Language of document : ECLI:EU:F:2011:71

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2011

Υπόθεση F‑84/09

Emmanuel Larue και Olivier Seigneur

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Αποδοχές – Γενική αναπροσαρμογή των μισθών – Μη τήρηση της μεθόδου υπολογισμού»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του Πρωτοκόλλου για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαρτημένου στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία ο E. Larue και ο O. Seigneur ζητούν να ακυρωθούν τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας τους για τον Ιανουάριο 2009, καθώς και να υποχρεωθεί η ΕΚΤ σε καταβολή αποζημιώσεως.

Απόφαση:      Τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας των προσφευγόντων για τον Ιανουάριο 2009 ακυρώνονται. Απορρίπτεται η προσφυγή κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προσφυγή βάλλουσα κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αποδοχές – Μέθοδος υπολογισμού για την ετήσια αναπροσαρμογή των μισθών – Απορρέουσες από τη μέθοδο υποχρεώσεις της Τράπεζας

(Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 14 § 3· όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 13)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Δίκαιη αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που προέκυψε για τον προσφεύγοντα από την ακυρωθείσα απόφαση

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

1.      Όσον αφορά τα αιτήματα που διατυπώνονται, ενδεχομένως, κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεων θεραπείας και των διοικητικών ενστάσεων, δεν υπάρχει λόγος να εξετάζονται αυτοτελώς, καθόσον, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο, τέτοια αιτήματα έχουν ως μόνο αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται ο δικαστής της Ένωσης των βλαπτικών πράξεων κατά των οποίων υποβλήθηκε η αίτηση θεραπείας.

(βλ. σκέψη 35)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8

ΔΔΔΕΕ: 18 Μαΐου 2006, F‑13/05, Corvoisier κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 25

2.      Αν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ΕΚΤ αναπτύσσει, για τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών του προσωπικού της, μια μέθοδο υπολογισμού που στηρίζεται στην εκτίμηση των μισθολογικών εξελίξεων σε ορισμένους οργανισμούς αναφοράς, αυτό συνεπάγεται ότι υποχρεούται, αφενός, να ζητήσει από τους οργανισμούς αναφοράς όλες τις χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά την εξέλιξη των ακαθάριστων ετήσιων αποδοχών του προσωπικού τους και, αφετέρου, να προσδιορίσει βάσει αυτών των πληροφοριών, τη γενική αναπροσαρμογή των μισθών του προσωπικού της για το οικείο έτος. Εξάλλου, δεν εναπόκειται μεν, καταρχήν, στην ΕΚΤ να αμφισβητήσει την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων που της διαβιβάζουν οργανισμοί αναφοράς, καθόσον αυτές οι πληροφορίες είναι κατ΄ ανάγκη περίπλοκης φύσεως, εμπίπτει, εντούτοις, στην αρμοδιότητά της να προσδώσει στα αριθμητικά στοιχεία τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στην εν λόγω εσωτερική κανονιστική ρύθμιση. Τέλος, στην ιδιαίτερη περίπτωση όπου οι παρατηρήσεις της επιτροπής προσωπικού αφήνουν να υποτεθεί ότι οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι οργανισμοί αναφοράς δεν αντανακλούν πιστά την εξέλιξη των ακαθάριστων αποδοχών του προσωπικού τους, κατά την έννοια της εσωτερικής κανονιστικής ρυθμίσεως, εναπόκειται στην ΕΚΤ να ζητήσει από αυτούς περαιτέρω διευκρινίσεις, προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 3, του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(βλ. σκέψη 50)

3.      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της ακυρωτικής ακυρώσεως και, ιδίως, να εκδίδει, στο πλαίσιο της τηρήσεως της αρχής της νομιμότητας, κάθε πράξη ικανή να αντισταθμίσει δικαίως το μειονέκτημα που προέκυψε για τους προσφεύγοντες, από τις ακυρωθείσες πράξεις, με την επιφύλαξη της δυνατότητας των προσφευγόντων να ασκήσουν στη συνέχεια προσφυγή κατά των μέτρων που έλαβε το θεσμικό όργανο προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 64)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, σκέψη 98

ΔΔΔΕΕ: 24 Ιουνίου 2008, F‑15/05, Andres κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 132