Language of document : ECLI:EU:T:2015:383

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των μπανανών στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία — Συντονισμός κατά τον καθορισμό των τιμών — Παραδεκτό των αποδείξεων — Δικαιώματα άμυνας — Κατάχρηση εξουσίας — Απόδειξη της παραβάσεως —Υπολογισμός του ύψους του προστίμου»

Στην υπόθεση T‑655/11,

FSL Holdings, με έδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο),

Firma Léon Van Parys, με έδρα την Αμβέρσα,

Pacific Fruit Company Italy SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους P. Vlaemminck, C. Verdonck, B. Van Vooren και B. Gielen, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους M. Kellerbauer και A. Biolan,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2011) 7273 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] [υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες)] και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από την M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, και τους S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την υπό κρίση προσφυγή, η FSL Holdings (στο εξής: FSL), η Firma Léon Van Parys (στο εξής: LVP) και η Pacific Fruit Company Italy SpA (στο εξής: PFCI) (συλλήβδην στο εξής: προσφεύγουσες ή Pacific) ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως C(2011) 7273 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] [υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Οι προσφεύγουσες ασκούν δραστηριότητες εισαγωγής, εμπορίας και πωλήσεως μπανανών του εμπορικού σήματος Bonita στην Ευρώπη (αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως). H LVP, η PFCI και οι οικονομικές οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο και εμπλέκονται στις σχετικές με την μπανάνα δραστηριότητες στην Ευρώπη αναφέρονται, αναλόγως της πηγής πληροφορήσεως, επίσης ως «Pacific», «Pacific Fruit», «Bonita» ή και «Noboa», επειδή το εμπορικό σήμα Bonita ανήκει στον όμιλο Noboa (αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3        Στις 8 Απριλίου 2005 η Chiquita Brands International Inc. (στο εξής: Chiquita) υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από πρόστιμα βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας) για τη δραστηριότητα διανομής και εμπορίας μπανανών, καθώς και ανανά και άλλων νωπών φρούτων εισαγόμενων στην Ευρώπη. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες (αιτιολογική σκέψη 79 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Στις 3 Μαΐου 2005 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων χορήγησε στην Chiquita υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα κατ’ εφαρμογήν του σημείου 8, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, για πιθανολογούμενη μυστική σύμπραξη αφορώσα τις πωλήσεις μπανανών και ανανά εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (αιτιολογικές σκέψεις 79 και 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Στις 15 Οκτωβρίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 5955 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (υπόθεση COMP/39.188 — Μπανάνες) (περίληψη της οποίας έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ 2009, C 189, σ. 12, στο εξής: απόφαση στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες), με την οποία διαπίστωσε ότι η Chiquita, ο όμιλος Dole και η Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert & Co. KG (στο εξής: Weichert), που τότε τελούσε υπό την καθοριστική επιρροή του ομίλου Del Monte, είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ, επειδή είχαν προχωρήσει σε εναρμονισμένη πρακτική με την οποία συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς των μπανανών, τις οποίες καθόριζαν επί εβδομαδιαίας βάσεως για την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία κατά το διάστημα 2000-2002 (αιτιολογική σκέψη 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Στο πλαίσιο της έρευνας στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στους επαγγελματικούς χώρους διαφόρων εισαγωγέων μπανανών, μεταξύ άλλων στους επαγγελματικούς χώρους της LVP στην Αμβέρσα (Βέλγιο), και στις 20 Ιούλιου 2007 απέστειλε ανακοίνωση αιτιάσεων σε διάφορους εισαγωγείς μπανανών, μεταξύ των οποίων στην FSL και στην LVP, οι οποίες τελικά δεν περιελήφθησαν στους αποδέκτες της αποφάσεως στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες.

7        Στις 26 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή έλαβε αντίγραφα εγγράφων προερχομένων από την ιταλική φορολογική αρχή, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της τελευταίας κατόπιν ελέγχου διενεργηθέντος στην οικία και στο γραφείο υπαλλήλου της Pacific στο πλαίσιο εθνικής έρευνας (αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως). [

8        Στις 26 Νοεμβρίου 2007 η Chiquita ενημερώθηκε προφορικά από τη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής ότι στις 28 Νοεμβρίου 2007 υπάλληλοι της Επιτροπής επρόκειτο να προβούν σε έλεγχο στους επαγγελματικούς χώρους της Chiquita Italia SpA. Με την ευκαιρία αυτή, η Chiquita ενημερώθηκε ότι διεξαγόταν έρευνα για τη Νότια Ευρώπη υπό τον αριθμό υποθέσεως COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες), ενώ της υπομνήσθηκε ότι της είχε χορηγηθεί υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ότι η ίδια είχε υποχρέωση συνεργασίας (αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Κατά το διάστημα από τις 28 έως τις 30 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στους επαγγελματικούς χώρους εισαγωγέων μπανανών στην Ιταλία και την Ισπανία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 1, σ. 1) (αιτιολογική σκέψη 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Στο πλαίσιο της έρευνας, η Επιτροπή απέστειλε διάφορες αιτήσεις πληροφοριών στα εμπλεκόμενα μέρη και σε πελάτες καθώς και σε άλλους παράγοντες της αγοράς, και ειδικότερα στους λιμένες και στις λιμενικές αρχές, τα εμπλεκόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν εκ νέου ορισμένες πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες και η Chiquita κλήθηκε να προσδιορίσει τα μέρη των προφορικών δηλώσεών της στην υπόθεση εκείνη τα οποία θεωρούσε ότι σχετίζονταν επίσης με τη νέα έρευνα (αιτιολογική σκέψη 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στις 9 Φεβρουαρίου 2009 η ΓΔ «Ανταγωνισμός» κοινοποίησε στην Chiquita έγγραφο με το οποίο προέβαινε σε αποτίμηση της καταστάσεως από πλευράς συνεργασίας της Chiquita, βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (στο εξής: ενημερωτικό για την πρόοδο της συνεργασίας έγγραφο) (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Στις 10 Δεκεμβρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες) εις βάρος της Chiquita, της Fruit Shippers Ltd και των προσφευγουσών. Αφότου έλαβαν γνώση του περιεχομένου του φακέλου της υποθέσεως κατόπιν της χορηγηθείσας σε αυτές προσβάσεως, όλες οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους και παρέστησαν κατά την ακρόαση που διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 2010 (αιτιολογικές σκέψεις 87 και 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Στις 12 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

13      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά σύμπραξη μεταξύ της Chiquita και της Pacific στον τομέα της εισαγωγής, εμπορίας και πωλήσεως μπανανών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία («Νότια Ευρώπη») κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 8 Απριλίου 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 1, 73, 93 έως 95, 306 και 330 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Το προϊόν που αποτέλεσε το αντικείμενο τις κινηθείσας από την Επιτροπή διαδικασίας είναι η μπανάνα (νωπά φρούτα), η δε προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει τόσο τις άγουρες (πράσινες) μπανάνες όσο και τις ώριμες (κίτρινες) μπανάνες. Οι μπανάνες θεωρούνται προϊόν διαθέσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, προϊόν του οποίου η εμπορία πραγματοποιείται σε εβδομαδιαία βάση και του οποίου η ζήτηση παρουσιάζει ελαφρές διακυμάνσεις αναλόγως της εποχής, επειδή είναι υψηλότερη κατά τους πρώτους έξι μήνες του έτους και χαμηλότερη κατά τους θερμούς θερινούς μήνες. Οι μπανάνες πωλούνται υπό εμπορικό σήμα ή άνευ εμπορικού σήματος και προέρχονται είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε από χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ) είτε ακόμη από χώρες εκτός ΑΚΕ. Οι μπανάνες από χώρες εκτός ΑΚΕ εισάγονται στην Ένωση ως επί το πλείστον από την Καραϊβική, την Κεντρική Αμερική και τη Νότια Αμερική, καθώς και από ορισμένες χώρες της Αφρικής, και μεταφέρονται με πλοία-ψυγεία σε λιμένες της Ευρώπης (αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κατά την περίοδο την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, η εισαγωγή μπανανών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα διεπόταν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1), ο οποίος προέβλεπε σύστημα βασισμένο σε ποσοστώσεις και εισαγωγικούς δασμούς. Oι ποσοστώσεις εισαγωγής μπανανών καθορίζονταν επί ετησίας βάσεως και χορηγούνταν ανά τρίμηνο με περιθώριο ευελιξίας περιοριζόμενο μεταξύ των τριμήνων του αυτού ημερολογιακού έτους (αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Ο τομέας της μπανάνας χαρακτηριζόταν από διάκριση μεταξύ τριών κατηγοριών μπανανών: των ανωτάτης ποιότητας μπανανών του εμπορικού σήματος Chiquita, των μπανανών δεύτερης κατηγορίας των εμπορικών σημάτων Dole και Del Monte και των μπανανών τρίτης κατηγορίας, των λεγόμενων «τρίτων», στις οποίες καταλέγονταν οι μπανάνες διαφόρων άλλων εμπορικών σημάτων, όπως του εμπορικού σήματος Bonita της Pacific, ή ακόμη του εμπορικού σήματος Consul της Chiquita. Η εν λόγω διάκριση επί τη βάσει των εμπορικών σημάτων αντικατοπτριζόταν στον καθορισμό της τιμής της μπανάνας (αιτιολογική σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Ως προς τις τιμές, ο τομέας της μπανάνας διέκρινε μεταξύ της τιμής «T1» και της τιμής «T2», εκ των οποίων η μεν «T1» δήλωνε τις τιμές «πλέον οφειλόμενων δασμών», δηλαδή τιμές μη περιλαμβάνουσες τους τελωνειακούς δασμούς και τα τέλη, ενώ η «T2» δήλωνε τις τιμές «περιλαμβανομένων των δασμών» (αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Ο τομέας της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία λειτουργούσε σε δύο βαθμίδες, δηλαδή στην «πράσινη» βαθμίδα, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιούνταν η πώληση άγουρων μπανανών από τους εισαγωγείς σε μονάδες ωριμάνσεως και σε επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου, και στην «κίτρινη» βαθμίδα, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιούνταν η πώληση ώριμων μπανανών από τις μονάδες ωριμάνσεως, τους εισαγωγείς που πωλούσαν κίτρινες μπανάνες και τις επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου σε άλλες επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου, σε υπεραγορές (supermarkets) ή σε επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Κατά την οικεία περίοδο, η Chiquita και η Pacific πωλούσαν σχεδόν αποκλειστικά πράσινες μπανάνες στη Νότια Ευρώπη, χωρίς όμως να έχουν συνάψει σύμβαση μακράς διαρκείας ή σύμβαση-πλαίσιο με επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου ή μονάδες ωριμάνσεως (αιτιολογικές σκέψεις 31, 32 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Η Επιτροπή αναφέρει ότι η τιμή της «κίτρινης» μπανάνας αποτελούνταν από την τιμή της «πράσινης» μπανάνας, η οποία είχε καθοριστεί μία ή ακόμη και δύο εβδομάδες νωρίτερα, προσαυξημένη με το περιθώριο χρεώσεως για τις υπηρεσίες ωριμάνσεως και για άλλες δαπάνες, περιθώριο το οποίο δεν ήταν ενιαίο στην Νότια Ευρώπη, επειδή η συσχέτιση μεταξύ της τιμής των πράσινων μπανανών και της τιμής των κίτρινων μπανανών ήταν μικρότερη στην εν λόγω περιοχή απ’ ό,τι σε άλλα μέρη της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Στην προσβαλλόμενη απόφαση ο όρος «τιμή», ο οποίος χρησιμοποιείται άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων, αναφέρεται στην τιμή της πράσινης μπανάνας T2 (προ εκπτώσεων και επιστροφών), αντιστοίχως, για το πρώτο εμπορικό σήμα εκάστου των διαδίκων, δηλαδή της Chiquita ή της Bonita (αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Τα κύρια πρόσωπα που εντός της Chiquita εμπλέκονταν στον καθορισμό των τιμών στη Νότια Ευρώπη ήσαν ο C1, o οποίος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ασκούσε μεταξύ άλλων καθήκοντα [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] (1), και ο C2, [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα]. Από την πλευρά της Pacific, τα κύρια πρόσωπα ήσαν ο P1, [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα], και ο P2, [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα]. Επιπλέον, κατά την οικεία περίοδο οι [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] ήσαν ο P3 [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] και ο P4 [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] (αιτιολογικές σκέψεις 12 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Η Επιτροπή εξηγεί ότι, κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τουλάχιστον την «εβδομάδα εμπορίας 15» του 2005, η Chiquita και η Pacific συντόνισαν τη στρατηγική τους περί τιμών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές, τα επίπεδα τιμών και τις διακυμάνσεις και/ή τάσεις τιμών και αντάλλαξαν πληροφορίες για τη μελλοντική συμπεριφορά στην αγορά όσον αφορά τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 94 και 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Κατά την Επιτροπή οι επίμαχες ενέργειες συνιστούν συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή οι σχετικές επιχειρήσεις ήλθαν σε ρητή συμφωνία για συγκεκριμένη συμπεριφορά στην αγορά, προκειμένου να υποκαταστήσουν συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με τη μεταξύ τους συνεργασία. Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν δεν αποδεικνυόταν ότι τα μέρη ρητώς συνομολόγησαν κοινό σχέδιο το οποίο συνιστά συμφωνία, η επίμαχη συμπεριφορά ή οι επίμαχες πτυχές της συνιστούν εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι στη συνέχεια η επικοινωνία μεταξύ των μερών επηρέασε τη συμπεριφορά τους κατά τον καθορισμό των τιμών των μπανανών για τη Νότια Ευρώπη (αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η συμπεριφορά των μελών συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, επειδή οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές αποτελούσαν μέρος ενιαίου συστήματος χαράξεως των γραμμών δράσεώς τους στην αγορά και περιορισμού της ατομικής εμπορικής πολιτικής τους με σκοπό την επίτευξη κοινού, αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού, στόχου και την υπηρέτηση ενιαίου οικονομικού σκοπού, ο οποίος συνίστατο στον περιορισμό ή τη νόθευση της φυσιολογικής διακυμάνσεως των τιμών στον τομέα της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και στην ανταλλαγή συναφών πληροφοριών (αιτιολογικές σκέψεις 209 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 26 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 35), κανονισμού ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και ο οποίος όριζε ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή επί όλων των συμφωνιών, αποφάσεων και πρακτικών σχετικών με την παραγωγή ή την εμπορία διαφόρων προϊόντων, περιλαμβανομένων των φρούτων, προέβλεπε εξαιρέσεις από την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω εξαιρέσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες πρακτικές δεν μπορούσαν να εξαιρεθούν βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 26 (αιτιολογικές σκέψεις 172 έως 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή εφάρμοσε τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), καθώς και τις διατάξεις της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας.

27      Η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό του επιβλητέου προστίμου, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό ανερχόμενο έως το 30 % της αξίας των οικείων πωλήσεων της επιχειρήσεων αναλόγως του βαθμού σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση και προσαυξημένο με ποσό ίσο με το 15 % έως 25 % της αξίας των πωλήσεων, ανεξαρτήτως της διάρκειας συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Οι υπολογισμοί αυτοί οδήγησαν στα ακόλουθα βασικά ποσά των επιβλητέων προστίμων:

–        47 922 000 ευρώ για την Chiquita·

–        11 149 000 ευρώ για την Pacific (αιτιολογική σκέψη 334 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), στην υπόθεση εκείνη το ποσό του βασικού προστίμου μειώθηκε κατά 60 %, προκειμένου να ληφθούν υπόψη το ιδιαίτερο ρυθμιστικό πλαίσιο του τομέα της μπανάνας και το γεγονός ότι ο συντονισμός αφορούσε τις τιμές αναφοράς. Δεδομένου ότι εν προκειμένω έλειπε το εν λόγω πλέγμα στοιχείων, η Επιτροπή θεώρησε ότι επιβαλλόταν μείωση του βασικού ποσού μόλις κατά 20 % για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισήμανε ότι, παρά τον εν πολλοίς όμοιο χαρακτήρα του ρυθμιστικού πλαισίου που ίσχυε κατά τον χρόνο της παραβάσεως στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες με εκείνον του ρυθμιστικού πλαισίου της υπό κρίση υποθέσεως, εν προκειμένω ο καθορισμός των τιμών δεν αφορούσε τιμές αναφοράς, οι οποίες δεν υφίσταντο στη Νότια Ευρώπη, και ότι υπήρχαν αποδείξεις ως προς το ότι η αθέμιτη σύμπραξη αφορούσε επίσης τιμές επιπέδου πραγματικών τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 336 έως 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Κατόπιν της εν λόγω προσαρμογής, τα βασικά ποσά των επιβλητέων προστίμων διαμορφώθηκαν ως ακολούθως:

–        38 337 600 ευρώ για την Chiquita·

–        8 919 200 ευρώ για την Pacific (αιτιολογική σκέψη 341 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Η Chiquita απηλλάγη από το πρόστιμο κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 345 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου ότι δεν επήλθε άλλη προσαρμογή ως προς την Pacific, το τελικό ποσό του προστίμου της, κατόπιν στρογγυλοποιήσεως, ανήλθε σε 8 919 000 ευρώ.

32      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 101 της Συνθήκης μετέχοντας, κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 8 Απριλίου 2005, σε ενιαία και διαρκή συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία αφορούσε τον καθορισμό της τιμής πωλήσεως των μπανανών σε τρεις χώρες της Νότιας Ευρώπης, δηλαδή στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία:

α)      Chiquita Brands International, Inc., Chiquita Banana Company BV, Chiquita Italia SpA,

β)      FSL Holdings NV, Firma Leon Van Parys NV, Pacific Fruit Company Italy SpA.

Άρθρο 2

Για την παράβαση ή τις παραβάσεις του άρθρου 1 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)      στις Chiquita Brands International, Inc., Chiquita Banana Company BV, Chiquita Italia SpA αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 0 ευρώ,

β)      στις FSL Holdings NV, Firma Leon Van Parys NV, Pacific Fruit Company Italy SpA αλληλεγγύως και εις ολόκληρον: 8 919 000 ευρώ.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2011 οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, έθεσε γραπτώς ερώτηση στην Επιτροπή και κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Πάντως, η Επιτροπή αρνήθηκε να προσκομίσει ορισμένα εκ των ζητηθέντων εγγράφων, επικαλούμενη τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα.

35      Με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2014 το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 65, στοιχείο β΄, το άρθρο 66, παράγραφος 1, και το άρθρο 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα έγγραφα που αυτή είχε χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικής φύσεως. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν ήσαν αναγκαία για τη λύση της διαφοράς, τα έγγραφα αυτά αφαιρέθηκαν από τη δικογραφία και δεν κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Νοεμβρίου 2014.

37      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος κατά τον οποίο σε αυτήν έγινε δεκτό ότι παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (ακύρωση των άρθρων 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που τις αφορούν)·

–        επικουρικά, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος κατά το οποίο τους επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 8 919 000 ευρώ και να μειώσει το πρόστιμο σύμφωνα με όσα προβάλλονται με το δικόγραφο τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

39      Οι προσφεύγουσες διατυπώνουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλουν παραβάσεις ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλουν κατάχρηση εξουσίας. Με τον τρίτο λόγο προβάλλουν ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη, κατά το μέρος κατά τον οποίο στην εν λόγω απόφαση δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και επίσης προβάλλουν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και πλημμελή στοιχειοθέτηση παραβάσεως. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο προβάλλουν παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, λόγω εσφαλμένης αξιολογήσεως της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως και των ελαφρυντικών περιστάσεων, καθώς και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

40      Με ένα από τα εισαγωγικά μέρη του δικογράφου της προσφυγής τους, το οποίο επιγράφεται «Περιγραφή του οικείου τομέα», οι προσφεύγουσες διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αγοράς μπανάνας, εν γένει, και της αντίστοιχης αγοράς της Νότιας Ευρώπης, ειδικότερα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι τα μέρη του δικογράφου της προσφυγής και των υπομνημάτων τους όπου αναπτύσσονται οι εν λόγω παρατηρήσεις είχαν ως σκοπό να διαφωτίσουν το Γενικό Δικαστήριο για το πλαίσιο της υποθέσεως και δεν περιελάμβαναν συγκεκριμένες αιτιάσεις κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, στοιχείο το οποίο καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Α –      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται παράβαση ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

41      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας λόγω της χρησιμοποιήσεως, από την Επιτροπή, εγγράφων εντοπισθέντων στο πλαίσιο εθνικού φορολογικού ελέγχου και εγγράφων από άλλες υποθέσεις, καθώς και λόγω της ασκήσεως, από την Επιτροπή, παράνομης επιρροής επί της εταιρίας που είχε ζητήσει απαλλαγή. Πάντως, τα πραγματικά στοιχεία που προβάλλονται προς στήριξη της τελευταίας αιτιάσεως είναι τα ίδια με εκείνα που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οπότε κρίνεται σκόπιμη η εξέταση των εν λόγω στοιχείων στο πλαίσιο της εξετάσεως του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως.

1.     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

42      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου αξιολογούνται τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία είναι η αξιοπιστία τους (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 273, και T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 72, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2012, T‑410/09, Almamet κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

43      Πάντως, επίσης κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και μέτρα ασύμβατα με τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών είναι ανεπίτρεπτα εντός της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 284 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 70, και Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 39).

44      Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν δύναται να επιτρέψει αποδείξεις συλλεγείσες κατά καταστρατήγηση της διαδικασίας που προβλέπεται για τη συλλογή τους και που αποσκοπεί στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων. Επομένως, η προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ουσιώδης τύπος, κατά την έννοια του άρθρου 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Κατά τη νομολογία, η παράβαση ουσιώδους τύπου έχει συνέπειες, ανεξαρτήτως του αν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία σε αυτόν που την προβάλλει (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2000, C‑286/95 P, Επιτροπή κατά ICI, Συλλογή 2000, σ. I‑2341, σκέψεις 42 και 52, και απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 39).

45      Συναφώς, είναι χρήσιμη η επισήμανση ότι, όπως έχει κριθεί, η νομιμότητα της διαβιβάσεως στην Επιτροπή, από εισαγγελέα κράτους μέλους ή από αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού αρχές, στοιχείων τα οποία συνελέγησαν κατ’ εφαρμογήν του εθνικού ποινικού δικαίου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα, με γνώμονα το εθνικό δίκαιο, πράξεως εκδοθείσας από εθνική αρχή (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑407/04 P, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑829, σκέψη 62, και απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Συνεπώς, εφόσον η διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων δεν κηρύχθηκε παράνομη από ιταλικό δικαστήριο, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν απαράδεκτα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 63).

47      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας δυνάμενης να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, όπως η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1/2003 διαδικασία, συνιστούν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, για την τήρηση των οποίων μεριμνά ο δικαστής της Ένωσης (βλ. απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Σημειώνεται συναφώς ότι η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1/2003 διοικητική διαδικασία, η οποία διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής, έχει δύο χωριστά διαδοχικά στάδια, έκαστο των οποίων διέπεται από τη δική του εσωτερική λογική, δηλαδή, αφενός, ένα στάδιο προκαταρκτικής έρευνας και, αφετέρου, ένα στάδιο διαδικασίας κατ’ αντιπαράθεση. Το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, κατά το οποίο η Επιτροπή ασκεί την προβλεπόμενη από τον εν λόγω κανονισμό ανακριτική εξουσία και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση αιτιάσεων, αποσκοπεί στην παροχή στην Επιτροπή της δυνατότητας να συλλέξει όλα τα ουσιώδους σημασίας στοιχεία που επιβεβαιώνουν ή μη την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και να λάβει μια πρώτη θέση όσον αφορά την κατεύθυνση της διαδικασίας και τη συνέχεια που πρέπει να της δοθεί. Αντιθέτως, το στάδιο της διαδικασίας κατ’ αντιπαράθεση, το οποίο εκτείνεται από την ανακοίνωση αιτιάσεων έως την έκδοση της τελικής αποφάσεως, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά επί της προσαπτόμενης παραβάσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 27, και απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49      Αφενός, όσον αφορά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, το στάδιο αυτό έχει ως σημείο αφετηρίας την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών που της παρέχουν τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, λαμβάνει μέτρα τα οποία συνεπάγονται ότι προσάπτεται μια παράβαση και τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των υπόπτων επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 182, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 38· απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 25).

50      Αφετέρου, από τη νομολογία προκύπτει τόσο ότι μόλις κατά την έναρξη του διοικητικού σταδίου της διαδικασίας κατ’ αντιπαράθεση η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων, όλων των ουσιωδών στοιχείων επί των οποίων η Επιτροπή στηρίζεται κατά αυτό το στάδιο όσο και ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Συνεπώς, μόνο κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων δύναται η οικεία επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας (βλ. απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, αν η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών εκτεινόταν στο στάδιο πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής θα διακυβευόταν, επειδή η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν, ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, σε θέση να γνωρίζει τις πληροφορίες που είναι γνωστές στην Επιτροπή και, συνεπώς, τις πληροφορίες που ακόμη μπορεί να αποκρύψει από την Επιτροπή (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 60, και απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 25).

51      Πάντως, τα ανακριτικά μέτρα που η Επιτροπή έχει λάβει κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, ιδίως δε οι αιτήσεις πληροφοριών και οι έρευνες βάσει των άρθρων 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, συνεπάγονται, ως εκ της φύσεώς τους, ότι διατυπώνεται αιτίαση περί παραβάσεως και δύνανται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των υπόπτων επιχειρήσεων. Επομένως, είναι σημαντικό να προλαμβάνεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά αυτό το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, αφού τα ληφθέντα ανακριτικά μέτρα δύνανται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς ορισμένων επιχειρήσεων που είναι ικανός να στοιχειοθετήσει την ευθύνη τους (βλ. απόφαση Αlmamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Ως εκ τούτου, το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφαση με την οποία διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου, αναφέροντας το αντικείμενο και τον σκοπό του, πράγμα που συνιστά θεμελιώδη επιταγή προκειμένου να εμφαίνεται ο δικαιολογημένος χαρακτήρας της σχεδιαζόμενης παρεμβάσεως εντός των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, αλλά και προκειμένου οι εν λόγω επιχειρήσεις να είναι σε θέση να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντός τους συνεργασίας, διαφυλασσομένων των δικαιωμάτων τους άμυνας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 29, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑94/00, Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. I‑9011, σκέψη 47· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑66/99, Minoan Lines κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5515, σκέψη 54· της 8ης Μαρτίου 2007, T‑339/04, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑521, σκέψη 57, και Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 28).

53      Επομένως, αποτελεί καθήκον της Επιτροπής να αναφέρει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τον σκοπό της έρευνας και τα στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο του ελέγχου. Η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων άμυνας των σχετικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος κατά τον οποίο τα δικαιώματα αυτά θα διακυβεύονταν σοβαρά αν η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί εις βάρος των επιχειρήσεων αποδείξεις οι οποίες, μολονότι συνελέγησαν στο πλαίσιο ελέγχου, είναι άσχετες με το αντικείμενο και τον σκοπό του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 1989, 85/87, Dow Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3137, σκέψη 18, και Roquette Frères, προαναφερθείσα στη σκέψη 52, σκέψη 48· αποφάσεις Minoan Lines κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 52, σκέψη 55, και Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 29).

54      Κατά συνέπεια, μολονότι από τη νομολογία προκύπτει ότι οι πληροφορίες που η Επιτροπή συλλέγει στο πλαίσιο ελέγχων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από τους δηλωθέντες στην εντολή ελέγχου ή στην απόφαση διενέργειας ελέγχου, παρά ταύτα εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι απαγορεύεται η από την Επιτροπή κίνηση διαδικασίας έρευνας με σκοπό την επαλήθευση ή τη συμπλήρωση στοιχείων που περιήλθαν παρεμπιπτόντως σε γνώση της στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά δείχνουν την ύπαρξη συμπεριφορών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, επειδή μια τέτοια απαγόρευση θα υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του επαγγελματικού απορρήτου και των δικαιωμάτων άμυνας και θα συνιστούσε αδικαιολόγητο εμπόδιο για την από την Επιτροπή εκπλήρωση της αποστολής της στο συγκεκριμένο πεδίο, η οποία συνίσταται στην επαγρύπνηση για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και στον εντοπισμό παραβάσεων των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ (αποφάσεις Dow Benelux κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 53, σκέψεις 17 έως 19, και Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 49, σκέψεις 298 έως 301· απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 30).

55      Στο πλαίσιο μιας τέτοιας νέας έρευνας, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ζητήσει νέα αντίγραφα των εγγράφων που συγκεντρώθηκαν κατά την πρώτη έρευνα και να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά μέσα στην υπόθεση την οποία αφορά η δεύτερη έρευνα, χωρίς τούτο να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 49, σκέψεις 303 έως 305, και απόφαση Almamet κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 30).

56      Τρίτον, σημειώνεται ότι η απόφαση διασπάσεως μιας διαδικασίας, η οποία ισοδυναμεί με την κίνηση μιας ή περισσότερων νέων διαδικασιών έρευνας, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια που η Επιτροπή διαθέτει κατά την άσκηση των προνομίων που της απονέμει η Συνθήκη στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Dow Benelux κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 53, σκέψεις 17 έως 19· Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 49, σκέψεις 446 έως 449, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑11/05, Wieland-Werke κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 101).

57      Επομένως, η Επιτροπή έχει δικαίωμα είτε να χωρίσει είτε να συνδέσει υποθέσεις, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 64, και της 13ης Ιουλίου 2011, T‑59/07, Polimeri Europa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑4687, σκέψη 100).

58      Ακριβώς υπό το πρίσμα αυτών των αρχών πρέπει να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως.

2.     Επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται χρησιμοποίηση ως αποδεικτικών μέσων εγγράφων που διαβιβάστηκαν από την ιταλική φορολογική αρχή

59      Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής στηρίζονται εν πολλοίς σε έγγραφα που διαβιβάστηκαν από την ιταλική φορολογική αρχή Guardia di Finanza (οικονομική αστυνομία) τα οποία κατασχέθηκαν από την εν λόγω αρχή στο πλαίσιο εθνικής φορολογικής έρευνας, και συγκεκριμένα σε χειρόγραφες σημειώσεις του P1.

60      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν ενημερώθηκαν για τη διαβίβαση των εν λόγω εγγράφων, τα οποία, όπως επισημαίνουν, τηρήθηκαν στον φάκελο της Επιτροπής επί σχεδόν δύο έτη πριν κοινοποιηθούν σε αυτές, οπότε οι ίδιες δεν είχαν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τις διαδικαστικές εγγυήσεις της ιταλικής έννομης τάξεως προκειμένου να εμποδίσουν την κοινοποίηση των εν λόγω εγγράφων στην Επιτροπή και τη χρησιμοποίησή τους κατά την έρευνα, ούτε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας.

61      Κατά τις προσφεύγουσες, οι ελάχιστες διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, του οποίου επιβάλλεται εν προκειμένω η αναλογική εφαρμογή, αποκλείουν τη χρησιμοποίηση των επίμαχων εγγράφων στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, η άδεια την οποία η Guardia di Finanza έλαβε από τον Procuratore della Repubblica (εισαγγελική αρχή) της Ρώμης (Ιταλία) για τη χρησιμοποίηση των εν λόγω εγγράφων για διοικητικούς σκοπούς δεν δύναται να καλύψει την παρούσα διαδικασία, κατά το μέρος κατά το οποίο τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή στο πεδίο του ανταγωνισμού έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

62      Οι προσφεύγουσες ζητούν, ως εκ τούτου, την αφαίρεση των επίμαχων εγγράφων από τη δικογραφία και τη μη συνεκτίμησή τους ως αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

63      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομιμότητα της διαβιβάσεως, από τις εθνικές αρχές, εγγράφων κτηθέντων κατ’ εφαρμογήν του εθνικού ποινικού δικαίου αποτελεί ζήτημα διεπόμενο από την εθνική νομοθεσία και ότι έγγραφο δύναται να θεωρηθεί απαράδεκτο μόνο εφόσον η διαβίβασή του κηρύχθηκε παράνομη από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο. Πάντως, εν προκειμένω, η χρησιμοποίηση των επίμαχων εγγράφων για διοικητικούς σκοπούς επετράπη από τον Procuratore della Repubblica της Ρώμης. Συναφώς, η Επιτροπή αποκρούει την αιτίαση ότι οι διαδικασίες που εμπίπτουν στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης έχουν ποινικό χαρακτήρα.

64      Επιπλέον, η Επιτροπή διατείνεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 αφορά αποκλειστικά την ανταλλαγή πληροφοριών εντός του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) και ότι δεν της απαγορεύει να δέχεται έγγραφα προερχόμενα από άλλες πηγές.

65      Κατά την Επιτροπή, το ζήτημα του παραδεκτού των διαβιβασθέντων από τις ιταλικές αρχές εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να διακριθεί από το ζήτημα της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτήν, από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών προκύπτει ότι αυτές, αφενός, αμφισβητούν το παραδεκτό των εν λόγω εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων και, αφετέρου, προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας.

 α)      Επί των εγγράφων των οποίων ο χαρακτήρας ως παραδεκτών αποδεικτικών μέσων αμφισβητείται

66      Κατ’ αρχάς, σημειώνεται ότι, εκ των εγγράφων που η Guardia di Finanza διαβίβασε στην Επιτροπή, τέσσερις σελίδες σημειώσεων του P1 χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά μέσα στην υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή δύο σελίδες σημειώσεων σχετικές με γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 και δύο σελίδες σημειώσεων χρονολογούμενες από τον Αύγουστο του 2004. Πέραν των τεσσάρων αυτών σελίδων, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε ορισμένες άλλες σελίδες σημειώσεων του P1, διαβιβασθείσες από την Guardia di Finanza, τούτο δε προς επίρρωση της αξιοπιστίας των αποδείξεων της παραβάσεως, δηλαδή προς επίρρωση της αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1 (βλ. κατωτέρω σκέψη 210) και της άμεσης αναμείξεώς του στη διεύθυνση της Pacific (βλ. κατωτέρω σκέψη 296), αλλά χωρίς να στηριχθεί στις σελίδες αυτές ως αποδείξεις της παραβάσεως.

67      Όσον αφορά τις τέσσερις σελίδες σημειώσεων που χρησιμοποιήθηκαν ως αποδείξεις της παραβάσεως, επισημαίνεται ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι επίσης οι δύο σελίδες σημειώσεων που αφορούν το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 εντοπίστηκαν από την Επιτροπή κατά τους ελέγχους που διενήργησε στους επαγγελματικούς χώρους της Pacific στη Ρώμη.

68      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι οι δύο σελίδες σημειώσεων που αφορούν το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 περιλαμβάνονται στη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως ανεξαρτήτως του ζητήματος του παραδεκτού των εγγράφων που διαβιβάστηκαν από την Guardia di Finanza. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες βεβαίωσαν ότι δεν αμφισβητούν ούτε τη νομιμότητα των ελέγχων που η Επιτροπή διενήργησε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, στοιχείο καταχωρισμένο στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ούτε, επομένως, το παραδεκτό των συλλεγέντων κατά τους εν λόγω ελέγχους εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων.

69      Εν πάση περιπτώσει, από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 54 και 55 νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι οι πληροφορίες που η Επιτροπή συλλέγει στο πλαίσιο ελέγχων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από τους δηλωθέντες στην εντολή ή την απόφαση διενέργειας ελέγχου, παρά ταύτα εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι απαγορεύεται η από την Επιτροπή κίνηση διαδικασίας έρευνας με σκοπό την επαλήθευση ή τη συμπλήρωση των στοιχείων που περιήλθαν παρεμπιπτόντως σε γνώση της στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά δείχνουν την ύπαρξη συμπεριφορών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, και ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας νέας έρευνας, η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ζητήσει νέα αντίγραφα των εγγράφων που συνελέγησαν κατά την πρώτη έρευνα και να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά μέσα στην υπόθεση την οποία αφορά η δεύτερη έρευνα, χωρίς τούτο να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.

70      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα μοναδικά εκ των διαβιβασθέντων από την Guardia di Finanza έγγραφα τα οποία η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως αποδείξεις της παραβάσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και των οποίων το παραδεκτό αμφισβητείται είναι οι δύο σελίδες σημειώσεων του Αυγούστου του 2004.

 β)      Επί του παραδεκτού των διαβιβασθέντων από την ιταλική φορολογική αρχή εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων

71      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο ορίζει ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών δύνανται να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικό μέσο μόνο «για το αντικείμενο για το οποίο τις συνέλεξε η αρχή η οποία τις διαβιβάζει», αποκλείει εν προκειμένω τη χρησιμοποίηση των διαβιβασθέντων από τις ιταλικές φορολογικές αρχές εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων.

72      Κατά τις προσφεύγουσες, μολονότι κατ’ αρχήν έχει εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο του ΕΔΑ, ο κανονισμός 1/2003 εισάγει ένα σύνολο ελάχιστων κανόνων και διαδικαστικών εγγυήσεων των οποίων το πεδίο εφαρμογής πρέπει να καταλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που χρησιμοποιούνται από την Επιτροπή ως αποδεικτικά μέσα στο πλαίσιο έρευνας στον τομέα του ανταγωνισμού. Κατ’ αυτές, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε σε αδικαιολόγητη διαφοροποίηση, επιτρέπουσα στην Επιτροπή να συνεργάζεται με εθνικές αρχές που δεν αποτελούν μέρος του ΕΔΑ προκείμενου να αποκτά αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο λιγότερο οριοθετημένο και ρυθμισμένο και παρέχουσα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρακάμπτει τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει ο κανονισμός 1/2003.

73      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά συνέπεια, τα επίμαχα εν προκειμένω έγγραφα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα μόνο στο πλαίσιο της εθνικής φορολογικής έρευνας για τους σκοπούς της οποίας είχαν συλλεγεί και όχι στο πλαίσιο έρευνας στον τομέα του ανταγωνισμού προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατά τις προσφεύγουσες, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα συνεπαγόταν ουσιώδη προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, καθώς και παράβαση των εσωτερικών διαδικαστικών κανόνων που έχουν εφαρμογή ειδικά επί των ερευνών στον τομέα του ανταγωνισμού.

74      Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Δεν δύναται να υποστηριχθεί βασίμως ότι η χρησιμοποίηση, από την Επιτροπή, ως αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο διαδικασίας διεπομένης από τον κανονισμό 1/2003, εγγράφων συλλεγέντων από οποιασδήποτε φύσεως εθνικές αρχές για σκοπούς άλλους πλην της εφαρμογής των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ και πλην εκείνων τους οποίους αφορά η διενεργούμενη από την Επιτροπή ερευνά συνιστά καταστρατήγηση των εγγυήσεων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

75      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο κανονισμός 1/2003 κατήργησε το προηγούμενο συγκεντρωτικό σύστημα και οργανώνει, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ένα ευρύτερο δίκτυο εθνικών αρχών ανταγωνισμού, παρέχοντας προς τούτο στις εν λόγω αρχές την εξουσία να εφαρμόζουν το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης. Η οικονομία του κανονισμού βασίζεται στη στενή συνεργασία που πρέπει να αναπτυχθεί μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών που συγκροτούν το εν λόγω δίκτυο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2007, T‑339/04, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑521, σκέψη 79).

76      Το άρθρο 12 του κανονισμού 1/2003, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV που επιγράφεται «Συνεργασία», αποσκοπεί στη ρύθμιση της ανταλλαγής πληροφοριών εντός του δικτύου που συγκροτείται από την Επιτροπή και τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, προκειμένου να καθιστά δυνατή τη ροή πληροφοριών εντός του εν λόγω δικτύου, διασφαλίζοντας όμως τον σεβασμό των κατάλληλων διαδικαστικών εγγυήσεων υπέρ των επιχειρήσεων.

77      Στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή εξήγησε τα εξής:

«Με την παράγραφο 1 [του άρθρου 12] δημιουργείται η νομική βάση για την ανταλλαγή των όποιων πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, καθώς και για τη χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού […] Στόχος είναι να καταστεί δυνατή η μεταφορά μιας υπόθεσης από τη μία αρχή στην άλλη προς χάριν της ορθολογικής κατανομής των υποθέσεων. Η παράγραφος 2 προβλέπει ορισμένα όρια που ισχύουν για τη χρήση των πληροφοριών που διαβιβάζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1. Με τον τρόπο αυτό κατοχυρώνονται οι κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις στις οποίες μπορούν να βασίζονται οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.»

78      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 απαγόρευση χρησιμοποιήσεως ως αποδεικτικών μέσων, για σκοπούς άλλους από τον σκοπό για τον οποίο αποκτήθηκαν, πληροφοριών συλλεγεισών από την Επιτροπή και από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών τους διενέργειας ερευνών ανταποκρίνεται σε ειδική ανάγκη, δηλαδή στην ανάγκη διασφαλίσεως, αφενός, των διαδικαστικών εγγυήσεων που είναι συμφυείς με τη συλλογή πληροφοριών από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο των αποστολών τους και, αφετέρου, της δυνατότητας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω αρχών. Πάντως, εντεύθεν δεν δύναται αυτοδικαίως να συναχθεί γενική απαγόρευση χρησιμοποιήσεως, από την Επιτροπή, ως αποδεικτικών μέσων πληροφοριών συλλεγεισών από εθνική αρχή στο πλαίσιο του έργου της.

79      Επιπλέον, είναι πρόδηλο ότι μια τέτοια γενική απαγόρευση θα καθιστούσε ιδιαιτέρως επαχθές για την Επιτροπή το βάρος αποδείξεως συμπεριφορών αντίθετων προς τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, θα ήταν ασύμβατη με την ανατιθέμενη σε αυτήν από τις Συνθήκες αποστολή επαγρυπνήσεως για την προσήκουσα εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

80      Από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 45 και 46 νομολογία προκύπτει ότι η νομιμότητα της διαβιβάσεως στην Επιτροπή, από εισαγγελέα κράτους μέλους ή τις αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού αρχές, πληροφοριών συλλεγεισών κατ’ εφαρμογήν του εθνικού ποινικού δικαίου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα, με γνώμονα το εθνικό δίκαιο, πράξεως εκδοθείσας από εθνική αρχή. Συνεπώς, εφόσον η διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων δεν κηρύχθηκε παράνομη από εθνικό δικαστήριο, δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούν απαράδεκτα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

81      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν παρέχουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων κηρύχθηκε παράνομη από εθνικό δικαστήριο. Άλλωστε, από την επιχειρηματολογία τους δεν προκύπτει ότι αρμόδιο ιταλικό δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα της διαβιβάσεως και της χρησιμοποιήσεως των επίμαχων εγγράφων σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 63, και της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 87).

82      Επαλλήλως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η άδεια του Procuratore della Repubblica της Ρώμης χορηγήθηκε μόνο για διοικητικούς σκοπούς. Κατά τις προσφεύγουσες, η σχετική με τη σύμπραξη διαδικασία δεν μπορεί να εμπίπτει στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «διοικητικοί σκοποί», επειδή τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή πρόστιμα έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επομένως, κατ’ αυτές, η άδεια την οποία η Guardia di Finanza έλαβε από τον Procuratore della Repubblica δεν δύναται να καλύψει τη διαδικασία που κινήθηκε εν προκειμένω από την Επιτροπή.

83      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πράγματι έχει εκθέσει, στη σκέψη 44 της αποφάσεώς του A. Menarini Diagnostics S.R.L. κατά Ιταλίας, της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 (προσφυγή αριθ. 43509/08), την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ότι, «[λ]αμβανομένων υπόψη των διαφόρων πτυχών της υποθέσεως, […] εκτιμά ότι το επιβληθέν στην προσφεύγουσα εταιρία πρόστιμο έχει ποινικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, το άρθρο 6 § 1 έχει [σε εκείνη την υπόθεση] εφαρμογή ως προς την ποινική της πτυχή».

84      Πάντως, τούτο δεν σημαίνει ότι η χορηγηθείσα από τον Procuratore della Repubblica της Ρώμης άδεια για τη χρησιμοποίηση των επίμαχων εγγράφων για «διοικητικούς σκοπούς» πρέπει να ερμηνευθεί ως βούλησή του για αποκλεισμό της χρησιμοποιήσεως των εν λόγω εγγράφων σε διαδικασία εμπίπτουσα στο δίκαιο του ανταγωνισμού, αν στην ιταλική έννομη τάξη το δίκαιο του ανταγωνισμού θεωρείται μέρος του διοικητικού δικαίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της προαναφερθείσας στη σκέψη 83 αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση A. Menarini Diagnostics S.R.L. κατά Ιταλίας (σκέψεις 11 επ. και 60), ακριβώς αυτή η περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω.

85      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η υποχρέωση τηρήσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, την επιβολή «ποινής» κατ’ αρχάς από διοικητική αρχή. Πάντως, η εν λόγω διάταξη επιτάσσει ότι η απόφαση διοικητικής αρχής, η οποία αυτή καθ’ εαυτήν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπόκειται σε μεταγενέστερο έλεγχο από δικαιοδοτικό όργανο πλήρους δικαιοδοσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2014, C‑295/12 P, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, σκέψη 51).

86      Επιπλέον, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η Guardia di Finanza διαβίβασε τα επίμαχα έγγραφα στην Επιτροπή στις 25 Ιουλίου 2007, αφότου έλαβε την άδεια του Procuratore della Repubblica της Ρώμης για τη χρησιμοποίηση των εν λόγω εγγράφων για διοικητικούς σκοπούς (αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ η προαναφερθείσα στη σκέψη 83 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση A. Menarini Diagnostics S.R.L. κατά Ιταλίας, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Συνεπώς, η απόφαση του Procuratore della Repubblica δεν δύναται να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα ενδεχόμενου χαρακτηρισμού, από την εν λόγω μεταγενέστερη δικαστική απόφαση, των κυρώσεων στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

87      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, δεν δύναται να υποστηριχθεί βασίμως ότι, κατά τη χορήγηση των επίμαχων εν προκειμένω αδειών, ο Procuratore della Repubblica αγνοούσε ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε έρευνα στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού.

88      Συναφώς, στο σημείο 466 της απαντήσεώς τους επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2007 ο Procuratore della Repubblica επέτρεψε την εσωτερική διαβίβαση, εντός της Guardia di Finanza, των κατασχεθέντων στην οικία του P1 εγγράφων, από τη Nucleo Polizia Tributaria di Roma (μονάδα οικονομικής αστυνομίας της Ρώμης), η οποία είχε προβεί στην κατάσχεσή τους, προς τη Nucleo Speciale Tutela Mercati (ειδική μονάδα προστασίας των αγορών). Πάντως, από την υποσημείωση 2 του διαβιβαστικού εγγράφου της Guardia di Finanza προς την Επιτροπή προκύπτει ότι η Nucleo Speciale Tutela Mercati, η οποία ιεραρχικώς υπάγεται στη διεύθυνση «Comando tutela dell’Economia» (διοίκηση προστασίας της οικονομίας), είναι το τμήμα της Guardia di Finanza το οποίο ειδικεύεται στην προστασία του ανταγωνισμού σε ολόκληρη την ιταλική επικράτεια. Η Nucleo Speciale Tutela Mercati είναι εξουσιοδοτημένη να λαμβάνει κοινοποιήσεις από άλλες υπηρεσίες του ίδιου οργάνου και να τις διαβιβάζει, κατόπιν αξιολογήσεως, στην αρμόδια αρχή. Συνεπώς, επιτρέποντας τη διαβίβαση των κατασχεθέντων στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου εγγράφων από τη Nucleo Polizia Tributaria di Roma της Guardia di Finanza προς τη Nucleo Speciale Tutela Mercati της ίδιας αρχής, ο Procuratore della Repubblica δεν μπορούσε να αγνοεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπε τη χρησιμοποίηση των εγγράφων για τις ανάγκες έρευνας στον τομέα του ανταγωνισμού.

89      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι από το σημείο 467 της απαντήσεως των προσφευγουσών επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως και το σημείο 21 του υπομνήματος αντικρούσεως προκύπτει ότι, στη συνέχεια, ο Procuratore della Repubblica, κατόπιν αιτήσεως που η Επιτροπή απηύθυνε στην Guardia di Finanza στις 21 Δεκεμβρίου 2007 και εγγράφου που απέστειλε στον ίδιο η Guardia di Finanza στις 3 Ιανουαρίου 2008, έκρινε ότι η από την Επιτροπή κοινοποίηση των επίμαχων εγγραφών στους διαδίκους δεν ήταν επιζήμια για την εθνική έρευνα που διενεργείτο στην Ιταλία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, το αργότερο στο χρονικό εκείνο σημείο, ο Procuratore della Repubblica τελούσε πλέον εν γνώσει του γεγονότος ότι τα έγγραφα βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής για τις ανάγκες έρευνας στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού.

90      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση για τη χρησιμοποίηση, από την Επιτροπή, ως αποδεικτικών μέσων στην υπό κρίση υπόθεση εγγράφων διαβιβασθέντων από την ιταλική Guardia di Finanza.

 γ)      Επί του σεβασμού, από την Επιτροπή, των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

91      Ως προς το ζήτημα αν η Επιτροπή έπρεπε νωρίτερα να καταστήσει τα επίμαχα έγγραφα προσβάσιμα στις προσφεύγουσες, στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως έχει ήδη υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας δυνάμενης να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως δε προστίμων ή χρηματικών ποινών, όπως η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 1/2003 διαδικασία, συνιστούν θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, για την τήρηση των οποίων μεριμνά ο δικαστής της Ένωσης.

92      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει την παροχή στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διοικητική διαδικασία, της δυνατότητας να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και επί του κρίσιμου χαρακτήρα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και επί των εγγράφων στα οποία η Επιτροπή στηρίζει την αιτίασή της περί διαπράξεως παραβάσεως (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί τη διαδικαστική εγγύηση η οποία υλοποιεί τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης που επιτάσσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, όταν πρόκειται για διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ επιβάλλεται διάκριση μεταξύ δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας, δηλαδή, αφενός, του σταδίου της έρευνας που προηγείται της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, αφετέρου, της λοιπής διοικητικής διαδικασίας. Έκαστο των δύο αυτών διαδοχικών σταδίων διέπεται από τη δική του εσωτερική λογική, καθώς το μεν πρώτο στάδιο πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τοποθετηθεί όσον αφορά την κατεύθυνση της διαδικασίας, το δε δεύτερο τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά επί της προσαπτόμενης παραβάσεως (βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 48, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Ως προς το ζήτημα αν η Επιτροπή έπρεπε να ενημερώσει τις προσφεύγουσες νωρίτερα, και μάλιστα πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, για το γεγονός ότι είχε στην κατοχή της τα διαβιβασθέντα από τις ιταλικές αρχές έγγραφα, υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία που εγγυώνται τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας που οι προσφεύγουσες επικαλούνται στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως είναι ακριβώς, αφενός, η αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, αφετέρου, η πρόσβαση στον φάκελο η οποία παρέχει στον αποδέκτη της εν λόγω ανακοινώσεως τη δυνατότητα να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 58).

95      Πράγματι, με την ανακοίνωση αιτιάσεων η συγκεκριμένη επιχείρηση ενημερώνεται για όλα τα ουσιώδη στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στηρίζεται κατά αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Συνεπώς, μόνο κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων δύναται η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να προβάλει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Πάντως, αν η ισχύς των προαναφερθέντων δικαιωμάτων εκτεινόταν, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής θα διακυβευόταν, επειδή η επιχείρηση θα ήταν σε θέση, ήδη κατά το πρώτο στάδιο της έρευνας της Επιτροπής, να προσδιορίσει τις πληροφορίες που είναι γνωστές στην Επιτροπή και, ως εκ τούτου, εκείνες που ακόμη μπορεί να αποκρύψει από την Επιτροπή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 60).

97      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να ενημερώσει τις προσφεύγουσες, πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, για τη διαβίβαση των εγγράφων από την Guardia di Finanza.

98      Κατά συνέπεια, αρκεί η διαπίστωση ότι στο σημείο 86 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή ρητώς ανέφερε ότι στηριζόταν στα εν λόγω έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, από έγγραφο που οι προσφεύγουσες απέστειλαν στην Επιτροπή στις 13 Ιουλίου 2009 προκύπτει ότι η Επιτροπή διαβίβασε τα έγγραφα που είχε λάβει από την Guardia di Finanza στις προσφεύγουσες στις 6 Ιουλίου 2009, δηλαδή πριν ακόμη από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων στις 10 Δεκεμβρίου 2009. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και καταχωρίστηκε στα πρακτικά της.

99      Άλλωστε, σημειώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τις ενημέρωσε, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, ότι είχε στην κατοχή της τα διαβιβασθέντα από τις ιταλικές αρχές έγγραφα είχε επίπτωση στις μετέπειτα δυνατότητές τους άμυνας, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας που κινήθηκε με την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 45, σκέψη 61).

100    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση για τη χρησιμοποίηση ως αποδεικτικών στοιχείων εγγράφων που διαβιβάστηκαν από την ιταλική φορολογική αρχή.

