασίσει κατά πόσον πρέπει να ανατρέξει στη διάταξη αυτή προκειμένου να κατατάξει ένα νομομαθή νομικό στον βαθμό A*7. Εξάλλου, η νομολογία κατά την οποία όλοι οι επιτυχόντες του ίδιου διαγωνισμού τελούν στην ίδια κατάσταση αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων από το ίδιο και όχι από διαφορετικά θεσμικά όργανα. Τέλος, μολονότι, κατά την αρχή της ομοιογένειας της δημόσιας διοικήσεως, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συνθήκης του Άμστερνταμ, όλοι οι υπάλληλοι όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης υπόκεινται σε ενιαίο κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως, εντούτοις η αρχή αυτή δεν συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να χρησιμοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο τη διακριτική ευχέρεια που τους αναγνωρίζεται από τον εν λόγω κανονισμό, ενώ, μάλιστα, απολαύουν της αρχής της αυτονομίας.

(βλ. σκέψεις 55, 58 και 59)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Σεπτεμβρίου 1997, T‑220/95, Gimenez κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑275 και II‑775, σκέψη 72

2.      Όταν η διοίκηση διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφασίσει εάν πρέπει να κάνει χρήση μίας διατάξεως, προκειμένου να μην καταστεί η εν λόγω διάταξη άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, η διοίκηση οφείλει, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων που αντιμετωπίζει, να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση της ενδεχόμενης εφαρμογής της συγκεκριμένης διατάξεως.

Ωστόσο, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, τα θεσμικά όργανα μπορούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους επιφορτισμένους με καθήκοντα γλωσσομαθούς νομικού στον βαθμό Α*7 ή AD 7, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να εφαρμόσει τη διάταξη αυτή και ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι δεν έχουν δικαίωμα για μια τέτοια κατάταξη.

Δεδομένου ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει εάν πρέπει να κάνει χρήση ή όχι του άρθρου 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ο δικαστικός έλεγχος αποφάσεως περί κατατάξεως σε βαθμό δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχή. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι δεν υφίσταται παράβαση ουσιώδους τύπου, ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν θεμελίωσε την απόφασή της σε ανακριβή ή ελλιπή πραγματικά περιστατικά, ότι η απόφαση δεν εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ή, ακόμα, ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν άσκησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

(βλ. σκέψεις 75 έως 77)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 1995, T‑17/95, Αλεξοπούλου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑227 και II‑683, σκέψη 21· 26 Οκτωβρίου 2004, T‑55/03, Brendel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑311 και II‑1437, σκέψη 60· 15 Νοεμβρίου 2005, T‑145/04, Righini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑349 και II‑1547, σκέψη 53

ΔΔΔΕΕ: 26 Απριλίου 2006, F‑16/05, Falcione κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑3 και II‑A‑1‑7, σκέψη 49· 20 Σεπτεμβρίου 2007, F‑111/06, Γιαννόπουλος κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑253 και II‑A‑1‑1415, σκέψη 52

3.      Ακόμα και εάν ένας υπάλληλος δεχθεί να ασκήσει καθήκοντα που αντιστοιχούν σε βαθμό ανώτερο του δικού του, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως δεν συνεπάγεται για τον υπάλληλο δικαίωμα ανακατατάξεώς του σε ανώτερο βαθμό.

Σε κάθε περίπτωση, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ ή του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού επιβάλλει στη διοίκηση να λάβει υπόψη την προηγούμενη κατάσταση των επιτυχόντων ενός διαγωνισμού προκειμένου να καθορίσει την βαθμολογική τους κατάταξή.

(βλ. σκέψεις 89 και 90)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1973, 28/72, Tontodonati κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 607, σκέψη 8

ΓΔΕΕ: 7 Μαΐου 1991, T‑18/90, Jongen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑187, σκέψη 27· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑115 και II‑623, σκέψη 182

ΔΔΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2009, F‑104/06, Arpaillange κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑57 και II‑A‑1‑273, σκέψη 106

4.      Δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το διαφορετικό καθεστώς που ισχύει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προσώπων που προσλαμβάνει η Ένωση, είτε ως μόνιμους υπαλλήλους, είτε ως υπαλλήλους των διαφόρων κατηγοριών που διέπονται από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, δεδομένου ότι ο καθορισμός καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές ανταποκρίνεται σε θεμιτές ανάγκες της διοικήσεως της Ένωσης και στη φύση των εργασιών, μόνιμων και έκτακτων, που αυτή έχει την αποστολή να εκτελεί.

(βλ. σκέψη 93)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 17 Νοεμβρίου 2009, F‑57/08, Palazzo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑437 και II‑A‑1‑2371, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται σε κάθε ιδιώτη που τελεί σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση, παρέχοντάς του ακριβείς και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες.

Το δικαίωμα για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από την διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και προς τους γενικώς εφαρμοστέους κανόνες ή, τουλάχιστον, η ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητάς τους θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μη γίνεται αντιληπτή από σώφρονα υπάλληλο που επέδειξε επαρκή επιμέλεια, τούτο δε λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αυτός διαθέτει και της ικανότητάς του να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις

Αναφορικά με αποφάσεις περί κατατάξεως σε βαθμό, ενδεχόμενες δηλώσεις εκ μέρους προϊστάμενου μονάδας δεν μπορούν να εκληφθούν ως πληροφορίες προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές απορρέουν αποκλειστικώς από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

(βλ. σκέψεις 98, 99 και 101)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Ιουλίου 1999, T‑203/97, Forvass κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑129 και II‑705, σκέψη 70· 11 Ιουλίου 2002, T‑381/00, Wasmeier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑125 και II‑677, σκέψη 106· Righini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 130 και 131· 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑385 και II‑1731, σκέψη 146

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑51/07, Bui Van κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑289 και II‑A‑1‑1533, σκέψη 55· 11 Μαΐου 2010, F‑55/09, Maxwell κατά Επιτροπής, σκέψη 87

6.      Το καθήκον αρωγής αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που έχει δημιουργήσει ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της διοικητικής αρχής και των υπαλλήλων της δημοσίας υπηρεσίας. Το καθήκον αυτό επιβάλλει ιδίως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον όχι μόνον της υπηρεσίας αλλά και του οικείου υπαλλήλου. Η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπαλλήλων πρέπει πάντα να οριοθετείται από την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

Το καθήκον αρωγής δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μετατρέπεται η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, σε υποχρέωση για τη διοίκηση. Συνεπώς, το γεγονός ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν εφάρμοσε το προαναφερθέν άρθρο 13, παράγραφος 2, δεν μπορεί να συνιστά, αυτό καθαυτό, παράβαση του καθήκοντος αρωγής.

(βλ. σκέψεις 110 και 111)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Forvass κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 53 και 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψη 149