Language of document : ECLI:EU:C:2019:684

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 5ης Σεπτεμβρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Άρθρο 45 ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 4 – Σύμβαση για την κοινωνική ασφάλιση που έχει συναφθεί μεταξύ του κράτους μέλους απασχολήσεως και τρίτης χώρας – Οικογενειακές παροχές – Εφαρμογή σε μεθοριακό εργαζόμενο που δεν είναι ούτε υπήκοος ούτε κάτοικος ενός από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως»

Στην υπόθεση C‑801/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανώτατο Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

EU

κατά

Caisse pour l’avenir des enfants,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή) και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35), καθώς και του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του EU και του Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών, Λουξεμβούργο) σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει οικογενειακά επιδόματα στο τέκνο του EU που κατοικεί με τη μητέρα του σε τρίτη χώρα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση

3        Η Σύμβαση για την κοινωνική ασφάλιση μεταξύ του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και των Ηνωμένων Πολιτειών της Βραζιλίας, που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 16 Σεπτεμβρίου 1965 (Mémorial A 1966, σ. 621), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση), όριζε, στο άρθρο 1, τα εξής:

«Η παρούσα Σύμβαση σκοπεί στη ρύθμιση, τηρουμένης της ίσης μεταχειρίσεως, της κοινωνικής ασφάλισης των υπηκόων των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών.»

4        Το άρθρο 2 της εν λόγω συμβάσεως όριζε τα εξής:

«Η Σύμβαση έχει εφαρμογή στις ασφαλίσεις ασθενείας, μητρότητας, αναπηρίας, γήρατος, στις ασφαλίσεις για την περίπτωση θανάτου και εργατικών ατυχημάτων, καθώς και στα οικογενειακά επιδόματα (πλην των επιδομάτων τοκετού που χορηγούνται επί μη ανταποδοτικής βάσεως).»

5        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω συμβάσεως:

«Οι υπήκοοι του ενός ή του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, που εργάζονται συνήθως στο έδαφος ενός εξ αυτών, υπόκεινται στη νομοθεσία του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους.»

6        Το άρθρο 4 της ίδιας συμβάσεως είχε ως εξής:

«Οι υπήκοοι ενός συμβαλλόμενου μέρους που δικαιούνται παροχές σε χρήμα θα λαμβάνουν τις παροχές αυτές εξ ολοκλήρου και χωρίς περιορισμούς, εφόσον κατοικούν στο έδαφος του ενός ή του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.»

 Ο κανονισμός 883/2004

7        Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

 Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

8        Η Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση εγκρίθηκε, εκ μέρους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, με τον νόμο της 12ης Ιουλίου 1966 (Mémorial A 1966, σ. 620).

9        Το άρθρο 269, πρώτο εδάφιο, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο επιγράφεται «Προϋποθέσεις χορηγήσεως», ορίζει τα εξής:

«Δικαιούται να λαμβάνει τα οικογενειακά επιδόματα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το παρόν κεφάλαιο,

a)      για τον εαυτό του, κάθε παιδί το οποίο διαμένει πράγματι και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο, όπου έχει και τη νόμιμη κατοικία του·

b)      για τα μέλη της οικογένειάς του, βάσει της ισχύουσας διεθνούς συμβάσεως, κάθε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και καλύπτεται από τους κοινοτικούς κανονισμούς ή από διμερή ή πολυμερή σύμβαση που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας της χώρας απασχολήσεως. Θεωρείται μέλος της οικογένειας ενός προσώπου το παιδί που ανήκει στον οικογενειακό κύκλο του προσώπου αυτού, όπως ορίζει το άρθρο 270. Τα μέλη της οικογένειας κατά την έννοια της παρούσας Συμβάσεως πρέπει να κατοικούν σε χώρα στην οποία έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω κανονισμοί ή συμβάσεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Στις 8 Δεκεμβρίου 2015, ο EU, Πορτογάλος υπήκοος που κατοικεί στη Γαλλία και εργάζεται στο Λουξεμβούργο, υπέβαλε στο Caisse nationale des prestations familiales (Εθνικό Ταμείο οικογενειακών παροχών, Λουξεμβούργο) –νυν Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείο για το μέλλον των παιδιών)– αίτηση χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων για το τέκνο του, το οποίο κατοικεί με τη μητέρα του στη Βραζιλία.

11      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2016, το Caisse pour l’avenir des enfants απέρριψε την εν λόγω αίτηση, με την αιτιολογία ότι ο EU δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 269, πρώτο εδάφιο, στοιχείο b, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι, αφού αυτός δεν ήταν βραζιλιάνικης ή λουξεμβουργιανής ιθαγενείας, η Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του.

12      Το conseil arbitral de la sécurité sociale (διαιτητικό συμβούλιο κοινωνικής ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο), επιληφθέν προσφυγής την οποία άσκησε ο EU, απέρριψε, με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2017, την εν λόγω προσφυγή ως αβάσιμη. Το διαιτητικό συμβούλιο έκρινε ότι το τέκνο του EU δεν είχε δικαίωμα λήψεως οικογενειακών επιδομάτων ούτε για τον εαυτό του, διότι δεν διέμενε πράγματι και αδιαλείπτως στο Λουξεμβούργο, ούτε ως μέλος της οικογένειας της μητέρας του, η οποία δεν υπέκειτο στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία, ούτε ως μέλος της οικογένειας του πατέρα του, ο οποίος δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση, διότι δεν ήταν ούτε Λουξεμβουργιανός υπήκοος ούτε Βραζιλιάνος υπήκοος, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή και μόνη η ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου δεν επαρκεί για να χαρακτηριστεί ως Λουξεμβουργιανός υπήκοος.

13      Επικουρικώς, το conseil arbitral de la sécurité sociale (διαιτητικό συμβούλιο κοινωνικής ασφαλίσεως) επισήμανε ότι θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα αν η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16), μπορεί να εφαρμοστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, χωρίς ωστόσο να απευθύνει την ερώτηση αυτή στους διαδίκους της κύριας δίκης και χωρίς να συναγάγει έννομες συνέπειες εξ αυτού.

14      Στις 4 Αυγούστου 2017, ο EU άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του conseil arbitral de la sécurité sociale (διαιτητικού συμβουλίου κοινωνικής ασφαλίσεως) ενώπιον του conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανωτάτου Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο), προβάλλοντας το δικαίωμα στην καταβολή οικογενειακών επιδομάτων για το τέκνο του.

15      Ο EU υποστήριξε ότι, αν εργαζόταν στη Γαλλία, θα μπορούσε να λάβει για το τέκνο του οικογενειακά επιδόματα από τη Γαλλία, βάσει της Συμφωνίας μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, που υπογράφηκε στην Μπραζίλια στις 15 Δεκεμβρίου 2011, και ότι, αν εργαζόταν στην Πορτογαλία, θα μπορούσε να λάβει για το τέκνο του οικογενειακά επιδόματα από την Πορτογαλία δυνάμει διμερούς συμφωνίας που αποκαλείται «Iberoamericano»  («Ιβηροαμερικανική»).

16      Ο EU, επικαλούμενος την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παραπέμποντας στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, στην οδηγία 2004/38 καθώς και στον κανονισμό 883/2004, διεκδίκησε το δικαίωμα στη λήψη οικογενειακών επιδομάτων από το Λουξεμβούργο, υποστηρίζοντας ότι η μη καταβολή των εν λόγω επιδομάτων, συνιστά ιδιαίτερα μειονεκτική μεταχείρισή του ικανή να τον παρακινήσει να μην εργάζεται πλέον στο Λουξεμβούργο, όπερ θα συνιστούσε εμπόδιο στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης.

17      Επικουρικώς, ο EU επικαλέσθηκε την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16), και υποστήριξε ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που απορρέει από τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αντιταχθεί στον φορέα του κράτους μέλους στο οποίο είναι ασφαλισμένος, εφόσον υφίσταται σύμβαση για την κοινωνική ασφάλιση που έχει συναφθεί μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και της οικείας τρίτης χώρας. Εξάλλου, ο EU ζήτησε την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο.

18      Το Caisse pour l’avenir des enfants ζήτησε την επικύρωση της αποφάσεως του conseil arbitral de la sécurité sociale (διαιτητικού συμβουλίου κοινωνικής ασφαλίσεως), με την αιτιολογία ότι ούτε το τέκνο ούτε η μητέρα του ούτε ο EU πληρούν τις προϋποθέσεις λήψεως των οικογενειακών επιδομάτων που προβλέπει το άρθρο 269 του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως.

19      Στις 22 Ιανουαρίου 2018, το conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανώτατο Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως) ζήτησε από τους διαδίκους της κύριας δίκης να λάβουν θέση όσον αφορά την εφαρμογή της Συμβάσεως του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση σε πρόσωπα τα οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 4 της τελευταίας αυτής συμβάσεως, το οποίο εξαρτά τη λήψη παροχών σε χρήμα από την προϋπόθεση να κατοικεί ο ενδιαφερόμενος υπήκοος στο έδαφος ενός από τα κράτη αυτά.

20      Συναφώς, ο EU επικαλέσθηκε εκ νέου την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16), προκειμένου να υποστηρίξει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης, δεν μπορεί να του αντιταχθεί το άρθρο 4 της Συμβάσεως του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση.

21      Κατά το Caisse pour l’avenir des enfants, μολονότι, κατόπιν της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16), το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποχρεούται πλέον, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας, να παρέχει σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους τη δυνατότητα να επωφελείται από οιαδήποτε διεθνή σύμβαση έχει συναφθεί μεταξύ του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και τρίτης χώρας, στην υπόθεση της κύριας δίκης ο EU δεν βρίσκεται στην ίδια αντικειμενική κατάσταση με τους υπηκόους του συμβαλλόμενου σε μια τέτοια σύμβαση κράτους οι οποίοι έχουν επίσης τη νόμιμη κατοικία τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους.

22      Το conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανώτατο Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως) επισημαίνει ότι το τέκνο του EU, δεδομένου ότι δεν έχει τη νόμιμη κατοικία του στο Λουξεμβούργο και ότι δεν διαμένει πράγματι στη χώρα αυτή, δεν έχει δικαίωμα λήψεως οικογενειακών επιδομάτων ούτε για τον εαυτό του ούτε ως μέλος της οικογένειας της μητέρας του, η οποία δεν υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία, ούτε ως μέλος της οικογένειας του πατέρα του.

23      Για να μπορεί το εν λόγω τέκνο να λάβει τα οικογενειακά επιδόματα ως μέλος της οικογένειας του EU, θα πρέπει, κατά το conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανώτατο Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως), ο τελευταίος, ο οποίος υπόκειται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία λόγω της συνάψεως της συμβάσεως εργασίας του στο Λουξεμβούργο, να καλύπτεται από διμερή σύμβαση. Κατά την άποψη, όμως, του conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανωτάτου Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως), το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση περιοριζόταν, βάσει των άρθρων 3 και 4 της εν λόγω συμβάσεως, στους υπηκόους και κατοίκους του ενός από τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως.

24      Ο EU υποστηρίζει ότι οι εν λόγω περιορισμοί αποτελούν εμπόδιο στις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης και της ίσης μεταχειρίσεως, επικαλούμενος, ιδίως, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εξασφαλίζεται εντός της Ένωσης και συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, καθώς και τον κανονισμό 883/2004 και, ειδικότερα, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή ο κανονισμός απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.

25      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι αρμόδιες αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους οφείλουν, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 39 ΕΚ (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ), να λαμβάνουν υπόψη, για τους σκοπούς της κτήσεως του δικαιώματος λήψεως παροχών γήρατος, τις περιόδους ασφαλίσεως που συμπλήρωσε σε τρίτη χώρα υπήκοος άλλου κράτους μέλους, οσάκις, υπό τις αυτές προϋποθέσεις καταβολής εισφορών, οι ως άνω αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν, δυνάμει διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και της εν λόγω τρίτης χώρας, τον συνυπολογισμό των περιόδων αυτών που συμπλήρωσαν οι δικοί του υπήκοοι.