3.     Επί της αιτιάσεως για τη χρησιμοποίηση εγγράφων που προέρχονται από φακέλους άλλων υποθέσεων

101    Οι προσφεύγουσες επικρίνουν την από την Επιτροπή χρησιμοποίηση εγγράφου από τον φάκελο της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες, αποκτηθέντος κατά τη διάρκεια αιφνιδιαστικών ελέγχων στους επαγγελματικούς χώρους της LVP στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, δηλαδή ενός εσωτερικού μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απεστάλη από τον P1 στον P2 στις 11 Απριλίου 2005 στις 9:57 (στο εξής: αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή).

102    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε το εν λόγω έγγραφο, αφενός, σχετικά με την αίτηση απαλλαγής της Chiquita και, αφετέρου, ως αποδεικτικό στοιχείο στην υπό κρίση υπόθεση. Δεδομένου ότι το πρώτο εκ των δύο αυτών στοιχείων σχετίζεται με την αιτίαση για την άσκηση παράνομης επιρροής επί της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή, το στοιχείο αυτό θα εξεταστεί στο αντίστοιχο πλαίσιο (βλ. κατωτέρω σκέψεις 162 επ.).

103    Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του εν λόγω εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου στην υπό κρίση υπόθεση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να προσκομίσουν το εν λόγω έγγραφο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Έτσι, το εν λόγω έγγραφο προσκομίστηκε από τις προσφεύγουσες για πρώτη φορά στις 14 Αυγούστου 2008, ως παράρτημα σε απάντησή τους επί αιτήσεως της Επιτροπής για την παροχή πληροφοριών, και, στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2008, ως παράρτημα σε απάντηση επί νέας αιτήσεως της Επιτροπής για την παροχή πληροφοριών.

104    Από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 54 και 55 νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι οι πληροφορίες που η Επιτροπή συλλέγει στο πλαίσιο ελέγχων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από τους δηλωθέντες στην εντολή ή στην απόφαση διενέργειας ελέγχου, εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί απαγόρευση να κινηθεί, από την Επιτροπή, διαδικασία έρευνας με σκοπό την επαλήθευση ή τη συμπλήρωση στοιχείων που παρεμπιπτόντως περιήλθαν σε γνώση της στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου, στην περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία αυτά δείχνουν την ύπαρξη συμπεριφορών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, και ότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας νέας έρευνας η Επιτροπή έχει δικαίωμα να ζητήσει νέα αντίγραφα των εγγράφων που συνελέγησαν κατά την πρώτη έρευνα και να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά μέσα στην υπόθεση την οποία αφορά η δεύτερη έρευνα, χωρίς τούτο να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.

105    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση για τη χρησιμοποίηση εγγράφου από τον φάκελο άλλης υποθέσεως ως αποδεικτικού στοιχείου στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, να απορριφθεί ολόκληρος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Β –      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται άσκηση παράνομης επιρροής στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή και κατάχρηση εξουσίας

106    Οι προσφεύγουσες προβαίνουν, τουλάχιστον τυπικά, σε διάκριση μεταξύ, αφενός, αιτιάσεως για την άσκηση παράνομης επιρροής στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή, αιτιάσεως η οποία διατυπώνεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται παράβαση ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας (βλ. ανωτέρω σκέψη 41), και, αφετέρου, λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας.

107    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες εξήγησαν ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται προς στήριξη της αιτιάσεως για την άσκηση παράνομης επιρροής στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή, αιτιάσεως η οποία διατυπώνεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 41), προορίζονται επίσης προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας, ο οποίος δεν στηρίζεται σε άλλα στοιχεία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν στην ουσία ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή άσκησε παράνομη επιρροή στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή, στοιχείο που συνιστά επίσης κατάχρηση εξουσίας, οπότε το σύνολο των εν λόγω πραγματικών περιστατικών πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

108    Σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι, με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν προς στήριξη του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν σειρά επιχειρημάτων τα οποία ταυτίζονται με εκείνα που προβάλλονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως προς αμφισβήτηση της αλήθειας ή της αξιοπιστίας των δηλώσεων της Chiquita ή των συμπερασμάτων που η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτών. Στο μέτρο κατά το οποίο δεν αφορούν το νομότυπο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά το ζήτημα αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη παραβάσεως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου διατυπώνεται η αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, επομένως, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2003 (βλ. κατωτέρω σκέψεις 173 επ.).

1.     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 α)      Επί του προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως

109    Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της για τη δίωξη παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή έχει θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα επιεικούς μεταχειρίσεως που αποσκοπεί στην ευνοϊκή μεταχείριση των επιχειρήσεων οι οποίες συνεργάζονται με αυτήν στις έρευνες περί μυστικών συμπράξεων που έχουν επιπτώσεις στην Ένωση (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑12/06, Deltafina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑5639, σκέψη 103, η οποία επικυρώθηκε κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2014, C‑578/11 P, Deltafina κατά Επιτροπής).

110    Το εν λόγω πρόγραμμα επιεικούς μεταχειρίσεως, το οποίο εισήχθη με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση του 1996 περί συνεργασίας), εξελίχθηκε με την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, η οποία έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, και, στη συνέχεια, με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας) (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 104).

111    Οι επιχειρήσεις που μετέχουν στο εν λόγω πρόγραμμα προσφέρουν ενεργό και εκούσια συνεργασία στην έρευνα διευκολύνοντας το έργο της Επιτροπής, το οποίο συνίσταται στον εντοπισμό και την πάταξη των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 505, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 90). Ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία αυτή, οι επιχειρήσεις μπορούν να τύχουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως όσον αφορά τα πρόστιμα που άλλως θα τους είχαν επιβληθεί, αρκεί να τηρούν τους όρους που προβλέπει η εφαρμοστέα ανακοίνωση περί συνεργασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 108).

112    Το πρόγραμμα επιεικούς μεταχειρίσεως, όπως αυτό περιγράφεται στην ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής τόσο να χορηγήσει πλήρη απαλλαγή από πρόστιμα στην πρώτη επιχείρηση που συνεργάζεται στην έρευνα όσο και να μειώσει τα πρόστιμα των επιχειρήσεων που συνεργάστηκαν αργότερα. Στην πρώτη περίπτωση, η οικεία επιχείρηση εξαιρείται πλήρως από την εφαρμογή της αρχής της προσωπικής ευθύνης, βάσει της οποίας, όταν επιχείρηση παραβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού, ευθύνεται για την παράβαση αυτή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 77). Στις λοιπές περιπτώσεις, ο βαθμός εφαρμογής της εν λόγω εξαιρέσεως ποικίλλει αναλόγως της χρονολογικής σειράς της υποβολής της αιτήσεως συνεργασίας και της ποιότητας της παρεχόμενης συνεργασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 109).

113    Από την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από αυτήν προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως, το οποίο στην ουσία επαναλαμβάνεται στην ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας, η διαδικασία χορηγήσεως σε επιχείρηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα έχει τρία χωριστά στάδια (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 111).

114    Στο πρώτο στάδιο, η επιχείρηση που προτίθεται να συνεργαστεί με την Επιτροπή πρέπει να την προσεγγίσει και να της παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πιθανολογούμενη σύμπραξη η οποία επηρεάζει τον ανταγωνισμό εντός της Ένωσης. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα είτε να λάβει απόφαση διενέργειας ελέγχων, στην περίπτωση του σημείου 8, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, είτε να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], στην περίπτωση του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 112).

115    Στο δεύτερο στάδιο, άπαξ παραλάβει την αίτηση απαλλαγής, η Επιτροπή αξιολογεί τα αποδεικτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως προκειμένου να εξακριβώσει αν η συγκεκριμένη επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις, αναλόγως της περιπτώσεως, του σημείου 8, στοιχείο α΄, ή του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Αν η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι η πρώτη που πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις, η Επιτροπή εγγράφως της χορηγεί υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα, όπως προβλέπεται από τα σημεία 15 και 16 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 113).

116    Κατά συνέπεια, η χορήγηση υπό όρους απαλλαγής συνεπάγεται τη δημιουργία ειδικού διαδικαστικού καθεστώτος, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, υπέρ της επιχειρήσεως που πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 8 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, το οποίο παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα. Πάντως, η εν λόγω υπό όρους απαλλαγή ουδόλως δύναται να εξομοιωθεί με την οριστική απαλλαγή από πρόστιμα, η οποία χορηγείται μόνο κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 114).

117    Ειδικότερα, η χορήγηση υπό όρους απαλλαγής, αφενός, πιστοποιεί ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν η πρώτη που ανταποκρίθηκε στους όρους του σημείου 8, στοιχείο α΄ ή β΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μην εξετάσει άλλες αιτήσεις για απαλλαγή από πρόστιμα πριν λάβει θέση επί της δικής της αιτήσεως (σημείο 18 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας), και, αφετέρου, παρέχει στην εν λόγω επιχείρηση την εγγύηση ότι η Επιτροπή θα της χορηγήσει απαλλαγή από πρόστιμα αν, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει τηρήσει τους όρους του σημείου 11, στοιχεία α΄ έως γ΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 115).

118    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο 11, στοιχεία α΄ έως γ΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας:

«Εκτός από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία 8[,] στοιχείο α[΄][,] και 9 ή στα σημεία 8[,] στοιχείο β[΄][,] και 10, πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληρούνται, καταλλήλως, οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις για να επιτραπεί η απαλλαγή από ένα πρόστιμο:

α)      η επιχείρηση συνεργάζεται πλήρως, ενεργώς και σε διαρκή βάση κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών της Επιτροπής με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή ή στη διάθεσή της σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση. Ιδιαίτερα, παραμένει στη διάθεση της Επιτροπής για να απαντήσει άμεσα σε οποιοδήποτε αίτημα που μπορεί να συμβάλει στην απόδειξη των σχετικών πραγματικών περιστατικών·

β)       η επιχείρηση τερματίζει, όπως ενδείκνυται, την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία υποβάλλει τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 8, στοιχείο α[΄], ή 8, στοιχείο β[΄]·

γ)      η επιχείρηση δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία να εξαναγκάσει άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση.»

119    Τέλος, μόνο κατά το τρίτο στάδιο, με το πέρας της διοικητικής διαδικασίας όταν η Επιτροπή εκδίδει την τελική απόφαση, η Επιτροπή χορηγεί ή όχι, με την εν λόγω απόφαση, την κατά κυριολεξία απαλλαγή από πρόστιμα στην επιχείρηση στην οποία είχε χορηγήσει την υπό όρους απαλλαγή. Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο παύει να παράγει τα αποτελέσματά του το διαδικαστικό καθεστώς που απορρέει από την υπό όρους απαλλαγή. Πάντως, το σημείο 19 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας διευκρινίζει ότι η οριστική απαλλαγή από πρόστιμα χορηγείται μόνο αν η εν λόγω επιχείρηση πληροί, καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και έως τον χρόνο εκδόσεως της τελικής αποφάσεως, τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις του σημείου 11, στοιχεία α΄ έως γ΄, της εν λόγω ανακοινώσεως (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 117).

120    Έτσι, από το σύστημα που προβλέπεται από την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας προκύπτει ότι, προ της τελικής αποφάσεως, η επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή δεν απολαύει της κατά κυριολεξία απαλλαγής από πρόστιμα, αλλά απλώς υπάγεται σε διαδικαστικό καθεστώς δυνάμενο να εξελιχθεί σε απαλλαγή από πρόστιμα κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, αν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 118, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2013, T‑404/08, Fluorsid και Minmet κατά Επιτροπής, σκέψη 134).

 β)      Επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας

121    Από το ίδιο το γράμμα του σημείου 11, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 118), ιδίως δε από τον χαρακτηρισμό της απαιτούμενης συνεργασίας ως «πλήρ[ους], ενεργ[ού] και σε διαρκή βάση», προκύπτει ότι η υποχρέωση συνεργασίας της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή συνιστά μια ιδιαιτέρως γενική υποχρέωση, μη επακριβώς οριοθετημένη, της οποίας το ακριβές περιεχόμενο δύναται να νοηθεί μόνο εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή εντός του πλαισίου του προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 124).

122    Η χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της προσωπικής ευθύνης της επιχειρήσεως για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, εξαίρεση η οποία δικαιολογείται από τον σκοπό διευκολύνσεως της αποκαλύψεως, της διερευνήσεως και της πατάξεως, καθώς και της αποτροπής των πρακτικών που συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι εύλογο να απαιτείται, σε αντάλλαγμα για τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα για την παραβατική συμπεριφορά της, η επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή να προσφέρει στην έρευνα της Επιτροπής συνεργασία που, κατά το γράμμα της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, πρέπει να είναι «πλήρ[ης], ενεργ[ός] και σε διαρκή βάση» (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 125).

123    Πάντως, από τον χαρακτηρισμό της συνεργασίας ως «πλήρους» προκύπτει ότι η συνεργασία την οποία η επιχείρηση που ζητεί απαλλαγή οφείλει να παράσχει στην Επιτροπή για να τύχει της απαλλαγής πρέπει να είναι ολική, απόλυτη και ανεπιφύλακτη. Ο χαρακτηρισμός της ως «ενεργού» και «σε διαρκή βάση» σημαίνει ότι η συνεργασία αυτή πρέπει να παρέχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και να είναι, κατ’ αρχήν, άμεση (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 126).

124    Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μείωση του προστίμου βάσει της εφαρμοστέας ανακοινώσεως περί συνεργασίας δύναται να δικαιολογηθεί μόνο όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως αποδεικνύουν πραγματική συνεργασία από μέρους της (βλ., όσον αφορά την ανακοίνωση του 1996 περί συνεργασίας, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 395· της 29ης Ιουνίου 2006, C‑301/04 P, Επιτροπή κατά SGL Carbon, Συλλογή 2005, σ. I‑5915, σκέψη 68, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 112, σκέψη 281· όσον αφορά την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 127).

125    Όπως προκύπτει από την ίδια την έννοια της συνεργασίας, όπως η έννοια αυτή διασαφηνίζεται στο κείμενο της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, μόνο όταν η συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως πράγματι μαρτυρεί ένα τέτοιο πνεύμα συνεργασίας δύναται να χορηγηθεί σε αυτήν μείωση βάσει της εφαρμοστέας ανακοινώσεως περί συνεργασίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, όσον αφορά την ανακοίνωση του 1996 περί συνεργασίας, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 396, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 112, σκέψη 282· όσον αφορά την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψη 128).

126    Η κρίση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο για τη συνεργασία που είναι αναγκαία προς δικαιολόγηση της πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα, στο μέτρο κατά το οποίο η απαλλαγή συνιστά μεταχείριση ακόμη ευνοϊκότερη από την απλώς και μόνο μείωση του προστίμου. Επομένως, η έννοια της «πλήρους, ενεργού και σε διαρκή βάση» συνεργασίας που δικαιολογεί τη χορήγηση πλήρους απαλλαγής από πρόστιμα προϋποθέτει συνεργασία πραγματική, ολική και χαρακτηριζόμενη από πνεύμα ειλικρίνειας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Deltafina κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 109, σκέψεις 128 και 130).

2.     Προσβαλλόμενη απόφαση

127    Υπενθυμίζεται ότι, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 3 επ., στις 8 Απριλίου 2005 η Chiquita υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από πρόστιμα και, επικουρικά, μειώσεως του προστίμου, βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, για τη δραστηριότητα διανομής και εμπορίας μπανανών, καθώς και ανανά και άλλων νωπών φρούτων εισαγόμενων στην Ευρώπη. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες και στις 3 Μαΐου 2005 χορηγήθηκε στην Chiquita υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα για πιθανολογούμενη μυστική σύμπραξη, όπως αυτή περιγραφόταν στα πληροφοριακά στοιχεία που η Chiquita παρέσχε στις 8, 14, 21 και 28 Απριλίου 2005, επηρεάζουσα τις πωλήσεις μπανανών και ανανά εντός του ΕΟΧ. Η έρευνα στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως C(2008) 5955 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (υπόθεση COMP/39.188 — Μπανάνες), με την οποία διαπιστώθηκε ότι η Chiquita, ο όμιλος Dole και η Weichert, που τότε τελούσε υπό την καθοριστική επιρροή του ομίλου Del Monte, είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ, επειδή είχαν εφαρμόσει εναρμονισμένη πρακτική με την οποία συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς των μπανανών, τις οποίες καθόριζαν επί εβδομαδιαίας βάσεως για την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία κατά το διάστημα 2000-2002 (αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

128    Στις σκέψεις 7 και 8 της παρούσας αποφάσεως σημειώθηκε επίσης ότι η Επιτροπή κίνησε έρευνες στη Νότια Ευρώπη στο πλαίσιο της υποθέσεως COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες), αφότου έλαβε, στις 26 Ιουλίου 2007, αντίγραφα εγγράφων προερχομένων από την ιταλική φορολογική αρχή, εντοπισθέντων κατά τη διάρκεια έλεγχου διενεργηθέντος στην οικία και στο γραφείο υπαλλήλου της Pacific στο πλαίσιο εθνικής έρευνας (αιτιολογική σκέψη 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

129    Στις αιτιολογικές σκέψεις 82 και 83 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι στις 26 Νοεμβρίου 2007 η Chiquita ενημερώθηκε προφορικά από τη ΓΔ «Ανταγωνισμός» ότι στις 28 Νοεμβρίου 2007 υπάλληλοι της Επιτροπής επρόκειτο να προβούν σε έλεγχο στους επαγγελματικούς χώρους της Chiquita Italia στη Ρώμη και ότι προσέβλεπαν στην εκεί παρουσία του C1 τη συγκεκριμένη ημέρα για συνάντηση με αυτόν. Με την ευκαιρία αυτή, υπομνήσθηκε στην Chiquita ότι της είχε χορηγηθεί υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα για το σύνολο της Κοινότητας, ότι βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας η ίδια είχε υποχρέωση συνεργασίας και ότι στη Νότια Ευρώπη διεξαγόταν έρευνα υπό τον αριθμό υποθέσεως COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα. Τέλος, υπάλληλοι της Επιτροπής διενήργησαν έλεγχο στους επαγγελματικούς χώρους της Chiquita Italia σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και είχαν συζήτηση με τον C1.

130    Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή σημείωσε ότι, στο πλαίσιο της έρευνας, είχε αποστείλει διάφορες αιτήσεις πληροφοριών στα εμπλεκόμενα μέρη, ότι τα μέρη αυτά είχαν κληθεί να υποβάλουν εκ νέου ορισμένες πληροφορίες και αποδείξεις που περιέχονταν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες και ότι η Chiquita είχε κληθεί να προσδιορίσει τα μέρη των προφορικών δηλώσεών της στην υπόθεση εκείνη τα οποία θεωρούσε ότι σχετίζονται επίσης με τη νέα έρευνα. Στις 9 Φεβρουαρίου 2009 η ΓΔ «Ανταγωνισμός» κοινοποίησε στην Chiquita έγγραφο σχετικό με τη συνεργασία της βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας.

131    Η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση παράβαση θεωρήθηκε προδήλως χωριστή από εκείνη που διαπιστώθηκε στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες. Η Επιτροπή ανέφερε συναφώς ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά μια (ενιαία και διαρκή) παράβαση που είναι χωριστή επειδή, ιδίως, η γεωγραφική εμβέλεια των συμφωνιών, το εμπλεκόμενο προσωπικό, η χρονική περίοδος στην οποία εκτεινόταν η πιθανολογούμενη παράβαση, η λειτουργία του τομέα και η φύση των εν προκειμένω διερευνώμενων πρακτικών προδήλως διέφεραν των αντιστοίχων στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες (αιτιολογικές σκέψεις 80, 316 και 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

132    Όσον αφορά την αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως της Chiquita, η Επιτροπή σημείωσε, ειδικότερα, ότι προ της εν λόγω αιτήσεως δεν είχε προβεί σε κανένα έλεγχο σχετικά με την πιθανολογούμενη σύμπραξη ούτε είχε στην κατοχή της κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για να το πράξει, ότι στις 3 Μαΐου 2005 είχε χορηγήσει στην Chiquita υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα για πιθανολογούμενη μυστική σύμπραξη, όπως αυτή περιγραφόταν στα πληροφοριακά στοιχεία που η εν λόγω επιχείρηση είχε παράσχει στις 8, 14, 21 και 28 Απριλίου 2005, επηρεάζουσα την πώληση μπανανών και ανανά εντός του ΕΟΧ, και ότι, λόγω του γεγονότος ότι οι πρακτικές που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως διέφεραν εκείνων της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες, η αρχική έρευνα είχε χωριστεί σε δύο υποθέσεις, δηλαδή στην υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα και στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, κάθε επιχείρηση που ζητεί απαλλαγή οφείλει να συνεργαστεί στις δύο χωριστές έρευνες που ενδέχεται να απορρέουν από την ίδια αίτηση απαλλαγής και να συνεχίσει να συνεργάζεται ακόμη και μετά τη χορήγηση της τελικής απαλλαγής για την παράβαση ή τις παραβάσεις που αφορά η μία από τις έρευνες (αιτιολογική σκέψη 345 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

133    Η Επιτροπή εξήγησε επιπλέον ότι, βάσει ορισμένων δηλώσεων στις οποίες η Chiquita είχε προβεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή, με την από 10 Δεκεμβρίου 2009 ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απηύθυνε στην Chiquita στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, είχε διατυπώσει την αρχική θέση ότι η παράβαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καλυπτόταν από την αίτηση απαλλαγής που η εν λόγω επιχείρηση είχε υποβάλει στις 8 Απριλίου 2005 και, επικουρικά, ότι η Chiquita δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε από το σημείο 11, στοιχεία α´ (υποχρέωση συνεργασίας) και β΄ (παύση της παραβάσεως κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως), της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Όπως ήδη σημειώθηκε στη σκέψη 130 της παρούσας αποφάσεως, πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Επιτροπή είχε απευθύνει στην Chiquita έγγραφο σχετικό με τη συνεργασία της βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας (αιτιολογική σκέψη 348 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

134    Η Επιτροπή εξέθεσε περαιτέρω ότι, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προβληθέντων από την Chiquita επιχειρημάτων, και ιδίως μετά την ανακοίνωση αιτιάσεων, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση παράβαση καλυπτόταν από την αίτηση απαλλαγής την οποία είχε υποβάλει η εν λόγω επιχείρηση. Πάντως, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι αιτούντες απαλλαγή πρέπει να προσπαθούν να αναφέρουν με σαφήνεια τις πληροφορίες στις οποίες στηρίζουν τους ισχυρισμούς τους όταν ζητούν απαλλαγή (αιτιολογική σκέψη 349 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

135    Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε διά βραχέων ότι η Chiquita είχε προβεί σε διάφορες δηλώσεις προς αυτήν εξηγώντας τον ρόλο που είχε διαδραματίσει στον τομέα της μπανάνας στη Νότια Ευρώπη, περιλαμβανομένων των παραβατικών συνεννοήσεων που είχε με την Pacific, και ανέφερε ότι η έρευνα είχε κινηθεί χάρις στη συμβολή της Chiquita, οπότε έπρεπε να συναγάγει ότι η εν λόγω επιχείρηση είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της διαρκούς συνεργασίας και ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η ανάκληση της απαλλαγής της εν λόγω επιχειρήσεως δεν θα ήταν δικαιολογημένη (αιτιολογικές σκέψεις 351 και 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3.     Επί των στοιχείων που επικαλούνται οι προσφεύγουσες

136    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε παράνομες πρακτικές προκειμένου να επηρεάσει την Chiquita, με απώτερο σκοπό να στηρίξει τις δικές της υποψίες και υποθέσεις, σε αντίθεση με το πνεύμα της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Κατά τις προσφεύγουσες, απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι, με την αίτησή της απαλλαγής, η Chiquita δεν προέβαλε κανένα στοιχείο σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση και ότι, επιπλέον, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στην εν λόγω αίτηση για να τεκμηριώσει την παράβαση που φέρεται ότι διαπράχθηκε εν προκειμένω. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή κινήθηκε εξαρχής με προκαθορισμένη άποψη επί της υποθέσεως, σχηματίζοντας φάκελο συμπράξεως πριν χρησιμοποιήσει τον αιτούντα απαλλαγή σε άλλη υπόθεση προκειμένου να στηρίξει τις αιτιάσεις της.

137    Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή, επηρεάζοντας κατά τρόπο καταχρηστικό την εταιρία που ζήτησε απαλλαγή, όχι μόνο υπερέβη προδήλως την αρμοδιότητα που της παρέχει η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας και τις εξουσίες έρευνας και επιβολής κυρώσεων που της απονέμει ο κανονισμός 1/2003, αλλά και χρησιμοποίησε τις εξουσίες της για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους της έχουν παρασχεθεί.

138    Η Επιτροπή αμφισβητεί τις αιτιάσεις των προσφευγουσών και διατείνεται ότι ουδεμία εκ των ενεργειών της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δύναται να ερμηνευθεί ως άσκηση αδικαιολόγητης πιέσεως στην Chiquita ή ως ενέργεια αποσκοπούσα στην καθοδήγηση της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή.

139    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η κατάχρηση εξουσίας συνίσταται στην έκδοση, από θεσμικό όργανο της Ένωσης, πράξεως με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη στόχων άλλων από τους δηλωθέντες ή για την καταστρατήγηση διαδικασίας ειδικώς προβλεπόμενης από τη Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων. Έτσι, ο δικαστής της Ένωσης εκτιμά ότι πράξη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας μόνο όταν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, πρόσφορων και συγκλινόντων στοιχείων, ότι ο αποκλειστικός ή, τουλάχιστον, πρωταρχικός σκοπός για την έκδοση της πράξεως ήταν η επίτευξη στόχων άλλων από τους δηλωθέντες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa, Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 24· της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑186/02 P και C‑188/02 P, Ramondín κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑10653, σκέψη 44, και της 16ης Απριλίου 2013, C‑274/11 και C‑295/11, Ισπανία και Ιταλία κατά Συμβουλίου, σκέψη 33· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑357/06, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής, σκέψη 246, και της 16ης Ιανουαρίου 2014, T‑385/11, BP Products North America κατά Συμβουλίου, σκέψη 120).

140    Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι σκοπός των εξουσιών που ο κανονισμός 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή είναι η παροχή σε αυτήν της δυνατότητας να εκπληρώσει την ανατεθείσα από τη Συνθήκη αποστολή μέριμνας για την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τον κανονισμό 17, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1980, 136/79, National Panasonic κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 347, σκέψη 20, και διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 2005, C‑121/04 P, Minoan Lines κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 34).

141    Τέλος, η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, της οποίας η ratio προεκτέθηκε στις σκέψεις 111 έως 126 της παρούσας αποφάσεως, καθορίζει, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή αυτοβούλως δεσμεύθηκε να ακολουθεί για τις ανάγκες της εφαρμογής του προγράμματός της επιεικούς μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, εγγυάται ασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψεις 211 και 213).

142    Μολονότι η εν λόγω ανακοίνωση περί συνεργασίας δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως κανόνας δικαίου τον οποίο η Επιτροπή οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση, παρά ταύτα η ανακοίνωση αυτή εισάγει ένα κανόνα συμπεριφοράς που δείχνει την ακολουθητέα πρακτική, από τον οποίο η Επιτροπή δεν δύναται να αποστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να δώσει εξήγηση συμβατή με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 209 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 70).

143    Υιοθετώντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι στο εξής θα τους εφαρμόζει στις περιπτώσεις τις οποίες αυτοί αφορούν, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της δικής της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν δύναται να αποστεί από τους κανόνες αυτούς, επειδή τότε θα κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 209 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 71).

144    Σημειώνεται επιπλέον ότι, μολονότι βάσει της προπαρατεθείσας νομολογίας η Επιτροπή δύναται να στηρίζεται σε στοιχεία άλλων ερευνών για την κίνηση νέας έρευνας (βλ. ανωτέρω σκέψεις 54 και 55) και να συνδέει ή να χωρίζει διαδικασίες (βλ. ανωτέρω σκέψεις 56 και 57) και μολονότι, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 121 έως 126 νομολογία, η συνεργασία επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή πρέπει να είναι «πλήρης», η Επιτροπή οφείλει, όπως η ίδια αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «να παραμένει ουδέτερη και να μην κατευθύνει τον αιτούντα απαλλαγή».

145    Πάντως, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα στοιχεία που αυτές επικαλούνται προς στήριξη της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή άσκησε παράνομη επιρροή στην εταιρία που ζήτησε απαλλαγή, καθώς και προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται κατάχρηση εξουσίας, δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι εν προκειμένω η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές αυτές. Έτσι, τα γεγονότα που επικαλούνται οι προσφεύγουσες δεν αρκούν προς τεκμηρίωση της θέσεως ότι «η Επιτροπή εφάρμοσε παράνομες πρακτικές προκειμένου να επηρεάσει την Chiquita, ως εταιρία που ζήτησε απαλλαγή, με απώτερο σκοπό να στηρίξει τις δικές της υποψίες και υποθέσεις, σε αντίθεση με το πνεύμα της ανακοινώσεως περί [συνεργασίας]», σχηματίζοντας «κατ’ αρχάς […] φάκελο συμπράξεως βάσει υποθετικής ερμηνείας προσωπικών και χειρογράφων σημειώσεων και [χρησιμοποιώντας] στη συνέχεια […] εταιρία που ζήτησε απαλλαγή στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως προκειμένου να στηρίξει τον εν λόγω φάκελο».

146    Πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται, γενικά, να αντλήσουν επιχειρήματα από το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε σε πρώτο χρόνο ότι η υποβληθείσα από την Chiquita αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως δεν κάλυπτε την παρούσα διαδικασία, ενώ στη συνέχεια, στην προσβαλλόμενη απόφαση, «άλλαξε γνώμη». Συγκεκριμένα, όπως έχει διευκρινίσει η προπαρατεθείσα στις σκέψεις 113 έως 120 νομολογία, μόνο κατά το πέρας της διαδικασίας συνεργασίας, όπως αυτή προβλέπεται από την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, η Επιτροπή χορηγεί ή όχι οριστική απαλλαγή από πρόστιμα στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή, αναλόγως της συνεργασίας που αυτή τής προσέφερε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει οριστική θέση επί αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως κατά το στάδιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Fluorsid και Minmet, προαναφερθείσα στη σκέψη 120, σκέψεις 134 έως 136).

147    Ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή, για την απόδειξη της εν προκειμένω παραβάσεως, δεν στηρίχθηκε στην αρχική αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως της Chiquita, η οποία κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ (βλ. ανωτέρω σκέψεις 3, 4 και 127), είναι ικανό να αποδείξει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας, προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας της προκειμένου να ωθήσει την Chiquita να επιβεβαιώσει πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με την υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 121 έως 126 νομολογία προκύπτει ότι το καθήκον συνεργασίας επιχειρήσεως που ζητεί πλήρη απαλλαγή από πρόστιμα εμπεριέχει την υποχρέωση πλήρους, διαρκούς και άμεσης συνεργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, πράγμα που ενδέχεται επίσης να συνεπάγεται έρευνες της Επιτροπής, καθώς και δηλώσεις της εταιρίας, σε απάντηση ερωτήσεων της Επιτροπής, σχετικές με πραγματικά περιστατικά μη καλυπτόμενα από την αρχική δήλωση, στο μέτρο κατά το οποίο, όπως σωστά αναφέρει η Επιτροπή στο σημείο 31 του υπομνήματός της αντικρούσεως, η απάντηση σε ερωτήσεις αποτελεί σημαντικό μέρος του καθήκοντος συνεργασίας των επιχειρήσεων που ζητούν απαλλαγή.

148    Επιπλέον, από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 56 και 57 νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει δικαίωμα είτε να χωρίζει είτε να συνδέει διαδικασίες, εφόσον συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι. Συναφώς, οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται στοιχεία προς αμφισβήτηση της εξηγήσεως που η Επιτροπή παρέσχε για τη δικαιολόγηση της αποφάσεώς της ότι, εν προκειμένω, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα και εκείνα της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες έπρεπε να θεωρηθούν ως δύο προδήλως χωριστές παραβάσεις (βλ. ανωτέρω σκέψη 131).

149    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή σωστά θεώρησε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, κάθε επιχείρηση που ζητεί απαλλαγή οφείλει να συνεργαστεί στις δύο χωριστές έρευνες που θα μπορούσαν να ανάγονται στην ίδια αίτηση απαλλαγής, η οποία κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ (βλ. ανωτέρω σκέψεις 3, 4 και 127), και να συνεχίσει να συνεργάζεται ακόμη και μετά τη χορήγηση της τελικής απαλλαγής για την παράβαση ή τις παραβάσεις που αφορούσε η μία από τις έρευνες (βλ. ανωτέρω σκέψη 132).

150    Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών που στηρίζεται στη γενική αντίληψη ότι η Chiquita «προσάρμοσε» την επιχειρηματολογία της στα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά παρουσιάστηκαν από την Επιτροπή δεν δύναται να ευδοκιμήσει.

151    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι οι δηλώσεις οι οποίες αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρούνται ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 166).

152    Πάντως, μολονότι ασφαλώς μια επιχείρηση η οποία έχει υποβάλει αίτηση απαλλαγής από πρόστιμα μπορεί να οδηγηθεί να παράσχει όσο το δυνατόν περισσότερα ενοχοποιητικά στοιχεία, παρά ταύτα μια τέτοια επιχείρηση θα έχει επίγνωση των δυνητικών αρνητικών συνεπειών της παροχής ανακριβών στοιχείων, η οποία δύναται μεταξύ άλλων να οδηγήσει σε ανάκληση της χορηγηθείσας απαλλαγής. Επιπλέον, ο κίνδυνος εντοπίσεως των ανακριβών δηλώσεων και, κατ’ επέκταση, ο κίνδυνος επελεύσεως των εν λόγω συνεπειών επιτείνεται από το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές πρέπει να επιρρωννύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2013, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 138).

153    Εξάλλου, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να τονίσει ότι δήλωση με την οποία εταιρία ομολογεί τη διαπραχθείσα από αυτήν παράβαση ενέχει για την ίδια σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων τον κίνδυνο αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο των οποίων δύναται να γίνει επίκληση της αποδείξεως, από την Επιτροπή, της παραβάσεως που διαπράχθηκε από εταιρία (βλ. απόφαση Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 152, σκέψεις 140 και 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Δεύτερον, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που απέρρεαν για την Chiquita από την υπαγωγή της στο διαδικαστικό καθεστώς του αιτούντος απαλλαγή (βλ. ανωτέρω σκέψεις 120 έως 126), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απλώς και μόνο υπόμνηση, από την Επιτροπή, του εν λόγω καθεστώτος στην Chiquita συνιστά, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, άσκηση παράνομης πιέσεως. Ομοίως, η αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή «απείλησε την Chiquita με μη χορήγηση απαλλαγής όσον αφορά την υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης [(υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες)], προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεργασία της επιχειρήσεως αυτής για την εξεύρεση πειστικών αποδεικτικών στοιχείων και να επηρεάσει τη φύση των δηλώσεων της Chiquita σχετικά με τα πραγματικά στοιχεία της παρούσας υποθέσεως», είναι παντελώς αστήρικτη.

155    Τέλος, η δήλωση του A1, δικηγόρου της Chiquita, κατά την ακρόαση, την οποία οι προσφεύγουσες αναφέρουν στην υποσημείωση 43 του υπομνήματός τους απαντήσεως και από την οποία προκύπτει ότι, κατά την ακρόαση, η Επιτροπή ζήτησε από τους δικηγόρους της Chiquita να εξηγήσουν στον C1 ότι έπρεπε να είναι πιο συνεργάσιμος, δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή ζήτησε από την Chiquita περισσότερα από όσα αναμένονται στο πλαίσιο της συνεργασίας κάποιου ο οποίος ζητεί απαλλαγή (βλ. ανωτέρω σκέψεις 121 έως 126). Επιπλέον, το παρατεθέν από τις προσφεύγουσες απόσπασμα πρέπει να τοποθετηθεί εντός του πλαισίου ολόκληρης της δηλώσεως, με την οποία ο A1 και ο A2 αμύνθηκαν έναντι της αμφισβητήσεως, από την Επιτροπή, της βουλήσεως συνεργασίας της Chiquita και εξήγησαν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναμένει από τον C1 να είναι υπέρμετρα ανεπιφύλακτος κατά τους ελέγχους, εφόσον η Επιτροπή ρητώς είχε ζητήσει να μην προειδοποιηθεί αυτός προκειμένου να διαφυλαχθεί έως έναν βαθμό το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Κατά συνέπεια, τόσο οι δηλώσεις των δικηγόρων της Chiquita όσο και, προ πάντων, οι δηλώσεις του ίδιου του C1 σχετικά με την κατάσταση αυτή αποκαλύπτουν ότι ο C1, ως άτομο, αισθανόταν ότι βρίσκεται σε άμυνα και είχε εκλάβει τον έλεγχο ως «εχθρικό» έως ότου οι δικηγόροι να του εξηγήσουν ότι η Chiquita είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με την Επιτροπή και ότι, επομένως, αυτός μπορούσε να είναι λιγότερο επιφυλακτικός στις δηλώσεις του.

156    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι μηχανισμοί πιέσεως που χρησιμοποίησε η Επιτροπή ήσαν πολλαπλοί, επειδή με διάφορες επιστολές εξέθεσε στην Chiquita ότι επρόκειτο να διενεργήσει ελέγχους στους επαγγελματικούς χώρους της και να θέσει ερωτήσεις σε μισθωτούς της, ζήτησε από την Chiquita να παράσχει στο πλαίσιο της διερευνώμενης υποθέσεως έγγραφα τα οποία είχε ήδη υποβάλει όσον αφορά την υπόθεση σχετικά με τη Βόρεια Ευρώπη (υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες) και βεβαίωσε ότι είχε προσθέσει έγγραφα από την εν λόγω υπόθεση στον φάκελο της νέας υποθέσεως.

157    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο σημείο 34 του υπομνήματός της αντικρούσεως, η Επιτροπή προέβαλε, χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες με το υπόμνημά τους απαντήσεως, ότι η αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή είχε αποστείλει διάφορες επιστολές στην Chiquita προκειμένου να την ενημερώσει για τους επικείμενους ελέγχους είναι ανακριβής. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει συναφώς τη δήλωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η ίδια απλώς και μόνο ενημέρωσε προφορικά την Chiquita στις 26 Νοεμβρίου 2007 ότι επρόκειτο να μεταβεί στους επαγγελματικούς της χώρους δύο ημέρες αργότερα και ότι επιθυμούσε να συζητήσει με τον C1. Μια τέτοια ενέργεια ήταν δικαιολογημένη, προκειμένου να παρασχεθεί στην Chiquita η δυνατότητα να διασφαλίσει την παρουσία του C1 τη συγκεκριμένη ημέρα και από μόνη της δεν δύναται να αποτελέσει καταχρηστικό μηχανισμό πιέσεως της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή. Στη συνέχεια, το γεγονός ότι ζητήθηκε όπως η Chiquita υποβάλει εκ νέου έγγραφα τα οποία είχε ήδη υποβάλει όσον αφορά την υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες δεν συνιστά παράνομη ενέργεια, αλλά, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 54 και 55 νομολογία, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση των εν λόγω εγγράφων στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Τέλος, η αιτίαση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή ενημέρωσε την Chiquita ότι είχε προσθέσει έγγραφα της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες στον φάκελο της υπό κρίση υποθέσεως είναι εντελώς αστήρικτη, οπότε ούτε αυτή δύναται να αποδείξει κατάχρηση εξουσίας από μέρους της Επιτροπής.

158    Τέταρτον, ούτε τα στοιχεία του φακέλου τα οποία οι προσφεύγουσες απομονώνουν από το πλαίσιό τους δύνανται να αποδείξουν ότι η Επιτροπή άσκησε αθέμιτη πίεση στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή.

159    Κατά πρώτον, οι δηλώσεις της Chiquita στην υπόθεση COMP/39188 Μπανάνες, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ότι «οι τιμές για το Ηνωμένο Βασίλειο/την Ιρλανδία, τη Νότια Ευρώπη και τη Γαλλία δεν κοινοποιούνταν στους ανταγωνιστές», περιγράφουν τον τρόπο κατά τον οποίο η Chiquita κοινοποιούσε, κάθε Πέμπτη πρωί, τις τιμές αναφοράς στους ανταγωνιστές της. Πάντως, η υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα δεν αφορούσε τις τιμές αναφοράς, οπότε οι δηλώσεις της Chiquita στην υπό κρίση υπόθεση δεν αντιφάσκουν με τις δηλώσεις της στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες.

160    Κατά δεύτερον, οι δηλώσεις του A2, δικηγόρου της Chiquita, κατά την ακρόαση, που και σε αυτές στηρίζονται οι προσφεύγουσες και με τις οποίες ο τελευταίος είπε ότι οι παρατηρήσεις για το προ της 8ης Απριλίου 2005 χρονικό διάστημα «ενδεχομένως δεν στηρίζουν την επιχειρηματολογία της Επιτροπής», αφορούν τη δυνατότητα της Επιτροπής να οργανώσει άλλη συζήτηση με τον C1 κατόπιν της απαντήσεως της Chiquita επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία ο C1 θα μπορούσε να σχολιάσει κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συζητήσεως και, γενικότερα, την ανάγκη της Chiquita να σχολιάσει πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν από τις 8 Απριλίου 2005, ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της απαλλαγής. Ο A2 δήλωσε τότε ότι η Chiquita είχε θεωρήσει ότι το γεγονός ότι είχε προτείνει δύο φορές στην Επιτροπή την πραγματοποίηση συναντήσεως με τον C1 αρκούσε όσον αφορά τις υποχρεώσεις της Chiquita ως εταιρίας που είχε ζητήσει απαλλαγή, τούτο δε κατά μείζονα λόγο επειδή η Chiquita είχε αποφασίσει να σχολιάσει μόνο τα μεταγενέστερα της 8ης Απριλίου 2005 πραγματικά περιστατικά που εξέθετε η ανακοίνωση αιτιάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η επισήμανση ότι παρατηρήσεις για το προηγούμενο χρονικό διάστημα «ενδεχομένως δεν στηρίζουν την επιχειρηματολογία της Επιτροπής» δεν δύναται να ερμηνευθεί ως δήλωση ότι δεν υπάρχει παράβαση πριν από τις 8 Απριλίου 2005. Αντιθέτως, ο A2 ανέφερε με σαφήνεια κατά την ακρόαση ότι η Chiquita δεν αμφισβητούσε τη διάπραξη παραβάσεως πριν από τις 8 Απριλίου 2005, αλλά τη συνέχιση της παραβάσεως μετά την ημερομηνία αυτή.

161    Κατά τρίτον, η δήλωση του A2 κατά την ακρόαση, της οποίας γίνεται μνεία στην υποσημείωση 25 του υπομνήματος απαντήσεως, δηλαδή ότι, «[κ]ατά την Chiquita, η ΓΔ Ανταγωνισμού φαίνεται να έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη», «προκειμένου να στηρίξει τη θεωρία της σχετικά με την εν λόγω υπόθεση, η ΓΔ Ανταγωνισμού απαίτησε από την Chiquita [να συνεργαστεί] για την εξεύρεση πειστικών στοιχείων και αποδείξεων», «η Επιτροπή πάντως όφειλε να στηρίξει τα συμπεράσματά της στα παρασχεθέντα σε αυτήν αποδεικτικά στοιχεία και όχι πρώτα να διαμορφώσει συμπεράσματα και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει τον αιτούντα απαλλαγή για να προσπαθήσει να στηρίξει τα συμπεράσματα αυτά» και, «αν τα συλλεγέντα και παρασχεθέντα από την Chiquita στοιχεία δεν ευθυγραμμίζοντ[αν] με την άποψη που η ΓΔ Ανταγωνισμού είχε διαμορφώσει εκ των προτέρων για την εν λόγω υπόθεση, η Chiquita δεν μπορ[ούσε] να θεωρηθεί υπεύθυνη γι’ αυτό», πρέπει να αξιολογηθεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή της άμυνας της Chiquita κατόπιν της ανακοινώσεως αιτιάσεων, εν όψει του ενδεχομένου απορρίψεως της αιτήσεώς της απαλλαγής στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, η τελευταία φράση την οποία παραθέτουν οι προσφεύγουσες ολοκληρώνεται ως εξής: «[Α]ν τα συλλεγέντα και παρασχεθέντα από την Chiquita στοιχεία δεν ευθυγραμμίζονται με την άποψη που η ΓΔ Ανταγωνισμού είχε διαμορφώσει εκ των προτέρων για την εν λόγω υπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί η Chiquita υπεύθυνη γι’ αυτό, η δε ΓΔ Ανταγωνισμού ασφαλώς δεν δύναται να χρησιμοποιήσει το στοιχείο αυτό ως λόγο για τη μη χορήγηση σε αυτήν απαλλαγής». Το ίδιο ισχύει για τις δηλώσεις του A2 που παρατίθενται στις υποσημειώσεις 45 και 46 του υπομνήματος απαντήσεως και οι οποίες αποτελούν μέρος επιχειρηματολογίας έχουσας ως σκοπό την αμφισβήτηση του διαχωρισμού των υποθέσεων, στο μέτρο κατά το οποίο τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί η Chiquita το ευεργέτημα της απαλλαγής για μέρος της εσωτερικής αγοράς, ενώ είχε επιτύχει υπό όρους απαλλαγή για το σύνολο της αγοράς αυτής.

162    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες επικρίνουν την από την Επιτροπή χρησιμοποίηση εγγράφου από τον φάκελο της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες, εντοπισθέντος κατά τη διάρκεια αιφνιδιαστικών ελέγχων στους επαγγελματικούς χώρους της LVP στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, δηλαδή της ηλεκτρονικής επιστολής που απεστάλη στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 στο πλαίσιο της διαχειρίσεως, από την Επιτροπή, του ζητήματος της συνεργασίας της Chiquita.

163    Κατά πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, τον Νοέμβριο του 2007, στο πλαίσιο των διενεργηθέντων στους επαγγελματικούς χώρους της Chiquita Italia ελέγχων, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενημέρωσαν τους υπαλλήλους της εν λόγω επιχειρήσεως για την ύπαρξη εγγράφου αποδεικνύοντος παράνομη συμπεριφορά της Chiquita και των προσφευγουσών —δηλαδή της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής— μολονότι το έγγραφο αυτό δεν περιελήφθη στον φάκελο της έρευνας της υπό κρίση υποθέσεως.

164    Η Επιτροπή διατείνεται ότι κατά τη διάρκεια των ελέγχων τον Νοέμβριο του 2007 δεν παραδόθηκε στην Chiquita κανένα αντίγραφο της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής, οι δε υπάλληλοι της Επιτροπής απλώς αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι η Chiquita θα μπορούσε να βρει έγγραφο σχετικό με μυστικές επαφές γύρω στις 11 Απριλίου 2005 στον φάκελο της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες (αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, κατά την Επιτροπή, ως αποδέκτρια της ανακοινώσεως αιτιάσεων στην λόγω υπόθεση η Chiquita νομιμοποιούνταν να λάβει γνώση του επίμαχου εγγράφου, η δε παροχή σε αυτήν προσβάσεως στο επίμαχο έγγραφο ήταν όχι μόνο νόμιμη αλλά και νομικώς επιβεβλημένη από το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το εν λόγω έγγραφο για τη συνέχιση της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επειδή, κατά τη νομολογία, νομιμοποιούνταν να συλλέξει στοιχεία από άλλες έρευνες, αφού το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν απαγορεύει την από μέρους της κίνηση διαδικασίας έρευνας για την επαλήθευση ή τη συμπλήρωση στοιχείων που παρεμπιπτόντως περιήλθαν σε γνώση της στο πλαίσιο προηγούμενου ελέγχου.

165    Σημειώνεται ότι η δήλωση της Επιτροπής ότι, κατά τη διάρκεια των ελέγχων τον Νοέμβριο του 2007, δεν παραδόθηκε στην Chiquita κανένα αντίγραφο του επίμαχου εγγράφου και ότι οι αρμόδιοι για τις συναντήσεις υπάλληλοί της αναφέρθηκαν απλώς στο γεγονός ότι η Chiquita θα μπορούσε να βρει έγγραφο σχετικό με μυστικές επαφές γύρω στις 11 Απριλίου 2005 στον φάκελο της υποθέσεως σχετικά με τη Βόρεια Ευρώπη, επιβεβαιώθηκε από την Chiquita και από τον C1 στο πλαίσιο της ακροάσεως, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες. Λαμβανομένης υπόψη της προπαρατεθείσας νομολογίας, κατά την οποία η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιήσει στοιχεία μιας υποθέσεως ως σημείο αφετηρίας για έρευνες σε άλλη υπόθεση (βλ. ανωτέρω σκέψεις 54 και 55), καθώς και της νομολογίας κατά την οποία η υποχρέωση συνεργασίας του αιτούντος απαλλαγή ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εμπερικλείει το καθήκον αντιδράσεως σε νέες περιστάσεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 121 έως 126), δεν κρίνεται παράνομη η από την Επιτροπή χρησιμοποίηση εγγράφου από τον φάκελο άλλης υποθέσεως για την υποβολή ερωτήσεως στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή.

166    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες επικρίνουν το γεγονός ότι, σε μεταγενέστερο χρόνο, η Επιτροπή επέδειξε δύο εκδοχές της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής στους υπαλλήλους της Chiquita, υπονοώντας ότι αυτές συνιστούν την απόδειξη παράνομων επαφών μεταξύ του P1 και του C1.

167    Σημειώνεται συναφώς ότι, στην αιτιολογική σκέψη 248 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι αντίγραφο της επίμαχης ηλεκτρονικής επιστολής είχε διαβιβαστεί στην Chiquita μετά την αποστολή του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί της εν λόγω επιστολής, η οποίο θα μπορούσε να αποδείξει ότι αυτή είχε συνεχίσει την παράβαση μετά την υποβολή της αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως.

168    Πάντως, από τη δήλωση της Chiquita της 5ης Μαρτίου 2009, καθώς και από τη δήλωσή της στο πλαίσιο της ακροάσεως προκύπτει, αφενός, ότι, πριν από την παραλαβή του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου, η Chiquita έλαβε μια μη εμπιστευτική εκδοχή της ηλεκτρονικής επιστολής στην οποία αναφερόταν ότι όλα τα αφαιρεθέντα ονόματα ανήκαν σε υπαλλήλους της Pacific και, αφετέρου, ότι μόνο μετά την αποστολή του εν λόγω ενημερωτικού εγγράφου έλαβε μια εκδοχή της ηλεκτρονικής επιστολής στην οποία φαινόταν ότι ένα εκ των αφαιρεθέντων ονομάτων ήταν αυτό του C1, με αποτέλεσμα μόλις σε εκείνο το χρονικό σημείο να συνειδητοποιήσει η ίδια ότι η εν λόγω επιστολή μπορούσε να συνιστά απόδειξη της από αυτήν συνεχίσεως της παραβάσεως μετά την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής.

169    Από τη συνδυασμένη ανάγνωση, αφενός, της αλληλογραφίας μεταξύ των προσφευγουσών και της Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στις 17 Οκτωβρίου 2008 και στις 6 και 14 Νοεμβρίου 2008, και, αφετέρου, των απαντήσεων των προσφευγουσών, της 14ης Αυγούστου 2008 και του Σεπτεμβρίου του 2008, σε αιτήσεις της Επιτροπής για την παροχή πληροφοριακών στοιχείων προκύπτει ότι η Επιτροπή ζήτησε από την Pacific να προσκομίσει μια μη εμπιστευτική εκδοχή της επίμαχης ηλεκτρονικής επιστολής.

170    Από όσα εξετάστηκαν στις σκέψεις 103 επ. καθώς και από τα προαναφερθέντα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, στο χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή διαβίβασε την επίμαχη ηλεκτρονική επιστολή στην Chiquita, το έγγραφο αυτό είχε ήδη προσκομιστεί από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να το χρησιμοποιήσει έναντι της Chiquita. Στο πλαίσιο αυτό, δεν δύναται να προσάπτεται στην Επιτροπή η διαβίβαση στην Chiquita μη εμπιστευτικής εκδοχής του εγγράφου, στην οποία τα ονόματα των υπαλλήλων της Pacific είχαν αφαιρεθεί για λόγους προστασίας του απορρήτου.

171    Πάντως, κρίνεται δικαιολογημένο επίσης το γεγονός ότι, αφότου επέδειξε στην Chiquita εκδοχή του εγγράφου στην οποία όλα τα ονόματα είχαν αφαιρεθεί και στην οποία αναφερόταν, εσφαλμένως, ότι όλα τα ονόματα αυτά ανήκαν σε υπαλλήλους της Pacific, η Επιτροπή διαβίβασε στην Chiquita εκδοχή στην οποία εμφαινόταν ότι ένα εκ των ονομάτων αυτών αναφερόταν στον C1, εφόσον αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος προκειμένου η Chiquita, αφενός, να αντιληφθεί ότι το έγγραφο μπορούσε να πιστοποιήσει αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού επαφές μεταξύ της ιδίας και της Pacific μετά την από μέρους της υποβολή αιτήσεως απαλλαγής και, αφετέρου, να έχει τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί στοιχείου ικανού να δικαιολογήσει την απόρριψη της αιτήσεώς της απαλλαγής στην υπό κρίση υπόθεση. Η από την Επιτροπή παροχή της εν λόγω δυνατότητας στην Chiquita στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της αιτήσεώς της απαλλαγής κρίνεται δικαιολογημένη και, ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να της προσάπτουν συναφώς ότι άσκησε παράνομη επιρροή στην επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή.

172    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Γ –      Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη επαρκών αποδείξεων παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

173    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι η συμπεριφορά τους στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οπότε η ίδια δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που έφερε βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 1/2003.

174    Ο λόγος αυτός έχει δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στηρίχθηκε δεν τεκμηριώνουν τα πραγματικά περιστατικά όπως αυτά περιγράφονται από το εν λόγω θεσμικό όργανο. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως δεν στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή, πρώτον, δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι αυτές ήσαν αναμεμειγμένες σε συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική, δεύτερον, δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά τους είχε αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού και, τρίτον, δεν απέδειξε ότι η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετεί ενιαία και διαρκή παράβαση.

1.     Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται από πεπλανημένη εκτίμηση των αποδείξεων

 α)      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 Επί των αρχών σχετικά με το βάρος αποδείξεως

175    Από το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003 καθώς και από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, σε περίπτωση διαφοράς ως προς την ύπαρξη παραβάσεως, η Επιτροπή είναι αυτή που βαρύνεται με την απόδειξη των παραβάσεων που διαπιστώνει και με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων ικανών να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, το υποστατό των περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58· της 6ης Ιανουαρίου 2004, C‑2/01 P και C‑3/01 P, BAI και Επιτροπή κατά Bayer, Συλλογή 2004, σ. I‑23, σκέψη 62, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑89/11 P, E.ON Energie κατά Επιτροπής,, σκέψη 71· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3601, σκέψη 688).

176    Προς τούτο, η Επιτροπή καλείται να συγκεντρώσει αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να δημιουργήσει την εδραία πεποίθηση ότι η φερόμενη παράβαση πράγματι διαπράχθηκε (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 20, και της 31ης Μαρτίου 1993, C‑89/85, C‑104/85, C‑114/85, C‑116/85, C‑117/85 και C‑125/85 έως C‑129/85, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1307, σκέψη 127· του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, T‑185/96, T‑189/96 και T‑190/96, Riviera Auto Service κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑93, σκέψη 47, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 62, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, T‑141/08, E.ON Energie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑5761, σκέψη 48).

177    Πάντως, υπογραμμίζεται ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί κάθε μία από τις προσκομιζόμενες από την Επιτροπή αποδείξεις τα εν λόγω κριτήρια ως προς κάθε πτυχή της παραβάσεως. Είναι αρκετό η δέσμη των στοιχείων που επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, σφαιρικά αξιολογούμενη, να ικανοποιεί την επιταγή αυτή (βλ. απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 49, σκέψεις 513 έως 523, και απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

178    Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη στοιχεία εκτός της περιόδου παραβάσεως αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος της δέσμης στοιχείων που η ίδια επικαλείται προς απόδειξη της εν λόγω παραβάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2012, T‑83/08, Denki Kagaku Kogyo και Denka Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 193) και ότι αυτή δύναται να επικαλεστεί πραγματικές περιστάσεις μεταγενέστερες αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς για να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο αντικειμενικού αποδεικτικού στοιχείου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑82/08, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 55).

179    Δεδομένου ότι η απαγόρευση των αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνιών είναι γνωστή τοις πάσι, δεν μπορεί να απαιτείται να προσκομίσει η Επιτροπή στοιχεία που πιστοποιούν κατά τρόπο συγκεκριμένο επαφές μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επιτρέπεται η συμπλήρωση των αποσπασματικών και διάσπαρτων στοιχείων, που η Επιτροπή έχει ενδεχομένως στη διάθεσή της, με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή την ανασύνθεση των κρίσιμων περιστάσεων. Επομένως, η ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρακτικής ή συμφωνίας δύναται να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και στοιχείων που, συλλήβδην, μπορούν να συνιστούν, ελλείψει άλλης συνεπούς εξηγήσεως, απόδειξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57, και απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψεις 64 και 65).

180    Ασφαλώς, όταν η Επιτροπή στηρίζει τη διαπίστωση παραβάσεως μόνο στη συμπεριφορά των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην αγορά, αρκεί η από τις τελευταίες απόδειξη της συνδρομής περιστάσεων οι οποίες φωτίζουν κατά τρόπο διαφορετικό τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά και, επομένως, καθιστούν δυνατή την αντικατάσταση της εξηγήσεως που η Επιτροπή δέχθηκε για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης με άλλη εύλογη εξήγηση (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού στηριζόμενη στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να εξηγηθούν άλλως παρά μόνο σε συνάρτηση με την ύπαρξη αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς, ο δικαστής της Ένωσης θα ακυρώσει την επίμαχη απόφαση στην περίπτωση που οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις προβάλουν επιχειρηματολογία η οποία φωτίζει κατά τρόπο διαφορετικό τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά και, επομένως, καθιστά δυνατή την αντικατάσταση της εξηγήσεως που η Επιτροπή δέχθηκε για τη διαοίστωση παραβάσεως με άλλη εύλογη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 16· Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψεις 126 και 127, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 175, σκέψη 74).

181    Πάντως, όταν, στο πλαίσιο της αποδείξεως παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή στηρίζεται σε έγγραφες αποδείξεις, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις οφείλουν όχι απλώς να παρουσιάσουν μια εναλλακτική εξήγηση σε σχέση με τη θέση της Επιτροπής, αλλά να αμφισβητήσουν την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται για την απόδειξη της παραβάσεως (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψεις 725 έως 728· JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 187, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, E.ON Energie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 55).

182    Ως προς τα αποδεικτικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς θεμελίωση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (βλ. ανωτέρω σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, ουδεμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλεστεί, έναντι επιχειρήσεως, δηλώσεις άλλων εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Αν δεν συνέβαινε αυτό, το βάρος αποδείξεως αντίθετων προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμπεριφορών, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασύμβατο με την αποστολή μέριμνας για την προσήκουσα εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων η οποία της έχει ανατεθεί από τις Συνθήκες (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 192).

183    Τέλος, όσον αφορά την αποδεικτική αξία που πρέπει να αναγνωρίζεται στα αποδεικτικά στοιχεία, υπογραμμίζεται ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο για την εκτίμηση των ελευθέρως προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, Dalmine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 72, και JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 273). Κατά τους κανόνες που έχουν εν γένει εφαρμογή στον τομέα της αποδείξεως, η αξιοπιστία και, επομένως, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό συντάχθηκε, από τον αποδέκτη του και από τον λογικό και αξιόπιστο χαρακτήρα του περιεχομένου του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 1053). Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στο γεγονός ότι έγγραφο συντάχθηκε σε άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑707, σκέψη 312, και της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5761, σκέψη 181) ή από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών αυτών. Επιπλέον, οι δηλώσεις οι οποίες αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίζονται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψεις 207, 211 και 212).

184    Κατά την εκτίμηση των συλλεγεισών από την Επιτροπή αποδείξεων, τυχόν αμφιβολία του δικαστή πρέπει να βαίνει υπέρ της επιχειρήσεως η οποία είναι αποδέκτρια της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως. Κατά συνέπεια, ο δικαστής δεν μπορεί να δεχθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως όταν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, και ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως για την επιβολή προστίμου (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 177· Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 60, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, E.ON Energie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 51).

185    Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία τώρα κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία έχει εφαρμογή σε διαδικασίες σχετικά με παραβάσεις των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150· C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 175 και 176, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 175 σκέψεις 72 και 73· απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 178).

186    Ακριβώς υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που διατυπώνονται από τις προσφεύγουσες.

 Υπόμνηση των αποδείξεων που εν προκειμένω επικαλείται η Επιτροπή

187    Υπενθυμίζεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 94 και 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τουλάχιστον την «εβδομάδα εμπορίας 15» του 2005, η Chiquita και η Pacific συντόνισαν την εμπορική πολιτική τους στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία, εναρμονίζοντας τις περί των τιμών στρατηγικές τους σχετικά με τις μελλοντικές τιμές, τα επίπεδα τιμών και τις διακυμάνσεις και/ή τάσεις τιμών και αντάλλαξαν πληροφορίες για τη μελλοντική πολιτική τους στην αγορά ως προς τις τιμές. Η Επιτροπή δηλώνει ότι η αθέμιτη συμφωνία συνομολογήθηκε κατά τη διάρκεια συναντήσεως μεταξύ της Chiquita και της Pacific στις 28 Ιουλίου 2004 και ότι αμέσως μετά ακολούθησαν περαιτέρω μυστικές επαφές. Κατά την Επιτροπή, από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και αρχών Απριλίου του 2015 η Chiquita και η Pacific είχαν τέτοιες επαφές σχεδόν επί εβδομαδιαίας βάσεως.

188    Στην αιτιολογική σκέψη 96 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι οι κύριες αποδείξεις αθέμιτης συμφωνίας συνίστανται στα ακόλουθα στοιχεία:

–        έγγραφα αποκτηθέντα κατά τη διάρκεια ελέγχων διενεργηθέντων από την ιταλική Guardia di Finanza στο πλαίσιο εθνικής έρευνας (σημειώσεις του P1)·

–        έγγραφα αποκτηθέντα κατά τους ελέγχους που διενήργησε η Επιτροπή από τις 28 έως τις 30Νοεμβρίου 2007 και δηλώσεις ληφθείσες στο πλαίσιο των εν λόγω ελέγχων·

–        εταιρικές δηλώσεις υποβληθείσες από την εταιρία Chiquita που ζήτησε απαλλαγή·

–        απαντήσεις επί των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και στοιχεία που υποβλήθηκαν αργότερα από την Chiquita.

189    Η Επιτροπή διακρίνει στη συνέχεια μεταξύ των αποδείξεων που αφορούν την παράβαση στο σύνολό της, οι οποίες συνίστανται σε δηλώσεις της Chiquita (αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως), των αποδείξεων που αφορούν τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, οι οποίες συνίστανται σε δηλώσεις της Chiquita και στις σημειώσεις του P1 (αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως), των αποδείξεων που αφορούν τις συναντήσεις παρακολουθήσεως (follow-up) που πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2004, οι οποίες συνίστανται σε δηλώσεις της Chiquita και στις σημειώσεις του P1 (αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και, τέλος, των αποδείξεων που αφορούν τις λοιπές επαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα Φεβρουαρίου‑Απριλίου 2005, οι οποίες συνίστανται σε εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή που απεστάλη από τον P1 στον P2 στις 11 Απριλίου 2005, ημέρα Δευτέρα και ώρα 9:57, η οποία περιελάμβανε πίνακα με τίτλο «Τιμές της Chiquita — 2005» περιέχοντα πληροφορίες περί των τιμών της Chiquita για τις εβδομάδες 9 έως 15 του 2005, καθώς και παρόμοιο αχρονολόγητο πίνακα, ο οποίος βρέθηκε στο γραφείο του P2 και περιείχε πληροφορίες για τις εβδομάδες 6 έως 13 του 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 139).

 β)      Επί της εκτιμήσεως των αποδείξεων στην υπό κρίση υπόθεση

190    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που η Επιτροπή και η Chiquita κατέβαλαν προκειμένου να βρουν αποδείξεις της φερομένης παραβάσεως, οι έγγραφες «αποδείξεις» αθέμιτων επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών, τις οποίες η Επιτροπή επικαλείται προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, συνίστανται στην ουσία σε τρεις δέσμες χειρόγραφων σημειώσεων και μια εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή, συνταχθείσες από τον P1, πρώην υπάλληλο της PFCI, ο οποίος είχε αποβιώσει ένα και πλέον έτος πριν από την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής. Έτσι, οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις σχετικές με γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεις του P1 και τις δύο σελίδες σημειώσεών του που χρονολογούνται από τον Αύγουστο του 2004, καθώς και την εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή που ο P1 που απέστειλε στον P2 στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57.

191    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, δεδομένης της ελλείψεως οποιασδήποτε άλλης άμεσης έγγραφης αποδείξεως ή αιτιολογημένης και επαρκώς τεκμηριωμένης ομολογίας της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής στηρίζονται μόνο στην από μέρους της ερμηνεία των χειρόγραφων σημειώσεων και της ηλεκτρονικής επιστολής που προαναφέρθηκαν. Πάντως, η Επιτροπή ερμήνευσε τα έγγραφα αυτά κατά τρόπο εντελώς εσφαλμένο, τα απομόνωσε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και προέβη σε γενίκευση της σιβυλλικής, ασαφούς και ελλειπτικής διατυπώσεώς τους, αγνοώντας τα πολυάριθμα απενοχοποιητικά έγγραφα και τις πολυάριθμες απενοχοποιητικές δηλώσεις που διαβίβασαν στην ίδια τόσο η Chiquita όσο και η PFCI.

192    Επομένως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ούτε οι χειρόγραφες σημειώσεις ούτε η ηλεκτρονική επιστολή συνιστούν επαρκή απόδειξη της φερομένης ως αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς και ότι είναι δυνατή μια εναλλακτική και απολύτως εύλογη ερμηνεία των εν λόγω εγγράφων.

193    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η από την Επιτροπή ερμηνεία των λόγω εγγράφων ρητώς αντικρούεται από τις δηλώσεις της Chiquita, και ιδίως του C1, καθώς και από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.

 Επί των σημειώσεων του P1 και επί του γεύματος εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004

–       Επί της αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1

194    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αξιοπιστία των σημειώσεων του P1 είναι μειωμένη λόγω της φύσεώς τους και της ταυτότητας του συντάκτη τους, ότι κατά τον χρόνο του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004 ο C1 και ο P1 είχαν πολλούς θεμιτούς λόγους να έλθουν σε επαφή και ότι, συνταχθείσες μετά την επίμαχη συνάντηση, οι εν λόγω σημειώσεις δεν δύνανται να θεωρηθούν αποδείξεις «σύγχρονες» με αυτήν.

195    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι οι σημειώσεις του P1 βρέθηκαν σε προσωπικά σημειωματάριά του που κατασχέθηκαν στην οικία του στο πλαίσιο εθνικού φορολογικού ελέγχου και ότι οι σημειώσεις αυτές ουδέποτε είχαν κοινοποιηθεί ή συζητηθεί με κάποιον ούτε προορίζονταν προς τούτο. Σημειώνουν ότι εντός της PFCI ήταν ευρέως γνωστό ότι ο P1 «συνήθιζε να φεύγει από το γραφείο, να πηγαίνει σε μπαρ, να πίνει μερικά ποτά αναλογιζόμενος τα γεγονότα της ημέρας και να καταγράφει τις προσωπικές ιδέες και σκέψεις του τόσο για την επαγγελματική όσο και για την ιδιωτική του ζωή». Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι ο P1 απεβίωσε τον Ιούλιο του 2006 σε ηλικία 32 ετών και ότι ενδεχόμενη συναγωγή συμπερασμάτων από τις προσωπικές του σημειώσεις θα πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη επιφύλαξη, καθώς οι σημειώσεις αυτές προσφέρονται σε κάθε είδους ερμηνεία, κατά μείζονα λόγο επειδή είναι ιδιαιτέρως σιβυλλικές, στερούνται συνοχής, είναι αποσπασματικές, ενώ περιέχουν πολλά ορθογραφικά και γραμματικά λάθη τα οποία αποδεικνύουν ότι τα αγγλικά δεν ήσαν η μητρική γλώσσα του συντάκτη.

196    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες εμμένουν στο γεγονός ότι ο P1 ήταν μόλις 26 ετών όταν προσελήφθη στην Pacific και πρωτόπειρος στον τομέα της μπανάνας, τομέα κυριαρχούμενο από πεπειραμένους επιχειρηματίες στους οποίους ο ίδιος έδινε την εντύπωση του «αποπροσανατολισμένου» και «λίγο φοβισμένου». Μολονότι «εργατικός, ακριβής» και «μεθοδικός» σε οικονομικό επίπεδο, ο Ρ. ήταν παράλληλα «ευαίσθητος, υπέρμετρα σχολαστικός και επηρμένος». Κατά τον χρόνο του γεύματος εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004 ο P. είχε συμπληρώσει στην PFCI μόλις επτά μήνες εργασίας, έχοντας μετατεθεί στη Ρώμη από τα γραφεία της LVP στην Αμβέρσα· η μετάθεση αυτή δεν υπήρξε ομαλή και ο P1 δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τους πολύ πιο πεπειραμένους συναδέλφους του στην εμπορική ομάδα, οπότε ήταν σχετικά απομονωμένος στον εργασιακό χώρο. Παρά ταύτα, ως «ιδιαιτέρως φιλόδοξος» επεδίωξε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του P2, [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα], με την ελπίδα να καταλάβει μια πιο υπεύθυνη θέση εντός της PFCI ή της LVP, «στόχο τον οποίο είχε συχνά ακουστεί να οραματίζεται». Κατά τις προσφεύγουσες, τα στοιχεία αυτά μπορούν να οδήγησαν τον P1 να υπερβάλει κατά πολύ στις σημειώσεις του.

197    Στη σκέψη 183 της παρούσας αποφάσεως, υπομνήσθηκε ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο για την εκτίμηση των ελευθέρως προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους, η οποία τελεί σε συνάρτηση με την προέλευσή τους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν, τον αποδέκτη τους και τον λογικό και αξιόπιστο χαρακτήρα του περιεχομένου τους. Επισημάνθηκε επίσης ότι ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στο στοιχείο ότι έγγραφο συντάχθηκε σε άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών αυτών.

198    Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν δύναται, εν γένει, να κλονίσει την αξιοπιστία των σημειώσεων του P1.

199    Πρώτον, ούτε το γεγονός ότι επρόκειτο για προσωπικά σημειωματάρια, τα οποία περιείχαν στοιχεία όχι μόνο για την επαγγελματική αλλά και για την ιδιωτική ζωή του κατόχου τους, ούτε το γεγονός ότι τα σημειωματάρια αυτά βρέθηκαν στην οικία του P1 δύνανται να κλονίσουν την αξιοπιστία των εν λόγω εγγράφων.

200    Ο προσωπικός χαρακτήρας των σημειώσεων του P1, τα οποία δεν προορίζονταν για κοινοποίηση σε τρίτους, δεν υποβαθμίζει αλλά, αντιθέτως, συνηγορεί υπέρ της αξιοπιστίας τους. Μολονότι κατά το παρελθόν το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο υπέρ της μειωμένης αποδεικτικής αξίας εγγράφου, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το στοιχείο ότι ο συντάκτης του εν λόγω εγγράφου είχε ενδεχομένως προσωπικό συμφέρον για τον εξωραϊσμό των γεγονότων, προκειμένου να παρουσιάσει στους ανωτέρους του αποτέλεσμα ανταποκρινόμενο στις προσδοκίες τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 132), μια τέτοια συλλογιστική δεν δύναται να εφαρμοστεί εν προκειμένω, επειδή το στοιχείο ότι οι σημειώσεις του P1 δεν προορίζονταν να αναγνωσθούν από τρίτους συνηγορεί υπέρ της θέσεως ότι οι σημειώσεις αυτές συνιστούν μια ειλικρινή αποτύπωση της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβανόταν ο συντάκτης τους.

201    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία, λόγω της προσωπικότητας και της θέσεώς του στην PFCI και στον επιχειρηματικό κόσμο της μπανάνας, ο P1, «επιζητώντας τον σεβασμό των ανωτέρων του», είχε την τάση να υπερβάλει κατά πολύ στις σημειώσεις του, δεν είναι πειστική.

202    Δεύτερον, μολονότι ο ελλειπτικός χαρακτήρας των επίμαχων σημειώσεων, οι οποίες αποτελούνται από λέξεις-κλειδιά, καθώς και το γεγονός ότι ο συντάκτης τους απεβίωσε τον Ιούλιο του 2006 (αιτιολογική σκέψη 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δηλαδή λίγο μετά τον έλεγχο που διενήργησε η Guardia di Finanza στην οικία του στις 30 Μαΐου 2006, στο πλαίσιο του οποίου βρέθηκαν τα επίμαχα έγγραφα, και προ της διαβιβάσεως των εγγράφων αυτών στην Επιτροπή τον Ιούλιο του 2007, με αποτέλεσμα αυτός να μην μπορέσει να εξηγήσει το περιεχόμενό τους, ασφαλώς υπαγορεύουν μια προσεκτική ερμηνεία των εν λόγω σημειώσεων, η αξιοπιστία τους εν γένει δεν δύναται να κλονιστεί από τα στοιχεία αυτά.

203    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τα επίμαχα στοιχεία αφορούν παρασκηνιακές ενέργειες, που ως τέτοιες συνεπάγονται συσκέψεις διεξαχθείσες με μυστικότητα και όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο αριθμό εγγράφων. Δεδομένης της δυσχέρειας εξασφαλίσεως άμεσων αποδείξεων για τέτοιες συμπεριφορές, όπως είναι οι σημειώσεις ή τα πρακτικά συσκέψεων σύγχρονων με την παράβαση, η αποδεικτική αξία τέτοιων αποδείξεων δεν μπορεί να κλονιστεί απλώς και μόνο από τον λόγο ότι είναι χειρόγραφες ή αποσπασματικές, περιέχουν συντομογραφίες και σύμβολα και ενδέχεται να απαιτούν πρόσθετες διευκρινίσεις ή να χρήζουν εξετάσεως στο πλαίσιο των λοιπών πληροφοριών που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑186/06, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑2839, σκέψεις 405 και 406).

204    Εν προκειμένω, σημειώνεται επίσης ότι, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι σημειώσεις του P1 δεν χαρακτηρίζονται από ασάφεια, αντιφάσεις ή έλλειψη συνοχής. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο P1 δεν είχε τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα δεν δύναται εν γένει να κλονίσει την αξιοπιστία των σημειώσεών του. Μολονότι κατά το παρελθόν το Γενικό Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρακτικών, την από τον συντάκτη τους κατοχή της γλώσσας που είχε χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο των συναντήσεων για τις οποίες συντάχθηκαν τα εν λόγω πρακτικά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 132), εν προκειμένω όχι μόνο οι σημειώσεις του P1 αποδεικνύουν ότι αυτός είχε καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αλλά επιπλέον η Επιτροπή σημείωσε, χωρίς να αμφισβητηθεί επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες, ότι ο P1 ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), απ’ όπου είχε λάβει πτυχίο στις εμπορικές σπουδές (αιτιολογική σκέψη 169 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα που επιβεβαιώθηκε από τον P2 της Pacific στο πλαίσιο της ακροάσεως. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη κριθεί ότι η έλλειψη ημερομηνίας ή υπογραφής σε έγγραφο ή το γεγονός ότι το έγγραφο είναι κακογραμμένο δεν αναιρεί την αποδεικτική ισχύ του, ιδίως δε όταν η προέλευσή του, η πιθανή ημερομηνία του και το περιεχόμενό του μπορούν να καθοριστούν με επαρκή βεβαιότητα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2014, T‑541/08, Sasol κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 232 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

205    Τρίτον, ούτε το νεαρό της ηλικίας του P1 ούτε η θέση που κατείχε στην PFCI και, γενικότερα, στον τομέα της μπανάνας συνιστούν επιχειρήματα ικανά να κλονίσουν την αξιοπιστία των σημειώσεών του. Οι δηλώσεις του C1 τις οποίες παραθέτουν συναφώς οι προσφεύγουσες δεν είναι ικανές να αναιρέσουν τη διαπίστωση αυτή. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού από τις προσφεύγουσες, η δήλωση του C1, πρεσβυτέρου του P1 κατά δέκα πέντε τουλάχιστον έτη, ότι η πρώτη εντύπωση που έδινε ο Ρ1 ήταν ενός «νέου μάλλον αποπροσανατολισμένου» ο οποίος ήταν «λίγο φοβισμένος», αναφέρεται στην πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών στο πλαίσιο συνελεύσεως της επαγγελματικής ενώσεως Associazione Nazionale Importatori Prodotti Ortofrutticoli (Εθνικής Ενώσεως Εισαγωγέων Οπωρολαχανικών, ANIPO), όπου έλαβαν μέρος πολύπειροι επιχειρηματίες, κατά τον χαρακτηρισμό του C1 «παλιές καραβάνες». Η Επιτροπή σωστά σημειώνει ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν μπορεί να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα πρόσωπο νέο και λιγότερο πεπειραμένο αισθάνεται άβολα κατά την πρώτη του συμμετοχή σε μια τέτοια συνέλευση.

206    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες στρεβλώνουν τις δηλώσεις του C1 υποστηρίζοντας ότι αυτός «παραδέχθηκε ότι δεν θεωρούσε τον [P1] πολύ συγκροτημένο άτομο και ότι μάλλον απέκλειε το ενδεχόμενο συνάψεως εμπορικών σχέσεων μαζί του». Στην πραγματικότητα, τέτοιες αρνητικές κρίσεις για το πρόσωπο του P1, οι οποίες δεν περιέχονται στο απόσπασμα της καταθέσεως του C1 στο πλαίσιο της ακροάσεως το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν δύνανται να συναχθούν a contrario απλώς και μόνο από τη θετική κρίση που ο C1 διατύπωσε για το πρόσωπο του P2.

207    Όσον αφορά τη δήλωση των προσφευγουσών ότι «[π]ολλά πρόσωπα επιβεβαίωσαν ότι, μολονότι εργατικός, ακριβής σε οικονομικό επίπεδο και μεθοδικός, ο [P1] ήταν παράλληλα ευαίσθητος, υπέρμετρα σχολαστικός και επηρμένος», σημειώνεται ότι οι προσφεύγουσες αναφέρονται εν προκειμένω μόνο στη δήλωση στην οποία ο P2 προέβη στο πλαίσιο της ακροάσεως, δήλωση ευθυγραμμιζόμενη με την υπερασπιστική γραμμή της Pacific, όπως την είχαν προετοιμάσει οι νομικοί της σύμβουλοι, και η οποία συνίσταται στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του P1 με το επιχείρημα ότι, στις σημειώσεις του, ο τελευταίος είχε την τάση να υπερτονίζει τον δικό του ρόλο. Επιπλέον, μολονότι ο P1 ήταν ενδεχομένως «επηρμένος», στις σκέψεις 199 έως 201 της παρούσας αποφάσεως διαπιστώθηκε ότι το γεγονός ότι οι σημειώσεις του ήσαν προσωπικές και δεν προορίζονταν για ανάγνωση από τρίτους καθιστά απίθανη την υπόθεση ότι αυτός υπερέβαλε στις σημειώσεις αυτές ως προς την προσωπική του αξία για να κερδίσει τον σεβασμό των ανωτέρων του. Άλλωστε, το επισημανθέν από τις ίδιες τις προσφεύγουσες στοιχείο ότι ο P1 ήταν «ακριβής σε οικονομικό επίπεδο» συνηγορεί, αντιθέτως, υπέρ της αξιοπιστίας των σημειώσεών του.

208    Τέταρτον, στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής και όπως σωστά υπογραμμίζει η Επιτροπή, ούτε η φερόμενη απομόνωση του P1 στον εργασιακό χώρο και η δυσχέρειά του στην επικοινωνία με τους συναδέλφους του ούτε οι φερόμενες επαγγελματικές φιλοδοξίες του, οι οποίες, εξάλλου, κρίνονται απολύτως φυσιολογικές για έναν υπάλληλο της ηλικίας του, δύνανται να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των σημειώσεών του. Άλλωστε, σημειώνεται ότι, προς στήριξη των εν λόγω θέσεών τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται έγγραφο περιορισμένης αποδεικτικής αξίας, δηλαδή επιστολή συνταχθείσα από τον νομικό σύμβουλό τους για τις ανάγκες της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

209    Τέλος, πέμπτον, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με τις προσφεύγουσες οι οποίες, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις, δεν προσκόμισαν κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των σημειώσεων του P1, η Επιτροπή επικαλείται διάφορα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της αξιοπιστίας των εν λόγων σημειώσεων (αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα οποία οι προσφεύγουσες δεν κατάφεραν να αντικρούσουν. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διατείνεται ότι η αξιοπιστία των σημειώσεων του P1 και ο επιμελής και συγκροτημένος τρόπος τής από αυτόν λήψεως σημειώσεων επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι τα αναφερόμενα στις εν λόγω σημειώσεις στοιχεία ενισχύονται από άλλες πηγές.

210    Κατά πρώτον λόγο, η αντιπαραβολή των σχετικών με συνάντηση της 14ης Ιανουαρίου 2004 σημειώσεων, αφενός, του P1 και, αφετέρου, του P2 δείχνει ότι οι εν λόγω σημειώσεις συγκλίνουν σε αρκετά σημεία (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

211    Κατά δεύτερον λόγο, οι σχετικές με την Πορτογαλία σημειώσεις του P1 σωστά αναφέρουν το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004, η Chiquita είχε αντιπρόσωπο στην Πορτογαλία, καθώς και το γεγονός ότι η Chiquita σχεδίαζε να επιφέρει μεταβολές στην εν λόγω δομή, πράγμα που επιβεβαιώνεται από διάφορες απαντήσεις της Chiquita καθώς και από οργανόγραμμα και από έγγραφο περί των στρατηγικών προτεραιοτήτων της εν λόγω εταιρίας για το έτος 2005· επιπλέον, οι σημειώσεις του P1 περιγράφουν την πορτογαλική αγορά ως αγορά «λιγότερο σταθερή» και με «τις χαμηλότερες τιμές» σε σχέση με τις δύο άλλες οικείες αγορές, δηλαδή εκείνην της Ελλάδας και εκείνην της Ιταλίας, και στην οποία οι μπανάνες Chiquita δεν είχαν το status «ανωτάτης ποιότητας», στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνονται από απάντηση και από κατάλογο τιμών που κοινοποιήθηκαν από την Chiquita, καθώς και από απάντηση της Pacific στην αίτηση πληροφοριών. Αυτή η ταύτιση μεταξύ των σημειώσεων του P1 και άλλων στοιχείων της δικογραφίας διαπιστώνεται χωρίς να προδικάζεται η εξέταση, στη συνέχεια του σκεπτικού, της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών με την οποία αμφισβητείται η αξιοπιστία των δηλώσεων της Chiquita,

212    Κατά τρίτον λόγο, οι σχετικές με την Ελλάδα σημειώσεις του P1 περιγράφουν σωστά την ιεραρχική δομή της Chiquita για την εν λόγω αγορά (βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αναφέρουν τις συζητήσεις περί συνεργασίας μεταξύ της Chiquita και της Pacific για τη μεταφορά εμπορεύματος όσον αφορά τους λιμένες του Σαλέρνο (Ιταλία) και του Αιγίου (Ελλάδα). Πάντως, η Pacific δέχεται ότι μεταξύ της ιδίας και της Chiquita συζητούνταν συνεργασία στον τομέα της μεταφοράς όσον αφορά τους δύο αυτούς λιμένες. Εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2005 προσκομισθείσα από την Chiquita επιβεβαιώνει τη διεξαγωγή συζητήσεων με θέμα την από κοινού φόρτωση εμπορεύματος, οι οποίες, κατά τις δηλώσεις της Chiquita, συνεχίστηκαν έως τον Ιούνιο του 2006. Ως προς την εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2005, σημειώνεται ότι, παρά τις από τους διαδίκους αποκλίνουσες ερμηνείες της και ανεξαρτήτως τόσο του είδους της συμφωνίας όσο και της αγοράς που ήσαν το αντικείμενο των σχετικών συζητήσεων, από την εν λόγω επιστολή προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτή αφορούσε την (πιθανή) συνεργασία μεταξύ της Chiquita και της Pacific στον τομέα της από κοινού φορτώσεως, πράγμα που δείχνει ότι το εν λόγω θέμα αποτελούσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ των δύο ανταγωνιστών και καθιστά την επίμαχη ηλεκτρονική επιστολή στοιχείο ικανό να επιβεβαιώσει την αξιοπιστία των σημειώσεων του P1.

213    Επιπλέον, ο P1 αναφέρθηκε σε (ενδεχόμενη) συρρίκνωση, από μέρους της Chiquita, του όγκου των προοριζόμενων προς πώληση στην Ελλάδα μπανανών του εμπορικού σήματος Consul και από πίνακα της Chiquita προκύπτει ότι αυτή πράγματι μείωσε, αρχής γενομένης την εβδομάδα 18 του 2005, τις πωλήσεις μπανάνας του εν λόγω εμπορικού σήματος.

214    Κατά τέταρτον λόγο, όσον αφορά τις σημειώσεις του P1 που αφορούν τις στρατηγικές συζητήσεις μεταξύ της Pacific και της Chiquita για την ιταλική αγορά (οι οποίες αναφέρουν, μεταξύ άλλων, μια «[μ]είωση μπανανών Consul: 15 000/εβδομάδα», την επικέντρωση στον στόχο αυξήσεως του όγκου των μπανανών Chiquita, την ιδέα «[π]αραχωρήσεως εδάφους στην Bonita», καθώς και το στοιχείο ότι «η Bonita πιέζει τις τιμές»), από τους καταλόγους τιμών της Chiquita προκύπτει ότι από το δεύτερο εξάμηνο του 2004 είχε πράγματι αρχίσει να αυξάνει τους όγκους πωλήσεων μπανανών του εμπορικού σήματός της ανωτάτης ποιότητας, Chiquita, και ότι εντός του 2005 σκόπευε να αρχίσει να μειώνει σημαντικά τις πωλήσεις μπανανών του εμπορικού σήματός της κατώτερης ποιότητας, Consul, στην Ιταλία.

215    Επιπλέον, οι παρατηρήσεις του P1 περί της στρατηγικής της Chiquita στην Ιταλία επιβεβαιώνονται από εσωτερικό σημείωμα της Chiquita, που συντάχθηκε από τον C2, υπόψη του C1, μετά τη λήξη του καθεστώτος αδειών το οποίο τερματίστηκε στα τέλη του 2005 (βλ. αιτιολογική σκέψη 35 και υποσημείωση 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και το οποίο περιείχε ανάλυση της ιταλικής αγοράς εν όψει της λήξεως του εν λόγω καθεστώτος και της ενάρξεως της περιόδου μετά από αυτό· κατά το εν λόγω σημείωμα:

«Στην αυγή του νέου συστήματος θα ήταν σκόπιμο να προσδοκάται μια “κλειστή” αγορά μεταξύ της Chiquita και της Bonita. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Chiquita εγκατέλειψε την εισαγωγή μπανανών Consul. Δυστυχώς, ενώ οι ενέργειες της Chiquita από την κορυφή της κλίμακας ήσαν διαρκείς, η “από τη βάση της κλίμακας” διαχείριση της αγοράς από την Bonita ήταν εντελώς ανύπαρκτη.»

216    Δύναται να γίνει δεκτό ότι το έγγραφο αυτό επιβεβαιώνει ένα στοιχείο που περιέχεται στις σημειώσεις του P1, δηλαδή την πρόθεση της Chiquita να μειώσει τις πωλήσεις του εμπορικού σήματός της Consul προς όφελος του εμπορικού σήματός της Chiquita, χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί του ζητήματος —το οποίο ερίζεται μεταξύ των διαδίκων (αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως)— αν το εν λόγω σημείωμα συνιστά αποδεικτικό στοιχείο αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς της Chiquita και της Pacific. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε το εν λόγω υπόμνημα αποκλειστικά ως στοιχείο ενισχυτικό της αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1 και όχι ως στοιχείο που επιβεβαιώνει τη σύναψη συμφωνίας κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 ή την υλοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας (συναφώς, βλ. επίσης σκέψεις 257 έως 260 κατωτέρω).

217    Επιπλέον, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι το εν λόγω σημείωμα συντάχθηκε μετά την ημερομηνία την οποία φέρουν οι σημειώσεις του P1 δεν αναιρεί τον αποδεικτικό χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 178 νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη στοιχεία εκτός της περιόδου παραβάσεως αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος της δέσμης στοιχείων που η ίδια επικαλείται για την απόδειξη της εν λόγω παραβάσεως, το δε σημείωμα αναφέρεται επίσης στο παρελθόν και, επομένως, στην περίοδο του καθεστώτος αδειών.

218    Με το υπόμνημά τους απαντήσεως οι προσφεύγουσες δεν αντικρούουν τα προεκτεθέντα στοιχεία και περιορίζονται στη δήλωση ότι «το γεγονός ότι ορισμένες γραμμές των σημειώσεων του P1 αναφέρονται σε θέματα τα οποία είχαν πράγματι αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων ή το γεγονός ότι ορισμένες δηλώσεις περί δεδομένων του τομέα της μπανάνας δύνανται να επαληθευθούν μέσω πληροφοριών διαθέσιμων στο κοινό δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω σημειώσεις πρέπει να θεωρηθούν στο σύνολό τους ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο». Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν αντέκρουσαν τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή και τα οποία προεκτέθηκαν στις σκέψεις 210 έως 217.

219    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τον χρόνο του γεύματος εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 είχαν διάφορους θεμιτούς λόγους να έλθουν σε επαφή, ιδίως όσον αφορά το μέλλον της ANIPO και ενδεχόμενες συμφωνίες για κοινές πηγές προμήθειας και κοινή μεταφορά, στοιχείο το οποίο επιρρωννύεται από τις δηλώσεις του C1. Στερούμενη αδειών και αναζητώντας άλλες πηγές προμήθειας μέσω διαφόρων εκ των ανταγωνιστών της, η Chiquita συνήψε τέτοιες συμφωνίες με άλλους ανταγωνιστές και προσέγγισε τον P2 της PFCI προκειμένου να συνάψει τέτοια συμφωνία με την PFCI. Επειδή ο P2 δεν έδωσε συνέχεια στην εν λόγω πρόταση, την οποία θεωρούσε εμπορικώς ασύμφορη, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι C1 δοκίμασε εκ νέου την τύχη του, αυτή τη φορά προτείνοντας παρόμοια συμφωνία απευθείας στον νέο και άπειρο P1.

220    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν ο C1 και ο P1 είχαν θεμιτούς λόγους να συναντηθούν. Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι, μολονότι τέτοιοι θεμιτοί λόγοι ασφαλώς θα μπορούσαν να δώσουν μια εναλλακτική εξήγηση της εν λόγω συναντήσεως, δεν θα μπορούσαν να άρουν τον αθέμιτο χαρακτήρα —εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένος— των επαφών των δύο ανδρών κατά τα λοιπά. Όπως η Επιτροπή σημείωσε στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δήλωση ότι μεταξύ των ανταγωνιστών υπήρξαν θεμιτές επαφές δεν αποκλείει την πραγματοποίηση επίσης αθέμιτων επαφών. Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι μια συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει περιοριστικό αποτέλεσμα ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επίσης έχει άλλους θεμιτούς σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως σωστά διατείνεται η Επιτροπή, για να κλονίσουν οι προσφεύγουσες τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αρκεί να αποδείξουν ότι οι μεταξύ τους επαφές υπηρετούσαν, μεταξύ άλλων, έναν θεμιτό σκοπό, αλλά οφείλουν να αποδείξουν ότι οι εν λόγω επαφές υπηρετούσαν μόνο έναν τέτοιο σκοπό.

221    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι σημειώσεις του P1 δεν συνιστούν αξιόπιστη αποτύπωση της συζητήσεως η οποία διεξήχθη κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004, γεύμα το οποίο άλλωστε διήρκεσε μόλις 40 με 45 λεπτά και έλαβε χώρα παραπλεύρως πολυσύχναστης πισίνας ξενοδοχείου, επειδή, όπως επιβεβαίωσε ο C1, κατά τη διάρκεια του εν λόγω γεύματος ο P1 δεν κράτησε σημειώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν απόδειξη «σύγχρονη» του γεύματος. Κατά τις προσφεύγουσες, οι εν λόγω σημειώσεις συντάχθηκαν πιθανώς σε χρονικό σημείο μετά τη συνάντηση και, επομένως, συνιστούν προσωπικές σκέψεις επί των συζητηθέντων θεμάτων, οι οποίες αντανακλούν τις ιδέες του P1 περί του τρόπου κατά τον οποίο θα λειτουργούσαν η από κοινού με την Chiquita προμήθεια και μεταφορά εμπορεύματος, όπως επιβεβαίωσε επίσης ο C1.

222    Όπως έχει ήδη υπομνησθεί στις σκέψεις 183 και 197, κατά την αξιολόγηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στο στοιχείο ότι το έγγραφο αυτό συντάχθηκε σε άμεση σχέση με τα πραγματικά περιστατικά ή από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών αυτών. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο P1 παρέστη στο γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 και ότι, επομένως, αυτός δύναται να χαρακτηριστεί άμεσος μάρτυρας του γεύματος αυτού. Εξάλλου, λόγω του μικρού αριθμού των συνδαιτυμόνων του εν λόγω γεύματος — δηλαδή των P1, C1 και C2— καθώς και του γεγονότος ότι ο P1 ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος από την πλευρά της Pacific, ο τελευταίος δεν ήταν απλώς σιωπηλός μάρτυρας αλλά είχε ενεργό συμμετοχή στις συζητήσεις, πράγμα που προσδίδει αυξημένη αποδεικτική αξία στη μαρτυρία του. Το γεγονός ότι επρόκειτο για απευθείας συζήτηση μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών καθιστά απίθανο το ενδεχόμενο, το οποίο υπαινίχθηκαν οι προσφεύγουσες, μετριασμού της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας του P1 λόγω του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια του γεύματος επικρατούσε θόρυβος, πράγμα το οποίο, κατά τις προσφεύγουσες, εμπόδισε την από τον P1 κατανόηση της συζητήσεως.

223    Συνεπώς, οι σημειώσεις του P1 δύνανται να θεωρηθούν αποδείξεις σύγχρονες του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004, ακόμη και αν αυτές δεν ελήφθησαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω γεύματος αλλά λίγο μετά από αυτό. Συγκεκριμένα, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως σωστά σημείωσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο χαρακτηρισμός εγγράφου ως σύγχρονου δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι οι καταγεγραμμένες σε αυτό δηλώσεις είναι κάτι τι προγενέστερες, ενώ από κανένα στοιχείο των σημειώσεων του P1 δεν προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι αυτές συντάχθηκαν μετά το συμβάν, δεν ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του συμβάντος (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 178, σκέψη 39). Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εν λόγω σημειώσεις αποτυπώνουν γεγονότα και ημερομηνίες με ακριβή χρονολογική σειρά συνηγορεί υπέρ της θέσεως ότι αυτές συντάχθηκαν συγχρόνως ή, εν πάση περιπτώσει, λίγο μετά τα αντίστοιχα γεγονότα. Υπενθυμίζεται επίσης ότι στη σκέψη 210 της παρούσας αποφάσεως επισημάνθηκε ότι τουλάχιστον για ένα γεγονός, δηλαδή τη συνάντηση της 14ης Ιανουαρίου 2004, η δικογραφία περιέχει, αφενός, τις σημειώσεις του P1 και, αφετέρου, τις σημειώσεις του P2, οι οποίες συγκλίνουν σε αρκετά σημεία (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

224    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία αμφισβητείται εν γένει η αξιοπιστία των σημειώσεων του P1 πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί της προτεινόμενης από τις προσφεύγουσες ερμηνείας των σημειώσεων σχετικά με το γεύμα εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004

225    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στην προσπάθειά της να αποδείξει τη μεταξύ της Chiquita και της PFCI σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού, η Επιτροπή στηρίζεται στη δική της ερμηνεία ορισμένων γραμμών στις χειρόγραφες σημειώσεις του P1 (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως) τις οποίες παρουσιάζει ως «έγγραφες αποδείξεις σύγχρονες» γεύματος εργασίας μεταξύ, αφενός, των C1 και C2 της Chiquita και, αφετέρου, του P1 της PFCI, το οποίο έλαβε χώρα στις 28 Ιουλίου 2004 στο εστιατόριο «Shangri la Corsetti» στη Ρώμη και το οποίο αποτέλεσε την «αφετηρία της αθέμιτης συμφωνίας μεταξύ της Chiquita και της Pacific», ενώ όχι μόνο η αποδεικτική αξία των εν λόγω σημειώσεων είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη αλλά και η από την Επιτροπή ερμηνεία τους είναι απολύτως πεπλανημένη λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και των περιστάσεων υπό τις οποίες οι σημειώσεις αυτές συντάχθηκαν από τον P1.

226    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξηγεί ότι το γεύμα εργασίας μεταξύ, αφενός, των C1 και C2 της Chiquita και, αφετέρου, του P1 της PFCI, το οποίο έλαβε χώρα στις 28 Ιουλίου 2004 στο εστιατόριο «Shangri la Corsetti» στη Ρώμη, αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας της αθέμιτης συμφωνίας μεταξύ της Chiquita και της Pacific και ότι, μετά την εν λόγω συνάντηση, εγκαινιάστηκε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των C1 και P1. Κατά την Επιτροπή, οι σύγχρονες έγγραφες αποδείξεις που σχετίζονται με την εν λόγω συνάντηση —δηλαδή οι σημειώσεις του P1 (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως)— δείχνουν κατά ποιον τρόπο η Chiquita και η Pacific επωφελήθηκαν της εν λόγω συναντήσεως προκειμένου να θέσουν τις βάσεις συστήματος συντονισμού των τιμών το οποίο στη συνέχεια επρόκειτο να αναπτυχθεί (αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

227    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από τις εν λόγω σημειώσεις προκύπτει ότι η Chiquita και η Pacific —αναφερόμενη ως «Bonita»— συζήτησαν για τις δραστηριότητές τους στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιταλία και κατέστρωσαν «σχέδιο δράσεως» τριών σταδίων για τη σταθερή συνεργασία τους. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, σε πρώτο στάδιο τα δύο μέρη θα έρχονταν σε επαφή την εβδομάδα που θα ακολουθούσε προκειμένου να συνεννοηθούν για τις τιμές στην Πορτογαλία, δηλαδή για ενδεχόμενη «διατήρησή» τους στα ίδια επίπεδα, «αύξηση» ή «μείωσή» τους. Το στοιχείο αυτό είναι συνεπές με τη δήλωση της Chiquita ότι, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 κατά διαστήματα αντάλλασσαν ειδικότερα στοιχεία για τις τάσεις των τιμών της εβδομάδας που θα ακολουθούσε, χρησιμοποιώντας όρους που παρείχαν στα δύο μέρη τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αν οι τιμές έπρεπε να αυξηθούν, να μειωθούν ή να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα. Σε δεύτερο χρόνο, από το σχέδιο δράσεως προκύπτει ότι τα δύο μέρη θα έδιναν προτεραιότητα στη στρατηγική τους για την Ιταλία (όπως συνάγεται από τη φράση «ας κοιτάξουμε πρώτα την Ιταλία») και, τέλος, σε τρίτο χρόνο, τα μέρη θα επικεντρώνονταν στην κοινή στρατηγική τους για την Ελλάδα (όπως προκύπτει από τη φράση «η Ελλάδα αργότερα») (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

228    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι οι εν λόγω σημειώσεις του P1 για το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 αποτυπώνουν τις προσωπικές του σκέψεις επί του συζητηθέντος κατά το εν λόγω γεύμα θέματος, το οποίο επιβεβαιώθηκε από τον C1, δηλαδή «της δυνατότητας της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό». Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες, οι σημειώσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται ως προσωπικές σκέψεις του P1 περί του τρόπου κατά τον οποίο μια συμφωνία κοινών πηγών προμήθειας θα λειτουργούσε στην πράξη.

229    Υπενθυμίζεται ότι από τις περιλαμβανόμενες στις σκέψεις 194 έως 224 της παρούσας αποφάσεως εκτιμήσεις προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες προβάλλουν για να κλονίσουν, εν γένει, την αξιοπιστία των σημειώσεων του P1 δεν δύνανται να ευδοκιμήσουν και ότι, αντιθέτως, επιβάλλεται η αναγνώριση των εν λόγω σημειώσεων ως στοιχείων αυξημένης αποδεικτικής ισχύος επειδή, αφενός, αυτές συντάχθηκαν από άμεσο μάρτυρα των γεγονότων και, αφετέρου, η αξιοπιστία τους επιρρωννύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη των προσφευγουσών ότι οι εν λόγω σημειώσεις πρέπει να ερμηνευθούν ως αντανακλώσες προσωπικές ιδέες του P1 και όχι τη συζήτηση που πράγματι διεξήχθη κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004.

230    Πρώτον, σημειώνεται ότι η παρατιθέμενη από τις προσφεύγουσες δήλωση του C1 ότι το θέμα της συζητήσεως που διεξήχθη κατά το γεύμα εργασίας ήταν «η δυνατότητα της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό» δεν αντικρούει την ερμηνεία της Επιτροπής, επειδή η εν λόγω ερμηνεία δεν αρνείται ότι κατά το εν λόγω γεύμα συζητήθηκαν επίσης οι δυνατότητες κοινού εφοδιασμού των δύο εταιριών (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, από την παρατιθέμενη από τις προσφεύγουσες δήλωση δεν προκύπτει ότι το εν λόγω ζήτημα αποτέλεσε το μοναδικό θέμα συζητήσεως κατά τη συνάντηση και, όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 220, για να μπορέσουν οι προσφεύγουσες να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκεί να αποδείξουν ότι οι μεταξύ τους επαφές υπηρετούσαν, μεταξύ άλλων, έναν θεμιτό σκοπό, αλλά οφείλουν να αποδείξουν ότι οι εν λόγω επαφές υπηρετούσαν μόνο έναν τέτοιο σκοπό.

231    Η ερμηνεία αυτή, ακριβώς όπως η ερμηνεία ότι οι επίμαχες σημειώσεις αντανακλούν μόνο προσωπικές ιδέες του P1, πρέπει να απορριφθεί δεδομένης της σαφήνειας των εν λόγω σημειώσεων ως προς την πρόθεση της Pacific και της Chiquita για συντονισμό των τιμών τους.

232    Έτσι, σωστά σημειώνει η Επιτροπή ότι η ερμηνεία ότι οι σχετικές με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεις αντανακλούν προσωπικές σκέψεις του P1 περί της δυνατότητας της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό δεν στοιχεί με το ότι από τις εν λόγω σημειώσεις προκύπτει με σαφήνεια ότι η Chiquita και η Pacific συζήτησαν για τις δραστηριότητές τους στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιταλία, ότι συμφώνησαν σε «συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής» και ότι κατέστρωσαν «σχέδιο δράσεως» τριών σταδίων, σύμφωνα με το οποίο «ο P1» και «ο C1» «[θ]α συνομιλ[ούσαν] την εβδομάδα [που θα ακολουθούσε]» προκειμένου να λάβουν «απόφαση επί της τιμής», δηλαδή προκειμένου να αποφασίσουν για τη διατήρησή της στα ίδια επίπεδα, για την «αύξηση» ή για «τη μείωσή της». Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τη δήλωση της Chiquita της 22ας Μαΐου 2008 ότι, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 κατά διαστήματα αντάλλασσαν ειδικότερα στοιχεία περί των τάσεων των τιμών της εβδομάδας που θα ακολουθούσε, χρησιμοποιώντας όρους που παρείχαν στα δύο μέρη τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αν οι τιμές έπρεπε να αυξηθούν, να μειωθούν ή να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα (αιτιολογική σκέψη 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως), διαπίστωση η οποία όμως τελεί υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της σχετικής με τις δηλώσεις της Chiquita επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών (βλ., κατωτέρω, αιτιολογικές σκέψεις 336 επ.).

233    Δεύτερον, η ερμηνεία των προσφευγουσών ότι από τις σημειώσεις προκύπτει ότι o C1 έδωσε στον P1 μια γενική εικόνα της πορτογαλικής αγοράς προκειμένου να ενημερώσει το νεοεισελθόν στέλεχος για το εμπορικό σχήμα στο οποίο επρόκειτο να εμπλακεί η PFCI στην περίπτωση κατά την οποία αυτή θα προμήθευε μπανάνες στην Chiquita δεν μπορεί να γίνει δεκτή, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη ότι η αναφορά ότι η πορτογαλική αγορά είναι η «[λ]ιγότερο σταθερή εκ των 3 αγορών T2» ακολουθείται από τη φράση «[σ]υνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής», η οποία, όπως σημειώνει η Επιτροπή, δεν δύναται να εξηγηθεί με την πρόθεση ενημερώσεως νεοεισελθόντος στελέχους για το εμπορικό σχήμα της Chiquita στην Πορτογαλία.

234    Πάντως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία ότι η φράση «συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής» καταδεικνύει ότι η Chiquita και η Pacific συμφώνησαν σε συνεργασία επί των τιμών αντικρούεται από τις εξηγήσεις της Chiquita και από την τιμή που η PFCI υπολόγιζε να επιτύχει στην Πορτογαλία. Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες, μια πιο εύλογη ερμηνεία είναι ότι ο C1 εξήγησε στον P1 ότι συνεργασία με αντιπρόσωπο σήμαινε ότι η Chiquita θα συνεργαζόταν με τον εν λόγω αντιπρόσωπο επί εβδομαδιαίας βάσεως προκειμένου να λάβουν απόφαση επί της ισχύουσας για την πορτογαλική αγορά τιμής. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι ο P1 θα μπορούσε να έχει σκεφθεί ότι η σύναψη συμφωνίας με την Chiquita για κοινή μεταφορά θα παρείχε στην PFCI τη δυνατότητα διατηρήσεως των τιμών της αν αυτή καθιέρωνε εξυπηρέτηση της Πορτογαλίας επί εβδομαδιαίας βάσεως.

235    Κατ’ αρχάς, η ερμηνεία αυτή δεν είναι πειστική, επειδή, λαμβανομένου υπόψη του σταδίου του σχεδίου δράσεως, το οποίο δηλώνεται με τη φράση «συζήτηση για την Πορτογαλία την επόμενη εβδομάδα: απόφαση για την τιμή: statu quo, αύξηση, μείωση. [P1]/C1]», η φράση «συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής» ως προς την Πορτογαλία φαίνεται να αναφέρεται σε διμερή συνεργασία μεταξύ των C1 και P1.

236    Στη συνέχεια, οι δηλώσεις της Chiquita και του C1 τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγουσες, κατά τις οποίες τα θέματα συζητήσεως κατά το γεύμα ήσαν οι κοινές πηγές προμήθειας και η κοινή μεταφορά, δεν αναιρούν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή συνάγει από τις σημειώσεις του P1 (συναφώς, βλ. ανωτέρω σκέψη 230).

237    Τέλος, οι προσφεύγουσες διατείνεται ότι η φράση «συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη σε συνεργασία μεταξύ των ανταγωνιστών. Σε αντίθετη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του «σχεδίου δράσεως» για την Πορτογαλία, το οποίο δηλώνεται με τη φράση «συζήτηση για την Πορτογαλία την επόμενη εβδομάδα: απόφαση για την τιμή: statu quo, αύξηση, μείωση», ο P1 και ο C1 θα έπρεπε να έχουν αρχίσει επαφές επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη «διατήρηση της τιμής» από την εβδομάδα 32, πράγμα που δεν απέδειξε η Επιτροπή. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν περιληφθεί στη δικογραφία, δηλαδή οι σημειώσεις του P1 της 2ας Αυγούστου 2004 και η εβδομαδιαία έκθεση επί των τιμών για την εβδομάδα 32 του έτους 2004, αποδεικνύουν ότι η PFCI υπολόγιζε σε μείωση των τιμών της στην Πορτογαλία κατά την εβδομάδα 32. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή σκόπιμα παραβλέπει ότι η λέξη «αύξηση» είναι διαγραμμένη στις σημειώσεις του P1.

238    Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

239    Αφενός, η φράση «συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής» δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η τιμή έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, αλλά αναφέρεται σε συνεργασία με σκοπό τη διατήρηση εν γένει ορισμένης σταθερότητας στις τιμές μέσω συζητήσεων επί εβδομαδιαίας βάσεως στο πλαίσιο των οποίων θα αποφασιζόταν αν η τιμή θα παρέμενε στο ίδιο επίπεδο, θα αυξανόταν ή θα μειωνόταν για την αντίστοιχη εβδομάδα (βλ. φράση «σχέδιο δράσεως: συζήτηση για την Πορτογαλία την επόμενη εβδομάδα: απόφαση για την τιμή: statu quo, αύξηση, μείωση»). Συνεπώς, το γεγονός ότι η Pacific υπολόγιζε σε μείωση της τιμή της για την Πορτογαλία την εβδομάδα μετά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 δεν αποδεικνύει ότι τα μέρη δεν συμφώνησαν σε συνεργασία στον τομέα των τιμών κατά το εν λόγω γεύμα. Ομοίως, το γεγονός ότι η λέξη «αύξηση» είναι διαγραμμένη στις σημειώσεις του P1 δεν δύναται να κλονίσει την ερμηνεία της Επιτροπής, ενώ επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ο P1 διέγραψε την εν λόγω λέξη από τις σημειώσεις του όσον αφορά το «σχέδιο δράσεως» για την Πορτογαλία για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε είναι συνεπές με το αναφερθέν από τις προσφεύγουσες γεγονός ότι η Pacific πράγματι υπολόγιζε σε μείωση της τιμής για την Πορτογαλία κατά την εν λόγω εβδομάδα.

240    Αφετέρου, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει την υλοποίηση της συνεργασίας για την οποία γίνεται λόγος στις σημειώσεις σχετικά με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004, καθώς και ανεξαρτήτως της εξετάσεως των αποδείξεων περί μεταγενέστερων επαφών των μερών, αρκεί η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ειδικά ότι μετά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 άρχισαν επαφές μεταξύ των P1 και C1 δεν συνιστά στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι δύο άνδρες δεν προχώρησαν σε αθέμιτη συμφωνία κατά το εν λόγω γεύμα.

241    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τις σημειώσεις σχετικά με την Ελλάδα προκύπτει ότι ο C1 προέβη σε σύντομη ενημέρωση του P1 για τις δραστηριότητες της Chiquita στην Ελλάδα προκειμένου να τον πείσει για τα πλεονεκτήματα μιας συμφωνίας κοινών πηγών προμήθειας. Επομένως, η φράση «βοήθεια για την προώθηση του ζεύγους Chiquita/Bonita» θα μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια ότι ο C1 εξοικείωσε τον P1 με την ιδέα της προμήθειας φρούτων και της παραχωρήσεως αδειών σε ανταγωνιστή στο πλαίσιο συμφωνίας κοινών πηγών προμήθειας. Εφόσον στερούνταν αδειών, η Chiquita αποφάσισε να μειώσει τις πωλήσεις μπανανών του εμπορικού σήματός της Consul με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των μπανανών του εμπορικού σήματός της Chiquita, για τις οποίες μπορούσε να επιτύχει υψηλότερη τιμή, πράγμα που εξηγεί την ακόλουθη φράση: «μείωση και της Consul. Ιδέα της Chiquita: μόνο Chiquita, αποκλειστικώς το σήμα ανωτάτης ποιότητας». Κατά τις προσφεύγουσες, στο πλαίσιο αυτό, η φράση «βοήθεια για την προώθηση του ζεύγους Chiquita/Bonita» θα μπορούσε να αναφέρεται στη μείωση του ανταγωνισμού για το εμπορικό σήμα Bonita της Pacific κατόπιν της μονομερούς αποφάσεως της Chiquita για αύξηση του όγκου πωλήσεων του ανωτάτης ποιότητας εμπορικού σήματός της Chiquita και για μείωση του όγκου πωλήσεων του κατώτερης ποιότητας εμπορικού σήματός της Consul. Η εν λόγω φράση θα μπορούσε επίσης να νοηθεί ως αναφερόμενη σε οδηγίες του C1 σχετικά με τις προδιαγραφές των μπανανών που θα προμηθευόταν από την PFCI.

242    Κατά τις προσφεύγουσες, οι φράσεις «τιμή της Chiquita στην Ελλάδα = στην Ιταλία» και «πιστεύουν ότι θα έπρεπε να γίνει το ίδιο = για την Bonita στην Ιταλία και την Ελλάδα» είναι κενές περιεχομένου, επειδή ούτε οι τιμές της Chiquita ούτε οι τιμές της PFCI ήσαν ίδιες στην Ιταλία και την Ελλάδα. Επομένως, τα εν λόγω σημεία θα πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα των συζητήσεων για τις κοινές πηγές προμήθειας και, ως εκ τούτου, η ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί σε αυτά είναι ότι ο C1 προσπάθησε να πείσει τον P1 να συνάψει συμφωνία για κοινές πηγές προμήθειας εξηγώντας του ότι, αν η PFCI εισήγε μπανάνες Chiquita υπό τις δικές τις άδειες, μπανάνες οι οποίες στη συνέχεια θα πωλούνταν σε υψηλή τιμή, η Chiquita θα επιφύλασσε μέρος της εν λόγω τιμής υπέρ της Pacific προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων που η τελευταία θα υφίστατο συνεπεία της μειώσεως του όγκου των εισαγομένων υπό το εμπορικό σήμα Bonita μπανανών. Επομένως, οι φράσεις αυτές δεν αποδεικνύουν ότι δύο ανταγωνιστές συζήτησαν για τις αντίστοιχες στρατηγικές τους περί των τιμών, πολλώ δε μάλλον για τις πραγματικές τιμές της αγοράς.

243    Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες, από κανένα σημείο των σημειώσεων δεν μπορεί να συναχθεί η συνομολόγηση αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνίας μεταξύ της Chiquita και της PFCI για τις στρατηγικές των τιμών τους στην Ελλάδα, ενώ ούτε η Επιτροπή απέδειξε ότι τέθηκε σε εφαρμογή τέτοια συμφωνία. Συναφώς, κατά τις προσφεύγουσες, τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύουν κατά τρόπο αναμφίλεκτο ότι η ψαλίδα μεταξύ των τιμών της PFCI στην Ελλάδα και εκείνων στην Ιταλία ουδόλως μίκρυνε, όπως, αντιθέτως, θα είχε συμβεί σε περίπτωση συνάψεως και εφαρμογής της φερόμενης συμφωνίας.

244    Η Επιτροπή διατείνεται ότι από τις σημειώσεις του P1 προκύπτει, όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών στην Ελλάδα, ότι η Chiquita είχε δηλώσει τον στόχο της να διαμορφώσει την τιμή της στην Ελλάδα στο επίπεδο της —υψηλότερης— τιμής της στην Ιταλία (όπως συνάγεται από τη φράση «τιμή της Chiquita στην Ελλάδα = στην Ιταλία») και είχε εξηγήσει ότι, κατά την άποψή της, η ίδια προσέγγιση θα έπρεπε να ακολουθηθεί για τις μπανάνες του εμπορικού σήματος Bonita της Pacific στην Ελλάδα και την Ιταλία (όπως συνάγεται από τη φράση «[η Chiquita] πιστεύει ότι το ίδιο θα έπρεπε να γίνει = για τη Bonita στην Ιταλία και την Ελλάδα»). Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η συσχέτιση μεταξύ των αντίστοιχων τιμών της Chiquita και της Pacific στην Ελλάδα και την Ιταλία αποτελεί ζήτημα ιδιαιτέρως ευαίσθητο που αφορά τις αντίστοιχες στρατηγικές καθορισμού τιμών των δύο ανταγωνιστών (αιτιολογικές σκέψεις 109 και 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

245    Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει ότι η μείωση των πωλήσεων του εμπορικού σήματος Consul ή η «προώθηση του ζεύγους Chiquita/Bonita» αποτελούσε μέρος συμφωνίας καθορισμού των τιμών. Συνεπώς, παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος με το οποίο οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να αποδείξουν ότι η απόφαση μειώσεως των πωλήσεων του εμπορικού σήματος Consul με σκοπό την περαιτέρω προώθηση του εμπορικού σήματος Chiquita αποτελούσε μονομερή απόφαση της Chiquita.

246    Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν οι σχετικές με την Ελλάδα σημειώσεις μαρτυρούν συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική και αν η Επιτροπή όφειλε οπωσδήποτε να προβεί σε διάκριση μεταξύ των δύο αυτών μορφών παράνομης συμπεριφοράς (συναφώς, βλ. κατωτέρω σκέψεις 437 επ.), διαπιστώνεται ότι ουδέν στοιχείο των εν λόγω σημειώσεων συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας των προσφευγουσών ότι οι σημειώσεις αυτές αποτυπώνουν συζητήσεις για τον διαμοιρασμό του οφέλους από την υψηλότερη τιμή που θα επιτυγχανόταν για τις μπανάνες του εμπορικού σήματος Chiquita οι οποίες θα εισάγονταν χάρις στις άδειες της Pacific. Αντιθέτως, από τις εν λόγω σημειώσεις προκύπτει ότι ο C1 και ο P1 προέβησαν σε αμοιβαία ενημέρωση σχετικά με προθέσεις και στρατηγικές καθορισμού τιμών και ο C1 γνωστοποίησε στον P1 την άποψή του ότι η Pacific όφειλε να ευθυγραμμίσει το επίπεδο της τιμής της στην Ελλάδα με το υψηλότερο επίπεδο της τιμής της στην Ιταλία (όπως συνάγεται από τη φράση «πιστεύουν ότι θα έπρεπε να γίνει το ίδιο = για την Bonita στην Ιταλία και την Ελλάδα»). Το ζήτημα αν στη συνέχεια οι πραγματικές τιμές όντως ευθυγραμμίστηκαν με τις εν λόγω προθέσεις στερείται συναφώς σημασίας, η δε απόκλιση του πραγματικού επιπέδου τιμών από το προσδοκώμενο επίπεδο εν πάση περιπτώσει δεν δύναται να αναιρέσει το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω σημειώσεις μαρτυρούν ανταλλαγή προθέσεων περί τιμών μεταξύ της Chiquita και της Pacific σχετικά με την Ελλάδα.

247    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ αρχάς ότι δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι η φράση «να πετάξουμε έξω την Dole και την Del Monte», η οποία εντοπίζεται στις σχετικές με την Ιταλία σημειώσεις, αποτυπώνει συζήτηση μεταξύ των C1 και P1, εφόσον, δεδομένου ότι τα μερίδια της Dole και της Del Monte στην ιταλική αγορά ανέρχονταν αθροιστικά γύρω στο 40 %, δεν είναι αξιόπιστο ότι η Chiquita και η PFCI, των οποίων το μερίδιο στην ιταλική αγορά ανερχόταν μόλις γύρω στο 10 %, συζήτησαν και μάλιστα συμφώνησαν επί μιας τέτοιας στρατηγικής, πράγμα που, κατά τις προσφεύγουσες, επιβεβαιώθηκε εξάλλου από τον C1, ο οποίος κατά την ακρόαση της 18ης Ιουνίου 2010 δήλωσε σχετικά με τις σημειώσεις του P1 και την καταγεγραμμένη σε αυτές ιδέα «να πετάξουμε έξω την Dole και την Del Monte» ότι ο P1 «[ε]ίναι απλώς ένας τύπος που δεν ξέρει τι λέει» και ότι «είναι εντελώς παράλογος».

248    Στη συνέχεια, οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι οι φράσεις που χρησιμοποιούνται στις ακόλουθες γραμμές των σημειώσεων σχετικά με τη μείωση του όγκου των μπανανών του εμπορικού σήματος Consul και την αύξηση του όγκου εκείνων του εμπορικού σήματος Chiquita πρέπει ομοίως να ερμηνευθούν ως εξηγήσεις από τον C1 σχετικά με το μονομερές σχέδιο της Chiquita να επικεντρωθεί, λόγω της ελλείψεως αδειών, στην πιο προσοδοφόρα πώληση μπανανών του εμπορικού σήματος Chiquita, εξηγήσεις από τις οποίες ο P1 συνήγαγε ότι η εν λόγω στρατηγική της Chiquita θα παραχωρούσε έδαφος στο εμπορικό σήμα Bonita. Ομοίως, κατά τις προσφεύγουσες, οι φράσεις «ρύθμιση της προσφοράς (Ισημερινός)» και «η Bonita πιέζει τις τιμές» αντανακλούν την ιδέα του P1 ότι ο εφοδιασμός επίσης της Chiquita με μπανάνες από τον Ισημερινό θα παρείχε στην Pacific τη δυνατότητα να πιέσει προς τα κάτω τις τιμές στην εν λόγω χώρα. Πάντως, η Chiquita προέβη σε μείωση του όγκου μπανανών του εμπορικού σήματος Consul στην Ιταλία μόλις σχεδόν ένα έτος μετά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 και, ως εκ τούτου, κατά τις προσφεύγουσες, η μείωση αυτή ουδόλως δύναται να συνδεθεί με το συζητηθέν κατά το εν λόγω γεύμα θέμα ούτε να θεωρηθεί το αποτέλεσμα αθέμιτης πρακτικής· εν πάση δε περιπτώσει, τα προσωπικά συμπεράσματα που ο P1 άντλησε από τις εξηγήσεις του C1 ούτε υπονοούν ούτε αποδεικνύουν σύναψη οποιασδήποτε αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνίας με αντικείμενο την κατανομή των αγορών ή τον συντονισμό των τιμών.

249    Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι φράσεις «τοπική συμφωνία (Ιταλία/Πορτογαλία/Ελλάδα)» και «υπερβολικά μεγάλη (έδρα). Αδύνατον» πρέπει να ερμηνευθούν επίσης στο πλαίσιο των συζητήσεων περί κοινών πηγών προμήθειας και ότι το νόημά τους είναι ότι ο P1 εκτιμούσε ότι ήταν εξαιρετικά περίπλοκος ο τερματισμός συμφωνίας κοινών πηγών προμήθειας αν εμπλέκονταν οι εταιρικές έδρες της Chiquita και της PFCI, όπως μαρτυρούσε το γεγονός ότι οι προηγούμενες συζητήσεις μεταξύ της έδρας της Chiquita και της LVP είχαν αποβεί άκαρπες, με αποτέλεσμα να κρίνεται προτιμότερη η σύναψη συμφωνίας σε τοπικό επίπεδο.

250    Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι από την αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι τα μέρη συμφώνησαν να «πετάξουν την Dole και την Del Monte έξω απ’ την [ιταλική] αγορά», ούτε ότι μια τέτοια πρόθεση απέρρεε από «συμφωνία συναφθείσα με σκοπό τη διασάλευση της θέσεως των δύο ισχυρών ανταγωνιστών στην αγορά, μέσω μειώσεως του όγκου των μπανανών του εμπορικού σήματος “Consul” και, στη συνέχεια, μέσω αντικαταστάσεως των εν λόγω μπανανών με μπανάνες του εμπορικού σήματος “Bonita” και συνακόλουθης αυξήσεως των τιμών». Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι σημειώσεις αποδεικνύουν το συγκεκριμένο σημείο, καθώς και η απόφανση επί του ευλόγου ή μη χαρακτήρα των πιθανών εξηγήσεων του εν λόγω αποσπάσματος που η Επιτροπή προτείνει με τα υπομνήματά της και τις οποίες οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν ως «στηριζόμενες σε απλές εικασίες».

251    Στο μέτρο κατά το οποίο το επιχείρημα των προσφευγουσών δύναται να νοηθεί ότι σκοπό έχει να κλονίσει την αξιοπιστία των σημειώσεων του P1, με επίκληση της δηλώσεως στην οποία ο C1 προέβη κατά την ακρόαση της 18ης Ιουνίου 2010, δηλαδή ότι η ιδέα «να πετάξουμε έξω την Dole και την Del Monte» είναι «εντελώς παράλογη» και αποδεικνύει ότι ο συντάκτης των εν λόγω σημειώσεων «[ε]ίναι απλώς ένας τύπος που δεν ξέρει τι λέει», αρκεί η επισήμανση, αφενός, ότι η επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται έλλειψη αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1 έχει ήδη απορριφθεί ανωτέρω στις σκέψεις 194 επ., και, αφετέρου, ότι, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών περί των δηλώσεων του C1 στο σύνολό τους (βλ. κατωτέρω σκέψεις 336 επ.), εκ μόνης της δηλώσεως του C1 ότι η ιδέα «να πετάξουμε έξω [από την αγορά] την Dole και την Del Monte» είναι παράλογη, δηλώσεως η οποία άλλωστε, ερμηνευόμενη εντός του πλαισίου της και θεωρούμενη σφαιρικά, δεν είναι απολύτως σαφής, δεν αποδεικνύεται ότι τα μέρη δεν συζήτησαν το εν λόγω θέμα ούτε ότι, στο σύνολό τους, οι σημειώσεις δεν αποτυπώνουν τη συζήτηση που διεξήχθη κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004.

252    Στη συνέχεια, οι διιστάμενες απόψεις των μερών ως προς την ερμηνεία των φράσεων «μείωση μπανανών Consul: 15 000/εβδομάδα […] Επικέντρωση στην αύξηση του όγκου σε Chiquita […] Παραχώρηση εδάφους στην Bonita» […] Ρύθμιση της προσφοράς (Ισημερινός)» αφορούν το ζήτημα αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι φράσεις αυτές αντανακλούν προσωπικές σκέψεις του P1 επί των εξηγήσεων του C1 για τη μονομερή στρατηγική της Chiquita περί της αυξήσεως του όγκου των μπανανών του εμπορικού σήματός της Chiquita ή μια κοινή στρατηγική των ανταγωνιστών αποβλέπουσα στην αύξηση των τιμών και στη ρύθμιση του εφοδιασμού στον Ισημερινό μέσω μεταβολών στις στρατηγικές τους εισαγωγής σχετικά με τα αντίστοιχα εμπορικά σήματά τους. Διαπιστώνεται συναφώς, χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών επί του ζητήματος αν η ρύθμιση της αγοράς από την κοινή οργάνωση της αγοράς άφησε ή όχι περιθώρια ευελιξίας ως προς τους εισαγόμενους όγκους, ότι η ερμηνεία των προσφευγουσών κατά την οποία οι σημειώσεις αποτυπώνουν εξηγήσεις και προσωπικές σκέψεις δεν δύναται να γίνει δεκτή επειδή αντικρούεται από τη φράση «τοπική συμφωνία», η οποία ακολουθεί αμέσως μετά τα επίμαχα αποσπάσματα, καθώς και από αποσπάσματα από όλες τις σημειώσεις τα οποία δείχνουν ότι αυτές αντανακλούν διμερείς αποφάσεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 231, 232 και 235).

253    Η από τις προσφεύγουσες υπόμνηση του γεγονότος ότι η Chiquita άρχισε να εφαρμόζει τη στρατηγική που συνίστατο σε μείωση των όγκων του εμπορικού σήματός της Consul και σε αύξηση εκείνων του εμπορικού σήματός της Chiquita μόλις ένα έτος μετά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004, καθώς και η επίκληση των δηλώσεων του C1 κατά τις οποίες η εν λόγω στρατηγική στηρίχθηκε μόνο σε εσωτερικές εκτιμήσεις εμπορικής φύσεως αφορούν λιγότερο το αντικείμενο της συζητήσεως κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 και περισσότερο την ενδεχόμενη συνέχεια που δόθηκε στο εν λόγω γεύμα, οπότε αφορούν, όπως σωστά υπογραμμίζει η Επιτροπή, τα αποτελέσματα της αθέμιτη συμφωνίας.

254    Τέλος, λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των σημειώσεων καθώς και της προεκτεθείσας συλλογιστικής, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγουσών ότι οι φράσεις «τοπική συμφωνία (Ιταλία/Πορτογαλία/Ελλάδα)» και «υπερβολικά μεγάλη (έδρα). Αδύνατον» πρέπει να ερμηνευθούν επίσης στο πλαίσιο των συζητήσεων περί κοινών πηγών προμήθειας και ότι το νόημά τους είναι ότι ο P1 εκτιμούσε ότι θα ήταν εξαιρετικά περίπλοκος ο τερματισμός συμφωνίας κοινών πηγών προμήθειας αν εμπλέκονταν οι εταιρικές έδρες της Chiquita και της PFCI, όπως μαρτυρούσε το γεγονός ότι οι προηγούμενες συζητήσεις μεταξύ της έδρας της Chiquita και της LVP είχαν αποβεί άκαρπες, με αποτέλεσμα να κρίνεται προτιμότερη η σύναψη συμφωνίας σε τοπικό επίπεδο.

255    Πέμπτον, ούτε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ουδεμία εκ των φράσεων που περιέχονται στις σημειώσεις υπό τον τίτλο «Σχέδιο δράσεως» είναι αρκούντως σαφής ώστε να μπορεί εξ αυτής να συναχθεί ότι μεταξύ της Chiquita και της PFCI συνήφθη πράγματι συμφωνία και ότι αυτές κατέστρωσαν σχέδιο δράσεως τριών σταδίων για τη συνέχιση της συνεργασίας τους δύναται να ευδοκιμήσει. Το «Σχέδιο δράσεως» για το οποίο γίνεται λόγος στο τέλος των σχετικών με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεων του P1 συνίσταται, αντιθέτως, σε σύνοψη της συζητήσεως που έλαβε χώρα κατά το εν λόγω γεύμα και της στρατηγικής που συμφωνήθηκε με την ευκαιρία αυτή μεταξύ των μερών.

256    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι εναλλακτικές εξηγήσεις των προσφευγουσών δεν δύνανται να αντικρούσουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή συνήγαγε από τις σημειώσεις του P1 σχετικά με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004.

–       Επί της υπάρξεως στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού

257    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι, κατά το εν λόγω γεύμα εργασίας, η Chiquita και η Pacific είχαν συνάψει συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού. Όπως σημειώνουν, τα πραγματικά περιστατικά που η Επιτροπή επικαλείται για να αποδείξει ότι «οι σημειώσεις του [P1] βρίσκουν επαρκές στήριγμα στην κατάσταση των πραγμάτων» είναι, στο σύνολό τους, συμβατά με τις εναλλακτικές ερμηνείες που προτείνουν οι ίδιες. Το μοναδικό πρόσθετο έγγραφο που, κατά την άποψη της Επιτροπής, επιβεβαιώνει «τις σχετικές με τη στρατηγική παρατηρήσεις του [P1]» είναι ένα εσωτερικό υπόμνημα της Chiquita συνταχθέν από τον C2 μετά τη λήξη του καθεστώτος αδειών, το οποίο περιέχει ανάλυση της αγοράς της μπανάνας μετά τη λήξη του εν λόγω καθεστώτος.

258    Κατά τις προσφεύγουσες, η περιλαμβανόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως ερμηνεία της Επιτροπής ότι η φράση «έλειπε εντελώς η “από τη βάση” άσκηση επιρροής από την Bonita επί της αγοράς» επιβεβαιώνει ότι η Chiquita προσδοκούσε ότι η Bonita θα ηγείτο της αγοράς και ότι η ίδια ήταν απογοητευμένη από τα αποτελέσματα, πρέπει να απορριφθεί στο μέτρο κατά το οποίο το υπόμνημα δεν καλύπτει την υπό εξέταση περίοδο. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι δεν δύναται να γίνει δεκτό ότι η Chiquita προσδοκούσε ότι η PFCI θα συμπεριφερόταν στην αγορά κατά συγκεκριμένο τρόπο λόγω συμφωνίας συναφθείσας κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 και προσθέτουν ότι μια πιο εύλογη ερμηνεία είναι ότι η PFCI ενήργησε απλώς κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον τον οποίο ανέμενε μονομερώς η Chiquita. Εξάλλου, κατά τις προσφεύγουσες, αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι το υπόμνημα επισημαίνει ότι η επιρροή της PFCI «έλειπε εντελώς» αναιρεί τις δηλώσεις της Επιτροπής περί της εφαρμογής συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Chiquita και της PFCI για τον συντονισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά.

259    Το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

260    Αφενός, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή επικαλέστηκε το επίμαχο υπόμνημα μόνο ως στοιχείο ενισχυτικό της αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1 και όχι ως στοιχείο που επιβεβαιώνει τη σύναψη συμφωνίας κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 ή τη θέση σε εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 216).

261    Αφετέρου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι από τη δέσμη αποδείξεων επί των οποίων είχε στηριχθεί εν προκειμένω προέκυπτε ότι τα μέρη είχαν παρακολουθήσει την πορεία της συνομολογηθείσας στις 28 Ιουλίου 2004 αθέμιτης συμφωνίας κατά τις συνακόλουθες επαφές που είχαν έως τις 8 Απριλίου 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 187 έως 195 της προσβαλλομένης αποφάσεως), υπενθυμίζεται, όσον αφορά μόνο τις σημειώσεις του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004, ότι, σε περίπτωση υπάρξεως έγγραφης αποδείξεως περί αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνίας, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσκομίσει στοιχεία αποδεικνύοντα τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας ή την εφαρμογή της και ότι, αντιθέτως, απόκειται στις προσφεύγουσες να αποδείξουν ότι τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή.

262    Συναφώς, από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 181 νομολογία προκύπτει ότι όταν, στο πλαίσιο της αποδείξεως παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή στηρίζεται σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις οφείλουν όχι απλώς να παρουσιάσουν μια εξήγηση εναλλακτική της θέσεως της Επιτροπής, αλλά να κλονίσουν την επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται προς απόδειξη της παραβάσεως.

263    Συνεπώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι το υπόμνημα επισημαίνει ότι η επιρροή της PFCI «έλειπε εντελώς» αναιρεί τις δηλώσεις της Επιτροπής περί της εφαρμογής συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Chiquita και της PFCI για τον συντονισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά δεν δύναται να κλονίσει την αξιοπιστία των σημειώσεων σχετικά με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004.

264    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών περί ελλείψεως στοιχείων ικανών να αποδείξουν την ύπαρξη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, να απορριφθεί ολόκληρη η επιχειρηματολογία τους σχετικά με τις σημειώσεις του P1 και με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004.

 Επί των επαφών παρακολουθήσεως (follow-up) μεταξύ της Chiquita και της PFCI μετά τις 28 Ιουλίου 2004

265    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη δήλωση της Επιτροπής ότι οι σχετικές με τις τιμές επαφές ήσαν συχνότερες απ’ ό,τι ανέφερε η Chiquita και ότι αυτές άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σημειώνουν ότι ούτε ο προσκομισθείς από την PFCI κατάλογος τηλεφωνικών κλήσεων ούτε οι δύο σελίδες σημειώσεων του P1 που επικαλείται η Επιτροπή δύνανται να επιβεβαιώσουν την εν λόγω δήλωση.

–       Επί των αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων του P1

266    Υπενθυμίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δέχθηκε ότι, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, εγκαινιάστηκε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των C1 και P1, με τον συνολικό αριθμό των τηλεφωνικών κλήσεων να κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 κατά το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2004 έως περίπου τον Ιούνιο του 2006, επικαλούμενη συναφώς τα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποίησε ο P1 από το κινητό του τηλέφωνο, καθώς και τις δηλώσεις στις οποίες ο C1 και η Chiquita προέβησαν στο πλαίσιο ελέγχων τον Νοέμβριο του 2007, στις 15 Φεβρουαρίου 2008 και στις 22 Μαΐου 2008 (αιτιολογική σκέψη 101 και υποσημείωση 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

267    Η Επιτροπή ανέφερε ότι από τα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων τις οποίες ο P1 πραγματοποίησε από το κινητό του τηλέφωνο κατά τα διαστήματα μεταξύ Φεβρουαρίου 2004 και Ιουλίου 2004, Οκτωβρίου 2004 και Δεκεμβρίου 2004, καθώς και Ιανουαρίου 2005 και Νοεμβρίου 2005 προκύπτει ότι αυτός πραγματοποίησε δεκατέσσερις τηλεφωνικές κλήσεις προς τον C1, ενώ ξεκίνησε δύο τηλεφωνικές κλήσεις με την Chiquita Italia. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι η Pacific δήλωσε ότι δεν είχε στην κατοχή της τα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τη γραμμή σταθερής τηλεφωνίας, ενώ, ως προς το κινητό τηλέφωνο, ήταν σε θέση να προσκομίσει αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων μόνο για το έτος 2005 και ότι, ως εκ τούτου, οι σχετικοί κατάλογοι τηλεφωνικών κλήσεων, οι οποίοι αφορούν εν πάση περιπτώσει μόνο τις κλήσεις του P1 προς τον C1 ή την Chiquita, είναι αποσπασματικοί και δεν δίνουν πλήρη εικόνα (αιτιολογική σκέψη 101 και υποσημείωση 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

268    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, μολονότι είχε στην κατοχή της τα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το κινητό τηλέφωνο του P1 κατά τα διαστήματα μεταξύ Φεβρουαρίου 2004 και Ιουλίου 2004, Οκτωβρίου 2004 και Δεκεμβρίου 2004, καθώς και Ιανουαρίου 2005 και Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή εντόπισε μόνο δεκατέσσερις τηλεφωνικές κλήσεις του P1 προς τον C1, πραγματοποιηθείσες στο σύνολό τους μετά τις 20 Ιανουαρίου 2005 (υποσημείωση 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ότι κατά το διάστημα μεταξύ 20ής Ιανουαρίου 2005 και 8ης Απριλίου 2005 πραγματοποιήθηκαν μόνο δύο κλήσεις διάρκειας, αντιστοίχως, είκοσι δευτερολέπτων και ενός λεπτού και πέντε δευτερολέπτων. Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλείται τα εν λόγω αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων προς στήριξη του συμπεράσματός της ότι ο P1 και ο C1 εφάρμοσαν αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνία κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005.

269    Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως σωστά παρατηρεί η Επιτροπή, δεδομένου του αποσπασματικού χαρακτήρα των αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων (βλ. ανωτέρω σκέψη 267), η έλλειψη πρόσθετων αρχείων που να δείχνουν τηλεφωνικές επαφές μεταξύ των μερών δεν δύναται να ερμηνευθεί ως απόδειξη της μη υπάρξεως τέτοιων επαφών. Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα των εν λόγω αρχείων προκειμένου να δικαιολογήσει την υπόθεσή της ότι όντως πραγματοποιήθηκαν τέτοιες κλήσεις, προβαίνοντας σε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, πρέπει να απορριφθεί επειδή, για να δικαιολογήσει το συμπέρασμά της περί συστηματικής επικοινωνίας μεταξύ των μερών, η Επιτροπή δεν στηρίζεται στον αποσπασματικό χαρακτήρα των εν λόγω αρχείων, αλλά σε σύνολο αποδεικτικών στοιχείων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 187 έως 189), στο οποίο περιλαμβάνονται τα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, τα οποία δείχνουν ότι ο P1 και C1 είχαν δύο τηλεφωνικές συνομιλίες, τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο του 2005.

270    Επιπλέον, η βραχεία διάρκεια των δύο αυτών τηλεφωνικών κλήσεων δεν μπορεί να αποδείξει ότι το περιεχόμενο των αντίστοιχων τηλεφωνικών συνομιλιών δεν ήταν αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού, επειδή στο πλαίσιο καθιερωμένου συστήματος ανταλλαγών, είναι δυνατή η εν τάχει κοινοποίηση πληροφοριών για προθέσεις περί των τιμών.

271    Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ουδέν εκ των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή επαληθεύει την υπόθεση ότι τα μέρη διατηρούσαν τακτική επικοινωνία από τις 28 Ιουλίου 2004 πρέπει να εξεταστεί αφού προηγηθεί η εξέταση επόμενων επιχειρημάτων τους, ιδίως δε η εξέταση του επιχειρήματος ότι οι δηλώσεις του C1 σαφώς αναιρούν το συμπέρασμα ότι αυτός επικοινωνούσε τακτικά με τον P1· συγκεκριμένα, το εν λόγω επιχείρημα των προσφευγουσών πρέπει να συνεξεταστεί με το ζήτημα αν η Επιτροπή σωστά χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ως «ενιαία και διαρκή» (βλ. σκέψεις 475 επ.).

272    Υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των λοιπών επιχειρημάτων των προσφευγουσών, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που στηρίζονται μόνο στα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων του P1 πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί των σημειώσεων του P1 του Αυγούστου του 2004

273    Σημειώνεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δέχθηκε ότι από τις σημειώσεις του P1 προέκυπτε ότι τον Αύγουστο του 2004, σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, δηλαδή, αφενός, μία εβδομάδα μετά και, αφετέρου, δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, ο P1 είχε έλθει σε επαφή με τους C1 και C2 της Chiquita προκειμένου να συζητήσουν, αντιστοίχως, για τις μελλοντικές τιμές στην Ελλάδα και την Ιταλία και τις εξελίξεις στην αγορά της Πορτογαλίας. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω σημειώσεις συνιστούν τις αποδείξεις των πρώτων επαφών παρακολουθήσεως (follow-up) μεταξύ της Chiquita και της Pacific μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 και επιβεβαιώνουν ότι η συνάντηση αυτή δεν ήταν μεμονωμένο συμβάν, αλλά ότι, σύμφωνα με το αθέμιτο σύστημα που είχε αποφασιστεί στο πλαίσιό της, τα μέρη προχωρούσαν, με περαιτέρω επαφές, στην εφαρμογή του εν λόγω συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 122 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

274    Η Επιτροπή αναφέρει, αφενός, ότι από την πρώτη σελίδα των σημειώσεων προκύπτει (αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι στις 6 Αυγούστου 2004, ημέρα Παρασκευή (εβδομάδα 32), υπήρξε επικοινωνία μεταξύ των P1 και C1 στο πλαίσιο της οποίας ανταλλάχθηκαν πληροφορίες περί καθορισμού των τιμών και ότι, μολονότι δεν είναι δυνατή, λόγω του μεσολαβήσαντος χρόνου, η ερμηνεία όλων των λεπτομερειών, η εν λόγω σημείωση δείχνει ότι, αφότου συζήτησαν επί των αντιστοίχων χρονοδιαγραμμάτων τους ως προς τις αφίξεις των πλοίων, η Pacific και η Chiquita συζήτησαν και αντάλλαξαν πληροφορίες περί των τιμών, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι αναφερθείσες από τον P1 τιμές (βλ. τη φράση «Bonita: € 10,75 […] Chiquita € 10,75 [τρέχουσα] όχι κάτω από […] Ελλάδα € 15,50- € 16,25- ίδι[α] επίπεδ[α]») συμπίπτουν εν πολλοίς με τις τιμές T2 που η Chiquita και η Pacific πέτυχαν στην πραγματικότητα με τους κύριους πελάτες τους κατά τον χρόνο της εν λόγω επικοινωνίας (αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

275    Η Επιτροπή εκθέτει, αφετέρου, ότι η δεύτερη σελίδα σημειώσεων του P1 πιστοποιεί νέα επαφή μεταξύ της Pacific και της Chiquita λίγο μετά τις 11 Αυγούστου 2004, στο πλαίσιο της οποίας ο P1 και ο C2 συζήτησαν τουλάχιστον επί των [σταθερών] συνθηκών στην πορτογαλική αγορά, επειδή οι σημειώσεις αναφέρουν «Chiquita [C2] [sic] […] Πορτογαλία σταθερή», και ότι η σταθερότητα της πορτογαλικής αγοράς επιβεβαιώνεται από τις πραγματικές τιμές που η Chiquita πέτυχε για τις πράσινες μπανάνες στην Πορτογαλία κατά το διάστημα μεταξύ 6ης και 20ής Αυγούστου 2004 (αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

276    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αγνοεί το πραγματικό περιεχόμενο των σημειώσεων του P1 της 6ης Αυγούστου 2004 (βλ. ανωτέρω σκέψη 274) και ερμηνεύει τις εν λόγω σημειώσεις κατά τρόπο που στοιχεί με τους ισχυρισμούς της. Σημειώνουν ότι η Επιτροπή συνάγει από τρεις μόνο γραμμές των εν λόγω σημειώσεων ότι τα μέρη συζήτησαν επί πληροφοριών περί τιμών, τούτο δε εκ μόνου του λόγου ότι οι τιμές που αναφέρονται στα συγκεκριμένα σημεία των σημειώσεων φαίνεται να αντιστοιχούν στις τιμές T2 που η Chiquita και η PFCI πράγματι πέτυχαν στην Ελλάδα και την Ιταλία, ενώ αντιπαρέρχεται πλήρως τις λοιπές τιμές και πληροφορίες που περιέχονται στις εν λόγω σημειώσεις.

277    Προς στήριξη του επιχειρήματός τους, οι προσφεύγουσες, αφενός, αμφισβητούν την άποψη της Επιτροπής ότι οι αναφερόμενες στις εν λόγω σημειώσεις τιμές αντιστοιχούν στις τιμές που η Chiquita και η Pacific πράγματι πέτυχαν κατά την οικεία περίοδο και, αφετέρου, υποστηρίζουν ότι οι λοιπές πληροφορίες που περιέχονται στις εν λόγω σημειώσεις δεν είναι ορθές, δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά συμβάντα, αποτελούσαν γνωστές τοις πάσι πληροφορίες και δεν στοιχούν με το «σχέδιο δράσεως» που η Επιτροπή θεωρεί ότι ο C1 και ο P1 κατέστρωσαν στις 28 Ιουλίου 2004.

278    Πρώτον, σημειώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθέντων από τους διαδίκους καταλόγων τιμών, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι αναφερόμενες στις εν λόγω σημειώσεις τιμές δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές τιμές της Chiquita και της Pacific δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Οι σημειώσεις περιέχουν τη φράση «Bonita: € 10,75 […] Chiquita € 10,75 [τρέχουσα] όχι κάτω από […] Ελλάδα € 15,50- € 16,25- ίδι[α] επίπεδ[α]», οι δε κατάλογοι τιμών επιβεβαιώνουν ότι:

–        η πραγματική τιμή T2 για τις πράσινες μπανάνες την οποία η Chiquita χρέωσε στους κύριους πελάτες της στην Ελλάδα την εβδομάδα 33/2004 ήταν 15,00-15,50 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο, ενώ η πραγματική τιμή T2 για τις πράσινες μπανάνες την οποία αυτή χρέωσε στην πλειονότητα των πελατών της στην Ιταλία την εβδομάδα 33/2004 ήταν 16,00-16,25 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο·

–        η πραγματική τιμή T2 την οποία η Pacific χρέωσε στους κύριους πελάτες της στην Ελλάδα την εβδομάδα 31/2004 (όταν πλοίο της Pacific κατέπλευσε στην Ελλάδα) ήταν 10,50-10,75 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο, ενώ η πραγματική τιμή T2 την οποία αυτή χρέωσε στους κύριους πελάτες της στην Ελλάδα την εβδομάδα 34/2004 (όταν κατέπλευσε στην Ελλάδα το επόμενο πλοίο της Pacific) ήταν 10,25 ευρώ ανά χαρτοκιβώτιο (αιτιολογική σκέψη 124, υποσημείωση 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

279    Κατ’ αρχάς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι αναφερόμενες στις εν λόγω σημειώσεις τιμές δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές τιμές της Chiquita στηρίζεται σε συνεκτίμηση του συνόλου των αριθμητικών δεδομένων που έπονται της λέξεως «Chiquita» (11,50-11,75 ευρώ, 10,50-10,75 ευρώ, 10,75 ευρώ και, τέλος, 15,50-16,25 ευρώ)· πλην όμως, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν κατ’ ανάγκην στο σύνολό τους στην τιμή της Chiquita. Στο μέτρο κατά το οποίο οι αριθμοί μεταξύ 10 και 11 ευρώ αντιστοιχούν στις τιμές που εφάρμοσε η Pacific, η αναφορά τους μετά τη λέξη «Chiquita» μπορεί να σημαίνει ότι αυτοί αντιστοιχούν στις τιμές που η Chiquita συμβούλευσε την Pacific να εφαρμόσει, στοιχείο υπέρ του οποίου φαίνεται να συνηγορεί η αναφορά «όχι κάτω από». Στο πλαίσιο αυτό, το επιχείρημα ότι, εφόσον η PFCI δεν πραγματοποίησε καμία πώληση στην Ελλάδα την εβδομάδα 33, της ήταν αδύνατο να συντονίσει τις τιμές της με εκείνες της Chiquita κατά την εν λόγω εβδομάδα πρέπει να απορριφθεί, επειδή δεν αποκλείεται οι σημειώσεις να αφορούν τις εβδομάδες 31 ή 34, κατά τη διάρκεια των οποίων, εξάλλου, οι τιμές της Pacific αντιστοιχούσαν στις αναφερόμενες στις εν λόγω σημειώσεις τιμές. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν καταφέρνουν να αντικρούσουν το συμπέρασμα ότι οι αριθμοί 15,50 και 16,25 αντιστοιχούν στις τιμές που η Chiquita χρέωσε στους Έλληνες και Ιταλούς πελάτες της κατά την οικεία περίοδο. Τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι στις σημειώσεις δεν εντοπίζεται αναφορά στην Ιταλία πρέπει να απορριφθεί επειδή, μολονότι οι σημειώσεις αυτές δεν περιέχουν ονομαστική αναφορά στην εν λόγω χώρα, η φράση «Ελλάδα  € 15,50- € 16,25- ίδι[α] επίπεδ[α]» και τα πραγματικά επίπεδα τιμών που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 278 δείχνουν, όπως σωστά σημειώνει η Επιτροπή, ότι οι σημειώσεις αντιπαρέβαλλαν τις τιμές της Chiquita για την Ελλάδα με εκείνες της Ιταλίας.

280    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες, επικαλούμενες αποδεικτικά στοιχεία, υποστηρίζουν ότι οι φράσεις «[θ]α πάμε εκεί την επόμενη εβδομάδα. 93 000 χαρτοκιβώτια για 2 εβδομάδες», υπό τον τίτλο «Ελλάδα», και « Bonita: € 10,75 0,25 (μεταφορά)» δεν στοιχούν με την πραγματικότητα, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων δεδομένων σχετικά με τις ποσότητες μπανανών που διατέθηκαν από την PFCI προς πώληση στην Ελλάδα κατά τα έτη 2004 και 2005 και με το κόστος μεταφοράς των μπανανών στην Ελλάδα, και απορρίπτουν τις εξηγήσεις, που η Επιτροπή προτείνει συναφώς, ως εικασίες οι οποίες δεν είναι ούτε αξιόπιστες ούτε εύλογες, ενώ η Επιτροπή, ομοίως επικαλούμενη στοιχεία, διατυπώνει την ίδια εκτίμηση για τις προτεινόμενες από τις προσφεύγουσες ερμηνείες.

281    Διαπιστώνεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δέχθηκε απλώς ότι από τις επίμαχες σημειώσεις προέκυπτε ότι στις 6 Αυγούστου 2004, ημέρα Παρασκευή, είχε λάβει χώρα επαφή μεταξύ των P1 και C1, ότι είναι πρόδηλο, βάσει των πολυάριθμων αναφορών στις μελλοντικές τιμές, ότι οι δύο επιχειρήσεις είχαν ανταλλάξει πληροφορίες που αφορούσαν τη μελλοντική τακτική τους στον τομέα του καθορισμού των τιμών, ότι τα συζητηθέντα δεδομένα περί τιμών αφορούσαν τις τιμές στην Ελλάδα και την Ιταλία, πράγμα που επιβεβαιωνόταν από το γεγονός ότι οι αναφερόμενες στις σημειώσεις τιμές αντιστοιχούσαν στις πραγματικές τιμές, και ότι, λόγω του χρονικού διαστήματος που είχε παρέλθει, η ίδια δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει τα λοιπά στοιχεία στο σύνολό τους (βλ. ανωτέρω σκέψη 274). Συνεπώς, στο μέτρο κατά το οποίο όχι μόνο δεν αποδεικνύεται αλλά ούτε καν υποστηρίζεται ότι τα λοιπά αυτά στοιχεία θα καθιστούσαν δυνατή την απόκρουση της εν λόγω ερμηνείας της Επιτροπής, εφόσον οι προσφεύγουσες περιορίζονται στη δήλωση και στην προσπάθεια αποδείξεως ότι τα στοιχεία αυτά «δεν είναι ορθά και δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά συμβάντα», παρέλκει η απόφανση του Γενικού Δικαστηρίου επί της συναφούς επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών και επί των αποδεικτικών στοιχείων που αυτές επικαλούνται όσον αφορά τα εν λόγω στοιχεία.

282    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, πέραν των ανακριβών πληροφοριών, οι σημειώσεις περιέχουν πληροφορίες οι οποίες, την εβδομάδα 32, ήσαν δημοσίως γνωστές. Πάντως, διαπιστώνεται, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, ότι τούτο δύναται απλώς να σημαίνει ότι, επ’ ευκαιρία των αθέμιτων επαφών τους, τα μέρη αντάλλαξαν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες οι οποίες αποκτήθηκαν από άλλες πηγές. Συναφώς, σημειώνεται επίσης ότι η άποψη ανταγωνιστή επί της τάδε ή της δείνα σημαντικής πληροφορίας περί των όρων προσφοράς και ζητήσεως, η οποία θα μπορούσε να αποκτηθεί με άλλους τρόπους πέραν των συζητήσεων με τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, και ο αντίκτυπός της στην εξέλιξη της αγοράς δεν συνιστούν εξ ορισμού πληροφορία δημοσίως διαθέσιμη (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 2013, T‑588/08, Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, σκέψη 279).

283    Τέταρτον, όσον αφορά τη δεύτερη σελίδα των σημειώσεων του Αυγούστου του 2004 (αιτιολογική σκέψη 125 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (βλ. ανωτέρω σκέψη 275), οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί τον τρόπο κατά τον οποίο το περιεχόμενό της αποδεικνύει επαφή μεταξύ των P1 και C2 ή την εφαρμογή συμφωνίας οποιασδήποτε φύσεως, ενώ προσθέτουν ότι η δήλωση ότι ο C2 είχε αναγγείλει ότι η τιμή θα παρέμενε αμετάβλητη στην Πορτογαλία μπορεί να ήταν φήμη την οποία ο P1 άκουσε στα γραφεία της PFCI.

284    Πάντως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, επειδή, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ήδη εξετασθέντων αποδεικτικών στοιχείων, από τη φράση «Chiquita [C2] [sic] […] Πορτογαλία σταθερή» δικαιολογημένα δύναται να συναχθεί ότι μεταξύ των P1 και C2 υπήρξε επαφή στο πλαίσιο της οποίας ο C2 επισήμανε στον P1 ότι οι τιμές στην Πορτογαλία θα παρέμεναν σταθερές, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της δηλώσεώς τους ότι η πληροφορία ότι ο C2 είχε αναγγείλει ότι οι τιμές θα παρέμεναν σταθερές αποτελούσε «φήμη» την οποία είχε ακούσει ο P1 και διότι η διατήρηση σταθερών των πραγματικών τιμών τις οποίες η Chiquita είχε επιτύχει για τις πράσινες μπανάνες στην Πορτογαλία κατά το διάστημα από τις 6 έως τις 20 Αυγούστου 2004 επιβεβαιώνεται από κατάλογο τιμών του αντιπροσώπου της Chiquita στην Πορτογαλία.

285    Τέλος, πέμπτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι επαφές παρακολουθήσεως (follow-up) τις οποίες η Επιτροπή συνάγει από τις σημειώσεις της 6ης Αυγούστου 2004 δεν ανταποκρίνονται στο «σχέδιο δράσεως» που ο C1 και ο P1 φέρονται να έθεσαν σε εφαρμογή στις 28 Ιουλίου 2004, επειδή, σύμφωνα με την από την Επιτροπή ερμηνεία του εν λόγω «σχεδίου δράσεως», η Chiquita και η PFCI, αφότου σχεδίασαν τις κοινές στρατηγικές τους για την Πορτογαλία και την Ιταλία, επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην κοινή στρατηγική τους για την Ελλάδα. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί πιθανών επαφών παρακολουθήσεως σχετικά με τις δύο αυτές χώρες.

286    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, όχι μόνο οι δύο σελίδες σημειώσεων του Αυγούστου του 2004 δείχνουν ότι τα μέρη συζήτησαν τόσο για την Πορτογαλία (βλ. ανωτέρω σκέψεις 283 και 284) και, εμμέσως, για την Ιταλία (βλ. ανωτέρω σκέψεις, 278 και 279) όσο και για την Ελλάδα, αλλά επιπλέον η Επιτροπή σωστά σημειώνει ότι η αξιοπιστία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν δύναται να κλονιστεί εκ μόνου του γεγονότος ότι τα μέρη δεν ακολούθησαν ευλαβικά τη σειρά των επιμέρους αθέμιτων συνεννοήσεων, όπως αυτή προβλεπόταν από το «σχέδιο δράσεως» της 28ης Ιουλίου 2004.

287    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες επιδιώκουν να κλονίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις επαφές παρακολουθήσεως (follow-up) μεταξύ της Chiquita και της PFCI μετά τις 28 Ιουλίου 2004.

 Επί των προσθέτων επαφών κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2005 και Απριλίου 2005

288    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή στηρίζεται μόνο σε μια εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή που απεστάλη από τον P1 στον P2 στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 (αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και σε έναν πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», ο οποίος δεν φέρει ημερομηνία (αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προκειμένου να αποδείξει τη «σχεδόν επί εβδομαδιαίας βάσεως συνομολόγηση αθέμιτων συμφωνιών περί των τιμών μεταξύ της εβδομάδας 6 και της εβδομάδας 15 του 2005», ενώ, κατά τις ίδιες, τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να νοηθούν ως ένα συμπίλημα, αφενός, των σημειώσεων του P1 και, αφετέρου, των καθηκόντων του ως οικονομικού ελεγκτή εντός της PFCI και, τέλος, της τάσεώς του να υπερβάλλει προκειμένου να κερδίσει τον σεβασμό των ανωτέρων του.

289    Οι προσφεύγουσες, πρώτον, επικαλούνται στοιχεία προκειμένου να αποδείξουν ότι o P1 δεν είχε καμία ευθύνη στον τομέα των τιμών εντός της PFCI και ότι διενεργούσε συγκριτικές αναλύσεις επί τη βάσει δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών· δεύτερον, προτείνουν τη δική τους ερμηνεία για την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι περιλαμβανόμενες σε αυτήν πληροφορίες προέρχονταν από την Chiquita και, τέλος, σημειώνουν ότι η ερμηνεία τους επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις της Chiquita και του C1.

–       Προσβαλλόμενη απόφαση

290    Υπενθυμίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή δέχθηκε ότι η συνέχιση και η εφαρμογή του συστήματος συντονισμού των τιμών του οποίου οι βάσεις είχαν τεθεί από την Pacific και την Chiquita κατά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 αποδεικνύονται από εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή την οποία ο P1 απέστειλε στον ανώτερό του P2 ([στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα]) στις 11 Απριλίου 2005, ημέρα Δευτέρα (εβδομάδα 15 του 2005) και ώρα 9:57, καθώς και από αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», ο οποίος περιείχε στοιχεία σχετικά με τις τιμές της Chiquita για τις εβδομάδες 6 έως 13 του 2005. Κατά την Επιτροπή, τα έγγραφα αυτά, ομού θεωρούμενα, δείχνουν ότι κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2005 και αρχών Απριλίου 2005 (εβδομάδες 6/2005 έως 15/2005) ο P1 της Pacific και ο C1 της Chiquita προέβαιναν σχεδόν επί εβδομαδιαίας βάσεως σε αθέμιτες συνεννοήσεις περί των τιμών (αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

291    Η Επιτροπή εξηγεί ότι με την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή o P1 γνωστοποίησε στον P2 το περιεχόμενο των πρόσφατων αθέμιτων επαφών του με τον C1 περί των τιμών (όπως προκύπτει από τη φράση «Ακολουθούν οι τελευταίες πληροφορίες σχετικά με τις συζητηθείσες με τον [C1] τιμές»), περιλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών περί καθορισμού τιμών οι οποίες αφορούσαν την Chiquita (αιτιολογική σκέψη 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή σημειώνει στη συνέχεια ότι στον πίνακα που περιλαμβάνεται στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή αναγράφονται οι τιμές των μπανανών Chiquita (όπως προκύπτει από τη φράση «Τιμές Chiquita — 2005 […] ακαθάριστη τιμή σε ευρώ») για τις εβδομάδες 9 έως 15 του 2005, χωριστά ανά εμπορικό σήμα (Chiquita και Consul) και χώρα (Ιταλία, Ελλάδα και Πορτογαλία). Όσον αφορά την εβδομάδα της 11ης Απριλίου 2005, δηλαδή την εβδομάδα 15 του 2005, οι τιμές σημειώνονται με το γράμμα «(f)» εκ του «forecast» (πρόβλεψη), πράγμα που μαρτυρεί αθέμιτη συμφωνία για τις μελλοντικές τιμές. Οι προβλεπόμενες τιμές για την Chiquita στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία αντιστοιχούν, εξάλλου, στις τιμές T2 που η Chiquita πράγματι πέτυχε με τους κύριους πελάτες της κατά τη συγκεκριμένη εβδομάδα (αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

292    Όσον αφορά τις τιμές της Chiquita που αναγράφονται στον εν λόγω πίνακα για τις διάφορες εβδομάδες, η Επιτροπή αναφέρει περαιτέρω ότι σειρά επεξηγηματικών σημειώσεων που παρατίθενται στο τέλος του πίνακα μαρτυρεί το περιεχόμενο των, σχεδόν επί εβδομαδιαίας βάσεως, αθέμιτων επαφών μεταξύ των P1 και C1 με αντικείμενο τις μελλοντικές τιμές. Οι επεξηγηματικές αυτές σημειώσεις αναφέρουν τα ακόλουθα: «Εβδομάδα 10: θα αυξήσει P & S [Πορτογαλία και Ισπανία] στο δικό μας επίπεδο»· «Εβδομάδα 13: η Chiquita πιέζεται να μειώσει τις τιμές μόνο στην Ιταλία (μετά το Πάσχα). Συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες»· «Εβδομάδα 14: η Chiquita πιέζεται να μειώσει τις τιμές στην Ιταλία, ειδικότερα στη Βόρεια Ιταλία. Τηλεφ[ώνησε] για να ζητήσει να συνεννοηθούμε για τη στρατηγική μας για την επόμενη εβδομάδα και να προσπαθήσουμε να μην την αλλάξουμε»· «Εβδομάδα 15 — […] μίλησα με τον [C1] και θα δώσει οδηγίες για διατήρηση των τιμών αμετάβλητων» (αιτιολογική σκέψη 129 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

293    Κατά την Επιτροπή, η σχεδόν εβδομαδιαία συχνότητα των εν λόγω αθέμιτων επαφών κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2005 και Απριλίου 2005 επιβεβαιώνεται εξάλλου από τον αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», ο οποίος βρέθηκε σε έντυπη μορφή στο γραφείο του P2 της Pacific, στον ίδιο φάκελο με την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, και ο οποίος αποτελεί παλαιότερη εκδοχή του πίνακα που περιλαμβάνεται στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή (αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή σημειώνει ότι, ενώ ο πίνακας της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής αναφέρεται στις εβδομάδες 9 έως 15 του 2005, ο αχρονολόγητος πίνακας με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005» αφορά τις εβδομάδες 6 έως 13 του 2005 και περιέχει τις ίδιες επεξηγηματικές σημειώσεις για τις εβδομάδες 10 και 13 με εκείνες του πίνακα της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής [όπως προκύπτει από τις ακόλουθες φράσεις: «Εβδομάδα 10: θα αυξήσει P & S [Πορτογαλία και Ισπανία] στο δικό μας επίπεδο»· «Εβδομάδα 13: η Chiquita πιέζεται να μειώσει τις τιμές μόνο στην Ιταλία (μετά το Πάσχα). Συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες»]. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, όπως επισήμανε ο P1 με την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή του (η οποία περιέχει τη φράση «Ακολουθούν οι τελευταίες πληροφορίες σχετικά με τις συζητηθείσες με τον [C1] τιμές»), ότι ο πίνακας και οι σχετικές επεξηγηματικές σημειώσεις επικαιροποιούνταν τακτικά, σχεδόν επί εβδομαδιαίως βάσεως, από τον P1 στο πλαίσιο της αθέμιτης συμφωνίας του με τον C1 για τον συντονισμό των τιμών των πράσινων μπανανών ανά εβδομάδα στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιταλία (αιτιολογική σκέψη 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Επί του πλαισίου και επί των περιστάσεων που περιβάλλουν την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή

294    Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες δηλώνουν ότι ο P1 ουδέποτε ανέλαβε έστω και στοιχειώδη αρμοδιότητα στον τομέα των πωλήσεων ή του καθορισμού των όγκων ή των τιμών εντός της Pacific.

295    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή δήλωσε, χωρίς στην ουσία να αντικρουστεί επί του σημείου αυτού από τις προσφεύγουσες, ότι, ανεξαρτήτως των αρμοδιοτήτων του εντός της Pacific, ο P1 ήταν παρών και μετείχε στις εσωτερικές συσκέψεις στο πλαίσιο των οποίων συζητούνταν οι τιμές, ότι ενημέρωνε τον P2 για τις αθέμιτες επαφές του με την Chiquita και ότι συζητούσε για τις τιμές με τα μέλη της εμπορικής ομάδας της Pacific, επί παραδείγματι με τον P3, όπως αποδεικνύει η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, η οποία περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες φράσεις: «Ενημέρωσα τον [P3] και τον [P4] ότι η Aldi είχε παραμείνει αμετάβλητη για την εβδομάδα 15»· «ο [P3] δεν παύει να μου επισημαίνει ότι οι τιμές πέφτουν στην Ιταλία».

296    Επίσης, η Επιτροπή προσκομίζει σειρά στοιχείων προς απόδειξη της άμεσης αναμείξεως του P1 στη διοίκηση της PFCI, δηλαδή:

–        διάφορα αποσπάσματα των σημειώσεών του τα οποία δείχνουν τον υψηλό βαθμό αναμείξεώς του σε όλους τους τομείς του εμπορίου της μπανάνας, ιδίως στους τομείς του καθορισμού των τιμών, των όγκων, των αδειών και των παραδόσεων, καθώς και στις επαφές με τους πελάτες και με τους λοιπούς παράγοντες της αγοράς (όπως οι φορείς εκμεταλλεύσεως λιμένων), και τα οποία μαρτυρούν τις συζητήσεις του με το προσωπικό της PFCI και με τον P2, καθώς και τα επαγγελματικά ταξίδια του·

–        ηλεκτρονική επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2005 αποσταλείσα από τον C1 στους C3 και C4 της Chiquita, η οποία αφορά τις εισαγωγές και στην οποία ο P1 αναφέρεται ως πρόσωπο επαφής και ενδιάμεσο πρόσωπο μεταξύ των υπαλλήλων της Chiquita και του P2, καθώς και την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 (ηλεκτρονική επιστολή) (βλ. ανωτέρω σκέψεις 290 έως 292)·

–        σειρά εγγράφων σχετικών με έλεγχο της Pacific.

297    Επιπλέον, όπως σημειώνει η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 324 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το γεγονός ότι τόσο η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή όσο και ο αχρονολόγητος πίνακας με στοιχεία περί των τιμών της Chiquita για τις εβδομάδες 6 έως 13 του 2005 βρέθηκαν στο γραφείο του P2, σε έντυπη μορφή και αρχειοθετημένα σε φάκελο, δείχνει ότι οι «συλλεγείσες» από τον P1 πληροφορίες χρησιμοποιούνταν από την Pacific.

298    Στο μέτρο κατά το οποίο οι προσφεύγουσες περιορίζονται στη δήλωση ότι «ο [P1] δεν είχε καμία εξουσία λήψεως αποφάσεων σχετικά με τις πωλήσεις και τον καθορισμό των όγκων ή των τιμών ούτε είχε μετάσχει σε συζητήσεις στο πλαίσιο των οποίων καθορίζονταν τα επίπεδα τιμών» και ότι «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο [P1] πράγματι κοινοποίησε σχετικές με την Chiquita πληροφορίες στην ομάδα των εμπορικών εκπροσώπων», πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν αντικρούουν τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία.

299    Η ηλεκτρονική επιστολή που απεστάλη στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 11:24 από τον P1 στον P2 και σε άλλα στελέχη της Pacific, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν είναι ικανή να ανατρέψει την εν λόγω διαπίστωση. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αυτό δεν συνιστά στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο P1 δεν ήταν αναμεμειγμένος στον καθορισμό των τιμών.

300    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή ο P1 σημείωνε ότι, μολονότι ο «[P3] δεν έπαυε να του επισημαίνει ότι οι τιμές έπεφταν στην Ιταλία κατά 0,75 έως 1,00 ευρώ», ο ίδιος εκτιμούσε ότι «η [PFCI] έπρεπε να παραμείνει στα 17,00 ευρώ στην Ιταλία». Η ηλεκτρονική επιστολή που απεστάλη την ίδια ημέρα στις 11:24 και περιείχε την εβδομαδιαία έκθεση για τις τιμές της εβδομάδας 15 εμφάνιζε πράγματι πτώση των τιμών της PFCI στην Ιταλία κατά 0,45 ευρώ λόγω πλεονάζοντος αποθέματος, πράγμα που, κατά τις προσφεύγουσες, δείχνει ότι, αντιθέτως προς τον P3, ο P1 ουδόλως ήταν αναμεμειγμένος στον καθορισμό των τιμών της PFCI και ότι οι τιμές της Chiquita, οι οποίες παρέμειναν αμετάβλητες κατά την εβδομάδα 15, δεν ασκούσαν καθοριστική επιρροή για τον καθορισμό των τιμών της PFCI.

301    Η επιχειρηματολογία αυτή έχει ήδη αντικρουστεί από την Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 137 και 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ με τα υπομνήματά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τις παρασχεθείσες με τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις εξηγήσεις. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημείωσε ότι το αντικείμενο των δύο ηλεκτρονικών επιστολών ήταν προδήλως διαφορετικό, επειδή η μεν πρώτη ανέφερε ότι οι τιμές στην Ιταλία παρουσίαζαν εν γένει πτώση, αλλά ότι συνέτρεχαν λόγοι να καταβληθεί προσπάθεια για τη διατήρηση της τιμής αμετάβλητης, η δε δεύτερη, η οποία αποτυπώνει εσωτερικές συζητήσεις της Pacific περί καθορισμού των τιμών, περιείχε πληροφορίες οι οποίες επρόκειτο να περιληφθούν στην εβδομαδιαία έκθεση της Pacific· οι δύο ηλεκτρονικές επιστολές δείχνουν συνεπώς ότι η Pacific είχε, προ των συζητήσεων με τους πελάτες της, σαφή εικόνα των επιπέδων στα οποία το προσωπικό του εμπορικού τμήματός της επρόκειτο να καθορίσει τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 137 και 138 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, η Επιτροπή σωστά συνάγει ότι η πρώτη ηλεκτρονική επιστολή περιείχε πληροφορίες ex ante για τις προθέσεις της Chiquita περί των τιμών, ενώ η δεύτερη αφορούσε τον εβδομαδιαίο απολογισμό μετά τις διαπραγματεύσεις με τους πελάτες στην Ιταλία, οπότε εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι η δεύτερη επιστολή στηρίζεται σε επικαιροποιημένες πληροφορίες οι οποίες τροποποίησαν την αρχική εκτίμηση του P1. Επιπλέον, με τη δεύτερη ηλεκτρονική επιστολή ο P1 εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε τελικά σε μείωση των τιμών, οι οποίοι συνίσταντο στην πτώση των τιμών στη Βόρεια Ιταλία, στις άρτι αφιχθείσες ποσότητες μπανανών και στα απώλητα αποθέματα της Pacific. Το γεγονός ότι ο P1 απέστειλε τις δύο αυτές ηλεκτρονικές επιστολές δείχνει ότι, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, εμπλεκόταν εντός της Pacific στον καθορισμό των τιμών.

302    Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το γεγονός ότι οι τιμές της Pacific μειώθηκαν την εβδομάδα 15 του 2005, ενώ οι τιμές της Chiquita παρέμεναν σταθερές, δείχνει ότι οι τιμές της Chiquita ουδεμία επιρροή ασκούσαν επί των τιμών της Pacific. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια σε σύμπραξη περί των τιμών δεν αποδεικνύει τη μη διάπραξη παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2009, T‑18/03, CD-Contact Data κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1021, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, αφετέρου, από τα προεκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι η αποσταλείσα στις 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, η οποία περιείχε τον πίνακα τιμών της Chiquita, αφορούσε τις προθέσεις τιμών της Pacific, ενώ η αποσταλείσα στις 11:24 ηλεκτρονική επιστολή εξηγεί ακριβώς τους λόγους για τους οποίους οι πραγματικές τιμές παρουσίασαν απόκλιση από τις εν λόγω προθέσεις. Τούτο δεν δύναται να θεωρηθεί στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι σχετικές με τις τιμές προθέσεις δεν επηρέασαν τις πραγματικές τιμές.

303    Υπενθυμίζεται, εν κατακλείδι, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών περί του ρόλου του P1, ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία, ο καταλογισμός σε επιχείρηση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ δεν προϋποθέτει πράξη ή έστω γνώση από τους εταίρους ή τους κύριους διαχειριστές της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, αλλά πράξη προσώπου το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να ενεργεί για λογαριασμό της επιχειρήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 97· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑15/99, Brugg Rohrsysteme κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1613, σκέψη 58, και Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 581). Οι προσφεύγουσες δεν καταφέρνουν να ανατρέψουν τα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή προσκόμισε για να αποδείξει ότι ο P1 είχε την ως άνω ιδιότητα, στα οποία περιλμβάνεται το καταστατικό της Pacific.

304    Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο P1 δεν είχε την τελική ευθύνη για τον καθορισμό των τιμών είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελές και πρέπει να απορριφθεί (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 582).

305    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με την οποία επιχειρούν να αποδείξουν ότι ο P1 διενεργούσε συγκριτικές αναλύσεις βάσει δημοσίως διαθέσιμων στοιχείων δεν είναι ικανή να αναιρέσει το γεγονός ότι αυτός λάμβανε επίσης πληροφορίες για αθέμιτους σκοπούς από τον C1. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο P2 ζητούσε από τον P1 να εξετάσει στοιχεία δημοσίως διαθέσιμα, όπως προκύπτει από ηλεκτρονική επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2004, δεν δύναται να θεωρηθεί στοιχείο που αποδεικνύει ότι η Pacific δεν είχε στη διάθεσή της εμπιστευτικές πληροφορίες περί των τιμών της Chiquita. Η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή δήλωση ότι η μόνη πηγή ανεξάρτητου ελέγχου την οποία διέθετε η Pacific ήταν η Sopisco δεν δύναται να στηρίξει το συμπέρασμα ότι η Pacific δεν διέθετε άμεσες πηγές πληροφορήσεως περί των τιμών των ανταγωνιστών της.

306    Τέλος, τρίτον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στη σκέψη 220, το γεγονός ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών οι ανταγωνιστές διατηρούσαν επίσης θεμιτές σχέσεις, πράγμα που αποδεικνύεται από εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή αποσταλείσα από τον C1 στις 23 Φεβρουαρίου 2005, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν αποδεικνύει την έλλειψη αθέμιτων επαφών. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, κατά την περίοδο της παραβάσεως, μεταξύ του P1 και του C1 διεξάγονταν συζητήσεις για ζητήματα κοινής φορτώσεως και μεταφοράς (αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Πάντως, όπως έχει ήδη υπομνησθεί ανωτέρω στη σκέψη 220, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί ως επιδιώκουσα περιοριστικό αποτέλεσμα ακόμη και αν δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αλλά επίσης έχει άλλους θεμιτούς σκοπούς (βλ. απόφαση General Motors κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 220, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)..

–       Επί της προτεινόμενης από τις προσφεύγουσες ερμηνείας της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής

307    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από κανένα στοιχείο της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής δεν προκύπτει ότι οι περιλαμβανόμενες σε αυτήν πληροφορίες αποκτήθηκαν από ανταγωνιστές ή ότι δεν ήσαν δημοσίως διαθέσιμες κατά τον χρόνο αποστολής της επιστολής. Εξάλλου, οι εν λόγω πληροφορίες ήσαν ανακριβείς.

308    Κατά τις προσφεύγουσες, πρώτον, διάφορες δηλώσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή αναφέρονται σε γεγονότα τα οποία ήσαν ευρέως γνωστά στην αγορά. Συγκεκριμένα, οι σχετικές με την εβδομάδα 13 σημειώσεις αναφέρουν ότι «η Chiquita δ[εχόταν] πιέσεις για μείωση των τιμών αποκλειστικά στην Ιταλία (μετά το Πάσχα)». Κάθε χρόνο, όμως, μετά το Πάσχα, οι τιμές εμφανίζουν πτώση στην αγορά, γεγονός που ο P1 ενδεχομένως αγνοούσε. Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι το πλοίο Wong επρόκειτο να εφοδιάσει με σημαντικές ποσότητες την Di Leonardo ήταν ευρέως γνωστό στην αγορά. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το πλοίο Wong είχε ήδη καταπλεύσει στις 4 Απριλίου 2005, ο όγκος που εκφορτώθηκε στον λιμένα της Ραβέννα (Ιταλία) ήταν γνωστός τουλάχιστον λίγες ημέρες νωρίτερα και, επομένως, ως προμηθευτές της Di Leonardo, η Chiquita και η PFCI είχαν ήδη ενημερωθεί από την Di Leonardo ότι αυτή δεν θα προμηθευόταν μεγάλες ποσότητες από τις ίδιες.

309    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό κατά το μέρος κατά το οποίο στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε αποσπασματική παράθεση της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες, παραλείπουν να αναφέρουν ότι η φράση «η Chiquita δέχεται πίεση για μείωση των τιμών αποκλειστικά στην Ιταλία (μετά το Πάσχα)» ακολουθείται από στοιχείο που αποδεικνύει τη σύναψη συμφωνίας περί καθορισμού των μελλοντικών τιμών, δηλαδή από την ακόλουθη φράση: «Συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες». Ομοίως, ενώ εμμένουν στο γεγονός ότι την εβδομάδα 14 η άφιξη του πλοίου Wong ήταν ευρέως γνωστή στην αγορά, οι προσφεύγουσες αγνοούν το γεγονός ότι ο P1 προσδιόρισε με σαφήνεια την πηγή της εν λόγω πληροφορίας, καθώς επισήμανε τα ακόλουθα:

«Ακολουθούν οι τελευταίες πληροφορίες σχετικά με τις συζητηθείσες με τον [C1] τιμές. Αυτός μου μίλησε περί Di Leonardo/Wong.»

310    Στο ίδιο πλαίσιο, οι προσφεύγουσες αποσιωπούν άλλα στοιχεία της ηλεκτρονικής επιστολής τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναφερόμενα μόνο στις γενικές συνθήκες της αγοράς ή ως πληροφορίες δημοσίως γνωστές ή προερχόμενες από πελάτες· αντιθέτως, πρόκειται για στοιχεία τα οποία μαρτυρούν ότι η Pacific συζήτησε με την Chiquita περί των μελλοντικών τιμών και των σχετικών με τις τιμές προθέσεων. Ειδικότερα, η ηλεκτρονική επιστολή περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες φράσεις: «Τηλεφώνησε για να ζητήσει να συνεννοηθούμε για τη στρατηγική μας για την επόμενη εβδομάδα και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τις τιμές»· «Ακολουθούν οι τελευταίες πληροφορίες σχετικά με τις συζητηθείσες με τον [C1] τιμές» ή, επίσης, «Εβδομάδα 15 — […] Μίλησα με τον [C1] και θα δώσει οδηγίες για διατήρηση των τιμών αμετάβλητων». Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν αθέμιτες επαφές μεταξύ των P1 και C1, ανεξαρτήτως του επισημανθέντος από τις προσφεύγουσες γεγονότος ότι ο P1 δεν έγραψε σωστά το όνομα του C1, και δεν δύνανται να ερμηνευθούν ως «εξωραϊσμένες εκδοχές γενικών δηλώσεων στις οποίες προέβη ο [C1] στο πλαίσιο θεμιτών επαφών στις αρχές του 2005, προσφέρουσες στον [P1] την ευκαιρία να τονίσει τις υποτιθέμενες γνώσεις του και τον ρόλο του στον τομέα της μπανάνας», όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

311    Συναφώς, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, στο μέτρο κατά το οποίο οι σχετικές με τις εβδομάδες 13 και 14 σημειώσεις δεν αναφέρουν ονομαστικά τον C1, δεν δύναται να προσδιοριστεί με βεβαιότητα το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η υπονοούμενη αντωνυμία «αυτός» ούτε δύναται να συναχθεί ότι οι φράσεις «συμφωνήσαμε αμφότεροι» και «τηλεφώνησε για να ζητήσει να συνεννοηθούμε για τη στρατηγική μας» αναφέρονται στον C1 ή σε άλλον εργαζόμενο της Chiquita, εφόσον αυτές απλούστατα μπορούν να αναφέρονται σε εσωτερικές συζητήσεις εντός της PFCI. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη τόσο των φράσεων «Ακολουθούν οι τελευταίες πληροφορίες σχετικά με τις συζητηθείσες με τον [C1] τιμές» και «Μίλησα με τον [C1] και θα δώσει οδηγίες για διατήρηση των τιμών αμετάβλητων» όσο του γεγονότος ότι όλες οι επίμαχες αναφορές αποτελούν σημειώσεις σε πίνακα τιμών της Chiquita, καθώς και του συνόλου των συλλεγεισών από την Επιτροπή αποδείξεων (βλ. ανωτέρω σκέψεις 188 και 189), η Επιτροπή δικαιολογημένα συνήγαγε ότι οι φράσεις «συμφωνήσαμε αμφότεροι» και «τηλεφώνησε για να ζητήσει να συνεννοηθούμε για τη στρατηγική μας» αναφέρονταν στον C1.

312    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από κανένα στοιχείο της ηλεκτρονικής επιστολής δεν προκύπτει ότι η πληροφορία αποκτήθηκε πριν αυτή κυκλοφορήσει στην αγορά ή ότι αυτή προερχόταν από την Chiquita, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει συναφώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Σημειώνουν ότι, κατά τον χρόνο αποστολής της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής, δηλαδή τη Δευτέρα της εβδομάδας 15 του 2005, οι σχετικές με τις τιμές των εβδομάδων 9 έως 14 πληροφορίες ήσαν πλέον παλαιές και ήδη γνωστές στην αγορά και, ως εκ τούτου, ο P1 θα μπορούσε να έχει αποκτήσει με ευχέρεια τις εν λόγω πληροφορίες από την εμπορική ομάδα της PFCI, παρακολουθώντας τις διαπραγματεύσεις της με τους πελάτες της τις προηγούμενες εβδομάδες, ή μέσω δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών.

313    Ομοίως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τις σχετικές με την εβδομάδα 15 πληροφορίες, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ακριβή ώρα κατά την οποία απεστάλη η ηλεκτρονική επιστολή, δηλαδή 9:57. Συγκεκριμένα, μολονότι δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του χρονικού σημείου στο οποίο o P1 συνέταξε ορισμένα τμήματα της εν λόγω ηλεκτρονικής επιστολής, είναι πιθανόν οι σχετικές με την εβδομάδα 15 πληροφορίες να προστέθηκαν στο κείμενο της επιστολής το ίδιο πρωί, αφότου ο ίδιος συζήτησε με μέλος της εμπορικής ομάδας περί των τιμών της Chiquita για τη συγκεκριμένη εβδομάδα, όπως αυτές είχαν αναφερθεί από πελάτες της. Κατά τις προσφεύγουσες, η εξήγηση αυτή είναι απολύτως συνεπής με τον καθορισμό και την ανακοίνωση των τιμών της Chiquita, η οποία εν γένει ελάμβανε χώρα κάθε Δευτέρα μετά την ενάτη πρωινή, ενώ η Chiquita επιβεβαίωσε συναφώς ότι «εύλογα δύναται να υποτεθεί ότι τη Δευτέρα και ώρα 9:57 οι τιμές της Chiquita για την εβδομάδα που άρχιζε ήσαν ήδη γνωστές στους πελάτες της». Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν ο P1 δεν είχε αποκτήσει τις σχετικές με τις τιμές της Chiquita πληροφορίες από πελάτες, η Chiquita ανέφερε ότι, «αν οι γενικές συνθήκες της αγοράς παρέμεναν κατά το μάλλον ή ήττον ίδιες, όπως [ο C1] ανέφερε κατ’ επανάληψη στις συναντήσεις μας, ήταν λογικό ο [P1] να συμπεράνει μετά βεβαιότητος, ήδη νωρίτερα από το πρωί της Δευτέρας, ότι οι τιμές της Chiquita θα παρέμεναν αμετάβλητες την εβδομάδα που θα ακολουθούσε».

314    Διευκρινίζεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή σημείωσε ότι η Pacific είχε δηλώσει ότι οι εβδομαδιαίες διαπραγματεύσεις της με τους Ιταλούς πελάτες της άρχιζαν τη Δευτέρα περί τη δεκάτη πρωινή, πλην όμως αυτές δεν ολοκληρώνονταν κατ’ ανάγκην κατά τον χρόνο εκείνο, και ότι συχνά κατά τη διάρκεια της ίδιας εβδομάδας ελάμβαναν χώρα περισσότερες της μιας διαπραγματεύσεις και πωλήσεις σε πελάτη (αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα το οποίο άλλωστε οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν με τα υπομνήματά τους, υποστηρίζοντας ότι, κατά τον χρόνο καθορισμού των τιμών της στην Ιταλία το πρωί της Δευτέρας, η PFCI είχε ήδη πληροφορηθεί τις τιμές της Chiquita από πελάτες της. Ως προς την Ελλάδα και την Πορτογαλία, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι οι πωλήσεις πραγματοποιούνταν εν γένει επί εξατομικευμένης βάσεως. Στο μέτρο κατά το οποίο η PFCI δεν προγραμμάτιζε παραδόσεις επί εβδομαδιαίας βάσεως, αλλά παραδόσεις ανά δεκαπενθήμερο για τις δύο αυτές χώρες, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι άρχιζαν τις επαφές με τους πελάτες περίπου δέκα ημέρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία κατάπλου του πλοίου, ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν έως την επίτευξη συμφωνίας περί των τιμών και των όγκων. Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι στην Πορτογαλία και την Ελλάδα η Chiquita καθόριζε τις τιμές της την Πέμπτη και την Παρασκευή για τις παραδόσεις της επόμενης εβδομάδας σήμαινε ότι η PFCI, η οποία στις εν λόγω χώρες προγραμμάτιζε παραδόσεις και πραγματοποιούσε πωλήσεις μόνο ανά δεκαπενθήμερο, γνώριζε εκ των προτέρων τις τιμές της Chiquita από πελάτες της και τις ελάμβανε υπόψη, μεταξύ των λοιπών πληροφοριών που συγκέντρωνε στην αγορά, κατά τον καθορισμό των τιμών της.

315    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανή, τουλάχιστον ως προς τις τιμές της Ιταλίας, η από τον P1 προσθήκη των σχετικών με την εβδομάδα 15 πληροφοριών το ίδιο πρωί, πριν από την αποστολή της ηλεκτρονικής επιστολής και αφότου ο ίδιος είχε ενημερωθεί για τις τιμές της Chiquita από μέλος της εμπορικής ομάδας το οποίο τις είχε προηγουμένως πληροφορηθεί από πελάτες. Εξάλλου, οι δηλώσεις της Chiquita επί του ζητήματος αυτού πρέπει να αξιολογηθούν στο πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν, δηλαδή στο πλαίσιο της άμυνας της Chiquita μετά την παραλαβή του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου της Επιτροπής, εγγράφου με το οποίο η Επιτροπή ανέφερε ότι, λόγω της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής, η ίδια είχε λόγους να πιστεύει ότι η Chiquita δεν είχε παύσει την παραβατική συμπεριφορά κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της απαλλαγής, δηλαδή στις 8 Απριλίου 2005, πράγμα το οποίο μπορούσε να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αιτήσεώς της στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, η Chiquita είχε συγκεκριμένο λόγο να υποστηρίζει ότι ο P1 θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί τις τιμές της Chiquita για την εβδομάδα 15 το πρωί εκείνης της Δευτέρας, πριν από την αποστολή της ηλεκτρονικής επιστολής, από πηγή άλλην πλην του C1, δηλαδή λόγο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε περαιτέρω επαφή μεταξύ των C1 και P1 μετά τις 8 Απριλίου 2005.

316    Όσον αφορά τη δήλωση της Chiquita σε απάντηση του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου, με την εν λόγω δήλωση η Chiquita διευκρίνισε ότι σε πρώτο χρόνο είχε θεωρήσει ότι η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή αποτύπωνε εσωτερική συζήτηση της Pacific, τούτο δε επειδή είχε λάβει μια μη εμπιστευτική εκδοχή της εν λόγω επιστολής από την οποία είχαν αφαιρεθεί όλα τα ονόματα και, παράλληλα, την εσφαλμένη πληροφορία ότι τα ονόματα αυτά ανήκαν σε υπαλλήλους της Pacific. Πάντως, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, με την εν λόγω δήλωση η Chiquita δεν ανέφερε ότι αρχικά είχε υποθέσει ότι η Pacific είχε πληροφορηθεί τα περιλαμβανόμενα στην ηλεκτρονική επιστολή στοιχεία από παράγοντες της αγοράς.

317    Επιπλέον, η διατύπωση της ηλεκτρονική επιστολής και, συγκεκριμένα, η φράση «Εβδομάδα 15 — […] μίλησα με τον [C1] και θα δώσει οδηγίες για διατήρηση των τιμών αμετάβλητων» δείχνει ότι οι πληροφορίες περί των τιμών της Chiquita προέρχονταν από την ίδια και όχι από πελάτες. Εξάλλου, το στοιχείο αυτό διαψεύδει την υπόθεση ότι ο P1 είχε καταλήξει στην εκτίμηση ότι οι τιμές θα διατηρούνταν σταθερές λόγω του γεγονότος ότι οι γενικές συνθήκες της αγοράς παρέμεναν κατά το μάλλον ή ήττον αμετάβλητες.

318    Όσον αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των σχετικών με τις εβδομάδες 9 έως 14 πληροφοριών, η Επιτροπή σωστά συνήγαγε ότι ήταν πιθανό οι πληροφορίες αυτές να μην είχαν ανταλλαγεί για πρώτη φορά στις 11 Απριλίου 2005, αλλά νωρίτερα, όταν αυτές αποτελούσαν ευαίσθητα δεδομένα, και ότι, επομένως, ο χρόνος τον οποίο οι προσφεύγουσες επέλεξαν για την αξιολόγηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών ήταν ακατάλληλος (αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βλ. ανωτέρω σκέψεις 290 έως 293). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι το γεγονός ότι η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή μιλούσε για ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τις προηγούμενες εβδομάδες εξηγείται από την τακτική επικαιροποίηση του πίνακα ως προς τις συζητήσεις με την Chiquita, η οποία αποδεικνύεται από τον αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», που αφορά τις εβδομάδες 6 έως 13 και έχει την ίδια διατύπωση με την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή περί των επαφών με την Chiquita (αιτιολογικές σκέψεις 130 και 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βλ. ανωτέρω σκέψη 293). Συνεπώς, η άποψη των προσφευγουσών ότι ο αχρονολόγητος πίνακας δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της πηγής των περιεχόμενων σε αυτόν πληροφοριών, του χρόνου διαβιβάσεως των εν λόγω πληροφοριών και του κατά τον χρόνο εκείνο εμπιστευτικού ή μη χαρακτήρα τους, από πλευράς ανταγωνισμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

319    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τα μέρη αντάλλαξαν επίσης πληροφορίες τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποκτήσει από άλλες πηγές, σημειώνεται ότι, όπως ανέφερε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το γεγονός ότι οι τιμές της μπανάνας ήσαν ευρέως γνωστές στον τομέα δεν καθιστά θεμιτές τις επαφές μεταξύ ανταγωνιστών.

320    Συγκεκριμένα, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών δεν καθίσταται θεμιτή εκ του γεγονότος ότι οι εν λόγω πληροφορίες ή ορισμένες εξ αυτών είναι δημοσίως γνωστές, επειδή κάθε επιχειρηματίας οφείλει να διαμορφώνει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην εσωτερική αγορά. Μολονότι αυτή η επιταγή αυτοτέλειας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται έξυπνα στην ήδη εκδηλωθείσα ή στην αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, αποκλείει αυστηρώς οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση μεταξύ τους επαφή έχουσα ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έχουν αποφασίσει ή σχεδιάζουν να τηρήσουν στην αγορά (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑867, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

321    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 282, η άποψη ανταγωνιστή επί στοιχείου σημαντικού για τους όρους προσφοράς και ζητήσεως, το οποίο θα μπορούσε να αποκτηθεί με άλλους τόπους πέραν των συζητήσεων με τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, καθώς και ο αντίκτυπος της εν λόγω απόψεως στην εξέλιξη της αγοράς δεν αποτελεί, εξ ορισμού, δημοσίως διαθέσιμη πληροφορία (απόφαση Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 279).

322    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η τακτική ανταλλαγή πληροφοριών περί των τιμών δύναται να έχει ως αποτέλεσμα την τεχνητή τόνωση της διαφάνειας σε μια αγορά όπου ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ήδη αμβλυμένος συνεπεία ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 179, σκέψη 281, και Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 405).

323    Ομοίως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι σχετικές με τις τιμές πληροφορίες ήσαν γνωστές στους πελάτες πριν από την γνωστοποίησή τους στους ανταγωνιστές και, επομένως, μπορούσαν να αποκτηθούν μέσω της αγοράς πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, το στοιχείο αυτό δεν σημαίνει ότι, κατά τον χρόνο διαβιβάσεως των καταλόγων τιμών στους ανταγωνιστές, οι τιμές αυτές αποτελούσαν ήδη αντικειμενικό δεδομένο της αγοράς, άμεσα ανακτήσιμο. Η άμεση διαβίβαση παρείχε στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των εν λόγω πληροφοριών κατά τρόπο ευχερέστερο, ταχύτερο και αμεσότερο απ’ ό,τι μέσω της αγοράς. Εξάλλου, αυτή η εκ των προτέρων διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών τούς παρείχε τη δυνατότητα να δημιουργούν κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τις μελλοντικές πολιτικές τους περί των τιμών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 463).

324    Τέλος, ως προς τη δήλωση των προσφευγουσών ότι οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες περί των τιμών ήσαν γνωστές στους πελάτες της οικείας επιχειρήσεως πριν από τη κοινοποίησή τους στους ανταγωνιστές και ότι, ως εκ τούτου, οι ανταγωνιστές μπορούσαν να έχουν ήδη συλλέξει μέσω της αγοράς τις αποκαλυφθείσες πληροφορίες, υπενθυμίζεται ότι απλώς και μόνο η απόκτηση, από επιχείρηση, πληροφοριών που διαβιβάστηκαν από ανταγωνιστές, πληροφοριών που ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας διαφυλάσσει ως επιχειρηματικό απόρρητο, αρκεί για την απόδειξη προθέσεως νοθεύσεως του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑3/89, Atochem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1177, σκέψη 54· της 10ης Μαρτίου 1992, T‑12/89, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑907, σκέψη 100· της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 66· της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 154, και Lafarge κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 323, σκέψη 462).

325    Τρίτον, η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 11:24 ηλεκτρονική επιστολή δεν αποδεικνύει, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή είναι ανακριβείς και ότι, ως εκ τούτου, η προηγηθείσα αυτή επιστολή στερείται κάθε αξιοπιστίας, επειδή, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 299 έως 301, το αντικείμενο των ηλεκτρονικών επιστολών ήταν προδήλως διαφορετικό, εφόσον η πρώτη περιείχε πληροφορίες ex ante για τις προθέσεις της Chiquita περί των τιμών, ενώ η δεύτερη αφορούσε τον εβδομαδιαίο απολογισμό μετά τις διαπραγματεύσεις με τους πελάτες στην Ιταλία, επικαιροποιημένο λόγω πτώσεως των τιμών στη Βόρεια Ιταλία, άρτι αφιχθεισών ποσοτήτων μπανανών και απώλητων αποθεμάτων της Pacific.

326    Τέλος, τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διακυμάνσεις των τιμών της Chiquita που περιέχονται στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή και αφορούν τις εβδομάδες 9 προς 10 και 10 προς 11 του 2005 είναι ανακριβείς. Σημειώνουν ότι, αν ο P1 και ο C1 πράγματι συζητούσαν επί τακτικής βάσεως περί των τιμών, θα αναμενόταν τουλάχιστον οι αναφερόμενες από τον P1 τιμές της Chiquita να είναι ορθές. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή επιχειρεί, ως εκ τούτου, να αποσιωπήσει το γεγονός ότι οι τιμές που περιέχονταν στα έγγραφα στα οποία η ίδια στηρίζεται δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές τιμές.

327    Η Επιτροπή αποκρούει τη δήλωση αυτή και υποστηρίζει, αφενός, ότι οι αναφερόμενες στην ηλεκτρονική επιστολή τιμές αντιστοιχούσαν στις πραγματικές τιμές και, αφετέρου, ότι συζητήσεις περί των τιμών όπως αυτές που αποτυπώνονται στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή είναι αντίθετες προς τους κανόνες ανταγωνισμού, ακόμη και όταν οι εν λόγω τιμές δεν ταυτίζονται με τις πραγματικές τιμές που καθορίζονται στη συνέχεια.

328    Αρκεί η επισήμανση ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πραγματικές τιμές που καθορίστηκαν στη συνέχεια δεν αντιστοιχούσαν στις ανταλλαγείσες από τα μέρη προθέσεις τιμών, τούτο δεν θεραπεύει τον αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού χαρακτήρα των εν λόγω ανταλλαγών στο μέτρο κατά το οποίο η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών δύναται να αντίκειται στους κανόνες ανταγωνισμού όταν μετριάζει ή αίρει τον βαθμό αβεβαιότητας σχετικά με τη λειτουργία της οικείας αγοράς, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Εξάλλου, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που εισάγει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνο των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ανταγωνισμού αυτού καθ’ εαυτόν (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψεις 31, 35 και 38, και απόφαση Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 545).

329    Ειδικότερα, το γεγονός ότι εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι αυτή περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1681, σκέψη 140, και Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 546).

330    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς δύνανται να επηρεάζονται από εξωτερικές παραμέτρους, κείμενες εκτός της σφαίρας ελέγχου των μελών συμπράξεως, όπως είναι η πορεία της οικονομίας εν γένει, η εξέλιξη της ζητήσεως στον συγκεκριμένο τομέα ή η διαπραγματευτική δύναμη των πελατών (απόφαση Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 547).

331    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν καταφέρνουν να αντικρούσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με τις επαφές μεταξύ της Chiquita και της Pacific κατά το διάστημα Απριλίου-Φεβρουαρίου 2005. Επομένως, πρέπει επίσης να απορριφθεί το συμπέρασμά τους ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή αποτύπωνε συζητήσεις μεταξύ των C1 και P1 περί των τιμών, η εν λόγω επιστολή περιέχει μόνο έμμεσες αποδείξεις περί τεσσάρων, κατά μέγιστο αριθμό, επαφών μεταξύ των δύο ανδρών οι οποίες αφορούν τις εβδομάδες 10, 13, 14 και 15 του 2005.

–       Επί των δηλώσεων της Chiquita και του C1 περί της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής

332    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η από αυτές ερμηνεία της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής είναι απολύτως συνεπής με την ερμηνεία της Chiquita και του C1, του οποίου παραθέτουν συναφώς διάφορες δηλώσεις.

333    Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν όλα τα αποσπάσματα που παρέθεσαν οι προσφεύγουσες, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως έχει ήδη τονιστεί ανωτέρω (βλ. σκέψη 315) και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών που στηρίζεται στις δηλώσεις της Chiquita και του C1 (βλ. κατωτέρω σκέψεις 336 επ.), σκοπός των επίμαχων δηλώσεων ήταν η απόκρουση της αιτιάσεως της Επιτροπής ότι η Chiquita συνέχισε την παράβαση μετά τις 8 Απριλίου 2005, ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της απαλλαγής, πράγμα που, κατά την Επιτροπή, αποδεικνυόταν από την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι με τις δηλώσεις τους επί του σημείου αυτού η Chiquita και ο C1 επιχειρούν να αποδείξουν ότι η ηλεκτρονική επιστολή δεν πιστοποιεί ανταλλαγή πληροφοριών για αθέμιτο σκοπό μετά τις 8 Απριλίου 2005.

334    Πάντως, με τις εν λόγω δηλώσεις τους η Chiquita και ο C1 δεν αναφέρουν ότι η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή δεν αποτυπώνει συζητήσεις με αθέμιτο περιεχόμενο διεξαχθείσες νωρίτερα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη μαρτυρία του C1 που περιέχεται στη δήλωση της Chiquita της 13ης Οκτωβρίου 2009.

335    Συνεπώς, η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες επιχειρούν να αποδείξουν ότι οι δηλώσεις της Chiquita επιβεβαιώνουν την από αυτές ερμηνεία της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δηλώσεων της Chiquita και του C1

336    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η από την Επιτροπή ερμηνεία των δηλώσεων της Chiquita και, ιδίως, του C1 είναι εντελώς πεπλανημένη. Κατά τις προσφεύγουσες, οι εν λόγω δηλώσεις αναιρούν κατά τρόπο σαφή τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ενώ, αντιθέτως, φαίνεται να στοιχούν με τις εναλλακτικές εξηγήσεις που η Pacific παρέσχε σχετικά με τις προσκομισθείσες από την Επιτροπή έγγραφες αποδείξεις.

337    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις της Chiquita συγκλίνουν εν γένει με τη διαπίστωση παραβάσεως και με τις έγγραφες αποδείξεις, παρά το γεγονός ότι περιέχουν ορισμένα αποσπάσματα προς υπεράσπιση της Chiquita.

–       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

338    Υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 182, κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και ουδεμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει την από την Επιτροπή επίκληση, έναντι επιχειρήσεως, δηλώσεων άλλων εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

339    Όσον αφορά τον βαθμό αξιοπιστίας των δηλώσεων της Chiquita, επισημαίνεται ότι εν προκειμένω η Chiquita, ως η πρώτη καταγγείλασα τη σύμπραξη, εύλογα προσέβλεπε στην προβλεπόμενη από το σημείο 8 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας πλήρη απαλλαγή από πρόστιμα. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η ίδια να διόγκωσε τη σημασία της καταγγελλόμενης παραβατικής συμπεριφοράς προκειμένου να βλάψει τους ανταγωνιστές της στην αγορά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, T‑110/07, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑477, σκέψη 64).

340    Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι δηλώσεις της Chiquita πρέπει να θεωρηθούν παντελώς αναξιόπιστες. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι, μολονότι ορισμένος βαθμός επιφυλακτικότητας έναντι της αυθόρμητης προσκομίσεως στοιχείων από τα κύρια μέλη παράνομης συμπράξεως είναι κατανοητός, η υποβολή αιτήσεως υπαγωγής στο προβλεπόμενο από την ανακοίνωση περί συνεργασίας ευνοϊκό καθεστώς, με σκοπό τη μείωση του προστίμου, δεν δημιουργεί κατ’ ανάγκην κίνητρο για προσκόμιση παραποιημένων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της ratio της προβλεπόμενης από την ανακοίνωση περί συνεργασίας διαδικασίας, κάθε απόπειρα παραπλανήσεως της Επιτροπής θα μπορούσε να κλονίσει την ειλικρίνεια, καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος, με συνέπεια να διακυβευθεί η δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως της εν λόγω διαδικασίας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Siemens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 339, σκέψη 65, και της 30ής Νοεμβρίου 2011, T‑208/06, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7953, σκέψη 53).

341    Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 151 έως 153, οι δηλώσεις οι οποίες αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίζονται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία και, μολονότι είναι δυνατόν επιχείρηση η οποία έχει υποβάλει αίτηση απαλλαγής από πρόστιμα να παράσχει όσο το δυνατό περισσότερα ενοχοποιητικά στοιχεία, η επιχείρηση αυτή έχει επίσης επίγνωση των ενδεχόμενων επιπτώσεων της υποβολής ανακριβών στοιχείων, η οποία δύναται, μεταξύ άλλων, να οδηγήσει σε ανάκληση της χορηγηθείσας απαλλαγής, επειδή ο κίνδυνος ανιχνεύσεως των ανακριβών δηλώσεων και, κατ’ επέκταση, ο κίνδυνος επελεύσεως των εν λόγω επιπτώσεων επιτείνεται από το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές πρέπει να επιρρωννύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ομοίως, δήλωση εταιρίας αναγνωρίζουσα παράβαση διαπραχθείσα από αυτήν εμπερικλείει σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων τον κίνδυνο αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο των οποίων δύναται να γίνει επίκληση της αποδειχθείσας, από την Επιτροπή, παράβαση της εν λόγω εταιρίας.

342    Πάντως, στο μέτρο κατά το οποίο οι δηλώσεις της Chiquita αμφισβητούνται από άλλες επιχειρήσεις στις οποίες επίσης προσάπτεται συνομολόγηση της κοινής συμφωνίας, αυτές πρέπει να τεκμηριώνονται με άλλα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να μπορούν να θεωρηθούν επαρκής απόδειξη της συμφωνίας και του περιεχομένου της (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Siemens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 339, σκέψη 66· της 16ης Ιουνίου 2011, T‑235/07, Bavaria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3229, σκέψη 79, και Polimeri Europa κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 57, σκέψη 54).

343    Ως προς τις δηλώσεις του C1 επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η μαρτυρία του δεν δύναται να διαχωριστεί και να θεωρηθεί ανεξάρτητη εκείνης της Chiquita, επειδή αυτός όχι μόνο εργαζόταν για την εν λόγω εταιρία από το 1989, δηλαδή κατά ένα μεγάλο μέρος του επαγγελματικού βίου του, και καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας της Επιτροπής, αλλά επιπλέον κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου της Chiquita, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως συνεργασίας που η τελευταία είχε προκειμένου να τύχει απαλλαγής από πρόστιμα (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, οι δηλώσεις της Chiquita συνίστανται κατά κύριο λόγο σε σύνοψη δηλώσεων στις οποίες ο C1 προέβη στο πλαίσιο ακροάσεων, ενώ η Επιτροπή εξομοίωσε εν μέρει τις άμεσες δηλώσεις του C1 με εκείνες της Chiquita (αιτιολογικές σκέψεις 97 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις του C1 δεν δύνανται να θεωρηθούν πρόσθετο στοιχείο που τεκμηριώνει τις δηλώσεις της Chiquita, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 342 νομολογίας, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μέρος των δηλώσεων της Chiquita (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 339, σκέψεις 69 και 70).

344    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η μαρτυρία άμεσου μάρτυρα των κατατεθέντων από τον ίδιο περιστατικών πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπίζεται ως στοιχείο αυξημένης αποδεικτικής αξίας (απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 339, σκέψη 75).

–       Προσβαλλόμενη απόφαση

345    Στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή ανέφερε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η Chiquita προέβη σε διάφορες δηλώσεις σχετικές με το εμπόριο μπανανών στη Νότια Ευρώπη, οι οποίες συνίστανται σε διάφορες προφορικές δηλώσεις της, σε απάντησή της επί του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου και σε δηλώσεις της στο πλαίσιο της ακροάσεως. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε, στο πλαίσιο των ελέγχων, με υπαλλήλους της Επιτροπής βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, ο C1 προέβη σε δήλωση εξ ονόματος της Chiquita, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως συνεργασίας που αυτή είχε από την προηγηθείσα αίτησή της επιεικούς μεταχειρίσεως (αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

346    Η Επιτροπή σημειώνει ότι η Chiquita δήλωσε ότι, κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 8 Απριλίου 2005 (ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της επιεικούς μεταχειρίσεως) εμπλεκόταν σε παράβαση η οποία, μεταξύ άλλων, συνίστατο σε περιστασιακές αθέμιτες επαφές με την Pacific με αντικείμενο την ανταλλαγή δεδομένων σχετικών με τις τάσεις των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε (αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

347    Κατά την Επιτροπή, η Chiquita εξήγησε ότι, στο πλαίσιο διαφόρων συζητήσεων μεταξύ του C1 της Chiquita και του P1 της Pacific (ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνον [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα]), συζητήσεων οι οποίες αφορούσαν κατά κύριο λόγο την προμήθεια μπανανών από τον Ισημερινό, μέτρα από κοινού φορτώσεως, καταγγελίες σχετικές με τις λιμενικές υπηρεσίες στο Σαλέρνο, τη λύση της εμπορικής ενώσεως ANIPO και την πώληση μπανανών στην Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και σε άλλες χώρες, οι εκπρόσωποι της Chiquita και της Pacific συνομιλούσαν και αντάλλασσαν τις απόψεις τους επίσης για τις εξελίξεις που επρόκειτο να σημειωθούν στην αγορά και για τις σχετικές με τις τιμές προθέσεις, οι οποίες εκφράζονταν σε διακυμάνσεις τιμών (αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

348    Η Επιτροπή αναφέρει ότι η Chiquita εξήγησε περαιτέρω ότι, ανά διαστήματα, τα μέρη αντάλλασσαν απόψεις για τις γενικές τάσεις της αγοράς και ότι ορισμένες εξ αυτών των συζητήσεων κατέληγαν στην ανταλλαγή ειδικότερων στοιχείων περί των τάσεων των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε. Η Chiquita διατείνεται ότι, μολονότι ο C1 της Chiquita δεν παρείχε στον P1 της Pacific ρητές ή φανερές ενδείξεις περί των τιμών, αυτός εξέφραζε την άποψή του για τις γενικές τάσεις της αγοράς με όρους όπως «η αγορά είναι χλιαρή», «δεν υπάρχουν πολλά φρούτα αυτόν τον καιρό», «δεν νομίζω ότι η αγορά θα καταρρεύσει» ή «δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω». Πάντως, κατά τα υποβληθέντα από την Chiquita στοιχεία, οι περιγραφές αυτές μπορούσαν να ερμηνευθούν με ευχέρεια από οποιοδήποτε πρόσωπο εξοικειωμένο με τον κλάδο της μπανάνας ως αναφερόμενες ειδικά στις τιμές. Κατά την Chiquita, εφόσον οι τιμές παρουσίαζαν κατά κανόνα διακυμάνσεις της τάξεως του 0,50 ευρώ, ένδειξη όπως αυτή της φράσεως «η αγορά είναι χλιαρή» σήμαινε ότι οι τιμές θα μειώνονταν κατά 0,50 ευρώ· ένδειξη όπως αυτή της φράσεως «δεν υπάρχουν πολλά φρούτα αυτόν τον καιρό» σήμαινε ότι οι τιμές θα αυξάνονταν κατά 0,50 ευρώ, ενώ ένδειξη όπως αυτή της φράσεως «δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω» σήμαινε ότι οι τιμές της Chiquita θα παρέμεναν αμετάβλητες. Πράγματι, οι δηλώσεις της Chiquita δείχνουν ότι τα μέρη αντάλλασσαν τις προθέσεις τους σχετικά με τις τιμές κατά τρόπον ώστε αμφότερα να αντιλαμβάνονται αν κατά την εβδομάδα που θα ακολουθούσε οι τιμές θα αυξάνονταν κατά 0,50 ευρώ, θα μειώνονταν κατά 0,50 ευρώ ή θα διατηρούνταν σταθερές (αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

349    Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι, κατά την Chiquita, τα πρόσωπα που εμπλέκονταν άμεσα στις σχετικές με τις τιμές επαφές ήσαν ο C1 της Chiquita και ο P1 της Pacific, ενώ επίσης ο C2 της Chiquita ([στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα]) λάμβανε μέρος στις εν λόγω επαφές. Η Chiquita διευκρίνισε ότι, μετά την πρώτη συνάντησή τους, η οποία έλαβε χώρα στις 24 Ιουνίου 2004 επ’ ευκαιρία συνελεύσεως της εμπορικής ενώσεως ANIPO, ο C1 της Chiquita και ο P1 της Pacific συναντήθηκαν εκ νέου σε γεύμα οργανωμένο στις 28 Ιουλίου 2004, στο οποίο παρέστη και ο συνεργάτης της Chiquita C2. Μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 ο C1 της Chiquita και ο P1 της Pacific καθιέρωσαν τακτική τηλεφωνική επικοινωνία, με τον συνολικό αριθμό των μεταξύ τους τηλεφωνημάτων να κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 από τον Σεπτέμβριο του 2004 έως περίπου τον Ιούνιο του 2006. Η Chiquita εξήγησε ότι, ενώ η συχνότητα των επαφών τους εξηρτάτο από τα προς συζήτηση θέματα, οι τηλεφωνικές συνομιλίες τους πύκνωσαν στα τέλη του 2004 και στις αρχές του 2005, όταν το μέλλον της εμπορικής ενώσεως ANIPO αποτελούσε αντικείμενο ευρείας συζητήσεως μεταξύ των μελών της και όταν ο P1, ο οποίος είχε μόλις εισέλθει στην αγορά της μπανάνας, απευθυνόταν στον C1 προκειμένου να πληροφορηθεί τις απόψεις του και να λάβει ενδείξεις περί των τάσεων της αγοράς και των συναφών με αυτήν ζητημάτων. Η Chiquita διευκρίνισε εξάλλου ότι σε λιγότερες από τις μισές των εν λόγω 15-20 τηλεφωνικών συνομιλιών συζητήθηκαν γενικότερα ή ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις τάσεις των τιμών· συγκεκριμένα, περί τα πέντε τηλεφωνήματα ήσαν γενικότερης φύσεως και αφορούσαν τις τάσεις της αγοράς, ενώ σε άλλα πέντε τηλεφωνήματα ο C1 εξέφρασε «τις ειδικότερες προβλέψεις» του «περί των τιμών» «μέσω ενδείξεων περί της τάσεως της αγοράς» για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε. Η Chiquita επισήμανε επίσης ότι οι εν λόγω επαφές πραγματοποιούνταν πριν από την τακτική ανακοίνωση, από το εμπορικό τμήμα της, των τιμών στους πελάτες της Ιταλίας το πρωί της Δευτέρας. Κατά την Chiquita, η τηλεφωνική επικοινωνία στο πλαίσιο της οποίας η ίδια και η Pacific αντάλλασσαν πληροφορίες περί των τάσεων των τιμών τερματίστηκε το αργότερο στις 8 Απριλίου 2005, όταν η Chiquita υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής (αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Επί της επιχειρηματολογίας με την οποία οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αποδεικτική αξία των δηλώσεων της Chiquita και του C1

350    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι δηλώσεις της Chiquita ρητώς αντικρούουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής και ότι η Επιτροπή ερμήνευσε τις εν λόγω δηλώσεις κατά τρόπο εσφαλμένο προκειμένου να τις ευθυγραμμίσει με τους ισχυρισμούς της, αγνοώντας πλήρως τον απαλλακτικό για τις ίδιες χαρακτήρα τους, τούτο δε παρά το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές συγκλίνουν με τις εναλλακτικές εξηγήσεις που παρέσχε η PFCI παρέσχε σχετικά με τις σημειώσεις του P1 της 28ης Ιουλίου 2004 και με την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή.

351    Κατά τις προσφεύγουσες, ο ισχυρισμός ότι η Chiquita και η PFCI συνήψαν αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμφωνία, την οποία στη συνέχεια έθεσαν σε εφαρμογή, ρητώς διαψεύδεται από τις δηλώσεις της Chiquita και, κυρίως, του C1, μάρτυρα-κλειδιού στην εν λόγω υπόθεση. Επειδή ο C1 είναι το μόνο εκ των μετασχόντων στις αθέμιτες επαφές με τον P1 πρόσωπο που βρίσκεται ακόμη εν ζωή, η άποψή του και οι αναμνήσεις του είναι προφανώς κομβικής σημασίας για τη λύση της υπό κρίση διαφοράς, ενώ ο ίδιος είναι αναμφίβολα το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για την ερμηνεία των σημειώσεων του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004 και της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής. Κατά τις προσφεύγουσες, ιδιαίτερη σημασία πρέπει, επομένως, να δοθεί στο γεγονός ότι ο C1 διαψεύδει την από την Επιτροπή ερμηνεία των εν λόγω εγγράφων και ότι αυτός απέκρουσε επιμόνως την αιτίαση ότι συζήτησε με την PFCI για ενδεχόμενο συντονισμό των συμπεριφορών τους στην αγορά ή, κατά μείζονα λόγο, ότι συνήψε συμφωνία με τέτοιο περιεχόμενο.

352    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή αγνόησε πλήρως και αντιπαρήλθε τις υπέρ τους σαφείς δηλώσεις της Chiquita και του C1, πράγμα που δημιουργεί θεμελιώδες ζήτημα δίκαιης διεξαγωγής της διαδικασίας. Διατείνονται ότι η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει την έρευνα κατά τρόπο αντικειμενικό και δεν δύναται να αγνοεί απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, όταν αυτά σαφώς κλονίζουν τους ισχυρισμούς της. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παρέλειψε να κοινοποιήσει στην Pacific απαντήσεις πελατών επί αιτήσεων πληροφοριών και να οργανώσει νέα συζήτηση με τον C1.

353    Πάντως, μετριάζοντας ελαφρώς τον κατηγορηματικό χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες δέχονται επίσης ότι η Chiquita πράγματι ενδέχεται να μην αμφισβήτησε τυπικώς τη διαπίστωση παραβάσεως για το προ της 8ης Απριλίου 2005 χρονικό διάστημα. Κατά τις προσφεύγουσες, είναι όμως σαφές ότι, επί της ουσίας, η Chiquita και ο C1 σαφώς διέψευσαν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Chiquita και η PFCI είχαν προχωρήσει σε οργανωμένη σύμπραξη για συντονισμό των τιμών τους.

354    Σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι τα κρίσιμα αποσπάσματα των δηλώσεων της Chiquita (δηλώσεις της Chiquita της 15ης Φεβρουαρίου 2008, της 22ας Μαΐου 2008, της 5ης Μαρτίου 2009 και της 13ης Οκτωβρίου 2009) αναπαράγουν στην ουσία δηλώσεις στις οποίες ο C1 προέβη στο πλαίσιο συναντήσεων με τους υπευθύνους της Chiquita ή με τους δικηγόρους της (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 250 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επομένως, η εξέταση του συγκεκριμένου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως συνίσταται στην ουσία σε ανάλυση του περιεχομένου και της αξιοπιστίας των δηλώσεων του C1.

355    Στη συνέχεια, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την προσαπτόμενη στις προσφεύγουσες παράβαση, όπως η Επιτροπή τα συνήγαγε από τις διαθέσιμες αποδείξεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 187 έως 189), συνίστανται σε συνάντηση μεταξύ, αφενός, των C1 και C2 της Chiquita και, αφετέρου, του P1 της PFCI κατά τη διάρκεια γεύματος που έλαβε χώρα στις 28 Ιουλίου 2004, στο πλαίσιο του οποίου τα μέρη αποφάσισαν να συντονίζουν στο εξής τις στρατηγικές τους περί των τιμών και το οποίο αποτέλεσε την αφετηρία της παραβάσεως και, επιπλέον, σε τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ των C1 και P1 κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005, στο πλαίσιο των οποίων οι δύο άνδρες προχώρησαν σε αθέμιτες συνεννοήσεις περί των τάσεων των τιμών της Chiquita και της Pacific, θέτοντας σε εφαρμογή τη συνομολογηθείσα κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 συμφωνία (αιτιολογικές σκέψεις 102, 103, 121 και 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο C1 αποτελεί, επομένως, τον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών της φερόμενης συμπράξεως και, ως εκ τούτου, οι δηλώσεις του συνιστούν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία.

356    Τέλος, βάσει της νομολογίας (βλ. ανωτέρω σκέψεις 342 και 343), στο μέτρο κατά το οποίο αμφισβητούνται από την Pacific, οι δηλώσεις της Chiquita και του C1 πρέπει να τεκμηριωθούν με άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να μπορέσουν να θεωρηθούν επαρκής απόδειξη της παραβάσεως και της εκτάσεώς της. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, επειδή η διαπίστωσή της περί παραβάσεως δεν στηρίζεται μόνο στις δηλώσεις της Chiquita και του C1, αλλά επίσης στα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τους διενεργηθέντες από την ιταλική Guardia di Finanza ελέγχους στο πλαίσιο εθνικής έρευνας, δηλαδή στις σημειώσεις του P1, καθώς και στα έγγραφα που συνελέγησαν στο πλαίσιο των ελέγχων που η Επιτροπή διενήργησε από τις 28 έως τις 30 Νοεμβρίου 2007, δηλαδή σε εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή αποσταλείσα από τον P1 στον P2 στις 11 Απριλίου 2005, ημέρα Δευτέρα και ώρα 9:57, και σε αχρονολόγητο πίνακα που βρέθηκε στο γραφείο του P2 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 187 έως 189).

357    Από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, όπως αυτή αναπτύσσεται στα υπομνήματά τους, η οποία συνοψίστηκε ανωτέρω στις σκέψεις 350 έως 353 και επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν αυτή καθ’ εαυτήν έλλειψη πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων επιρρωννυόντων τις δηλώσεις της Chiquita και του C1, αλλά υποστηρίζουν ότι οι δηλώσεις αυτές σαφώς ανατρέπουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή συνήγαγε από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται διάφορα αποσπάσματα των δηλώσεων της Chiquita και του C1.

358    Πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι υποστηρίζουν επίσης ότι οι δηλώσεις του C1 που αφορούν το γεγονός ότι οι επαφές του με τον P1 συνίσταντο σε ανταλλαγή γενικών τάσεων επί της πορείας της αγοράς δεν επιρρωννύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με την εκτίμηση των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε προσηκόντως ότι, εν προκειμένω, η παράβαση δύναται να χαρακτηριστεί ως ενιαία και διαρκής και, ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να εξεταστεί στο αντίστοιχο πλαίσιο (βλ. κατωτέρω σκέψεις 493 έως 497).

359    Κατά συνέπεια, τώρα πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, το ζήτημα αν οι δηλώσεις της Chiquita και του C1 σαφώς ανατρέπουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, πριν εξεταστούν, δεύτερον, τα παρατιθέμενα από τις προσφεύγουσες αποσπάσματα και, τρίτον, οι αιτιάσεις ότι η Επιτροπή παρέλειψε να κοινοποιήσει ορισμένα έγγραφα στην Pacific και να οργανώσει νέα συζήτηση με τον C1.

360    Κατά πρώτον, από την ανάγνωση των δηλώσεων της Chiquita και του C1 (δηλώσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2008, της 22ας Μαΐου 2008, της 5ης Μαρτίου 2009 και της 13ης Οκτωβρίου 2009) προκύπτει ότι, μολονότι οι εν λόγω δηλώσεις εμφανίζουν σε ορισμένα σημεία υπερασπιστικό για τις προσφεύγουσες χαρακτήρα έναντι των ισχυρισμών που η Επιτροπή διατυπώνει βάσει του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, ουδόλως ανατρέπουν «ρητώς, σαφώς και με συνέπεια» τα συμπεράσματα της Επιτροπής ούτε δύνανται να θεωρηθούν «απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία». Ομοίως, ο C1 δεν «διέψευσε» τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τις έγγραφες αποδείξεις που αυτή συνέλεξε.

361    Επομένως, η περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση της Επιτροπής, η οποία αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες, ότι, στο πλαίσιο των δηλώσεών της, «η Chiquita ανέφερε ότι, κατά το διάστημα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 8 Απριλίου 2005 […] εμπλεκόταν σε παράβαση η οποία, μεταξύ άλλων, συνίστατο σε περιστασιακές αθέμιτες επαφές με την Pacific με αντικείμενο την ανταλλαγή δεδομένων σχετικών με τις τάσεις των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε» συνοψίζει σωστά τη δήλωση στην οποία προέβη ο C1 στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργήθηκαν στους επαγγελματικούς χώρους της Chiquita στις 28 και 29 Νοεμβρίου 2007, καθώς και τις δηλώσεις της Chiquita κατά τη διάρκεια της έρευνας της Επιτροπής, τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι.

362    Πάντως, οι εν λόγω δηλώσεις, μολονότι δεν διαψεύδουν τα συμπεράσματα που η Επιτροπή συνάγει από άλλες αποδείξεις, είναι λιγότερο σαφείς από τα συμπεράσματα αυτά, πράγμα που η Επιτροπή αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 104 και 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

363    Σημειώνεται συναφώς ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 158 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εξέτασε την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία οι δηλώσεις της Chiquita συγκρούονταν με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι περιείχαν ορισμένα αποσπάσματα με υπερασπιστικό περιεχόμενο, οι δηλώσεις της Chiquita στοιχούσαν εν γένει με τη διαπίστωση παραβάσεως και συνέκλιναν με τις έγγραφες αποδείξεις (αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

364    Η Επιτροπή εκθέτει ότι η συζήτηση με τον C1 στο πλαίσιο των ελέγχων τον Νοέμβριο του 2007 έλαβε χώρα σε χρονική στιγμή κατά την οποία ο C1 προετοίμαζε ακόμη υπερασπιστική γραμμή και ότι, ως εκ τούτου, οι δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο αυτό είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι, σε διάφορες περιστάσεις, ο C1 εμφανίστηκε απρόθυμος να αποκαλύψει ότι είχε πλήρη γνώση των σχετικών με τη σύμπραξη ενεργειών, αυτός δέχθηκε ότι τα δύο μέρη εμπλέκονταν σε αθέμιτες ενέργειες, οι οποίες σαφώς δεν εξαντλούνταν σε αμιγώς περιστασιακές συζητήσεις περί των θεμάτων της κοινής φορτώσεως και μεταφοράς εμπορεύματος (αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

365    Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι με ηλεκτρονική επιστολή της 17ης Απριλίου 2005 (αποσταλείσα δέκα ημέρες μετά την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής) o γενικός διευθυντής της Chiquita για την Ευρώπη προειδοποίησε τα μέλη του προσωπικού της, περιλαμβανομένου του C1, ότι η εταιρία εξέταζε το ενδεχόμενο κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας κατά εκείνων οι οποίοι θα παρέλειπαν να αναφέρουν, εντός σαράντα οκτώ ωρών από της εν λόγω προειδοποιήσεως, τυχόν γνώση τους περί αθέμιτων επαφών με τους ανταγωνιστές. Κατά την Chiquita, ο C1 εκλήθη σε συνέντευξη για πρώτη φορά την επομένη της εκπνοής της εν λόγω προθεσμίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ο C1 δεν είχε αναφέρει τις αθέμιτες επαφές με την Pacific εντός της ταχθείσας σαρανταοκτάωρης προθεσμίας λειτούργησε ενδεχομένως ανασταλτικά ως προς την προθυμία του να δηλώσει τη γνώση του περί της αθέμιτης συμφωνίας μετά την έναρξη της παρούσας διαδικασίας, το 2007, εξαιτίας του φόβου πειθαρχικών κυρώσεων (δεδομένου ότι το 2005 δεν είχε αναφέρει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις σχετικές με τις τιμές επαφές που είχαν πραγματοποιηθεί με την Pacific) (αιτιολογικές σκέψεις 159 και 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

366    Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης ότι, με την απάντησή της επί του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου της Επιτροπής, η Chiquita παρουσίασε τις πειθαρχικές κυρώσεις με τις οποίες απειλούνταν οι υπάλληλοί της σε περίπτωση παραβάσεως των επιβληθέντων από την ίδια μέτρων συμμορφώσεως (με εξακολούθηση ενδεχόμενης παράνομης συμπεριφοράς, αθέμιτων επαφών με τους ανταγωνιστές της ή με την παροχή ελλιπών, παραπλανητικών ή ψευδών απαντήσεων), κυρώσεις οι οποίες μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε απόλυση, και εξήγησε ότι, από το 2005, ο C1 ήταν διαρκώς ενήμερος για τις εν λόγω συνέπειες. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω στοιχείου, ο υπερασπιστικός χαρακτήρας ορισμένων δηλώσεων στις οποίες προέβη η Chiquita πολλά έτη μετά τα επίμαχα περιστατικά δεν δύναται να κλονίσει την αποδεικτική αξία των σαφών και λεπτομερών πληροφοριών που περιέχονται στα αποδεικτικής φύσεως έγγραφα που συντάχθηκαν από την Pacific κατά τον χρόνο της παραβάσεως και τα οποία επίσης επιρρωννύονται από τις δηλώσεις της Chiquita (αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

367    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι απόψεις της Επιτροπής περί της αξίας των δηλώσεων του C1 στερούνται συνοχής και είναι αντιφατικές. Σημειώνουν ότι η Επιτροπή, αφενός μεν, τονίζει ότι οι δηλώσεις του C1 είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες, αφετέρου δε, όταν τίθεται επί τάπητος το ζήτημα του χαρακτήρα των εν λόγω δηλώσεων ως απαλλακτικών στοιχείων, επιδιώκει να υποβαθμίσει τη σημασία τους. Η άποψη της Επιτροπής ότι οι δηλώσεις του C1 πρέπει να αξιολογηθούν εντός του πλαισίου της συμμετοχής του στην παράβαση, υπό την έννοια ότι αυτός είχε συμφέρον να υποβαθμίσει το αθέμιτο περιεχόμενο των επαφών του με τον P1, είναι υποθετικής φύσεως και δεν στηρίζεται στην πραγματική κατάσταση. Αντιθέτως, κατά τις προσφεύγουσες, ο C1 απειλήθηκε με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και στοιχειοθέτηση ευθύνης του αν δεν αποκάλυπτε πλήρως τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο των συναντήσεων. Επιπροσθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο οι εν λόγω δηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο η Chiquita είχε την πεποίθηση ότι, λόγω πλημμελούς εκ μέρους της συνεργασίας, θα μπορούσε να στερηθεί της απαλλαγής τόσο στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης όσο και στην υπό κρίση υπόθεση, οι Chiquita και οι υπάλληλοί της δεν είχαν κανένα συμφέρον να αποκρύψουν οποιαδήποτε αθέμιτη πράξη· αντιθέτως, κατά τις προσφεύγουσες, είχαν συμφέρον να υπερβάλουν στην παροχή πληροφοριακών στοιχείων.

368    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

369    Αφενός, επισημαίνεται ότι, μολονότι ασφαλώς οι δηλώσεις του C1 πρέπει να αντιμετωπιστούν ως δηλώσεις της Chiquita, υπό την έννοια ότι οι μεν δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία που επιρρωννύουν τις δε και αντιστρόφως (βλ. ανωτέρω σκέψη 343), επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη ορισμένες διαφορές μεταξύ των κινήτρων που βρίσκονται στη βάση των δηλώσεων προσώπου δεχόμενου τη συμμετοχή του σε παράβαση και των δηλώσεων στις οποίες προβαίνει επιχείρηση ως αιτούσα απαλλαγή.

370    Συγκεκριμένα, κατ’ αναλογίαν με τη νομολογιακή θέση ότι, αντιθέτως προς μια επιχείρηση, ένα άτομο δεν δύναται να έχει προσωπικό συμφέρον για τη διόγκωση της παραβατικής συμπεριφοράς των ανταγωνιστών της εν λόγω επιχειρήσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 339, σκέψη 70), επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η Chiquita, ως επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή, δεν είχε συμφέρον για την απόκρυψη των στοιχειοθετούντων την παράβαση πραγματικών περιστατικών, είναι απολύτως δυνατόν ο C1, ως άτομο, να μην αντιμετώπιζε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό την ιδέα να πρέπει να παραδεχθεί την προσωπική συμμετοχή του στην παράβαση, ιδίως διότι ο ίδιος δεν είχε αναφέρει την παράβαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 365), τούτο δε παρά την από την Chiquita παρότρυνσή του για αποκάλυψη όλων των πτυχών των επαφών του με τον P1. Πράγματι, ένα πρόσωπο ενδέχεται να διστάζει να παραδεχθεί συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική από επαγγελματικής ή ακόμη και προσωπικής απόψεως, κατά μείζονα λόγο σε κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, στο πλαίσιο της οποίας ένα και μόνον άτομο στο εσωτερικό επιχειρήσεως κατηγορείται για συμμετοχή σε παράβαση (βλ., συναφώς, τη δήλωσή του C1 στο πλαίσιο της ακροάσεως, με την οποία αυτός δέχθηκε ότι «λυπάται» για ό,τι συνέβη και ότι δεν θα είχε ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο αν γνώριζε ότι η συμπεριφορά του αυτή στοιχειοθετεί παράβαση των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου).

371    Επιπλέον, όπως σωστά επισημαίνει η Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη ενδεχόμενης προσωπικής ευθύνης του, επί παραδείγματι δυνάμει του εθνικού αστικού ή ακόμη και ποινικού δικαίου, ο C1 είχε πρόδηλο συμφέρον για υποβάθμιση του αθέμιτου περιεχομένου των επαφών του με τον P1.

372    Συνεπώς, είναι απολύτως λογικό ο C1 να υπήρξε επιφυλακτικός ως προς την αποκάλυψη του συνόλου των πτυχών των επαφών του με τον P1 και ιδίως ως προς την παραδοχή του αθεμίτου χαρακτήρα των εν λόγω επαφών, παρά την ασκηθείσα από την Chiquita πίεση προς την κατεύθυνση της μη αποκρύψεως στοιχείων.

373    Αφετέρου, η Επιτροπή σωστά σημειώνει ότι οι δηλώσεις στις οποίες ο C1 προέβη στο πλαίσιο των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2007, σε χρόνο κατά τον οποίο αυτός δεν είχε ακόμη προετοιμάσει υπερασπιστική γραμμή, είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες. Από τις δηλώσεις της Chiquita και του C1 προκύπτει εξάλλου ότι, προκειμένου να διαφυλαχθεί έως έναν βαθμό το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ο C1 δεν είχε ειδοποιηθεί περί των επικείμενων ελέγχων της Επιτροπής (βλ. ανωτέρω σκέψη 155). Επομένως, παρά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από τους δικηγόρους της Chiquita κατά τη διάρκεια των ελέγχων (βλ. επίσης σκέψη 155 ανωτέρω), είναι πιθανόν ο C1 να μην είχε ακόμη προλάβει να προετοιμάσει υπερασπιστική γραμμή. Το γεγονός ότι, παρά τις διευκρινίσεις που ακολούθησαν στο πλαίσιο μεταγενέστερων δηλώσεών του, ο C1 ενέμεινε στην ουσία στο περιεχόμενο των πρώτων αυτών δηλώσεών του (βλ. δήλωση της Chiquita της 5ης Μαρτίου 2009) συνηγορεί υπέρ της αξιοπιστίας του συνόλου των δηλώσεών του.

374    Από τα προεκτεθέντα και υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των αποσπασμάτων που επικαλούνται οι προσφεύγουσες (βλ. αμέσως κατωτέρω σκέψεις 376 επ.) προκύπτει ότι το κεντρικό νόημα των δηλώσεων του C1, ομού θεωρούμενων, δεν διαψεύδει τα συμπεράσματα της Επιτροπής ότι η Επιτροπή έδωσε μια λογική εξήγηση για τον υπερασπιστικό χαρακτήρα των εν λόγω δηλώσεων, ότι για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε μόνο στις εν λόγω δηλώσεις, αλλά σε δέσμη αποδείξεων, η οποία περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, έγγραφες αποδείξεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 187 έως 189), και ότι, ως εκ τούτου, αυτή μπορούσε να επικαλεστεί τις εν λόγω δηλώσεις προς επίρρωση των λοιπών αποδείξεων (βλ. ανωτέρω σκέψη 342)· η διαπίστωση αυτή τελεί όμως υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών περί του διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 358 και κατωτέρω σκέψεις 475 επ.).

375    Συναφώς, κρίνεται σκόπιμη η υπόμνηση ότι έχει κριθεί ότι, μολονότι ο ασαφής χαρακτήρας αποδεικτικού στοιχείου μειώνει αναμφισβήτητα την αποδεικτική του αξία, δεν συνιστά λόγο για την πλήρη απόρριψή του. Επισημαίνεται δε ότι το γεγονός ότι έγγραφο αναφέρεται σε ορισμένα μόνον εκ των πραγματικών περιστατικών που μνημονεύονται σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να επικαλεστεί το εν λόγω έγγραφο προς επίρρωση άλλων αποδείξεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση JFE Engineering κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 263).

376    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες παραθέτουν διάφορα αποσπάσματα των δηλώσεων της Chiquita και του C1 προκειμένου να τεκμηριώσουν τη θέση τους ότι οι εν λόγω δηλώσεις κλονίζουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ενώ, αντιθέτως, συγκλίνουν με τις παρασχεθείσες από την Pacific εναλλακτικές εξηγήσεις.

377    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι σε διάφορα σημεία των εν λόγω δηλώσεων επισημαίνεται ότι ο P1 και ο C1 συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε συνέλευση της ANIPO τον Ιούνιο του 2004, ότι το γεύμα εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004 ήταν μόλις η δεύτερη συνάντησή τους και ότι, κατά την Chiquita, στο πλαίσιο του εν λόγω γεύματος, ο P1 και ο C1 συζήτησαν περί «της δυνατότητας της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό». Κατά τις προσφεύγουσες, σε κανένα σημείο των εν λόγω δηλώσεων δεν γίνεται λόγος για συζήτηση περί τιμών στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής ή για συμφωνία των μερών περί συντονισμού της πολιτικής τους στον τομέα των τιμών.

378    Αφενός, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη των συμπερασμάτων της σχετικά με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή δεν βασίστηκε στις δηλώσεις της Chiquita, αλλά στις σημειώσεις του P1 (αιτιολογικές σκέψεις 102 έως 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως), αναγνωρίζοντας ότι οι εν λόγω έγγραφες αποδείξεις έδειχναν ότι τα θέματα συζητήσεως κατά το εν λόγω γεύμα ήσαν άλλα από εκείνα που ανέφεραν τα μέρη (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αφετέρου, το γεγονός ότι ο C1 δήλωσε ότι το θέμα της συζητήσεως κατά την εν λόγω συνάντηση ήταν η δυνατότητα της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό, ενώ αυτός δεν δήλωσε ότι είχε συζητήσει περί των τιμών ή ότι είχε συμφωνήσει να εναρμονίσει την τακτική του στον τομέα των τιμών με εκείνη του P1, δεν δύναται να ερμηνευθεί ως διάψευση των συμπερασμάτων της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο C1 δεν διέψευσε το συμπέρασμα ότι συζήτησε περί της τακτικής των μερών στον τομέα των τιμών ούτε δήλωσε ότι η δυνατότητα της Chiquita να προμηθεύεται μπανάνες από τη Noboa στον Ισημερινό αποτέλεσε το μοναδικό θέμα συζητήσεως κατά το εν λόγω γεύμα.

379    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το συναχθέν από τις σημειώσεις του P1 συμπέρασμα ότι κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 τα μέρη κατέστρωσαν σχέδιο δράσεως κατ’ εφαρμογήν του οποίου θα έρχονταν σε επαφή την εβδομάδα που θα ακολουθούσε προκειμένου να συνεννοηθούν για τις τιμές στην Πορτογαλία, δηλαδή για ενδεχόμενη «διατήρησή» τους στα ίδια επίπεδα, «αύξηση» ή «μείωσή» τους, είναι συνεπές με τις δηλώσεις της Chiquita της 15ης Φεβρουαρίου 2008 και της 22ας Μαΐου 2008, κατά τις οποίες, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 αντάλλασσαν κατά διαστήματα ειδικότερα στοιχεία περί των τάσεων των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, χρησιμοποιώντας όρους που παρείχαν στα δύο μέρη τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αν οι τιμές έπρεπε να αυξηθούν, να μειωθούν ή να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα. Πάντως, η Επιτροπή σημειώνει (υποσημείωση 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι, κατά τον χρόνο των εν λόγω δηλώσεών της, η Chiquita δεν είχε ακόμη αναγνώσει τις χειρόγραφες σημειώσεις, δεδομένου ότι απέκτησε πρόσβαση στις εν λόγω σημειώσεις μόνο αφότου απέκτησε πρόσβαση στον φάκελο, κατόπιν της αποστολής από την Επιτροπή της ανακοινώσεως αιτιάσεων στις 10 Δεκεμβρίου 2009 (βλ. ανωτέρω σκέψη 11).

380    Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμη η υπόμνηση ότι οι δηλώσεις στις οποίες προβαίνει αιτούσα απαλλαγή εταιρία πριν αυτή πληροφορηθεί τα στοιχεία που η Επιτροπή έχει συλλέξει στο πλαίσιο της έρευνάς της έχουν ιδιαιτέρως αυξημένη αποδεικτική αξία.

381    Συναφώς, επισημαίνεται ότι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός ότι μια δήλωση έγινε σε πιο προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο της απαντήσεως επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, δεν αφαιρεί από την εν λόγω δήλωση κάθε αποδεικτική αξία· η δήλωση αυτή δεν παύει όμως να υπολείπεται σε αποδεικτική αξία μιας αυθόρμητης δηλώσεως. Ειδικότερα, όταν η επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή γνωρίζει τα στοιχεία που η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει στο πλαίσιο της έρευνάς της, η ratio της προβλεπόμενης από την ανακοίνωση περί συνεργασίας διαδικασίας, κατά την οποία κάθε απόπειρα παραπλανήσεως της Επιτροπής δύναται να κλονίσει την ειλικρίνεια, καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας της επιχειρήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 340), δεν έχει εφαρμογή στο ίδιο μέτρο όπως όταν πρόκειται για δήλωση που γίνεται αυθόρμητα, χωρίς προηγούμενη γνώση των αιτιάσεων που διατυπώνονται από την Επιτροπή. Ομοίως, η εκτίμηση ότι οι δηλώσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του δηλούντος και πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπίζονται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ανωτέρω σκέψη 341) ενδέχεται να μην έχει πλήρη εφαρμογή όταν πρόκειται για απάντηση που επιχείρηση που ζήτησε απαλλαγή έδωσε στην ανακοίνωση αιτιάσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 340, σκέψεις 108 και 109).

382    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι οι δηλώσεις αναφέρουν ότι, μετά το γεύμα εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 άρχισαν να έχουν περιστασιακή τηλεφωνική επικοινωνία κατά το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2004 και Σεπτεμβρίου 2006 και ότι τα κύρια θέματα που συζητούνταν στο πλαίσιο των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών ήσαν η δυνατότητα προμήθειας μπανανών από τον Ισημερινό, οι συμφωνίες από κοινού φορτώσεως, οι σχετικές με τους λιμένες του Σαλέρνο καταγγελίες, το μέλλον της ANIPO και ενίοτε οι πωλήσεις στη Βόρεια Ιταλία. Πάντως, το στοιχείο αυτό, το οποίο δεν αμφισβητείται, δεν αντικρούει τα συμπεράσματα της Επιτροπής, κατά το μέρος κατά το οποίο με τις δηλώσεις εκτίθεται ότι, κατά τις εν λόγω τηλεφωνικές συνομιλίες, συζητήθηκαν επίσης οι τάσεις της αγοράς και οι προθέσεις περί των τιμών.

383    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν όμως ότι οι εν λόγω συζητήσεις μπορούν να εξηγηθούν από το επιβεβαιωθέν από την Chiquita γεγονός ότι ο P1 ήταν εντελώς άπειρος στην αγορά της μπανάνας και η πείρα του C1 τού προκαλούσε το ενδιαφέρον και ότι αυτό το είδος γενικών συζητήσεων προσιδίαζε στο είδος συζητήσεων που ελάμβαναν χώρα μεταξύ των διαφόρων παραγόντων στο πλαίσιο της ANIPO· ως εκ τούτου, κατά τις προσφεύγουσες, από τις εν λόγω δηλώσεις ουδόλως δύναται να συναχθεί ότι ο C1 και ο P1 είχαν θέσει σε εφαρμογή συμφωνία περί συντονισμού των τιμών.

384    Κατά πρώτον λόγο, σημειώνεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ο C1 και ο P1 είχαν θέσει σε εφαρμογή συμφωνία περί συντονισμού των τιμών δεν στηρίζεται μόνο στις επίμαχες δηλώσεις, αλλά στο σύνολο των παρατιθέμενων στη σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποδείξεων (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 190 και 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά δεύτερον λόγο, το γεγονός ότι ο P1 εκδήλωνε ενδιαφέρον για την πείρα του C1 ούτε αναιρεί ούτε αποδυναμώνει το συμπέρασμα ότι, κατά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες τους, οι δύο άνδρες αντήλλαξαν πληροφορίες σχετικές με τις τιμές. Κατά τρίτον λόγο, οι προσφεύγουσες ουδόλως τεκμηριώνουν το επιχείρημά τους ότι το είδος των συζητήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ του P1 και του C1 προσιδίαζε στο είδος των συζητήσεων που ελάμβαναν χώρα στο πλαίσιο της ANIPO· ακόμη όμως και αν ληφθεί ως δεδομένο, το στοιχείο αυτό δεν θεραπεύει τον αθέμιτο χαρακτήρα των μεταξύ του P1 και του C1 ανταλλαγών πληροφοριών περί των τιμών. Τέλος, κατά τέταρτον λόγο, οι προσφεύγουσες παραλείπουν να επισημάνουν ότι ο C1 όχι μόνο δήλωσε ότι είχε συζητήσει με τον P1 περί των γενικών τάσεων της αγοράς, αλλά και ότι αυτός διευκρίνισε ότι, κατά διαστήματα, συζητούσε με τον P1 περί των ειδικότερων τάσεων των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, χρησιμοποιώντας όρους που παρείχαν στα δύο μέρη τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται αν οι τιμές έπρεπε να αυξηθούν, να μειωθούν ή να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα.

385    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι ο C1 ανέφερε μεν ότι ορισμένες εκ των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ του ιδίου και του P1 είχαν καταλήξει στην ανταλλαγή ειδικότερων στοιχείων περί των τάσεων των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, διευκρίνισε όμως ότι ο ίδιος ουδέποτε είχε παράσχει ρητές ή φανερές ενδείξεις περί των τιμών. Κατά τις προσφεύγουσες, μόνο αργότερα, υπό την πίεση της Επιτροπής, η Chiquita πρόσθεσε ότι οποιοδήποτε πρόσωπο εξοικειωμένο με τον τομέα της μπανάνας μπορούσε να αντιληφθεί εν γένει ότι οι γενικές αυτές περιγραφές αφορούσαν ειδικά την τιμή, επειδή, στο πλαίσιο αγοράς εντός της οποίας ήταν ευρέως γνωστό ότι οι τιμές παρουσίαζαν διακυμάνσεις της τάξεως του 0,50 ευρώ, οι γενικές αυτές περιγραφές σήμαιναν αντιστοίχως ότι οι τιμές θα μειώνονταν κατά 0,50 ευρώ, θα αυξάνονταν κατά 0,50 ευρώ ή θα παρέμεναν αμετάβλητες.

386    Εν προκειμένω, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι η επιχειρηματολογία σχετικά με την από την Επιτροπή άσκηση αθέμιτης πιέσεως στην Chiquita κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έχει ήδη απορριφθεί στις σκέψεις 106 έως 172. Επιπλέον, μολονότι η δήλωση ότι οποιοδήποτε πρόσωπο εξοικειωμένο με τον τομέα της μπανάνας μπορούσε να ερμηνεύσει τις γενικές ενδείξεις του C1 (δήλωση της Chiquita της 22ας Μαΐου 2008) ασφαλώς είναι μεταγενέστερη της δηλώσεως με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο C1 παρέσχε τέτοιες γενικές ενδείξεις (δήλωση της Chiquita της 15ης Φεβρουαρίου 2008), αμφότερες προηγούνται χρονικώς της παροχής στην Chiquita της δυνατότητας προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων στις 10 Δεκεμβρίου 2009 (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), και επομένως, είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες (βλ. ανωτέρω σκέψεις 380 και 381).

387    Επιπλέον, ήδη με την πρώτη εκ των δύο επίμαχων δηλώσεων (δήλωση της 15ης Φεβρουαρίου 2008) αναγνωρίστηκε ότι ο C1 μπορεί να περιέγραψε τις γενικές τάσεις της αγοράς με όρους όπως «η αγορά είναι χλιαρή», «δεν υπάρχουν πολλά φρούτα αυτόν τον καιρό», «δεν νομίζω ότι η αγορά θα καταρρεύσει» ή «δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω». Τέτοια σχόλια δύνανται να εκληφθούν ως ενδείξεις σχετικές με τις μελλοντικές διακυμάνσεις των τιμών, επειδή η φράση «η αγορά είναι χλιαρή» δύναται να σημαίνει πτώση των τιμών, η φράση «δεν υπάρχουν πολλά φρούτα αυτόν τον καιρό» άνοδο των τιμών, ενώ η φράση «δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω» δύναται να σημαίνει ότι οι τιμές θα παραμείνουν στο ίδιο επίπεδο. Συνεπώς, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο P1 δεν είχε πείρα στον τομέα της μπανάνας και, επομένως, δεν είναι εύλογο να τεκμαίρεται ότι αυτός αντελήφθη ότι οι γενικές αυτές περιγραφές αναφέρονταν σε μεταβολές των τιμών πρέπει επίσης να απορριφθεί.

388    Σημειώνεται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι καιρικές συνθήκες, τόσο στις χώρες παραγωγής όσο και στις χώρες στις οποίες τα φρούτα προορίζονται για την κατανάλωση, ο όγκος των αποθεμάτων στους λιμένες και στις επιχειρήσεις ωριμάνσεως, η κατάσταση των πωλήσεων σε επίπεδο λιανικού εμπορίου και σε επίπεδο επιχειρήσεων ωριμάνσεως και η ύπαρξη εκστρατειών προωθήσεως των πωλήσεων συνιστούν σαφώς πολύ σημαντικές παραμέτρους για τον καθορισμό της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση, η δε αναφορά σε αυτές στο πλαίσιο διμερών συζητήσεων μεταξύ ενημερωμένων επιχειρηματιών συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη δημιουργία κοινής αντιλήψεως περί της αγοράς και της εξελίξεώς της από πλευράς τιμών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 2013, T‑587/08, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, σκέψη 360).

389    Τέλος, ως προς το ακριβές εύρος των εν λόγω διακυμάνσεων των τιμών, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η δήλωση της Chiquita ότι ήταν ευρέως γνωστό στην αγορά της μπανάνας ότι οι τιμές παρουσίαζαν διακυμάνσεις της τάξεως του 0,5 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, ευχερώς μπορούσε να συναχθεί ότι οι ενδείξεις του C1 σήμαιναν ότι οι τιμές θα μειώνονταν ή θα αυξάνονταν κατά 0,5 ευρώ ή, αντιθέτως, θα παρέμεναν σταθερές δεν βρίσκει στήριγμα στην κατάσταση των πραγμάτων, επειδή η ανάλυση των πραγματικών εβδομαδιαίων κινήσεων των τιμών δείχνει ότι οι διακυμάνσεις που αυτές παρουσίαζαν δεν ήσαν μόνο της τάξεως των 0,5 ευρώ και ότι ασφαλώς δεν καταγραφόταν καμιά τάση για πάγια αυξομείωση των τιμών ακριβώς κατά 0,5 ευρώ. Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι από τα σχετικά με τις πραγματικές τιμές δεδομένα των PFCI και Chiquita προκύπτει, αντιθέτως, ότι οι διακυμάνσεις που οι τιμές μπορούσαν να παρουσιάζουν επί εβδομαδιαίας βάσεως άρχιζαν από 0,25 ευρώ ή λιγότερο και άγγιζαν το 1 ή τα 2 ευρώ· προς στήριξη της εν λόγω δηλώσεώς τους οι προσφεύγουσες προσκομίζουν τους καταλόγους τιμών της Chiquita και της Pacific.

390    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Όπως σωστά υπογραμμίζει η Επιτροπή, το ζήτημα αν οι τιμές αυξομειώνονταν ακριβώς κατά 0,5 ευρώ δεν είναι καθοριστικής σημασίας αν τα μέρη αντάλλασσαν τις προθέσεις τους περί των τιμών κατά τρόπον ώστε αμφότερα να είναι σε θέση να αντιληφθούν αν οι τιμές θα αυξάνονταν, θα μειώνονταν ή θα διατηρούνταν σταθερές, δεδομένου ότι τέτοιες συζητήσεις περί των τάσεων των τιμών μείωναν τον βαθμό αβεβαιότητας κάθε μέρους ως προς την ακολουθητέα από το ίδιο στρατηγική στην αγορά.

391    Συγκεκριμένα, ο καθορισμός τιμής, έστω και αμιγώς ενδεικτικής, επηρεάζει τον ανταγωνισμό, επειδή παρέχει σε όλα τα μέλη της συμπράξεως τη δυνατότητα να προβλέπουν, με εύλογο βαθμό βεβαιότητας, την πολιτική τιμών που οι ανταγωνιστές τους προτίθενται να ακολουθήσουν. Γενικότερα, τέτοιου είδους συμπράξεις συνεπάγονται άμεση παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού εντός της οικείας αγοράς. Πράγματι, εκφράζοντας κοινή βούληση για τη διαμόρφωση του επιπέδου τιμών των προϊόντων τους, οι οικείοι παραγωγοί παύουν πλέον να καθορίζουν αυτοτελώς την πολιτική τους στην αγορά, υπονομεύοντας το πνεύμα των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση BPB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 324, σκέψη 310 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται εξάλλου, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των λοιπών επιχειρημάτων των προσφευγουσών, ότι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, όταν έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψεις 122 και 123).

392    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν, χωρίς άλλα σχόλια, αποσπάσματα από τη δήλωση της Chiquita της 22ας Μαΐου 2008, η οποία συνοψίζει τις εξηγήσεις του C1 περί του σκοπού και του αριθμού των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ του ιδίου και του P1.

393    Στο μέτρο κατά το οποίο η από τις προσφεύγουσες επίκληση της εν λόγω δηλώσεως, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας με την οποία επιδιώκουν να αποδείξουν ότι από τις δηλώσεις της Chiquita δεν μπορεί να συναχθεί καμία αντίθετη προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά, δύναται να ερμηνευθεί ως από αυτές υποστήριξη της θέσεως ότι, κατά την εν λόγω δήλωση, οι τηλεφωνικές συνομιλίες περιείχαν μόνο σε περιορισμένο αριθμό συζητήσεις περί των τιμών κατά την οικεία περίοδο, αρκεί η υπόμνηση ότι στις σκέψεις 362 έως 374 της παρούσας αποφάσεως εκτέθηκε ότι η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι δηλώσεις της Chiquita και του C1 είναι λιγότερο κατηγορηματικές από τα συμπεράσματα που η ίδια συνήγαγε από το σύνολο των αποδείξεων, ότι αυτή παρέσχε μια εύλογη εξήγηση για την απροθυμία του C1 να παραδεχθεί τη συμμετοχή του στη φερόμενη παράβαση και ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να κλονίσουν την εν λόγω εξήγηση.

394    Πέμπτον, ως προς το απόσπασμα της δηλώσεως του C1 που οι προσφεύγουσες παραθέτουν προκειμένου να υποστηρίξουν ότι οι σχετικές με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεις του P1 πρέπει να ερμηνευθούν ως αντικατοπτρίζουσες τον τρόπο κατά τον οποίο αυτός μετέφερε την εν λόγω συνάντηση στους συναδέλφους του στην PFCI, αρκεί η επισήμανση ότι από την εν λόγω δήλωση προκύπτει ότι ο C1 δεν αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της Επιτροπής περί των εν λόγω σημειώσεων, ότι αυτός επιβεβαίωσε ότι ορισμένα εκ των θεμάτων τα οποία αναφέρουν οι εν λόγω σημειώσεις συζητήθηκαν κατά το γεύμα, ενώ κατά τα λοιπά αρκεί η παραπομπή στη συλλογιστική που αναπτύχθηκε ανωτέρω σε σχέση με την απροθυμία του C1 να αποκαλύψει τις πραγματικές διαστάσεις της αθέμιτης συμπεριφοράς του (βλ. ανωτέρω σκέψεις 362 έως 374).

395    Έκτον, οι προσφεύγουσες παραθέτουν κατά τρόπο επιλεκτικό και εκτός πλαισίου ορισμένα αποσπάσματα της δηλώσεως της Chiquita της 13ης Οκτωβρίου 2009 προκειμένου εμμέσως να υποστηρίξουν, αφενός, ότι η Chiquita δήλωσε ότι δεν είχε περιέλθει σε γνώση της κανένα στοιχείο που αποδεικνύει παραβατική συμπεριφορά κατά τις τηλεφωνικές συζητήσεις μεταξύ των P1 και C1 και, αφετέρου, ότι ο C1 ανέφερε ότι είχε θεμιτούς λόγους να συζητεί με τον P1, ενώ δεν θυμόταν καμία συζήτηση σχετική με τις τάσεις των τιμών γύρω από την ημερομηνία της ηλεκτρονικής επιστολής που απεστάλη από τον P1 στον P2 στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57. Πάντως, οι προσφεύγουσες παραλείπουν να αναφέρουν ότι η Chiquita προέβη στην εν λόγω δήλωση στο πλαίσιο της απαντήσεώς της επί του ενημερωτικού για την πρόοδο της συνεργασίας εγγράφου, με το οποίο η Επιτροπή είχε επισημάνει ότι, δεδομένης της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής, η ίδια είχε λόγους να πιστεύει ότι η Chiquita δεν είχε παύσει την παραβατική συμπεριφορά της κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της απαλλαγής, δηλαδή στις 8 Απριλίου 2005. Συνεπώς, από τα αποσπάσματα που οι προσφεύγουσες παραθέτουν σε πλήρη μορφή προκύπτει απλώς ότι ο C1 δεν είχε καμία αθέμιτη επαφή με τον P1 μετά τις 8 Απριλίου 2005, πράγμα που ΄λαλλωστε επιρρωννύεται από τη δήλωση της Chiquita της 5ης Μαρτίου 2009.

396    Ομοίως, οι προσφεύγουσες, παραμορφώνοντας το περιεχόμενο αποσπασμάτων της τελευταίας αυτής δηλώσεως, υποστηρίζουν ότι από τα εν λόγω αποσπάσματα προκύπτει ότι ο C1 ενέμεινε στη δική του εκδοχή των γεγονότων, επιβεβαιώνοντας ότι οι πληροφορίες του P1 θα μπορούσαν να προέρχονται από άλλες πηγές, και ότι, στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν με το σύνολο των υπαλλήλων που συνεργάζονταν με τον C1, όλοι οι ερωτώμενοι είχαν βασίμως επιβεβαιώσει ότι μεταξύ των ανταγωνιστών δεν είχε λάβει χώρα καμία αθέμιτη επικοινωνία ή συνεργασία. Συγκεκριμένα, τα αποσπάσματα αυτά έχουν ληφθεί από δηλώσεις της Chiquita σύμφωνα με τις οποίες η παράβαση τερματίστηκε στις 8 Απριλίου 2005, η ίδια κάλεσε σε συνέντευξη τον C1 και τους συνεργάτες του λίγο μετά τις 8 Απριλίου 2005 και, κατά τον χρόνο εκείνον, κανείς δεν είχε παραδεχθεί ότι είχαν πραγματοποιηθεί αθέμιτες επαφές μεταξύ ανταγωνιστών στη Νότια Ευρώπη. Δεν αμφισβητείται ότι ο C1 παραδέχθηκε ότι είχε ανταλλάξει στοιχεία περί των τάσεων των τιμών με τον P1 για πρώτη φορά στο πλαίσιο των ελέγχων που διενέργησε η Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2007, δηλαδή αφότου συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο να διενεργηθεί έρευνα για τη Νότια Ευρώπη και ενώ ο ίδιος δεν είχε αναφέρει την αθέμιτη συμπεριφορά του εντός της σχετικής προθεσμίας που ο γενικός διευθυντής της Chiquita είχε τάξει στους υπαλλήλους της μετά την από την εταιρία υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής, στις 8 Απριλίου 2005 (βλ. ανωτέρω σκέψη 365). Συνεπώς, δηλώσεις προγενέστερες της ενάρξεως της σχετικής με τη Νότια Ευρώπη διαδικασίας δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως ανατρέπουσες τα συμπεράσματα στα οποία η Επιτροπή κατέληξε στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

397    Τέλος, στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο C1 αμφισβήτησε την από την Επιτροπή ερμηνεία των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, αφότου απέκτησε πρόσβαση σε αυτά, και ότι, επιπλέον, οι εξηγήσεις του συγκλίνουν με προγενέστερες δηλώσεις, οι οποίες έγιναν πριν ακόμη αρχίσει η έρευνα στην υπό κρίση υπόθεση. Οι προσφεύγουσες παραθέτουν συναφώς τις δηλώσεις της Chiquita στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες, με τις οποίες η Chiquita ανέφερε ότι «οι τιμές για το Ηνωμένο Βασίλειο/την Ιρλανδία, τη Νότια Ευρώπη και τη Γαλλία δεν κοινοποιούνταν στους ανταγωνιστές».

398    Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι στη σκέψη 159 της παρούσας αποφάσεως επισημάνθηκε, αφενός, ότι η δηλώσεις της Chiquita κατά τις οποίες «οι τιμές για το Ηνωμένο Βασίλειο/την Ιρλανδία, τη Νότια Ευρώπη και τη Γαλλία δεν κοινοποιούνταν στους ανταγωνιστές» περιγράφουν τον τρόπο κατά τον οποίο η Chiquita κοινοποιούσε, κάθε Πέμπτη πρωί, τις τιμές αναφοράς της στους ανταγωνιστές της και, αφετέρου, ότι η σχετική με τη Νότια Ευρώπη υπόθεση δεν αφορούσε τις τιμές αναφοράς και, ως εκ τούτου, οι δηλώσεις της Chiquita περί της Νότιας Ευρώπης δεν δύνανται να αντικρούσουν τα συμπεράσματα της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση.

399    Κατά τρίτον, στο πλαίσιο της θέσεώς τους ότι η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει την έρευνα κατά τρόπο αντικειμενικό και ότι δεν επιτρέπεται να αγνοεί απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, παρά την αίτησή τους για χορήγηση προσβάσεως στη μη εμπιστευτική εκδοχή των απαντήσεων πελατών επί των αιτήσεων της Επιτροπής για παροχή πληροφοριακών στοιχείων, η Επιτροπή χορήγησε στην Pacific πρόσβαση μόνο σε ορισμένες περιλήψεις των εν λόγω απαντήσεων, πράγμα που απέκλεισε την πρόσβασή της σε λεπτομέρειες σχετικές με δυνητικά απαλλακτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από τους πελάτες.

400    Κατά τη νομολογία, σκοπός της προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής στο πλαίσιο υποθέσεων ανταγωνισμού είναι ιδίως η παροχή στους αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων της δυνατότητας να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν, προκειμένου να μπορέσουν να διατυπώσουν λυσιτελώς, βάσει των εν λόγω στοιχείων, την άποψή τους επί των συμπερασμάτων στα οποία η Επιτροπή καταλήγει με την ανακοίνωση αιτιάσεων. Επομένως, η πρόσβαση στον φάκελο περιλαμβάνεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας και στην εξασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 179, σκέψη 68, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 111, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

401    Επομένως, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να παράσχει στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΕΚ πρόσβαση στο σύνολο των ενοχοποιητικών ή απαλλακτικών εγγράφων που η ίδια συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, με εξαίρεση τα έγγραφα που καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα του θεσμικού οργάνου και άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 179, σκέψη 68, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 111, σκέψη 34).

402    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά τις απαντήσεις τρίτων επί των αιτήσεών της για παροχή πληροφοριακών στοιχείων, η Επιτροπή υποχρεούται να συνεκτιμά τον κίνδυνο λήψεως, από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά, μέτρων αντεκδικήσεως εις βάρος ανταγωνιστών, προμηθευτών ή πελατών που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή κατά τη διενεργηθείσα από αυτήν έρευνα. Δεδομένου του κινδύνου αυτού, οι τρίτοι που κατά τη διάρκεια των διενεργούμενων από την Επιτροπή ερευνών παραδίδουν σε αυτήν έγγραφα και θεωρούν ότι, ακριβώς ως συνέπεια της παραδόσεως των εν λόγω εγγράφων, κινδυνεύουν με αντίποινα δικαιούνται να προσδοκούν την ικανοποίηση του αιτήματός τους εμπιστευτικής μεταχειρίσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2002, T‑5/02, Tetra Laval κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4381, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

403    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή τοποθετήθηκε επί της επικρίσεως που η Pacific είχε διατυπώσει με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, δηλαδή ότι η χορηγηθείσα σε αυτήν πρόσβαση δεν έπρεπε να περιοριστεί σε περιλήψεις των απαντήσεων των πελατών διαφόρων εισαγωγέων μπανάνας επί των αιτήσεων της Επιτροπής για παροχή πληροφοριακών στοιχείων, επισημαίνοντας ότι η άρνηση σε επιχειρήσεις, που είναι σε θέση να ασκήσουν σημαντική οικονομική και εμπορική πίεση επί των ανταγωνιστών τους ή των εμπορικών εταίρων, των πελατών ή των προμηθευτών τους, προσβάσεως σε έγγραφα προερχόμενα από πελάτες τους ή από πελάτες άλλων προμηθευτών είναι θεμιτή. Στο μέτρο κατά το οποίο οι προσφεύγουσες δεν επιχειρούν να αντικρούσουν την παρασχεθείσα από την Επιτροπή εξήγηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτές δεν απέδειξαν ότι ο περιορισμός της προσβάσεώς τους σε ορισμένα μόνο στοιχεία του φακέλου ήταν εν προκειμένω αθέμιτος.

404    Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ουδέποτε αξιοποίησε την από αυτές πρόταση για την πραγματοποίηση πρόσθετων συναντήσεων με τον C1, πράγμα που, κατά την άποψή τους, υπονόμευσε σοβαρά την ικανότητά της να προβεί σε ακριβή και πλήρη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως. Σημειώνουν ότι μια νέα συζήτηση θα είχε παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καταλάβει αν οι δηλώσεις αναφέρονταν σε «τάση προς μείωση» ή αν, αντιθέτως, αυτή κατανοήσει και ερμηνεύσει εσφαλμένως τη μοναδική φράση στην οποία στηρίχθηκε.

405    Κατά πάγια νομολογία, στις εγγυήσεις με τις οποίες η έννομη τάξη της Ένωσης περιβάλλει τις διοικητικές διαδικασίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και απόφαση Bavaria κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 342, σκέψη 222).

406    Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 123, σ. 18), ορίζει ότι οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων έναντι των οποίων κινείται διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1/2003 «[μ]πορούν […] να προτείνουν στην Επιτροπή να καλέσει σε ακρόαση πρόσωπα που είναι δυνατόν να επιβεβαιώσουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις υποβαλλόμενες από τα μέρη παρατηρήσεις». Από το άρθρο 13 του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή έχει εύλογο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς την αξιολόγηση του ενδιαφέροντος που ενδέχεται να παρουσιάζει η ακρόαση προσώπων των οποίων η μαρτυρία μπορεί να είναι σημαντική για την έρευνα. Πράγματι, η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε ακρόαση μαρτύρων υποδεικνυόμενων από τους ενδιαφερομένους, όταν αυτή θεωρεί ότι η διερεύνηση της υποθέσεως υπήρξε επαρκής (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τον κανονισμό 17, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 383 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

407    Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 250 και 251 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι κανένα στοιχείο δεν συνηγορούσε υπέρ της απόψεως ότι επιβαλλόταν νέα συζήτηση με τον C1. Οι προσφεύγουσες όχι μόνο δεν αντικρούουν κατά τρόπο συγκεκριμένο τα στοιχεία που η Επιτροπή επικαλείται συναφώς, αλλά επιπλέον δεν παρέχουν εύλογη εξήγηση για το γεγονός ότι η Pacific δεν αξιοποίησε τη δυνατότητα να θέσει η ίδια ερωτήσεις στον C1 στο πλαίσιο συνεντεύξεως. Η από τις προσφεύγουσες επίκληση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, της αποφάσεως της Chiquita να αναφερθεί, κατά την ακρόαση της 18ης Ιουνίου 2010, μόνο στο χρονικό διάστημα μετά τις 8 Απριλίου 2005, ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς της απαλλαγής, δεν κρίνεται συναφώς πειστική. Συγκεκριμένα, μολονότι από τις δηλώσεις της κατά την εν λόγω ακρόαση πράγματι προκύπτει ότι η Chiquita επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τον διαθέσιμο χρόνο για τη δική της άμυνα, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο ανακλήσεως, από την Επιτροπή, της απαλλαγής της, και ότι, ως εκ τούτου, δεν επιθυμούσε να αφιερώσει χρόνο στο προγενέστερο της αιτήσεώς της απαλλαγής χρονικό διάστημα, ως προς το οποίο δεν αμφισβητούσε τα συμπεράσματα της Επιτροπής, από τις εν λόγω δηλώσεις δεν προκύπτει ότι η Chiquita ήταν αντίθετη στην από της Pacific υποβολή ερωτήσεων στον C1 για το προγενέστερο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, η Chiquita ρητώς επιβεβαίωσε ότι, κατά το μέρος που την αφορούσε, ο C1 παρέμενε διαθέσιμος για ενδεχόμενες ερωτήσεις.

408    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν οργάνωσε νέα συζήτηση με τον C1 πρέπει να απορριφθεί.

409    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αποδεικτική αξία των δηλώσεών της Chiquita και του C1 πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, να απορριφθεί ολόκληρο το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

2.     Επί του δευτέρου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι οι προσκομισθείσες αποδείξεις δεν στηρίζουν τη διαπίστωση παραβάσεως

410    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ούτε την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών ούτε την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής. Διατείνονται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, πρώτον, ότι εμπλέκονταν σε συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική, δεύτερον, ότι η συμπεριφορά τους είχε αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο ή αποτέλεσμα και, τρίτον, ότι η εν λόγω συμπεριφορά στοιχειοθετούσε ενιαία και διαρκή παράβαση.

 α)      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

411    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει όλες τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και όλες τις εναρμονισμένες πρακτικές που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, ιδίως δε εκείνες που συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής και της διαθέσεως και στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.

412    Συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ υφίσταται αφης στιγμής οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εκφράσουν την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 130· βλ., επίσης, κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 262).

413    Η κατ’ άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έννοια της συμφωνίας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, εδράζεται στη σύμπτωση των βουλήσεων δύο τουλάχιστον μερών, της οποίας η μορφή εξωτερικεύσεως δεν είναι σημαντική εφόσον συνιστά πιστή έκφραση των εν λόγω βουλήσεων (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T‑41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 69, και της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1769, σκέψη 88).

414    Η κατά την ίδια διάταξη έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αναφέρεται σε μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά εσκεμμένως τους κινδύνους ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 26· Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 63· Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 115, και Hüls κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 185, σκέψη 158).

415    Το Δικαστήριο έχει προσθέσει ότι τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά (αποφάσεις του Δικαστηρίου Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 414, σκέψη 173· Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 63· Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 116, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 106).

416    Μολονότι η εν λόγω επιταγή αυτοτέλειας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται έξυπνα στην ήδη εκδηλωθείσα ή στην αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, αποκλείει αυστηρώς οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση μεταξύ τους επαφή ικανή είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά υπαρκτού ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι οι επιχειρηματίες έχουν αποφασίσει ή σχεδιάζουν να τηρήσουν στην αγορά, όταν η επαφή αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού αναντίστοιχων με τις κανονικές συνθήκες της οικείας αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, του μεγέθους και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς (αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 414, σκέψη 174· Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 117· Hüls κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 185, σκέψη 160, και Corus UK κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 415, σκέψη 107).

417    Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει, πέραν της προσυνεννοήσεως μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, συμπεριφορά εντός της αγοράς συνακόλουθη με την προηγηθείσα συνεννόηση, καθώς και σχέση αιτίας-αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Συναφώς, υπό την επιφύλαξη της από τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες αποδείξεως του εναντίου, τεκμαίρεται ότι οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν μέρος στην προσυνεννόηση και εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που ανταλλάσσουν με τους ανταγωνιστές τους κατά τον καθορισμό της συμπεριφοράς τους στην εν λόγω αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η προσυνεννόηση λαμβάνει χώρα σε τακτική βάση επί μακρό χρονικό διάστημα (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 121· Hüls κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 185, σκέψεις 161 έως 163, και T-Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 51).

418    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι από την αντιπαραβολή της έννοιας της συμφωνίας με εκείνην της εναρμονισμένης πρακτικής προκύπτει ότι, από υποκειμενικής απόψεως, οι δύο έννοιες καλύπτουν μορφές συμπαιγνίας της ίδιας φύσεως, διακρίνονται δε μεταξύ τους μόνο από την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 131).

419    Επομένως, μολονότι αποτελούνται από εν μέρει διαφορετικά στοιχεία, οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπαγάγει κάθε μία από τις διαπιστωθείσες μορφές συμπεριφοράς στην έννοια της συμφωνίας ή στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά δύναται να χαρακτηρίσει ορισμένες εξ αυτών ως «συμφωνίες», άλλες δε ως «εναρμονισμένες πρακτικές» (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 132, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 264).

420    Για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων συμφωνίας είναι περιττή όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 179, σκέψη 261).

421    Ως προς τη δυνατότητα χαρακτηρισμού εναρμονισμένης πρακτικής ως αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού στην περίπτωση κατά την οποία αυτή δεν συνδέεται άμεσα με τις τιμές καταναλωτή, επισημαίνεται ότι από το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν δύναται να συναχθεί απαγόρευση μόνο των εναρμονισμένων πρακτικών που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην τιμή που έχει διαμορφωθεί για τους τελικούς καταναλωτές. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, εναρμονισμένη πρακτική δύναται να έχει αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο αν αυτή συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψεις 36 και 37).

422    Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι μόνο των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ανταγωνισμού αυτού καθ’ εαυτόν. Επομένως, η διαπίστωση ότι εναρμονισμένη πρακτική έχει αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο δεν μπορεί να εξαρτάται από την διαπίστωση άμεσου δεσμού μεταξύ της πρακτικής αυτής και των τιμών καταναλωτή (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψεις 38 και 39).

423    Ως προς τη διάκριση μεταξύ, αφενός, των εναρμονισμένων πρακτικών με αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο και, αφετέρου, των εναρμονισμένων πρακτικών με αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αποτέλεσμα, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά το ζήτημα αν μια πρακτική εμπίπτει στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το αντικείμενο και το αποτέλεσμα δεν αποτελούν σωρευτικώς, αλλά διαζευκτικώς προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Κατά πάγια νομολογία διαμορφωθείσα με την απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, 56/65, LTM (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 313, 321), ο διαζευκτικός χαρακτήρας των εν λόγω προϋποθέσεων, ο οποίος δηλώνεται με τον σύνδεσμο «ή», υπαγορεύει την εξέταση σε πρώτο χρόνο του αντικείμενου της εναρμονισμένης πρακτικής, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου η πρακτική αυτή πρόκειται να εφαρμοστεί. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία από την ανάλυση του περιεχομένου της εναρμονισμένης πρακτικής δεν προκύπτει επαρκής βαθμός βλαπτικότητας για τον ανταγωνισμό, επιβάλλεται στη συνέχεια η εξέταση των αποτελεσμάτων της, προς υπαγωγή δε της εν λόγω εναρμονισμένης πρακτικής στο πεδίο της απαγορεύσεως απαιτείται η συνδρομή στοιχείων που αποδεικνύουν όντως παρεμπόδιση, περιορισμό ή νόθευση του ανταγωνισμού σε σημαντικό βαθμό (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 2008, C‑209/07, Beef Industry Development Society και Barry Brothers, Συλλογή 2008, σ. I‑8637, σκέψη 15, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 28).

424    Επομένως, προκειμένου να κριθεί αν εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παρέλκει η εξέταση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της όταν προκύπτει ότι η πρακτική αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 363, 374· Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 49, σκέψη 125, και Beef Industry Development Society και Barry Brothers, προαναφερθείσα στη σκέψη 423, σκέψη 16). Η διάκριση μεταξύ «παραβάσεων εξ αντικειμένου» και «παραβάσεων εξ αποτελέσματος» ανάγεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές αθέμιτων συνεννοήσεων μεταξύ επιχειρήσεων δύνανται, ως εκ της φύσεώς τους, να θεωρηθούν επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (αποφάσεις Beef Industry Development Society και Barry Brothers, προαναφερθείσα στη σκέψη 423, σκέψη 17, και T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 29).

425    Προκειμένου μια εναρμονισμένη πρακτική να έχει αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο, πρέπει αυτή να μπορεί να έχει αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η εν λόγω πρακτική πρέπει απλώς να είναι εν τοις πράγμασι ικανή, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Το ζήτημα αν και κατά πόσον επέρχεται όντως ένα τέτοιο αποτέλεσμα έχει σημασία μόνο για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων και την αποτίμηση των αξιώσεων αποζημιώσεως (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 31).

426    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων έχουν επαρκή βαθμό βλαπτικότητας για τον ανταγωνισμό ώστε να γίνεται δεκτό ότι η εξέταση των αποτελεσμάτων τους δεν είναι αναγκαία (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, C‑67/13 P, CB κατά Επιτροπής, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

427    Η νομολογία αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δύνανται, ως εκ της φύσεώς τους, να θεωρούνται επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση CB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 426, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

428    Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι ορισμένες μορφές συμπαιγνίας, όπως αυτές που οδηγούν στον οριζόντιο καθορισμό των τιμών εκ μέρους συμπράξεων, μπορούν να θεωρηθούν τόσο ικανές να έχουν αρνητικά αποτελέσματα, ιδίως επί των τιμών, της ποσότητας ή της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών, ώστε, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να παρέλκει η απόδειξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων τους στην αγορά. Πράγματι, η πείρα δείχνει ότι τέτοιες μορφές συμπεριφοράς συνεπάγονται μειώσεις της παραγωγής και αυξήσεις τιμών, με τελικό αποτέλεσμα την ανισομερή κατανομή των πόρων εις βάρος, ειδικότερα, των καταναλωτών (απόφαση CB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 426, σκέψη 51).

429    Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία από την ανάλυση μορφής συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύπτει επαρκής βαθμός βλαπτικότητας για τον ανταγωνισμό, επιβάλλεται η εξέταση των αποτελεσμάτων του εν λόγω συντονισμού, ενώ για την απαγόρευσή του απαιτείται η συνδρομή στοιχείων που αποδεικνύουν όντως παρεμπόδιση, περιορισμό ή νόθευση του ανταγωνισμού σε σημαντικό βαθμό (βλ. απόφαση CB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 426, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

430    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια ώστε να θεωρείται περιορισμός του ανταγωνισμού «εξ αντικειμένου» κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η συνεκτίμηση των όρων της, των σκοπών της, καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται. Κατά την αξιολόγηση του ανωτέρω πλαισίου πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων από τη συμφωνία προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες λειτουργίας και διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών (βλ. απόφαση CB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 426, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

431    Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τη διαπίστωση του περιοριστικού χαρακτήρα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών και της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη (απόφαση CB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 426, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

432    Ακριβώς υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

 β)      Προσβαλλόμενη απόφαση

433    Στην αιτιολογική σκέψη 187 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή ανέφερε ότι τα εκτεθέντα στο τμήμα 4 της εν λόγω αποφάσεως περιστατικά απεδείκνυαν ότι οι αποδέκτριες της αποφάσεως αυτής ήσαν αναμεμειγμένες σε συμπαιγνιακής φύσεως δραστηριότητες στον τομέα της μπανάνας στην περιοχή της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες συνίσταντο ειδικότερα σε:

–        συντονισμό των στρατηγικών τους περί των τιμών όσον αφορά τις μελλοντικές τιμές, το επίπεδο τιμών, τις διακυμάνσεις και/ή τις τάσεις των τιμών·

–        ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τη μελλοντική συμπεριφορά τους στην αγορά από πλευράς τιμών.

434    Η Επιτροπή σημείωσε στη συνέχεια ότι τα εν λόγω περιστατικά και η διαπιστωθείσα συμπεριφορά σαφώς συνιστούσαν συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή οι οικείες επιχειρήσεις ρητώς είχαν συνεννοηθεί να ακολουθήσουν συγκεκριμένη γραμμή στην αγορά, οι ενέργειες δε αυτές συγκέντρωναν τα χαρακτηριστικά συντονισμού και πρακτικής συνεργασίας με την οποία τα μέρη είχαν συνειδητά αντικαταστήσει τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, ακόμη και αν τελικά δεν αποδεικνυόταν ότι τα μέρη είχαν ρητώς συνομολογήσει κοινό σχέδιο το οποίο συνιστούσε συμφωνία, η επίμαχη συμπεριφορά ή μέρη της συνιστούσαν εν πάση περιπτώσει εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

435    Κατά την Επιτροπή, από τα εκτιθέμενα στο τμήμα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά προέκυπτε η ύπαρξη διμερούς αθέμιτης συμπράξεως η οποία είχε λειτουργήσει επί ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τρόπο συστηματικό (ή, τουλάχιστον, επί τακτικής βάσεως) και κατ’ επανάληψη, ενώ οι διμερείς συνεννοήσεις είχαν ακολουθήσει συγκεκριμένο σχήμα, υπηρετηθέν με συνέπεια κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις παρουσίαζαν κατά καιρούς η συχνότητα και το επιμέρους περιεχόμενο των εκατέρωθεν κοινοποιήσεων (αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

436    Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι όχι μόνο δεν υπήρχαν ενδείξεις υπέρ της θέσεως ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν είχαν λάβει υπόψη τις ανταλλαγείσες πληροφορίες κατά τον καθορισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά, αλλά επιπλέον τα εκτιθέμενα στο τμήμα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιστατικά απεδείκνυαν ότι τα μέρη είχαν λάβει υπόψη, τουλάχιστον εν μέρει, τις ανταλλαγείσες πληροφορίες περί των τιμών και είχαν ενεργήσει συνακόλουθα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συνομολογηθείσες μεταξύ των μερών διμερείς συμφωνίες είχαν ασκήσει επιρροή επί της συμπεριφοράς που αυτά υιοθέτησαν κατά τον καθορισμό των τιμών της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία (αιτιολογικές σκέψεις 192 έως 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 γ)      Επί της υπάρξεως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής

437    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχαν μετάσχει σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική και ότι παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

438    Πρώτον, οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι, για την απόδειξη συμφωνίας μεταξύ της Chiquita και της PFCI, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι τα μέρη εξέφρασαν κοινή βούληση να συμπεριφερθούν εντός της αγοράς κατά καθορισμένο τρόπο και ότι, εν προκειμένω, ουδεμία από τις προσκομισθείσες από την Επιτροπή έγγραφες αποδείξεις δύναται να θεμελιώσει την εδραία πεποίθηση ότι τούτο πράγματι συνέβη. Κατά τις προσφεύγουσες, από τις σχετικές με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεις δύναται απλώς να συναχθεί ότι μεταξύ του C1 και του P1 έλαβαν χώρα θεμιτές συζητήσεις με αντικείμενο, ειδικότερα, το μέλλον της επαγγελματικής ενώσεως ANIPO και τη δυνατότητα συμφωνιών κοινής φορτώσεως και μεταφοράς εμπορεύματος, ενώ οι σημειώσεις του P1 αποτελούν απλή καταγραφή των προσωπικών του σκέψεων επί του περιεχομένου της εν λόγω συζητήσεως και όχι δήλωση κοινής βουλήσεως της Chiquita και των προσφευγουσών για υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς, αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

439    Κατά τις προσφεύγουσες, ως δήλωση κοινής βουλήσεως θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευθεί μόνο η φράση «συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες», η οποία περιλαμβάνεται στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή. Πάντως, σημειώνουν ότι η εν λόγω ηλεκτρονική επιστολή δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον τη συνομολόγηση συμφωνίας, ενώ, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι την αποδεικνύει, η επιστολή αυτή αφορά μόνο μία ημέρα ή, έστω, μία εβδομάδα και ουδόλως δύναται να στηρίξει ισχυρισμό περί συμφωνίας συντονισμού των τιμών επί διάστημα οκτώ μηνών και δώδεκα ημερών. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη μεταξύ της Chiquita και των ιδίων συνομολόγηση συμφωνίας με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού ούτε προσκόμισε επαρκή στοιχεία για την απόδειξη της εφαρμογής μιας τέτοιας συμφωνίας από τα μέρη.

440    Κατ’ αρχάς, σημειώνεται ότι οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ορισμένα επιχειρήματα τα οποία έχουν ήδη απορριφθεί κατά την εξέταση των προσκομισθεισών από την Επιτροπή αποδείξεων στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως.

441    Στη συνέχεια, όπως η Επιτροπή σωστά υπενθύμισε στην αιτιολογική σκέψη 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμφωνία μεταξύ ανταγωνιστών υπάρχει όταν τα μέρη προσχωρούν σε κοινό σχέδιο το οποίο περιορίζει ή δύναται να περιορίσει την εμπορική αυτοτέλεια τους, καθορίζοντας τη γραμμή της κοινής τους δράσεως ή της αμοιβαίας αποχής τους από ενέργειες εντός της κοινής αγοράς. Δεν είναι αναγκαία η έγγραφη συνομολόγηση της συμφωνίας· δεν απαιτείται τύπος ούτε η πρόβλεψη συμβατικών κυρώσεων ή μέτρων εκτελέσεως. Εξάλλου, η συμφωνία δύναται να είναι ρητή ή να συνάγεται σιωπηρώς από τη συμπεριφορά των μερών.

442    Τέλος, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η φράση «συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες», η οποία περιλαμβάνεται στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, δεν αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο της από αυτούς εκφράσεως κοινής βουλήσεως. Συγκεκριμένα, διάφορα άλλα στοιχεία τα οποία περιέχονται στις σημειώσεις του P1 της 28ης Ιουλίου 2004 (μεταξύ άλλων, οι φράσεις «Συνεργασία επί εβδομαδιαίας βάσεως για τη διατήρηση της τιμής», «Τοπική συμφωνία» ή, ακόμη, «Σχέδιο δράσεως 1 — Συζήτηση για την Πορτογαλία την επόμενη εβδομάδα: απόφαση για την τιμή: statu quo, αύξηση, μείωση. [P1]/[C1]», βλ. αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και στην αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή (όπου εντοπίζονται οι φράσεις «συμφωνήσαμε αμφότεροι ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τις τιμές αμετάβλητες» και «τηλεφώνησε για να ζητήσει να συνεννοηθούμε για τη στρατηγική μας για την επόμενη εβδομάδα και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τις τιμές», βλ. ανωτέρω σκέψη 292) δείχνουν ότι τα μέρη εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους για τήρηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς στην αγορά.

443    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία οι σημειώσεις του P1 και η αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή αντανακλούν μόνο προσωπικές σκέψεις του P1 επί των μονομερών δηλώσεων του C1 απερρίφθη στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως και ότι, όπως αντιθέτως έγινε δεκτό, τα έγγραφα αυτά αντανακλούν κοινές αποφάσεις των δύο μερών (βλ. ανωτέρω, μεταξύ άλλων, σκέψεις 221 έως 223, 232 έως 235, 252, 255, 309 έως 311 και 317).

444    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι είχαν λάβει μέρος σε εναρμονισμένη πρακτική.

445    Κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, για να αποδείξει συμμετοχή της Chiquita και της Pacific σε εναρμονισμένη πρακτική, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι τα μέρη προχώρησαν σε συνεννόηση, ότι τη μεταξύ τους συμφωνηθείσα δράση διαδέχθηκε συμπεριφορά εντός της αγοράς και ότι μεταξύ συνεννοήσεως και υιοθετηθείσας συμπεριφοράς υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι η Επιτροπή επικαλείται συναφώς την απόφαση T‑Mobile (προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψεις 60 έως 62), επίκληση η οποία όμως είναι εν προκειμένω αλυσιτελής, επειδή η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι μεταξύ των ιδίων και της Chiquita έλαβαν χώρα πολυάριθμες και συχνές επαφές και ότι οι συναντήσεις αυτές υπερέβαιναν τα όρια των απολύτως θεμιτών επαγγελματικών επαφών, πράγμα το οποίο η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει, μεταξύ άλλων, διότι δεν υπάρχει καμιά απόδειξη επαφών μεταξύ της Chiquita και της PFCI κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005, πλην δύο τηλεφωνημάτων βραχύτατης διάρκειας.

446    Επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του λυσιτελούς ή μη χαρακτήρα της από την Επιτροπή επικλήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, νομολογίας, έργο του Γενικού Δικαστηρίου είναι να εξακριβώσει αν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίσεως υποθέσεως, η Επιτροπή δικαιολογημένα συνήγαγε ότι η συμπεριφορά των μερών συνιστούσε εναρμονισμένη πρακτική έχουσα ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

447    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, στην απόφασή του επί της υποθέσεως T‑Mobile Netherlands κ.λπ. (βλ. ανωτέρω σκέψη 328), το Δικαστήριο έκρινε ότι η συχνότητα, τα διαλείμματα και ο τρόπος κατά τον οποίο οι ανταγωνιστές έρχονται σε επαφή προκειμένου να καταλήξουν σε εναρμόνιση της συμπεριφοράς τους στην αγορά αποτελούν συνάρτηση τόσο του αντικειμένου της συνεννοήσεως όσο και των ειδικών περιστάσεων της αγοράς. Συγκεκριμένα, όταν οι οικείες επιχειρήσεις προχωρούν σε σύμπραξη περιέχουσα σύνθετο σύστημα συνεννοήσεως επί πολυάριθμων πτυχών της συμπεριφοράς τους στην αγορά, θα απαιτούνται τακτικές επαφές επί μακρό χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, στην περίπτωση της μεμονωμένης συνεννοήσεως, η οποία αποσκοπεί μόνο στην εναρμόνιση της συμπεριφοράς στην αγορά ως προς συγκεκριμένη παράμετρο του ανταγωνισμού, μία και μόνον επαφή ενδέχεται να αρκεί για την επίτευξη του αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού σκοπού που επιδιώκουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 60).

448    Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι τόσο ο αριθμός των συσκέψεων μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρήσεων όσο το αν η επαφή ή οι επαφές που έλαβαν χώρα έδωσαν σε αυτές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά και να αντικαταστήσουν συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με τη μεταξύ τους πρακτική συνεργασία.. Αφ’ ης στιγμής αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις κατέληξαν σε συνεννόηση και εξακολούθησαν να δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά, δικαιολογημένα απαιτείται να αποδείξουν ότι η εν λόγω συνεννόηση δεν επηρέασε τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψη 6[1]).

449    Αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εν λόγω νομολογία έχει εν προκειμένω εφαρμογή επειδή η Επιτροπή απέδειξε δεόντως ότι οι σχετικές με τις μελλοντικές τιμές επαφές μεταξύ των μερών έδωσαν σε αυτά τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη κατά τον καθορισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά τις ανταλλαγείσες πληροφορίες, πράγμα που επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τον τακτικώς επικαιροποιούμενο πίνακα με τις τιμές της Chiquita που βρέθηκε αρχειοθετημένος στο γραφείο του P2 της Pacific (βλ. ανωτέρω σκέψεις 290 έως 293).

450    Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη επαφών μεταξύ της Chiquita και της PFCI κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005 πρέπει να απορριφθεί, επειδή οι προσφεύγουσες δεν κατάφεραν να αντικρούσουν τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στηρίχθηκε για την απόδειξη μεταξύ τους επαφών κατά το ως άνω διάστημα, δηλαδή τις δύο σελίδες σημειώσεων του Αυγούστου του 2004, τις δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο του 2005, τον πίνακα με τις τιμές της Chiquita από της εβδομάδας 6 και εντεύθεν του 2005 και την ηλεκτρονική επιστολή με τις τιμές της Chiquita από της εβδομάδας 9 και εντεύθεν του 2005, που βρέθηκαν αρχειοθετημένα στο γραφείο του P2 της Pacific, καθώς και τις δηλώσεις της Chiquita και του C1 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 265 έως 287, 288 έως 335 και 336 έως 409).

451    Μολονότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ενδέχεται να έχει κάποια σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, κρίνεται απορριπτέα στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής, στο μέτρο κατά το οποίο στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως έγινε δεκτό ότι οι προσφεύγουσες δεν αντέκρουσαν τη δέσμη συγκλινουσών αποδείξεων —δηλαδή τις σχετικές με το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 σημειώσεις, τις σημειώσεις του Αυγούστου του 2004, τα αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων, την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή, τον αχρονολόγητο πίνακα και τις δηλώσεις της Chiquita— στις οποίες η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της περί υπάρξεως συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ των μερών. Επομένως, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η εν λόγω παράβαση δύναται να χαρακτηριστεί ως ενιαία και διαρκής λόγω της συστηματικότητας των επαφών (συναφώς, βλ. κατωτέρω σκέψεις 475 επ.), πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή στοιχεία αποδεικνύουν επαφές μεταξύ των μερών οι οποίες έδωσαν σε αυτά τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις ανταλλαγείσες με τους ανταγωνιστές τους πληροφορίες προκειμένου να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην οικεία αγορά και να αντικαταστήσουν συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με τη μεταξύ τους πρακτική συνεργασία. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, επειδή η συνεννόηση αφορούσε μια μόνο πτυχή της συμπεριφοράς των μερών, δηλαδή την τιμή, και, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγών που αποφασίστηκε κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004, μεμονωμένες συνεννοήσεις των μερών περί των τιμών αρκούσαν για την υπηρέτηση του αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού σκοπού που αυτά επιδίωκαν.

452    Κατά δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή στηρίχθηκε κατά τρόπο αντιφατικό στη σχετική με τις σύνθετες παραβάσεις νομολογία προκειμένου να αποφύγει το έργο του χαρακτηρισμού της προσαπτόμενης σε αυτές συμπεριφοράς ως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής. Σημειώνουν ότι, εφόσον στην υπό κρίση υπόθεση εμπλέκονται δύο μόνο επιχειρήσεις, εκ των οποίων η μία ήσσονος μεγέθους, και η φερόμενη παράβαση διήρκεσε μόλις οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στην εν λόγω νομολογία, αλλά όφειλε να αποδείξει τον συγκεκριμένο τρόπο και το ακριβές χρονικό σημείο κατά τον οποίο η PFCI και η Chiquita συνήψαν συμφωνία ή έλαβαν μέρος σε εναρμονισμένες πρακτικές.

453    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί, επειδή οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να προσάψουν στην Επιτροπή ότι εν προκειμένω αυτή πεπλανημένως στηρίχθηκε στη νομολογία σχετικά με τις σύνθετες παραβάσεις (βλ. ανωτέρω σκέψεις 418 και 419). Το στοιχείο ότι στην επίμαχη παράβαση εμπλέκονται δύο μόνο επιχειρήσεις, εκ των οποίων η μία ήσσονος μεγέθους, και ότι η παράβαση αυτή διήρκεσε μόνο οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπαγάγει κάθε μία από τις διαπιστωθείσες μορφές συμπεριφοράς είτε στην έννοια της συμφωνίας είτε στην έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά επιτρεπτώς δύναται να χαρακτηρίσει ορισμένες εξ αυτών ως «συμφωνίες», άλλες δε ως «εναρμονισμένες πρακτικές». Συναφώς, στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον επαφές μεταξύ των μερών, δεν μπορεί να απαιτείται, όπως προτείνουν οι προσφεύγουσες, να προσδιορίσει επακριβώς η Επιτροπή το χρονικό σημείο στο οποίο έλαβε χώρα κάθε μία από τις επιμέρους συνεννοήσεις.

454    Κατά τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένη πρακτική, επειδή δεν απέδειξε ότι είχε λάβει χώρα συνεννόηση ούτε ότι η συνεννόηση αυτή οδήγησε σε συνακόλουθη συμπεριφορά στην αγορά. Κατά τις προσφεύγουσες, το τεκμήριο ότι επιχείρηση που έχει λάβει μέρος σε συνεννόηση λαμβάνει υπόψη κατά τη μεταγενέστερη συμπεριφορά της στην αγορά τις ανταλλαγείσες πληροφορίες ανατρέπεται όταν αποδεικνύεται ότι η συνεννόηση δεν είχε απολύτως καμία επιρροή επί της ατομικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως στην αγορά. Οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι οι τιμές των εβδομάδων 13 και 15 στην Ιταλία, ως προς τις οποίες ο C1 και ο P1 φέρονται να συνεννοήθηκαν, δεν παρέμειναν αμετάβλητες και, επομένως, δεν ακολούθησαν την ανάλυση του P1. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν απέδειξε επίσης ότι η Chiquita και η PFCI καθόρισαν τις τιμές τους κατά τρόπο συντονισμένο τις λοιπές εβδομάδες της περιόδου της φερομένης παραβάσεως.

455    Επισημαίνεται ότι από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε ότι είχε λάβει χώρα συνεννόηση μεταξύ των μερών και ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο ότι κατά τον καθορισμό της μεταγενέστερης συμπεριφοράς τους στην αγορά έλαβαν υπόψη τις μεταξύ τους ανταλλαγείσες πληροφορίες.

456    Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 328, 329 και 330, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πραγματικές τιμές που καθορίστηκαν στη συνέχεια δεν αντιστοιχούσαν στις ανταλλαγείσες από τα μέρη προθέσεις τιμών, το γεγονός ότι εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών δεν αποκλείει τη διαπίστωση ότι η πρακτική αυτή περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 329, σκέψη 140, και Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 546).

457    Επισημαίνεται συναφώς ότι οι πραγματικές τιμές της αγοράς δύνανται να επηρεάζονται από εξωτερικές παραμέτρους, κείμενες εκτός της σφαίρας ελέγχου των μελών συμπράξεως, όπως είναι η πορεία της οικονομίας εν γένει, η εξέλιξη της ζητήσεως στον συγκεκριμένο τομέα ή η διαπραγματευτική δύναμη των πελατών (απόφαση Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 282, σκέψη 547).

458    Συγκεκριμένα, ο καθορισμός τιμής, έστω και αμιγώς ενδεικτικής, επηρεάζει τον ανταγωνισμό, επειδή παρέχει σε όλα τα μέλη της συμπράξεως τη δυνατότητα να προβλέπουν, με εύλογο βαθμό βεβαιότητας, την πολιτική τιμών που οι ανταγωνιστές τους προτίθενται να ακολουθήσουν. Γενικότερα, τέτοιου είδους συμπράξεις συνεπάγονται άμεση παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού εντός της οικείας αγοράς. Πράγματι, εκφράζοντας κοινή βούληση για τη διαμόρφωση του επιπέδου τιμών των προϊόντων τους, οι συγκεκριμένοι παραγωγοί παύουν πλέον να καθορίζουν αυτοτελώς την πολιτική τους στην αγορά, υπονομεύοντας το πνεύμα των σχετικών με τον ανταγωνισμό διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση BPB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 324, σκέψη 310 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, υπενθυμίζεται, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως των λοιπών επιχειρημάτων των προσφευγουσών, ότι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, όταν έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψεις 122 και 123).

459    Τέλος, διαπιστώνεται ότι με την επιχειρηματολογία με την οποία υποστηρίζουν ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής περί συνεννοήσεως διεψεύσθηκαν κατ’ επανάληψη από την Chiquita και τον C1, οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν απλώς επιχειρήματα που έχουν ήδη απορριφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 332 έως 409).

460    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο φάκελος της Επιτροπής περιέχει σαφείς έγγραφες αποδείξεις συζητήσεων μεταξύ ανταγωνιστών ειδικά περί των τιμών, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η PFCI και ως προς τους οποίους, όμως, η Επιτροπή δεν διατύπωσε καμία αιτίαση περί αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται, κατά τις προσφεύγουσες, η κατοχυρωμένη στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

461    Το επιχείρημα αυτό των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί. Οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να επικαλούνται το γεγονός ότι δεν έχει κινηθεί διαδικασία κατά άλλων επιχειρήσεων. Από τις εκτιμήσεις που προεκτέθηκαν προκύπτει ότι η Επιτροπή συγκέντρωσε επαρκείς αποδείξεις για τη δικαιολόγηση της διαδικασίας που κινήθηκε εις βάρος των προσφευγουσών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι σε κατάσταση παρεμφερή προς αυτήν των προσφευγουσών βρέθηκαν και άλλες επιχειρήσεις οι οποίες όμως δεν ήσαν αποδέκτριες της αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση από επιχειρηματία ο οποίος τελούσε σε κατάσταση παρεμφερή προς εκείνη του προσφεύγοντος δεν δύναται να ανατρέψει τη διαπίστωση παραβάσεως του προσφεύγοντος, εφόσον αυτή έχει αποδειχθεί προσηκόντως (απόφαση Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 146· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑17/99, KE KELIT κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1647, σκέψη 101, και της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 397), και ενώ η περίπτωση του άλλου αυτού επιχειρηματία δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

462    Από την προεκτεθείσα συλλογιστική προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία την οποία οι προσφεύγουσες αναπτύσσουν προς στήριξη της θέσεώς τους ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή τους σε συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική πρέπει να απορριφθεί.

 δ)      Επί της υπάρξεως αντικειμένου ή αποτελέσματος αντιθέτου προς τους κανόνες ανταγωνισμού

463    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά τους είχε αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

464    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η συμφωνία είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Κατά την άποψή τους, από τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της φερομένης παραβάσεως δεν δύναται να συναχθεί σύναψη, από τα μέρη, οριζόντιας συμφωνίας περί καθορισμού των τιμών με αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, η προσαπτόμενη σε αυτές παράβαση δεν δύναται να θεωρηθεί περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

465    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της ότι η παράβαση είχε, εν προκειμένω, ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην εκτίμησή της ότι η συμπεριφορά των μερών είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών. Κατά τις προσφεύγουσες, από τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της φερόμενης παραβάσεως δεν δύναται να συναχθεί σύναψη, από τα μέρη, οριζόντιας συμφωνίας περί καθορισμού των τιμών, επειδή, στην πιο ακραία περίπτωση, η συμπεριφορά των μερών θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως ελεύθερη ανταλλαγή αόριστων και αποσπασματικών πληροφοριών που αφορούσαν μόνο τις γενικές τάσεις της αγοράς, πράγμα που αποκλείει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω συμπεριφοράς ως παραβάσεως εξ αντικειμένου.

466    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Λαμβανομένων υπόψη της προπαρατεθείσας στις σκέψεις 411 έως 431 νομολογίας και των πραγματικών περιστατικών που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, εν προκειμένω η Επιτροπή σωστά συνήγαγε ότι η συμπεριφορά των μερών είχε ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

467    Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, οι οποίες επαναλαμβάνουν για μια ακόμη φορά, στο πλαίσιο του νομικού χαρακτηρισμού της παραβάσεως, ορισμένα εκ των επιχειρημάτων τους που έχουν ήδη απορριφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και των προσκομισθέντων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων, η επίμαχη παράβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως περιοριστική του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, στο μέτρο κατά το οποίο, όπως εξέθεσε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επίμαχη συμπεριφορά συγκεντρώνει τα γενικά χαρακτηριστικά των οριζόντιων συμφωνιών κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή η τιμή αποτελεί το κύριο εργαλείο του ανταγωνισμού και, εν προκειμένω, τα μέρη σαφώς συντόνισαν τις σχετικές με τις τιμές κινήσεις τους με απώτατο σκοπό τη διόγκωση των τιμών προς ίδιον όφελος.

468    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το πρώτο παράδειγμα συμπράξεως που παρατίθεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, συμπράξεως η οποία ρητώς χαρακτηρίζεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, είναι ακριβώς εκείνη που συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής». Επομένως, η πρακτική που εν προκειμένω αποτέλεσε αντικείμενο της συμπράξεως ρητώς απαγορεύεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή ως εκ της φύσεώς της περιορίζει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 388, σκέψη 768).

469    Συγκεκριμένα, από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 426 έως 428 νομολογία προκύπτει ότι το είδος του επίμαχου εν προκειμένω συντονισμού, δηλαδή ο συντονισμός των τιμών, ο οποίος συνίσταται σε επαφές μεταξύ επιχειρηματιών που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο της πορείας των τιμών και, τελικά, τη διόγκωσή τους, είναι αρκούντως επιζήμιο για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εξέταση των αποτελεσμάτων του δεν είναι αναγκαία, αφού μια σύμπραξη περί των τιμών θεωρείται, ως εκ της φύσεώς της, επιζήμια για την εύρυθμη λειτουργία του ανταγωνισμού.

470    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εφόσον η συμπεριφορά τους δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά, πράγμα το οποίο η Επιτροπή επίσης δεν απέδειξε.

471    Στο μέτρο κατά το οποίο στηρίζεται στην πεπλανημένη προκειμένη ότι η επίμαχη συμπεριφορά δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων απαγορεύονται, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εφόσον έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού. Συνεπώς, εφόσον αποδεικνύεται το αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο των προσαπτόμενων μορφών συμπεριφοράς, δεν απαιτείται απόδειξη των πραγματικών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τους (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, T‑122/07 έως T‑124/07, Siemens Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑793, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

472    Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων συμφωνίας είναι περιττή όταν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά συμφωνίες συνεπαγόμενες κατάφωρους περιορισμούς του ανταγωνισμού, όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή της αγοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑13125, σκέψη 75).

473    Επομένως, σωστά ανέφερε η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 222 έως 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη εν προκειμένω παράβαση μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου και ότι παρείλκε η εξέταση των αποτελεσμάτων της.

474    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η συμπεριφορά τους δεν είχε αντικείμενο ή αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

 ε)      Επί της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

475    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη διάρκεια της παραβάσεως, επειδή δεν απέδειξε τον διαρκή χαρακτήρα της.

476    Συναφώς, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει άμεσα η διάρκεια παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει, τουλάχιστον, να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με περιστατικά τα οποία δεν απέχουν χρονικά μεταξύ τους, ώστε να μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι η παράβαση αυτή συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών, και ότι το ζήτημα αν το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο περιστατικών είναι αρκούντως μακρό ώστε να συνιστά διακοπή της παραβάσεως πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της λειτουργίας της συγκεκριμένης συμπράξεως.

477    Εν προκειμένω, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που αποδεικνύει επαφή μεταξύ των P1 και C1 καθ’ όλη τη διάρκεια της φερομένης παραβάσεως, πλην δύο τηλεφωνημάτων βραχύτατης διάρκειας τα οποία πραγματοποιήθηκαν μετά τις 20 Ιανουαρίου 2005. Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις περί των τιμών στον τομέα της μπανάνας διεξάγονται επί εβδομαδιαίας βάσεως, η εν λόγω έλλειψη στοιχείων δειίχνει ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη οποιασδήποτε δραστηριότητας επί τριάντα και πλέον κύκλους διαπραγματεύσεων. Κατά συνέπεια και στο μέτρο κατά το οποίο είναι σαφές ότι η Επιτροπή δεν στηρίζει κανενός είδους δεσμό μεταξύ των σημειώσεων της 28ης Ιουλίου 2004 και της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής, αυτή δεν απέδειξε ότι οι προσαπτόμενες στις προσφεύγουσες πρακτικές στοιχειοθετούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση. Για τη στήριξη της θέσεώς τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται εκ νέου τις δηλώσεις του C1 οι οποίες, κατά την άποψή τους, διαψεύδουν την ύπαρξη συνολικού σχεδίου έχοντος κοινό σκοπό.

478    Υπενθυμίζεται ότι παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ενδέχεται να απορρέει όχι μόνο από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά ενεργειών ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν δύναται να αμφισβητηθεί εκ του λόγου ότι ένα ή πλείονα στοιχεία αυτής της ακολουθίας πράξεων ή της διαρκούς συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να συνιστούν, μεμονωμένως θεωρούμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες επιμέρους ενέργειες αποτελούν μέρος «συνολικού σχεδίου», λόγω του κοινού τους σκοπού ο οποίος συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις ενέργειες αυτές κατ’ αναλογίαν με τη συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στην παράβαση, λαμβανόμενη ως όλον (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, προαναφερθείσα στη σκέψη 391, σκέψη 81, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 179, σκέψη 258· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 90).

479    Υπενθυμίζεται επίσης ότι ως ενιαία παράβαση νοείται κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας πλείονες επιχειρήσεις είχαν συμμετοχή σε παράβαση συνιστάμενη σε αδιάλειπτη συμπεριφορά έχουσα κοινό οικονομικό σκοπό, δηλαδή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ή και σε μεμονωμένες παραβάσεις συνδεόμενες μεταξύ τους λόγω ταυτότητας αντικειμένου (σύνολο στοιχείων υπηρετούντων τον ίδιο σκοπό) και υποκειμένων (ταυτότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και από αυτές συνείδηση της συμμετοχής τους στην υπηρέτηση του κοινού σκοπού) (αποφάσεις BPB κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 324, σκέψη 257, και Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 478, σκέψη 89).

480    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της ενιαίας παραβάσεως μπορεί να αναφέρεται στον νομικό χαρακτηρισμό αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφοράς που συνίσταται σε συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 181, σκέψεις 696 έως 698· HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 406, σκέψη 186, και BASF κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 111, σκέψη 159).

481    Περαιτέρω, ως προς τη διαρκή παράβαση, επισημαίνεται ότι η έννοια του συνολικού σχεδίου παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει ότι η διάπραξη παραβάσεως δεν διακόπηκε ακόμη και αν, ως προς συγκεκριμένη περίοδο, η ίδια δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στην παράβαση αυτή, υπό τον όρο ότι η εν λόγω επιχείρηση έλαβε μέρος στην παράβαση πριν και μετά την περίοδο αυτή και δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ή ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η παράβαση διακόπηκε κατά το μέρος που αφορά την εν λόγω επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο για όλη την παραβατική περίοδο, περιλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος για το οποίο δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή της συγκεκριμένης επιχειρήσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2013, T‑147/09 και T‑148/09, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, σκέψη 87).

482    Πάντως, κατ’ επιταγήν της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει άμεσα η διάρκεια παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με περιστατικά τα οποία δεν απέχουν χρονικά μεταξύ τους, ούτως ώστε να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η εν λόγω παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1994, T‑43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑441, σκέψη 79· της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 188· της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψεις 114 και 153, και IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 413, σκέψη 88).

483    Μολονότι το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο εκφάνσεων παραβατικής συμπεριφοράς αποτελεί καθοριστικής σημασίας κριτήριο για τη διαπίστωση του διαρκούς χαρακτήρα παραβάσεως, το ζήτημα αν το εν λόγω διάστημα είναι αρκούντως μακρό ώστε να συνιστά διακοπή της παραβάσεως δεν μπορεί να εξετάζεται αφηρημένα. Αντιθέτως, πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της λειτουργίας της συγκεκριμένης συμπράξεως (απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 413, σκέψη 89).

484    Αντιθέτως, όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως στην παράβαση διακόπηκε, ενώ η επιχείρηση έλαβε μέρος στην παράβαση πριν και μετά τη διακοπή αυτή, η εν λόγω παράβαση δύναται να χαρακτηριστεί ως επαναλαμβανόμενη αν —όπως στην περίπτωση της διαρκούς παραβάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 479)— υπάρχει ενιαίος σκοπός τον οποίο αυτή είχε πριν και μετά τη διακοπή, πράγμα το οποίο δύναται να συναχθεί από την ταυτότητα των σκοπών των επίμαχων πρακτικών, των οικείων προϊόντων, των επιχειρήσεων που έλαβαν μέρος στη συμπαιγνία, των κύριων όρων εφαρμογής της, των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται για λογαριασμό των επιχειρήσεων και, τέλος, του γεωγραφικού πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πρακτικών. Στην περίπτωση αυτή, η παράβαση είναι ενιαία και επαναλαμβανόμενη και, μολονότι η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο για όλη την παραβατική περίοδο, δεν δύναται να επιβάλει πρόστιμο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η παράβαση είχε διακοπεί (απόφαση Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 481, σκέψη 88).

485    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτιμά ότι η υιοθετηθείσα από τα μέρη συμπεριφορά συνιστά ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, επειδή οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές αποτελούσαν μέρος ενιαίου συστήματος χαράξεως των γραμμών δράσεώς τους στην αγορά και περιορισμού της ατομικής εμπορικής πολιτικής τους με σκοπό την επίτευξη κοινού, αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού, στόχου και την υπηρέτηση ενιαίου οικονομικού σκοπού, ο οποίος συνίστατο στον περιορισμό ή τη νόθευση της φυσιολογικής διακυμάνσεως των τιμών στον τομέα της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και στην ανταλλαγή συναφών πληροφοριών (αιτιολογικές σκέψεις 209 έως 213 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

486    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 214 έως 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αμφισβητούσαν τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά επειδή η διαπίστωση ότι η Pacific και η Chiquita είχαν προχωρήσει σε συντονισμό των τιμών και ανταλλαγή πληροφοριών περί της μελλοντικής συμπεριφοράς τους στην αγορά σχετικά με τις τιμές στηριζόταν σε σύγχρονα έγγραφα και στις εταιρικές δηλώσεις της Chiquita που είχαν εξεταστεί στο τμήμα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

487    Στην αιτιολογική σκέψη 216 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι ως αφετηριακό σημείο της παραβάσεως είχε προσδιοριστεί η συνάντηση μεταξύ της Pacific και της Chiquita στις 28 Ιουλίου 2004, ο συμπαιγνιακός χαρακτήρας της οποίας αποδεικνυόταν από τις σημειώσεις του P1, και ότι η φύση του συμπαιγνιακού σχήματος που τέθηκε σε εφαρμογή κατά την εν λόγω συνάντηση (δηλαδή ενός διαρθρωμένου συστήματος καθορισμού των τιμών επί τακτικής βάσεως για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία), όπως αυτή προέκυπτε από τις σημειώσεις του P1, συνέκλινε με τη συμπεριφορά που η Chiquita περιέγραφε με τις εταιρικές δηλώσεις της.

488    Στη συνέχεια, στην αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξήγησε ότι από τις περιλαμβανόμενες στον φάκελο σύγχρονες αποδείξεις προέκυπτε ότι, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, η Chiquita και η Pacific συνέχισαν τις αθέμιτες επαφές τους, με μια πρώτη συνάντηση στις 6 Αυγούστου 2004, την οποία διαδέχθηκε δεύτερη συνάντηση στις 11 Αυγούστου 2004, και ότι κατά τις εν λόγω συναντήσεις τα μέρη είχαν συζητήσει περί των τιμών στην Ελλάδα και περί της πορείας της αγοράς στην Πορτογαλία. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η φύση και η ουσία των εν λόγω επαφών συνέκλινε με τις εταιρικές δηλώσεις της Chiquita, καθώς και με τις δηλώσεις της στο πλαίσιο της ακροάσεως, κατά τις οποίες, μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, ο C1 και ο P1 εγκαινίασαν τακτική τηλεφωνική επικοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας συζητούσαν, μεταξύ άλλων, περί των γενικών τάσεων της αγοράς, περί των ειδικών τάσεων των τιμών και περί των προθέσεων για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, ενώ, κατά την Chiquita, οι τηλεφωνικές συνομιλίες των δύο ανδρών πύκνωσαν προς τα τέλη του 2004 και τις αρχές του 2005.

489    Στην αιτιολογική σκέψη 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή πρόσθεσε ότι η εξακολούθηση των τακτικών διμερών επαφών στο πλαίσιο των οποίων η Pacific και η Chiquita είχαν συντονίσει τις τιμές τους επιβεβαιωνόταν περαιτέρω από την εσωτερική ηλεκτρονική επιστολή της Pacific της 11ης Απριλίου 2005 και από τον αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», έγγραφα τα οποία έδειχναν ότι οι εν λόγω επαφές είχαν λάβει χώρα επί σχεδόν εβδομαδιαίας βάσεως κατά το διάστημα Φεβρουαρίου-Απριλίου 2005 (εβδομάδες 6/2005 έως 15/2005), καθώς και ότι από τον αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005» προέκυπτε ειδικότερα ότι ο P1 της Pacific επικαιροποιούσε επί εβδομαδιαίας βάσεως πίνακα με τις τιμές της Chiquita, στον οποίο προσέθετε σημειώσεις για το περιεχόμενο των συζητήσεών του με τον C1 της Chiquita.

490    Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 221 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα από την Pacific επιχειρήματα, η δέσμη αποδείξεων στις οποίες η ίδια στηριζόταν δεν καθιστούσε δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι στις αποδείξεις υπήρχε ένα κενό επτά μηνών· απεναντίας, από τα αποδεικτικά στοιχεία θεωρούμενα ως όλον προέκυπτε ότι η αθέμιτη συμπεριφορά, που αποδεικνυόταν από την ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Απριλίου 2005 και από τον αχρονολόγητο πίνακα με τίτλο «Τιμές Chiquita — 2005», αποτελούσε συνέχεια του συστήματος συντονισμού των τιμών που είχε τεθεί σε εφαρμογή κατά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004, πράγμα το οποίο επιβεβαιωνόταν και από την Chiquita, η οποία είχε δηλώσει ότι, κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005, η ίδια είχε διαπράξει παράβαση η οποία συνίστατο σε αθέμιτες περιστασιακές επαφές με την Pacific, στο πλαίσιο των οποίων τα μέρη αντάλλασσαν τα «δεδομένα τους για τις τάσεις των τιμών» για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε. Στην αιτιολογική σκέψη 222 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διατύπωσε το συμπέρασμα ότι από τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις της προέκυπτε διμερής αθέμιτη σύμπραξη μεταξύ των Chiquita και Pacific η οποία είχε λειτουργήσει επί ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τρόπο τακτικό και συστηματικό και ότι οι διμερείς συνεννοήσεις είχαν ακολουθήσει συγκεκριμένο σχήμα, υπηρετηθέν με συνέπεια καθ’ όλη τη διάρκεια της οικείας περιόδου, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις παρουσίαζαν κατά καιρούς η συχνότητα και το επιμέρους περιεχόμενο των εκατέρωθεν κοινοποιήσεων. Διάφορες διμερείς επαφές μεταξύ των μερών, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 και μετά τη συνάντηση αυτή, χρησίμευσαν για τον συντονισμό της συμπεριφοράς των μερών στην αγορά και για την ανταλλαγή εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών, εντάσσονται δε στο σύνολό τους στο πλαίσιο καθολικού σχεδίου, επειδή είχαν πραγματοποιηθεί για την υπηρέτηση ενιαίου και κοινού, αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού, σκοπού, ο οποίος συνίστατο στον περιορισμό ή τη νόθευση της φυσιολογικής διακυμάνσεως των τιμών στον τομέα της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την εν λόγω παράμετρο.

