Language of document : ECLI:EU:F:2010:163

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση F-25/07

Thomas Bleser

κατά

Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογή των λιγότερο ευνοϊκών νέων κανόνων — Άρθρα 2 και 13 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Αρχή της διαφάνειας — Αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας — Καθήκον αρωγής — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος — Κανόνας περί απαγορεύσεως της reformatio in pejus — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Αρχή της καλής πίστεως — Αρχή patere legem quam ipse fecisti»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Τ. Bleser, επιτυχών υποψήφιος διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε πριν την 1η Μαΐου 2004, ζητεί, πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως περί διορισμού του στο Δικαστήριο, στο μέτρο που τον κατατάσσει σε κατώτερο βαθμό από εκείνον που είχε γνωστοποιηθεί με την προκήρυξη του διαγωνισμού, δεύτερον, την ακύρωση του άρθρου 32 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των άρθρων 2 και 13 του παραρτήματος XIII αυτού, τρίτον, την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του και, τέταρτον, την καταβολή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Προθεσμίες — Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, 26 και 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Συμφωνία μεταξύ ενστάσεως και προσφυγής — Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 2 § 1)

4.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31· παράρτημα XIII, άρθρα 2 § 1 και 13 § 1)

5.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρα 12 § 3 και 13 § 1)

6.      Υπάλληλοι — Αρχές — Καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 13 § 1)

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Προθεσμίες — Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 3)

8.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας διαρθρώσεως σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 13 § 1· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

9.      Δίκαιο της Ένωσης — Γενικές αρχές — Αρχή της απαγορεύσεως της reformatio in pejus — Περιεχόμενο

1.      Το άρθρο 90, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει ότι η διοικητική ένσταση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών «από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα». Η επιστολή, όμως, με την οποία ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται ότι η αρμόδια αρχή πρόκειται να τον διορίσει δόκιμο υπάλληλο από μια ορισμένη ημερομηνία και καλείται αυτός να γνωστοποιήσει εάν αποδέχεται το διορισμό αυτό, δεν συνιστά, ακόμα και αν ο διορισμός του έχει ήδη ανακοινωθεί, παρά μόνον προσφορά εργασίας και δεν μπορεί να αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας.

Επιπλέον, παρότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ορίζει ότι η προθεσμία για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως μπορεί να αρχίσει την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πληροφορήθηκε τη βλαπτική για αυτόν πράξη, η διαδικαστικού χαρακτήρα αυτή διάταξη, η οποία έχει ως σκοπό να καλύψει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό περιπτώσεων, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών κανόνων του ΚΥΚ που ρυθμίζουν την ενημέρωση των υπαλλήλων για τα ουσιώδη στοιχεία της εργασιακής τους σχέσεως, ιδίως, όσον αφορά τον τύπο τον οποίο πρέπει αυτή να περιβάλλεται.

Από το σύστημα των κανόνων του ΚΥΚ και, ειδικότερα, από τα άρθρα του 25 και 26 προκύπτει, όμως, ότι οι αποφάσεις περί κατατάξεως, όπως άλλωστε και οι αποφάσεις περί διορισμού, πρέπει να κοινοποιούνται προσηκόντως στον ενδιαφερόμενο και ότι η διοίκηση δεν πρέπει, απλώς, να τον ενημερώνει σχετικώς μέσω ενός εγγράφου το οποίο, όπως και στην περίπτωση της προσφοράς εργασίας, αντλεί απλώς τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών, ούτε να μην μεριμνά ώστε το είδος αυτό της αποφάσεως να περιέρχεται πράγματι στον αποδέκτη της.

Πράγματι, τυχόν επιβολή στον οικείο υπάλληλο της υποχρεώσεως να υποβάλει διοικητική ένσταση το αργότερο τρεις μήνες μετά την λήψη προσφοράς εργασίας, χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα να περιμένει την κοινοποίηση της πράξεως του διορισμού του, θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 26, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όσον αφορά τον διορισμό και την κατάταξη σε βαθμό που αποτελούν τη βάση της σταδιοδρομίας του ενδιαφερόμενου, ενώ σκοπός των άρθρων αυτών είναι να παρέχεται ακριβώς στους υπαλλήλους η δυνατότητα να λαμβάνουν πράγματι γνώση των αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη διοικητική τους κατάσταση και να ασκούν τα δικαιώματα που τους διασφαλίζει ο ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 30 έως 35)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψεις 49, 52 και 56

2.      Ο κανόνας περί της συμφωνίας μεταξύ της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής συνεπάγεται ότι τα αιτήματα που υποβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να έχουν το ίδιο αντικείμενο και να βασίζονται στην ίδια αιτία με τα προβληθέντα στην διοικητική ένσταση.

Δεδομένου ότι, με την ένστασή του, ο ενιστάμενος βάλλει μόνον κατά της κατατάξεώς του σε βαθμό και όχι κατά της κατατάξεώς του σε κλιμάκιο, δεν μπορεί να αμφισβητήσει παραδεκτώς, ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου, την κατάταξή του σε κλιμάκιο.

(βλ. σκέψεις 42 έως 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Σεπτεμβρίου 1998, T‑193/96, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑495 και II‑1495, σκέψη 47· 7 Ιουνίου 2005, T‑375/02, Cavallaro κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑151 και II‑673, σκέψη 97

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑51/07, Bui Van κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑289 και II‑A‑1‑1533, σκέψη 24· 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 110 και 119

3.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχει ως μοναδικό αντικείμενο την μετατροπή, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006, των βαθμών που κατοχυρώθηκαν για όσους είχαν ήδη την ιδιότητα του υπαλλήλου στις 30 Απριλίου 2004, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εφαρμογή σε αυτούς της νέας διάρθρωσης των σταδιοδρομιών που τέθηκε πλήρως σε ισχύ την 1η Μαΐου 2006. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να προσδοθεί στην διάταξη αυτή άλλο περιεχόμενο που να υπερβαίνει τη δημιουργία μιας ενδιάμεσης σχέσεως μεταξύ της παλαιάς και της νέας κατατάξεως σε βαθμό των υπαλλήλων που είχαν ήδη προσληφθεί την 1η Μαΐου 2004.

(βλ. σκέψη 57)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2523, σκέψεις 112 έως 115

4.      Το άρθρο 31 του ΚΥΚ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, αφενός, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αφετέρου, έχουν την ίδια κανονιστική ισχύ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι δυο ως άνω πρώτες διατάξεις να υπερισχύσουν της τελευταίας.

Αντιθέτως, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ μπορεί, ως ειδική μεταβατική διάταξη, να εισαγάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 31 του ΚΥΚ, εφαρμοστέα σε συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων.

Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, αφορά μόνον όσους είχαν ήδη την ιδιότητα του υπαλλήλου στις 30 Απριλίου 2004, ενώ το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους που προσελήφθησαν μετά την 1η Μαΐου 2006. Επομένως, καθεμία εκ των δύο αυτών διατάξεων έχει διαφορετικό προσωπικό πεδίο εφαρμογής.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν υπάρχει αντίφαση και, ως εκ τούτου, ούτε αναντιστοιχία, μεταξύ, αφενός, του άρθρου 31 του ΚΥΚ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και, αφετέρου, του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ίδιου παραρτήματος.

(βλ. σκέψεις 65 έως 68)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10945, σκέψη 101

5.      Ο νομοθέτης, θεσπίζοντας το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, από το οποίο προκύπτει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων που επέτυχαν στον ίδιο διαγωνισμό, και προσελήφθησαν ορισμένοι πριν και ορισμένοι μετά τη μεταρρύθμιση, δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον η διαφορετική μεταχείριση αφορά υπαλλήλους που δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία

Δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, έχει ανάλογο περιεχόμενο με εκείνο του άρθρου 12, παράγραφος 3, του ίδιου παραρτήματος, ένας υπάλληλος που προσελήφθη μετά την 1η Μαΐου 2006 ματαίως προβάλλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνιστάμενη στο ότι έτυχε διαφορετικής μεταχειρίσεως έναντι των επιτυχόντων στον ίδιο με αυτόν διαγωνισμό, οι οποίοι προσελήφθησαν πριν την έναρξη ισχύος της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ.

Εντούτοις, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν δύναται να παρεμβάλλει εμπόδια στην ελευθερία του νομοθέτη να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στις διατάξεις του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις που κρίνει σύμφωνες με το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και εάν πρόκειται για τροποποιήσεις οι οποίες καθιστούν τις διατάξεις του ΚΥΚ δυσμενέστερες για τους υπαλλήλους έναντι των προϊσχυουσών, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος πλήρους νομοθετικής παραλύσεως.

Επίσης, στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως του ΚΥΚ, ο νομοθέτης, αφενός, καθόρισε ότι οι επιτυχόντες σε διαγωνισμούς για τους οποίους προβλεπόταν πρόσληψη στον βαθμό A 7 ή Α 6 προ της 1ης Μαΐου 2004 θα προσλαμβάνονται στο εξής στον βαθμό AD 6 και, αφετέρου, μείωσε, επί τη ευκαιρία αυτή, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στους εν λόγω βαθμούς.

Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και, ειδικότερα, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, καθώς είναι πρόδηλο ότι ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ πίνακας αντιστοιχίας των βαθμών και οι μηνιαίες βασικές αποδοχές ουδόλως λαμβάνουν υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, την ηλικία των ενδιαφερομένων.

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν βασίζει την κατάταξη σε βαθμό των υπαλλήλων στο είδος επαγγελματικής πείρας που αυτοί έχουν αποκτήσει, αλλά στις αντικειμενικές απαιτήσεις των προς κάλυψη θέσεων, λαμβανομένης υπόψη της νέας διάθρωσης των βαθμών. Επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ επιφυλάσσει δυσμενή μεταχείριση στους υπαλλήλους που απέκτησαν τμήμα της επαγγελματικής τους πείρας στον ιδιωτικό τομέα.

(βλ. σκέψεις 83 έως 85, 95, 96, 99 και 100)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 79 και 83

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3885, σκέψεις 98 και 104· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 105· Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 86, 89 και 113

ΔΔΔΕΕ: 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑165 και II‑A‑1‑911, σκέψη 81

6.      Η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν έχει δεσμευτική ισχύ μεγαλύτερη από εκείνη ενός κανονισμού. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το καθήκον αρωγής που υπέχει η διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της, καθήκον που απηχεί την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, και το οποίο, συνεπώς, οριοθετείται από την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

Η αρχή της χρηστής διοικήσεως όσο και το καθήκον αρωγής δεν μπορούν, επομένως, να αποτελέσουν τη βάση ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 119 και 120)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Μαρτίου 1990, T‑123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑131, σκέψη 32· 22 Ιουνίου 1994, T‑97/92 και T‑111/92, Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑159 και II‑511, σκέψη 104· Campoli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 149

ΔΔΔΕΕ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑139, σκέψη 111

7.      Εάν ο αποδέκτης αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως δεν μπορεί να λάβει λυσιτελώς γνώση αυτής λόγω της γλώσσας στην οποία αυτή έχει συνταχθεί, εναπόκειται σε αυτόν να ζητήσει από το θεσμικό όργανο, με την δέουσα επιμέλεια, να του προσκομίσει μετάφραση, είτε στη γλώσσα της ενστάσεως είτε στη μητρική του γλώσσα. Στην περίπτωση αυτή, η χρήση άλλης γλώσσας συνεπάγεται ότι η προθεσμία για την υποβολή ενστάσεως δεν αρχίζει παρά μόνον από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της μεταφράσεως στον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψη 124)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Φεβρουαρίου 2001, T‑118/99, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑25 και II‑97, σκέψεις 18 και 19

ΔΔΔΕΕ: 3 Μαρτίου 2009, F‑63/07, Πατσαρίκα κατά Cedefop, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑39 και II‑A‑1‑159, σκέψη 31

8.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ θεσπίσθηκε με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, δηλαδή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του, στις 27 Απριλίου 2004. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναδρομικής ισχύος. Επιπλέον, εφόσον ορίζει νέα κριτήρια βαθμολογικής κατατάξεως τα οποία έχουν εφαρμογή κατά την πρόσληψη των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμών δημοσιευθέντων πριν την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι ενεγράφησαν σε πίνακες ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006, αλλά προσελήφθησαν μετά την ημερομηνία αυτή, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι σύμφωνο με την αρχή κατά την οποία, σε περίπτωση τροποποιήσεως διατάξεων γενικής εφαρμογής και, ειδικότερα, διατάξεων του ΚΥΚ, ο νέος κανόνας εφαρμόζεται άμεσα στα μελλοντικά αποτελέσματα νομικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν χωρίς ωστόσο να έχουν συσταθεί πλήρως, υπό το καθεστώς του προηγουμένου κανόνα.

Πράγματι, ένα δικαίωμα θεωρείται κεκτημένο μόνον οσάκις το γεγονός που το δημιουργεί επέρχεται πριν από τη νομοθετική τροποποίηση. Σε ό,τι αφορά την βαθμολογική κατάταξη επιτυχόντος υποψηφίου γενικού διαγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένη καθόσον χρόνο δεν έχει εκδοθεί για τον ενδιαφερόμενο νομότυπη απόφαση διορισμού.

(βλ. σκέψεις 126 έως 128)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 61 έως 64

ΓΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 51 και 53

9.      Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι χωρεί επίκληση της αρχή της απαγορεύσεως της reformatio in pejus στο πλαίσιο μη ποινική δίκης, η απαγόρευση αυτή δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να αντιταχθεί ούτε στον νομοθέτη, οσάκις τροποποιεί διατάξεις του ΚΥΚ, ούτε στην διοίκηση, οσάκις καθορίζει τη βαθμολογική κατάσταση των υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση αυτή συνδέεται στενά με την αρχή της διαθέσεως, η οποία συνεπάγεται την εκ μέρους των διαδίκων ελεύθερη διάθεση του αντικειμένου των προσφυγών τους, ενώ η βαθμολογική κατάταξη δεν καθορίζεται επ’ ευκαιρία της ασκήσεως δικαστικής προσφυγής.

(βλ. σκέψη 132)