26      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τίθεται, κατά συνέπεια, το ζήτημα αν, όσον αφορά τα οικογενειακά επιδόματα, η Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση έχει εφαρμογή στον EU μολονότι αυτός δεν είναι ούτε υπήκοος ούτε κάτοικος ενός από τα δύο κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμβάσεως.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το conseil supérieur de la sécurité sociale (Ανώτατο Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφαλίσεως) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Οφείλουν οι αρμόδιες αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως ενός κράτους μέλους [όπως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Caisse pour l’avenir des enfants], σύμφωνα με τις […] υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, από την [οδηγία 2004/38], καθώς και από τον [κανονισμό 883/2004], και ιδίως από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, να καταβάλλουν οικογενειακές παροχές σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους οσάκις, υπό τις αυτές προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω [παροχών], οι ως άνω αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν, δυνάμει διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους [(του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου)] και της τρίτης χώρας [(των Ηνωμένων Πολιτειών της Βραζιλίας, νυν Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας)], το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών για τους δικούς τους υπηκόους που κατοικούν στην ημεδαπή;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, και εφόσον η αρχή που έγινε δεκτή με την [απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16),] επεκτείνεται στο πλαίσιο των οικογενειακών παροχών, δύναται η αρμόδια αρχή στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και, ειδικότερα, στον τομέα των οικογενειακών παροχών –εν προκειμένω το Caisse pour l’avenir des enfants, εθνικός φορέας οικογενειακών παροχών του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου– να προβάλει αντικειμενική δικαιολόγηση βάσει επιχειρημάτων σχετικών με τις [ιδιαίτερα] μεγάλες οικονομικές και διοικητικές επιβαρύνσεις που αντιμετωπίζει η οικεία διοικητική αρχή, προκειμένου να δικαιολογήσει άνιση μεταχείριση μεταξύ των υπηκόων των [κρατών] που είναι συμβαλλόμενα μέρη (της οικείας διμερούς συμβάσεως) και των λοιπών υπηκόων των [κρατών] μελών της [Ένωσης];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

28      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην άρνηση, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους, καταβολής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται στο πρώτο κράτος μέλος, χωρίς να κατοικεί εκεί, οικογενειακών παροχών για το τέκνο του που κατοικεί σε τρίτη χώρα με τη μητέρα του οσάκις, υπό τις αυτές προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω παροχών, οι ως άνω αρχές αναγνωρίζουν, δυνάμει διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και της εν λόγω τρίτης χώρας, το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών για τους δικούς τους υπηκόους που κατοικούν στην ημεδαπή. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν επιχειρήματα σχετικά με τον επαχθή χαρακτήρα των οικονομικών και διοικητικών επιβαρύνσεων που αντιμετωπίζει η οικεία διοικητική αρχή δύνανται να προβληθούν προκειμένου να δικαιολογηθεί αντικειμενικά η άνιση μεταχείριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της οικείας διμερούς συμβάσεως και των υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ένωσης.

29      Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη όταν, μεταξύ άλλων, η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει στο υποβληθέν ερώτημα.

30      Το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

31      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο EU εργάζεται στο Λουξεμβούργο ως μεθοριακός εργαζόμενος, είναι ασφαλισμένος στο λουξεμβουργιανό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και υπόκειται στον φόρο εισοδήματος στο Λουξεμβούργο. Ο EU, δεδομένου ότι υπέκειτο στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία λόγω της συνάψεως της συμβάσεως εργασίας του στο Λουξεμβούργο, ζήτησε να λάβει για το τέκνο του οικογενειακά επιδόματα βάσει του άρθρου 269, πρώτο εδάφιο, στοιχείο b, του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, κατά το οποίο δικαιούται να λαμβάνει τα οικογενειακά επιδόματα «για τα μέλη της οικογένειάς του, βάσει της ισχύουσας διεθνούς συμβάσεως, κάθε πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία και καλύπτεται από τους κοινοτικούς κανονισμούς ή από διμερή ή πολυμερή σύμβαση που έχει συνάψει το Λουξεμβούργο στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα την καταβολή οικογενειακών επιδομάτων βάσει της νομοθεσίας του κράτους απασχολήσεως».

32      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κάθε πολίτης της Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος έχει κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και έχει ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της κατοικίας του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, de Groot, C-385/00, EU:C:2002:750, σκέψη 76, της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Petersen, C-544/11, EU:C:2013:124, σκέψη 34, καθώς και της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 21).

33      Λαμβανομένων υπόψη των υποβληθέντων στην υπό κρίση υπόθεση προδικαστικών ερωτημάτων, υπενθυμίζεται, εν συνεχεία, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και των διμερών συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ δύο κρατών μελών ή μεταξύ ενός κράτους μέλους και μιας τρίτης χώρας.

34      Συναφώς, όσον αφορά μια μορφωτική συμφωνία συναφθείσα μεταξύ δύο κρατών μελών, βάσει της οποίας το ευεργέτημα των υποτροφιών σπουδών παρεχόταν αποκλειστικά στους υπηκόους των δύο αυτών κρατών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), επέβαλλε στις αρχές των εν λόγω κρατών μελών την υποχρέωση να επεκτείνουν το ευεργέτημα των επιδομάτων καταρτίσεως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην επίμαχη διμερή συμφωνία, στους εργαζομένους που κατοικούν και ασκούν μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών, έχουν όμως την ιθαγένεια τρίτου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci, 235/87, EU:C:1988:460, σκέψεις 16 και 23).

35      Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αν υπάρχει κίνδυνος η εφαρμογή διατάξεως κοινοτικού δικαίου να εμποδιστεί από μέτρο ληφθέν στο πλαίσιο της εφαρμογής διμερούς συμβάσεως, συναφθείσας έστω και εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διευκολύνει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και να συνδράμει, για τον σκοπό αυτό, κάθε άλλο κράτος μέλος που υπέχει κάποια υποχρέωση από το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci, 235/87, EU:C:1988:460, σκέψη 19).

36      Ως εκ τούτου, στη σκέψη 23 της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Matteucci (235/87, EU:C:1988:460), το Δικαστήριο έκρινε ότι διμερής συμφωνία βάσει της οποίας το πλεονέκτημα της χορηγήσεως υποτροφιών σπουδών παρέχεται αποκλειστικά στους υπηκόους των δύο κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω συμφωνίας, δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος ενός από τα δύο αυτά κράτη μέλη.

37      Εξάλλου, όσον αφορά διμερή διεθνή συμφωνία συναφθείσα μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας προς αποφυγή της διπλής φορολογίας, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, τα τελευταία δεν απαλλάσσονται της τηρήσεως των κοινοτικών κανόνων (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Saint-Gobain ZN, C-307/97, EU:C:1999:438, σκέψεις 57 έως 59). Το Δικαστήριο έκρινε ως εκ τούτου ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς επιβάλλει στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμβάσεως να χορηγεί στις μόνιμες εγκαταστάσεις των εταιριών των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση πλεονεκτήματα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ισχύουν για τις εταιρίες των οποίων η έδρα βρίσκεται στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Saint-Gobain ZN, C-307/97, EU:C:1999:438, σκέψη 59).

38      Το Δικαστήριο υπενθύμισε την εν λόγω νομολογία στο πλαίσιο της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 32), η οποία αφορούσε το δικαίωμα μιας Γαλλίδας υπηκόου που είχε εργαστεί στην Ιταλία, στην Ελβετία και στη Γαλλία και δεν είχε επαρκή δικαιώματα για τη λήψη συντάξεως γήρατος στην Ιταλία να τύχει συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που είχε συμπληρώσει στην Ελβετία και στην Ιταλία, όπως προέβλεπε η διμερής σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως για τους υπηκόους των δύο αυτών χωρών. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το εθνικό δικαστήριο ζητούσε να διευκρινισθεί αν οι αρμόδιες ιταλικές αρχές κοινωνικής ασφαλίσεως όφειλαν, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπείχαν, ιδίως, από το άρθρο 39 ΕΚ (νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ), να επεκτείνουν και στους εργαζομένους υπηκόους άλλων, πλην της Ιταλικής Δημοκρατίας, κρατών μελών το πλεονέκτημα του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που διανύθηκαν στην Ελβετία για την κτήση του δικαιώματος λήψεως παροχών γήρατος από την Ιταλία.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει βάσει διεθνών συμβάσεων, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για σύμβαση μεταξύ κρατών μελών ή για σύμβαση μεταξύ κράτους μέλους και μίας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, τα κράτη μέλη οφείλουν, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 307 ΕΚ (νυν άρθρου 351 ΣΛΕΕ), να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo, C-55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 33, και της 21ης Ιανουαρίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-546/07, EU:C:2010:25, σκέψη 42). Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες δεν οφείλουν να εκπληρώσουν καμία υποχρέωση βάσει του δικαίου της Ένωσης.

40      Κατά συνέπεια, οσάκις κράτος μέλος συνάπτει με τρίτη χώρα διμερή διεθνή σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως, προβλέπουσα ότι λαμβάνονται υπόψη περίοδοι ασφαλίσεως συμπληρωθείσες στην ως άνω τρίτη χώρα για την κτήση του δικαιώματος λήψεως παροχών γήρατος, η θεμελιώδης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει στο εν λόγω κράτος μέλος την υποχρέωση να χορηγεί στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τα ίδια πλεονεκτήματα με εκείνα των οποίων απολαύουν οι δικοί του υπήκοοι δυνάμει της ως άνω συμβάσεως, εκτός αν είναι σε θέση να προβάλει αντικειμενική δικαιολόγηση για τη μη αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo, C‑55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 34).

41      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ότι διακυβεύεται η ισορροπία και η αμοιβαιότητα διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας μπορεί να συνιστά αντικειμενική δικαιολόγηση της αρνήσεως του κράτους μέλους που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση να επεκτείνει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τα πλεονεκτήματα που αντλούν οι υπήκοοί του από την εν λόγω σύμβαση (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Saint-Gobain ZN, C-307/97, EU:C:1999:438, σκέψη 60, και της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo, C-55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 36).

42      Ωστόσο, με την απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo (C-55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 37), το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι οι υποχρεώσεις που της επέβαλλε το δίκαιο της Ένωσης θα διακύβευαν εκείνες που απέρρεαν από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία έναντι της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Πράγματι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επέκταση και στους εργαζομένους υπηκόους άλλων, πλην της Ιταλικής Δημοκρατίας, κρατών μελών του πλεονεκτήματος του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που διανύθηκαν στην Ελβετία για την κτήση του δικαιώματος λήψεως των ιταλικών παροχών γήρατος, εφαρμοζομένη μονομερώς από την Ιταλική Δημοκρατία, ουδόλως θα διακύβευε τα δικαιώματα που απέρρεαν για την Ελβετική Συνομοσπονδία εκ της συμβάσεως για την κοινωνική ασφάλιση που έχει συναφθεί μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ούτε θα της επέβαλλε νέες υποχρεώσεις.

43      Εξάλλου, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν η αρμόδια εθνική διοικητική αρχή και η Ιταλική Κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να δεχθούν τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που συμπλήρωσε ο ενδιαφερόμενος, τα οποία αφορούσαν την ενδεχόμενη αύξηση των χρηματικών επιβαρύνσεών τους και των διοικητικών δυσχερειών σε σχέση με τη συνεργασία με τις αρμόδιες ελβετικές αρχές, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας αθέτηση των υποχρεώσεών της από τη Συνθήκη.

44      Εν προκειμένω, ο EU, πορτογαλικής ιθαγενείας, εργάζεται στο Λουξεμβούργο ενώ κατοικεί στη Γαλλία. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η κατάστασή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, το οποίο επιβάλλει την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, και ότι αυτός, όπως και το τέκνο του, καλύπτονται από τον κανονισμό 883/2004, του οποίου το άρθρο 4 διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.

45      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι λουξεμβουργιανές αρχές θεώρησαν ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, το τέκνο του EU δεν έχει δικαίωμα λήψεως οικογενειακών επιδομάτων ούτε για τον εαυτό του ούτε ως μέλος της οικογένειας της μητέρας του ούτε ως μέλος της οικογένειας του πατέρα του.

46      Υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 38 έως 42 της παρούσας διατάξεως, δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου να επεκτείνει σε διακινούμενο εργαζόμενο, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα πλεονεκτήματα που αντλούν οι υπήκοοί του από τη σύμβαση αυτή μπορεί να κλονίσει την ισορροπία και την αμοιβαιότητα της εν λόγω συμβάσεως, καθόσον η επέκταση αυτή δεν θα διακύβευε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών της Βραζιλίας (νυν Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας). Πράγματι, η επέκταση και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών που εργάζονται εντός της λουξεμβουργιανής επικράτειας του ευεργετήματος των οικογενειακών επιδομάτων για τα τέκνα τους που δεν κατοικούν εντός της εν λόγω επικράτειας, εφαρμοζομένη μονομερώς από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, δεν είναι ικανή να διακυβεύσει τα δικαιώματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας που απορρέουν από τη Σύμβαση του 1965 για την κοινωνική ασφάλιση και δεν επιβάλλει, επίσης, στην εν λόγω τρίτη χώρα νέες υποχρεώσεις.

