Language of document : ECLI:EU:F:2010:139

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-31/09

Isabelle Noël

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κατάταξη σε βαθμό — Τοπικοί υπάλληλοι που διορίζονται ως υπάλληλοι — Άρθρο 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Άρθρο 3 του παραρτήματος του ΚΛΠ»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 EΚ και 152 EA, με την οποία η Ι. Noël ζητεί την ακύρωση της από 13 Νοεμβρίου 2006 αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, με την οποία διορίσθηκε ως δόκιμος υπάλληλος στην κατηγορία AST 1, κλιμάκιο 1, καθόσον με την απόφαση αυτή τοποθετήθηκε στη σταδιοδρομία AST 1 έως AST 7.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Κατάταξη σε βαθμό — Τοπικός υπάλληλος που διορίσθηκε υπάλληλος κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31· παράρτημα XIII, άρθρο 10· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, παράρτημα, άρθρα 1 § 1 και 3)

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν παραβιάζεται στην περίπτωση που η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων δικαιολογείται βάσει αντικειμενικού και ευλόγου κριτηρίου και όταν υφίσταται αναλογία μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης και του σκοπού που επιδιώκεται μέσω αυτής της διαφοροποιήσεως, δεδομένου ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται αναλογικώς στην περίπτωση που διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

Βασικός σκοπός της μεταρρυθμίσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ήταν κυρίως να συγχωνευθούν οι παλαιές κατηγορίες Β, C και D στη μοναδική ομάδα καθηκόντων AST. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του επιπέδου προσλήψεως των εν λόγω κατηγοριών, προβλέφθηκε ότι η σταδιοδρομία των υπαλλήλων των παλαιών κατηγοριών C και D περιορίζεται σε ορισμένους βαθμούς, AST 1 έως 7 και AST 1 έως 5 αντιστοίχως, οι οικείοι υπάλληλοι έχουν, ωστόσο, τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε διαδικασία πιστοποιήσεως, προκειμένου να προαχθούν πέραν των βαθμών αυτών. Υπό των πρίσμα των προβληματισμών αυτών, το γεγονός ότι η διοίκηση εξομοιώνει τους τοπικούς υπαλλήλους που διορίζονται υπάλληλοι κατόπιν εσωτερικού διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του παραρτήματος του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, με τους υπαλλήλους της παλαιάς κατηγορίας C ή της παλαιάς κατηγορίας D, αναλόγως των καθηκόντων που αυτοί ασκούσαν, προκειμένου να προσδιορισθεί σε ποια σταδιοδρομία να τοποθετηθούν, δικαιολογείται βάσει αντικειμενικού και εύλογου κριτηρίου, το οποίο συνίσταται στο ότι αποφεύγεται τοπικοί υπάλληλοι επιφορτισμένοι με καθήκοντα ίδια με αυτά υπαλλήλων των παλαιών κατηγοριών C ή D να υφίστανται ευμενέστερη μεταχείριση έναντι αυτών. Επιπλέον, η ως άνω πανομοιότυπη μεταχείριση των τοπικών υπαλλήλων που γίνονται υπάλληλοι και των υπαλλήλων των παλαιών κατηγοριών C ή D πληροί την απαίτηση της αναλογικότητας, καθόσον στη διοίκηση απόκειται να προσδιορίσει, προς τον σκοπό εφαρμογής του άρθρου 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, με ποια κατηγορία της παλαιάς ονοματολογίας εξομοιώνει κάθε τοπικό υπάλληλο, αναλόγως των καθηκόντων που αυτός ασκεί.

(βλ. σκέψη 21)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑165 και II‑A‑1‑911, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία