Language of document : ECLI:EU:C:2019:467

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Προσυμβατικές υποχρεώσεις – Άρθρο 5, παράγραφος 6 – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να αναζητήσει την καταλληλότερη πίστωση – Άρθρο 8, παράγραφος 1 – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να μη συνάψει τη σύμβαση δανείου σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή – Υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα της πίστωσης»

Στην υπόθεση C‑58/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το justice de paix du canton de Visé (ειρηνοδικείο καντονίου του Visé, Βέλγιο) με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Michel Schyns

κατά

Belfius Banque SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Belfius Banque SA, εκπροσωπούμενη από τον D. Blommaert, advocaat, και την P. Algrain, avocate,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet και τον P. Cottin, επικουρούμενους από τον F. de Patoul, avocat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García, καθώς και από τις C. Valero και G. Goddin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66, και διορθωτικά ΕΕ 2009, L 207, σ. 14, ΕΕ 2010, L 199, σ. 40, και ΕΕ 2011, L 234, σ. 46).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Michel Schyns και της Belfius Banque SA (στο εξής: Belfius), η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα της Dexia Banque Belgique, με αντικείμενο σύμβαση δανείου την οποία σύναψε ο M. Schyns με την Belfius με σκοπό τη χρηματοδότηση της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συλλεκτών από τη Home Vision SPRL.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2008/48

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 9, 24, 26, 27 και 44 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:

«(7)      Για να διευκολυνθεί η δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης καθώς και η εύρυθμη λειτουργία της, απαιτείται να προβλεφθεί η θέσπιση εναρμονισμένου κοινοτικού πλαισίου σε ορισμένους βασικούς τομείς. Λαμβανομένων υπόψη της συνεχώς αναπτυσσόμενης αγοράς καταναλωτικής πίστης και της αυξανόμενης κινητικότητας των ευρωπαίων πολιτών, η θέσπιση διορατικής κοινοτικής νομοθεσίας που θα είναι σε θέση να προσαρμοσθεί στις μελλοντικές μορφές πίστωσης και που θα παρέχει στα κράτη μέλη τον κατάλληλο βαθμό ευελιξίας στην εφαρμογή της αναμένεται να συμβάλει στη διαμόρφωση σύγχρονου συνόλου κανόνων δικαίου για την καταναλωτική πίστη.

[…]

(9)      Για να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας και για να δημιουργηθεί γνήσια εσωτερική αγορά, χρειάζεται πλήρης εναρμόνιση. Επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να ισχύει μόνον προκειμένου περί διατάξεων τις οποίες εναρμονίζει η παρούσα οδηγία. Όπου δεν υφίστανται τέτοιες εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. […]

[…]

(24)      Ο καταναλωτής θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως πριν να συνάψει τη σύμβαση πίστωσης, είτε συμμετέχει μεσίτης πιστώσεων στην εμπορική προώθηση της πίστωσης είτε όχι. […]

[…]

(26)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή υπεύθυνων πρακτικών σε όλες τις φάσεις της πιστωτικής σχέσης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών της πιστωτικής τους αγοράς. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, π.χ., την ενημέρωση και την εκπαίδευση των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων προειδοποιήσεων για τους κινδύνους της μη καταβολής και της υπερχρέωσης. Στη διευρυνόμενη πιστωτική αγορά, συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να αποφεύγουν οι πιστωτικοί φορείς τον ανεύθυνο δανεισμό ή τη χορήγηση δανείων χωρίς προηγούμενο έλεγχο φερεγγυότητας, ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να ασκούν τον αναγκαίο έλεγχο για την αποφυγή τέτοιας συμπεριφοράς και θα πρέπει να καθορίζουν τα αναγκαία μέσα για την κύρωση των πιστωτών σε ανάλογες περιπτώσεις. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων […], οι πιστωτικοί φορείς θα πρέπει να έχουν ατομικά την ευθύνη του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή. […]

(27)      Παρά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ο καταναλωτής ενδέχεται να εξακολουθεί να χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια προκειμένου να αποφασίσει ποια σύμβαση πίστωσης, από την ψαλίδα των προτεινόμενων προϊόντων, είναι η πιο κατάλληλη για τις ανάγκες και την οικονομική κατάστασή του. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς παρέχουν τέτοια βοήθεια όσον αφορά τα πιστωτικά προϊόντα που παρέχουν στον καταναλωτή. Κατά περίπτωση, οι σχετικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύμβαση καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα προτεινόμενα προϊόντα θα πρέπει να εξηγούνται στον καταναλωτή με εξατομικευμένο τρόπο, ούτως ώστε να αντιλαμβάνεται τις ενδεχόμενες συνέπειές τους για την οικονομική του κατάσταση. Αυτό το καθήκον συνδρομής του καταναλωτή θα πρέπει να ισχύει επίσης, κατά περίπτωση, για τους μεσίτες πιστώσεων. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ορίζουν πότε ακριβώς πριν από τη σύναψη της σύμβασης και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να παρέχονται εξηγήσεις στον καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών παροχής της πίστωσης, της ανάγκης βοήθειας του καταναλωτή και της φύσης των μεμονωμένων πιστωτικών προϊόντων.

[…]

(44)      Για να εξασφαλισθούν η διαφάνεια και η σταθερότητα της αγοράς και έως ότου υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για τη ρύθμιση ή την εποπτεία των πιστωτικών φορέων.»

4        Κατά το άρθρο 1, η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές.

5        Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης», ορίζει στην παράγραφο 6 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή. Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής αυτής της βοήθειας καθώς επίσης και από ποιον παρέχεται, στις συγκεκριμένες περιστάσεις της κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης, στο πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται και το είδος της παρεχόμενης πίστωσης.»

6        Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Υποχρέωση εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.»

7        Το άρθρο 22 της ίδιας οδηγίας, επιγραφόμενο «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

 Η οδηγία 2014/17/ΕΕ

8        Η οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34), αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς ενυπόθηκης πίστης που θα εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

9        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2014/17 έχει ως εξής:

«Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η ανεύθυνη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά μπορεί να υπονομεύσει τα θεμέλια του χρηματοοικονομικού συστήματος, οδηγώντας σε έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους όλων των πλευρών, ιδίως των καταναλωτών, και, δυνητικά, σε σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. […]»

10      Το άρθρο 18, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)      ο πιστωτικός φορέας χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση».

 Το βελγικό δίκαιο

11      Το άρθρο 10 του loi du 12 juin 1991 relative au crédit à la consommation (νόμου της 12ης Ιουνίου 1991 περί καταναλωτικής πίστης), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (Moniteur belge της 21ης Ιουνίου 2010, σ. 38338, στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστης), όριζε τα εξής:

«Ο πιστωτικός φορέας και ο μεσίτης πιστώσεων υποχρεούνται να ζητούν από τον καταναλωτή που επιθυμεί να συνάψει σύμβαση πίστωσης, καθώς και, κατά περίπτωση, από τα πρόσωπα που παρέχουν προσωπική εγγύηση, τις ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες που κρίνουν αναγκαίες για να εκτιμήσουν την οικονομική τους κατάσταση και τη δυνατότητα αποπληρωμής τους και σε κάθε περίπτωση τις τρέχουσες οικονομικές τους υποχρεώσεις. […]»

12      Το άρθρο 11, παράγραφος 4, του νόμου αυτού όριζε τα εξής:

«Οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή.»

13      Το άρθρο 15, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου όριζε τα ακόλουθα:

«Ο πιστωτικός φορέας και ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πίστωσης που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης.

Ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πίστωσης μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, ιδίως βάσει της έρευνας στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του νόμου, της 10ης Αυγούστου 2001, περί μητρώου πιστώσεων προς ιδιώτες, και βάσει των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.»

14      Ο νόμος περί καταναλωτικής πίστης καταργήθηκε από την 1η Απριλίου 2015, ημερομηνία έναρξης ισχύος του code de droit économique (κώδικα οικονομικού δικαίου, στο εξής: κώδικας οικονομικού δικαίου), ο οποίος δεν τυγχάνει εφαρμογής rationae temporis στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Το άρθρο VII.75 του εν λόγω κώδικα επαναλαμβάνει το κείμενο του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού. Το άρθρο VII. 77, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ανωτέρω κώδικα είναι διατυπωμένο κατά τρόπο παρόμοιο με το άρθρο 15, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Για τη χρηματοδότηση της αγοράς φωτοβολταϊκών συλλεκτών και της εγκατάστασής τους από τη Home Vision, ο Μ. Schyns έλαβε, στις 22 Μαΐου 2012, από την Dexia Banque Belgique, στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθε η Belfius, δάνειο ύψους 40 002 ευρώ για περίοδο δέκα ετών. Το δάνειο αυτό ήταν αποπληρωτέο με μηνιαίες δόσεις ύψους 427,72 ευρώ. Την ίδια ημέρα, η Belfius κατέβαλε όλο το ποσό που είχε συμφωνηθεί στον M. Schyns, ο οποίος με τη σειρά του το κατέβαλε στη Home Vision.

16      Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης που συνήφθη μεταξύ του M. Schyns και της Home Vision, η τελευταία αναλάμβανε, αφενός, να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκούς συλλέκτες αξίας 40 002 ευρώ και, αφετέρου, να επιστρέψει στον M. Schyns το ποσό αυτό στο σύνολό του, με την καταβολή μηνιαίων δόσεων ύψους 622,41 ευρώ. Σε αντάλλαγμα, για περίοδο δέκα ετών, ο M. Schyns υποχρεούνταν να παραχωρήσει στη Home Vision τα πράσινα πιστοποιητικά που συνδέονται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη χρήση των εν λόγω συλλεκτών.

17      Στις 5 Δεκεμβρίου 2013 η Home Vision κηρύχθηκε σε πτώχευση, χωρίς να έχει εγκαταστήσει μέχρι τότε τους εν λόγω φωτοβολταϊκούς συλλέκτες. Ο M. Schyns κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις του δανείου κατά τη διάρκεια 4 ετών, έως την 21η Δεκεμβρίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία προσέφυγε στο justice de paix du canton de Visé (ειρηνοδικείο καντονίου του Visé, Βέλγιο) ζητώντας τη λύση της σύμβασης δανείου λόγω υπαιτιότητας της Belfius και την απαλλαγή του από κάθε υποχρέωση αποπληρωμής. Επικουρικώς, ζήτησε την τροποποίηση της σύμβασης αυτής με σκοπό τη μείωση του συνολικού χρέους του στο ποσό των 20 000 ευρώ, αποπληρωτέο σε μηνιαίες δόσεις των 150 ευρώ.

18      Ο M. Schyns προσάπτει ιδίως στη Belfius ότι του δάνεισε υπερβολικά μεγάλο ποσό λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων του, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα άρθρα 10 και επόμενα του νόμου περί καταναλωτικής πίστης.

19      Συναφώς, ο M. Schyns προβάλλει το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της εν λόγω σύμβασης δανείου, τα μηνιαία εισοδήματά του δεν υπερέβαιναν τα 1 900 ευρώ τον μήνα και ότι υποχρεούνταν, επιπλέον της πίστωσης που είχε λάβει, να αποπληρώνει δύο ενυπόθηκα δάνεια καταβάλλοντας μηνιαίως συνολικό ποσό 421,67 ευρώ.

20      Η Belfius αντικρούει τα αιτήματα του M. Schyns, υποστηρίζοντας ότι οι εθνικές διατάξεις που αυτός επικαλείται δεν είναι συμβατές με το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, σύμφωνα με το οποίο το βάρος εκτίμησης της καταλληλότητας της πίστωσης φέρει ο καταναλωτής και δεν επιβάλλεται στον πιστωτικό φορέα γενική υποχρέωση να αναζητήσει την καταλληλότερη πίστωση.

21      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις, ιδίως το άρθρο 15 του νόμου περί καταναλωτικής πίστης, υποχρεώνοντας τον πιστωτικό φορέα να μη συνάπτει τη σύμβαση εάν εκτιμά ότι ο καταναλωτής δεν θα είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο, επιβάλλουν στον πιστωτικό φορέα να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα της πίστωσης.

22      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και των ενυπόθηκων δανείων που έχει ήδη συνάψει ο M. Schyns, θεωρεί ότι η ικανότητα αποπληρωμής του ήταν αμφίβολη κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το justice de paix du canton de Visé (ειρηνοδικείο καντονίου του Visé) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Αντιβαίνει στο άρθρο 5[, παράγραφος 6,] της [οδηγίας 2008/48], καθόσον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, το γράμμα του άρθρου 15, [πρώτο εδάφιο,] του [νόμου περί καταναλωτικής πίστης] (το οποίο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε πλέον από το άρθρο VII.75 του κώδικα οικονομικού δικαίου), καθόσον [προβλέπει] ότι ο πιστωτικός φορέας και ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που προσφέρουν συνήθως ή στις οποίες παρεμβαίνουν συνήθως, το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης, στο μέτρο που η διάταξη αυτή θεσπίζει, για τον πιστωτικό φορέα ή τον μεσίτη πίστωσης, γενική υποχρέωση αναζήτησης της καταλληλότερης για τον καταναλωτή πίστωσης η οποία δεν περιέχεται στο γράμμα της [οδηγίας αυτής];

β)      Αντιβαίνει στο άρθρο 5[, παράγραφος 6,] της [οδηγίας 2008/48], καθόσον σκοπός του άρθρου αυτού είναι να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, το γράμμα του άρθρου 15, [δεύτερο εδάφιο,] του [νόμου περί καταναλωτικής πίστης] (το οποίο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε πλέον από το άρθρο VII.77,[παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,] του κώδικα οικονομικού δικαίου), καθόσον προβλέπει ότι ο πιστωτικός φορέας δύναται να συνάψει σύμβαση πίστωσης μόνον εάν, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει ή θα έπρεπε να διαθέτει, ιδίως βάσει της έρευνας στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9 του loi du 10 août 2001 relative à la Centrale des crédits aux particuliers (νόμου της 10ης Αυγούστου 2001 περί μητρώου πιστώσεων προς ιδιώτες), και βάσει των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 10, εκτιμά εύλογα ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, στο μέτρο που η διάταξη αυτή έχει ως συνέπεια να πρέπει ο ίδιος ο πιστωτικός φορέας να αποφαίνεται για τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης σύναψης της σύμβασης πίστωσης αντί του καταναλωτή;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει η [οδηγία 2008/48] την έννοια ότι επιβάλλει πάντοτε στον πιστωτικό φορέα και στον μεσίτη πιστώσεων να εκτιμούν, αντί του καταναλωτή, τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης σύναψης της σύμβασης πίστωσης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό αʹ

24      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πίστωσης που συνήθως προσφέρουν, το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης.

25      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή.

26      Καίτοι το άρθρο 6 της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές [COM(2002) 443 τελικό, ΕΕ 2002, C 331 E, σ. 200], το οποίο επιγράφεται «Αμοιβαία και εκ των προτέρων ενημέρωση και υποχρέωση παροχής συμβουλών», προέβλεπε, στην παράγραφο 3, ότι «[ο] πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, ο μεσίτης πιστώσεων αναζητούν, μεταξύ των συμβάσεων πίστωσης που προσφέρουν ή για τις οποίες συνήθως διαμεσολαβούν, το είδος και το συνολικό ποσό της πίστωσης που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες του καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται με το προτεινόμενο προϊόν και το σκοπό της πίστωσης», η υποχρέωση αυτή δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική μορφή του κειμένου της οδηγίας 2008/48. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η οδηγία αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν γενική υποχρέωση των πιστωτικών φορέων να προτείνουν στους καταναλωτές την καταλληλότερη πίστωση.

27      Ωστόσο, από το σημείο 5.4 της τροποποιημένης πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2005, για τις συμβάσεις πίστωσης που συνάπτονται με τους καταναλωτές και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΚ του Συμβουλίου [COM(2005) 483 τελικό], προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «διατηρεί τη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο πιστωτικός φορέας δεν υποχρεούται απλώς να εκπληρώσει τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης, αλλά οφείλει να παράσχει και πρόσθετες διευκρινίσεις για να δώσει τη δυνατότητα στον καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση», ότι «ο καταναλωτής είναι πάντα υπεύθυνος για την τελική απόφασή του να συνάψει σύμβαση πίστωσης» και ότι «δόθηκε στα κράτη μέλη μεγαλύτερη ευελιξία για να προσαρμόσουν την εκτελεστική τους νομοθεσία στην κατάσταση των αγορών τους».

28      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2008/48 συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 9 της οδηγίας, στη θέσπιση, στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, πλήρους και υποχρεωτικής εναρμόνισης σε ορισμένους σημαντικούς τομείς, η οποία θεωρείται απαραίτητη για να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για να διευκολυνθεί στον τομέα της καταναλωτικής πίστης η δημιουργία εσωτερικής αγοράς υπό συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας (απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C-377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Καίτοι από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι αυτή επιτυγχάνει πλήρη εναρμόνιση υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις πέραν των προβλεπομένων από την εν λόγω οδηγία (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, SC Volksbank România, C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψη 38), η τελευταία περίοδος του άρθρου 5, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο ευελιξίας, καθόσον μπορούν «να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής [της] βοήθειας» που πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές οι πιστωτικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι μεσίτες πιστώσεων.

30      Επιπλέον, από το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 και από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας προκύπτει ότι, παρά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ο καταναλωτής ενδέχεται, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, να χρειάζεται πρόσθετη βοήθεια προκειμένου να αποφασίσει ποια σύμβαση πίστωσης είναι η καταλληλότερη για τις ανάγκες του και την οικονομική του κατάσταση και ότι τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς παρέχουν τη βοήθεια αυτή σε σχέση με τα πιστωτικά προϊόντα που προσφέρουν (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance, C-449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 41). Άλλωστε η αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2008/48 τονίζει ότι ο καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται «πλήρως» πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

31      Εν προκειμένω, η επίμαχη εθνική ρύθμιση της κύριας δίκης, προβλέποντας την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα ή του μεσίτη πιστώσεων να αναζητήσει την πίστωση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του καταναλωτή, αποσκοπεί σε υψηλό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του τελευταίου, επιδιώκοντας την προστασία του καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο.

32      Εν πάση περιπτώσει, καίτοι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο ευελιξίας προκειμένου να καθορίζουν τη φύση και το περιεχόμενο της προσυμβατικής βοήθειας που οι πιστωτικοί φορείς και οι μεσίτες πιστώσεων πρέπει να προσφέρουν στους καταναλωτές, γεγονός παραμένει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν την εν λόγω ευελιξία κατά τρόπο σύμφωνο προς το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 2008/48.

33      Επομένως, κατά τον καθορισμό της πρόσθετης βοήθειας, και με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν ότι πρέπει να παρουσιάζονται στον καταναλωτή περισσότεροι τρόποι χορήγησης πίστωσης. Δεδομένου ότι ο επαγγελματίας πιστωτικός φορέας είναι ο πλέον κατάλληλος για να προσδιορίσει, μεταξύ του φάσματος των συνήθων προσφορών του, την πίστωση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του καταναλωτή, η παρουσίαση της πίστωσης αυτής αποτελεί μια μορφή πρόσθετης βοήθειας.

34      Πράγματι, αφενός, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν αλλά και ταυτόχρονα με τη σύναψη μιας σύμβασης και οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους και τις έννομες συνέπειες της εν λόγω σύναψης είναι θεμελιώδους σημασίας για τον καταναλωτή. Βάσει ιδίως των πληροφοριών αυτών ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευτεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας (απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 64). Αφετέρου, ο προσδιορισμός της καταλληλότερης πίστωσης τείνει στη βελτίωση της ενημέρωσης του καταναλωτή για να μπορεί αυτός να λάβει την τελική απόφαση έχοντας πλήρη επίγνωση. Τέλος, η υποχρέωση παροχής τέτοιας ενημέρωσης δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την αρχή ότι ο καταναλωτής είναι υπεύθυνος για την τελική απόφαση σύναψης της σύμβασης πίστωσης την οποία επιθυμεί μεταξύ εκείνων που του πρόσφερε ο πιστωτικός φορέας κατά το προσυμβατικό στάδιο.

35      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η εθνική ρύθμιση που επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων να αναζητούν και να προσφέρουν στον καταναλωτή την πίστωση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του δεν υπερβαίνει το περιθώριο ευελιξίας που παρέχεται στα κράτη μέλη από την οδηγία 2008/48, υπό την επιφύλαξη των εναρμονισμένων διατάξεών της.

36      Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων την υποχρέωση να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που συνήθως προσφέρουν, το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης.

 Επί του πρώτου ερωτήματος, υπό βʹ, και επί του δευτέρου ερωτήματος

37      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα να μη συνάψει τη σύμβαση πίστωσης εάν δεν μπορεί ευλόγως να εκτιμήσει, κατόπιν του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προτεινόμενη σύμβαση.

38      Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καίτοι το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει μόνον το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κυρίως, την επαλήθευση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή από τον πιστωτικό φορέα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών της, πρέπει να περιληφθεί η διάταξη αυτή μεταξύ των ρυθμίσεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο από το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová, C-34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 45).

39      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων.

40      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω υποχρέωση ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της ευθύνης του πιστωτικού φορέα και στη μη χορήγηση πιστώσεως σε αφερέγγυους καταναλωτές (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance, C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 43).

41      Επομένως, η προσυμβατική υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, καθόσον αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών έναντι των κινδύνων υπερχρέωσης και αφερεγγυότητας, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2008/48, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης.

42      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2008/48 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ως προς τη συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετήσει ο πιστωτικός φορέας σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή.

43      Στο πλαίσιο αυτό, και όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών της, ο καθορισμός των υποχρεώσεων που μπορούν να επιβληθούν στον πιστωτικό φορέα κατόπιν του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας παραμένει, όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης που εμπίπτουν στην οδηγία 2008/48, αρμοδιότητα των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

44      Καίτοι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2008/48 εναρμονίζει μόνον ορισμένες πτυχές των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές, από την αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, για να εξασφαλισθούν η διαφάνεια και η σταθερότητα της αγοράς και έως ότου υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για τη ρύθμιση ή την εποπτεία των πιστωτικών φορέων.

45      Ως εκ τούτου, το να συνοδευτεί η υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή από έννομη συνέπεια όσον αφορά τη συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετήσει ο πιστωτικός φορέας σε περίπτωση αρνητικής εκτιμήσεως δεν θίγει τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48. Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας αυτής επαναλαμβάνει τον σκοπό ενίσχυσης της ευθύνης των πιστωτικών φορέων και αποτροπής τους από την ανεύθυνη χορήγηση δανείων.

46      Εξάλλου, η οδηγία 2014/17, η οποία θεσπίσθηκε, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική της σκέψη 3, για τα στεγαστικά δάνεια που συνάπτονται με τους καταναλωτές μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση η οποία έδειξε ότι η ανεύθυνη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά μπορεί να υπονομεύσει τα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής rationae temporis ούτε καθ’ ύλην εφαρμογής, καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να ενισχύσει την ευθύνη των πιστωτικών φορέων προβλέποντας, στο άρθρο 18, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι «ο πιστωτικός φορέας χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανό να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση».

47      Συνεπώς, η προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να μη συνάπτει τη σύμβαση πίστωσης σε περίπτωση που ευλόγως δεν μπορεί να εκτιμήσει ότι ο καταναλωτής θα είναι σε θέση, λόγω της οικονομικής και προσωπικής του κατάστασης, να εξοφλήσει την πίστωση σύμφωνα με τη σύμβαση δεν δύναται να υπονομεύσει τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 ούτε να θέσει εν αμφιβόλω την κατ’ αρχήν ευθύνη του καταναλωτή να διασφαλίζει τα συμφέροντά του.

48      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εθνική ρύθμιση που προβλέπει την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να μη συνάπτει σύμβαση πίστωσης σε περίπτωση που διαπιστώνει την αφερεγγυότητα του καταναλωτή δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2008/48.

49      Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό βʹ, και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 6, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα να μη συνάπτει τη σύμβαση πίστωσης εάν δεν μπορεί ευλόγως να εκτιμήσει, κατόπιν του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προτεινόμενη σύμβαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 5, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους πιστωτικούς φορείς ή στους μεσίτες πιστώσεων την υποχρέωση να αναζητούν, στο πλαίσιο των συμβάσεων πιστώσεων που συνήθως προσφέρουν, το καταλληλότερο είδος και ύψος πίστωσης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του καταναλωτή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης και του σκοπού της πίστωσης.

2)      Το άρθρο 5, παράγραφος 6, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στον πιστωτικό φορέα να μη συνάπτει τη σύμβαση πίστωσης εάν δεν μπορεί ευλόγως να εκτιμήσει, κατόπιν του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ότι ο τελευταίος θα είναι σε θέση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προτεινόμενη σύμβαση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.