Language of document : ECLI:EU:T:1998:208

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 1998 (1)

«Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο — Απόφαση εγκρίσεως — Μείωσηχρηματοδοτικής συνδρομής — Προηγούμενη ακρόαση του δικαιούχου —Διαβούλευση με το κράτος μέλος — Προστασία της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης — Ασφάλεια δικαίου — Αιτιολογία — Πρόδηλο σφάλμαεκτιμήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-180/96 και T-181/96,

Mediocurso — Estabelecimento de ensino particular, Ld.², εταιρία πορτογαλικούδικαίου, με έδρα τη Λισαβόνα, εκπροσωπούμενη από τους Carlos Botelho Monizκαι Paulo Moura Pinheiro, δικηγόρους Λισαβόνας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-rue,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τη Maria TeresaFigueira και τον Knut Simonsson, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως C (96) 1185της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 1996, περί μειώσεως της χρηματοδοτικήςσυνδρομής που χορηγήθηκε με την απόφαση C (89) 0570 της 22ας Μαρτίου 1989,και, αφετέρου, της αποφάσεως C (96) 1186 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου1996, περί μειώσεως της συνδρομής που χορηγήθηκε με την απόφαση C (89) 0570της 22ας Μαρτίου 1989,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τη V. Tiili, Πρόεδρο, και τους C. P. Briët και A. Potocki,δικαστές,

γραμματέας: B. Pastor, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 11ης Ιουνίου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Κανονιστικό πλαίσιο

1.
    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α´, της αποφάσεως 83/516/ΕΟΚ τουΣυμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την αποστολή του ΕυρωπαϊκούΚοινωνικού Ταμείου (ΕΕ L 289, σ. 38, στο εξής: απόφαση 83/516), το ταμείο αυτόσυμμετέχει στη χρηματοδότηση προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως καιεπαγγελματικού προσανατολισμού. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεωςαυτής διευκρινίζει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εγγυώνται το αίσιο πέραςτων προγραμμάτων.

2.
    Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου1983, για την εφαρμογή της αποφάσεως 83/516 (ΕΕ L 289, σ. 1, στο εξής:κανονισμός 2950/83), απαριθμεί τις δαπάνες για τις οποίες μπορεί να χορηγηθείσυνδρομή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (στο εξής: ΕΚΤ).

3.
    Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, η έγκριση από το ΕΚΤμιας αιτήσεως χρηματοδοτήσεως συνεπάγεται την προκαταβολή του 50 % τηςσυνδρομής κατά την ημερομηνία που έχει προβλεφθεί για την έναρξη τωνπρογραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως. Κατά την παράγραφο 4 της ιδίαςαυτής διατάξεως, οι αιτήσεις για την καταβολή του υπολοίπου περιέχουνλεπτομερή έκθεση για το περιεχόμενο, τα αποτελέσματα και τις χρηματοδοτικέςπλευρές του σχετικού προγράμματος, ενώ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλοςβεβαιώνει το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια των στοιχείων που περιέχουνοι αιτήσεις αυτές.

4.
    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, όταν η συνδρομή τουΕΚΤ δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει η εγκριτικήαπόφαση, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσει τησυνδρομή αυτή, αφού δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την ευκαιρία ναυποβάλει τις παρατηρήσεις του. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι τακαταβληθέντα ποσά που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τους όρους πουκαθορίζει η εγκριτική απόφαση αναζητούνται.

5.
    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 83/673/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22αςΔεκεμβρίου 1983, για τη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ)(ΕΕ L 377, σ. 1, στο εξής: απόφαση 83/673), διευκρινίζει ότι οι αιτήσεις τωνκρατών μελών για πληρωμή πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή μέσα σε δέκαμήνες μετά την ημερομηνία ολοκληρώσεως των προγραμμάτων. Αποκλείεται ηπληρωμή της συνδρομής για την οποία η σχετική αίτηση υποβάλλεται μετά τηνεκπνοή της προθεσμίας αυτής.

6.
    Τέλος, βάσει του άρθρου 7 της ίδιας αποφάσεως, όταν η διαχείρισηπρογράμματος για το οποίο χορηγήθηκε συνδρομή αποτελεί το αντικείμενοέρευνας λόγω εικαζομένων παρατυπιών, το κράτος μέλος ειδοποιεί αμελλητί τηνΕπιτροπή.

Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία

7.
    Η προσφεύγουσα είναι εμπορική εταιρία με κύρια δραστηριότητα τη διοργάνωσημαθημάτων επαγγελματικής καταρτίσεως και τεχνικής ειδικεύσεως.

8.
    Το 1988 το Departamento para os Assuntos do Fundo Social Europeu (υπηρεσίαυποθέσεων του ΕΚΤ, στο εξής: DAFSE) υπέβαλε υπέρ της προσφεύγουσας στιςυπηρεσίες του ΕΚΤ διάφορες αιτήσεις χορηγήσεως χρηματοδοτικής συνδρομήςγια ορισμένα σχέδια επαγγελματικής καταρτίσεως για το οικονομικό έτος 1989.

9.
    Το πρώτο σχέδιο για το οποίο ζητήθηκε χρηματοδοτική συνδρομήπρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό φακέλου 890583 P1 (στο εξής: πρώτος φάκελος)και αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση Τ-180/96. Το δεύτεροσχέδιο πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό φακέλου 890588 P1 (στο εξής: δεύτεροςφάκελος) και αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση Τ-181/96.

10.
    Ο πρώτος φάκελος αφορά αίτηση χρηματοδοτικής συνδρομής με σκοπό τηδιοργάνωση προγράμματος επιμορφώσεως τεχνικών στον τομέα του ενισχυμένουμε ίνες υαλοβάμβακα πολυεστέρα, τεχνικών ειδικευμένων στις αυτόματεςηλεκτρικές συσκευές και τεχνικών μάρκετινγκ και διαφημίσεως, στο οποίοεπρόκειτο αρχικά να μετάσχουν 30 άτομα. Αφορούσε ποσό 9 592 058πορτογαλικών εσκούδων (ESC). Αιτήσει του DAFSE, ο αριθμός τωνσυμμετεχόντων μειώθηκε σε 23.

11.
    Αυτός ο πρώτος φάκελος, κατόπιν της ως άνω αλλαγής, εγκρίθηκε «σύμφωνα μετην κοινοποίηση που περιλαμβάνεται σε παράρτημα» με απόφαση της Επιτροπής,κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα με έγγραφο του DAFSE της 10ης Απριλίου1989 (αριθ. 8149). Η απόφαση όριζε το ποσό της συνδρομής του ΕΚΤ σε7 468 207 ESC. Το Πορτογαλικό Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσειγια το εν λόγω σχέδιο χρηματοδότηση ύψους 6 110 351 ESC μέσω του Orçamentoda Segurança Social/Instituto de Gestão Financeira da Segurança Social (στο εξής:OSS/IGFSS).

12.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, τονΑύγουστο του 1989 η προσφεύγουσα έλαβε προκαταβολή ίση προς το 50 % τηςχορηγούμενης από το ΕΚΤ χρηματοδοτικής συνδρομής, καθώς και τηςχορηγούμενης από το OSS/IGFSS, ήτοι, αντιστοίχως, 3 734 103 ESC και3 055 175 ESC.

13.
    Ο δεύτερος φάκελος αφορά αίτηση χορηγήσεως συνδρομής με σκοπό τηνυλοποίηση δύο προγραμμάτων καταρτίσεως τεχνικών εμπορικών μεθόδων καιδιαφημίσεως και τεχνικών διαφημίσεως και γραφικών τεχνών, στα οποίαεπρόκειτο αρχικά να μετάσχουν 22 άτομα. Αφορούσε ποσό 8 627 355 ESC.Αιτήσει του DAFSE, ο αριθμός των συμμετεχόντων μειώθηκε σε 17.

14.
    Ο δεύτερος φάκελος, κατόπιν της ως άνω αλλαγής, εγκρίθηκε «σύμφωνα με τηνκοινοποίηση που περιλαμβάνεται σε παράρτημα» με απόφαση της Επιτροπής,κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα με έγγραφο του DAFSE της 10ης Απριλίου1989 (αριθ. 8154). Η απόφαση όριζε το ποσό της συνδρομής του ΕΚΤ σε6 890 635 ESC. Το Πορτογαλικό Δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσειγια το εν λόγω σχέδιο χρηματοδότηση ύψους 5 637 792 ESC μέσω τουOSS/IGFSS.

15.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, τονΑύγουστο του 1989 η προσφεύγουσα έλαβε προκαταβολή ίση προς το 50 % τηςχορηγούμενης από το ΕΚΤ χρηματοδοτικής συνδρομής, καθώς και τηςχορηγούμενης από το OSS/IGFSS, ήτοι, αντιστοίχως, 3 445 317 ESC και2 818 896 ESC.

16.
    Τα προβλεπόμενα στους δύο φακέλους προγράμματα καταρτίσεως υλοποιήθηκανστο διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 1989.

17.
    Μετά την ολοκλήρωση των ως άνω προγραμμάτων καταρτίσεως, το συνολικόκόστος των οποίων ήταν μικρότερο από το προβλεπόμενο στα σχέδια, ηπροσφεύγουσα υπέβαλε στο DAFSE αίτηση πληρωμής του υπολοίπου για κάθεέναν από τους δύο φακέλους. Ζήτησε την καταβολή 3 337 539 ESC για τον πρώτοφάκελο και 3 286 799 ESC για τον δεύτερο.

18.
    Από τις αιτήσεις αυτές προκύπτει ότι ο αριθμός των ατόμων που περάτωσαν ταπρογράμματα καταρτίσεως ήταν δεκαπέντε για το πρώτο και δώδεκα για τοδεύτερο πρόγραμμα.

19.
    Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 1990, κοινό και για τους δύο φακέλους, τοDAFSE ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι «επρόκειτο να αναστείλει τιςεντολές πληρωμής (...) προβαίνοντας ενδεχομένως σε διορθώσεις όσον αφορά τουπόλοιπο, μετά τους οικονομικούς ελέγχους που θα αφορούν την εκτέλεση τωνπρογραμμάτων καταρτίσεως τα οποία διοργάνωσε [η προσφεύγουσα] στο πλαίσιοτων εν λόγω φακέλων».

20.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83, στις 30Οκτωβρίου 1990 οι πορτογαλικές αρχές πιστοποίησαν το υποστατό και τηλογιστική ακρίβεια των αιτήσεων πληρωμής του υπολοίπου τις οποίες υπέβαλε ηπροσφεύγουσα σχετικά με τους δύο φακέλους. Εντούτοις, με τα έγγραφα με ταοποία γνωστοποίησε τις αιτήσεις αυτές στην Επιτροπή, το DAFSE της ανέφερεότι η πιστοποίηση των περιλαμβανομένων στις αιτήσεις αυτές ενδείξεων εξηρτάτοαπό οικονομικό έλεγχο ο οποίος επρόκειτο να διενεργηθεί.

21.
    Με όμοια έγγραφα της 25ης Ιανουαρίου 1991, το DAFSE γνωστοποίησε στηνπροσφεύγουσα ότι ανατέθηκε στην εταιρία διενέργειας οικονομικών ελέγχωνAudite η διενέργεια ελέγχου του υποστατού και της λογιστικής ακριβείας τωνσχετικών στοιχείων των ως άνω δύο φακέλων.

22.
    Στις 28 Ιανουαρίου 1991 το DAFSE απέστειλε στην προσφεύγουσα έγγραφο μετη διευκρίνιση ότι η τελική απόφαση του DAFSE επί των δύο αυτών φακέλων θαεξηρτάτο από τα αποτελέσματα του εν λόγω οικονομικού ελέγχου.

23.
    Στις 20 Φεβρουαρίου 1991 η εταιρία Audite υπέβαλε στο DAFSE δύο εκθέσειςοικονομικού ελέγχου, ήτοι μια έκθεση για κάθε φάκελο.

24.
    Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα, το DAFSE και εκπρόσωποι της εταιρίας Auditeμετέσχαν σε σύσκεψη στις 10 Σεπτεμβρίου 1991 για να συζητήσουν τους δύο ωςάνω φακέλους.

25.
    Στις 11 Σεπτεμβρίου 1991 το DAFSE απέστειλε στην προσφεύγουσα έγγραφο μετο οποίο την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα του διενεργηθέντος ελέγχου. ΤοDAFSE της ζήτησε επίσης να επιστρέψει τα ποσά για τα οποία δεν ενέκρινε τιςσχετικές πληρωμές. Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε αμέσως τη νομιμότητα τηςπράξεως αυτής ενώπιον των πορτογαλικών διοικητικών δικαστηρίων. Αντιθέτως,δεν πληροφόρησε το DAFSE, με χωριστό έγγραφο, για τις αντιρρήσεις που είχεέναντι της μειώσεως των χρηματοδοτικών συνδρομών που της ανακοινώθηκαν μεαυτό το έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 1991.

26.
    Στη συνέχεια, το DAFSE ανέμεινε την έκβαση της προσφυγής που άσκησε ηπροσφεύγουσα κατά του από 11 Σεπτεμβρίου 1991 εγγράφου μέχρι τις 22Σεπτεμβρίου 1995.

27.
    Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 1995, το DAFSE ανακοίνωσε στην Επιτροπήτα αποτελέσματα του διενεργηθέντος το 1991 οικονομικού ελέγχου και, κατάσυνέπεια, της υπέβαλε τις αιτήσεις καταβολής του υπολοίπου, διορθωμένεςσύμφωνα με τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου.

28.
    Στις 6 Μαρτίου 1996 το DAFSE ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι η Επιτροπήέλαβε την απόφασή της επί των δύο αιτήσεων καταβολής του υπολοίπου καιεπιβεβαίωσε τα αποτελέσματα του οικονομικού ελέγχου που της είχαν ήδηγνωστοποιηθεί στις 11 Σεπτεμβρίου 1991.

29.
    Στις 4 Απριλίου 1996 η προσφεύγουσα ζήτησε από το DAFSE αντίγραφο τωναποφάσεων της Επιτροπής. Ζήτησε επίσης να μελετήσει τον διοικητικό φάκελοτου ΕΚΤ. Στις 24 Απριλίου 1996 παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητανα μελετήσει τον εν λόγω διοικητικό φάκελο, στον οποίο αυτή διαπίστωσε ότι δενυφίσταντο άλλες ενέχουσες τον χαρακτήρα αποφάσεως πράξεις πέρα από ταχρεωστικά σημειώματα της Επιτροπής με τα οποία καθορίζονταν τα ποσά ταοποία η προσφεύγουσα έπρεπε να επιστρέψει στο πλαίσιο των εν λόγω δύοφακέλων.

30.
    Τότε η προσφεύγουσα άσκησε κατά των δύο αυτών πράξεων προσφυγές ενώπιοντου Πρωτοδικείου, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς Τ-70/96 καιΤ-72/96. Εντούτοις, η Επιτροπή ανακάλεσε με δική της πρωτοβουλία τις δύο αυτέςπράξεις και τις αντικατέστησε με τις δύο αποφάσεις της 14ης Αυγούστου 1996, οιοποίες αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Κατά συνέπεια, οΠρόεδρος του δευτέρου τμήματος διέγραψε τις υποθέσεις Τ-70/96 και Τ-72/96 απότο Πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικάέξοδα με διατάξεις της 12ης Νοεμβρίου 1996.

31.
    Στις 14 Αυγούστου 1996 η Επιτροπή έλαβε την απόφαση C (96) 1185, σχετικά μετον πρώτο φάκελο. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα από τοDAFSE στις 20 Σεπτεμβρίου 1996.

32.
    Η ως άνω απόφαση έχει ως εξής:

«(...) δεδομένου ότι η Πορτογαλική Κυβέρνηση υπέβαλε στην Επιτροπή στις 30Οκτωβρίου 1990 αίτηση καταβολής υπολοίπου, ανερχομένου σε 3 337 532 ESC,και πιστοποίησε το υποστατό και τη λογιστική ακρίβεια της αιτήσεως αυτής,σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83·

δεδομένου ότι το κράτος μέλος, αφού ανακάλυψε διάφορες παρατυπίες στηνεκτέλεση των χρηματοδοτούμενων από το ΕΚΤ προγραμμάτων, αποφάσισε ναεπανεξετάσει ορισμένους φακέλους, αφού ειδοποίησε σχετικά την Επιτροπή, καιότι, στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν της επανεξετάσεως της αιτήσεως καταβολής τουυπολοίπου του φακέλου υπ' αριθ. 890583 P1 βάσει λογιστικού ελέγχου σχετικά μετο πρόγραμμα αυτό, ένα μέρος των δαπανών που υπέβαλε η Mediocurso (...) δενμπορεί να γίνει δεκτό για τους λόγους που εκτίθενται στο έγγραφο υπ' αριθ.10992 της 22ας Σεπτεμβρίου 1995, το οποίο απέστειλε το κράτος μέλος·

δεδομένου ότι το κράτος μέλος κοινοποίησε στη Mediocurso (...) τα αποτελέσματαελέγχου διενεργηθέντος από την επιφορτισμένη με τον σχετικό οικονομικό έλεγχοεπιχείρηση (έγγραφο υπ' αριθ. 8739 της 11ης Σεπτεμβρίου 1991) και ότι ηMediocurso (...) δεν υπέβαλε παρατηρήσεις·

δεδομένου ότι, από το συνολικό ποσό της εγκεκριμένης από την Επιτροπήχρηματοδοτικής συνδρομής για τον φάκελο υπ' αριθ. 890583 P1, ανερχόμενο σε7 468 207 ESC, η Mediocurso δεν χρησιμοποίησε ποσό 396 572 ESC (...) και ότιη Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένες δαπάνες που υπέβαλε η Mediocurso (...) δενπληρούν τους καθοριζόμενους με την απόφαση περί εγκρίσεως όρους, οπότε ηχρηματοδοτική συνδρομή πρέπει να μειωθεί ακόμη κατά 4 819 741 ESC, οπότε ησυνδρομή του ΕΚΤ πρέπει να καθοριστεί σε 2 251 894 ESC για τους λόγους οιοποίοι εκτίθενται στην:

—    έκθεση ελέγχου που πραγματοποίησε η επιφορτισμένη με τον έλεγχο αυτόεπιχείρηση και στο

—    έγγραφο υπ' αριθ. 10992 του DAFSE της 22ας Σεπτεμβρίου 1995 και σταπαραρτήματά του·

(...).

Έλαβε την παρούσα απόφαση:

Αρθρο 1

Η ύψους 7 468 207 ESC χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΚΤ που χορηγήθηκε στηMediocurso (...) με την από 22 Μαρτίου 1989 απόφαση C (89) 0570 της Επιτροπήςμειώνεται σε 2 251 894 ESC.

Αρθρο 2

Πρέπει να επιστραφεί στην Επιτροπή ποσό 1 482 209 ESC (...).»

33.
    Στις 14 Αυγούστου 1996 η Επιτροπή έλαβε επίσης την απόφαση C (96) 1186,σχετική με τον δεύτερο φάκελο. Η απόφαση αυτή είναι στην ουσία ταυτόσημη μετη σχετική με τον πρώτο φάκελο απόφαση. Κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσααπό το DAFSE στις 20 Σεπτεμβρίου 1996.

34.
    Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής έχει ως εξής:

«Αρθρο 1

Η ύψους 6 890 635 ESC χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΚΤ που χορηγήθηκε στηMediocurso (...) με την από 22 Μαρτίου 1989 απόφαση C (89) 0570 της Επιτροπήςμειώνεται σε 2 174 072 ESC.

Αρθρο 2

Πρέπει να επιστραφεί στην Επιτροπή ποσό 1 271 245 ESC (...).»

35.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14Νοεμβρίου 1996, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά τηςαποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Αυγούστου 1996 σχετικά με τον πρώτοφάκελο, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-180/96.

36.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14Νοεμβρίου 1996, η προσφεύγουσα άσκησε επίσης προσφυγή ακυρώσεως κατά τηςαποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Αυγούστου 1996 σχετικά με τον δεύτεροφάκελο, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-181/96.

37.
    Με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 1998 οι διάδικοι κλήθηκαν να υποβάλουν τιςπαρατηρήσεις τους σχετικά με την ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσεωνΤ-180/96 και Τ-181/96. Δήλωσαν ότι δεν έχουν αντίρρηση προς τούτο. Κατάσυνέπεια, πρέπει να συνεκδικασθούν οι υποθέσεις Τ-180/96 και Τ-181/96 προςέκδοση κοινής αποφάσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 50 του ΚανονισμούΔιαδικασίας του Πρωτοδικείου.

38.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα)αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενηδιεξαγωγή αποδείξεων. Εντούτοις, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως τηςδιαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένεςερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις αυτές.

39.
    Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις τουΠρωτοδικείου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1998.

Αιτήματα των διαδίκων

Στην υπόθεση Τ-180/96

40.
    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να διατάξει την κατάθεση στον φάκελο της υποθέσεως, αφενός, τουδιοικητικού φακέλου της Επιτροπής και, αφετέρου, του φακέλου τουDAFSE·

—    να ακυρώσει την απόφαση C (96) 1185 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου1996·

—    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

41.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Στην υπόθεση Τ-181/96

42.
    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να διατάξει την κατάθεση στον φάκελο της υποθέσεως, αφενός, τουδιοικητικού φακέλου της Επιτροπής και, αφετέρου, του φακέλου τουDAFSE·

—    να ακυρώσει την απόφαση C (96) 1186 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου1996·

—    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

43.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

—    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της ουσίας

44.
    Σε κάθε μία από τις δύο υποθέσεις, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγουςακυρώσεως:

—    ο πρώτος στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας τηςπροσφεύγουσας·

—    ο δεύτερος στηρίζεται στο γεγονός ότι η καθής δεν έλαβε τις αποφάσειςτης εντός εύλογης προθεσμίας·

—    ο τρίτος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83, καθόσον δεν δόθηκε η δυνατότητα στο ΠορτογαλικόΔημόσιο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση τωνπροσβαλλόμενων αποφάσεων·

—    ο τέταρτος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου καιτης προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον οιπροσβαλλόμενες αποφάσεις αντιβαίνουν προς την προηγούμενηπιστοποίηση των ενδείξεων που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις καταβολήςτου υπολοίπου·

—    ο πέμπτος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σεπαραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου και σε ορισμένασφάλματα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας τηςπροσφεύγουσας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

45.
    Η προσφεύγουσα θεωρεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν της παρέσχε τη δυνατότητανα εκφράσει την άποψή της επί των μειώσεων των σχετικών χρηματοδοτικώνσυνδρομών. Όμως ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιοοποιασδήποτε διαδικασίας ικανής να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστάθεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ηςΔεκεμβρίου 1994, Τ-450/93, Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994,σ. ΙΙ-1177, σκέψη 42). Η αρχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία σε περίπτωση όπωςαυτή της υπό κρίση υποθέσεως, στην οποία οι προσβαλλόμενες αποφάσειςμειώνουν μια αρχικώς εγκριθείσα χρηματοδοτική συνδρομή (απόφαση τουΔικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 1992, C-189/90, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή1992, σ. Ι-3573, σκέψεις 16 έως 18).

46.
    Υπενθυμίζει ότι, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, ηΕπιτροπή μπορεί να αναστέλλει, να μειώνει ή να καταργεί χρηματοδοτικήσυνδρομή του ΕΚΤ. Συνεπώς, η ίδια η Επιτροπή όφειλε να φροντίσει να ακούσειτην άποψη της προσφεύγουσας πριν από την έκδοση των προσβαλλομένωναποφάσεων.

47.
    Δέχεται ότι μπορούσε να εκφράσει την άποψή της ενώπιον άλλης αρχής, τουDAFSE, πριν η Επιτροπή λάβει προκαταρκτική θέση. Ωστόσο, μια τέτοιαπροηγούμενη ακρόαση δεν θα είχε χρησιμότητα παρά μόνον αν το περιεχόμενότης περιήρχετο σε γνώση της Επιτροπής, πράγμα το οποίο δεν συνέβη ενπροκειμένω.

48.
    Η Επιτροπή διατείνεται ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητανα υποβάλει τις παρατηρήσεις της εγγράφως το 1991 μετά την εκ μέρους τουDAFSE ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου, καθώς καικατά τη διάρκεια των διαφόρων συσκέψεων με το DAFSE, πρέπει να θεωρηθείότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψήτης επί των σκοπούμενων μειώσεων των χρηματοδοτικών συνδρομών, σύμφωναμε την προαναφερθείσα απόφαση Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 49).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

49.
    Κατά πάγια νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας των δικαιούχων χρηματοδοτικήςσυνδρομής του ΕΚΤ πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν η Επιτροπή μειώνει μιατέτοια συνδρομή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ηςΟκτωβρίου 1996, C-32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996,σ. Ι-5373, σκέψεις 21 έως 44).

50.
    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε, με τηνπροαναφερθείσα απόφαση Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 49), χωρίς τοΔικαστήριο να αναιρέσει την απόφασή του επ' αυτού με την προαναφερθείσααπόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., ότι η Επιτροπή,η οποία αναλαμβάνει μόνη, έναντι των δικαιούχων χρηματοδοτικής συνδρομής εκμέρους του ΕΚΤ, τη νομική ευθύνη των αποφάσεων περί μειώσεως μιας τέτοιαςσυνδρομής, δεν μπορεί να εκδίδει τέτοιες αποφάσεις χωρίς να παρέχειπροηγουμένως στον ως άνω δικαιούχο την ευκαιρία να γνωστοποιήσει λυσιτελώςτην άποψή του σχετικά με τη σχεδιαζόμενη μείωση ή χωρίς να έχει βεβαιωθεί ότιαυτός είχε μια τέτοια δυνατότητα.

