Language of document : ECLI:EU:F:2010:169

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση F-67/09

Nicolás Angulo Sánchez

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Ειδική άδεια — Σοβαρή ασθένεια ανιόντος — Τρόπος υπολογισμού του αριθμού των ημερών αδείας σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας περισσοτέρων του ενός ανιόντων»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο Ν. Angulo Sánchez ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου και της 8ης Δεκεμβρίου 2008, με τις οποίες απορρίφθηκαν αιτήσεις ειδικής αδείας για σοβαρή ασθένεια ανιόντος.

Απόφαση: Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της 8ης Δεκεμβρίου 2008, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις του προσφεύγοντος για ειδική άδεια, ακυρώνονται. Το Συμβούλιο φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Άδειες — Ειδική άδεια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα V, άρθρο 6)

2.      Υπάλληλοι — Άδειες — Ειδική άδεια για σοβαρή ασθένεια ανιόντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα V, άρθρο 6)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Απορριπτική απόφαση — Αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι — Αλυσιτελής λόγος — Λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από τον μη σύννομο χαρακτήρα του μοναδικού λόγου στον οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση — Απόφαση δυνάμενη νομίμως να στηριχθεί σε άλλο λόγο

1.       Το άρθρο 6 του παραρτήματος V του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) προβλέπει, πέραν της σοβαρής ασθένειας ανιόντος, διάφορες άλλες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να χορηγηθεί στον υπάλληλο ειδική άδεια· πρόκειται για γεγονότα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Ορισμένα από αυτά ενδέχεται να αφορούν, στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους, πλείονα τέκνα ή πλείονες ανιόντες του υπαλλήλου. Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη γέννηση ή τον θάνατο τέκνου, ή τον θάνατο ανιόντος, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό, υπό το πρίσμα του εξαιρετικού χαρακτήρα των γεγονότων αυτών, ότι ο μέγιστος αριθμός ημερών που ορίζει το γράμμα του άρθρου 6 του παραρτήματος V του ΚΥΚ εφαρμόζεται για το σύνολο των γεννήσεων ή για το σύνολο των θανάτων τέκνων ή ανιόντων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαίωμα για ειδική άδεια ισχύει, κατ’ ανάγκη, για κάθε γέννηση τέκνου και για κάθε θάνατο τέκνου ή ανιόντος. Δεδομένου, όμως, ότι το άρθρο 6 του παραρτήματος V του ΚΥΚ δεν προβλέπει διαφορετική μεταχείριση των γεγονότων που απαριθμούνται σε αυτό, συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να επιφυλάξει την ίδια μεταχείριση σε όλα αυτά τα γεγονότα και ότι, επομένως, σε περίπτωση βαριάς ασθένειας ανιόντος, ο υπάλληλος μπορεί να λάβει άδεια δύο ημερών ανά ανιόντα και ανά έτος.

(βλ. σκέψεις 38 έως 42 και 45)

2.      Οσάκις θεσμικό όργανο εκδίδει εσωτερική οδηγία στηριζόμενη στο άρθρο 6, πέμπτη περίπτωση, του παραρτήματος V του ΚΥΚ η οποία προβλέπει τη δυνατότητα υπαλλήλου να λάβει ανανέωση της ειδικής αδείας του για σοβαρή ασθένεια ανιόντος, εξαρτά δε τη δυνατότητα αυτή από τη συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων οι οποίες αφορούν, αφενός, όλως ιδιαίτερες οικογενειακές περιστάσεις και, αφετέρου, το γεγονός ότι ο εν λόγω ανιών πάσχει από χρόνια ασθένεια, πρόκειται για περίπτωση κτήσεως δικαιώματος ειδικής αδείας η οποία δεν περιορίζεται σε αυτή της σοβαρής ασθένειας ανιόντος που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 6 του παραρτήματος V του ΚΥΚ.

Επομένως, μια τέτοια οδηγία, η οποία εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε σοβαρότερες περιπτώσεις από αυτές που προβλέπει το άρθρο 6, πέμπτη περίπτωση, του παραρτήματος V του ΚΥΚ, δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου.

(βλ. σκέψεις 48 και 49)

3.      Μολονότι, στο πλαίσιο του συστήματος προσφυγών που θεσπίζουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η διοίκηση ενδέχεται να αναγκαστεί να τροποποιήσει, σε περίπτωση που ρητώς απορρίπτει τη διοικητική ένσταση, τους λόγους στους οποίους στήριξε την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, εντούτοις τέτοια τροποποίηση δεν είναι δυνατή στην περίπτωση που η ρητή απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως εκδίδεται κατόπιν της ασκήσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, της προσφυγής που στρέφεται κατά της προσβαλλομένης πράξεως.

Συγκεκριμένα, η παντελής έλλειψη αιτιολογίας μιας αποφάσεως δεν μπορεί να καλυφθεί με εξηγήσεις που παρέχει η διοίκηση μετά την άσκηση ένδικης προσφυγής, διότι η παροχή στη διοίκηση της ευχέρειας να καλύψει την παντελή έλλειψη αιτιολογίας μετά την άσκηση ένδικης προσφυγής θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του δικαστή, δεδομένου ότι ο προσφεύγων θα διέθετε μόνο το υπόμνημα απαντήσεως για να προβάλει τους ισχυρισμούς του κατά της αιτιολογίας της οποίας θα είχε λάβει γνώση μόνο μετά την άσκηση της προσφυγής. Κατ’ αναλογία, και για τους ίδιους λόγους, όταν η διοίκηση δεν περιορίζεται στη συμπλήρωση προϋφιστάμενου λόγου, αλλά στηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη σε νέο λόγο, πρέπει υποχρεωτικώς να πράξει τούτο πριν την άσκηση της ένδικης προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 70 και 71)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Φεβρουαρίου 1992, T‑52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑121, σκέψη 41

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑133 και II‑B‑1‑807, σκέψεις 55 έως 60· 12 Μαΐου 2010, T560/08 P, Επιτροπή κατά Meierhofer, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑1739,, σκέψη 59

4.      Το γεγονός ότι μια απόφαση, η οποία στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο που κρίθηκε μη σύννομος από τον δικαστή της Ένωσης, θα μπορούσε να στηριχθεί νομίμως σε άλλο λόγο, αποκλείει την ακύρωσή της μόνο κατά το μέτρο που η διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως και δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να εκδώσει νέα απόφαση έχουσα, επί της ουσίας, το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο της ακυρωθείσας αποφάσεως.

Συναφώς, το καθού θεσμικό όργανο δεν μπορεί, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον του υπαλλήλου προς ακύρωση της αρνήσεως της διοικήσεως να δεχθεί τις αιτήσεις του περί ειδικής αδείας για σοβαρή ασθένεια ανιόντος, να επικαλεστεί τη μη συνδρομή κάποιας προϋποθέσεως προβλεπόμενης από εσωτερική οδηγία του θεσμικού οργάνου και, συγκεκριμένα, τη μη ύπαρξη «όλως ιδιαίτερων οικογενειακών περιστάσεων», δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της οικείας προϋποθέσεως, η διοίκηση διαθέτει ως προς αυτή ιδιαίτερα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 75, 76 και 78)