491    Πρώτον, το επιχείρημα που συνάγεται από το σημείο 65 του υπομνήματος των προσφευγουσών, εφόσον αυτό νοηθεί ως αμφισβήτηση του ενιαίου χαρακτήρα της επίμαχης παραβάσεως, δεν δύναται να ευδοκιμήσει. Από την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 479, 480 και 484 νομολογία, καθώς και από τα πραγματικά περιστατικά που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η επίμαχη εν προκειμένω συμπεριφορά πρέπει να χαρακτηριστεί ως ενιαία και διαρκής παράβαση δεδομένου ότι στις ποικίλες εκφάνσεις της διαπιστώθηκε ταυτότητα αντικειμένου και υποκειμένων. Επιπλέον, η παρατιθέμενη από τις προσφεύγουσες δήλωση του C1 ότι αυτός δεν είχε επίγνωση του γεγονότος ότι κατά τις επαφές του με τον P1 παραβίαζε το δίκαιο της Ένωσης δεν αποδεικνύει ότι τα μέρη δεν είχαν προσχωρήσει σε κοινό σχέδιο για τον περιορισμό του ανταγωνισμού επειδή, όπως σωστά αναφέρει η Επιτροπή, η επίγνωση της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση της υπάρξεως σχεδίου εχοντος κοινού σκοπού αντίθετου προς τους κανόνες ανταγωνισμού.

492    Δεύτερον, ως προς τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως, επισημαίνεται ότι από την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες αβάσιμα υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη επαφής μεταξύ των μερών κατά το διάστημα μεταξύ Αυγούστου του 2004 και Απριλίου του 2005, δηλαδή επί επτά και πλέον μήνες, πλην δύο τηλεφωνημάτων βραχύτατης διάρκειας. Από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει, αντιθέτως, ότι τα μέρη έθεσαν σε εφαρμογή σύστημα αθέμιτων συνεννοήσεων κατά το γεύμα της 28ης Ιουλίου 2004 (βλ. τις σημειώσεις του P1 επί του γεύματος της 28ης Ιουλίου 2004), ότι ήλθαν σε επαφή στις 6 και 11 Αυγούστου 2004 (βλ. τις δύο σελίδες σημειώσεων του P1 του Αυγούστου του 2004) και ότι ο P1 τηλεφώνησε στον C1 στις 20 Ιανουαρίου και στις 7 Απριλίου 2005 (βλ. τις δύο τηλεφωνικές κλήσεις του P1 προς τον C1 στις 20 Ιανουαρίου 2005 και στις 7 Απριλίου 2005). Επιπλέον, η ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Απριλίου 2005, η οποία περιέχει τον πίνακα με τις τιμές της Chiquita για τις εβδομάδες 9 έως 15 του 2005, καθώς και ο αχρονολόγητος πίνακας που βρέθηκε αρχειοθετημένος στο γραφείο του P2 και περιέχει τις τιμές της Chiquita για τις εβδομάδες 6 έως 13 του 2005 πιστοποιούν επαφές μεταξύ των μερών από τις 7 Φεβρουαρίου 2005 (εβδομάδα 6/2005) έως τις 8 Απριλίου 2005 (τέλος της εβδομάδας 14/2005). Τέλος, από τις δηλώσεις της Chiquita προκύπτει ότι κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Ιουλίου 2004 και 8ης Απριλίου 2005 αυτή έλαβε μέρος σε παράβαση η οποία συνίστατο σε περιστασιακές αθέμιτες επαφές με την Pacific, που είχαν ως αντικείμενο την ανταλλαγή δεδομένων περί των τάσεων των τιμών για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε (δηλώσεις της Chiquita στο πλαίσιο της ακροάσεως), ότι μετά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004 εγκαινιάστηκε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του C1 της Chiquita και του P1 της Pacific, με τον συνολικό αριθμό των μεταξύ τους τηλεφωνημάτων να κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 κατά το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2004 έως περίπου τον Ιούνιο του 2006 (δήλωση της Chiquita της 22ας Μαΐου 2008), και ότι τα τηλεφωνήματα αυτά πύκνωσαν περί τα τέλη του 2004 και τις αρχές του 2005 (δήλωση της Chiquita της 15ης Φεβρουαρίου 2008).

493    Τρίτον, επισημαίνεται ότι από το σύνολο των προεκτεθέντων αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε έγγραφες αποδείξεις περί επαφών μεταξύ των μερών κατά το διάστημα από τις 12 Αυγούστου 2004 έως τις 19 Ιανουαρίου 2005. Από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναφέρθηκαν εν περιλήψει ανωτέρω, στις σκέψεις 485 έως 490, καθώς και από την επιχειρηματολογία που η Επιτροπή αναπτύσσει στο υπόμνημά της αντικρούσεως προκύπτει ότι η τελευταία στήριξε το συμπέρασμά της περί συνεχίσεως της παραβάσεως κατά το εν λόγω διάστημα, αφενός, στη δέσμη αποδείξεων θεωρουμένη ως όλον και, αφετέρου, στις δηλώσεις της Chiquita που καλύπτουν τη συνολική περίοδο της παραβάσεως, όπως αυτή προσδιορίστηκε από την Επιτροπή.

494    Συναφώς, τονίζεται πάντως ότι, μολονότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 175 έως 185 νομολογία, ούτως ώστε να θεωρείται ότι απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη παραβάσεως, επιβάλλεται η αξιολόγηση των αποδείξεων ως όλου, σκοπός της σχετικής με τη διαπίστωση του διαρκούς χαρακτήρα εξετάσεως δεν είναι να εξακριβωθεί αν η δέσμη αποδείξεων στο σύνολό της δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από τις εν λόγω αποδείξεις, αλλά αν η Επιτροπή προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που δεν απέχουν χρονικά μεταξύ τους, ούτως ώστε να μπορεί δικαιολογημένα να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 413, σκέψεις 88 έως 97).

495    Επιπλέον, μολονότι οι δηλώσεις της Chiquita πράγματι δύνανται να θεωρηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το χρονικό διάστημα το οποίο δεν καλύπτεται από τις έγγραφες αποδείξεις περί επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών και παρά το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, οι δηλώσεις επιχειρήσεως που ζητεί απαλλαγή έχουν κατ’ αρχήν αυξημένη αποδεικτική αξία (βλ. νομολογία που προπαρατέθηκε στις σκέψεις 151 έως 153, 339 έως 341, 380 και 381), κατά πάγια επίσης νομολογία οι εταιρικές δηλώσεις πρέπει να τεκμηριώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία όταν αυτές αμφισβητούνται από επιχειρήσεις στις οποίες ομοίως προσάπτεται συμμετοχή στη συμφωνία (βλ. νομολογία που προπαρατέθηκε στη σκέψη 342).

496    Τέλος, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι «από τα αποδεικτικά στοιχεία θεωρούμενα ως όλον προκύπτει ότι η αθέμιτη συμπεριφορά που αποδεικνύεται από την ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Απριλίου 2005 και από τον αχρονολόγητο πίνακα αποτελεί συνέχεια του συστήματος συντονισμού των τιμών που είχε τεθεί σε εφαρμογή κατά τη συνάντηση της 28ης Ιουλίου 2004» δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αφενός, η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ή ενδείξεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ότι η παράβαση διεκόπη κατλά το μέρος που αφορά τις προσφεύγουσες αποκτά έρεισμα μόνο αν η Επιτροπή ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που φέρει, δηλαδή μόνο εφόσον αυτή προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που έχουν επαρκή χρονική εγγύτητα μεταξύ τους, ούτως ώστε δικαιολογημένα να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (βλ. απόφαση IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 413, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αφετέρου, η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύμπραξη δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να εικάζεται βάσει ανακριβών στοιχείων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2014, T‑68/09, Soliver κατά Επιτροπής, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

497    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων που επιρρωννύουν τη δήλωση της Chiquita και πιστοποιούν επαφή μεταξύ της Chiquita και της Pacific κατά τη διάρκεια διαστήματος πέντε περίπου μηνών (από της 12ης Αυγούστου 2004 έως την 19η Ιανουαρίου 2005) στο πλαίσιο παραβάσεως συνολικής διάρκειας κατά τι μεγαλύτερης των οκτώ μηνών πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά διακοπή της παραβάσεως, κατά μείζονα λόγο επειδή, όπως δηλώνουν οι προσφεύγουσες χωρίς να αντικρουστούν στο σημείο αυτό από την Επιτροπή, οι διαπραγματεύσεις περί των τιμών στην αγορά της μπανάνας διεξάγονται επί εβδομαδιαίας βάσεως, πράγμα που εξάλλου επιβεβαιώνεται από τους καταρτισθέντες από τον P1 πίνακες τιμών της Chiquita για τις εβδομάδες 6 έως 13 και 9 έως 15/2005, και διότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη επαφής μεταξύ της Chiquita και της Pacific επί περίπου είκοσι κύκλους διαπραγματεύσεων.

498    Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι προσφεύγουσες επανήλθαν, μετά το εν λόγω διάστημα των πέντε περίπου μηνών, και επανέλαβαν τη συμμετοχή τους σε παράβαση της οποίας την ταυτότητα με εκείνην στην οποία είχαν μετάσχει προ της διακοπής δεν αμφισβητούν, η παράβαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως ενιαία και επαναλαμβανόμενη, διαρκέσασα από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 11 Αυγούστου 2004 και από τις 20 Ιανουαρίου 2005 έως τις 8 Απριλίου 2005 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 413, σκέψη 97, και Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 481, σκέψη 95).

499    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, επειδή η Επιτροπή, συνάγοντας ότι η παράβαση συνεχίστηκε κατά το διάστημα μεταξύ της 12ης Αυγούστου 2004 και της 19ης Ιανουαρίου 2005, υπέπεσε σε πλάνη· κατά τα λοιπά ο τρίτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

500    Εν κατακλείδι, η προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, επειδή η Επιτροπή, αφενός, στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως, διατύπωσε το συμπέρασμα ότι η συμμετοχή των προσφευγουσών στην παράβαση συνεχίστηκε κατά το διάστημα μεταξύ 12ης Αυγούστου 2004 και 19ης Ιανουαρίου 2005 και, αφετέρου, στο άρθρο της 2, καθόρισε το ποσό του επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου λαμβάνοντας υπόψη την αρχικώς διαπιστωθείσα διάρκεια της παραβάσεως. Οι συνέπειες της εν λόγω μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστούν κατωτέρω, στις σκέψεις 560 έως 564.

II –  Επί του επικουρικού αιτήματος ακυρώσεως του προστίμου ή μειώσεως του ύψους του

501    Για τη στήριξη του επικουρικού αιτήματός τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, λόγω πεπλανημένης αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, πεπλανημένες εκτιμήσεως της διάρκειάς της, πεπλανημένης αξιολογήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων και παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

 Α –      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

502    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους των προστίμων. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα δίνεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, προβλέπει ορισμένο περιθώριο ευελιξίας, το οποίο παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί την εξουσία της εκτιμήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

503    Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύεται με ικανό αριθμό στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, χωρίς όμως να προβλέπεται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 72, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 48, σκέψη 54).

504    Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 26, εν προκειμένω η Επιτροπή καθόρισε το ύψος των προστίμων εφαρμόζοντας τη μέθοδο που ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

505    Μολονότι δεν δύνανται να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου τον οποίο η Διοίκηση οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 εισάγουν κανόνα συμπεριφοράς ενδεικτικό της ακολουθητέας πρακτικής, από τον οποίο η Διοίκηση δύναται να αποστεί σε συγκεκριμένη περίπτωση μόνο εφόσον παράσχει αιτιολογία σύμφωνη με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 209 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 70).

506    Η Επιτροπή, υιοθετώντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευσή τους, ότι στο εξής θα τους εφαρμόζει στις περιπτώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποστεί από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 142, σκέψη 71).

507    Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 ορίζουν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μεθοδολογία που η Επιτροπή αυτοβούλως δεσμεύθηκε να ακολουθεί κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων και, κατά συνέπεια, εγγυώνται την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψεις 211 και 213).

508    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 καθορίζουν μέθοδο υπολογισμού η οποία έχει δύο στάδια (σημείο 9 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006), εκ των οποίων το πρώτο στάδιο συνίσταται στον από την Επιτροπή καθορισμό βασικού ποσού για κάθε μία από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Οι κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν συναφώς τις ακόλουθες διατάξεις:

«12.      Το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων, σύμφωνα με την ακόλουθη μεθοδολογία.

[…]

13.      Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση.

[…]

19.      Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης.

20.      Η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης.

21.      Κατά γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων.

22.      Για να αποφασιστεί αν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση[,] θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το αν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

23.      Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Ως ζήτημα πολιτικής θα τιμωρούνται με βαριά πρόστιμα. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις κατά κανόνα θα ορίζεται στα υψηλότερα όρια της παραπάνω κλίμακας.

24.      Για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων (βλέπε παραπάνω τα σημεία 20 έως 23) θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Περίοδοι μικρότερες του ενός εξαμήνου θα υπολογίζονται ως μισό έτος· περίοδοι που θα υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά θα είναι μικρότερες του έτους θα υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος.

25.      Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω στην Ενότητα Α προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής,. Η Επιτροπή θα μπορεί επίσης να επιβάλει ένα τέτοιο επιπρόσθετο ποσό και σε περιπτώσεις άλλων παραβάσεων. Για τον καθορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη της διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στο σημείο 22.»

509    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 ορίζουν ότι κατά το δεύτερο στάδιο του υπολογισμού η Επιτροπή δύναται να αναπροσαρμόσει το βασικό ποσό, αυξάνοντας ή μειώνοντάς το, βάσει συνολικής εκτιμήσεως στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλες οι συναφείς περιστάσεις (σημεία 11 και 27 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006).

510    Ως προς τις εν λόγω περιστάσεις, το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 αναφέρει:

«Το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να μειωθεί όταν η Επιτροπή θα διαπιστώνει την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως:

–        όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι έπαυσε την παράβαση αμέσως μετά την πρώτη παρέμβαση της Επιτροπής. Αυτό δεν θα εφαρμόζεται στις μυστικές συμφωνίες ή πρακτικές (ιδίως στην περίπτωση καρτέλ)

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η παράβαση διαπράχθηκε από αμέλεια

–        όταν η επιχείρηση αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της στην παράβαση είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και, κατά συνέπεια[,] ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία συμμετείχε στην παράνομη συμφωνία, απείχε κατ’ ουσία από την εφαρμογή αυτής, ακολουθώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά· το γεγονός ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε παράβαση για μικρότερη διάρκεια από τις λοιπές επιχειρήσεις δεν θα θεωρείται ελαφρυντική περίσταση, καθώς η περίσταση αυτή ήδη θα έχει ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού

–        όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, πέραν του πεδίου εφαρμογής της Ανακοίνωσης περί Επιείκειας και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί

–        όταν η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά επετράπη ή ενθαρρύνθηκε από τις δημόσιες αρχές ή με νομοθετικά μέτρα.»

511    Τέλος, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑389/10 P, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στη σκέψη 472, σκέψη 129), και C‑272/09 P, KME κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I‑12789, σκέψη 102), αποτελεί καθήκον του δικαστή της Ένωσης να προβαίνει στον έλεγχο νομιμότητας, για τον οποίο είναι αρμόδιος, βάσει των στοιχείων που ο προσφεύγων προσκομίζει προς στήριξη των λόγων που προβάλλει. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου, ο δικαστής δεν δύναται να επικαλείται το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή, ως προς την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των προβλεπόμενων από τις κατευθυντήριες γραμμές κριτηρίων ή ως προς την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να απαλλαγεί της υποχρεώσεως ενδελεχούς ελέγχου των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων.

 Β –      Προσβαλλόμενη απόφαση

512    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, το βασικό ποσό του προστίμου συνίσταται σε ποσό το οποίο μπορεί να ανέρχεται έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η παράβαση, σε συγκεκριμένο έτος, σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητάς της, πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση και προσαυξημένο με ποσό ίσο με το 15 % έως 25 % της αξίας των πωλήσεων της επιχειρήσεως, ανεξαρτήτως της διάρκειας συμμετοχής της στην παράβαση. Στη συνέχεια, το βασικό αυτό ποσό δύναται να αυξηθεί ή να μειωθεί για κάθε επιχείρηση, αν συντρέχουν, αντιστοίχως, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις (αιτιολογικές σκέψεις 313 και 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

513    Η Επιτροπή διευκρίνισε περαιτέρω ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται κατά κανόνα με αναφορά στην αξία των πωλήσεων των αγαθών ή υπηρεσιών που η επιχείρηση πραγματοποίησε σε άμεση σχέση με την παράβαση εντός της οικείας γεωγραφικής ζώνης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της συμμετοχής της στην παράβαση. Η Επιτροπή σημείωσε πάντως ότι, εν προκειμένω, λόγω της βραχύτητας της παραβάσεως και του γεγονότος ότι αυτή κατελάμβανε χρονικώς τμήματα δύο ημερολογιακών ετών, επιβαλλόταν παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή και χρησιμοποίηση, ως βάσεως για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, εκτιμήσεως της ετήσιας αξίας των πωλήσεων επί τη βάσει της πραγματικής αξίας των πωλήσεων που οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης συμμετοχής τους στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

514    Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης ότι, εν προκειμένω, η παράβαση αφορούσε τις μπανάνες (νωπά φρούτα), τόσο τις άγουρες (πράσινες) όσο και τις ώριμες (κίτρινες), και ότι η οικεία γεωγραφική ζώνη αντιστοιχούσε στις τρεις χώρες της Νότιας Ευρώπης, δηλαδή την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία (αιτιολογικές σκέψεις 315 και 316 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

515    Η Επιτροπή επισήμανε στη συνέχεια ότι ο βαθμός σοβαρότητας της παραβάσεως καθορίζει το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου και ότι, για τον προσδιορισμό του ποσοστού που θα ληφθεί υπόψη, η ίδια συνεκτιμά διάφορους παράγοντες όπως τη φύση της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική εμβέλεια της παραβάσεως και την εκδήλωση ή μη της αθέμιτης συμπεριφοράς (αιτιολογική σκέψη 320 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

516    Κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως έλαβαν μέρος σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ με ενιαίο και κοινό, αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού, σκοπό, ο οποίος συνίστατο στον περιορισμό ή τη νόθευση της φυσιολογικής διακυμάνσεως των τιμών στον τομέα της μπανάνας στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και στην ανταλλαγή σχετικών με την εν λόγω παράμετρο πληροφοριών, η δε παράβαση συνίστατο σε συντονισμό των στρατηγικών τους καθορισμού τιμών ως προς τις μελλοντικές τιμές, τα επίπεδα τιμών και τις διακυμάνσεις και/ή τις τάσεις των τιμών, καθώς και στην ανταλλαγή πληροφοριών περί της ακολουθητέας τακτικής στην αγορά στον τομέα των τιμών, με αποτέλεσμα να καταλέγεται, ως εκ της φύσεως της, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 321 και 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

517    Στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 326 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε ότι, το 2004, το συνολικό μερίδιο αγοράς των Chiquita και Pacific, όπως αυτό προέκυπτε από την άθροιση των δύο επιμέρους μεριδίων αγοράς, εξετιμάτο σε 50 % για την Ιταλία, 30 % για την Πορτογαλία και 65-70 % για την Ελλάδα, ενώ το 2005 το εν λόγω συνολικό μερίδιο αγοράς εξετιμάτο σε 50 % για την Ιταλία, 40 % για την Πορτογαλία και 60 % για την Ελλάδα. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η σύμπραξη εκτεινόταν σε τρία κράτη μέλη, δηλαδή την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία, και ότι οι συνομολογηθείσες συμφωνίες είχαν τεθεί σε εφαρμογή.

518    Η Επιτροπή έκρινε ότι εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που είχαν εξεταστεί στις αιτιολογικές σκέψεις 321 έως 325 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβαλλόταν ο καθορισμός του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη σε 15 % για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

519    Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως η Επιτροπή επισήμανε ότι θα ελάμβανε υπόψη την πραγματική διάρκεια της συμμετοχής των επιχειρήσεων στην παράβαση, δηλαδή οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες, στρογγυλοποιημένη προς τα κάτω, δηλαδή οκτώ μήνες, και ότι, ως εκ τούτου, προέκυπτε συντελεστής διάρκειας 0,66 (τα 2/3 ενός πλήρους έτους) για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 330 και 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

520    Ως προς το πρόσθετο ποσό της τάξεως του 15 % με 25 % επί της αξίας των πωλήσεων με το οποίο προσαυξάνεται το βασικό ποσό στο πλαίσιο της αποτρεπτικής λειτουργίας του προστίμου, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω προσαύξηση έπρεπε να καθοριστεί στο 15 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 332 και 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

521    Τέλος, όσον αφορά την αναπροσαρμογή του βασικού ποσού, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είχε διαπιστωθεί κάποια επιβαρυντική περίσταση. Ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης είχε προχωρήσει σε μείωση του βασικού ποσού κατά 60 % λόγω του γεγονότος ότι ο τομέας της μπανάνας διεπόταν από ιδιαίτερο ρυθμιστικό καθεστώς και ότι το είδος συντονισμού που είχε διαπιστωθεί στην εν λόγω υπόθεση αφορούσε τις τιμές αναφοράς. Δεδομένου ότι εν προκειμένω λείπει ο εν λόγω συνδυασμός στοιχείων, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το βασικό ποσό έπρεπε να μειωθεί μόνο κατά 20 % για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή σημείωσε, ως εκ τούτου, ότι, παρά το γεγονός ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο της παραβάσεως στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες ήταν εν πολλοίς όμοιο με το εφαρμοστέο στην υπό κρίση υπόθεση, εν προκειμένω ο καθορισμός των τιμών δεν αφορούσε τις τιμές αναφοράς, οι οποίες δεν υπήρχαν στη Νότια Ευρώπη, και ότι από αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι η αθέμιτη σύμπραξη αφορούσε επίσης τον συντονισμό τιμών επιπέδου πραγματικών τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 336 έως 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Γ –      Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

522    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή προέβη σε προδήλως πεπλανημένη αξιολόγηση της σοβαρότητας της προσαπτόμενης σε αυτές παραβάσεως.

523    Πρώτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Pacific και η Chiquita έλαβαν μέρος σε «οργανωμένη και συστηματική αθέμιτη σύμπραξη καθορισμού των τιμών», επειδή η φερόμενη παράβαση πόρρω απέχει μιας κατά κυριολεξία συμπράξεως καθορισμού των τιμών, εφόσον η συμπεριφορά των μερών θα μπορούσε, στην πιο ακραία περίπτωση, να χαρακτηριστεί ως ελεύθερη ανταλλαγή ανακριβών και αόριστων πληροφοριών περί των γενικών τάσεων της αγοράς και μόνον, η οποία ελάμβανε χώρα περιστασιακά, στο πλαίσιο επαφών για θεμιτούς λόγους. Ως εκ τούτου, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή προέβη σε προδήλως πεπλανημένη αξιολόγηση της σοβαρότητας της προσαπτόμενης σε αυτές παραβάσεως δεδομένου ότι, ως εκ της φύσεώς της, η παράβαση αυτή ουδόλως μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού.

524    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν δύναται να ευδοκιμήσει επειδή οι προσφεύγουσες απλώς επαναλαμβάνουν αιτιάσεις διατυπωθείσες στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της παραβάσεως. Πάντως, όπως έγινε δεκτό στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή αβάσιμα υποστηρίζει ότι αυτές ελαβαν μέρος σε οργανωμένη και συστηματική αθέμιτη σύμπραξη καθορισμού των τιμών και ότι η επίμαχη παράβαση συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

525    Εφόσον το σημείο 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ορίζει με σαφήνεια ότι το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όταν πρόκειται για οριζόντιες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές καθορισμού των τιμών, θα πρέπει κατά κανόνα να κυμαίνεται «στα υψηλότερα όρια της […] κλίμακας» και δεδομένου ότι από το εν λόγω σημείο προκύπτει ότι, για τους πλέον επιζήμιους περιορισμούς του ανταγωνισμού, το εν λόγω ποσοστό θα πρέπει να είναι υψηλότερο τουλάχιστον του 15 %, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν εν προκειμένω να εφαρμόσει ποσοστό 15 %, το οποίο αποτελεί το κατώτατο άκρο «των υψηλότερων ορίων της κλίμακας» (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2011, T‑204/08 και T‑212/08, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3569, σκέψη 94· T‑199/08, Ziegler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑3507, σκέψη 141, και T‑208/08 και T‑209/08, Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. 3639, σκέψη 131). Τονίζεται δε ότι, καθορίζοντας το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων σε 15 %, η Επιτροπή εφάρμοσε ποσοστό χαμηλότερο του ημίσεος του ποσοστού που δύναται εν γένει να εφαρμόζεται επί οριζόντιων συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών καθορισμού τιμών, δηλαδή του 30 % (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 388, σκέψη 776).

526    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες σημειώνουν ότι το μικρό συνολικό μερίδιο αγοράς και η ιδιαιτέρως περιορισμένη γεωγραφική εμβέλεια της παραβάσεως, η οποία εκτεινόταν μόνο σε τρία κράτη μέλη που, κατά την οικεία περίοδο, αντιπροσώπευαν μόλις το 15 % της συνολικής ευρωπαϊκής αγοράς μπανάνας, αποτελούν παραμέτρους οι οποίες έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

527    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

528    Συγκεκριμένα, ως προς το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του μεταβλητού τμήματος του βασικού ποσού σύμφωνα με τα σημεία 19 έως 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, δηλαδή, εν προκειμένω, 15 % (βλ. ανωτέρω σκέψη 518), υπενθυμίζεται ότι το σημείο 20 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ρητώς ορίζει ότι «η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες της υπόθεσης». Επισημαίνεται επίσης ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 επέφεραν θεμελιώδη αλλαγή στη μεθοδολογία υπολογισμού των προστίμων. Ειδικότερα, καταργήθηκε η κατάταξη των παραβάσεων σε τρεις κατηγορίες («λιγότερο σοβαρή», «σοβαρή» και «πολύ σοβαρή») και καθιερώθηκε κλίμακα από 0 έως 30 % προκειμένου να καταστεί δυνατή η ακριβέστερη διαφοροποίησή τους. Κατά το σημείο 19 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να «συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης». Κατά κανόνα, «το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων», σύμφωνα με το σημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (αποφάσεις Ziegler κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 139, και Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 129).

529    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν δύναται να ασκεί την εξουσία εκτιμήσεως την οποία έχει στον τομέα επιβολής προστίμων και να καθορίζει το ακριβές ποσοστό στην κλίμακα μεταξύ 0 και 30 %, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως. Το σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ορίζει, συγκεκριμένα, ότι, «[γ]ια να αποφασιστεί αν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση[,] θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παράβασης και το αν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι» (αποφάσεις Ziegler κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 140, και Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 130).

530    Ο βαθμός δυσκολίας που έχει ο καθορισμός ακριβούς ποσοστού μετριάζεται στην περίπτωση μυστικών οριζόντιων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών καθορισμού των τιμών και κατανομής της αγοράς στις οποίες, βάσει του σημείου 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη θα καθορίζεται κατά κανόνα «στα υψηλότερα όρια της […] κλίμακας». Από το εν λόγω σημείο προκύπτει ότι, για τους σοβαρότερους περιορισμούς του ανταγωνισμού, το εν λόγω ποσοστό θα πρέπει να είναι υψηλότερο τουλάχιστον του 15 % (αποφάσεις Ziegler κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 141, και Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 131).

531    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ποσοστό 15 % καθορίστηκε αποκλειστικά βάσει της φύσεως της παραβάσεως, ενώ οι λοιποί παράγοντες που μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 326 έως 328 της προσβαλλομένης αποφάσεως —δηλαδή το συνολικό μερίδιο αγοράς των μερών, η γεωγραφική εμβέλεια και η πραγμάτωση της παραβάσεως— ουδεμία επιρροή άσκησαν επί του βαθμού σοβαρότητας που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού.

532    Όταν η Επιτροπή περιορίζεται στην εφαρμογή ποσοστού ίσου ή σχεδόν ίσου με το ελάχιστο ποσοστό που προβλέπεται για τους ιδιαιτέρως σοβαρούς περιορισμούς, δεν είναι αναγκαία η από αυτήν συνεκτίμηση πρόσθετων στοιχείων ή περιστάσεων. Η συνεκτίμηση αυτή θα ήταν επιβεβλημένη μόνο αν επρόκειτο να εφαρμοστεί υψηλότερο ποσοστό (αποφάσεις Ziegler κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 142, και Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 132).

533    Όπως άλλωστε σημειώνει η Επιτροπή, η αξία των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δηλαδή η αξία των πωλήσεων στην Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, ήδη εμπερικλείει συνεκτίμηση της περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας της συμπράξεως.

534    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η φερομένη παράβαση είχε κάποιο αποτέλεσμα στην αγορά ούτε προέβη σε ανάλυση του ενδεχόμενου αντικτύπου της στην πράξη, τούτο δε μολονότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ασφαλώς δεν δύναται να συναχθεί ότι η ανταλλαγή πληροφοριών περί των γενικών τάσεων της αγοράς μεταξύ δύο προμηθευτών, εκ των οποίων ο ένας ήσσονος μεγέθους, στο πλαίσιο αγοράς υπέρμετρα ρυθμισμένης και διαφανούς, είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα επί της εν λόγω αγοράς, και, αφετέρου, ότι οι πραγματικές τιμές και οι διακυμάνσεις των τιμών κατά την οικεία περίοδο δεν αντιστοιχούσαν σε εκείνες που θα ανέμενε κανείς σε περίπτωση ενεργοποιήσεως συμπράξεως περί καθορισμού των τιμών.

535    Ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει.

536    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το πρώτο παράδειγμα συμπράξεως που παρατίθεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, συμπράξεως η οποία χαρακτηρίζεται ρητώς ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, είναι ακριβώς εκείνη που συνίσταται «στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής». Επομένως, η πρακτική που εν προκειμένω αποτέλεσε αντικείμενο της συμπράξεως ρητώς απαγορεύεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή ως εκ της φύσεώς της περιορίζει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 388, σκέψη 768).

537    Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αποσκοπεί, όπως οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που εισάγει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνο των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της δομής της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ανταγωνισμού αυτού καθ’ εαυτόν. Συνεπώς, η διαπίστωση ότι εναρμονισμένη πρακτική έχει αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικείμενο δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή (απόφαση T‑Mobile Netherlands κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 328, σκέψεις 38 και 39).

538    Από το σύστημα κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τους κανονισμούς 17 και 1/2003 και ερμηνεύεται από τη νομολογία, προκύπτει ότι συμπράξεις όπως τα καρτέλ πρέπει, ως εκ της φύσεώς τους, να επισύρουν τα αυστηρότερα των προστίμων. Το αποτέλεσμα αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού πρακτικής δεν αποτελεί, αυτό καθ’ εαυτό, αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 44· απόφαση Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 388, σκέψη 770).

539    Επισημαίνεται εξάλλου ότι, αντιθέτως προς τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3), πλέον οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν αναφέρουν την αναγκαιότητα συνεκτιμήσεως, για την αξιολόγηση της σοβαρότητας, «[της] πραγματική[ς] οικονομική[ς] δυνατότητα[ς] του αυτουργού της παράβασης να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες ή «[του] πραγματικ[ού] […] αντ[ίκτυπου] [της παραβάσεως] επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί» (αποφάσεις Gosselin Group και Stichting Administratiekantoor Portielje κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 525, σκέψη 128, και Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 388, σκέψη 772). Συνεπώς, για τον προσδιορισμό του ποσοστού επί της αξίας των πωλήσεων που βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως θα ελάμβανε υπόψη σύμφωνα με τα σημεία 19 έως 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να συνεκτιμήσει το αποτέλεσμα της παραβάσεως.

540    Πάντως, από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν συνάγεται ότι αυτές αμφισβητούν τη νομιμότητα των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

541    Από την προεκτεθείσα συλλογιστική προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί της πεπλανημένης αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Δ –      Επί της διάρκειας της παραβάσεως

542    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν υπολόγισε σωστά τη διάρκεια της παραβάσεως. Σημειώνουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η παράβαση είχε αρχίσει στις 28 Ιουλίου 2004 και διήρκεσε έως τις 8 Απριλίου 2005 και, ως εκ τούτου, η διάρκεια της παραβάσεως πρέπει να μειωθεί σε μία κατ’ ανώτατο όριο εβδομάδα.

543    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν αιτιάσεις διατυπωθείσες στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως των προσκομισθέντων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων, δηλαδή αιτιάσεις οι οποίες εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι στο πλαίσιο της προηγηθείσας αυτής εξετάσεως διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή, δεχόμενη ότι η παράβαση άρχισε στις 28 Ιουλίου 2004 και συνεχίστηκε αδιαλείπτως έως τις 8 Απριλίου 2005, υπέπεσε σε πλάνη (βλ. ανωτέρω σκέψεις 497 και 499). Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή πεπλανημένως δέχθηκε ότι η διάρκεια της διαπραχθείσας από τις προσφεύγουσες παραβάσεως ήταν οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες. Εφόσον στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 498) διαπιστώθηκε ότι η παράβαση διήρκεσε από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 11 Αυγούστου 2004 και από τις 20 Ιανουαρίου 2005 έως τις 8 Απριλίου 2005, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάρκεια της παραβάσεως ανέρχεται σε τρεις μήνες και ένδεκα ημέρες.

 Ε –      Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

544    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, στην απόφασή της στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες, η Επιτροπή μείωσε το ποσό του βασικού προστίμου κατά 60 % για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη με την αιτιολογία ότι ο τομέας της μπανάνας διεπόταν από όλως ιδιαίτερο ρυθμιστικό καθεστώς και ότι το διαπιστωμένο με την εν λόγω απόφαση είδος συντονισμού αφορούσε τις τιμές αναφοράς (αιτιολογική σκέψη 336 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

545    Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή, μολονότι αναγνώρισε ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο της παραβάσεως στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες συνίστατο σε κανόνες εν πολλοίς όμοιους με αυτούς του ρυθμιστικού πλαισίου που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, αρνήθηκε να προβεί εν προκειμένω σε μείωση όμοια με εκείνην της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες, με την αιτιολογία ότι το είδος της τιμής αναφοράς που είχε διαπιστωθεί στην υπόθεση COMP/39188 — Μπανάνες δεν υπήρχε στη Νότια Ευρώπη και ότι η φερόμενη παράβαση στη Νότια Ευρώπη αφορούσε συντονισμό τιμών επιπέδου πραγματικών τιμών, με αποτέλεσμα η ίδια να μειώσει το ποσό του βασικού προστίμου μόνο κατά 20 % (αιτιολογικές σκέψεις 338 και 339 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

546    Κατά τις προσφεύγουσες, η PFCI και η Chiquita δεν προχώρησαν σε καμία συμφωνία καθορισμού των τιμών ή συντονισμού στον τομέα των τιμών, πολλώ δε μάλλον σε συντονισμό του επιπέδου των πραγματικών τιμών, και η όλως περιστασιακή μεταξύ τους ανταλλαγή αόριστων πληροφοριών περί της πορείας της αγοράς στο πλαίσιο επαφών με θεμιτό σκοπό ήταν πολύ λιγότερο ικανή να προκαλέσει ζημία σε σχέση με τις διεξαγόμενες επί εβδομαδιαίας βάσεως συζητήσεις περί των τιμών αναφοράς που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της υποθέσεως COMP/39188 — Μπανάνες. Ως εκ τούτου, κατά τις προσφεύγουσες, επιβάλλεται η μείωση όλων των εις βάρος της Pacific προστίμων στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως κατά τουλάχιστον 60 %.

547    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

548    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 510, το σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 προβλέπει προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου σε περίπτωση συνδρομής ορισμένων ελαφρυντικών περιστάσεων και εισάγει ενδεικτικό κατάλογο περιστάσεων οι οποίες δύνανται, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσουν σε μείωση του εν λόγω βασικού ποσού (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T-438/08, Aragonesas Industrias y Energía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7583, σκέψεις 279 και 280).

549    Δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 δεν περιέχουν υποδείξεις δεσμευτικού χαρακτήρα ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή διατηρεί συναφώς ορισμένο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που της επιτρέπει να εκτιμά σφαιρικά τον βαθμό ενδεχόμενης μειώσεως προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑216/06, Lucite International και Lucite International UK κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 92).

550    Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται για πολλοστή φορά η απόρριψη της θέσεως των προσφευγουσών ότι η PFCI και η Chiquita δεν προχώρησαν σε καμία συμφωνία καθορισμού των τιμών ή συντονισμού στον τομέα των τιμών ή σε συντονισμό του επιπέδου των πραγματικών τιμών, εφόσον στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως έγινε δεκτό ότι η Επιτροπή σωστά διαπίστωσε ότι τα μέρη είχαν μετάσχει σε οργανωμένη και γενικευμένη σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, η οποία εμπεριέκλειε τον συντονισμό τιμών επιπέδου πραγματικών τιμών.

551    Στη συνέχεια, όπως σημείωσε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 339 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η μείωση που χορηγήθηκε στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης δικαιολογούνταν από την παρουσία παραγόντων αμοιβαίως επιρρωννυόμενων, δηλαδή από την ύπαρξη του ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου και από τον συντονισμό των τιμών αναφοράς και μόνον, ενώ ο δεύτερος εκ των δύο αυτών παραγόντων δεν διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της παραβάσεως της υπό κρίση υποθέσεως και, ως εκ τούτου, το εν λόγω τμήμα δέσμης στοιχείων που αλληλοενισχύονταν και δικαιολογούσαν μείωση της τάξεως του 60 % στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης έλειπε στην υπό κρίση υπόθεση.

552    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι η πρακτική που η Επιτροπή έχει ακολουθήσει σε προηγούμενες αποφάσεις της δεν μπορεί να λειτουργεί ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, ενώ αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν τίθεται ζήτημα μεταχειρίσεως γενεσιουργού δυσμενών διακρίσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 205). Στον τομέα του καθορισμού του ύψους των προστίμων η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρειας και δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν δύνανται να επικαλούνται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης την πολιτική της Επιτροπής στον τομέα λήψεως αποφάσεων (αποφάσεις Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 503, σκέψη 82, και Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 112, σκέψη 123).

553    Τούτο ισχύει επίσης στην περίπτωση κατά την οποία αξιώνεται μείωση προστίμου με το επιχείρημα ότι, με αποφάσεις της επί άλλων υποθέσεων, η Επιτροπή χορήγησε μείωση λόγω της συνδρομής «εκτάκτων περιστάσεων». Το γεγονός και μόνον ότι, στο πλαίσιο της προηγούμενης πρακτικής της στον τομέα λήψεως αποφάσεων, η Επιτροπή προέβη σε μείωση για συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν σημαίνει ότι αυτή υποχρεούται να προβεί στην ίδια αναλογική μείωση κατά την αξιολόγηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας. Στον τομέα του καθορισμού του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή έχει εξουσία εκτιμήσεως η οποία της επιτρέπει να αναπροσαρμόζει σε οποιαδήποτε στιγμή το γενικό επίπεδο των προστίμων προς τα πάνω, εντός των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 1/2003 ορίων, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση της εφαρμογής της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 124, σκέψεις 190 και 191).

554    Από την προεκτεθείσα συλλογιστική προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση των προσφευγουσών περί του ανεπαρκούς χαρακτήρα της μειώσεως που χορηγήθηκε επί τη βάσει ελαφρυντικών περιστάσεων.

 ΣΤ –      Επί της τηρήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων κατά τον υπολογισμό του προστίμου

555    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο φάκελος της Επιτροπής περιέχει σαφείς έγγραφες αποδείξεις περί συζητήσεων μεταξύ ανταγωνιστών ειδικά περί των τιμών στις οποίες δεν εμπλέκεται η PFCI και παραθέτουν συναφώς το κείμενο εσωτερικής ηλεκτρονικής επιστολής του [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] της 2ας Μαρτίου 2005, το οποίο έχει ως εξής: «Μίλησα με τον [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] ο οποίος επιβεβαίωσε ότι θα προσπαθήσουν να αυξήσουν τις τιμές κατά 0,5 ευρώ, καθορίζοντάς τες παντού στα 17,00». Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι, παρά τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελό της, η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει πρόστιμο στην [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] και στην [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα], η επιβολή προστίμου στην PFCI συνιστά κατάφωρη παραβίαση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

556    Το επιχείρημα αυτό δεν δύναται να ευδοκιμήσει, επειδή οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται, προκειμένου να αποφύγουν την κύρωση που επιβλήθηκε σε αυτές για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, να επικαλούνται το γεγονός ότι σε άλλες επιχειρήσεις δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις, τούτο δε ενώ η περίπτωση των άλλων αυτών επιχειρήσεων δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του δικαστή της Ένωσης (βλ. απόφαση Hoek Loos κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 461, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

557    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι σε κατάσταση παρεμφερή προς αυτήν των προσφευγουσών τελούν και άλλες επιχειρήσεις οι οποίες όμως δεν περιελήφθησαν μεταξύ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία η εις βάρος των προσφευγόντων διαπίστωση παραβάσεως δεν δύναται να αποκλειστεί εφόσον αυτή έχει αποδειχθεί προσηκόντως (απόφαση Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 176, σκέψη 146, και αποφάσεις KE KELIT κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 461, σκέψη 101, και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα στη σκέψη 461, σκέψη 397).

558    Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή αδικαιολόγητα παρέλειψε να επιβάλει κυρώσεις στην [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα] και στην [στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα], υπενθυμίζεται ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβαδίζει με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλείται προς όφελός του παρανομία διαπραχθείσα υπέρ τρίτου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψη 160, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10101, και της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 367).

559    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων κατά τον υπολογισμό του προστίμου πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, να απορριφθεί ολόκληρος ο λόγος ακυρώσεως.

III –  Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

560    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 314 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σημείωσε ότι το βασικό ποσό του επιβλητέου σε επιχειρήσεις προστίμου καθορίζεται με αναφορά στην αξία των πωλήσεων αγαθών ή υπηρεσιών που οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν σε άμεση σχέση με την παράβαση στην οικεία γεωγραφική ζώνη εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή διευκρίνισε στη συνέχεια ότι, μολονότι λαμβάνει κατά κανόνα υπόψη τις πωλήσεις που οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της παραβάσεως, εν προκειμένω λόγω της βραχύτητας της παραβάσεως και του γεγονότος ότι αυτή κατελάμβανε χρονικώς τμήματα δύο ημερολογιακών ετών επιβαλλόταν παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή. Επομένως, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εκτίμηση της ετήσιας αξίας των πωλήσεων, βασισμένη στην πραγματική αξία των πωλήσεων που οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης συμμετοχής τους στην παράβαση, δηλαδή από τον Αύγουστο του 2004 έως τον Μάρτιο του 2005. Ως προς την Pacific, η εν λόγω εκτίμηση της ετήσιας αξίας των πωλήσεων αντιστοιχούσε στο ποσό των 44 599 308 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 318 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

561    Επισημαίνεται ότι η ενιαία και επαναλαμβανόμενη παράβαση που προσάπτεται εν προκειμένω στις προσφεύγουσες άρχισε στις 28η Ιουλίου 2004 και τερματίστηκε στις 8 Απριλίου 2005. Επισημαίνεται επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τον προεκτεθέντα στη σκέψη 560 υπολογισμό της Επιτροπής και τη μέθοδο που αυτή ακολούθησε για την εκτίμηση της ετήσιας αξίας των πωλήσεων επί τη βάσει της πραγματικής αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών που μεσολάβησαν από την έναρξη της ενιαίας και επαναλαμβανόμενης παραβάσεως έως τον τερματισμό της, εκτίμηση στην οποία η Επιτροπή στηρίχθηκε για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

562    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όπως σημείωσε η Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 313 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 508, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 το βασικό ποσό του προστίμου αποτελείται, για κάθε ένα από τα μέρη, από το τέλος συμμετοχής στην παράβαση και από μεταβλητό ποσό. Το τέλος συμμετοχής στην παράβαση αντιστοιχεί σε ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, ενώ το μεταβλητό ποσό αντιστοιχεί σε ποσοστό επί της εν λόγω αξίας των πωλήσεων πολλαπλασιασμένο επί τον αριθμό των ετών συμμετοχής της επιχειρήσεως στην παράβαση.

563    Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε το τέλος συμμετοχής στην παράβαση στο 15 % της αξίας των πωλήσεων (αιτιολογική σκέψη 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το μεταβλητό ποσό, η Επιτροπή καθόρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έλαβε υπόψη για το μεταβλητό ποσό σε 15 % (αιτιολογική σκέψη 329 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, στη συνέχεια, σημείωσε ότι, αντί να στρογγυλοποιήσει τα χρονικά διαστήματα όπως υποδεικνύεται από το σημείο 24 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, θα λάβει υπόψη την πραγματική διάρκεια της συμμετοχής των συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην παράβαση, υπολογιζόμενη αναλογικώς επί μηνιαίας βάσεως και στρογγυλοποιημένη προς τα κάτω, προκειμένου να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως της). Δεδομένου ότι εν προκειμένω η Επιτροπή προσδιόρισε τη διάρκεια της παραβάσεως σε οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες, κατά τον υπολογισμό ελήφθησαν υπόψη οκτώ μήνες και, ως εκ τούτου, προέκυψε συντελεστής διάρκειας 0,66 (τα δύο τρίτα πλήρους έτους).

564    Εφόσον στις σκέψεις 498 και 543 της παρούσας αποφάσεως έγινε δεκτό ότι η διάρκεια της ενιαίας και επαναλαμβανόμενης παραβάσεως δεν είναι εν προκειμένω οκτώ μήνες και δώδεκα ημέρες, αλλά τρεις μήνες και ένδεκα ημέρες, ο εφαρμοστέος βάσει της διάρκειας της παραβάσεως συντελεστής δεν είναι 0,66 (τα δύο τρίτα πλήρους έτους), αλλά 0,25 (το ένα τέταρτο πλήρους έτους). Το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό των δύο επιμέρους ποσών που συνθέτουν το βασικό ποσό παραμένει, όμως, το ίδιο, δηλαδή 15 %. Επομένως, το βασικό ποσό του προστίμου υπολογίζεται ως ακολούθως: το μεταβλητό τμήμα του βασικού ποσού προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του 15 % της αξίας των πωλήσεων (6 689 896,20 ευρώ) επί 0,25 (1 672 474,05 ευρώ), ενώ το σταθερό τμήμα του βασικού ποσού (το τέλος συμμετοχής στην παράβαση) διατηρείται όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή, δηλαδή 15 % της αξίας των πωλήσεων (6 689 896,20 ευρώ), με αποτέλεσμα το τελικό βασικό ποσό να διαμορφώνεται, κατόπιν στρογγυλοποιήσεως, σε 8 362 000 ευρώ. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το εν λόγω βασικό ποσό πρέπει στη συνέχεια να μειωθεί κατά 20 % λόγω της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων και, επομένως, να καθοριστεί σε 6 689 600 ευρώ. Κατόπιν στρογγυλοποιήσεως, το εν λόγω ποσό διαμορφώνεται τελικά σε 6 689 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

565    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

566    Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες πέτυχαν τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποφασίζεται ότι η Επιτροπή θα φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων των προσφευγουσών και το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων. Οι προσφεύγουσες θα φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών τους εξόδων και το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2011) 7273 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] [υπόθεση COMP/39482 — Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες)], κατά το μέρος που αφορά το χρονικό διάστημα από τις 11 Αυγούστου 2004 έως τις 19 Ιανουαρίου 2005, ως προς τις FSL Holdings, Firma Léon Van Parys και Pacific Fruit Company Italy SpA.

2)      Ακυρώνει το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2011) 7273 τελικό κατά το μέρος που καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στις FSL Holdings, Firma Léon Van Parys και Pacific Fruit Company Italy προστίμου σε 8 919 000 ευρώ.

3)      Καθορίζει το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στις FSL Holdings, Firma Léon Van Parys και Pacific Fruit Company Italy με το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2011) 7273 τελικό σε 6 689 000 ευρώ.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

5)      Η FSL Holdings, η Firma Léon Van Parys και η Pacific Fruit Company Italy φέρουν το ένα τρίτο των δικαστικών τους εξόδων και καταδικάζονται στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

6)      Η Επιτροπή φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων και καταδικάζεται στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της FSL Holdings, της Firma Léon Van Parys και της Pacific Fruit Company Italy.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

Α –   Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται παράβαση ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

1.  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

2.  Επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται χρησιμοποίηση ως αποδεικτικών μέσων εγγράφων που διαβιβάστηκαν από την ιταλική φορολογική αρχή

α)     Επί των εγγράφων των οποίων ο χαρακτήρας ως παραδεκτών αποδεικτικών μέσων αμφισβητείται

β)     Επί του παραδεκτού των διαβιβασθέντων από την ιταλική φορολογική αρχή εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων

γ)     Επί του σεβασμού, από την Επιτροπή, των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών

3.  Επί της αιτιάσεως για τη χρησιμοποίηση εγγράφων που προέρχονται από φακέλους άλλων υποθέσεων

Β –   Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλονται άσκηση παράνομης επιρροής επί της επιχειρήσεως που ζήτησε απαλλαγή και κατάχρηση εξουσίας

1.  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

α)     Επί του προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως

β)     Επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας

2.  Προσβαλλόμενη απόφαση

3.  Επί των στοιχείων που επικαλούνται οι προσφεύγουσες

Γ –   Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την απουσία αποχρώντων αποδεικτικών παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στοιχείων

1.  Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πεπλανημένη εκτίμηση των αποδείξεων

α)     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί των σχετικών με το βάρος αποδείξεως αρχών

Υπόμνηση των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται εν προκειμένω η Επιτροπή

β)     Επί της εκτιμήσεως των αποδείξεων στην υπό κρίση υπόθεση

Επί των σημειώσεων του P1 και επί του γεύματος εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004

–  Επί της αξιοπιστίας των σημειώσεων του P1

–  Επί της προτεινόμενης από τις προσφεύγουσες ερμηνείας των σημειώσεων επί του γεύματος εργασίας της 28ης Ιουλίου 2004

–  Επί της υπάρξεως στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού

Επί των επαφών παρακολουθήσεως (follow-up) μεταξύ Chiquita και PFCI μετά την 28η Ιουλίου 2004

–  Επί των αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων του P1

–  Επί των σημειώσεων του P1 του Αυγούστου του 2004

Επί των πρόσθετων επαφών κατά το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2005 και Απριλίου 2005

–  Προσβαλλόμενη απόφαση

–  Επί του πλαισίου και επί των περιστάσεων που περιβάλλουν την αποσταλείσα στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονική επιστολή

–  Επί της προτεινόμενης από τις προσφεύγουσες ερμηνείας της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής

–  Επί των δηλώσεων της Chiquita και του C1 περί της αποσταλείσας στις 11 Απριλίου 2005 και ώρα 9:57 ηλεκτρονικής επιστολής

Επί των δηλώσεων της Chiquita και του C1

–  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

–  Προσβαλλόμενη απόφαση

–  Επί της επιχειρηματολογίας διά της οποίας οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την αποδεικτική αξία των δηλώσεων της Chiquita και του C1

2.  Επί του δευτέρου σκέλους, στο πλαίσιο του οποίου υποστηρίζεται ότι οι προσκομισθείσες αποδείξεις δεν θεμελιώνουν τη διαπίστωση παραβάσεως

α)     Εισαγωγικές παρατηρήσεις

β)     Προσβαλλόμενη απόφαση

γ)     Επί της υπάρξεως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής

δ)     Επί της υπάρξεως αντιθέτου προς τους κανόνες ανταγωνισμού αντικειμένου ή αποτελέσματος

ε)     Επί της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως

II –  Επί του επικουρικού αιτήματος περί ακυρώσεως του προστίμου ή μειώσεως του ύψους του

Α –   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Β –   Προσβαλλόμενη απόφαση

Γ –   Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

Δ –   Επί τη διάρκειας της παραβάσεως

Ε –   Επί των ελαφρυντικών περιστάσεων

ΣΤ – Επί της τηρήσεως της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων κατά τον υπολογισμό του προστίμου

III –  Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1 –      Παραλειπόμενα δεδομένα εμπιστευτικού χαρακτήρα. Χάριν διαφυλάξεως της ανωνυμίας, τα ονόματα των προσώπων έχουν αντικατασταθεί με το αρχικό γράμμα της επωνυμίας της επιχειρήσεως για την οποία εργάζονταν («C» για την Chiquita και «P» για την Pacific) ακολουθούμενο από έναν αριθμό. Επιπλέον, τα ονόματα των δύο δικηγόρων που εκπροσώπησαν την Chiquita κατά τη διοικητική διαδικασία έχουν αντικατασταθεί με τους κωδικούς A1 και A2, ενώ το όνομα του νομικού συμβούλου της Pacific έχει αντικατασταθεί με τον κωδικό A3.