51.
    Η προσφεύγουσα δέχθηκε, στο πλαίσιο τόσο των αιτημάτων της όσο και τηςαπαντήσεως στη γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι εξέφρασε την άποψή τηςενώπιον του DAFSE πριν από την έκδοση του εγγράφου της 11ης Σεπτεμβρίου1991. Στο έγγραφο αυτό, το DAFSE δεν έλαβε υπόψη έναντι της προσφεύγουσαςτο σύνολο των παρατηρήσεων που υπέβαλε σχετικά με τις σκοπούμενες μειώσεις.

52.
    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε ρητά παρατηρήσειςεπί του εγγράφου αυτού, όπως ορθώς σημειώνουν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις.Πράγματι, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στην άσκηση προσφυγής κατά του ενλόγω εγγράφου ενώπιον των πορτογαλικών διοικητικών δικαστηρίων. Όμως, στηνυπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα όφειλε να υποβάλει ρητά τέτοιεςπαρατηρήσεις, ώστε να μπορέσει το DAFSE να τις γνωστοποιήσει στην Επιτροπή.Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται την έλλειψηγνωστοποιήσεως των ενδεχόμενων παρατηρήσεών της στην Επιτροπή, δεδομένουότι η έλλειψη αυτή απορρέει από δική της παράλειψη.

53.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η προσφεύγουσα ήταν επομένως σε θέση νακαταστήσει «λυσιτελώς» γνωστή την άποψή της επί των στοιχείων που ελήφθησανυπόψη σε βάρος της υπό την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως τουΠρωτοδικείου Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής.

54.
    Για τους λόγους αυτούς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται στο γεγονός ότι οι αποφάσειςδεν ελήφθησαν εντός εύλογης προθεσμίας

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

55.
    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο κανονισμός 2950/83 και η απόφαση 83/673παρουσιάζουν ένα κενό, καθόσον δεν ορίζουν προθεσμία εντός της οποίας ηΕπιτροπή οφείλει να λάβει απόφαση επί αιτήσεως καταβολής υπολοίπουχρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΚΤ. Συναφώς, πρέπει να αποκλειστεί η άποψηότι ο κοινοτικός νομοθέτης επιτρέπει την επ' αόριστον αναβολή λήψεως τέτοιωναποφάσεων. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί τοκριτήριο της «εύλογης προθεσμίας» προς λύση αυτού του είδους προβλημάτων(αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1971, 59/70, Κάτω Χώρες κατάΕπιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 883, και της 11ης Δεκεμβρίου 1973,120/73, Lorenz, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815).

56.
    Εξ αυτού συνάγει ότι, εφόσον δεν προκύπτουν ούτε από την εφαρμοστέανομοθεσία ούτε από τα πραγματικά περιστατικά στοιχεία αποδεικνύοντα ότι οισχετικοί φάκελοι ήσαν ιδιαίτερα περίπλοκοι, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή τηςπροστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λαμβάνοντας την απόφασή τηςμετά την πάροδο επταετίας.

57.
    Τέλος, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή πληροφορήθηκε περί τωναμφιβολιών του DAFSE σχετικά με τη δυνατότητα καλύψεως ορισμένων δαπανών.Πράγματι, ο σκοπός της αρχής της ασφαλείας δικαίου έγκειται ακριβώς στο νααποφεύγεται η διαιώνιση μιας καταστάσεως αβεβαιότητας.

58.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83 δεν προβλέπει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κάνειχρήση της δυνατότητάς της σχετικά με μείωση συνδρομής εκ μέρους του ΕΚΤ.Θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή δείχνει τη βούληση του νομοθέτη να μην προβλέψειπροθεσμίες όσον αφορά τη μείωση χρηματοδοτικών συνδρομών σε περιπτώσειςόπου τεκμαίρεται η τέλεση μη συννόμων πράξεων. Επομένως, η προσφεύγουσαδεν μπορούσε να ελπίζει θεμιτώς ότι η Επιτροπή δεν θα ελάμβανε καμίααπόφαση σχετικά με μείωση της συνδρομής.

59.
    Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφαση της 19ηςΜαρτίου 1997, Τ-73/95, Oliveira κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-381, σκέψεις45 έως 47), ότι ο εύλογος χρόνος ενεργείας των κοινοτικών οργάνων εξαρτάταιαπό τη φύση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν, καθώς και από τιςσυντρέχουσες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως.

60.
    Τέλος, θεωρεί ότι, εν προκειμένω, η επίδικη περίοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί ωςυπερβολικά μακρά, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε πληροφορηθεί αρκετάνωρίς περί των αποτελεσμάτων του οικονομικού ελέγχου. Επιπλέον, γνώριζε ότιη Επιτροπή θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί χρηματοδοτική συνδρομήγια ορισμένες δαπάνες.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

61.
    Κατά πάγια νομολογία ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διοικητικήςδιαδικασίας εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεωςκαι, ιδίως, από το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση αυτή, ταδιάφορα διαδικαστικά στάδια, το περίπλοκο της υποθέσεως καθώς και τη σημασίατης για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22αςΟκτωβρίου 1997, Τ-213/95 και Τ-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή1997, σ. ΙΙ-1739, σκέψη 57, και Oliveira κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα,σκέψη 45).

62.
    Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να εξετασθεί αν ήταν εύλογος ο χρόνος που παρήλθεμεταξύ της εκ μέρους της προσφεύγουσας υποβολής των αιτήσεων καταβολής τουυπολοίπου, τον Δεκέμβριο του 1989, και της εκδόσεως των προσβαλλομένωναποφάσεων, στις 14 Αυγούστου 1996.

63.
    Όμως, μεταξύ Δεκεμβρίου 1989 και Σεπτεμβρίου 1991 το DAFSE προέβη, σεσυνεργασία με την εταιρία Audite, σε οικονομικό έλεγχο με σκοπό τη διαπίστωσητου υποστατού και της λογιστικής ακρίβειας των δαπανών στις οποίες προέβη ηπροσφεύγουσα.

64.
    Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1991 και 22ας Σεπτεμβρίου 1995, ημερομηνίας τηςανακοινώσεως των αποτελεσμάτων του ελέγχου αυτού στην Επιτροπή, το DAFSEανέμενε για ευνόητους λόγους την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους τωνπορτογαλικών διοικητικών δικαστηρίων επί της προσφυγής που η ίδια ηπροσφεύγουσα είχε ασκήσει κατά του εγγράφου της 11ης Σεπτεμβρίου 1991.

65.
    Στη συνέχεια, το DAFSE ανακοίνωσε με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 1996 στηνπροσφεύγουσα ότι η Επιτροπή έλαβε την απόφασή της επί των αιτήσεωνκαταβολής του υπολοίπου.

66.
    Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου1995, Τ-85/94 (122), Επιτροπή κατά Branco (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2993), η Επιτροπήανακάλεσε τις αποφάσεις αυτές και τις αντικατέστησε με τις δύο προσβαλλόμενεςαποφάσεις, οι οποίες παραθέτουν λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίουςαποφασίστηκε η μείωση των χρηματοδοτικών συνδρομών εκ μέρους του ΕΚΤ.

67.
    Από αυτή τη διαδοχή γεγονότων προκύπτει ότι κάθε ένα από τα διαδικαστικάστάδια που προηγήθηκαν της εκδόσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεωνδιήρκεσε εύλογο χρόνο σε συνάρτηση με τις περιστάσεις τις οποίες μπορούσανδικαιολογημένα να λάβουν υπόψη οι υπεύθυνες για τη διαχείριση του ΕΚΤεθνικές και κοινοτικές αρχές στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεων καταβολής τουυπολοίπου.

68.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 6,παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83, καθόσον δεν δόθηκε στο ΠορτογαλικόΔημόσιο η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοσητων προσβαλλομένων αποφάσεων

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

69.
    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83, η Επιτροπή μπορεί να αναστέλλει, να μειώνει ή να καταργείτις χρηματοδοτικές συνδρομές αφού παράσχει τη δυνατότητα στο οικείο κράτοςμέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

70.
    Όμως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, στην προκειμένη υπόθεση, η Επιτροπή έλαβετις επίδικες αποφάσεις χωρίς να παράσχει στις πορτογαλικές αρχές την ευκαιρίανα υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου των αποφάσεωναυτών, πράγμα το οποίο συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου (απόφαση τουΔικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C-304/89, Oliveira κατά Επιτροπής, Συλλογή1991, σ. Ι-2283).

71.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αποτελούν επιβεβαίωσητων προτάσεων περί μειώσεως της συνδρομής τις οποίες υπέβαλε το DAFSE. Υπότις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι εκπληρώθηκαν οι τυπικές διατυπώσειςπερί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού2950/83.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

72.
    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ' ουσίαν, στηνΕπιτροπή ότι δεν παρέσχε την ευκαιρία στο DAFSE να υποβάλει εκ νέου τιςπαρατηρήσεις του επί των σκοπούμενων μειώσεων της χρηματοδοτικής συνδρομής.

73.
    Όμως, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 1990, C-200/89,FUNOC κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. Ι-3669, σκέψη 17), προκύπτει ότι, όταντης εκδόσεως αποφάσεων όπως οι επίμαχες στις παρούσες υποθέσεις έχειπροηγηθεί ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικώναρχών που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση της οριστικήςαποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τηρήθηκε η υποχρέωση διαβουλεύσεως μετο κράτος μέλος.

74.
    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι το DAFSE, το οποίο εκπροσωπεί το ΠορτογαλικόΔημόσιο στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του ΕΚΤ, γνωστοποίησε στην Επιτροπή τηνεκ μέρους του εκτίμηση των σχετικών φακέλων με έγγραφο της 22αςΣεπτεμβρίου 1995.

75.
    Εξάλλου, από την αιτιολογία των προσβαλλομένων αποφάσεων προκύπτει ότι οιθέσεις τις οποίες έλαβε η Επιτροπή με τις αποφάσεις αυτές αποτελούν απλήεπιβεβαίωση των εκ μέρους του DAFSE προτάσεων περί μειώσεως τωνχρηματοδοτικών συνδρομών.

76.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το κράτος μέλοςπρέπει να θεωρηθεί ότι εκπληρώθηκε απλώς και μόνον από το γεγονός τηςανακοινώσεως εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού των προτάσεών του περίμειώσεως των συνδρομών πριν από την έκδοση των οριστικών αποφάσεων της14ης Αυγούστου 1996.

77.
    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών τηςασφαλείας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσονοι προσβαλλόμενες αποφάσεις αντιβαίνουν προς την προηγούμενη πιστοποίησητων ενδείξεων που περιλαμβάνονταν στις αιτήσεις καταβολής του υπολοίπου

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

78.
    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι οι πορτογαλικές αρχές πιστοποίησαν το υποστατόκαι τη λογιστική ακρίβεια των αιτήσεων καταβολής του υπολοίπου, σύμφωνα μετο άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83. Διαπιστώνει όμως ότι οιπροσβαλλόμενες αποφάσεις αντιφάσκουν προς την εν λόγω πιστοποίηση, καθόσοναμφισβητούν το υποστατό ορισμένων δαπανών και τη λογιστική κατάταξή τους,στοιχεία τα οποία είχαν γίνει δεκτά προηγουμένως.

79.
    Αυτή η εναλλαγή διισταμένων θέσεων συνιστά παραβίαση των αρχών τηςασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.Πράγματι, η πιστοποίηση αποτελεί πράξη καθορίζουσα οριστικά τη νομικήκατάσταση της προσφεύγουσας. Μια τέτοια πιστοποίηση δεν εμποδίζει ασφαλώςτην Επιτροπή να καταργήσει ή να μειώσει μια αρχικώς εγκριθείσα χρηματοδοτικήσυνδρομή, εφόσον ωστόσο δεν αμφισβητεί το υποστατό και τη λογιστική κατάταξητων σχετικών δαπανών.

80.
    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μόλις στο στάδιο της ενώπιον του Πρωτοδικείουδιαδικασίας η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η εκ μέρους των πορτογαλικών αρχώνπιστοποίηση δεν ήταν οριστική, ενώ οι προσβαλλόμενες αποφάσεις σιωπούν επίτου ζητήματος αυτού. Εξάλλου, η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπει τηδυνατότητα μιας τέτοιας μη οριστικής πιστοποιήσεως.

