Language of document : ECLI:EU:F:2016:123

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 2ας Ιουνίου 2016

Υπόθεση F‑41/10 RENV

Moises Bermejo Garde

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Αναπομπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατόπιν αναιρέσεως – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως – Άρθρο 22α του ΚΥΚ – Υπάλληλος που ενεργεί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος – Αίτηση αρωγής – Απόρριψη – Δικαίωμα στην προστασία – Προϋποθέσεις – Απόρριψη – Συνέπειες – Αποζημιωτικό αίτημα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή του Moises Bermejo Garde δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με αίτημα, κατ’ ουσίαν, να ακυρωθούν οι αποφάσεις με τις οποίες ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), αφενός, απέρριψε το αίτημα αρωγής που είχε υποβληθεί λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως σε βάρος του και αρνήθηκε να παραπέμψει την υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και, αφετέρου, τον έπαυσε από τα προηγούμενα καθήκοντά του και έδωσε εντολή για την τοποθέτησή του σε νέα θέση, καθώς και με αίτημα να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση:      Η απόφαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 24ης Μαρτίου 2010 με την οποία παύθηκε από τα προηγούμενα καθήκοντά του ο Moises Bermejo Garde ως προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας και η απόφαση της 13ης Απριλίου 2010 σχετικά με την τοποθέτησή του σε νέα θέση ακυρώνονται. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον M. Bermejo Garde το ποσό των 25 000 ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του M. Bermejo Garde στις υποθέσεις F‑41/10, T‑530/12 P και F‑41/10 RENV.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Γνωστοποίηση γεγονότων στο πλαίσιο του άρθρου 12α και στο πλαίσιο του άρθρου 22α του ΚΥΚ – Προϋποθέσεις – Καλή πίστη του υπαλλήλου – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη – Τήρηση των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις προαναφερθείσες διατάξεις – Τήρηση άλλων υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11, 12α και 22α)

2.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά που σκοπεί να θίξει την υπόληψη του ενδιαφερομένου ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας του – Απαιτείται δόλια συμπεριφορά – Αυτουργός που ενεργεί υπό την πίεση μέλους του θεσμικού οργάνου – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 22α)

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Θύμα παρενοχλήσεως – Ειδική προστασία

4.      Υπάλληλοι – Υπάλληλος που ενεργεί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος – Άρθρο 22α του ΚΥΚ – Γνωστοποίηση γεγονότων στο πλαίσιο του άρθρου 22α του ΚΥΚ – Εκτίμηση των γεγονότων – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

1.      Δεν αμφισβητείται ότι, τόσο στην περίπτωση του υπαλλήλου ο οποίος εκτιμά ότι έπεσε θύμα παρενοχλήσεως υπό την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ όσο και στην περίπτωση του υπαλλήλου ο οποίος, στο πλαίσιο του άρθρου 22α του ΚΥΚ, ενημερώνει την ιεραρχία του θεσμικού του οργάνου ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης για περιστατικά παρενοχλήσεως ή για άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί να συναχθεί ενδεχόμενη παράνομη δραστηριότητα σε βάρος των συμφερόντων της Ένωσης υπό την έννοια των ως άνω δύο διατάξεων, τα καταγγελλόμενα περιστατικά πρέπει να γνωστοποιούνται εν πάση περιπτώσει στο οικείο θεσμικό όργανο, τηρουμένων των υποχρεώσεων γενικής φύσεως που περιλαμβάνονται στα άρθρα 11 και 12 του ΚΥΚ.

Πράγματι, οι υπάλληλοι οι οποίοι ενεργούν στο πλαίσιο των άρθρων αυτών οφείλουν επίσης να ενεργούν με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, υπέχουν δε την υποχρέωση να μεριμνούν για την αξιοπρεπή άσκηση των καθηκόντων τους και να τηρούν το καθήκον εντιμότητας, καθώς και να σέβονται την τιμή και το τεκμήριο αθωότητας των εμπλεκομένων ατόμων.

Επομένως, όταν ένας υπάλληλος γνωστοποιεί πληροφορίες στο πλαίσιο των άρθρων 12α και 22α του ΚΥΚ, δεν μπορεί να απαλλάσσεται από τις λοιπές υποχρεώσεις και τα λοιπά καθήκοντά του. Αντιθέτως, οφείλει να ενεργεί με σύνεση ώστε να μην προκαλεί αδικαιολόγητα προβλήματα στους συναδέλφους του και στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του. Η ανακοίνωση, όμως, αναληθών πληροφοριών ή πραγματικών περιστατικών στερούμενων οποιασδήποτε βάσεως είναι ικανή να έχει τέτοιες επιζήμιες συνέπειες.

(βλ. σκέψεις 55 και 56)

2.      Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που ισοδυναμεί στην πράξη με το να υποστηρίζεται ότι δεν υφίσταται ηθική παρενόχληση όταν ο φερόμενος ως αυτουργός ενεργεί, έναντι του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, υπό την πίεση μέλους του θεσμικού οργάνου και, επομένως, ως ενδιάμεσος για λογαριασμό του τελευταίου.

Πράγματι, μια η άποψη αυτή προσκρούει, πρώτον, στην ίδια την έννοια της παρενοχλήσεως, κατά την οποία, για να υφίσταται ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, αρκεί οι ενέργειες του φερόμενου ως αυτουργού, εφόσον είναι ηθελημένες, να έθιξαν «αντικειμενικά» την υπόληψη του θύματος και να υποβάθμισαν τις συνθήκες εργασίας του.

Δεύτερον, η προαναφερθείσα άποψη θα παρείχε σε τελική ανάλυση τη δυνατότητα στον γενικό γραμματέα θεσμικού οργάνου, ήτοι στην ανώτατη διοικητική αρχή του οργάνου αυτού, να μην τηρεί τους κανόνες του ΚΥΚ προς τους οποίους οφείλει να συμμορφώνεται, για παράδειγμα στον τομέα της αμερόληπτης προσλήψεως προσωπικού ή του σεβασμού της ασκήσεως με αξιοπρέπεια των καθηκόντων του υπαλλήλου ή ακόμη της τηρήσεως της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 22α του ΚΥΚ –η παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του οποίου επίσης διέπει ρητώς την περίπτωση σοβαρού παραπτώματος «εκ μέρους ενός μέλους οργάνου»–, τούτο δε απλώς επειδή αυτός ενδεχομένως ενήργησε κατόπιν μη δικαιολογημένης πιέσεως σε βάρος του από μέλος του θεσμικού οργάνου στο οποίο αυτός υπάγεται.

Τρίτον, η προαναφερθείσα άποψη είναι αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το οποίο ουδόλως εξειδικεύει την προέλευση της καταγγελλόμενης ηθικής παρενοχλήσεως, οπότε, δυνάμει του άρθρου αυτού, το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο υποχρεούται, όταν του απευθύνεται δεόντως σχετικό αίτημα, να ενεργεί και στην περίπτωση στην οποία «ο φερόμενος ως δράστης της ηθικής παρενοχλήσεως είναι μέλος του θεσμικού αυτού οργάνου» και να αναλαμβάνει συναφώς με τον τρόπο αυτόν τις ειδικές ευθύνες που το βαρύνουν στον σχετικό τομέα.

(βλ. σκέψεις 69 έως 72)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, CH κατά Κοινοβουλίου, F‑129/12, EU:F:2013:203, σκέψη 51

3.      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε καταγγελία για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση που αφορά ιεραρχικά ανώτερο συνεπάγεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, ρήξη της σχέσεως διοικητικής εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων υπαλλήλων. Ωστόσο, ακριβώς με σκοπό την αποτελεσματική καταπολέμηση των φαινομένων παρενοχλήσεως το άρθρο 12α του ΚΥΚ παρέχει στον θιγόμενο υπάλληλο «ειδική προστασία», προβλέποντας ότι ο υπάλληλος αυτός, όταν προβαίνει σε καταγγελία δυνάμει του άρθρου αυτού και τηρώντας τις υποχρεώσεις γενικού χαρακτήρα που προβλέπουν τα άρθρα 11 και 12 του ΚΥΚ, δεν υφίσταται, καταρχήν, καμία αρνητική συνέπεια εκ μέρους του θεσμικού οργάνου στο οποίο ανήκει, όταν μάλιστα έχει παύσει να υπάρχει πλέον η σχέση διοικητικής εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του φερόμενου ως δράστη της παρενοχλήσεως, ιδίως όταν ο τελευταίος είναι ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος του θύματος.

(βλ. σκέψη 76)

4.      Διαπιστώνεται ότι το άρθρο 22α του ΚΥΚ δεν απαιτεί ο υπάλληλος που ενεργεί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος να στοιχειοθετεί ένα «τεκμήριο διαπράξεως σοβαρής παρανομίας ή σοβαρής παραβάσεως», πράγμα το οποίο εξάλλου θα ήταν νομικά εξαιρετικά περίπλοκο και, ως εκ τούτου, θα υπερέβαινε τις δυνατότητες πολλών υπαλλήλων της Ένωσης. Το άρθρο αυτό, πράγματι, απλώς προβλέπει ότι κάθε υπάλληλος που λαμβάνει γνώση γεγονότων «βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται» η ύπαρξη δραστηριότητας «που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων» που απορρέουν από την ΚΥΚ ενημερώνει «αμελλητί» τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του. Στη συνέχεια, το άρθρο 22α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ επιβάλλει στον ιεραρχικά ανώτερο του υπαλλήλου που ενημερώνει τη Διοίκηση σχετικά με παρανομίες την υποχρέωση να γνωστοποιήσει «αμελλητί» στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης «όλα τα αποδεικτικά στοιχεία» τα οποία γνωρίζει σχετικά με την ύπαρξη παρατυπιών περί των οποίων έλαβε γνώση.

Η εκ μέρους του υπαλλήλου εκτίμηση του αν υφίστανται σοβαρές εκ πρώτης όψεως παραβάσεις, ικανές να βλάψουν σημαντικά τα συμφέροντα της Ένωσης, πρέπει να γίνεται, καταρχάς, σε σχέση με «την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων» του εν λόγω υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 83 και 84)