Language of document : ECLI:EU:C:2018:248

Υπόθεση C-550/16

A και S

κατά

StaatssecretarisvanVeiligheidenJustitie

(αίτηση του rechtbank Den Haag
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ – Έννοια του όρου “ασυνόδευτος ανήλικος” – Άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Δικαίωμα πρόσφυγα στην οικογενειακή επανένωση με τους γονείς του – Πρόσφυγας ηλικίας κάτω των 18 ετών κατά την είσοδο στο κράτος μέλος και την κατάθεση της αιτήσεως ασύλου, αλλά ενήλικος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως ασύλου και υποβολής της αιτήσεώς του οικογενειακής επανενώσεως – Καθοριστικής σημασίας ημερομηνία για την εκτίμηση περί της ιδιότητας του “ανηλίκου” όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 12ης Απριλίου 2018

1.        Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Διάταξη μη παραπέμπουσα ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών – Αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία – Εφαρμογή όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας η οποία καθιστά δυνατή την εκτίμηση περί της ιδιότητας πρόσφυγα ως «ασυνόδευτου ανηλίκου», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/86

(Οδηγία 2003/86 του Συμβουλίου, άρθρο 2, στοιχείο στʹ)

2.        Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/86 – Οικογενειακή επανένωση προσφύγων – Έννοια του όρου «ασυνόδευτος ανήλικος» – Πρόσφυγας ηλικίας κάτω των 18 ετών κατά την είσοδο στο κράτος μέλος και την κατάθεση της αιτήσεως ασύλου, ο οποίος, όμως, ενηλικιώθηκε ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία παροχής ασύλου – Εμπίπτει

(Οδηγία 2003/86 του Συμβουλίου, άρθρα 2, στοιχείο στʹ, και 10 § 3, στοιχείο αʹ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 39-45)

2.      Το άρθρο 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά τη διάταξη αυτή, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεώς του παροχής ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Μολονότι η δυνατότητα αιτούντος άσυλο να υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως βάσει της οδηγίας 2003/86 υπόκειται, επομένως, στην προϋπόθεση ότι η αίτησή του παροχής ασύλου έχει εγκριθεί με οριστική απόφαση, πρέπει εντούτοις να διαπιστωθεί ότι η ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής εξηγείται ευχερώς από το ότι, προ της εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, είναι αδύνατο να καταστεί γνωστό μετά βεβαιότητος αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, στοιχείο από το οποίο εξαρτάται, με τη σειρά του, το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως. Επομένως, κατόπιν της υποβολής αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο II της οδηγίας 2011/95, κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το κεφάλαιο III της οδηγίας αυτής απολαύει υποκειμενικού δικαιώματος για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, τούτο δε ακόμη και προ της εκδόσεως επίσημης αποφάσεως συναφώς.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το ενδεχόμενο να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρμόδια εθνική αρχή εκδίδει επισήμως την απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα και, ως εκ τούτου, από την κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξετάζει η αρχή αυτή την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, θα έθετε εν αμφιβόλω την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω διατάξεως και θα αντέβαινε όχι μόνον στον σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στο να καταστεί ευχερέστερη η οικογενειακή επανένωση και να παρασχεθεί, συναφώς, ιδιαίτερη προστασία στους πρόσφυγες, ιδίως δε στους ασυνόδευτους ανηλίκους, αλλά και στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της ασφάλειας δικαίου. Αντιθέτως, το να γίνει δεκτό ότι η ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να εκτιμηθεί η ηλικία πρόσφυγα όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 καθιστά δυνατή τη διασφάλιση πανομοιότυπης και προβλέψιμης μεταχειρίσεως όλων των αιτούντων που ευρίσκονται, από χρονικής απόψεως, σε ίδια κατάσταση, έτσι ώστε η ευδοκίμηση της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως να εξαρτάται κυρίως από περιστάσεις σχετικές με τον αιτούντα και όχι με τη διοίκηση, όπως είναι η χρονική διάρκεια εξετάσεως της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας ή της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Noorzia, C-338/13, EU:C:2014:2092, σκέψη 17).

Βεβαίως, καθόσον, όπως υποστήριξαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, δεν είναι συμβατό με τον σκοπό του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 το ενδεχόμενο πρόσφυγας που είχε την ιδιότητα του ασυνόδευτου ανηλίκου κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως, αλλά ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να δύναται να επικαλεσθεί το ευεργέτημα της διατάξεως αυτής χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό προκειμένου να τύχει της οικογενειακής επανενώσεως, η αίτησή του προς τον σκοπό αυτό πρέπει να υποβάλλεται εντός ευλόγου προθεσμίας. Για να καθορισθεί η εύλογη προθεσμία αυτή, η λύση που προέκρινε ο νομοθέτης της Ένωσης στο παρεμφερές πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής έχει ενδεικτική αξία, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας πρέπει, καταρχήν, σε τέτοια περίπτωση να κατατίθεται εντός τρίμηνης προθεσμίας από της ημερομηνίας κατά την οποία αναγνωρίσθηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα στον ενδιαφερόμενο ανήλικο.

(βλ. σκέψεις 51, 54, 55, 60, 61, 64 και διατακτ.)