81.
    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές έχουν δύο μόνο δυνατότητες όταντους υποβάλλεται αίτηση καταβολής υπολοίπου: να πιστοποιήσουν ή να μηπιστοποιήσουν τις σχετικές δαπάνες. Εφόσον ο κανονισμός 2950/83 ορίζειπροθεσμία για την πιστοποίηση αυτή, οι πορτογαλικές αρχές δεν μπορούσαν ναπροβούν σε «μη οριστική» πιστοποίηση, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό τηνεν λόγω απαρέγκλιτη προθεσμία.

82.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι πορτογαλικές αρχές, για να προστατεύσουνακριβώς τα συμφέροντα της προσφεύγουσας και για να τηρήσουν τη δεκάμηνηπροθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 83/673, προέβησαν στηνπιστοποίηση των εν λόγω αιτήσεων καταβολής, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι ηοριστική απόφαση εξηρτάτο από τη μεταγενέστερη διενέργεια οικονομικούελέγχου.

83.
    Φρονεί, επιπλέον, ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2950/83 προβλέπει ότι, με τηνεπιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη, οι αιτήσεις καταβολής τουυπολοίπου χρηματοδοτικών συνδρομών μπορούν να αποτελούν το αντικείμενομεταγενέστερων εξακριβώσεων. Τέλος, κατά τη νομολογία, μόνον η ίδια ηΕπιτροπή φέρει την ευθύνη μειώσεως χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΚΤ,ανεξάρτητα από τη σχετική πρόταση της οικείας εθνικής αρχής (προαναφερθείσααπόφαση Επιτροπή κατά Branco, σκέψεις 23 και 24).

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

84.
    Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, μετά την πιστοποίηση των σχετικώνστοιχείων στις 30 Οκτωβρίου 1990, το DAFSE πληροφόρησε την προσφεύγουσαμε έγγραφα της 25ης και της 28ης Ιανουαρίου 1991 ότι είχε ανατεθεί στην εταιρίαAudite ο έλεγχος του υποστατού και της λογιστικής ακρίβειας τωνπραγματοποιηθεισών δαπανών και ότι η τελική εκτίμησή του εξηρτάτο από τααποτελέσματα του οικονομικού αυτού ελέγχου. Επομένως, η προσφεύγουσαπληροφορήθηκε ταχέως ότι υφίσταντο σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τηδυνατότητα καλύψεως των δαπανών στις οποίες η προσφεύγουσα υποστήριζε ότιείχε υποβληθεί.

85.
    Στη συνέχεια, πρέπει να προσδιοριστεί κατά πόσον η εκ μέρους των εθνικώναρχών πιστοποίηση ορισμένων δαπανών ισοδυναμεί με οριστική εκ μέρους τουςθέση σχετικά με τα πιστοποιούμενα στοιχεία έναντι του δικαιούχου της συνδρομήςκαι αν μια τέτοια θέση δεσμεύει την Επιτροπή.

86.
    Όμως, η εκ μέρους κράτους μέλους πιστοποίηση δεν το απαλλάσσει από τις άλλεςυποχρεώσεις που αυτό υπέχει από την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία. Έτσι,το κράτος μέλος εξακολουθεί να υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος2, της αποφάσεως 83/516, να εγγυάται το αίσιο πέρας των προγραμμάτων τουΕΚΤ. Επιπλέον, το άρθρο 7 της αποφάσεως 83/673/ΕΟΚ ορίζει ότι, όταν ηδιαχείριση προγράμματος για το οποίο χορηγήθηκε χρηματοδοτική συνδρομήαποτελεί το αντικείμενο έρευνας λόγω τεκμαιρομένων μη συννόμων πράξεων, τοκράτος μέλος ειδοποιεί αμελλητί την Επιτροπή.

87.
    Οι υποχρεώσεις αυτές, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται καμία προθεσμία για τηντήρησή τους, βαρύνουν τις εθνικές αρχές εφόσον η Επιτροπή δεν εξέδωσεοριστική απόφαση σχετικά με το υπόλοιπο της συνδρομής.

88.
    Εξάλλου, από τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού 2950/83, τα οποία προβλέπουντην ακολουθητέα διαδικασία όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν τηρήθηκαν οιπροϋποθέσεις χορηγήσεως συνδρομής ή όταν η Επιτροπή προτίθεται να προβείσε ορισμένες εξακριβώσεις κατόπιν αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου,προκύπτει ότι το κράτος μέλος πρέπει να θεωρείται ως ο κύριος συνομιλητής τηςΕπιτροπής στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του ΕΚΤ.

89.
    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι το κράτος μέλος εξακολουθεί ναδεσμεύεται από ορισμένες υποχρεώσεις, ειδικότερα από εκείνη της καταγγελίαςκάθε μη σύννομης πράξεως στη διαχείριση του ΕΚΤ, ακόμη και μετά την εκμέρους του πιστοποίηση του υποστατού και της λογιστικής ακρίβειας των σχετικώνστοιχειών που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83.Επομένως, η νομική κατάσταση της προσφεύγουσας δεν είχε καθοριστεί οριστικάμε την πιστοποίηση των δαπανών στις οποίες προέβη.

90.
    Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή φέρει μόνη την ευθύνη γιακάθε απόφαση περί μειώσεως, ανεξάρτητα από την προς τούτο πρόταση τηςοικείας εθνικής αρχής (προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Lisrestalκ.λπ., σκέψη 29, και Επιτροπή κατά Branco, σκέψεις 23 και 24). Η άσκηση αυτήςτης αποκλειστικής αρμοδιότητας της Επιτροπής δεν μπορεί να εξαρτάται από τηνκατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83 πιστοποίηση. Πράγματι,η Επιτροπή εξακολουθεί να είναι απολύτως ελεύθερη να μειώνει κοινοτικήχρηματοδοτική συνδρομή ακόμη και αν ένα κράτος μέλος πιστοποίησε τουποστατό και τη λογιστική ακρίβεια του συνόλου των στοιχείων τα οποίαυποβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου, υπό τηνπροϋπόθεση ότι αιτιολογεί επαρκώς τη σχετική με τη μείωση απόφασή της όταναφίσταται από την πρόταση των εθνικών αρχών.

91.
    Επομένως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι, εν προκειμένω, ηαρμοδιότητα της Επιτροπής ήταν δέσμια όσον αφορά το είδος των καταργήσεωνή των μειώσεων χρηματοδοτικών συνδρομών που μπορούσε να αποφασίσει μετάτην πιστοποίηση του υποστατού και της λογιστικής ακρίβειας των διενεργηθεισώνδαπανών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

92.
    Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της εγγυήσεως του αισίου πέρατος τωνπρογραμμάτων του ΕΚΤ την οποία παρέχουν οι εθνικές αρχές βάσει του άρθρου2, παράγραφος 2, της αποφάσεως 83/516 και της υποχρεώσεως των αρχών αυτώννα καταγγέλλουν στην Επιτροπή κάθε υπόνοια περί τελέσεως μη σύννομηςπράξεως, που προβλέπεται από το άρθρο 7 της αποφάσεως 83/673, η κατά τοάρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 2950/83 πιστοποίηση πρέπει να θεωρηθείότι εξαρτάται, εκ της φύσεώς της, από κάθε ενδεχόμενη επιφύλαξη των εθνικώναρχών. Χωρίς την ερμηνεία αυτή θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα τηςυποχρεώσεως που βαρύνει τις εθνικές αρχές να καταγγέλλουν τις μη σύννομεςπράξεις που διαπιστώνονται κατά τη διαχείριση του ΕΚΤ. Επομένως, ηπιστοποίηση δεν θίγει τις λοιπές αρμοδιότητες τις οποίες πρέπει να εξακολουθούννα ασκούν οι εθνικές αρχές και η Επιτροπή προς εξασφάλιση της ορθήςεκτελέσεως των συνδρομών του ΕΚΤ.

93.
    Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι ορθώς το DAFSE άσκησε τοκαθήκον που είχε να επιβλέπει τη χρησιμοποίηση των χορηγούμενων από το ΕΚΤχρηματοδοτικών συνδρομών, ζητώντας την εκ μέρους της εταιρίας Auditeδιενέργεια οικονομικού ελέγχου των δαπανών στις οποίες προέβη ηπροσφεύγουσα μετά την πιστοποίηση του υποστατού και της λογιστικής ακρίβειαςτων δαπανών αυτών.

94.
    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση τηςυποχρεώσεως αιτιολογήσεως, σε παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών τουδικαίου και σε ορισμένα σφάλματα εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών

Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση τουάρθρου 190 της Συνθήκης

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

95.
    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις στηρίζονται,αφενός, στην έκθεση που συνέταξε η εταιρία Audite για κάθε έναν από τουςφακέλους και, αφετέρου, στο από 22 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφο του DAFSE.

96.
    Διατείνεται, εντούτοις, ότι δεν γνώριζε σε ποια συγκεκριμένη έκθεση αναφερότανη Επιτροπή σε κάθε έναν από τους φακέλους. Η εταιρία Audite προέβη σεδιαφόρους ελέγχους στις εγκαταστάσεις της και συνέταξε διάφορες εκθέσεις,περιλαμβάνουσες ενίοτε αντιφατικά συμπεράσματα. Εξάλλου, η εταιρία Auditeτροποποίησε μεταγενέστερα και τις δύο εκθέσεις της. Η προσφεύγουσαδιατείνεται επίσης ότι τα ποσά τα οποία η Επιτροπή της ζητεί να επιστρέψει μετις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αντιστοιχούν προς εκείνα πουεμφαίνονται στις εκθέσεις της εταιρίας Audite.

97.
    Τέλος, υπογραμμίζει ότι, ναι μεν η νομολογία του Πρωτοδικείου δέχεται την αρχήτης αιτιολογίας per relacionem, η νομολογία αυτή όμως επιτάσσει όπως ηαιτιολογούμενη με τον τρόπο αυτό απόφαση παραπέμπει με επαρκή σαφήνειαστην πράξη στην οποία εκτίθεται η σχετική εξήγηση (προαναφερθείσα απόφασηΕπιτροπή κατά Branco, σκέψη 27). Όμως, στην προκειμένη υπόθεση, οιπαραπομπές στις εκθέσεις οικονομικού ελέγχου δεν πληρούν την προϋπόθεσηαυτή, καθόσον δεν ήταν δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός των εν λόγω εκθέσεωνκαι καθόσον το περιεχόμενό τους δεν είχε προηγουμένως γνωστοποιηθεί στηνπροσφεύγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες αποφάσειςαντιβαίνουν προς το άρθρο 190 της Συνθήκης.

98.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αναφέρουν με σαφήνειατα συγκεκριμένα έγγραφα στα οποία στηρίζονται.

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

99.
    Πρέπει να υπομνησθεί προεισαγωγικά ότι, κατά πάγια νομολογία, από τηναιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατάτρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε τηνπράξη, προκειμένου να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγουςπου υπαγόρευσαν τη λήψη του μέτρου, ο δε κοινοτικός δικαστής να ασκήσει τονέλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1997, C-22/94, IrishFarmers Association κ.λπ., Συλλογή 1997, σ. Ι-1809, σκέψη 39, και απόφαση τουΠρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1997, Τ-81/95, Interhotel κατά Επιτροπής, Συλλογή1997, σ. ΙΙ-1265, σκέψη 72). Η έκταση της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τηφύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε.

100.
    Εξάλλου, βάσει της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995,Τ-85/94, Branco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-45, σκέψη 36), σε μιαπερίπτωση όπως η προκείμενη, στην οποία η Επιτροπή επικυρώνει απλώς καιμόνον την πρόταση κράτους μέλους περί μειώσεως μιας αρχικά εγκριθείσαςσυνδρομής, η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ως προσηκόντωςαιτιολογημένη, κατά την έννοια του άρθρου 190 της Συνθήκης, εφόσονδιευκρινίζει με σαφήνεια τους λόγους που δικαιολογούν τη μείωση της συνδρομήςή, άλλως, εφόσον παραπέμπει με επαρκή σαφήνεια σε πράξη των αρμόδιωνεθνικών αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, στην οποία οι εν λόγω αρχέςεκθέτουν με σαφήνεια τους λόγους της μειώσεως αυτής.

101.
    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να εξεταστεί ενόψει των αρχώναυτών.

102.
    Όμως, επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσαςότι υφίσταντο διάφορες αντιφατικές μεταξύ τους εκθέσεις οικονομικού ελέγχουγια κάθε έναν από τους φακέλους είναι αβάσιμος. Πράγματι, η εταιρία Auditeυπέβαλε για κάθε έναν από τους δύο φακέλους μία μόνον έκθεση. Αυτές οι δύοεκθέσεις, που συνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως σε κάθε μία από τιςυποθέσεις, πρωτοκολλήθηκαν στο DAFSE στις 20 Φεβρουαρίου 1991.

