Language of document : ECLI:EU:F:2009:43

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2009

Υπόθεση F-65/07

Laleh Aayhan κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Κοινοβουλίου – Παραδεκτό – Διοικητική διαδικασία που προηγείται της προσφυγής – Άρθρο 283 ΕΚ – Άρθρο 78 του ΚΛΠ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Ίση μεταχείριση – Εργασιακή σταθερότητα – Οδηγία 1999/70 – Συμβάσεις ορισμένου χρόνου – Δυνατότητα επικλήσεως»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η L. Aayhan και 79 άλλοι πρώην επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζητούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων αρχής, της 20ής Απριλίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η «διοικητική ένσταση» που ισχυρίζονται ότι υπέβαλαν στις 19 Δεκεμβρίου 2006 με αίτημα να κριθούν οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί μεταξύ εκάστου εξ αυτών και του Κοινοβουλίου ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου για απασχόληση με μειωμένο ωράριο, να επαναπροσληφθούν, ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι από το Κοινοβούλιο και να τους χορηγηθεί αποζημίωση «αντιστοιχούσα» στο δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών που απέκτησαν για το σύνολο των περιόδων κατά τις οποίες εργάστηκαν.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού – Επικουρικοί υπάλληλοι – Υπαγωγή των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο άρθρο 78 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού

(Άρθρο 283 ΕΚ· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 3α, 3β και 78)

2.      Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Άμεση επιβολή υποχρεώσεων στα κοινοτικά όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους –Αποκλείεται – Δυνατότητα επικλήσεως – Έκταση

(Άρθρα 10 ΕΚ και 249 ΕΚ)

3.      Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Επιβολή υποχρεώσεων στα κοινοτικά όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους

(Άρθρα 10 ΕΚ και 249 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1ε § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 10, εδ. 1, και 80 § 4· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου· οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου)

4.      Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρήσης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων

(Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 78)

1.      Το άρθρο 78 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΛΠ) επιτρέπει παρέκκλιση από το καθεστώς που διέπει τους επικουρικούς υπαλλήλους, όπως αυτό ορίζεται στον τίτλο III του ΚΛΠ, παρέχοντας στο Κοινοβούλιο τη δυνατότητα να προσλαμβάνει, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τους επικουρικούς υπαλλήλους που είναι αναγκαίοι για την οργάνωση των περιόδων συνόδου του για όσο χρόνο διαρκούν οι σύνοδοι αυτές. Συγκεκριμένα, το καθεστώς των επικουρικών υπαλλήλων δεν μπορεί, καταρχήν, να εφαρμοστεί σε συμβάσεις μικρής διάρκειας οι οποίες, εντούτοις, επαναλαμβάνονται τακτικά από έτος σε έτος. Εντούτοις, οι εν λόγω επικουρικοί υπάλληλοι συνόδου εμπίπτουν στις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, η δε μόνη παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτές αφορά τους όρους προσλήψεως και αμοιβής, οι οποίοι προβλέπονται στη συμφωνία μεταξύ του ανωτέρω οργάνου, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Συνελεύσεως της Ενώσεως Δυτικής Ευρώπης, που αφορά την πρόσληψη του εν λόγω προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι οι λοιπές διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους όρους εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση, έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως των ειδικών εσωτερικών κανόνων που θεσπίζουν το Προεδρείο ή ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου για την εφαρμογή ή τη συμπλήρωση των κανόνων του ΚΛΠ.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 78 του ΚΛΠ δεν είναι αντίθετο προς το άρθρο 283 ΕΚ. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης παραπέμπει, όσον αφορά τους όρους προσλήψεως και αμοιβής των επικουρικών υπαλλήλων συνόδου, στην ως άνω συμφωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως άρνηση ασκήσεως της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 283 ΕΚ για την έκδοση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ. Αντιθέτως, ακριβώς κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινά συμφέροντα και τις κοινές ανάγκες των τριών ευρωπαϊκών οργανισμών για την εύρυθμη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των οργάνων λήψεως των αποφάσεων, έκρινε ότι οφείλει να ευθυγραμμίσει τους όρους προσλήψεως και αμοιβής των υπαλλήλων που προσλαμβάνει για να εργαστούν κατά τη διάρκεια των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου με εκείνους που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των εν λόγω τριών οργανισμών, υπό την επιφύλαξη δημοσιονομικού ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, του ΚΛΠ.

Η διάταξη αυτή δεν είναι αντίθετη ούτε προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η κατάσταση των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για να καλύψουν περιοδικές και μαζικές ανάγκες σε πρόσθετο ανθρώπινο δυναμικό, τις οποίες αντιμετωπίζει το Κοινοβούλιο μόνον κατά τη διάρκεια των περιόδων συνόδου του, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση των υπαλλήλων που προσλαμβάνονται για την κάλυψη παγίων και καθημερινών αναγκών, οι οποίες απαιτούν την παρουσία προσωπικού αποτελουμένου από μονίμους υπαλλήλους και, ενδεχομένως, από εκτάκτους ή συμβασιούχους υπαλλήλους υπό την έννοια των άρθρων 3α και 3β του ΚΛΠ.

(βλ. σκέψεις 85, 86, 97 έως 100 και 103)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψη 19

2.      Οι οδηγίες, δεδομένου ότι απευθύνονται στα κράτη μέλη και όχι στα όργανα της Κοινότητας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι επιβάλλουν, αυτές καθαυτές, υποχρεώσεις στα εν λόγω όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους. Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή δεν αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα επικλήσεως μιας οδηγίας στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων τους. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις μιας οδηγίας μπορούν, πρώτον, να εφαρμόζονται εμμέσως σε κοινοτικό όργανο, αν συνιστούν έκφραση γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, την οποία το όργανο οφείλει να εφαρμόζει ως τοιαύτη. Δεύτερον, μια οδηγία μπορεί να δεσμεύει ένα κοινοτικό όργανο, όταν το όργανο αυτό, στο πλαίσιο της οργανωτικής αυτονομίας του και εντός των ορίων του ΚΥΚ, επεδίωξε να εκπληρώσει ορισμένη υποχρέωση που προβλέπει η οδηγία ή ακόμη στην περίπτωση που μια εσωτερική πράξη γενικής εφαρμογής παραπέμπει η ίδια ρητώς σε μέτρα που έχει λάβει ο κοινοτικός νομοθέτης κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών. Τρίτον, τα κοινοτικά όργανα πρέπει, σύμφωνα με το καθήκον πίστεως που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να λαμβάνουν υπόψη, όταν ενεργούν ως εργοδότες, τις νομοθετικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί σε κοινοτικό επίπεδο.

(βλ. σκέψεις 111 έως 113, 116, 118 και 119)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 26 Σεπτεμβρίου 2000, C‑262/97, Engelbrecht, Συλλογή 2000, σ. I‑7321, σκέψη 38· 9 Σεπτεμβρίου 2003, C‑25/02, Rinke, Συλλογή 2003, σ. I‑8349, σκέψη 24

ΠΕΚ: 21 Μαΐου 2008, T‑495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. II‑781, σκέψη 43

3.      Οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, καθώς και οι διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι επιβάλλουν, αυτές καθαυτές, υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους. Οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλονται ούτε εμμέσως στα κοινοτικά όργανα ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, καθόσον ουδόλως προκύπτει από την οδηγία και τη συμφωνία-πλαίσιο ότι η εργασιακή σταθερότητα έχει αναχθεί σε δεσμευτικό κανόνα δικαίου. Τέλος, δεν αναφέρεται σε αυτές, όσον αφορά τους κανόνες για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων που πρέπει να τηρούν οι όροι εργασίας των υπαλλήλων, η παραπομπή του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ στις ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν δυνάμει των μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς της υγείας και της ασφάλειας κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών, καθώς η οδηγία δεν σκοπεί στη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας ενισχύοντας την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων υπό τη στενή έννοια του όρου, αλλά στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών στον τομέα των όρων εργασίας που αφορούν τη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων.

Εντούτοις, τα κοινοτικά όργανα πρέπει, σύμφωνα με το καθήκον πίστεως που υπέχουν, δυνάμει του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να λαμβάνουν υπόψη, όταν ενεργούν ως εργοδότες, τις νομοθετικές διατάξεις που θεσπίζονται σε κοινοτικό επίπεδο και που επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, ελάχιστες προδιαγραφές για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων στα κράτη μέλη διά της προσεγγίσεως των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών και, ιδίως, τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να καταστήσει την εργασιακή σταθερότητα προέχοντα σκοπό στον τομέα των εργασιακών σχέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο καθόσον η διοικητική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό 723/2004 ενδυνάμωσε την τάση πρόσληψης συμβασιούχων στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συμφωνία-πλαίσιο, η οποία σκοπεί στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών προβλέποντας τις ελάχιστες προδιαγραφές για την εργασία ορισμένου χρόνου, εναπόκειται πλέον στα κοινοτικά όργανα να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, τις διατάξεις του ΚΛΠ σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της συμφωνίας-πλαισίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτήν αποτελέσματος.

Συνεπώς, η οδηγία 1999/70, αυτή καθαυτήν, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά διατάξεως του κανονισμού του Συμβουλίου που περιέχει τον ΚΥΚ και τον ΚΛΠ αντίθετης προς τη συμφωνία-πλαίσιο.

(βλ. σκέψεις 111, 114, 116, 117, 119, 120 και 122)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: Rinke, προπαρατεθείσα, σκέψη 24

ΠΕΚ: Belfass κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 43

4.      Οι περιοδικές και μαζικές ανάγκες του Κοινοβουλίου σε ανθρώπινο δυναμικό μόνον κατά τη διάρκεια των περιόδων συνόδου του συνιστούν «αντικειμενικούς λόγους», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιέχεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, οι οποίοι δικαιολογούν τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου για επικουρικούς υπαλλήλους, οι οποίες ανανεώνονταν στο πλαίσιο κάθε κοινοβουλευτικής συνόδου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 78 του ΚΛΠ, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2007. Πράγματι, μολονότι οι ανάγκες αυτές ήταν προβλέψιμες, η πρόσθετη δραστηριότητα δεν είχε διαρκή και πάγιο χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 134 και 135)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 4 Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 69