Language of document : ECLI:EU:F:2008:45

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 23ης Απριλίου 2008

Υπόθεση F-103/05

Stephen Pickering

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Διορθωτικοί συντελεστές – Μεταφορά μέρους των αποδοχών εκτός της χώρας όπου υπηρετεί ο υπάλληλος – Συντάξεις – Διαδικασία εκδόσεως ερήμην αποφάσεως – Χρονικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Ίση μεταχείριση των υπαλλήλων – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κεκτημένα δικαιώματα, αρχή της ασφάλειας δικαίου και καθήκον αρωγής – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο S. Pickering ζητεί την ακύρωση των εκκαθαριστικών αποδοχών του για τους μήνες Δεκέμβριο 2004, Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2005, καθώς και όλων των επομένων εκκαθαριστικών, κατά το μέτρο που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των φερόμενων ως παράνομων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 856/2004 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2004 στη μεταφορά μέρους των αποδοχών και στις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 161, σ. 6), και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 31/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2004, για την αναπροσαρμογή, από την 1η Ιουλίου 2004, των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και των διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις εν λόγω αποδοχές και συντάξεις (EE 2005, L 8, σ. 1), καθόσον με τις διατάξεις αυτές, αφενός, μειώθηκε το μέρος των αποδοχών που μπορούν να μεταφερθούν εκτός της χώρας όπου υπηρετεί ο υπάλληλος και οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται στη μεταφορά, ενώ, αφετέρου, μειώνονται οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτηθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004, θεσπίζεται νέα προϋπόθεση κατοικίας για την εφαρμογή των εν λόγω μειωμένων διορθωτικών συντελεστών και καταργούνται οι διορθωτικοί συντελεστές για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτώνται από την 1η Μαΐου 2004 και εφεξής. Επίσης, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, της αποφάσεως της 4ης Ιουλίου 2005 της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών του.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προθεσμίες – Εκπρόθεσμη υποβολή υπομνήματος απαντήσεως – Ένσταση απαραδέκτου που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως – Παραδεκτό – Μη εφαρμογή της διαδικασίας εκδόσεως ερήμην αποφάσεως – Υποβολή παρατηρήσεων επί της ουσίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 48 § 2 και 122)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Έναρξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παρεμπίπτων χαρακτήρας

(Άρθρο 241 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 723/2004, 856/2004 και 31/2005)

5.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Έννομο συμφέρον

6.      Υπάλληλοι – Αμοιβή – Διορθωτικοί συντελεστές – Τακτικές μεταφορές εκτός της χώρας όπου υπηρετούν

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 17)

7.      Υπάλληλοι – Αμοιβή – Τακτικές μεταφορές εκτός της χώρας όπου υπηρετούν – Διορθωτικοί συντελεστές

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 17)

1.      Εφόσον ο καθού προβάλλει ένσταση απαραδέκτου νομοτύπως και εμπροθέσμως, το γεγονός ότι το υπόμνημα απαντήσεως δεν υποβλήθηκε εντός της καθορισθείσας για τον σκοπό αυτό προθεσμίας δεν επαρκεί για την εφαρμογή της διαδικασίας εκδόσεως ερήμην αποφάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Πράγματι, κατόπιν της προβολής της ενστάσεως απαραδέκτου, ο καθού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αντέκρουσε την προσφυγή κατά τον τύπο και εντός της προθεσμίας που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις.

Εντούτοις, η υποβολή από τον καθού παρατηρήσεων επί της ουσίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν είναι παραδεκτή. Πράγματι, εφόσον το υπόμνημα απαντήσεως δεν έχει κατατεθεί, στο πλαίσιο της γραπτής διαδικασίας, οι ισχυρισμοί επί της ουσίας τους οποίους προβάλλει προφορικά ο καθού αποτελούν νέους ισχυρισμούς που απαγορεύονται από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Αντίθετη ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με το να γίνει δεκτό ότι ο καθού, μετά την προβολή ενστάσεως απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, δεν δεσμεύεται από την προθεσμία που του ορίζει το Πρωτοδικείο για την υποβολή του υπομνήματος απαντήσεως.

Αντιθέτως, ο παρεμβαίνων έχει απόλυτο δικαίωμα να προβάλει επιχειρήματα επί της ουσίας, τόσο στο πλαίσιο της γραπτής διαδικασίας όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, εφόσον πρόκειται, ιδίως, για προσφυγή στρεφόμενη κατά της νομιμότητας κανονισμών που έχει εκδώσει ο παρεμβαίνων, θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να μην επιτρέπεται στον παρεμβαίνοντα, του οποίου τα αιτήματα αποβλέπουν ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα όπως και τα αιτήματα που προβάλλει ο καθού με την ένσταση απαραδέκτου, και συγκεκριμένα στην απόρριψη της προσφυγής, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του που αποδίδονται στον καθού, να υποβάλει παρατηρήσεις επί της ουσίας, και ιδίως παρατηρήσεις με τις οποίες να υπερασπίζεται τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων κανονισμών.

(βλ. σκέψεις 49 και 53 έως 55)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Φεβρουαρίου 2007, C-34/04, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2007, σ. I-1387, σκέψη 49

ΠΕΚ: 1 Δεκεμβρίου 1999, T-125/96 και T-152/96, Boehringer κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-3427, σκέψη 183

2.      Το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών, ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου του, δεν έχει τα χαρακτηριστικά βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια των άρθρων 90, παράγραφος 2, και 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), καθόσον απλώς συγκεκριμενοποιεί με οικονομικούς όρους το πεδίο εφαρμογής προηγούμενων αποφάσεων που αφορούν την κατάσταση του υπαλλήλου. Μολονότι είναι αλήθεια ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών θεωρούνται κατά γενικό κανόνα βλαπτικές πράξεις, καθόσον προκύπτει από αυτά ότι τα οικονομικά δικαιώματα του υπαλλήλου επηρεάστηκαν αρνητικά, στην πραγματικότητα η βλαπτική πράξη είναι η απόφαση που λαμβάνει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να μειώσει ή να καταργήσει την καταβολή κονδυλίου που εισέπραττε μέχρι την στιγμή εκείνη ο υπάλληλος και αναγραφόταν στα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του.

Ανεξαρτήτως αυτού, το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών διατηρεί πλήρως τη σημασία του για τον προσδιορισμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου, όπως αυτά προβλέπονται με τον ΚΥΚ. Ειδικότερα, η διαβίβαση του εκκαθαριστικού αποδοχών στον υπάλληλο επιτελεί διττή λειτουργία, αφενός, ενημερώσεως όσον αφορά τη ληφθείσα απόφαση και, αφετέρου, λειτουργία που αφορά τις προθεσμίες. Κατά συνέπεια, εφόσον από το εκκαθαριστικό αποδοχών προκύπτει σαφώς η ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής της ληφθείσας αποφάσεως, από την κοινοποίησή του αρχίζει να τρέχει η προθεσμία προσβολής της βλαπτικής πράξεως.

(βλ. σκέψεις 72 και 75)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195, σκέψη 4

ΠΕΚ: 27 Οκτωβρίου 1994, T-536/93, Benzler κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-245 και II-777, σκέψη 15

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F-101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-1-55 και II-A-1-199, σκέψεις 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και 42· 24 Μαΐου 2007, F-27/06 και F-75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, η οποία αποτελεί το αντικείμενο εκκρεμούς αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, T-293/07 P

3.      Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το επίδικο οικονομικό δικαίωμα θίγεται μέσω καταργήσεως ενός κονδυλίου ή μειώσεως του ύψους του, οι οποίες διενεργούνται μηνιαίως και εμφανίζονται σε όλα τα εκκαθαριστικά αποδοχών που έπονται του εκκαθαριστικού με το οποίο διενεργήθηκε για πρώτη φορά η εν λόγω κατάργηση ή μείωση, η προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως αρχίζει να τρέχει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπάλληλος λαμβάνει το πρώτο εκκαθαριστικό αποδοχών στο οποίο εμφανίζεται αυτή η κατάργηση ή μείωση.

Εάν περισσότερα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεως ή αποδοχών που αφορούν διαδοχικές περιόδους ενέχουν την ίδια αντίθεση προς τον νόμο, η αρχική διοικητική ένσταση η οποία στρέφεται μόνον κατά του πρώτου επίδικου εκκαθαριστικού σημειώματος και με την οποία προβάλλεται η σχετική ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αρκεί, κατά κανόνα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, αν η προσφυγή που θα ασκήσει ο υπάλληλος μετά την απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως γίνει δεκτή, θα αποζημιωθεί και για τις περιόδους που έπονται του προσβαλλόμενου εκκαθαριστικού σημειώματος. Αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, αν ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι δεν στρέφεται κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος συντάξεως ή αποδοχών, αλλά κατά της αποφάσεως που επηρεάζει τα δικαιώματά του και που εκφράζεται στο επίδικο εκκαθαριστικό σημείωμα με την κατάργηση ή τη μείωση κάποιου κονδυλίου.

(βλ. σκέψεις 76 και 89)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Μαΐου 2000, C-82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I‑3855, σκέψη 49

ΠΕΚ: 20 Ιανουαρίου 1998, T-160/96, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-15 και II-35, σκέψη 39

4.      Όσον αφορά πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα να προσφύγει ευθέως κατά πράξεως γενικής ισχύος δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, το άρθρο 241 ΕΚ αποτελεί την έκφραση γενικής αρχής η οποία του εξασφαλίζει το δικαίωμα να θέσει υπό αμφισβήτηση την ισχύ πράξεων γενικής ισχύος των οποίων υφίσταται τις συνέπειες και των οποίων την ακύρωση δεν είχε μπορέσει να ζητήσει, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση αποφάσεως που το αφορά άμεσα και ατομικά. Εντούτοις, το άρθρο 241 ΕΚ δεν γεννά αυτοτελές δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας: επίκλησή του μπορεί να γίνει μόνο παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο παραδεκτής προσφυγής, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί το ίδιο αντικείμενο προσφυγής.

Συνεπώς, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται στο πλαίσιο απαράδεκτης προσφυγής είναι απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 94 και 97)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 6 Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, σκέψη 39

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T-35/05, T-61/05, T-107/05, T-108/05 και T-139/05, Agne-Dapper κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II-A-2-1497, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Ο υπάλληλος που βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την έκδοση αποφάσεως σχετικά με τον διορθωτικό συντελεστή που θα εφαρμοστεί στη μελλοντική σύνταξη αρχαιότητάς του διότι, ακριβώς λόγω της προϋποθέσεως η οποία συνδέεται με την επιλογή της χώρας κατοικίας και η οποία μπορεί να επαληθευτεί μόνο κατά την αποχώρηση του ενδιαφερομένου από την υπηρεσία, ο καθορισμός του διορθωτικού συντελεστή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως εκδιδόμενης εκ των προτέρων που να επηρεάζει άμεσα την έννομη κατάσταση του ενδιαφερομένου. Ανάλογη λύση προσήκει και στην περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή δεν στρέφεται κατά του καθορισμού των διορθωτικών συντελεστών, αλλά κατά του συστήματος των συντελεστών αυτών.

(βλ. σκέψη 101)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T-6/91, Pfloeschner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-141, σκέψη 27

6.      Στο μέτρο που ο υπάλληλος εισπράττει τις αποδοχές του και πραγματοποιεί αντικειμενικώς πολύ μεγάλο μέρος των εξόδων του, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη στέγη, την τροφή και την ψυχαγωγία, στη χώρα όπου υπηρετεί, μεταφέροντας απλώς μέρος της αμοιβής του στο κράτος μέλος από το οποίο κατάγεται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση με υπάλληλο που υπηρετεί στο εν λόγω κράτος μέλος και εισπράττει σε αυτό αποδοχές υπολογιζόμενες με βάση τον διορθωτικό συντελεστή.

(βλ. σκέψη 109)

7.      Ο κοινοτικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιφέρει ανά πάσα στιγμή στους κανόνες του ΚΥΚ τις τροποποιήσεις τις οποίες κρίνει σύμφωνες με το συμφέρον της υπηρεσίας, καθώς και να εκδίδει, για το μέλλον, νομοθετικές διατάξεις δυσμενέστερες για τους ενδιαφερομένους υπαλλήλους, υπό την προϋπόθεση να ορίσει μεταβατική περίοδο επαρκούς διάρκειας, ενώ οι υπάλληλοι δεν έχουν δικαίωμα στη διατήρηση του ΚΥΚ όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της προσλήψεώς τους. Μολονότι είναι αλήθεια ότι το νέο σύστημα μεταφοράς μέρους των αποδοχών είναι λιγότερο ευνοϊκό, από οικονομική άποψη, για τους υπαλλήλους από το σύστημα που ίσχυε πριν τη μεταρρύθμιση, ο νομοθέτης, ο οποίος εξέδωσε τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 17 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οι οποίες καλύπτουν την περίοδο από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008, ήταν ελεύθερος να τροποποιήσει τον ΚΥΚ και να εκδώσει διατάξεις σχετικές με τη μεταφορά μέρους των αποδοχών λιγότερο ευνοϊκές για τους υπαλλήλους από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 115 και 116)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 29 Νοεμβρίου 2006, T-135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II-A-2-1527, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία