Language of document : ECLI:EU:F:2012:52

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 19ης Απριλίου 2012

Υπόθεση F‑16/12 R

Eugène Émile Marie Kimman

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Νέα τοποθέτηση – Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Επείγον – Δεν υφίσταται»

Αντικείμενο: Αίτηση υποβληθείσα δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Eugène Émile Marie Kimman ζητεί την αναστολή της αποφάσεως με την οποία ο γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) προέβη σε αλλαγή της τοποθετήσεώς του από 1ης Φεβρουαρίου 2012.

Απόφαση: Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – «Fumus boni juris» – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων – Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Μετάθεση – Νέα τοποθέτηση – Κριτήριο διακρίσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 4 και 29)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Αναστολή εκτελέσεως αποφάσεως περί νέας τοποθετήσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Έννοια

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ)

1.      Δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη των προσωρινών μέτρων τα οποία ζητεί ο αιτών.

Οι προϋποθέσεις του επείγοντος χαρακτήρα και του εκ πρώτης όψεως βασίμου της αιτήσεως (fumus boni juris) πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων αυτών. Στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εναπόκειται επίσης η στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτού του συνολικού ελέγχου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο θα διακριβωθεί αν πληρούνται οι διάφορες προϋποθέσεις αυτές, καθώς και τη σειρά της εξετάσεως αυτής, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει να ακολουθήσει προκαθορισμένη ανάλυση προκειμένου να εκτιμήσει την ανάγκη προσωρινής ρυθμίσεως.

(βλ. σκέψεις 14 έως 16)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 3 Ιουλίου 2008, F‑52/08 R, Plasa κατά Επιτροπής, σκέψεις 21 και 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 15 Φεβρουαρίου 2011, F‑104/10 R, de Pretis Cagnodo και Trampuz de Pretis Cagnodo κατά Επιτροπής, σκέψη  16

2.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να διασφαλισθεί η επανόρθωση ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της επί της ουσίας αποφάσεως. Για να επιτευχθεί ο δεύτερος αυτός σκοπός πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Επιπλέον, στον διάδικο ο οποίος ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

(βλ. σκέψη 18)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 27

3.      Από την όλη οικονομία του ΚΥΚ προκύπτει ότι μετάθεση, κατά κυριολεξία, υφίσταται μόνο σε περίπτωση μετακινήσεως υπαλλήλου σε κενή θέση. Στην περίπτωση αυτή, η μετακίνηση υπόκειται στις διατυπώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 29 του ΚΥΚ. Αντιθέτως, οι διατυπώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση νέας τοποθετήσεως υπαλλήλου, εξαιτίας του ότι μια τέτοια μετακίνηση δεν συνεπάγεται κενή θέση.

(βλ. σκέψη 20)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Φεβρουαρίου 2007, T‑339/03,Clotuche κατά Επιτροπής, σκέψη 31

4.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, αναλόγως της ανατιθέμενης σ’ αυτές αποστολής, και, εκ παραλλήλου, όσον αφορά την τοποθέτηση του προσωπικού τους, απόφαση περί νέας τοποθετήσεως, μολονότι έχει δυσμενείς συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, δεν αποτελεί αφύσικο και απρόβλεπτο γεγονός κατά τη σταδιοδρομία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναστολή εκτελέσεως τέτοιας αποφάσεως δικαιολογείται μόνον από επιτακτικές και εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενες να προκαλέσουν σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

(βλ. σκέψη 23)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 1996, T‑93/96 R, Presle κατά Cedefop, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία