Language of document : ECLI:EU:F:2008:68

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 23ης Μαΐου 2008

Υπόθεση F-79/07

Kurt-Wolfgang Braun-Neumann

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Συντάξεις – Σύνταξη επιζώντος – Καταβολή μέχρι 50 % λόγω της υπάρξεως δευτέρου επιζώντος συζύγου – Απαράδεκτο – Εκπρόθεσμη ένσταση – Λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως – Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως – Διαχρονική εφαρμογή του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο K.-W. Braun-Neumann ζητεί να καταδικαστεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει, αναδρομικά από 1ης Αυγούστου 2004, το υπόλοιπο ήμισυ της σύνταξης επιζώντος μετά τον θάνατο της συζύγου του G. Mandt, το γένος Neumann, με μηνιαίες καταβολές ποσού 1 670,84 ευρώ, προσαυξημένου με τόκους υπολογιζομένους με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά 3 %.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Κάθε διάδικος φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Παραδεκτό των προσφυγών ή αγωγών – Εκτίμηση βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 77)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Τυπικές προϋποθέσεις – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Ενώ ο κανόνας του άρθρου 77 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, κατά τον οποίο το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) μπορεί, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως και να απορρίψει μια προσφυγή με διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, αποτελεί διαδικαστικό κανόνα που εφαρμόζεται από της θέσεώς του σε ισχύ σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, δεν ισχύει το ίδιο για τους κανόνες που καθιερώνουν λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως οι οποίοι, καθόσον προσδιορίζουν το παραδεκτό μιας προσφυγής, δεν μπορούν να είναι παρά μόνον αυτοί που είναι εφαρμοστέοι κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 33)

2.      Οι προθεσμίες διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής τις οποίες αφορούν τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), που ανταποκρίνονται στην ανάγκη ασφάλειας δικαίου και αποφυγής οιωνδήποτε διακρίσεων ή αυθαίρετων μέτρων κατά την απονομή δικαιοσύνης, είναι δημοσίας τάξεως και η τήρησή τους δεν μπορεί να επαφίεται στη διάθεση των διαδίκων και του δικαστή στον οποίο εναπόκειται να τις ελέγχει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως. Το ότι ένα όργανο απάντησε επί της ουσίας σε μια εκπρόθεσμη διοικητική ένσταση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια παρέκκλιση από τις εν λόγω επιτακτικές προθεσμίες ούτε απαλλαγή του Δικαστηρίου ΔΔ από την υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, την τήρησή τους.

(βλ. σκέψεις 37 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 7 Ιουλίου 1971, 79/70, Müllers κατά ΟΚΕ, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 889, σκέψη 18· 12 Ιουλίου 1984, 227/83, Μούση κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3133, σκέψη 13· 4 Φεβρουαρίου 1987, 276/85, Κλαδάκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 495, σκέψη 11· 29 Ιουνίου 2000, C‑154/99 P, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, Συλλογή 2000, σ. I‑5019, σκέψη 15

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 1991, T‑19/90, Von Hoessle κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1991, σ. II-615, σκέψη 23· 25 Σεπτεμβρίου 1991, T‑54/90, Lacroix κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑749, σκέψη 25· 23 Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 41· 17 Ιανουαρίου 2001, T‑14/99, Kraus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑7 και II‑39, σκέψη 20

ΔΔΔ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑64/05, Veramme κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 20 και 21

3.      Αποτελεί βλαπτική πράξη μια πράξη η οποία επάγεται υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, τροποποιώντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση. Το ότι μια τέτοια πράξη έχει ανεπίσημο χαρακτήρα δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι είναι βλαπτική πράξη, αφού δεν προβλέπεται σχετικώς καμία τυπική προϋπόθεση και η πράξη μπορεί να είναι ακόμη και προφορική.

(βλ. σκέψεις 39 και 47)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 30 Ιουνίου 1993, T‑46/90, Devillez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑699, σκέψη 14· 16 Απριλίου 2002, T‑51/01, Fronia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑43 και II‑187, σκέψη 31

ΔΔΔ: 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 24 Μαΐου 2007, F‑27/06 και F‑75/06, Lofaro κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 57, και κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, υπόθεση T‑293/07 P

4.      Μολονότι είναι ευκταίο να αναφέρονται στο κείμενο μιας βλαπτικής πράξεως τα ένδικα μέσα προσβολής της, καθώς και οι σχετικές προθεσμίες, ελλείψει νομικών κανονιστικών διατάξεων που επιβάλλουν τέτοια υποχρέωση, η μη αναφορά τους δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την προβολή ενστάσεως απαραδέκτου κατά προσφυγής ακυρώσεως της εν λόγω πράξεως και η οποία στηρίζεται στην εκπρόθεσμη άσκηση της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως.

(βλ. σκέψεις 48 και 50)