47      Εξάλλου, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ο επαχθής χαρακτήρας των οικονομικών και διοικητικών επιβαρύνσεων που θα αντιμετώπιζε η οικεία διοικητική αρχή, εάν επρόκειτο να επεκτείνει και στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών το ευεργέτημα των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους δικούς της υπηκόους, δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να δικαιολογήσει αντικειμενικά την εκ μέρους της ως άνω διοικητικής αρχής άρνηση να επεκτείνει το εν λόγω ευεργέτημα.

48      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται η αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων και των ενδεχομένων διοικητικών δυσχερειών δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσουν την αθέτηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, που διατυπώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2002, Gottardo, C-55/00, EU:C:2002:16, σκέψη 38, της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, Merida, C-400/02, EU:C:2004:537, σκέψη 30, της 28ης Ιουνίου 2012, Erny, C-172/11, EU:C:2012:399, σκέψη 48, καθώς και της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C-501/12 έως C-506/12, C-540/12 και C-541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 77).

49      Επομένως, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία το τέκνο ενός διακινουμένου εργαζομένου, υπηκόου κράτους μέλους, το οποίο κατοικεί με τη μητέρα του σε τρίτη χώρα δεν έχει δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών ούτε για τον εαυτό του ούτε ως μέλος της οικογένειας της μητέρας του ούτε ως μέλος της οικογένειας του πατέρα του, το κράτος μέλος απασχολήσεως του ως άνω εργαζομένου οφείλει καταρχήν, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, να αναγνωρίσει στο εν λόγω τέκνο το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών που θα χορηγούνταν στους δικούς του υπηκόους που κατοικούν στην ημεδαπή, υπό τις αυτές προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω επιδομάτων, βάσει διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας με την εν λόγω τρίτη χώρα, εκτός αν το εν λόγω κράτος μέλος είναι σε θέση να προβάλει αντικειμενική δικαιολόγηση για την εκ μέρους του άρνηση. Το ότι διακυβεύεται η ισορροπία και η αμοιβαιότητα διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας μπορεί να συνιστά αντικειμενική δικαιολόγηση της αρνήσεως του εν λόγω κράτους μέλους να επεκτείνει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών τα πλεονεκτήματα που αντλούν οι υπήκοοί του από την εν λόγω σύμβαση.

50      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην άρνηση, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους, καταβολής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται στο πρώτο κράτος μέλος, χωρίς να κατοικεί εκεί, οικογενειακών παροχών για το τέκνο του που κατοικεί σε τρίτη χώρα με τη μητέρα του οσάκις, υπό τις αυτές προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω παροχών, οι ως άνω αρχές αναγνωρίζουν, λόγω διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και της εν λόγω τρίτης χώρας, το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών για τους δικούς τους υπηκόους που κατοικούν στην ημεδαπή, εκτός αν οι ως άνω αρχές είναι σε θέση να προβάλουν αντικειμενική δικαιολόγηση για την εκ μέρους τους άρνηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην άρνηση, εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους, καταβολής σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος εργάζεται στο πρώτο κράτος μέλος, χωρίς να κατοικεί εκεί, οικογενειακών παροχών για το τέκνο του που κατοικεί σε τρίτη χώρα με τη μητέρα του οσάκις, υπό τις αυτές προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω παροχών, οι ως άνω αρχές αναγνωρίζουν, λόγω διμερούς διεθνούς συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ του πρώτου κράτους μέλους και της εν λόγω τρίτης χώρας, το δικαίωμα λήψεως οικογενειακών παροχών για τους δικούς τους υπηκόους που κατοικούν στην ημεδαπή, εκτός αν οι ως άνω αρχές είναι σε θέση να προβάλουν αντικειμενική δικαιολόγηση για την εκ μέρους τους άρνηση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.