103.
    Οι διαφορές μεταξύ των ποσών που περιλαμβάνονται στις δύο αυτές εκθέσειςοικονομικού ελέγχου και των ποσών που περιλαμβάνονται στις προσβαλλόμενεςαποφάσεις οφείλονται σε τροποποιήσεις που επήλθαν, ασφαλώς, μετά τηνυποβολή των εκθέσεων αυτών στο DAFSE, πριν όμως από την κοινοποίηση στηνπροσφεύγουσα των οριστικών αποτελεσμάτων του διεξαχθέντος από το DAFSEστις 11 Σεπτεμβρίου 1991 ελέγχου, ο οποίος εξάλλου διεξήχθη με στενήσυμμετοχή της προσφεύγουσας.

104.
    Εξάλλου, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε με τη γραπτή απάντησή της στιςερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι το ουσιώδεςμέρος των εκθέσεων οικονομικού ελέγχου που συνέταξε η εταιρία Audite τηςγνωστοποιήθηκε με έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 1991, μολονότι το έγγραφοαυτό δεν περιελάμβανε αντίγραφα των εκθέσεων αυτών καθαυτών.

105.
    Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να λάβει γνώση της αιτιολογίας στηνοποία παραπέμπει η Επιτροπή στο πλαίσιο των προσβαλλόμενων αποφάσεων,καθόσον μάλιστα οι αποφάσεις της παρέπεμπαν επίσης στο από 22 Σεπτεμβρίου1995 έγγραφο του DAFSE, το οποίο επίσης περιελάμβανε λεπτομερώς τουςλόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες μειώσεις.

106.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του αποτελέσματος τηςλεπτομερούς εξετάσεως των κατ' ιδίαν λογιστικών στοιχείων, η οποία γίνεταικατωτέρω στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του παρόντος λόγου, από τιςπροσβαλλόμενες αποφάσεις προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο ηγενική συλλογιστική της Επιτροπής, καθόσον οι αποφάσεις αυτές παραπέμπουν,συνολικά, σε προσδιοριζόμενα με σαφήνεια έγγραφα του DAFSE.

107.
    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση τωναρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείαςδικαίου

— Επιχειρηματολογία των διαδίκων

108.
    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στηρίζονται στηνπραγματικότητα είτε σε παρατυπίες σχετικά με τα υποβληθέντα δικαιολογητικάστοιχεία είτε σε μη σύννομη λογιστική κατάταξη των σχετικών δαπανών. Θεωρείότι τέτοιου είδους επιφυλάξεις όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της συνδρομήςέπρεπε να είναι γνωστές το αργότερο κατά τον χρόνο της εγκρίσεώς της και δενμπορούν να επιβάλλονται εκ των υστέρων, κατά τον χρόνο της εγκρίσεως τουυπολοίπου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση. Συναφώς, υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6,παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83 ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί νααναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσει χρηματοδοτική συνδρομή μόνο σεπερίπτωση που αυτή δεν χρησιμοποιείται υπό τους όρους που καθορίζει ηαπόφαση περί εγκρίσεως.

109.
    Κατά συνέπεια, μεγάλος αριθμός των μειώσεων που πραγματοποιήθηκαν με τιςπροσβαλλόμενες αποφάσεις προσβάλλει τις αρχές της προστασίας τηςδικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου, διότι οι μειώσεις αυτέςδεν στηρίζονται σε γνωστούς κατά τον χρόνο της εγκρίσεως της συνδρομήςνομικούς κανόνες (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1988, 170/86,Von Deetzen, Συλλογή 1988, σ. 2355, και της 1ης Οκτωβρίου 1987, 84/85,Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3765).

110.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται παραβίασητων αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης. Πράγματι, μια απόφαση περί εγκρίσεως δεν μπορεί ναδημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου χρηματοδοτικήςσυνδρομής παρά μόνο σε περίπτωση που η συνδρομή αυτή χρησιμοποιείται υπότους όρους που καθορίζει η απόφαση αυτή. Όμως, εν προκειμένω, οι ως άνωχρηματοδοτικές συνδρομές χρησιμοποιήθηκαν μερικώς μόνο σύμφωνα με τουςόρους αυτούς.

111.
    Εκθέτει, εξάλλου, ότι, δυνάμει του διατάγματος 6/88, που δημοσιεύθηκε στο Diàrioda Repùblica της 18ης Φεβρουαρίου 1988:

«1. Το DAFSE δέχεται μόνον τιμολόγια πληρωμής και αποδείξεις πληρωμής ωςδικαιολογητικά στοιχεία για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τα οικείαπρογράμματα.

2. Τα μνημονευόμενα στην προηγούμενη παράγραφο έγγραφα πρέπει ναπεριλαμβάνουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που αντιστοιχούν στις θέσεις οιοποίες προβλέπονται στο σημείο 14 του εντύπου της απευθυνόμενης στο ΕΚΤαιτήσεως καταβολής του υπολοίπου.»

— Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

112.
    Λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων που έχουν όσον αφορά την εξακρίβωσηκαι τον έλεγχο (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 84 έως 93), τόσο το κράτος μέλος όσο καιη Επιτροπή πρέπει να μπορούν να καταγγέλλουν κάθε παράβαση, εκ μέρους τουδικαιούχου, των όρων που τίθενται για τη χορήγηση της κοινοτικήςχρηματοδοτικής συνδρομής, ανεξάρτητα από το αν αυτή διαπράττεται δολίως ήόχι.

113.
    Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα, με τις δηλώσειςαποδοχής των αποφάσεων περί χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής, τιςοποίες η ίδια υπέγραψε (παράρτημα 9 των δικογράφων της προσφυγής στις δύουποθέσεις, σημείο 1.b), ανέλαβε την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τιςεφαρμοστέες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις.

114.
    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι βάσει τόσο του πορτογαλικού όσο και τουκοινοτικού δικαίου η χρησιμοποίηση δημοσίων πόρων επιτάσσει την ορθήοικονομική διαχείριση των σχετικών κονδυλίων. Έτσι, η Επιτροπή έκανε λόγο, στοπλαίσιο των υπομνημάτων της, του διατάγματος 6/88 (σκέψη 111), που επιβάλλειακριβώς στον δικαιούχο χρηματοδοτικής συνδρομής την υποχρέωση ναπροσκομίζει τα δικαιολογητικά στοιχεία των δαπανών που αφορούν τα οικείαπρογράμματα και να αναφέρει τις λογιστικές θέσεις στις οποίες οι δαπάνες αυτέςαντιστοιχούν.

115.
    Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, επομένως, οικαταγγελθείσες μη σύννομες πράξεις δεν διαπιστώθηκαν με βάση κριτήριο πουδεν περιλαμβανόταν μεταξύ των όρων χορηγήσεως της συνδρομής, από τηντήρηση των οποίων εξηρτάτο η πληρωμή των ως άνω συνδρομών. Εξάλλου,επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εφαρμογή των κριτηρίων όσον αφορά το εύλογοτων δαπανών στις οποίες προέβη ο δικαιούχος και όσον αφορά την «ορθήοικονομική διαχείριση» της συνδρομής εντάσσεται απολύτως στο πλαίσιο τουελέγχου τον οποίο το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να διενεργεί σύμφωνα μετο άρθρο 7 της αποφάσεως 83/673 όταν υποψιάζεται την ύπαρξη μη συννόμωνπράξεων. Πράγματι, η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών συνίσταται απλώς στηνεξακρίβωση του αν οι δαπάνες στις οποίες διατείνεται ότι προέβη ο δικαιούχοςαντιστοιχούν καταλλήλως προς τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

116.
    Για τους λόγους αυτούς, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει νααπορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται, κατ' ουσίαν, σεπρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή αποφασίζονταςνα μειώσει, σύμφωνα με το από 22 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφο του DAFSE, τοποσό των αρχικώς εγκριθεισών συνδρομών

— Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

117.
    Με το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου σε κάθε μία από τις δύο υπό κρίσηυποθέσεις η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σενομικά και σε πραγματικά σφάλματα εκτιμήσεως, αποδεχόμενη το περιεχόμενοτου από 22 Σεπτεμβρίου 1995 εγγράφου του DAFSE. Η προσφεύγουσαπροσάπτει, κατ' ουσίαν, στην Επιτροπή ότι μείωσε το αρχικώς εγκριθέν ποσό τωνσυνδρομών βασιζόμενη κακώς στις διαπιστώσεις του DAFSE, με τις οποίες τέθηκευπό αμφισβήτηση η κατάταξη των διαφόρων δαπανών που εμφαίνονταν στιςαιτήσεις καταβολής του υπολοίπου ή/και η αποδεικτική αξία των στοιχείων πουπροσκόμισε η ίδια προς δικαιολόγηση των δαπανών αυτών.

118.
    Πριν από τον έλεγχο των διαφόρων ισχυρισμών τους οποίους προβάλλει σχετικάη προσφεύγουσα στις δύο αυτές υποθέσεις, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότιυπογραμμίστηκε ήδη ανωτέρω ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, τουκανονισμού 2950/83, όταν η χρηματοδοτική συνδρομή του ΕΚΤ δενχρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η απόφαση περίεγκρίσεως, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή να καταργήσει τη συνδρομή αυτή.

119.
    Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί να αναστείλει, να μειώσει ή να καταργήσεισυνδρομή του ΕΚΤ σε περίπτωση μη τηρήσεως εθνικού ή κοινοτικού κανόνα κατάτην εκτέλεση του σχετικού προγράμματος. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ηπροσφεύγουσα δήλωσε, στο πλαίσιο των πράξεων περί αποδοχής των αποφάσεωνεγκρίσεως των χρηματοδοτικών συνδρομών, ότι οι συνδρομές αυτές θαχρησιμοποιούνταν σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς και κοινοτικούςκανόνες (βλ. ανωτέρω, σκέψη 113).

120.
    Επιπλέον, η εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2950/83μπορεί να συνεπάγεται την ανάγκη να προβαίνει η Επιτροπή σε εκτίμησηπερίπλοκων πραγματικών περιστατικών και λογιστικών στοιχείων. Στο πλαίσιομιας τέτοιας εκτιμήσεως, επομένως, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει ευρείαεξουσία εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίσησκέλους, το Πρωτοδικείο πρέπει να περιορίσει τον έλεγχό του στην εξέταση τουαν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των σχετικών δεδομένων(βλ., επ' αυτού, την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996,C-122/94, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-881, σκέψη 18· τηναπόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Φεβρουαρίου 1994, Τ-39/92 και Τ-40/92, CBκαι Europay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-49, σκέψη 109).

121.
    Οι προσβαλλόμενες στην υπό κρίση υπόθεση αποφάσεις βασίζονται πλήρως στοέγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 1991 του DAFSE, στο οποίο επαναλαμβανόταν ηουσία των εκθέσεων ελέγχου που διενήργησε η εταιρία Audite, και της 22αςΣεπτεμβρίου 1995. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπήυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αποδεχόμενη το περιεχόμενο τωνεγγράφων αυτών του DAFSE.

— Επί του βασίμου των ισχυρισμών που προβάλλει η προσφεύγουσα στην υπόθεσηΤ-180/96

122.
    Όσον αφορά, πρώτον, τον σχολικό εξοπλισμό (θέση 14.2.1 του σχετικού πίνακα),η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται γιατί οι αφορώσες την αγοράκαθισμάτων και τραπεζιών δαπάνες θεωρήθηκαν ως μη δυνάμενες να καλυφθούν,σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε συνήθως στο παρελθόν.

123.
    Η Επιτροπή σημειώνει ότι τα έπιπλα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως διαρκήαγαθά. Συνεπώς, τα σχετικά ποσά μεταφέρθηκαν στη θέση 14.6 «συνήθειςαποσβέσεις» και εφαρμόστηκε συντελεστής αποσβέσεως ύψους 10 %.

124.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαθεωρώντας ότι τα καθίσματα και τα τραπέζια αποτελούν διαρκή αγαθά και όχισχολικό εξοπλισμό, μεταφέροντας, κατά συνέπεια, τα σχετικά με τα αγαθά αυτάποσά στην αφορώσα τις συνήθεις αποσβέσεις θέση του σχετικού πίνακα.

125.
    Εξάλλου, το γεγονός ότι είχε γίνει δεκτή στο παρελθόν η εγγραφή μιας τέτοιαςδαπάνης σε ανάλογη θέση δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι μια παρόμοια εγγραφήπρέπει επίσης να γίνεται δεκτή και μεταγενέστερα, όταν κάτι τέτοιο δεν είναισύμφωνο προς τους όρους που επιβάλλει η απόφαση περί εγκρίσεως ή οιδιατάξεις του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου. Συναφώς, πρέπει να σημειωθείότι, εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενη παρανομία διαπραχθείσα στο παρελθόν δενμπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τηςπροσφεύγουσας (βλ., επ' αυτού, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου1991, Τ-156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-407,σκέψη 76).

126.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

127.
    Όσον αφορά, δεύτερον, τις ειδικές εργασίες (θέση 14.2.7), η προσφεύγουσαθεωρεί, καταρχάς, ότι δεν υπήρχε λόγος περιορισμού των αποδοχών των τεχνικώνπου παρέσχαν ειδικές υπηρεσίες σχετικά με την οργάνωση των μαθημάτων καιτη σύνταξη των εγχειριδίων. Στη συνέχεια, σημειώνει ότι περιέλαβε επίσης στηθέση αυτή ποσό 374 400 ESC, πιστοποιούμενο με σχετικό τιμολόγιο πληρωμής. Τοτιμολόγιο αυτό αφορούσε υπηρεσίες που έπρεπε να περιληφθούν σε διαφορετικέςλογιστικές θέσεις, πράγμα το οποίο ουδεμία ρύθμιση απαγορεύει.

128.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μείωση των αποδοχών των τεχνικών αυτών στηρίζεταισε ανάλυση των τεσσάρων αποδείξεων πληρωμής σχετικά με την εκ μέρους τηςπροσφεύγουσας συγγραφή των εγχειριδίων και των τετραδίων ασκήσεων. Οιαποδείξεις αυτές περιλαμβάνονταν στην κατάλληλη λογιστική θέση και, επιπλέον,δεν περιελάμβαναν καμία συγκεκριμένη αναφορά σχετικά με το περιεχόμενότους. Συνεπώς, εφαρμόστηκε ένα ορθολογικό κριτήριο. Όσον αφορά το ποσό των374 400 ESC, ισχυρίζεται ότι το προσκομισθέν τιμολόγιο περιλαμβάνει μια τόσοελάχιστα σαφή περιγραφή ώστε να θεωρηθεί απαράδεκτο στο σύνολό του.

129.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, τα σχετικάτιμολόγια δεν είναι επαρκώς λεπτομερή όσον αφορά την εξακρίβωση τωνδαπανών τις οποίες υποτίθεται ότι δικαιολογούν. Επομένως, η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ακολουθώντας, σχετικά με την εν λόγωδαπάνη, το ορθολογικό κριτήριο που εκτίθεται στο σημείο 14.2.7 του εγγράφου της22ας Σεπτεμβρίου 1995. Αφενός, το ύψους 374 400 ESC τιμολόγιο της εταιρίας C.Peres Feio, Ld.a (παράρτημα 20 του δικογράφου της προσφυγής) είναι τόσοασαφές, ώστε η Επιτροπή δεν μπορεί να υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεωςθεωρώντας ότι το σχετικό ποσό δεν μπορούσε να καλυφθεί στο σύνολό του.

130.
    Συνεπώς, αυτός ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

131.
    Όσον αφορά, τρίτον, τις αποδοχές του διδακτικού προσωπικού (θέση 14.3.1a), ηπροσφεύγουσα αρνείται ότι το ποσό των 4 363 684 ESC είναι εντελώςαπαράδεκτο. Αναγνωρίζει ότι στους «ανακεφαλαιωτικούς πίνακες» (παράρτημα21 του δικογράφου της προσφυγής) που υπέβαλε δεν γίνεται διάκριση μεταξύ τωνωρών διδασκαλίας των θεωρητικών και των πρακτικών μαθημάτων, διατείνεταιόμως ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς το DAFSE συνήγαγε τέτοια συμπεράσματα απότο γεγονός αυτό.

132.
    Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας,οι δαπάνες που αφορούν τα σχετικά προγράμματα δεν μπορούν ναδικαιολογούνται παρά μόνο με τιμολόγια πληρωμής ή με αποδείξεις πληρωμής.Όμως, θεωρεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως αποδείξεων πληρωμής τιςοποίες προσκόμισε (παράρτημα 22 του δικογράφου της προσφυγής), καθώς καιτου ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα σχετικά μαθήματα πραγματοποιήθηκαν,τίποτα δεν επιτρέπει την κατάργηση του ποσού που περιλαμβάνεται στη σχετικήθέση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υφίσταντο αμφιβολίες όσον αφορά τοείδος των μαθημάτων που διδάχθηκαν, η αρχή της αναλογικότητας θα επέτασσενα θεωρηθεί δικαιολογημένο τουλάχιστον το ποσό που στηρίζεται στη χαμηλότερηαμοιβή για το σύνολο των μαθημάτων, δηλαδή να θεωρηθεί ότι το σύνολο τηςδιδασκαλίας περιελάμβανε πρακτικά μαθήματα.

133.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχείααπό τα οποία να προκύπτει ότι οι υποβληθείσες αποδείξεις πληρωμής είχανκάποια σχέση με τα ως άνω μαθήματα, καθόσον τα υποβληθέντα στοιχεία δεναναφέρουν σαφώς ούτε τα ονόματα των διδασκόντων ούτε το είδος τωνδιδαχθέντων μαθημάτων. Επιπλέον, το ποσό των υποβληθέντων σημειωμάτων περίτων δαπανών δεν αντιστοιχεί προς το δηλωθέν ποσό. Τέλος, υπενθυμίζει ότι τοδιάταγμα 18/MTSS/87 που δημοσιεύθηκε στο Diàrio da Repùblica της 11ης Μαΐου1987 προέβλεπε ότι «οι δικαιούχοι χρηματοδοτικής συνδρομής οργανισμοί τηρούνγια κάθε πρόγραμμα κατάλογο παρουσιών των εκπαιδευομένων και τωνεκπαιδευτών, καθώς και των προγραμμάτων των μαθημάτων, διακρίνοντας ταθεωρητικά από τα πρακτικά μαθήματα».

134.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι από την ανάλυση των εγγράφων που προσκόμισε ηπροσφεύγουσα προς απόδειξη του είδους των μαθημάτων που διδάχθηκαν στοπλαίσιο του πρώτου φακέλου και των εκπαιδευτών που μετέσχαν στο σχετικόπρόγραμμα (παραρτήματα 21 έως 22 του δικογράφου της προσφυγής) προκύπτειότι τα έγγραφα αυτά είναι τόσο ασαφή ώστε να δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίεςόσον αφορά το υποστατό της πραγματοποιήσεως των εν λόγω μαθημάτων, όπωςορθά σημείωσε το DAFSE στο σημείο 14.3.1a του από 22 Σεπτεμβρίου 1995εγγράφου του. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαεκτιμήσεως θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα, η οποία διοργάνωσε μεγάλο αριθμόδιαφόρων μαθημάτων καταρτίσεως στα οποία έλαβε μέρος μεγάλος αριθμόςεκπαιδευτών, δεν απέδειξε ότι τα σχετικά στοιχεία που προσκόμισεαντιστοιχούσαν πράγματι στα μαθήματα τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο τουπρώτου φακέλου και αρνούμενη, κατά συνέπεια, να λάβει υπόψη το σύνολο τωνδαπανών που αφορούσαν τα μαθήματα αυτά.

135.
    Συνεπώς, αυτός ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

136.
    Τέταρτον, όσον αφορά το διοικητικό προσωπικό (θέση 14.3.1c), η προσφεύγουσαθεωρεί ότι η μείωση στην οποία προέβη η Επιτροπή όσον αφορά τη θέση αυτήστηρίζεται σε παρεξήγηση, καθόσον οι επίδικες αποδείξεις πληρωμής είναιυπογεγραμμένες και χαρτοσημασμένες, όπως προκύπτει από το παράρτημα 23 τουδικογράφου της προσφυγής. Θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η αποδεικτική αξίατων αποδείξεων πληρωμής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη υπογραφών ήχαρτοσήμων.

137.
    Η Επιτροπή εκθέτει ότι η ως άνω μείωση στηριζόταν στο γεγονός ότι οι σχετικέςαποδείξεις πληρωμής δεν ήταν ούτε χαρτοσημασμένες ούτε υπογεγραμμένες ότανδιενεργήθηκε ο οικονομικός έλεγχος.

138.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι διαβίβασε στοDAFSE τα χαρτοσημασμένα και υπογεγραμμένα σχετικά έγγραφα, πουσυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, πριν από την εκ μέρους του γραφείουαυτού περάτωση του οικονομικού ελέγχου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει υπόψη αποδείξειςπληρωμής οι οποίες δεν πληρούσαν τις κατά το εθνικό δίκαιο νόμιμεςπροϋποθέσεις κατά τη στιγμή της υποβολής τους, καθόσον οι προϋποθέσεις αυτέςαποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να εξασφαλίζεται ότι τέτοιες αποδείξειςαντιστοιχούν σε πράγματι διενεργηθείσες δαπάνες.

139.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο τέταρτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

140.
    Πέμπτον, όσον αφορά τις ειδικές εργασίες (θέση 14.3.8), η προσφεύγουσα θεωρείότι οι δαπάνες που δεν έγιναν δεκτές πιστοποιούνται με το τιμολόγιο πληρωμήςπου συνάπτεται στο παράρτημα 20 του δικογράφου της προσφυγής.Επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό της ότι τίποτα δεν εμποδίζει μια απόδειξηπληρωμής να αναφέρεται σε παροχή υπηρεσιών οι οποίες υπάγονται σεδιαφορετικές λογιστικές θέσεις.

141.
    Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι δαπάνες που αναγράφονται στη σχετικήθέση δεν ελήφθησαν υπόψη ελλείψει δικαιολογητικών εγγράφων, καθόσον τοτιμολόγιο πληρωμής που προσκόμισε η προσφεύγουσα αφορά άλλη θέση.

142.
    Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι τα ποσά που αναγράφονται στα έγγραφα τα οποίαπροσκόμισε η προσφεύγουσα και περιλαμβάνονται στο παράρτημα 20 τουδικογράφου της προσφυγής της δεν αντιστοιχούν προς εκείνα τα οποίασυνυπέβαλε με την αίτησή της περί καταβολής του υπολοίπου. Επομένως, ηΕπιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβειυπόψη τα έγγραφα αυτά για τον προσδιορισμό του καταβλητέου στηνπροσφεύγουσα υπολοίπου της χρηματοδοτικής συνδρομής.

143.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο πέμπτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

144.
    Έκτον, όσον αφορά τα σχετικά με τη μίσθωση κτιρίων και επίπλων ποσά (θέση14.3.9), η προσφεύγουσα θεωρεί ότι από την αιτιολογία του εγγράφου της 22αςΣεπτεμβρίου 1995 δεν της παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους πουοδήγησαν την Επιτροπή να προβεί στις δύο πρώτες μειώσεις σχετικά με τηδαπάνη αυτή. Όσον αφορά την τρίτη μείωση, η προσφεύγουσα παραπέμπει στουςισχυρισμούς που ανέπτυξε στο πλαίσιο της θέσεως 14.2.7 (βλ. σκέψη 127).

145.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρώτη μείωση αφορούσε την κτήση διαρκών αγαθών,τα οποία δυνάμει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας δεν μπορούσαν νααποσβεστούν το έτος της αγοράς τους. Το δεύτερο ποσό αφορούσε μαθήματασχεδίου τα οποία δεν αποτελούσαν μέρος του πρώτου φακέλου. Το τρίτο ποσό δενέγινε δεκτό διότι το σχετικό τιμολόγιο πληρωμής δεν ανέφερε δεόντως τιςπαρασχεθείσες υπηρεσίες.

146.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στα έγγραφα τουDAFSE της 11ης Σεπτεμβρίου 1991 και της 22ας Σεπτεμβρίου 1995 σχετικά με τιςδύο πρώτες μειώσεις που αφορούσαν τις ως άνω δαπάνες ήταν ασφαλώςσυνοπτική, αλλά, παρ' όλ' αυτά, παρείχε τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα, ηοποία γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες του εν λόγω φακέλου, να αμφισβητήσει τοπεριεχόμενό τους. Όμως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικόστοιχείο από το οποίο να προκύπτει με οποιοδήποτε τρόπο ότι η Επιτροπήυπέπεσε σχετικά σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Όσον αφορά την τρίτη μείωση,το Πρωτοδικείο παραπέμπει σε όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω.

147.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο έκτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

148.
    Έβδομον, όσον αφορά τις πρώτες ύλες, το βοηθητικό υλικό και τα αναλώσιμααγαθά (θέση 14.3.12), η προσφεύγουσα σημειώνει ότι, δυνάμει της πορτογαλικήςνομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να γίνονται δεκτές οι δαπάνεςπου πιστοποιούνται με τιμολόγια πληρωμής τα οποία φέρουν ως ημερομηνία τοαργότερο την πέμπτη εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου του έτους που ακολουθείτο έτος της πραγματοποιήσεως των σχετικών δαπανών. Όμως, το επίμαχοτιμολόγιο πληρωμής (παράρτημα 24 του δικογράφου της προσφυγής) πληροί τηνπροϋπόθεση αυτή.

149.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το τιμολόγιο αυτό δεν εκδόθηκε κατά την κρίσιμη περίοδοχρηματοδοτήσεως του σχετικού προγράμματος. Πράγματι, βάσει του εθνικούκώδικα ΦΠΑ, το τιμολόγιο αυτό έπρεπε να εκδοθεί τη στιγμή της παραδόσεωςτων σχετικών αγαθών και να συνοδεύεται από δελτία αποστολής. Όμως, ενπροκειμένω δεν τηρήθηκε καμία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

150.
    Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, βάσει των εγγράφων της δικογραφίας, από τηνεξέταση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των σχετικών παραγράφων τουεγγράφου του DAFSE της 11ης Σεπτεμβρίου 1991 — που επαναλαμβάνει κατ'ουσίαν τις αντιρρήσεις οι οποίες εκτίθενται στην έκθεση της εταιρίας Audite — καιτου εγγράφου της 22ας Σεπτεμβρίου 1995, στα οποία παραπέμπει η απόφασηαυτή, δεν του παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί τη συγκεκριμένησυλλογιστική της Επιτροπής ούτε την εθνική νομοθεσία στην οποία το όργανοαυτό στηρίχθηκε για να απορρίψει τη δαπάνη που πιστοποιούσε με το επίδικοτιμολόγιο. Κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να ασκήσει τον απαιτούμενοδικαιοδοτικό έλεγχο επί της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως επιτάσσει ηνομολογία που εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 99. Επομένως, η προσβαλλόμενηαπόφαση αποτελεί παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, καθόσον αφορά τηθέση 14.3.12 του σχετικού πίνακα της αιτήσεως καταβολής του υπολοίπου.

151.
    Κατά συνέπεια, ο έβδομος ισχυρισμός πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς, ηαπόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αφορά τη θέση 14.3.12.

152.
    Όγδοον, όσον αφορά τους φόρους και τις επιβαρύνσεις (θέση 14.3.13), ηπροσφεύγουσα διατείνεται ότι περιέλαβε στη θέση αυτή τα αντιστοιχούντα στονΦΠΑ ποσά που καταβλήθηκαν στους υπόχρεους σε καταβολή του φόρουεκπαιδευτές, αυτός δε ο ΦΠΑ αφαιρέθηκε από τις αποδοχές των εκπαιδευτών πουεμφαίνονται στη θέση 14.3.1a).

153.
    Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ανωτέρω (σκέψη 134) ότι η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει υπόψη τις δαπάνεςπου υπέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τις αποδοχές των εκπαιδευτών, πρέπεινα απορριφθεί αυτός ο όγδοος ισχυρισμός σχετικά με τον ΦΠΑ που αφορά τις ωςάνω αποδοχές, για τους ίδιους λόγους.

154.
    Τέλος, όσον αφορά τις συνήθεις αποσβέσεις (θέση 14.6), η προσφεύγουσααμφισβητεί τη δυνατότητα εκτιμήσεως της δραστηριότητάς της με μοναδικόκριτήριο τον αριθμό των «απασχοληθέντων» εργαζομένων, δεδομένου ότι οαριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα χαμηλός στην επιχείρησή της, καθόσον οιπαρέχοντες περιστασιακά υπηρεσίες αποτελούν σημαντικό τμήμα του προσωπικούτης.

155.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το DAFSE έλαβε υπόψη, όσον αφορά τη δαπάνηαυτή, το σύνηθες κριτήριο, δηλαδή εφάρμοσε συντελεστή με βάση τιςανθρωποώρες, συντελεστή που αντιπροσωπεύει το αφορών την εκπαίδευση τμήματης συνήθους δραστηριότητας μιας επιχειρήσεως.

156.
    Αν και είναι πράγματι δυνατή, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ηχρησιμοποίηση μεθόδων αποσβέσεως βασιζομένων ειδικότερα στο αφορών τηνεκπαίδευση μέρος του κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως και όχι στον συνολικόαριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητεςδιδασκαλίας, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι με την παραδοσιακή μέθοδο πουχρησιμοποίησε το DAFSE στην υπό κρίση υπόθεση, την οποία υιοθέτησε και ηΕπιτροπή, διαπιστώνεται επαρκώς το σχετικό με την εκπαίδευση μέρος τωνδραστηριοτήτων του συνόλου των δικαιούχων χρηματοδοτικών συνδρομών τουΕΚΤ. Δεδομένου ότι η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος είναι εύλογη, η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της.

157.
    Κατά συνέπεια, ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

— Επί του βασίμου των ισχυρισμών που προβάλλει η προσφεύγουσα στην υπόθεσηΤ-181/96

158.
    Όσον αφορά, πρώτον, τον σχολικό εξοπλισμό (θέση 14.2.1), η προσφεύγουσαισχυρίζεται ότι το DAFSE κακώς θεώρησε ότι μέρος του υλικού αυτούαποτελούσαν τα «διαρκή αγαθά», η σχετική δαπάνη των οποίων δεν μπορούσενα γίνει δεκτή στο πλαίσιο των δαπανών για «σχολικό εξοπλισμό». Πράγματι, τοχρησιμοποιηθέν προς τούτο κριτήριο στερείται παντελώς νομίμου βάσεως.

159.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα περιέλαβε στη θέση «σχολικόςεξοπλισμός» την αγορά καθισμάτων, φωριαμών, γραφείων και τραπεζιών, πουείναι διαρκή αγαθά.

160.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαθεωρώντας ότι τα ως άνω καθίσματα, οι φωριαμοί, τα γραφεία και τα τραπέζιααποτελούν διαρκή αγαθά και όχι σχολικό εξοπλισμό και μεταφέροντας, κατάσυνέπεια, τα αφορώντα τα αγαθά αυτά ποσά στη θέση «συνήθεις αποσβέσεις»(βλ. επίσης τις σκέψεις 124 και 125).

161.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

162.
    Δεύτερον, όσον αφορά τη διαφήμιση των μαθημάτων και την πρόσκληση τωνενδιαφερομένων για συμμετοχή στα σχετικά μαθήματα (θέσεις 14.2.2 και 14.2.3),η προσφεύγουσα θεωρεί ότι δεν μπορεί να απαιτείται τα σχετικά με διαφημίσειςσε εφημερίδες τιμολόγια πληρωμής να αναφέρουν το περιεχόμενο των σχετικώναγγελιών, όπως ζήτησε το DAFSE με το από 22 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφό του.Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι τα τιμολόγια και οι αποδείξεις πληρωμής πουυπέβαλε (παράρτημα 18 του δικογράφου της προσφυγής) αναφέρουνσυγκεκριμένα τις εφημερίδες στις οποίες δημοσιεύθηκαν οι αγγελίες.

163.
    Η Επιτροπή εκθέτει ότι οι αποδείξεις πληρωμής που προσκόμισε η προσφεύγουσαδεν περιγράφουν τη φύση και το είδος των σχετικών δαπανών. Ακόμη, ηπροσφεύγουσα δεν επισύναψε στις αποδείξεις αυτές αντίγραφο των ως άνωαγγελιών, όπως συνηθίζεται.

164.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν στερείται λογικού ερείσματος η υποχρέωση πουβαρύνει τους δικαιούχους χρηματοδοτικής συνδρομής του ΕΚΤ να προσκομίζουναντίγραφα των διαφημιστικών αγγελιών που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες μεσκοπό την προώθηση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων τους. Πράγματι,αποκλειστικός σκοπός της υποχρεώσεως αυτής είναι να διασφαλίζεται ο έλεγχοςτου υποστατού των σχετικών δαπανών. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σεπρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως υιοθετώντας τη θέση που έλαβε σχετικά το DAFSEμε το από 22 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφό του.

165.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

166.
    Τρίτον, όσον αφορά τις ειδικές εργασίες (θέση 14.2.7), η προσφεύγουσαισχυρίζεται ότι το από 22 Σεπτεμβρίου 1995 έγγραφο αναφέρει ότι ταπροσκομισθέντα τιμολόγια πληρωμής δεν περιλαμβάνουν «ούτε τις ώρες τωνμαθημάτων ούτε τους απασχοληθέντες εκπαιδευτές». Όμως, η εφαρμοστέαφορολογική πορτογαλική νομοθεσία δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση. Όσοναφορά ειδικότερα το τιμολόγιο πληρωμής «TV Europa» (παράρτημα 20 τουδικογράφου της προσφυγής), το περιεχόμενο των παρασχεθεισών υπηρεσιώνπροκύπτει σαφώς από την αναγραφόμενη στο τιμολόγιο αυτό σημείωση«επισκευές ηλεκτρικού υλικού».

167.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι το τιμολόγιο που εξέδωσε η εταιρία TV Europa δενδιευκρινίζει τη φύση της σχετικής δαπάνης. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον τοτιμολόγιο αυτό αφορά επισκευή μαγνητοσκοπίου, μια τέτοια δαπάνη δεν μπορείνα γίνει δεκτή.

168.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία από ταοποία να προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι τα τιμολόγια που υπέβαλε στοDAFSE ήταν επαρκώς λεπτομερή ώστε να παράσχουν τη δυνατότητα στην ενλόγω διοικητική αρχή να ελέγξει το υποστατό των σχετικών δαπανών. Όσοναφορά ειδικότερα το τιμολόγιο της εταιρίας TV Europa, το Πρωτοδικείοδιαπιστώνει ότι ουδόλως αναφέρει ποιον συγκεκριμένο τύπο επισκευής αφορά.Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως υιοθετώνταςτη στάση του DAFSE σχετικά με τις ως άνω μειώσεις στο έγγραφο της 22αςΣεπτεμβρίου 1995.

169.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

170.
    Τέταρτον, όσον αφορά τις αποδοχές του διδακτικού προσωπικού (θέση 14.3.1a),η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση κατά την οποία δεν είναι δυνατή ηκάλυψη του συνόλου του σχετικού με την ως άνω θέση ποσού. Πράγματι, ηπροσφεύγουσα επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς που αναπτύσσονταιανωτέρω στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-180/96 (βλ. σκέψεις 131 και 132).

171.
    Η Επιτροπή διατείνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδείξειςπιστοποιούσες ότι οι υποβληθείσες αποδείξεις πληρωμής είχαν κάποια σχέση μετα προαναφερθέντα μαθήματα.

172.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει, όπως σημειώθηκε ήδη στο πλαίσιο της υποθέσεωςΤ-180/96 (σκέψη 134), ότι από την εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε ηπροσφεύγουσα προς απόδειξη του είδους των μαθημάτων πουπραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου φακέλου και των ονομάτων τωνεκπαιδευτών που μετείχαν σ' αυτά προκύπτει ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι τόσοασαφή ώστε να δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες περί του υποστατού των ως άνωμαθημάτων, όπως ορθώς σημείωσε το DAFSE στο σημείο 14.3.1a του εγγράφουτης 22ας Σεπτεμβρίου 1995. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλοσφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα, η οποία διοργάνωσε μεγάλοαριθμό διαφορετικών μαθημάτων στα οποία μετέσχε μεγάλος αριθμόςεκπαιδευτών, δεν απέδειξε ότι τα έγγραφα που υπέβαλε έχουν πράγματι σχέσημε τα μαθήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο του δεύτερου φακέλου καιαρνούμενη, κατά συνέπεια, να λάβει υπόψη το σύνολο των δαπανών που αφορούντα μαθήματα αυτά.

173.
    Συνεπώς, αυτός ο τέταρτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

174.
    Πέμπτον, όσον αφορά το διοικητικό προσωπικό (θέση 14.3.1c), η προσφεύγουσαυπενθυμίζει ότι η Irene Vaz Lopes παρακολούθησε ασφαλώς μαθήματααπασχολούμενη παράλληλα ως εκπαιδεύτρια στο πλαίσιο άλλης σειράςμαθημάτων, αρνείται όμως ότι αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω άτομο δεν μπορούσενα παράσχει τη βοήθειά του για την ως άνω δεύτερη σειρά μαθημάτων.

175.
    Το Πρωτοδικείο σημειώνει ότι, δεδομένου ότι ένα και το αυτό άτομο δεν μπορείνα μετέχει σε μια σειρά μαθημάτων και ταυτόχρονα να επικουρεί τον εκπαιδευτήσε άλλη σειρά μαθημάτων, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαεκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει υπόψη την αμοιβή του ως άνω προσώπου υπό τηνιδιότητα του μέλους του επικουρικού διοικητικού προσωπικού.

176.
    Συνεπώς, αυτός ο πέμπτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

177.
    Έκτον, όσον αφορά τη διαχείριση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού (θέση14.3.7), η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι περιέλαβε εκ παραδρομής απόδειξηπληρωμής (παράρτημα 24 του δικογράφου της προσφυγής) στη θέση 14.3.1, ενώη απόδειξη αυτή έπρεπε να περιλαμβάνεται στη θέση 14.3.7. Εντούτοις, θεωρείότι οι ελεγκτές ενημερώθηκαν για το γεγονός αυτό εγκαίρως.

178.
    Η Επιτροπή διατείνεται ότι απόδειξη πληρωμής προσκομιζόμενη στο στάδιο τηςενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

179.
    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι είχε υποβάλει,σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά την ενώπιον του DAFSE διοικητικήδιαδικασία, την απόδειξη πληρωμής που προσκόμισε σε παράρτημα τουδικογράφου της προσφυγής της, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει υπόψη το σχετικόποσό.

180.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο έκτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

181.
    Έβδομον, όσον αφορά τις ειδικές εργασίες (θέση 14.3.8), η προσφεύγουσαυπενθυμίζει ότι το DAFSE θεώρησε ότι ένα τιμολόγιο εκδοθέν από την εταιρίαNovafarm δεν ανέφερε αρκετά συγκεκριμένα τα απαιτούμενα στοιχεία. Όμως, ηπεριγραφή των παρασχεθεισών υπηρεσιών είναι συνοπτική, διότι μια τέτοιαπεριγραφή αρκεί για φορολογική χρήση.

182.
    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι το ως άνω τιμολόγιο είναι συνοπτικό,η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβειυπόψη την ως άνω δαπάνη.

183.
    Συνεπώς, αυτός ο έβδομος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

184.
    Όγδοον, όσον αφορά τα μισθώματα για ακίνητα και έπιπλα (θέση 14.3.9),ανακύπτει πρόβλημα με δύο αποδείξεις πληρωμής. Η πρώτη απόδειξη περιελήφθηστη θέση αυτή, κατά την προσφεύγουσα, κατόπιν υποδείξεως του ίδιου τουDAFSE. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται το νόμιμοέρεισμα της αποφάσεως να κριθεί εν μέρει απαράδεκτη η δεύτερη απόδειξη,καθόσον το εφαρμοσθέν κριτήριο ορθολογισμού είναι άγνωστο.

185.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το αναγραφόμενο στην πρώτη απόδειξη πληρωμήςποσό μεταφέρθηκε στη θέση «συνήθεις αποσβέσεις» (θέση 14.6), καθόσοναφορούσε διαρκές αγαθό. Το δεύτερο ποσό αντιστοιχεί στο κριθέν ωςαπαράδεκτο μέρος μιας αποδείξεως πληρωμής η οποία αφορούσε τη μίσθωσηηλεκτρονικών υπολογιστών, σχετικά με το οποίο εφαρμόστηκε ένα κριτήριοορθολογισμού.

186.
    Όσον αφορά την πρώτη απόδειξη πληρωμής, η οποία δεν αμφισβητείται ότιαφορά ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι το υλικό αυτό αποτελεί«διαρκές αγαθό» που έπρεπε να περιληφθεί στη θέση 14.6 «συνήθειςαποσβέσεις». Όσον αφορά τη δεύτερη απόδειξη πληρωμής, το Πρωτοδικείοδιαπιστώνει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν είναι επαρκής ώστενα πληροί τους όρους του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του ΚανονισμούΔιαδικασίας του Πρωτοδικείου, βάσει του οποίου κάθε δικόγραφο προσφυγήςπρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενωνλόγων. Όμως, επ' αυτού η προσφεύγουσα περιορίζεται κατ' ουσίαν στην προβολήτου ισχυρισμού ότι δεν αντιλαμβάνεται το έρεισμα του εφαρμοσθέντος κριτηρίουορθολογισμού, ενώ αυτό εξηγείται λεπτομερώς στο έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου1995. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πουπεριλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, όπως αναπτύσσεταιλεπτομερέστερα στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν παρέχει στο Πρωτοδικείο τηδυνατότητα να εξετάσει τη βασιμότητά της (βλ. σχετικά την απόφαση τουΠρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1997, Τ-84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή1997, σ. ΙΙ-2081, σκέψεις 30 επ.).

187.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο όγδοος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

188.
    Ένατον, όσον αφορά τα μη διαρκή αγαθά (θέση 14.3.10), η προσφεύγουσαυπενθυμίζει ότι το DAFSE, αρνούμενο να δεχθεί τη δαπάνη αυτή σχετικά με τηναγορά υλικού γραφείου, παρέβλεψε το γεγονός ότι η διαχείριση και ηπραγματοποίηση μαθημάτων συνεπάγεται οπωσδήποτε έξοδα αγοράς αυτού τουείδους υλικού.

189.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι το σχετικό ποσό ορθώς δεν έγινε δεκτό, καθόσοναποτελεί επανάληψη των δαπανών που περιλαμβάνονται στη θέση 14.2.3(σκέψη 160). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαεκτιμήσεως αρνούμενη να δεχθεί τη δαπάνη αυτή.

190.
    Συνεπώς, αυτός ο ένατος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

191.
    Δέκατον, όσον αφορά τους φόρους και τις επιβαρύνσεις (θέση 14.3.13), ηπροσφεύγουσα σημειώνει ότι περιέλαβε στη θέση αυτή τα καταβληθέντα ως ΦΠΑποσά για τους υπόχρεους στον φόρο εκπαιδευτές, αυτός δε ο ΦΠΑ αφαιρέθηκεαπό τις αποδοχές των εκπαιδευτών, οι οποίες περιλαμβάνονται στη θέση 14.3.1a.

192.
    Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε ανωτέρω (σκέψη 172) ότι η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει υπόψη τις δαπάνεςσχετικά με τις αποδοχές των εκπαιδευτών τις οποίες υπέβαλε η προσφεύγουσα,αυτός ο δέκατος ισχυρισμός σχετικά με τον αναλογούντα για τις αποδοχές αυτέςΦΠΑ πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

193.
    Ενδέκατον, όσον αφορά τις γενικές διοικητικές δαπάνες (θέση 14.3.14), ηπροσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το υλικό γραφείου είναι απαραίτητο στο πλαίσιοτης πραγματοποιήσεως των διαφόρων σταδίων των μαθημάτων, πράγμα το οποίοδικαιολογεί την εγγραφή αυτού του υλικού σε διάφορες θέσεις.

194.
    Η Επιτροπή περιορίζεται στην προβολή του ισχυρισμού ότι, δεδομένου ότι τασχετικά ποσά εξετάστηκαν ήδη στις θέσεις 14.2.3 και 14.3.10, δεν είναι δυνατή ηέγκρισή τους δύο φορές.

195.
    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, σε αντίθεση προς ό,τι εκτίθεται στοέγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 1995, ότι οι δαπάνες που περιέλαβε στη θέση αυτήδεν είχαν ήδη περιληφθεί σε άλλες θέσεις, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπήδεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αρνούμενη να λάβει για δεύτερηφορά υπόψη το ίδιο είδος δαπανών στη θέση 14.3.14.

196.
    Κατά συνέπεια, και αυτός ο ενδέκατος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

197.
    Δωδέκατον, όσον αφορά τις λοιπές δαπάνες λειτουργίας και διαχειρίσεως (θέση14.3.15), η προσφεύγουσα αρνείται ότι δεν υπέβαλε το σχετικό με το πρώτοαμφισβητούμενο ποσό τιμολόγιο πληρωμής. Τα δύο άλλα ποσά που δεν έγινανδεκτά αφορούν υλικό προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο τωνμαθημάτων και όχι για αγορά διαρκών αγαθών.

198.
    Η Επιτροπή εκθέτει ότι τα σχετικά με το πρώτο ποσό αποδεικτικά στοιχεία δεντης υποβλήθηκαν εγκαίρως. Τα δύο άλλα ποσά αφορούν έπιπλα υπαγόμενα στηθέση «συνήθεις αποσβέσεις» σχετικά με τα οποία εφαρμόστηκε ετήσιο ποσοστόαποσβέσεως ύψους 10 %.

199.
    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, ελλείψει εγγράφων αποδεικνυόντων ότι η πρώτηαπόδειξη πληρωμής κοινοποιήθηκε στο DAFSE κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας και ότι τα άλλα σχετικά ποσά αφορούσαν μη διαρκή αγαθά, ηπροσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμαεκτιμήσεως εξαλείφοντας τις ως άνω δαπάνες από τον σχετικό πίνακα.

200.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο δωδέκατος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

201.
    Τέλος, όσον αφορά τις συνήθεις αποσβέσεις (θέση 14.6), η προσφεύγουσαδιατείνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται τη μέθοδο υπολογισμού βάσει της οποίας τοDAFSE θεώρησε ότι ορισμένα ποσά «δεν επιβεβαιώθηκαν». Στη συνέχεια,επαναλαμβάνει παρόμοια επιχειρηματολογία με εκείνη που ανέπτυξε στηνυπόθεση Τ-180/96 (βλ. σκέψη 154).

202.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το DAFSE εφάρμοσε όσον αφορά τη θέση αυτή τοσύνηθες κριτήριο, δηλαδή τον συντελεστή ανθρωποωρών, βάσει του οποίουπροκύπτει το αντιστοιχούν στην εκπαίδευση μέρος των συνήθων δραστηριοτήτωντης επιχειρήσεως.

203.
    Αν και είναι πράγματι δυνατή, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ηχρησιμοποίηση μεθόδων αποσβέσεως βασιζομένων ειδικότερα στο αφορών τηνεκπαίδευση μέρος του κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως και όχι στον συνολικόαριθμό των εργαζομένων οι οποίοι απασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητεςδιδασκαλίας, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι με την παραδοσιακή μέθοδο πουχρησιμοποίησε το DAFSE στην υπό κρίση υπόθεση, την οποία υιοθέτησε και ηΕπιτροπή, διαπιστώνεται επαρκώς το σχετικό με την εκπαίδευση μέρος τωνδραστηριοτήτων του συνόλου των δικαιούχων χρηματοδοτικών συνδρομών τουΕΚΤ. Δεδομένου ότι η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος είναι εύλογη, η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της.

204.
    Κατά συνέπεια, αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

Επί του αιτήματος προσκομίσεως εγγράφων

205.
    Με το δικόγραφο της προσφυγής σε κάθε μία από τις υποθέσεις η προσφεύγουσαζητεί από το Πρωτοδικείο να διατάξει την προσκόμιση, αφενός, των διοικητικώνφακέλων της Επιτροπής και, αφετέρου, των διοικητικών φακέλων του DAFSE.

206.
    Ενόψει όλων των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είχε τηδυνατότητα να αποφανθεί επί των υπό κρίση προσφυγών βάσει των στοιχείων πουπροσκόμισαν οι διάδικοι κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας και βάσειτων εγγράφων που υπέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως τηςδιαδικασίας.

207.
    Επομένως, παρέλκει να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει τους διοικητικούςφακέλους σχετικά με τις δύο υπό κρίση υποθέσεις.

208.
    Ακόμη, δεν είναι απαραίτητο να ζητηθεί από τις πορτογαλικές αρχές, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΚ) τουΔικαστηρίου, να προσκομίσουν το σύνολο των εθνικών διοικητικών φακέλωνσχετικά με τις δύο υπό κρίση υποθέσεις.

209.
    Για τους λόγους αυτούς, το αίτημα της προσφεύγουσας περί προσκομίσεωςεγγράφων πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

210.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα.Εντούτοις, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, το Πρωτοδικείο μπορεί νακατανείμει τα δικαστικά έξοδα, εφόσον οι διάδικοι ηττήθηκαν ως προς ένα ήπερισσότερα αιτήματα.

211.
    Δεδομένου ότι η προσφυγή στην υπόθεση Τ-180/96 έγινε μερικώς δεκτή και ότικαι οι δύο διάδικοι ζήτησαν την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα,κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα στην υπόθεση αυτή.

212.
    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε στην υπόθεση Τ-181/96, η δε Επιτροπήζήτησε την καταδίκη της στα έξοδα, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί σταδικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Οι υποθέσεις Τ-180/96 και Τ-181/96 συνεκδικάζονται προς έκδοσηκοινής αποφάσεως.

2)    Στην υπόθεση Τ-180/96, ακυρώνει την απόφαση C (96) 1185 τηςΕπιτροπής, της 14ης Αυγούστου 1996, καθόσον αφορά τη θέση 14.3.12της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί καταβολής του υπολοίπου.Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή στην υπόθεση αυτή.

3)    Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση Τ-181/96.

4)    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα στην υπόθεση Τ-180/96.

5)    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεσηΤ-181/96.

Tiili
Briët
Potocki

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου1998.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

B. Pastor

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.