Language of document : ECLI:EU:C:2008:244

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Απριλίου 2008 (*)

«Τηλεπικοινωνίες – Κανονισμός (ΕΚ) 2887/2000 – Πρόσβαση στον τοπικό βρόχο – Αρχή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος – Κόστος – Τόκοι συνδεόμενοι με το επενδεδυμένο κεφάλαιο – Αποσβέσεις των πάγιων στοιχείων ενεργητικού – Αξιολόγηση των τοπικών τηλεπικοινωνιακών υποδομών – Τρέχον και ιστορικό κόστος – Βάση υπολογισμού – Πραγματικό κόστος – Κόστος ήδη καταβληθέν και προβλεπόμενο κόστος – Δικαιολόγηση του κόστους – Αναλυτικό υπόδειγμα “από τη βάση στην κορυφή” και “από την κορυφή στη βάση” – Λεπτομερής εθνική ρύθμιση – Περιθώριο εκτιμήσεως των εθνικών κανονιστικών αρχών – Δικαστικός έλεγχος – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Προσβολή ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεων περί εγκρίσεως των τιμών του κοινοποιημένου φορέα εκ μέρους των δικαιούχων – Βάρος αποδείξεως – Διαδικασία εποπτείας και ένδικη διαδικασία»

Στην υπόθεση C‑55/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Köln (Γερμανία) με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Arcor AG & Co. KG

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

παρισταμένης της:

Deutsche Telekom AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, Γ. Αρέστη (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, E. Juhász και T. von Danwitz, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Poiares Maduro

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2007,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Arcor AG & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τον K. Kleinlein, Rechtsanwalt, και τον Γ. Μεταξά, δικηγόρο,

–        η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από τον M. Deutsch, Rechtsanwalt,

–        η Deutsche Telekom AG, εκπροσωπούμενη από τους F. Hölscher και U. Karpenstein, Rechtsanwälte,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma και τη C. Schulze-Bahr,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Kriaučiūnas,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και τον P. van Ginneken,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη C. Pesendorfer,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την C. Gibbs και τον G. Peretz,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και M. Shotter,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 4, 3, παράγραφος 3, και 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο (ΕΕ L 336, σ. 4).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Arcor AG & Co. KG (στο εξής: Arcor) και της Bundesrepublik Deutschland, σχετικά με μερική έγκριση των τιμών της Deutsche Telekom AG (στο εξής: Deutsche Telekom) για την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο.

 Νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική νομοθεσία

 Ο κανονισμός 2887/2000

3        Η πέμπτη, έκτη, ενδέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000 έχουν ως εξής:

«(5)      Η παροχή νέων βρόχων με οπτικές ίνες υψηλής χωρητικότητας απευθείας σε μείζονες χρήστες αποτελεί ειδική αγορά που αναπτύσσεται υπό ανταγωνιστικές συνθήκες με νέες επενδύσεις. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός αφορά την πρόσβαση σε μεταλλικούς τοπικούς βρόχους, με την επιφύλαξη εθνικών υποχρεώσεων για άλλους τύπους πρόσβασης σε τοπικές υποδομές.

(6)      Δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμο για τους νεοεισερχόμενους να δημιουργήσουν εκ νέου υποδομή πρόσβασης τοπικού βρόχου μεταλλικών αγωγών, αντίστοιχη με αυτή του επίσημου φορέα εκμετάλλευσης στο σύνολό της και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Οι εναλλακτικές υποδομές, όπως η καλωδιακή τηλεόραση, οι δορυφόροι, οι ασύρματοι τοπικοί βρόχοι γενικά δεν προσφέρουν, προς το παρόν, την ίδια λειτουργικότητα ή τη γενικευμένη παρουσία των δικτύων του επίσημου φορέα εκμετάλλευσης, παρότι οι συνθήκες στα κράτη μέλη ενδέχεται να διαφέρουν.

[…]

(11)      Οι κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης για τον τοπικό βρόχο και συναφείς εγκαταστάσεις θα πρέπει να είναι διαφανείς, άνευ διακρίσεων και αντικειμενικοί, προκειμένου να διασφαλίζεται η δίκαιη αντιμετώπιση. Οι κανόνες τιμολόγησης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο φορέας παροχής του τοπικού βρόχου είναι σε θέση να καλύπτει το αντίστοιχο κόστος του και να έχει επιπλέον μια εύλογη απόδοση ώστε να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και αναβάθμιση της τοπικής υποδομής πρόσβασης. Οι κανόνες τιμολόγησης για τους τοπικούς βρόχους θα πρέπει να ενισχύουν τον δίκαιο και βιώσιμο ανταγωνισμό λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη επενδύσεων σε εναλλακτικές υποδομές, και να εξασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, ιδίως δε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμπίεση των περιθωρίων μεταξύ των τιμών χονδρικών και λιανικών υπηρεσιών του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης. Σημαντική θεωρείται, σχετικά, η διαβούλευση με τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές.

[…]

(13)      Η Επιτροπή, με τη σύσταση 2000/417/ΕΚ της 25ης Μαΐου 2000 σχετικά με την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο: ανταγωνιστική παροχή πλήρους φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων ευρυζωνικών πολυμεσικών υπηρεσιών και Internet υψηλής ταχύτητας (EE L 156, σ. 44) και την ανακοίνωση της 26ης Απριλίου 2000(EE C 272, σ. 55), θέσπισε λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή συνδρομής προς τις εθνικές κανονιστικές αρχές ώστε να ρυθμίζουν δίκαια τις διάφορες μορφές αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.

(14)      Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης [ΕΚ], ο στόχος της δημιουργίας εναρμονισμένου πλαισίου για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, το οποίο θα αποσκοπεί στην ανταγωνιστική παροχή φθηνής, παγκόσμιου επιπέδου υποδομής επικοινωνιών και ενός ευρέος φάσματος υπηρεσιών για όλες τις επιχειρήσεις και τους πολίτες της Κοινότητας, δεν μπορεί να επιτευχθεί με ασφαλή, εναρμονισμένο και έγκαιρο τρόπο από τα κράτη μέλη και, επομένως, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου. Θεσπίζονται με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων που είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο και οι οποίες ορίζουν λεπτομερέστερα μέτρα [...]

(15)      Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει το κανονιστικό πλαίσιο για τις τηλεπικοινωνίες και ειδικότερα τις οδηγίες 97/33/ΕΚ και 98/10/ΕΚ […]».

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Σκοπός και πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός σκοπό έχει να εντείνει τον ανταγωνισμό και να τονώσει την τεχνολογική καινοτομία στην αγορά της τοπικής πρόσβασης, μέσω της θέσπισης εναρμονισμένων όρων για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστική παροχή ευρέος φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

2.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους και στις συναφείς εγκαταστάσεις των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης όπως ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο α΄.

[...]

4.      Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τα δικαιώματα των κρατών μελών να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τα οποία περιλαμβάνουν λεπτομερέστερες διατάξεις από εκείνες του παρόντος κανονισμού ή/και βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όσον αφορά, μεταξύ άλλων, άλλα είδη πρόσβασης σε τοπικές υποδομές.»

5        Σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, νοούνται ως:

«α)      “κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης”: φορείς σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων οι οποίοι έχουν ορισθεί από την εθνική κανονιστική αρχή [στο εξής: ΕΚΑ] ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά παροχής σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων και υπηρεσιών βάσει του μέρους 1 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 97/33/ΕΚ ή της οδηγίας 98/10/ΕΚ·

β)      “δικαιούχος”: τρίτο μέρος το οποίο έχει λάβει δεόντως άδεια σύμφωνα με την οδηγία 97/13/ΕΚ ή έχει το δικαίωμα να παρέχει υπηρεσίες επικοινωνιών δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και είναι επιλέξιμο για αδεσμοποίητη πρόσβαση σε τοπικό βρόχο·

γ)      “τοπικός βρόχος”: το φυσικό κύκλωμα στρεπτού ζεύγους μεταλλικών καλωδίων που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου στις εγκαταστάσεις του συνδρομητή με τον κεντρικό κατανεμητή ή με αντίστοιχη εγκατάσταση στο σταθερό δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο·

[…]».

6        Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2887/2000, που επιγράφεται «Παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης», ορίζει:

«2.      Από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης ικανοποιούν, υπό διαφανείς, δίκαιους και ισότιμους όρους, τις εύλογες αιτήσεις των δικαιούχων για αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς τους βρόχους και στις συναφείς εγκαταστάσεις. Οι αιτήσεις απορρίπτονται μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σχετικών με το τεχνικώς εφικτό ή την ανάγκη διατήρησης της ακεραιότητας του δικτύου. Σε περίπτωση άρνησης της πρόσβασης, το θιγόμενο μέρος δύναται να παραπέμπει την υπόθεση στη διαδικασία επίλυσης διαφορών που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5. Οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης θέτουν στη διάθεση των δικαιούχων εγκαταστάσεις ισοδύναμες με εκείνες που παρέχουν για τις δικές τους υπηρεσίες ή τις συνδεδεμένες με αυτούς εταιρίες, με τους ίδιους όρους και τα ίδια χρονικά πλαίσια.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 4, οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης χρεώνουν την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και στις συναφείς εγκαταστάσεις, με βάση το κόστος.»

7        Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Εποπτεία από την [ΕΚΑ]», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η [ΕΚΑ] μεριμνά ώστε η τιμολόγηση της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο να ευνοεί την ύπαρξη δίκαιων και βιώσιμων συνθηκών ανταγωνισμού.

2.      Η [ΕΚΑ] διαθέτει την εξουσία:

α)      να επιβάλλει αλλαγές στην προσφορά αναφοράς για αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και για συναφείς εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμών, όπου αυτές οι αλλαγές δικαιολογούνται και

β)      να απαιτεί από τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης την παροχή πληροφοριών σχετικών με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

3.      Η [ΕΚΑ] δύναται να παρεμβαίνει με δική της πρωτοβουλία, όπου συντρέχει λόγος, προκειμένου να διασφαλίσει την αποφυγή διακρίσεων, τον ισότιμο ανταγωνισμό, την οικονομική αποτελεσματικότητα και το μέγιστο όφελος για τους χρήστες.

4.      Όταν η [ΕΚΑ] κρίνει ότι η αγορά τοπικής πρόσβασης είναι επαρκώς ανταγωνιστική, απαλλάσσει τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 περί καθορισμού των τιμών με βάση το κόστος.

5.      Οι διαφορές μεταξύ επιχειρήσεων σχετικά με ζητήματα που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό επιλύονται μέσω των εθνικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία 97/33/ΕΚ, και αντιμετωπίζονται κατά τρόπο άμεσο, δίκαιο και διαφανή.»

 Το παλαιό κανονιστικό πλαίσιο στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (στο εξής: ΠΚΠ)

–       Η οδηγία 90/387/ΕΟΚ

8        Η οδηγία 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (ΕΕ L 192, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 295, σ. 23, στο εξής: οδηγία 90/387), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, αφορά, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την εναρμόνιση των προϋποθέσεων ανοικτής και αποτελεσματικής προσπέλασης και χρήσης δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και, ενδεχομένως, δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

9        Σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας αυτής, νοούνται ως «προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου»:

«οι […] προϋποθέσεις για την ανοικτή και αποτελεσματική πρόσβαση στα δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και, ανάλογα με την περίπτωση, τις δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, καθώς και η αποτελεσματική χρήση των εν λόγω δικτύων και υπηρεσιών.

Με την επιφύλαξη της κατά περίπτωση εφαρμογής τους, οι προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου μπορούν να περιλαμβάνουν εναρμονισμένες προϋποθέσεις που αφορούν:

–        τις τεχνικές διεπαφές, στις οποίες περιλαμβάνεται ο καθορισμός και η υλοποίηση τερματικών σημείων δικτύου, όπου αυτό είναι απαραίτητο,

–        τους όρους χρήσης,

–        τις αρχές τιμολόγησης,

–        την πρόσβαση σε συχνότητες και αριθμούς/διευθύνσεις/ονομασίες, όπου αυτό απαιτείται, σύμφωνα με το πλαίσιο αναφοράς του παραρτήματος.»

10      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/387 προβλέπει τα εξής:

«Οι προϋποθέσεις παροχής ανοιχτού δικτύου πρέπει να συμμορφώνονται προς τις εξής βασικές αρχές:

–        πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια,

–        πρέπει να είναι διαφανείς και να δημοσιεύονται με κατάλληλο τρόπο,

–        πρέπει να εξασφαλίζουν την ισότητα πρόσβασης και πρέπει να μη δημιουργούν διακρίσεις, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.»

11      Το άρθρο 5α, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί βάσει των οποίων ένα μέρος που θίγεται από την απόφαση της [ΕΚΑ] έχει δικαίωμα να προσφεύγει σε φορέα ανεξάρτητο των εμπλεκομένων μερών.»

12      Η οδηγία 90/387 περιέχει ένα παράρτημα, που επιγράφεται «Πλαίσιο αναφοράς για την εφαρμογή των προϋποθέσεων παροχής ανοικτού δικτύου», του οποίου το σημείο 3, που αφορά τις εναρμονισμένες αρχές τιμολόγησης, έχει ως εξής:

«Οι αρχές τιμολόγησης πρέπει να συμβιβάζονται με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1.

Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αρχές συνεπάγονται ότι:

–        οι τιμές πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και, έως ότου βάσει του ανταγωνισμού μειωθούν οι τιμές για τους χρήστες, να ορίζονται κατ' αρχήν βάσει του κόστους, υπό την προϋπόθεση ότι οι πραγματικές τιμές θα εξακολουθούν να καθορίζονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και δεν θα εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου. Εάν ένας οργανισμός δεν κατέχει πλέον σημαντική θέση στη συγκεκριμένη αγορά, η αρμόδια [EKA] μπορεί να αγνοεί την υποχρέωση καθορισμού της τιμής βάσει του κόστους. Ένας από τους στόχους πρέπει να είναι ο καθορισμός αποτελεσματικών αρχών τιμολόγησης σε όλη την Κοινότητα, με την παράλληλη εξασφάλιση της παροχής γενικών υπηρεσιών στο σύνολο του πληθυσμού,

–        οι τιμές πρέπει να είναι διαφανείς και να δημοσιεύονται δεόντως,

–        προκειμένου να προσφέρεται στους χρήστες η επιλογή μεταξύ των διαφόρων επιμέρους χαρακτηριστικών μιας υπηρεσίας, και στο βαθμό που το επιτρέπει η τεχνολογία, η τιμολόγηση πρέπει να είναι αρκετά αναλυτική, σύμφωνα με τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Συγκεκριμένα, τα πρόσθετα χαρακτηριστικά που εισάγονται προκειμένου να παρασχεθούν ορισμένες συμπληρωματικές ειδικές υπηρεσίες πρέπει, κατά κανόνα, να τιμολογούνται χωριστά και ανεξάρτητα από τα συμπεριλαμβανόμενα χαρακτηριστικά και τη μεταφορά αυτή καθεαυτή,

–        η τιμολόγηση πρέπει να είναι αμερόληπτη και να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση, εξαιρουμένων των περιορισμών που είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο.

Όλα τα τέλη για την πρόσβαση στις δυνατότητες ή υπηρεσίες του δικτύου πρέπει να τηρούν τις προαναφερόμενες αρχές καθώς και τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Επίσης, στα εν λόγω τέλη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ισότιμης συμμετοχής στο συνολικό κόστος των χρησιμοποιούμενων δυνατοτήτων και η ανάγκη μιας εύλογης απόδοσης των επενδύσεων, και όπου είναι δυνατό, η χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με την οδηγία περί των διασυνδέσεων.

Επιτρέπεται να υπάρχουν διαφορετικές τιμές, προκειμένου ιδίως να λαμβάνεται υπόψη η επιπλέον κίνηση κατά τη διάρκεια περιόδων αιχμής και η έλλειψη κίνησης κατά τη διάρκεια νεκρών περιόδων, με την προϋπόθεση ότι οι διαφορετικές αυτές τιμές δικαιολογούνται εμπορικά και δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες αρχές.»

–       Η οδηγία 97/33/ΕΚ

13      Η οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) (ΕΕ L 199, σ. 32), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προβλέπει στη δέκατη αιτιολογική της σκέψη τα εξής:

«ότι η τιμολόγηση της διασύνδεσης αποτελεί καίριο παράγοντα για τον καθορισμό της δομής και της εντάσεως του ανταγωνισμού στη διαδικασία μετάβασης προς την ελεύθερη αγορά· ότι οι οργανισμοί που έχουν σημαντική ισχύ στην αγορά πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν ότι τα τέλη διασύνδεσης που εφαρμόζουν καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του προσανατολισμού προς το κόστος, και ότι είναι επαρκώς διαχωρισμένα από τα προσφερόμενα στοιχεία δικτύου και υπηρεσιών· ότι η δημοσίευση καταλόγου υπηρεσιών, τελών, ορών και προϋποθέσεων διασύνδεσης βελτιώνει την αναγκαία διαφάνεια και αμεροληψία· ότι θα πρέπει να είναι δυνατή η ευελιξία στις μεθόδους χρέωσης για την κίνηση διασύνδεσης, συμπεριλαμβανομένης της χρέωσης βάσει δυναμικού· ότι το επίπεδο των τελών θα πρέπει να προωθεί την παραγωγικότητα και να ενθαρρύνει την αποδοτική και αειφόρο είσοδο στην αγορά, δεν θα πρέπει δε να είναι κατώτερο ενός ορίου που υπολογίζεται με τη χρήση μεθόδων μακροπρόθεσμου οριακού κόστους, καθώς και κατανομής και απονομής κόστους, βάσει της προέλευσης του πραγματικού κόστους, ούτε ανώτερο ενός ορίου που καθορίζεται μέσω του αυτόνομου κόστους παροχής της εν λόγω διασύνδεσης· ότι τα τέλη διασύνδεσης που βασίζονται σε επίπεδο τιμών συνδεόμενο στενά με το μακροπρόθεσμο οριακό κόστος για την παροχή πρόσβασης στη διασύνδεση προσφέρονται για την ενθάρρυνση της ταχείας ανάπτυξης μιας ανοικτής και ανταγωνιστικής αγοράς».

14      Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η οδηγία 97/33 θεσπίζει ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διασφάλιση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της διασύνδεσης τηλεπικοινωνιακών δικτύων και, ειδικότερα, της διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών, καθώς και της παροχής καθολικής υπηρεσίας σε περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών.

15      Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, νοείται ως «διασύνδεση» η υλική και λογική σύνδεση τηλεπικοινωνιακών δικτύων που χρησιμοποιούνται από τον ίδιο ή διαφορετικό οργανισμό, προκειμένου να παρέχεται, στους χρήστες ενός οργανισμού, η δυνατότητα να επικοινωνούν με χρήστες του ίδιου ή άλλου οργανισμού ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που παρέχονται από άλλο οργανισμό.

16      Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Αρχές που διέπουν τα τέλη διασύνδεσης και τα συστήματα κοστολόγησης», προβλέπει τα εξής:

«[…]

2.      Τα τέλη διασύνδεσης ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του προσανατολισμού προς το κόστος. Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει διασύνδεση με τις διευκολύνσεις του φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι τα τέλη υπολογίζονται βάσει του πραγματικού κόστους, συμπεριλαμβανομένου ενός λογικού ποσοστού απόδοσης της επένδυσης. […]

3.      Οι [ΕΚΑ] εξασφαλίζουν τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, ενός υποδείγματος προσφοράς διασύνδεσης. Το υπόδειγμα προσφοράς διασύνδεσης περιλαμβάνει περιγραφή των προσφορών διασύνδεσης, αναλελυμένων ανά στοιχείο ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς, και τους συναφείς όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμών.

Για οργανισμούς διαφορετικών κατηγοριών οι οποίοι επιτρέπεται να παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες, είναι δυνατόν να καθορίζονται διαφορετικές τιμές, όροι και προϋποθέσεις διασύνδεσης, όταν οι διαφορές αυτές είναι δυνατόν να αιτιολογηθούν αντικειμενικά βάσει του παρεχόμενου τύπου διασύνδεσης ή/και των σχετικών εθνικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας. Οι [EKA] εξασφαλίζουν ότι οι διαφορές αυτές δεν οδηγούν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, ιδίως δε ότι ο οργανισμός εφαρμόζει τις κατάλληλες τιμές, όρους και προϋποθέσεις διασύνδεσης όταν παρέχει διασύνδεση για τις υπηρεσίες του ή για τις υπηρεσίες των θυγατρικών ή των εταίρων του […].

Η [ΕΚΑ] έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει αλλαγές στο υπόδειγμα προσφοράς διασύνδεσης, όταν αυτό δικαιολογείται.

Στο παράρτημα IV παρέχεται κατάλογος παραδειγμάτων ως στοιχείων για την περαιτέρω επεξεργασία των τελών, δομών τιμολόγησης και στοιχείων τιμολόγησης για τη διασύνδεση. Όταν ένας οργανισμός μεταβάλλει το δημοσιευμένο υπόδειγμα προσφοράς διασύνδεσης, οι προσαρμογές τις οποίες απαιτεί η [EKA] μπορούν να ισχύουν αναδρομικά, από την ημερομηνία που επήλθε η αλλαγή.

[…]

5.      Η Επιτροπή […] καταρτίζει συστάσεις σχετικά με τα συστήματα κοστολόγησης και το λογιστικό διαχωρισμό σε σχέση με τη διασύνδεση. Οι [ΕΚΑ] εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα κοστολόγησης που χρησιμοποιούνται από τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς είναι κατάλληλα για την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου και τεκμηριώνονται με επαρκείς λεπτομέρειες, όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα V.

Οι [ΕΚΑ] εξασφαλίζουν ότι, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, διατίθεται περιγραφή του συστήματος κοστολόγησης, στην οποία εμφαίνονται οι βασικές κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι διάφορες μορφές κόστους και οι κανόνες για την κατανομή του κόστους διασύνδεσης. Η τήρηση του συστήματος κοστολόγησης ελέγχεται από την [ΕΚΑ] ή άλλο αρμόδιο φορέα, ανεξάρτητο από τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών και εγκεκριμένο από την [ΕΚΑ]. Κάθε χρόνο, δημοσιεύεται δήλωση σχετικά με την τήρηση του συστήματος.

[…]»

17      Το παράρτημα IV της οδηγίας 97/33, που επιγράφεται «Κατάλογος παραδειγμάτων ως στοιχείων των τελών διασύνδεσης», έχει ως εξής:

«Ως “τέλη διασύνδεσης” νοούνται τα πραγματικά τέλη που πρέπει να καταβάλλουν τα διασυνδεόμενα μέρη.

Ως “δομή τιμολόγησης” νοούνται οι ευρείες κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται τα τέλη διασύνδεσης, όπως π.χ.

–        τα τέλη που καλύπτουν την αρχική εγκατάσταση της φυσικής διασύνδεσης και τα οποία βασίζονται στο κόστος για την παροχή της ζητούμενης ειδικής διασύνδεσης (π.χ. ειδικός εξοπλισμός και πόροι, δοκιμή συμβατότητας),

–        τα τέλη μίσθωσης καλύπτουν τη συνεχή χρήση του εξοπλισμού και των πόρων (συντήρηση της σύνδεσης κ.λπ.),

–        τα μεταβλητά τέλη για βοηθητικές και συμπληρωματικές υπηρεσίες (π.χ. πρόσβαση σε υπηρεσίες τηλεφωνικού καταλόγου, παροχή βοήθειας από τηλεφωνητή, συλλογή δεδομένων, χρέωση, τιμολόγηση, μεταγόμενες και προηγμένες υπηρεσίες, κ.λπ.),

–        τα τέλη χρήσεως για τη μεταφορά της κίνησης από και προς το διασυνδεόμενο δίκτυο (π.χ. κόστος μεταγωγής και μετάδοσης). Τα τέλη χρήσεως μπορεί να βασίζονται σε υπολογισμό ανά λεπτό ή/και στην απαιτούμενη πρόσθετη δυναμικότητα δικτύου.

Ως στοιχεία τιμολόγησης νοούνται οι επιμέρους τιμές που ορίζονται για κάθε στοιχείο ή διευκόλυνση του δικτύου που παρέχεται στο διασυνδεόμενο μέρος.

Οι τιμές και τα τέλη διασύνδεσης πρέπει να τηρούν την αρχή του προσανατολισμού προς το κόστος και την αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2.

[…]»

18      Το παράρτημα V της οδηγίας 97/33, που επιγράφεται «Συστήματα κοστολογήσεως της διασύνδεσης», αναφέρει, ενδεικτικά, ορισμένα στοιχεία που είναι δυνατόν να περιληφθούν στο προαναφερθέν σύστημα κοστολόγησης. Το παράρτημα αυτό έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, το σύστημα κοστολόγησης πρέπει να τεκμηριώνεται λεπτομερώς· ο κατάλογος που ακολουθεί περιέχει, ενδεικτικά, ορισμένα στοιχεία που είναι δυνατόν να περιληφθούν στο σύστημα κοστολόγησης.

Ο σκοπός της δημοσίευσης των πληροφοριών αυτών είναι να εξασφαλίζεται διαφάνεια κατά τον υπολογισμό των τελών διασύνδεσης, ώστε άλλοι παράγοντες της αγοράς να είναι σε θέση να βεβαιώνονται ότι τα τέλη έχουν υπολογιστεί κατά τρόπο δίκαιο και ορθό.

Ο στόχος αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την εθνική ρυθμιστική αρχή και τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου λεπτομερείας των δημοσιευόμενων πληροφοριών.

Ο κατωτέρω κατάλογος αναφέρει τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στις δημοσιευόμενες πληροφορίες.

1)      Το χρησιμοποιούμενο τυποποιημένο κόστος

Π.χ., πλήρως κατανεμημένο κόστος, μακροπρόθεσμο μέσο επαυξητικό κόστος, περιθωριακό κόστος, κόστος λόγω αυτοδυναμίας, άμεσα ενσωματωμένο κόστος, κ.λπ.

συμπεριλαμβανομένης της ή των χρησιμοποιούμενων βάσεων κόστους,

δηλαδή ιστορικό κόστος (βασιζόμενο σε πραγματικές δαπάνες για εξοπλισμό και συστήματα) ή προβλεπόμενο κόστος (βασιζόμενο σε υπολογιζόμενο κόστος αντικατάστασης εξοπλισμού ή συστημάτων).

2)      Τα στοιχεία κόστους που περιλαμβάνονται στην τιμολόγηση της διασύνδεσης

Προσδιορισμός όλων των επιμέρους στοιχείων κόστους, τα οποία από κοινού αποτελούν το τέλος διασύνδεσης, συμπεριλαμβανομένου του κέρδους.

3)      Οι βαθμοί και οι μέθοδοι κατανομής του κόστους, ιδίως η αντιμετώπιση από κοινού αναλαμβανομένου και κοινού κόστους

Λεπτομέρειες του βαθμού στον οποίο αναλύεται το άμεσο κόστος και ο βαθμός και η μέθοδος μέσω των οποίων το από κοινού αναλαμβανόμενο και το κοινό κόστος περιλαμβάνονται στα τέλη διασύνδεσης.

4)      Λογιστικές συμβάσεις

Δηλαδή οι λογιστικές συμβάσεις που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση κόστους που καλύπτει:

–        το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης μεγάλων κατηγοριών παγίων στοιχείων ενεργητικού (π.χ. οικόπεδα, κτίρια, εξοπλισμός, κ.λπ.),

–        την αντιμετώπιση, από πλευράς εσόδων έναντι κόστους κεφαλαίου, άλλων μεγάλων στοιχείων δαπάνης (π.χ. λογισμικό και συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, έρευνα και ανάπτυξη, ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, άμεσες και έμμεσες κατασκευές, επισκευές και συντήρηση, χρηματοπιστωτικά τέλη, κ.λπ.).

[…]»

–       Η οδηγία 98/10/ΕΚ

19      Η οδηγία 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1998, για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον (ΕΕ L 199, σ. 32), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο της 1, την εναρμόνιση των συνθηκών για ανοικτή και αποτελεσματική πρόσβαση και χρήση των σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων και των σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών υπηρεσιών σε περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, σύμφωνα με τις αρχές της παροχής ανοικτού δικτύου.

20      Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής, που επιγράφεται «Αρχές τιμολόγησης», προβλέπει τα εξής:

«[…]

2.      Τα τιμολόγια για χρήση του σταθερού δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου και των σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών υπηρεσιών ακολουθούν τις βασικές αρχές της κοστοστρεφούς τιμολόγησης που καθορίζονται στο παράρτημα […] της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/33/ΕΚ για τη διασύνδεση, τα τιμολόγια για πρόσβαση και χρήση του σταθερού δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου είναι ανεξάρτητα από τον τύπο εφαρμογής που επιλέγουν οι χρήστες, εκτός εάν, και στο βαθμό που, απαιτούνται διαφορετικές υπηρεσίες ή διευκολύνσεις.

[…]»

21      Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Αρχές κοστολόγησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που οργανισμός έχει αναλάβει υποχρέωση να τηρεί την αρχή της κοστοστρεφούς τιμολόγησης στα τιμολόγιά του, σύμφωνα με το άρθρο 17, τα συστήματα κοστολόγησης των εν λόγω οργανισμών προσφέρονται για την εφαρμογή του άρθρου 17, και ότι η συμμόρφωση με τα εν λόγω συστήματα ελέγχεται από αρμόδιο φορέα, ανεξάρτητο από τους εν λόγω οργανισμούς. Οι [ΕΚΑ] εξασφαλίζουν την ετήσια δημοσίευση δήλωσης αναφορικά με τη συμμόρφωση.

Οι [ΕΚΑ] εξασφαλίζουν ότι, κατόπιν αιτήσεώς τους, τους διατίθεται περιγραφή των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 συστημάτων κοστολόγησης, όπου εμφαίνονται οι κύριες κατηγορίες δαπανών και οι χρησιμοποιούμενοι κανόνες για την κατανομή των δαπανών στις υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές υποβάλλουν, κατόπιν αιτήσεώς της, στην Επιτροπή πληροφορίες για τα συστήματα κοστολόγησης των οικείων οργανισμών.»

–       Η σύσταση 98/195/ΕΚ

22      Στις 8 Ιανουαρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 98/195/ΕΚ, για τη διασύνδεση σε ελεύθερη αγορά τηλεπικοινωνιών (Μέρος 1 – Τιμολόγηση της διασύνδεσης) (ΕΕ L 73, σ. 42).

–       Η σύσταση 98/322/ΕΚ

23      Στις 8 Απριλίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 97/33, τη σύσταση 98/322/ΕΚ, σχετικά με τη διασύνδεση σε ελευθερωμένη τηλεπικοινωνιακή αγορά (Μέρος 2 – Λογιστικός διαχωρισμός και λογιστική καταγραφή κόστους) (ΕΕ L 141, σ. 6).

–       Η σύσταση 2000/417/ΕΚ

24      Στις 25 Μαΐου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2000/417/ΕΚ, σχετικά με την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο: ανταγωνιστική παροχή πλήρους φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων ευρυζωνικών πολυμεσικών υπηρεσιών και Internet υψηλής ταχύτητας (ΕΕ L 156, σ. 44).

–       Η ανακοίνωση σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο

25      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση 2000/C 272/10 «Αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο: Ανταγωνιστική παροχή πλήρους φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων ευρυζωνικών πολυμεσικών υπηρεσιών και Internet υψηλής ταχύτητας».

 Το νέο κανονιστικό πλαίσιο

26      Στις 7 Μαρτίου 2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τέσσερις οδηγίες αφορώσες το νέο κανονιστικό πλαίσιο που είχε εφαρμογή στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (στο εξής: ΝΚΠ), ήτοι τις οδηγίες 2002/19/ΕΚ, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108, σ. 7), 2002/20/ΕΚ, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21), 2002/21/ΕΚ, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33), και 2002/22/ΕΚ, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 51).

27      Τα άρθρα 26 και 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/21 καταργούν, μεταξύ άλλων, τις οδηγίες 90/387, 97/33 και 98/10, από τις 25 Ιουλίου 2003.

28      Σύμφωνα με τα άρθρα 19 των οδηγιών 2002/19 και 2002/20, 29 της οδηγίας 2002/21 και 39 της οδηγίας 2002/22, οι εν λόγω οδηγίες αρχίζουν να ισχύουν την ημέρα της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 24 Απριλίου 2002.

 Η εθνική νομοθεσία

 Ο νόμος περί των τηλεπικοινωνιών

29      Το άρθρο 24 του νόμου περί των τηλεπικοινωνιών (Telekommunikationsgesetz), της 25ης Ιουλίου 1996 (BGBl. 1996 I, σ. 1120, στο εξής: TKG 1996), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«§1.      Οι τιμές πρέπει να υπολογίζονται με βάση το κόστος μιας αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών και να είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 2. […]

§2:      Οι τιμές δεν μπορούν:

1.      να περιέχουν πρόσθετες χρεώσεις που μπορούν να επιβάλλονται μόνο λόγω της κρατούσας πολιτικής ενός προμηθευτή στην οικεία αγορά τηλεπικοινωνιών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του νόμου κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού·

2.      να συνεπάγονται μειώσεις που περιορίζουν τις ανταγωνιστικές δυνατότητες άλλων επιχειρήσεων στην αγορά τηλεπικοινωνιών ή

3.      να παρέχουν σε φορείς εκμετάλλευσης πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους φορείς που χρησιμοποιούν ισοδύναμες ή παρόμοιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στην οικεία αγορά τηλεπικοινωνιών,

εκτός αν αποδεικνύεται αντικειμενικός λόγος προς τούτο.»

30      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του TKG 1996 προβλέπει ότι η ΕΚΑ εγκρίνει τις τιμές είτε βάσει του κόστους μιας αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών όσον αφορά κάθε επιμέρους παροχή, είτε βάσει του επιπέδου, που αυτή καθορίζει, των μέσων ποσοστών εξέλιξης των τιμών που πρέπει να καταβάλλονται για ένα καλάθι υπηρεσιών. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου παρέχει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία να καθορίζει, μέσω κανονιστικών πράξεων, το καθεστώς των ειδών των αδειών και να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ΕΚΑ πρέπει να αποφασίζει ποια από τις διαδικασίες της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου εφαρμόζεται.

 Η κανονιστική πράξη περί της ρυθμίσεως των τιμών

31       Η κανονιστική πράξη περί της ρυθμίσεως των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (Telekommunikations-Entgeltregulierungsverordnung), της 1ης Οκτωβρίου 1996 (BGBl. 1996 I, σ. 1492, στο εξής: TEntgV), περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 2

§1.      Η επιχείρηση που υπέβαλε την αίτηση εγκρίσεως των τιμών, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του TKG 1996, πρέπει να προσκομίζει τα ακόλουθα έγγραφα που αφορούν την οικεία παροχή υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση:

1.      λεπτομερή περιγραφή της παρεχομένης υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αφορούν την ποιότητά της, καθώς και ένα σχέδιο των γενικών όρων·

2.      στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά τα πέντε τελευταία έτη, καθώς και αυτόν ο οποίος προβλέπεται να πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της αιτήσεως και κατά τα τέσσερα επόμενα έτη·

3.      στοιχεία σχετικά με τα μεγέθη των πωλήσεων και, εφόσον είναι δυνατόν, με την ελαστικότητα των τιμών της ζήτησης για την περίοδο που διαλαμβάνεται στο σημείο 2·

4.      στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των διαφόρων ειδών κόστους που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 2 (δικαιολογητικά κόστους) και την εξέλιξη των περιθωρίων όσον αφορά τα μεταβλητά κόστη για την περίοδο που διαλαμβάνεται στο σημείο 2·

5.      στοιχεία σχετικά με τις χρηματοοικονομικές συνέπειες για τους πελάτες, όσον αφορά ιδίως τη διάρθρωση της ζήτησης των πελατών που είναι είτε ιδιώτες είτε έμποροι, καθώς και για τους ανταγωνιστές που λαμβάνουν την παροχή ως προηγούμενη παροχή υπηρεσίας, και

6.      σε περίπτωση διαφοροποιήσεως των τιμών, στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα για τις ομάδες των χρηστών τους οποίους αφορά η διαφοροποίηση, καθώς και αντικειμενική δικαιολόγηση της σχεδιαζομένης διαφοροποιήσεως.

§2.      Τα δικαιολογητικά των ειδών κόστους που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1, σημείο 4, περιλαμβάνουν τα κόστη που μπορούν να καταλογιστούν άμεσα στην παροχή της υπηρεσίας (άμεσα κόστη) και τα μη δυνάμενα να καταλογιστούν άμεσα κόστη (κοινά κόστη). Όσον αφορά τα κοινά κόστη, πρέπει να αναφερθεί και να εξηγηθεί πώς καταλογίζονται στις διάφορες παροχές υπηρεσιών. Για την πραγματοποίηση του καταλογισμού αυτού, η επιχείρηση που κατέθεσε την αίτηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια τα οποία καθορίζουν οι οδηγίες του Συμβουλίου που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου […]. Τα δικαιολογητικά κόστους που διαλαμβάνονται στην πρώτη περίοδο πρέπει να αναφέρουν επίσης:

1.      τη μέθοδο αξιολογήσεως του κόστους,

2.      το ποσό των δαπανών για το προσωπικό, των αποσβέσεων, των χρηματοοικονομικών εξόδων που αφορούν το επενδεδυμένο κεφάλαιο, των υλικών εξόδων,

3. τη χρησιμοποίηση της προβλεπόμενης και υλοποιηθείσας παραγωγικής ικανότητας κατά την περίοδο αναφοράς και

4.      τις ποσότητες που χρησιμεύουν ως βάση για τον υπολογισμό του κόστους που χρησιμοποιείται για την παροχή της υπηρεσίας, περιλαμβανομένων των σχετικών τιμών, ειδικότερα όσον αφορά τα τμήματα του δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών και τα κόστη χρησιμοποιήσεως των τμημάτων αυτών.

§3.      Η [ΕΚΑ] μπορεί να απορρίψει αίτηση εγκρίσεως τιμών αν η επιχείρηση δεν προσκομίσει τα έγγραφα που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 και 2 στο σύνολό τους.

Άρθρο 3

§1.      Η [ΕΚΑ] οφείλει να εξετάζει τα δικαιολογητικά που προσκομίζει η επιχείρηση η οποία έχει καταθέσει την αίτηση, προκειμένου να καθορίζει αν και σε ποιο βαθμό οι τιμές οι οποίες ζητούνται υπολογίζονται με βάση το κόστος μιας αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια της παραγράφου 2.

§2.      Το κόστος μιας αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών προκύπτει από το πρόσθετο μακροπρόθεσμο κόστος της παροχής υπηρεσίας και από ένα εύλογο συμπλήρωμα που αφορά το κοινό κόστος που είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος της παρεχόμενης υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης, σε κάθε περίπτωση, μιας εύλογης αμοιβής για το επενδεδυμένο κεφάλαιο, στον βαθμό που τα κόστη αυτά είναι αναγκαία για την εν λόγω παρεχόμενη υπηρεσία.

§3.      Στο πλαίσιο της εξετάσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η [ΕΚΑ] οφείλει επιπλέον να χρησιμοποιεί, ιδίως, συγκριτικά, τις τιμές και τα κόστη των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες της ίδιας φύσης σε παρόμοιες αγορές σε κατάσταση ανταγωνισμού. Συναφώς, οι ιδιομορφίες των αγορών αναφοράς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

§4.      Στον βαθμό που τα κόστη που δικαιολογούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, υπερβαίνουν τα κόστη της αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών κατά την παράγραφο 2, λογίζονται ως μη αναγκαίες δαπάνες για μια αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών. Οι δαπάνες αυτές, καθώς και άλλες ουδέτερες δαπάνες, δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εγκρίσεως των τιμών παρά μόνο στον βαθμό που, και ενόσω, υφίσταται νόμιμη προς τούτο υποχρέωση ή εφόσον η επιχείρηση που κατέθεσε την αίτηση παρέχει άλλη αντικειμενική δικαιολογία.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

32      Η Deutsche Telekom είναι ένας κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης σταθερού δικτύου δημόσιας τηλεφωνίας κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000.

33      Η Arcor, πρώην Mannesmann Arcor AG & Co, είναι δικαιούχος κατά την έννοια του ίδιου κανονισμού και, υπό την ιδιότητα αυτή, παρέχει, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικές συνδέσεις ISDN σε τελικούς πελάτες. Οι συνδέσεις αυτές δεν μπορούν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν παρά μόνον αν η Arcor διαθέτει αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο που αντιστοιχεί στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Deutsche Telekom.

34      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, στις 30 Σεπτεμβρίου 1998, η Arcor συνήψε με την Deutsche Telekom μια πρώτη σύμβαση σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους της τελευταίας αυτής.

35      Στις 8 Μαρτίου 1999, η Arcor υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία, βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 82 ΕΚ), κατά της Deutsche Telekom, σχετικά με τις τιμές που αυτή χρεώνει για την πρόσβαση στα τοπικά δίκτυά της, έκαστο των οποίων περιλαμβάνει πολλούς τοπικούς βρόχους προς τους συνδρομητές.

36      Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2001, που διορθώθηκε στις 17 Απριλίου 2001, η ΕΚΑ, ήτοι η Bundesnetzagentur (ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομείου και σιδηροδρόμων), ενέκρινε εν μέρει τις τιμές της Deutsche Telekom για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό της βρόχο (μηνιαία συνδρομή για τη χρησιμοποίηση της γραμμής, ενιαία έξοδα θέσεως σε λειτουργία και καταγγελίας της σύμβασης) από της 1ης Απριλίου 2001, οι δε τιμές αυτές περιελάμβαναν διάφορους εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης σε διαφορετικές τιμές. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, όσον αφορά τη μηνιαία συνδρομή, η έγκριση έληγε στις 31 Μαρτίου 2003 και, για τα υπόλοιπα, το αργότερο στις 31 Μαρτίου 2002.

37      Στις 30 Απριλίου 2001, η Arcor άσκησε προσφυγή, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, με την οποία ζήτησε τη μερική ακύρωση της προαναφερθείσας αποφάσεως περί εγκρίσεως με το αιτιολογικό ότι οι εγκριθείσες τιμές ήσαν υπερβολικά υψηλές. Συναφώς, ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αξία της επενδύσεως που συνίσταται στον τοπικό βρόχο εκτιμήθηκε εσφαλμένα κατ’ εφαρμογήν του αναλυτικού υποδείγματος κόστους και της μεθόδου των περιοδικών καταβολών χωρίς συνεκτίμηση των λοιπών μορφών κόστους και των λοιπών εξόδων. Κατά την Arcor, βάσει της εκτιμήσεως αυτής κατέστη δυνατός ο υπολογισμός των τιμών για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο όχι βάσει του κόστους του υφισταμένου δικτύου, αλλά βάσει του πλασματικού κόστους που αντιστοιχεί στη δημιουργία ενός νέου τοπικού δικτύου.

38      Με την απόφαση 2003/707/ΕΚ της Επιτροπής, της 21 Μαΐου 2003, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ (Υποθέσεις COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579 – Deutsche Telekom AG) (ΕΕ L 263, σ. 9), επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 12,6 εκατομμυρίων στην Deutsche Telekom, λόγω των παραβάσεων των διατάξεων του άρθρου 82, στοιχείο α΄, ΕΚ, που αυτή διέπραξε λόγω της εισπράξεως μη δίκαιων τιμών για τη θέση σε λειτουργία και τη μηνιαία συνδρομή σχετικά με την πρόσβαση των ανταγωνιστών της και των συνδρομητών τους στον τοπικό της βρόχο, παρεμποδίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό στην αγορά πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Köln αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού […] 2887/2000 την έννοια ότι οι προϋποθέσεις υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος του άρθρου 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού συνιστούν ελάχιστες απαιτήσεις, υπό την έννοια ότι οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών δεν μπορούν να αποκλίνουν από το επίπεδο αυτό επί ζημία των δικαιούχων;

2)      Περιλαμβάνει η απαίτηση του υπολογισμού με βάση το κόστος, που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού […] 2887/2000, και τους υπολογισθέντες τόκους και τις υπολογισθείσες αποσβέσεις;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

α)      Αποτελείται η βάση υπολογισμού αυτών των τόκων και αποσβέσεων από την αξία αντικατάστασης των στοιχείων του ενεργητικού μετά την αφαίρεση των ήδη πραγματοποιηθεισών αποσβέσεων πριν από την ημερομηνία της εκτιμήσεως ή αποκλειστικά από την τρέχουσα αξία αντικατάστασης, εκφρασμένη σε τρέχουσες τιμές κατά τον χρόνο της εκτιμήσεως;

β)      Πρέπει το κόστος που προβάλλεται ως βάση υπολογισμού των υπολογισθέντων τόκων και των υπολογισθεισών αποσβέσεων, ειδικότερα αυτών που δεν μπορούν να καταλογιστούν άμεσα στην παροχή (κοινά κόστη), να αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση με περιέχοντα σαφή στοιχεία έγγραφα του κοινοποιημένου φορέα;

γ)      Σε περίπτωση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει αρνητικής απαντήσεως στο [τρίτο] ερώτημα [υπό στοιχείο] β΄:

Μπορεί το κόστος αυτό στην περίπτωση αυτή να αποδειχθεί με εκτίμηση στηριζόμενη σε ένα αναλυτικό υπόδειγμα κόστους;

Ποιες προϋποθέσεις από απόψεως μεθόδου και περιεχομένου πρέπει να πληροί η εν λόγω εναλλακτική εκτίμηση;

δ)      Κατά τον έλεγχο του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος, διαθέτει [η ΕΚΑ], στο πλαίσιο των εξουσιών που της έχουν παρασχεθεί βάσει του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού […] 2887/2000, “περιθώρια εκτιμήσεως” τα οποία υπόκεινται μόνο σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο;

ε)      Σε περίπτωση καταφατικής ερωτήσεως στο [τρίτο] ερώτημα, [υπό στοιχείο] δ΄:

Αφορούν τα περιθώρια αυτά, ειδικότερα, και τη μέθοδο υπολογισμού του κόστους, καθώς και ζητήματα καθορισμού υπολογισθέντων (για δανειακά ή/και για ίδια κεφάλαια) τόκων και περιόδους εύλογων αποσβέσεων;

Ποια είναι τα όρια αυτών των περιθωρίων εκτιμήσεως;

στ)      Συμβάλλουν οι απαιτήσεις όσον αφορά τον υπολογισμό των τιμών με βάση το κόστος τουλάχιστον και στην προστασία των δικαιωμάτων των ανταγωνιστών ως δικαιούχων, έτσι ώστε οι ανταγωνιστές αυτοί να μπορούν να αμφισβητήσουν δικαστικώς τις τιμές προσβάσεως που δεν υπολογίζονται με βάση το κόστος;

ζ)      Βαρύνεται ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης με το μειονέκτημα της αδυναμίας αποδείξεως του κόστους (βάρος αποδείξεως), όταν το κόστος αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί, εν όλω ή εν μέρει, κατά τη διαδικασία εποπτείας του άρθρου 4 του κανονισμού […] 2887/2000 ή κατά την επακόλουθη ένδικη διαδικασία;

η)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως [στο τρίτο] ερώτημα, [στοιχεία] στ΄ και ζ΄:

Φέρει το βάρος αποδείξεως του υπολογισμού με βάση το κόστος και ο κοινοποιημένος φορέας όταν ένας ανταγωνιστής ασκεί, ως δικαιούχος, προσφυγή κατά εγκρίσεως τιμών εκ μέρους της κανονιστικής αρχής δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, με το αιτιολογικό ότι οι εγκριθείσες τιμές πρόσβασης είναι υπερβολικά υψηλές καθόσον δεν έχουν υπολογιστεί με βάση το κόστος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

40      Με μια σειρά ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει διάφορες διατάξεις του κανονισμού 2887/2000 και, ειδικότερα, αυτές που αφορούν την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

41      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα υποβληθέντα ερωτήματα υπάγονται σε τέσσερις διαφορετικές προβληματικές.

42      Η πρώτη αφορά τον ορισμό της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, όπως αυτή διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

43      Η δεύτερη αφορά το πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής, υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

44      Η τρίτη σχετίζεται με την εξουσία εκτιμήσεως των ΕΚΑ στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

45      Η τέταρτη και τελευταία σχετίζεται με δικονομικές πτυχές, ιδίως, με τον δικαστικό έλεγχο, όταν πρόκειται ακριβώς να εφαρμοστεί η εν λόγω αρχή.

46      Σε αυτή συνεπώς τη βάση πρέπει να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

 Επί του δεύτερου και τρίτου ερωτήματος, στοιχεία α΄ έως γ΄, που αφορούν την έννοια του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος

47      Χωρίς να ζητήσει ρητώς από το Δικαστήριο να ορίσει την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο και στις συναφείς εγκαταστάσεις με βάση το κόστος, όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να λάβει θέση, με το δεύτερο ερώτημά του, όσον αφορά το κόστος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να υπολογίζονται οι τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, με το τρίτο ερώτημά του, στοιχείο α΄, όσον αφορά τη βάση υπολογισμού του κόστους αυτού και, με το τρίτο ερώτημά του, στοιχεία β΄ και γ΄, όσον αφορά τη δικαιολόγηση του εν λόγω κόστους.

48      Προκειμένου να δοθούν απαντήσεις στα προαναφερθέντα ερωτήματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 2887/2000 δεν περιέχει ορισμό της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

49      Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός, όπως προκύπτει από το άρθρο του 3, παράγραφος 3, περιορίζεται σε μια γενική διατύπωση, σύμφωνα με την οποία οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης χρεώνουν την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχουν ενδείξεις σχετικά με την αρχή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος στις οδηγίες του ΠΚΠ και, ειδικότερα, στις οδηγίες 97/33 και 98/10 που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και στη συμπλήρωση των οποίων αποσκοπεί ιδίως ο κανονισμός 2887/2000 σύμφωνα με τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική του σκέψη.

51      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, γενικώς, η αρχή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος περιλαμβάνεται σε διάφορες οδηγίες του ΠΚΠ, όπως είναι οι οδηγίες 97/33 και 98/10.

52      Συγκεκριμένα, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/33, που δεν αναφέρεται στις τιμές, αλλά στα τέλη διασύνδεσης, αναφέρει ότι τα τέλη αυτά ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του υπολογισμού με βάση το κόστος.

53      Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/10 προβλέπει ότι τα τιμολόγια για χρήση του σταθερού δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου και των σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών υπηρεσιών ακολουθούν τις βασικές αρχές της κοστοστρεφούς τιμολόγησης που καθορίζονται στο παράρτημα της οδηγίας 90/387.

54      Συναφώς, το σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει ότι οι τιμές πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και, καταρχήν, να υπολογίζονται με βάση το κόστος.

55      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εξαιρουμένων ορισμένων επιμέρους διευκρινίσεων σχετικά με την έννοια ορισμένων μορφών κόστους που περιέχονται στη νομολογία (βλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C‑146/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. I‑9767· της 25ης Νοεμβρίου 2004, C‑109/03, KPN Telecom, Συλλογή 2004, σ. I‑11273, και της 13ης Ιουλίου 2006, C‑438/04, Mobistar, Συλλογή 2006, σ. I‑6675), οι οδηγίες 97/33 και 98/10 δεν παρέχουν κανένα ορισμό της αρχής του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος.

56      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, γενικώς, το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει, σε διάφορους τομείς του κλάδου των τηλεπικοινωνιών, την αρχή του καθορισμού των τιμολογίων ή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος, χωρίς να διευκρινίζει το περιεχόμενο της αρχής αυτής σε κάθε έναν από τους οικείους τομείς, ήτοι ιδίως στη διασύνδεση, στη φωνητική τηλεφωνία ή στον τοπικό βρόχο.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, για να οριστεί η αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το περιεχόμενό της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και οι σκοποί που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση που την προβλέπει.

58      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2877/2000, η αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο επιτρέπει στους νεοεισερχομένους να ανταγωνιστούν τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης παρέχοντας υπηρεσίες μετάδοσης δεδομένων υψηλής ταχύτητας για συνεχή πρόσβαση στο Διαδίκτυο και για εφαρμογές πολυμέσων μέσω της τεχνολογίας ψηφιακής γραμμής συνδρομητή.

59      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 2887/2000 σκοπό έχει να εντείνει τον ανταγωνισμό μέσω της θέσπισης εναρμονισμένων όρων για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστική παροχή ευρέος φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

60      Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει, προς τούτο, μια αρχή σύμφωνα με την οποία οι τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο θα καθορίζονται ελεύθερα, στη λογική μιας ανοιχτής ανταγωνιστικής αγοράς, από τους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης.

61      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, οι τιμές υπολογίζονται από τον κοινοποιημένο φορέα όχι με βάση τη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά με βάση το κόστος με το οποίο αυτός επιβαρύνεται.

62      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, όταν η ΕΚΑ κρίνει ότι η αγορά τοπικής πρόσβασης είναι επαρκώς ανταγωνιστική, απαλλάσσει τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης από την υποχρέωση να υπολογίζουν τις τιμές με βάση το κόστος.

63      Υπό αυτή επίσης την έννοια, στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της συστάσεως 2000/417, η οποία διαλαμβάνεται στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, ενόσω το επίπεδο του ανταγωνισμού στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης δεν επαρκεί για την πρόληψη της υπερβολικής τιμολόγησης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, συνιστάται να ακολουθούν οι τιμές αυτές την αρχή του υπολογισμού με βάση το κόστος.

64      Επομένως, η αρχή της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000 δεν διέπεται από τους κανόνες μιας ανοιχτής ανταγωνιστικής αγοράς που υπακούει στους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Αντιθέτως, η αρχή αυτή επιβάλλει στους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης την υποχρέωση να υπολογίζουν τις τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος για μια συγκεκριμένη περίοδο και με σκοπό να καταστεί δυνατό το σταδιακό άνοιγμα της οικείας αγοράς στον ανταγωνισμό.

65      Δεύτερον, από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι, για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, οι τιμές πρέπει να υπολογίζονται με βάση το κόστος, υπό την έννοια ότι οι κανόνες τιμολόγησης θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο φορέας παροχής του τοπικού βρόχου, εν προκειμένω ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης, όπως είναι η Deutsche Telekom, είναι σε θέση να καλύπτει το αντίστοιχο κόστος με το οποίο έχει ήδη επιβαρυνθεί.

66      Από τις διατάξεις αυτές απορρέει συνεπώς ότι ο κανόνας της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000 επιβάλλει ότι, κατά τον υπολογισμό των τιμών για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη ποσοτικά στοιχεία που σχετίζονται με το κόστος με το οποίο έχει επιβαρυνθεί για τη δημιουργία του βρόχου αυτού.

67      Τρίτον, όπως προκύπτει επίσης από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να αντλεί από τον καθορισμό των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό του βρόχο μια εύλογη αμοιβή προκειμένου να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της τοπικής υποδομής πρόσβασης.

68      Επομένως, στο πλαίσιο της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, η αρχή της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000 παρέχει τη δυνατότητα στον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης να εισπράττει από τους λοιπούς τηλεπικοινωνιακούς φορείς αμοιβή ικανή να του παρέχει τη δυνατότητα, τουλάχιστον, να διασφαλίζει την καλή λειτουργία των τοπικών υποδομών σε περίπτωση αδεσμοποίητης πρόσβασης σε αυτές.

69      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, ερμηνεύεται ως η υποχρέωση που επιβάλλεται στους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο του σταδιακού ανοίγματος της αγοράς των τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό, να υπολογίζουν τις τιμές με βάση το κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκαν για τη δημιουργία του τοπικού βρόχου, αντλώντας ταυτοχρόνως από τον καθορισμό των εν λόγω τιμών μια εύλογη αμοιβή προκειμένου να εξασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός των υφισταμένων τηλεπικοινωνιακών υποδομών.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, που αφορά το κόστος

70      Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι ο κανονισμός 2887/2000 δεν περιέχει καμία διάταξη που να αναφέρει τα κόστη που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης προτείνει τιμές για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο.

71      Ωστόσο, όπως ιδίως αναφέρθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, από τον συνδυασμό της ενδέκατης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 2887/2000 και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης προτείνει τις τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος με το οποίο έχει ήδη επιβαρυνθεί για τη δημιουργία του τοπικού δικτύου και, διά της αμοιβής που εισπράττει, εξασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα του εν λόγω δικτύου.

72      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να παράσχει στους λοιπούς φορείς τηλεπικοινωνιών αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης μετακυλίει στις προτεινόμενες τιμές το κόστος που συνδέεται με τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, το κόστος με το οποίο ο κοινοποιημένος φορέας χρειάστηκε να επιβαρυνθεί στο πλαίσιο των επενδύσεων που πραγματοποίησε για τη δημιουργία αυτών των τοπικών υποδομών.

73      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, πρώτον, από το παράρτημα IV της οδηγίας 97/33, που αναφέρει επί παραδείγματι τα στοιχεία των τελών διασύνδεσης, ήτοι των πραγματικών τελών που πρέπει να καταβάλουν τα διασυνδεόμενα μέρη. Το παράρτημα αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα έξοδα με τα οποία μπορεί να καλυφθεί η δημιουργία της φυσικής διασύνδεσης, το κόστος μίσθωσης που καλύπτει τη συνεχή χρήση του εξοπλισμού και των πόρων, το μεταβλητό κόστος των βοηθητικών και συμπληρωματικών υπηρεσιών, καθώς και το κόστος που συνδέεται με την κίνηση.

74      Στο πλαίσιο αυτό, το παράρτημα V της ίδιας οδηγίας περιλαμβάνει, δεύτερον, ενδεικτικά, ένα κατάλογο των μορφών κόστους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού των τελών διασύνδεσης και οι οποίες σχετίζονται με τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις, όπως είναι τα κόστη που αφορούν τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τα υλικά και για το σύστημα διασύνδεσης.

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν οι υπολογισθέντες τόκοι και οι υπολογισθείσες αποσβέσεις περιλαμβάνονται στα κόστη που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν πρέπει να καθοριστούν οι τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο σύμφωνα με την αρχή του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

76      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με το ερώτημά του γενικώς στους υπολογισθέντες τόκους και στις υπολογισθείσες αποσβέσεις, από την απόφαση περί παραπομπής, από το πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να εξεταστεί, κατ’ ουσίαν, αν οι τόκοι που συνδέονται με το επενδεδυμένο κεφάλαιο, καθώς και οι αποσβέσεις των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία των τοπικών τηλεπικοινωνιακών υποδομών αποτελούν τμήμα του κόστους αυτού.

77      Όσον αφορά τους τόκους που συνδέονται με το επενδεδυμένο κεφάλαιο, πρόκειται για κόστος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να καθοριστούν οι τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο σύμφωνα με την αρχή του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000. Συγκεκριμένα, το κόστος αυτό αντιπροσωπεύει το εισόδημα που θα παρήγε το εν λόγω κεφάλαιο αν δεν είχε επενδυθεί στον τοπικό βρόχο.

78      Το αυτό ισχύει για τους τόκους που συνδέονται με τα δάνεια, που αντιπροσωπεύουν, στην πραγματικότητα, το κόστος του δανεισμού στο πλαίσιο των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν για τη δημιουργία του τοπικού βρόχου.

79      Όσον αφορά τις αποσβέσεις των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του τοπικού δικτύου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο συνυπολογισμός των αποσβέσεων αυτών καθιστά δυνατή τη συνεκτίμηση της μειώσεως της πραγματικής αξίας των στοιχείων αυτών του ενεργητικού και συνιστά κόστος για τον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης.

80      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι εν λόγω αποσβέσεις αφορούν τις επενδύσεις που πραγματοποίησε ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης για τη δημιουργία του τοπικού βρόχου και, συνεπώς, εμπίπτουν στο κόστος εκμεταλλεύσεως που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με την αρχή της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

81      Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το παράρτημα V της οδηγίας 97/33 που προβλέπει ότι, μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο σύστημα κοστολογήσεως περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι λογιστικές συμβάσεις που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του κόστους που καλύπτει το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης μεγάλων κατηγοριών παγίων στοιχείων ενεργητικού.

82      Στην ίδια κατεύθυνση κινείται, επίσης, η σύσταση 98/322, της οποίας το παράρτημα που αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή του λογιστικού διαχωρισμού αναφέρεται, στο σημείο του 4, στο λειτουργικό κόστος των φορέων εκμετάλλευσης και περιλαμβάνει μεταξύ των εξόδων, συνεπώς, των πραγματοποιηθεισών δαπανών τις αποσβέσεις.

83      Το ίδιο σημείο του παραρτήματος της συστάσεως 98/322 αναφέρει επίσης τη διαδικασία καταλογισμού του κόστους, που περιγράφεται στο σημείο 3 του παραρτήματος αυτού, διευκρινίζοντας ότι η διαδικασία αυτή αφορά τόσο το λειτουργικό κόστος όσο και το κόστος κεφαλαίου και, συναφώς, αναφέρει ρητώς τις αποσβέσεις ως συνιστώσες κατηγορία λειτουργικού κόστους.

84      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι τόκοι που συνδέονται με τα επενδεδυμένα κεφάλαια και τις αποσβέσεις των παγίων στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του τοπικού βρόχου αποτελούν τμήμα του κόστους που πρέπει να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό α΄, που αφορά τη βάση υπολογισμού του κόστους

85      Το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να λάβει θέση επί του ζητήματος αν η βάση υπολογισμού του κόστους, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, αποτελείται από την αξία αντικατάστασης των στοιχείων του ενεργητικού μετά από την αφαίρεση των αποσβέσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία της εκτιμήσεως ή αποκλειστικά από την τρέχουσα αξία αντικατάστασης που εκφράζεται σε τρέχουσες τιμές κατά την ημερομηνία εκτιμήσεως.

86      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η βάση υπολογισμού του κόστους πρέπει να στηρίζεται στο κόστος που αντιπροσωπεύει η εκ μέρους φορέα εκμετάλλευσης, άλλου πλην του κοινοποιημένου φορέα, κατασκευή μιας νέας τοπικής υποδομής πρόσβασης για την παροχή ισοδύναμων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (στο εξής: τρέχον κόστος) ή στο κόστος με το οποίο πράγματι επιβαρύνθηκε ο κοινοποιημένος φορέας λαμβάνοντας υπόψη τις ήδη πραγματοποιηθείσες αποσβέσεις (στο εξής: ιστορικό κόστος).

87      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 2887/2000 δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικά με τη βάση υπολογισμού του κόστους που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού των τιμών αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν οι οδηγίες 97/33 και 98/10, στη συμπλήρωση των οποίων αποσκοπεί ο κανονισμός 2887/2000, περιέχουν σχετικές ενδείξεις.

89      Πρώτον, συναφώς, η Deutsche Telekom, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Bundesrepublik Deutschland, ως διάδικος στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποστηρίζουν ότι, μολονότι δεν υπάρχουν ενδείξεις στον κανονισμό 2887/2000 και στις οδηγίες του ΠΚΠ που εφαρμόζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπάρχουν ωστόσο σημαντικές ενδείξεις για το ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε μια μέθοδο στηριζόμενη στο τρέχον κόστος.

90      Σχετικές ενδείξεις απορρέουν, πρώτον, από το σημείο 6 της συστάσεως 98/195, που προβλέπει ότι ο καταλογισμός του κόστους βάσει κλάδων δραστηριότητας λαμβάνει υπόψη μάλλον το τρέχον παρά το ιστορικό κόστος. Από το ίδιο σημείο της συστάσεως αυτής προκύπτει επίσης ότι οι ΕΚΑ επιβάλλουν στους κοινοποιημένους φορείς τους προθεσμίες για την εφαρμογή νέων συστημάτων κοστολόγησης στηριζομένων στο τρέχον κόστος όταν δεν ισχύουν ήδη τέτοια συστήματα.

91      Το αυτό ισχύει, δεύτερον, όσον αφορά το σημείο 4 της συστάσεως 98/322, που προβλέπει ότι η αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού του δικτύου σε μελλοντοστραφή ή τρέχουσα αξία ενός αποδοτικού φορέα αποτελεί κύριο στοιχείο της μεθόδου λογιστικής καταγραφής τρέχοντος κόστους.

92      Στο πλαίσιο αυτό, τρίτον, η σύσταση 2000/417 επιβεβαιώνει τις προαναφερθείσες ενδείξεις, προβλέποντας στο άρθρο της 1, παράγραφος 6, ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να λαμβάνεται υπόψη το τρέχον κόστος, ήτοι το κόστος που αντιπροσωπεύουν κατά τον χρόνο της αξιολογήσεως του δικτύου η κατασκευή μιας αποτελεσματικής ισοδύναμης σύγχρονης υποδομής και η παροχή αυτού του είδους υπηρεσίας.

93      Υπό την έννοια αυτή, τέταρτον, η ανακοίνωση 2000/C 272/10 αναφέρεται επίσης στο σημείο της 6, που επιγράφεται «Καθήκοντα των εθνικών κανονιστικών αρχών και των αρχών ανταγωνισμού», στο σύστημα τιμολόγησης που στηρίζεται στο τρέχον κόστος.

94      Για να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία αυτή, πρέπει να ληφθεί ως βάση η σύσταση 2000/417, η οποία αφορά, σε σχέση με τις άλλες προαναφερθείσες συστάσεις, ιδίως την αδεσμοποίητη πρόσβαση και αναφέρεται ταυτόχρονα στις οδηγίες 97/33 και 98/10. Συγκεκριμένα, έστω και αν οι συστάσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν τις συστάσεις υπόψη για την επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους, ιδίως όταν αυτές φωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί με σκοπό την εφαρμογή των εν λόγω συστάσεων ή όταν οι συστάσεις αυτές αποσκοπούν στη συμπλήρωση κοινοτικών διατάξεων δεσμευτικού χαρακτήρα (βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C-322/88, Grimaldi, Συλλογή 1989, σ. 4407, σκέψη 18, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑207/01, Altair Chimica, Συλλογή 2003, σ. I‑8875, σκέψη 41). Το άρθρο 1, παράγραφος 6, της συστάσεως 2000/417 προβλέπει την αρχή μιας μελλοντοστραφούς προσέγγισης στηριζόμενης στο τρέχον κόστος. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, η προσέγγιση αυτή θα ενισχύσει τον δίκαιο και βιώσιμο ανταγωνισμό και θα παράσχει νέα επενδυτικά κίνητρα.

95      Ωστόσο, από την ίδια αυτή διάταξη προκύπτει σαφώς ότι δεν αποκλείεται κάποια άλλη προσέγγιση, ιδίως για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που στηρίζονται στο ιστορικό κόστος. Έτσι, η ΕΚΑ είναι σε θέση να λάβει υπόψη κάθε συγκεκριμένη κατάσταση του ανταγωνισμού.

96      Δεύτερον, η Deutsche Telekom, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Bundesrepublik Deutschland, ως διάδικος στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι δεν προκύπτει από το κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στην υπόθεση της κύριας δίκης ότι η βάση υπολογισμού του κόστους πρέπει να στηρίζεται στο τρέχον κόστος, οικονομικοί λόγοι αφορώντες τον τηλεπικοινωνιακό τομέα επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση, όπως το αποδεικνύει η πρακτική την οποία ακολουθούν ορισμένα κράτη μέλη, μια μέθοδο υπολογισμού στηριζόμενη αποκλειστικά στο κόστος αυτό.

97      Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της τεχνολογικής εξέλιξης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, δεν αποκλείεται το τρέχον κόστος ορισμένων επενδύσεων, που συνδέονται ιδίως με τα υλικά του δημιουργηθέντος δικτύου, να ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι κατώτερο του ιστορικού κόστους.

98      Επομένως, η δυνατότητα του κοινοποιημένου φορέα να λάβει ως βάση του υπολογισμού του κόστους αποκλειστικά το τρέχον κόστος των επενδύσεών του του επιτρέπει, στην πραγματικότητα, να επιλέγει το κόστος που θα μπορούσε να του παρέχει τη δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο στο υψηλότερο επίπεδο και να μη λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία τιμολόγησης που θα ωφελούσαν τους δικαιούχους. Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοποιημένος φορέας θα μπορούσε στην πραγματικότητα να καταστρατηγήσει τους κανόνες που αφορούν τον καθορισμό των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

99      Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι μια μέθοδος υπολογισμού στηριζόμενη αποκλειστικά στο τρέχον κόστος ομοίως δεν αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

100    Τρίτον, η Arcor υποστηρίζει ότι ως βάση υπολογισμού πρέπει να λαμβάνεται το ιστορικό και όχι το τρέχον κόστος, καθόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ένας δικαιούχος, κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000, θα είχε την υποχρέωση να καταβάλει στον κοινοποιημένο φορέα μια υπερβολικά υψηλή τιμή λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας των τοπικών υποδομών πρόσβασης, χωρίς να αποκλείεται, εξάλλου, το ενδεχόμενο να έχει ήδη αποσβεστεί το δίκτυο.

101    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, κατ’ αρχάς, ότι η αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο παρέχει στους νέους φορείς εκμετάλλευσης των τηλεπικοινωνιών, εφόσον δεν έχουν δικές τους υποδομές, να ανταγωνίζονται τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης χρησιμοποιώντας τις υποδομές των τελευταίων αυτών. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000, θα ήταν αδύνατον να ανοιχτεί ταχέως ο τηλεπικοινωνιακός τομέας στον ανταγωνισμό αν αναμενόταν η απόκτηση εκ μέρους κάθε οικείου φορέα εκμετάλλευσης της δυνατότητας να κατασκευάσει τις δικές του τοπικές υποδομές.

102    Με σκοπό ακριβώς να αποφευχθεί μια νέα στρέβλωση του ανταγωνισμού συνδεόμενη με την απουσία νέων δικτύων για τους φορείς εκμετάλλευσης, πέραν των κοινοποιημένων φορέων, ο κανονισμός 2887/2000 προέβλεψε την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να υπομνησθεί, εν συνεχεία, ότι ο κανόνας τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα στον φορέα παροχής του τοπικού βρόχου να καλύψει το σχετικό κόστος, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως εύλογη αμοιβή προκειμένου να εξασφαλίσει την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της τοπικής υποδομής πρόσβασης.

104    Κατά συνέπεια, αν, όπως ισχυρίζεται η Arcor, για την εφαρμογή του κανόνα τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, η βάση υπολογισμού του κόστους στηριζόταν αποκλειστικά στο ιστορικό κόστος, πράγμα που δυνητικά, ανάλογα με την ηλικία του δικτύου, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να ληφθεί υπόψη ένα οιονεί αποσβεσθέν δίκτυο, και συνεπώς να καθορισθεί μια πολύ χαμηλή τιμή, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης θα αντιμετώπιζε μια κατάσταση χαρακτηριζόμενη από αδικαιολόγητα μειονεκτήματα.

105    Αφενός, θα είχε την υποχρέωση να ανοίξει το δίκτυό του στους ανταγωνιστές του και, κατά συνέπεια, να υποστεί την ενδεχόμενη απώλεια τμήματος της πελατείας του.

106    Αφετέρου, η αμοιβή την οποία θα εισέπραττε ως αντάλλαγμα για την παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο δεν θα του παρείχε τη δυνατότητα να αντλήσει ένα εύλογο κέρδος από την πράξη αυτή, χωρίς να λησμονείται ότι θα όφειλε, όπως αναφέρει η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2887/2000, να εξασφαλίσει την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της τοπικής υποδομής.

107    Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι το κόστος που συνδέεται με τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό της τοπικής υποδομής υπολογίζεται σε κάθε περίπτωση με βάση την πραγματική αξία των παγίων στοιχείων του ενεργητικού του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης.

108    Επομένως, η βάση υπολογισμού του κόστους που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στο ιστορικό κόστος, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης θα περιερχόταν, σε σχέση με τον δικαιούχο, σε κατάσταση χαρακτηριζόμενη από αδικαιολόγητα μειονεκτήματα, στην αποφυγή των οποίων αποσκοπεί ακριβώς ο κανονισμός 2887/2000. Συγκεκριμένα, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να παράσχει τη δυνατότητα ταυτόχρονα στους δικαιούχους και στον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης να δραστηριοποιούνται στην αγορά, προκειμένου να υπάρξει μεσοπρόθεσμα ένας κανονικός ανταγωνισμός.

109    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, στον κανονισμό 2887/2000 και στις οδηγίες 97/33 και 98/10, δεν υφίσταται ένδειξη υπέρ μιας μεθόδου υπολογισμού στηριζομένης αποκλειστικά στη βάση του τρέχοντος ή του ιστορικού κόστους και ότι το να λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη η μία ή η άλλη βάση μπορεί να διακυβεύσει τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός, ήτοι την ενίσχυση του ανταγωνισμού με τη δημιουργία εναρμονισμένων προϋποθέσεων αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, προκειμένου να ευνοηθεί η ανταγωνιστική παροχή ενός ευρέος φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί, ανεξάρτητα από την αναφορά που κάνει το αιτούν δικαστήριο στο τρέχον και στο ιστορικό κόστος, αν υφίστανται, στις οδηγίες 97/33 και 98/10, στη συμπλήρωση των οποίων αποσκοπεί ο κανονισμός 2887/2000, άλλες ενδείξεις που να αφορούν τη βάση υπολογισμού του κόστους.

111    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 97/33, οι τιμές πρέπει να προωθούν την παραγωγικότητα και να ενθαρρύνουν την είσοδο στην αγορά αποδοτικών και βιώσιμων φορέων εκμετάλλευσης και δεν πρέπει να είναι κατώτερες ενός ορίου καθοριζομένου βάσει του μακροπρόθεσμου οριακού κόστους και σύμφωνα με μεθόδους κατανομής και καταλογισμού του κόστους στηριζομένης στο πραγματικό κόστος ούτε ανώτερες ενός ορίου καθοριζομένου από το κόστος που αντιστοιχεί στην παροχή της εν λόγω διασύνδεσης.

112    Υπό την έννοια αυτή επίσης, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι τα τέλη διασύνδεσης ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του υπολογισμού με βάση το κόστος και ότι το βάρος της αποδείξεως ότι τα τέλη καθορίζονται με βάση το πραγματικό κόστος, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου ποσοστού απόδοσης της επένδυσης, το φέρει ο οργανισμός ο οποίος παρέχει τη διασύνδεση με τις εγκαταστάσεις του.

113    Ομοίως, το παράρτημα IV της οδηγίας 97/33 ορίζει ως τέλη διασύνδεσης τα πραγματικά τέλη που πρέπει να καταβάλλουν τα διασυνδεόμενα μέρη.

114    Στο παράρτημα V της οδηγίας 97/33, ο κοινοτικός νομοθέτης αναφέρεται στο «χρησιμοποιούμενο τυποποιημένο κόστος» και, κατά τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού του κόστους αυτού, το παράρτημα αυτό αναφέρεται στο «ιστορικό κόστος», βασιζόμενο σε πραγματικές δαπάνες για εξοπλισμό και συστήματα, και στο «προβλεπόμενο κόστος», βασιζόμενο σε υπολογιζόμενο κόστος αντικατάστασης εξοπλισμού ή συστημάτων.

115    Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος απαιτεί τη συνεκτίμηση του πραγματικού κόστους, ήτοι του κόστους που έχει ήδη καταβάλει ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης και του προβλεπομένου κόστους που βασίζεται στον υπολογισμό των εξόδων αντικατάστασης του δικτύου ή ορισμένων στοιχείων του.

116    Ελλείψει ειδικής κοινοτικής ρύθμισης, οι εθνικές κανονιστικές αρχές μπορούν, κατά την εκτίμησή τους, να ορίζουν τους τρόπους καθορισμού της βάσεως υπολογισμού για τη συνεκτίμηση των αποσβέσεων.

117    Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 97/33, που εφαρμόζονται επίσης στον τοπικό βρόχο στο πλαίσιο του κανονισμού 2887/2000, η μέθοδος υπολογισμού του κόστους μπορεί να στηρίζεται ταυτόχρονα στο κόστος που έχει ήδη καταβάλει ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης, πράγμα που προϋποθέτει τη συνεκτίμηση, ως βάση αναφοράς, της ιστορικής αξίας του κόστους, και στο προβλεπόμενο κόστος, πράγμα που δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση, ως βάση αναφοράς, της τρέχουσας αξίας του κόστους.

118    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ΕΚΑ πρέπει να υπολογίζουν το πραγματικό κόστος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

119    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα, υπό α΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, οι ΕΚΑ πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, για τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του κόστους του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης, το πραγματικό κόστος, ήτοι το κόστος που έχει ήδη καταβάλει ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης, καθώς και το προβλεπόμενο κόστος, το οποίο στηρίζεται, ενδεχομένως, σε εκτίμηση των εξόδων αντικατάστασης του δικτύου ή ορισμένων στοιχείων του.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό β΄ και γ΄, που αφορά τη δικαιολόγηση του κόστους

120    Με το τρίτο ερώτημά του, υπό β΄, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να καθορίσει αν το κόστος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000 πρέπει να δικαιολογείται βάσει πλήρων και κατανοητών λογιστικών εγγράφων.

121    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, με το τρίτο ερώτημά του, υπό γ΄, αν το εν λόγω κόστος μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει αξιολογήσεως στηριζομένης σε αναλυτικό υπόδειγμα κόστους «από τη βάση στην κορυφή» ή «από την κορυφή στη βάση». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να καθορίσει, ιδίως, τις μεθοδολογικές απαιτήσεις της αξιολογήσεως αυτής.

–       Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό β΄, που αφορά τα λογιστικά έγγραφα

122    Όσον αφορά τη δικαιολόγηση, βάσει πλήρων και κατανοητών λογιστικών εγγράφων, του κόστους που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός αυτός, καθώς και οι οδηγίες 97/33 και 98/10, δεν περιέχουν κάποια σχετική διάταξη.

123    Η Arcor υποστηρίζει ωστόσο ότι υφίστανται, στο παράρτημα V της οδηγίας 97/33, ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες ο κοινοτικός νομοθέτης αποσκοπεί στην εξασφάλιση της θεσπίσεως συστήματος κοστολόγησης στηριζομένου σε λεπτομερή έγγραφα, για να μην μπορεί ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης να καταστρατηγεί το σύστημα αυτό αποστέλλοντας ελλιπή και ακατανόητα λογιστικά έγγραφα, πράγμα που συνεπάγεται την εκ μέρους των ΕΚΑ χρησιμοποίηση θεωρητικών υποδειγμάτων κοστολόγησης.

124    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο ισχύει, ελλείψει ρητής σχετικής διατάξεως, δεν μπορεί να συναχθεί από το παράρτημα V της οδηγίας 97/33 ότι υφίσταται υποχρέωση δικαιολογήσεως σε όλες τις περιπτώσεις, με πλήρη και κατανοητά έγγραφα, του κόστους που λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

125    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2887/2000 προβλέπει ότι η ΕΚΑ διαθέτει την εξουσία να απαιτεί από τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης την παροχή πληροφοριών σχετικών με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

126    Επομένως, δυνάμει της διατάξεως αυτής, οι ΕΚΑ μπορούν να ζητούν πληροφορίες, τούτο δε ακόμη και όταν πρόκειται για έγγραφα που δικαιολογούν το κόστος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

127    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα, υπό β΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2887/2000, η ΕΚΑ μπορεί να ζητεί από τον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης να της παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα που δικαιολογούν το κόστος το οποίο λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος. Δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν περιέχει διάταξη αφορώσα τα προς έλεγχο λογιστικά έγγραφα, εναπόκειται στις ΕΚΑ και μόνον, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, να εξετάζουν αν, για τις ανάγκες της κοστολόγησης, τα προσκομισθέντα έγγραφα είναι τα πλέον κατάλληλα.

–       Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό γ΄, που αφορά τα αναλυτικά υποδείγματα κόστους

128    Όσον αφορά τα αναλυτικά υποδείγματα κόστους, πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι, στο πλαίσιο του αναλυτικού υποδείγματος κόστους «από τη βάση στην κορυφή», που αποκαλείται επίσης υπόδειγμα «bottom up», πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα αξία των επενδύσεων για την κατασκευή νέου δικτύου. Το υπόδειγμα αυτό στηρίζεται στο κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκε ένας φορέας εκμετάλλευσης για να αποκτήσει και να εκμεταλλευθεί το δίκτυό του. Αντιθέτως, το υπόδειγμα «από την κορυφή στη βάση», που αποκαλείται επίσης «top down», στηρίζεται στο κόστος που πράγματι κατέβαλε ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης.

129    Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι ούτε ο κανονισμός 2887/2000 ούτε οι οδηγίες 97/33 και 98/10 περιέχουν συγκεκριμένες και συγκλίνουσες ενδείξεις σχετικά με το ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

130    Περαιτέρω, η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως 98/322 αναφέρει ότι τα οικονομικά υποδείγματα «από τη βάση στην κορυφή» τελειοποιούνται μεν σε υψηλό βαθμό, πλην όμως παραμένουν ατελή και επομένως συνιστάται για το εγγύς μέλλον συγκερασμός αμφότερων των προσεγγίσεων από την κορυφή στη βάση και από τη βάση στην κορυφή.

131    Επομένως, από τον κανονισμό 2887/2000 και από τα νομοθετήματα του ΠΚΠ που εφαρμόζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει επαρκώς κατά νόμο ο προσανατολισμός του κοινοτικού νομοθέτη υπέρ ενός λογιστικού υποδείγματος «από τη βάση στην κορυφή» ή «από την κορυφή στη βάση».

132    Ελλείψει άλλης διευκρίνισης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κοινοτικό δίκαιο αφήνει στις ΕΚΑ, βάσει του ισχύοντος δικαίου, την επιλογή της χρησιμοποίησης των μεθόδων κοστολόγησης τις οποίες θεωρούν, ανάλογα με την περίπτωση, τις πλέον κατάλληλες.

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η απάντηση στο σχετικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου που αφορά τις μεθοδολογικές απαιτήσεις της αξιολογήσεως που στηρίζεται σε ένα αναλυτικό υπόδειγμα κόστους «από τη βάση στην κορυφή» ή «από την κορυφή στη βάση».

134    Επομένως, στο τρίτο ερώτημα, υπό γ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των ΕΚΑ, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, ελλείψει πλήρων και κατανοητών λογιστικών εγγράφων, να καθορίζουν το κόστος στηριζόμενες σε ένα αναλυτικό υπόδειγμα κόστους «από τη βάση στην κορυφή» ή «από την κορυφή στη βάση».

 Επί του πρώτου ερωτήματος, που αφορά το πεδίο εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος

135    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000 έχει την έννοια ότι η αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, συνιστά ελάχιστη απαίτηση από την οποία η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών δεν μπορεί να αποστεί εις βάρος των δικαιούχων.

136    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000, ο κανονισμός αυτός δεν θίγει τα δικαιώματα των κρατών μελών να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τα οποία περιλαμβάνουν λεπτομερέστερες διατάξεις από εκείνες του εν λόγω κανονισμού ή/και βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού αυτού, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, άλλα είδη πρόσβασης σε τοπικές υποδομές.

137    Όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο αυτό απλώς προβλέπει γενικώς ότι οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης υπολογίζουν τις τιμές της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

138    Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των προαναφερθεισών διατάξεων του κανονισμού 2887/2000 και του πλαισίου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο αν λεπτομερή εθνικά μέτρα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, μπορούν να καθιστούν ανεφάρμοστη την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

139    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, πρώτον, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000 παρέχει, βεβαίως, τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα περιέχοντα λεπτομερέστερες διατάξεις από αυτές του κανονισμού αυτού και, ειδικότερα, τις διατάξεις που αφορούν την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

140    Μια τέτοια διάταξη δεν μπορεί ωστόσο να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι παρέχει την ευχέρεια στα κράτη μέλη, με τη διατήρηση ή τη θέσπιση εθνικών μέτρων, να παρεκκλίνουν από την εν λόγω αρχή.

141    Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στο οικείο κράτος μέλος να συμπληρώνει, με λεπτομερείς εθνικές διατάξεις, τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού αυτού, εν προκειμένω αυτές που αφορούν την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, και όχι να παρεκκλίνει από τις διατάξεις αυτές.

142    Η ευχέρεια την οποία παρέχει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000 στο οικείο κράτος μέλος επιβάλλεται λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 48 και 49 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αφορά τον ορισμό της εν λόγω αρχής.

143    Συνεπώς, η δυνατότητα διατηρήσεως ή λήψεως μέτρων περιεχόντων λεπτομερέστερες διατάξεις, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000, παρέχει το δικαίωμα στα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις δυνάμενες να συγκεκριμενοποιήσουν την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές τηρούν τα όρια που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

144    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έκδοση του εν λόγω κανονισμού πραγματοποιήθηκε, όπως αναφέρεται στη δέκατη τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, στο πλαίσιο δε αυτό αναφέρεται ρητώς ότι τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα θεσπίσεως των ειδικών κανόνων στον εν λόγω τομέα.

145    Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προβάλλουν το επιχείρημα ότι η αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος θα μπορούσε να μην εφαρμοστεί λόγω των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000, καθόσον οι εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι τα άρθρα 24 του TKG 1996 και τα άρθρα 2 και 3 της TEntgV, συνιστά λεπτομερή εφαρμογή της αρχής αυτής.

146    Αντιθέτως, υποστηρίχθηκε ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης αρχή τιμολόγησης πρέπει να συγκεκριμενοποιείται από εθνικές διατάξεις στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν συναφώς τα κράτη μέλη και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε εν προκειμένω υπέρβαση αυτού του περιθωρίου εκτιμήσεως.

147    Υπό τις συνθήκες αυτές, τίθεται, δεύτερον, το ερώτημα αν οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις, όπως είναι τα άρθρα 24 του TKG 1996 και 2 και 3 της TEntgV, συνιστούν λεπτομερείς διατάξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000.

148    Είναι αναμφίβολο ότι από την ανάγνωση και μόνον των εθνικών αυτών διατάξεων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για λεπτομερείς διατάξεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού.

149    Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις θέτουν σε εφαρμογή, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος μέσω τεχνικών μέτρων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τα τέλη και τα έγγραφα που πρέπει να προσκομίζονται από την επιχείρηση η οποία έχει υποβάλει αίτηση εγκρίσεως τιμών.

150    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000, να θεσπίζουν λεπτομερή εθνικά μέτρα δεν μπορεί να καθιστά ανεφάρμοστη την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό ε΄, που αφορά την εξουσία εκτιμήσεως των ΕΚΑ στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος

151    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 2887/2000, που επιγράφεται «Εποπτεία από την [ΕΚΑ]», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, ότι η ΕΚΑ μεριμνά ώστε η τιμολόγηση της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο να ευνοεί την ύπαρξη δίκαιων και βιώσιμων συνθηκών ανταγωνισμού.

152    Συναφώς, η παράγραφος 2 του ίδιου αυτού άρθρου αναφέρει ότι η ΕΚΑ διαθέτει την εξουσία, αφενός, να επιβάλλει αλλαγές στην προσφορά αναφοράς για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και στις συναφείς εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμών, όπου αυτές οι αλλαγές δικαιολογούνται, και, αφετέρου, να απαιτεί από τους κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης την παροχή πληροφοριών σχετικών με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

153    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ΕΚΑ διαθέτουν ευρεία εξουσία παρεμβάσεως στις διάφορες πτυχές της τιμολόγησης για την παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, η οποία φθάνει μέχρι την τροποποίηση των τιμών και συνεπώς των προτεινομένων τιμολογίων.

154    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με την αρχή που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, το επίπεδο των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο πρέπει να καθορίζεται με βάση το πραγματικό κόστος, ήτοι το ήδη καταβληθέν κόστος και το προβλεπόμενο κόστος με τα οποία επιβαρύνεται ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης.

155    Υπό τις συνθήκες αυτές, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ευρεία εξουσία που αναγνωρίζει ο κανονισμός 2887/2000 στις ΕΚΑ, όσον αφορά την εκτίμηση των τιμολογιακών πτυχών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, αφορά και την εκτίμηση του κόστους με το οποίο έχει επιβαρυνθεί ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης.

156    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ευρεία εξουσία την οποία διαθέτουν οι ΕΚΑ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2887/2000 αφορά και το κόστος που λαμβάνεται υπόψη, όπως είναι οι τόκοι που συνδέονται με το επενδεδυμένο κεφάλαιο και οι αποσβέσεις των παγίων στοιχείων του ενεργητικού, η βάση υπολογισμού του κόστους αυτού, καθώς και τα υποδείγματα λογιστικής δικαιολόγησης του εν λόγω κόστους.

157    Περαιτέρω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο των ευρειών εξουσιών που τους αναγνωρίζουν οι διατάξεις αυτές, οι ΕΚΑ διαθέτουν επίσης αρμοδιότητες για να κινήσουν τη διαδικασία ελέγχου της τιμολόγησης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, υπό την έννοια ότι μπορούν να ζητούν πληροφορίες αφορώσες, μεταξύ άλλων, το καταβληθέν κόστος στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος.

158    Επομένως, ο κανονισμός 2887/2000 παρέχει στις ΕΚΑ όχι μόνον ευρεία εξουσία, αλλά και κατάλληλα μέσα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την καλή εφαρμογή της αρχής την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

159    Επομένως, στο τρίτο ερώτημα, υπό ε΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2887/2000 προκύπτει ότι, κατά την εξέταση των τιμών των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό τους βρόχο με γνώμονα την αρχή της τιμολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, οι ΕΚΑ διαθέτουν ευρεία εξουσία καλύπτουσα την εκτίμηση των διαφόρων πτυχών των τιμολογίων αυτών, η οποία εκτείνεται μέχρι την τροποποίηση των τιμών και συνεπώς των προτεινομένων τιμολογίων. Η ευρεία αυτή εξουσία αφορά επίσης το κόστος που έχουν καταβάλει οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης, όπως είναι οι τόκοι που συνδέονται με το επενδεδυμένο κεφάλαιο και οι αποσβέσεις των παγίων στοιχείων του ενεργητικού, η βάση υπολογισμού αυτών, καθώς και τα υποδείγματα λογιστικής δικαιολόγησης του εν λόγω κόστους.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό δ΄, στ΄, ζ΄ και η΄, που αφορά τις διαδικαστικές πτυχές που συνδέονται με την εφαρμογή της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος

160    Το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο , πρώτον, να λάβει θέση επί του εύρους του δικαστικού ελέγχου όσον αφορά τις διατάξεις των ΕΚΑ σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της τιμολόγησης που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

161    Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη δυνατότητα των τηλεπικοινωνιακών φορέων εκμετάλλευσης που εμπίπτουν στην κατηγορία των δικαιούχων κατά τον κανονισμό 2887/2000, ήτοι των τρίτων ανταγωνιστών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, να μπορούν να προσβάλουν δικαστικώς τις αποφάσεις των ΕΚΑ που εγκρίνουν τις τιμές των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό τους βρόχο.

162    Στο πλαίσιο αυτό τίθεται, τρίτον και τέλος, το ερώτημα σχετικά με το ποιος φέρει, ιδίως σε μια ένδικη διαδικασία ή ακόμη και κατά τη διαδικασία εποπτείας που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 2887/2000, το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό δ΄, που αφορά το εύρος του δικαστικού ελέγχου

163    Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι ούτε ο κανονισμός 2887/2000 ούτε οι οδηγίες του ΠΚΠ προβλέπουν εναρμόνιση των εθνικών κανόνων που αφορούν τις εφαρμοστέες ένδικες διαδικασίες ούτε, στο πλαίσιο αυτό, το εύρος του δικαστικού ελέγχου ανάλογα με την περίπτωση.

164    Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Bundesrepublik Deutschland, ως διάδικος της κύριας δίκης, και η Deutsche Telekom αντλούν επιχειρήματα από τη νομολογία σύμφωνα με την οποία, οσάκις το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα της Κοινότητας ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων που πραγματοποιούν στον οικείο τομέα, ο ενδεχόμενος έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν τα επίμαχα μέτρα είναι πλημμελή λόγω πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας ή του αν το οικείο θεσμικό όργανο υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας του εκτιμήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 1999, C‑120/97, Upjohn, Συλλογή 1999, σ. I‑223, σκέψη 34, καθώς και της 9ης Ιουνίου 2005, C‑211/03, C‑299/03 και C‑316/03 έως C‑318/03, HLH Warenvertrieb και Orthica, Συλλογή 2005, σ. I‑5141, σκέψη 75).

165    Με την κατ’ αναλογία μεταφορά της νομολογίας αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης, υποστηρίζεται ότι οι εκτιμήσεις που πραγματοποιούν οι ΕΚΑ όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, ήτοι οι εκτιμήσεις που αφορούν το κόστος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, τον υπολογισμό του και τη λογιστική δικαιολόγηση του κόστους αυτού στην περίπτωση πλασματικής εκτίμησης των τοπικών τηλεπικοινωνιακών υποδομών, συνιστούν πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις και, κατά συνέπεια, ο έλεγχος του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να είναι επίσης περιορισμένος.

166    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2004, C‑30/02, Recheio – Cash & Carry, Συλλογή 2004, σ. I‑6051, σκέψη 17, και της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

167    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Arcor και, σε γενικότερο πλαίσιο, η Λιθουανική Κυβέρνηση, από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη και από τα άρθρα 3, παράγραφοι 2 και 3, και 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000 προκύπτει ότι οι ΕΚΑ πρέπει να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο υπό διαφανείς, δίκαιες και μη συνεπαγόμενες διακρίσεις συνθήκες.

168    Επομένως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διασφαλίσει την τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον κανονισμό 2887/2000 όσον αφορά την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο σύμφωνα με κανόνες σύμφωνους προ την αρχή της τιμολόγησης που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, τούτο δε υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

169    Επομένως, το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν τη θέσπιση ενός συγκεκριμένου τρόπου ελέγχου όσον αφορά τις αποφάσεις των ΕΚΑ σχετικά με τις τιμές του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης για την πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο.

170    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο δ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι στα κράτη μέλη εναπόκειται αποκλειστικά, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτοτέλειας που διαθέτουν, να καθορίζουν, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, το αρμόδιο δικαστήριο, τη φύση της διαφοράς και, κατά συνέπεια, τους κανόνες που διέπουν τον έλεγχο του δικαστηρίου όσον αφορά τις αποφάσεις των ΕΚΑ σχετικά με την έγκριση των τιμών των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό τους βρόχο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίζει ότι τηρούνται πράγματι οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον κανονισμό 2887/2000 όσον αφορά την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, σύμφωνα με κανόνες σύμφωνους προς την αρχή της τιμολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, τούτο δε υπό διαφανείς, δίκαιες και μη συνεπαγόμενες διακρίσεις συνθήκες.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό στ΄, σχετικά με το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά των αποφάσεων των ΕΚΑ που αφορούν τις τιμές των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για τη αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό τους βρόχο

171    Στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, υπό στ΄, το Δικαστήριο καλείται, κατ’ ουσίαν, να εξετάσει αν οι δικαιούχοι κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000 μπορούν να προσβάλλουν τις αποφάσεις των ΕΚΑ που εγκρίνουν τις τιμές των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό τους βρόχο, στηριζόμενοι στις απαιτήσεις που απορρέουν από τον υπολογισμό των τιμών με βάση το κόστος.

172    Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί το κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000.

173    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5α, παράγραφος 3, της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί βάσει των οποίων ένα μέρος που θίγεται από την απόφαση της ΕΚΑ έχει δικαίωμα να προσφεύγει σε φορέα ανεξάρτητο των εμπλεκομένων μερών.

174    Η εν λόγω διάταξη απορρέει από την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία προβλέπεται στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και δυνάμει της οποίας τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, C-426/05, Tele2 Telecommunication, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

175    Δεδομένου ότι μια απόφαση της ΕΚΑ που λαμβάνεται σε σχέση με το άρθρο 4 του κανονισμού 2887/2000 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 90/387, το άρθρο 5α, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί να προβλέπει το εθνικό δίκαιο κατάλληλους μηχανισμούς που να παρέχουν τη δυνατότητα στο «μέρος που θίγεται» από την απόφαση αυτή να προσφεύγει σε ανεξάρτητο φορέα. Η εγγύηση αυτή ισχύει τόσο για τον αποδέκτη της εν λόγω αποφάσεως όσο και για τους δικαιούχους κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000.

176    Όσον αφορά το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής εκ μέρους των τρίτων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένας δικαιούχος, ο οποίος δεν είναι αποδέκτη αποφάσεως της ΕΚΑ, αποκτά την ιδιότητα του «θιγομένου μέρους» όταν τα δικαιώματά του θίγονται δυνητικά από μια τέτοια απόφαση λόγω, αφενός, του περιεχομένου της και, αφετέρου, της δραστηριότητας που ασκεί ή σκοπεύει να ασκήσει το μέρος αυτό (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Tele2 Telecommunication, σκέψη 39).

177    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Arcor, δεδομένου ότι συνήψε με τον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης σύμβαση σχετικά με την πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους, αποτελεί θιγόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 5α, παράγραφος 3, της οδηγίας 90/387, λόγω του ότι μια απόφαση της ΕΚΑ σχετική με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον υπολογισμό των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος θίγει οπωσδήποτε τα δικαιώματά της ως μέρους μιας τέτοιας συμβάσεως. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ένας τέτοιος συμβατικός δεσμός, όπως αυτός που υφίσταται στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν απαιτείται για να θίγονται δυνητικά από μια τέτοια απόφαση τα δικαιώματα ενός δικαιούχου.

178    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα, στοιχείο στ΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2887/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 5α, παράγραφος 3, της οδηγίας 90/387, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση των προσφυγών κατά τρόπο τέτοιο ώστε μια απόφαση της ΕΚΑ που αφορά την έγκριση των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο να μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου, όχι μόνον από την επιχείρηση που είναι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, αλλά και από τους δικαιούχους κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται δυνητικά από την απόφαση αυτή.

 Επί του τρίτου ερωτήματος, υπό ζ΄ και η΄, που αφορά το βάρος αποδείξεως

179    Με το τρίτο ερώτημά του, υπό ζ΄ και η΄, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να καθορίσει ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας την οποία προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 2887/2000 ή στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στρεφομένης κατά της αποφάσεως της ΕΚΑ περί εγκρίσεως των εν λόγω τιμών ενός κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης.

180    Όσον αφορά, πρώτον, το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας του άρθρου 4 του κανονισμού 2887/2000, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι ο κανονισμός αυτός, καθώς και η σύσταση 2000/417, δεν περιέχουν καμία διάταξη επί του θέματος αυτού.

181    Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν μπορεί να αντληθεί κάποια σχετική ένδειξη από τις οδηγίες του ΠΚΠ.

182    Συνεπώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/33 προβλέπει ότι το βάρος αποδείξεως ότι τα τέλη υπολογίζονται βάσει του πραγματικού κόστους, συμπεριλαμβανομένου ενός λογικού ποσοστού απόδοσης της επένδυσης, το φέρει ο οργανισμός ο οποίος παρέχει τη διασύνδεση με τις εγκαταστάσεις του.

183    Επομένως, στην οδηγία αυτή υπάρχουν διατάξεις βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας εγκρίσεως των τελών, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να καθορίζει τα ποσοτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η τιμολογιακή του πρόταση.

184    Πέραν αυτής της αναμφισβήτητης διαπιστώσεως στο πλαίσιο του ΠΚΠ, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, αφενός, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να υποβάλλει προς έγκριση τις τιμές του στην ΕΚΑ και ότι, αφετέρου, είναι ο μόνος που μπορεί να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος που σχετίζεται με τη δημιουργία του δικτύου του.

185    Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η προτεινόμενη τιμολόγηση αφορούν πρωτίστως τον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο τελευταίος αυτός οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας του άρθρου 4 του κανονισμού 2887/2000, να προσκομίζει τα αποδεικτικά στοιχεία της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος.

186    Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά, αντιθέτως, τους δικαιούχους κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000.

187    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει κανέναν κανόνα σχετικά με το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίζουν, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες τους, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτείας του άρθρου 4 του κανονισμού 2887/2000, τους εφαρμοστέους κανόνες περί αποδείξεως, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής του βάρους αποδείξεως μεταξύ της ΕΚΑ που έλαβε την απόφαση περί εγκρίσεως των τιμών του κοινοποιημένου φορέα και του δικαιούχου που προσβάλλει την απόφαση αυτή.

188    Όσον αφορά, δεύτερον, το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, στο πλαίσιο μιας ένδικης διαδικασίας στρεφομένης κατά της αποφάσεως της ΕΚΑ περί εγκρίσεως των εν λόγω τιμών ενός κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης, πρέπει να τονιστεί ότι δεν υφίσταται καμία σχετική διευκρίνιση στον κανονισμό 2887/2000 ούτε στο ΠΚΠ.

189    Επομένως, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα κανόνα σχετικά με το βάρος αποδείξεως της τηρήσεως της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο μιας τέτοιας ένδικης διαδικασίας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν, σύμφωνα με τους δικονομικούς τους κανόνες, τους εφαρμοστέους κανόνες περί αποδείξεως, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής του βάρους αποδείξεως μεταξύ της ΕΚΑ που έλαβε την απόφαση περί εγκρίσεως των τιμών του κοινοποιημένου φορέα και του μέρους που προσβάλλει την απόφαση αυτή.

190    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να ασκηθεί άνευ τηρήσεως των κοινοτικών αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας της δικαστικής προστασίας.

191    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι κανόνες περί αποδείξεως, ιδίως οι κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως, που εφαρμόζονται στις προσφυγές που αφορούν διαφορές σχετικές με παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, πρώτον, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικού δικαίου και, δεύτερον, δεν καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους των ιδιωτών άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000, C‑228/98, Dounias, Συλλογή 2000, σ. I‑577, σκέψη 69 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

192    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα, υπό ζ΄ και η΄, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 2887/2000 έχει την έννοια ότι, κατά τη διαδικασία εποπτείας της τιμολόγησης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο που διενεργεί η ΕΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να προσκομίζει την απόδειξη ότι οι τιμές του τηρούν την αρχή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος. Αντιθέτως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ της ΕΚΑ που έλαβε την απόφαση περί εγκρίσεως των τιμών του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης και του δικαιούχου που προσβάλλει την απόφαση αυτή. Εναπόκειται, επίσης, στα κράτη μέλη να καθορίζουν, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες τους και τηρουμένων των κοινοτικών αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας της δικαστικής προστασίας, τους κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως κατά την προσβολή ενώπιον δικαστηρίου μιας αποφάσεως της ΕΚΑ περί εγκρίσεως των τιμών κοινοποιουμένου φορέα εκμετάλλευσης για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

193    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Οι τόκοι που συνδέονται με τα επενδεδυμένα κεφάλαια και τις αποσβέσεις των παγίων στοιχείων του ενεργητικού που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του τοπικού βρόχου αποτελούν τμήμα του κόστους που πρέπει να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο.

2)      Στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 2887/2000, οι εθνικές κανονιστικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, για τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού του κόστους του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης, το πραγματικό κόστος, ήτοι το κόστος που έχει ήδη καταβάλει ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης, καθώς και το προβλεπόμενο κόστος, το οποίο στηρίζεται, ενδεχομένως, σε εκτίμηση των εξόδων αντικατάστασης του δικτύου ή ορισμένων στοιχείων του.

3)      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2887/2000, η εθνική κανονιστική αρχή μπορεί να ζητεί από τον κοινοποιημένο φορέα εκμετάλλευσης να της παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα που δικαιολογούν το κόστος το οποίο λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος. Δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν περιέχει διάταξη αφορώσα τα προς έλεγχο λογιστικά έγγραφα, εναπόκειται στις εθνικές κανονιστικές αρχές και μόνον, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, να εξετάζουν αν, για τις ανάγκες της κοστολόγησης, τα προσκομισθέντα έγγραφα είναι τα πλέον κατάλληλα.

4)      Το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των εθνικών κανονιστικών αρχών, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, ελλείψει πλήρων και κατανοητών λογιστικών εγγράφων, να καθορίζουν το κόστος στηριζόμενες σε ένα αναλυτικό υπόδειγμα κόστους «από τη βάση στην κορυφή» ή «από την κορυφή στη βάση.

5)      Η δυνατότητα που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2887/2000 να θεσπίζουν λεπτομερή εθνικά μέτρα δεν μπορεί να καθιστά ανεφάρμοστη την αρχή του υπολογισμού των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το κόστος, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

6)      Από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2887/2000 προκύπτει ότι, κατά την εξέταση των τιμών των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό τους βρόχο με γνώμονα την αρχή της τιμολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, οι εθνικές κανονιστικές αρχές διαθέτουν ευρεία εξουσία καλύπτουσα την εκτίμηση των διαφόρων πτυχών των τιμολογίων αυτών, η οποία εκτείνεται μέχρι την τροποποίηση των τιμών και συνεπώς των προτεινομένων τιμολογίων. Η ευρεία αυτή εξουσία αφορά επίσης το κόστος που έχουν καταβάλει οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης, όπως είναι οι τόκοι που συνδέονται με το επενδεδυμένο κεφάλαιο και οι αποσβέσεις των παγίων στοιχείων του ενεργητικού, η βάση υπολογισμού αυτών, καθώς και τα υποδείγματα λογιστικής δικαιολόγησης του εν λόγω κόστους.

7)      Στα κράτη μέλη εναπόκειται αποκλειστικά, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτοτέλειας που διαθέτουν, να καθορίζουν, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, το αρμόδιο δικαστήριο, τη φύση της διαφοράς και, κατά συνέπεια, τους κανόνες που διέπουν τον έλεγχο του δικαστηρίου όσον αφορά τις αποφάσεις των εθνικών κανονιστικών αρχών σχετικά με την έγκριση των τιμών των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό τους βρόχο. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίζει ότι τηρούνται πράγματι οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον κανονισμό 2887/2000 όσον αφορά την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, σύμφωνα με κανόνες σύμφωνους προς την αρχή της τιμολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, τούτο δε υπό διαφανείς, δίκαιες και μη συνεπαγόμενες διακρίσεις συνθήκες.

8)      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2887/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 5α, παράγραφος 3, της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση των προσφυγών κατά τρόπο τέτοιο ώστε μια απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής που αφορά την έγκριση των τιμών της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο να μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου, όχι μόνον από την επιχείρηση που είναι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, αλλά και από τους δικαιούχους κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, των οποίων τα δικαιώματα θίγονται δυνητικά από την απόφαση αυτή.

9)      Ο κανονισμός 2887/2000 έχει την έννοια ότι, κατά τη διαδικασία εποπτείας της τιμολόγησης της αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο που διενεργεί η εθνική κανονιστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, ο κοινοποιημένος φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να προσκομίζει την απόδειξη ότι οι τιμές του τηρούν την αρχή του υπολογισμού των τιμών με βάση το κόστος. Αντιθέτως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν την κατανομή του βάρους αποδείξεως μεταξύ της εθνικής κανονιστικής αρχής που έλαβε την απόφαση περί εγκρίσεως των τιμών του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης και του δικαιούχου που προσβάλλει την απόφαση αυτή. Εναπόκειται, επίσης, στα κράτη μέλη να καθορίζουν, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες τους και τηρουμένων των κοινοτικών αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας της δικαστικής προστασίας, τους κανόνες περί κατανομής του βάρους αποδείξεως κατά την προσβολή ενώπιον δικαστηρίου μιας αποφάσεως της εθνικής κανονιστικής αρχής περί εγκρίσεως των τιμών κοινοποιουμένου φορέα εκμετάλλευσης για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό του βρόχο.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.