Language of document : ECLI:EU:F:2015:83

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 9ης Ιουλίου 2015

Υπόθεση F‑142/14

Manuel Antonio De Almeida Pereira

κατά

Eurojust

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Eurojust – Έκτακτος υπάλληλος – Ανακοίνωση κενής θέσεως – Διαδικασία επιλογής των υποψηφίων – Εξέταση των υποψηφιοτήτων από επιτροπή επιλογής – Αποδοχή υποψηφιότητας για το επόμενο στάδιο της διαδικασίας επιλογής – Προϋποθέσεις – Βαθμολόγηση των κριτηρίων επιλογής – Κατώτατο όριο απαιτουμένων μορίων – Απόρριψη της υποψηφιότητας – Προσφυγή προδήλως νόμω αβάσιμη – Άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο M. A. De Almeida Pereira ζητεί κατ’ ουσίαν την ακύρωση της αποφάσεως της 8ης Αυγούστου 2014 με την οποία η Eurojust αποφάσισε την απόρριψη της υποψηφιότητάς του για τη θέση συμβούλου στο γραφείο του προέδρου της Eurojust.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Ο M. A. De Almeida Pereira φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Eurojust.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Σαφής και ακριβής έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών – Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 50 § 1, στοιχείο ε΄)

2.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής ή της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής – Τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 29)

3.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο –Τήρηση του απορρήτου των εργασιών της επιτροπής επιλογής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

1.      Το γράμμα του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2014, είναι πιο απαιτητικό απ’ ό,τι το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του προϊσχύσαντος Κανονισμού Διαδικασίας του ιδίου Δικαστηρίου, καθόσον ορίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων. Η εν λόγω τροποποίηση είχε, συνεπώς, ως σκοπό ιδίως την ενίσχυση της υποχρεώσεως των προσφευγόντων να εκθέτουν σαφώς τους ισχυρισμούς τους, επιβάλλοντας να στηρίζονται οι ισχυρισμοί αυτοί σε ακριβή έκθεση της νομικής βάσεώς τους, να τελεί η επιχειρηματολογία που προβάλλεται ως προς έκαστο ισχυρισμό αποκλειστικώς και μόνο σε σχέση με την εν λόγω νομική βάση και να διακρίνεται έκαστος από τους ισχυρισμούς αυστηρώς από τους άλλους, τούτο δε προς το συμφέρον όλων των παραγόντων της δίκης, πολιτών, δικηγόρων, εκπροσώπων και δικαστών.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 30ής Ιουνίου 2015, Petsch κατά Επιτροπής, F‑124/14, EU:F:2015:69, σκέψη 21

2.      Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Διοίκηση σε θέματα διορισμών ή προσλήψεων προϋποθέτει επιμελή και αμερόληπτη εξέταση όλων των κρίσιμων στοιχείων κάθε υποψηφιότητας και ευσυνείδητη τήρηση των απαιτήσεων που περιέχονται στην ανακοίνωση της κενής θέσεως, πράγμα που σημαίνει ότι η Διοίκηση υποχρεούται να απορρίπτει κάθε υποψήφιο που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Η ανακοίνωση κενής θέσεως αποτελεί δηλαδή το νομικό πλαίσιο που επιβάλλει η ίδια η Διοίκηση στον εαυτό της και το οποίο οφείλει να τηρεί με αυστηρότητα.

Στην περίπτωση της εκτιμήσεως ενδεχομένου σφάλματος κατά την επιλογή του επιλεγέντος υποψηφίου, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι πρόδηλο και να βαίνει πέραν των ορίων της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Διοίκηση, εντός του νομικού πλαισίου που χαράσσει η ανακοίνωση κενής θέσεως, κατά τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων και την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας. Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η Διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε για να διαμορφώσει την εκτίμησή της, κινήθηκε εντός λογικών ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προφανώς εσφαλμένο ή για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους της είχε ανατεθεί η εξουσία αυτή. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης όσον αφορά τα προσόντα και τις ικανότητες των υποψηφίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Διοικήσεως, όταν από κανένα από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει πρόδηλη πλάνη της Διοικήσεως κατά την εκτίμηση των εν λόγω προσόντων και ικανοτήτων.

Εντούτοις, ως προς το ζήτημα αυτό, το γεγονός και μόνο ότι ένας υπάλληλος έχει προφανή και αναγνωρισμένα προσόντα δεν αποκλείει, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υποψηφίων, το ενδεχόμενο να έχουν άλλοι υποψήφιοι υπέρτερα προσόντα. Ομοίως, αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι ένας υποψήφιος ανταποκρινόταν σε όλα τα κριτήρια επιλεξιμότητας που έθετε η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν αρκεί, προφανώς, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Διοίκηση υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

Τα προαναφερθέντα ισχύουν κατά μείζονα λόγο δεδομένης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή κατά τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων για θέση εκτάκτου υπαλλήλου. Επομένως, η εν λόγω αρχή, μπορεί, στο πλαίσιο της εξουσίας οργανώσεως που διαθέτει και μέσω εσωτερικών κανόνων, να αποφασίσει ότι, γενικώς, μόνον οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει αριθμό μορίων μεγαλύτερο από ένα ορισμένο όριο μπορούν να κληθούν σε συνέντευξη με την επιτροπή επιλογής.

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι ένας υποψήφιος δεν επελέγη για να συμμετάσχει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας προσλήψεως δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι σχετικές αποφάσεις εμπεριείχαν διακρίσεις ή ήταν αυθαίρετες. Αντιθέτως, η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά του εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα συγκριτικής εκτιμήσεως των προσόντων των διαφόρων υποψηφίων στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής. Εξάλλου, το γεγονός ότι η επαγγελματική πείρα του εν λόγω υποψηφίου μπορεί να ήταν, ποσοτικά, ανώτερη από εκείνη του υποψηφίου που επελέγη δεν ασκεί, αυτό καθεαυτό, επιρροή.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31, 33, 34 και 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 1974, Grassi κατά Συμβουλίου, 188/73, EU:C:1974:112, σκέψεις 26, 38 και 41, και της 4ης Φεβρουαρίου 1987, Bouteiller κατά Επιτροπής, 324/85, EU:C:1987:59, σκέψη 6

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Moritz κατά Επιτροπής, T‑20/89, EU:T:1990:80, σκέψη 29· της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Campogrande κατά Επιτροπής, T‑3/97, EU:T:1998:43, σκέψη 124· της 16ης Δεκεμβρίου 1999, Cendrowicz κατά Επιτροπής, T‑143/98, EU:T:1999:340, σκέψη 67· της 9ης Ιουλίου 2002, Tilgenkamp κατά Επιτροπής, T‑158/01, EU:T:2002:180, σκέψεις 50 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Παππάς κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑73/01, EU:T:2003:237, σκέψη 54

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις της 6ης Μαΐου 2009, Campos Valls κατά Συμβουλίου, F‑39/07, EU:F:2009:45, σκέψη 43, και της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Trentea κατά FRA, F‑112/10, EU:F:2012:179, σκέψεις 101, 102 και 104

3.       Στο πλαίσιο της διαδικασίας προσλήψεως για την κάλυψη κενής θέσεως εκτάκτου υπαλλήλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση του απορρήτου των εργασιών της επιτροπής επιλογής στην οποία η Διοίκηση ανέθεσε το καθήκον να αξιολογήσει στο όνομά της τα προσόντα των υποψηφίων, το δε εν λόγω απόρρητο απαγορεύει τόσο στην κοινολόγηση της στάσης κάθε επιμέρους μέλους της επιτροπής επιλογής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου σχετικού με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα που αφορούν τους υποψηφίους.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβε ο υποψήφιος στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά, κατ’ αρχήν, επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της επιτροπής επιλογής και επομένως το αίτημα υποψηφίου με το οποίο ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει τη Διοίκηση να προσκομίσει την αξιολόγηση της επιτροπής επιλογής σχετικά με τα προσόντα του συνόλου των υποψηφίων πρέπει να απορριφθεί. Επαλλήλως, το σχετικό αίτημα για διεξαγωγή αποδείξεων υποψηφίου που έχει απορριφθεί εμφανίζεται μάλλον ως απόπειρα συγκεντρώσεως νέων στοιχείων προς στήριξη της προσφυγής του και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

(βλ. σκέψεις 38 και 39)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 23ης Μαΐου 2014, European Dynamics Luxembourg κατά ΕΚΤ, T‑553/11, EU:T:2014:275, σκέψεις 317 και 318 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Trentea κατά FRA, EU:F:2012:179, σκέψη 90 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Μαρτίου 2015, Gyarmathy κατά FRA, F‑97/13, EU:F:2015:7, σκέψεις 48 και 49