Language of document : ECLI:EU:F:2011:137

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑47/10

André Hecq

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Επαγγελματική ασθένεια — Άρθρα 73 και 78 του ΚΥΚ — Νομότυπος χαρακτήρας της γνωμοδοτήσεως της ιατρικής επιτροπής — Μη αναγνώριση μερικής μόνιμης αναπηρίας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Α. Hecq ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της από 7 Σεπτεμβρίου 2009 αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του να αναγνωρισθεί ποσοστό μερικής μόνιμης αναπηρίας λόγω της επαγγελματικής του ασθένειας.

Απόφαση:      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί του αιτήματος περί ακυρώσεως των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, καθόσον υποχρεώνουν τον προσφεύγοντα να καταβάλει τα έξοδα και την αμοιβή του ιατρού τον οποίο όρισε να τον εκπροσωπήσει στο πλαίσιο της ιατρικής επιτροπής, καθώς και το ήμισυ των εξόδων και της αμοιβής του τρίτου ιατρού της ιατρικής επιτροπής, ο οποίος ορίσθηκε με κοινή συμφωνία. Το αίτημα περί ακυρώσεως των αποφάσεων της 7ης Σεπτεμβρίου 2009, καθόσον με αυτές δεν αναγνωρίσθηκε στον προσφεύγοντα ποσοστό μόνιμης αναπηρίας, απορρίπτεται ως αβάσιμο. Ο προσφεύγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη — Περιθώριο εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 23)

2.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Ιατρική επιτροπή — Αρχή της συλλογικής λειτουργίας της επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 23)

3.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Μόνιμη αναπηρία κατά την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ και του άρθρου 78 του ΚΥΚ — Διακριτές έννοιες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 73 και 78)

4.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η ιατρική επιτροπή — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 23)

5.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη — Σύνθεση της ιατρικής επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73)

1.      Οι κατά κυριολεξία ιατρικές αξιολογήσεις της ιατρικής επιτροπής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 23 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων, πρέπει να θεωρούνται οριστικές όταν έχουν διατυπωθεί νομοτύπως. Ο δικαστής μπορεί μόνον να εξετάσει, αφενός, αν η εν λόγω επιτροπή συγκροτήθηκε και λειτούργησε νομοτύπως και, αφετέρου, αν η γνωμάτευσή της είναι νομότυπη, ιδίως αν περιέχει αιτιολογία που καθιστά δυνατή την εκτίμηση των λόγων επί των οποίων στηρίζεται και αν συναρτά λογικώς τις ιατρικές διαπιστώσεις που περιλαμβάνει και τα πορίσματα στα οποία καταλήγει.

Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου που μπορεί να ασκήσει το Δικαστήριο Δημοσίας Διοίκησης, δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει λόγος στηριζόμενος σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αυστηρός δικαστικός έλεγχος της διαδικασίας που ακολούθησε η ιατρική επιτροπή εξασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό τα δικαιώματα του ασφαλισμένου.

Πάντως, παρότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις που απολαύει ο ασφαλισμένος ενώπιον της εν λόγω επιτροπής πρέπει να ελέγχονται αυστηρώς από τον δικαστή, εντούτοις, ο έλεγχος αυτός πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη φύση των εργασιών της επιτροπής αυτής, οι οποίες δεν σκοπούν στη διεξαγωγή μιας κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως, αλλά στη συναγωγή ιατρικών πορισμάτων.

(βλ. σκέψεις 44 έως 47)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 19 Ιανουαρίου 1988, 2/87, Biedermann κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 16

ΔΔΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 2010, F‑79/09, AE κατά Επιτροπής, σκέψεις 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και 89· 11 Μαΐου 2011, F‑53/09, J κατά Επιτροπής, σκέψη 104

2.      Στη ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου δεν υπάρχει καμία ρητή διάταξη σχετικά με την αρχή της συλλογικότητας. Η αρχή αυτή, η οποία συνεπάγεται ότι κάθε μέλος της ιατρικής επιτροπής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει λυσιτελώς την άποψή του ενώπιον των υπολοίπων μελών, απορρέει από τη διασφάλιση των συμφερόντων του υπαλλήλου, εντός της ιατρικής επιτροπής, μέσω της παρουσίας ιατρού που χαίρει της εμπιστοσύνης του, καθώς και μέσω του διορισμού τρίτου ιατρού κατόπιν κοινής συμφωνίας των μελών που ορίζει κάθε μέρος.

Η αρχή της συλλογικότητας δεν συνεπάγεται ότι η ιατρική επιτροπή δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση κατά πλειοψηφία, ούτε ότι την κύρια ευθύνη για την κατάρτιση της εκθέσεως της ιατρικής επιτροπής δεν μπορούν να έχουν οι πλειοψηφούντες δύο ιατροί της.

Επομένως, οσάκις δόθηκε στον διορισθέντα από τον υπάλληλο ιατρό η δυνατότητα να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις του και τη δική του ανάλυση του φακέλου του ενδιαφερόμενου σε συνεδρίαση της ιατρικής επιτροπής, η διαφωνία μεταξύ των δύο υπολοίπων πλειοψηφούντων στην επιτροπή αυτή ιατρών και του εν λόγω ιατρού ο οποίος δεν συμφώνησε με την ιατρική ανάλυση των συναδέλφων του κατά το πέρας συλλογικής εξετάσεως του ενδιαφερόμενου και του φακέλου του δεν συνιστά παραβίαση της συλλογικότητας των εργασιών της ιατρικής επιτροπής, ούτε παρατυπία, ικανή να καταστήσει ελαττωματική την εν ονόματί του καταρτισθείσα έκθεση. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο διορισθείς από τον υπάλληλο ιατρός εκλήθη να υπογράψει έκθεση καταρτισθείσα εν ονόματι της ιατρικής επιτροπής, η οποία εκπονήθηκε από τους δύο πλειοψηφούντες συναδέλφους του και υποβλήθηκε ως ήδη ολοκληρωθείσα, χωρίς να υπάρξει, υπό τις συνθήκες αυτές, άλλη δυνατότητα από τη σύνταξη αποκλίνουσας σημειώσεως, δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να συνιστά παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας η οποία πρέπει να διέπει τις εργασίες της ιατρικής επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 52, 55, 57 και 58)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 15 Νοεμβρίου 2000, T‑20/00, Camacho-Fernandes κατά Επιτροπής, σκέψεις 31 και 32

3.      Υφίσταται θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της μόνιμης αναπηρίας υπό την έννοια του άρθρου 78 του ΚΥΚ, έννοια που ισοδυναμεί με ανικανότητα προς εργασία και, επομένως, συνεπάγεται ανάγκη εισοδήματος αναπληρώσεως υπό μορφή επιδόματος αναπηρίας, και της μόνιμης αναπηρίας υπό την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ, η οποία ισοδυναμεί με προσβολή της φυσικής και ψυχικής ακεραιότητας.

Πράγματι, μολονότι η πλήρης αναπηρία υπό την έννοια του άρθρου 73 του ΚΥΚ συνεπάγεται κατά κανόνα πλήρη ανικανότητα προς εργασία, το αντίστροφο δεν ισχύει οπωσδήποτε, δεδομένου ότι ένας υπάλληλος ενδέχεται να είναι πλήρως ανίκανος προς εργασία υπό την έννοια του άρθρου 78 καίτοι πάσχει από πολύ περιορισμένη μόνον μερική μόνιμη αναπηρία υπό την έννοια του ανωτέρω άρθρου 73.

Εξάλλου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 73 του ΚΥΚ αποζημίωση αναπηρίας διακρίνεται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 78 του ΚΥΚ σύνταξη αναπηρίας η οποία χορηγείται μόνον σε περίπτωση ανικανότητας προς εργασία. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 73 του ΚΥΚ αποζημίωση χορηγείται στον ενδιαφερόμενο ανεξαρτήτως της ικανότητάς του να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του. Η μερική μόνιμη αναπηρία δημιουργεί δικαίωμα αποζημιώσεως ακόμα και αν δεν επηρεάζει διόλου τις δυνατότητες του ενδιαφερόμενου να ασκεί τα καθήκοντά του. Εξ αυτού συνάγεται ότι η αναπηρία κατά το άρθρο 73 του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι αφορά προσβολή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας του υπαλλήλου, ανεξαρτήτως του βαθμού της ενδεχόμενης ανικανότητας προς εργασία.

Ως εκ τούτου, κατά το σύστημα των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ, δεν αποκλείεται να μην αναγνωρισθεί σε υπάλληλο ο οποίος κρίθηκε ανάπηρος βάσει του άρθρου 78 του ΚΥΚ εξαιτίας επαγγελματικής ασθένειας κανένα ποσοστό μερικής μόνιμης αναπηρίας υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 73 του ΚΥΚ, και της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας και της κλίμακας, εάν η ασθένεια αυτή ουδόλως προσέβαλε τη φυσική ή ψυχική του ακεραιότητα υπό την έννοια των διατάξεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 73 έως 76)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 74· 27 Ιουνίου 2000, T‑47/97, Plug κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 και 74

4.      Όταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 23 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων ιατρική επιτροπή αντιμετωπίζει περίπλοκα ζητήματα ιατρικής φύσεως, που αφορούν μεταξύ άλλων δύσκολη διάγνωση ή τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παθήσεων του ενδιαφερομένου και της ασκήσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας σε κοινοτικό όργανο, οφείλει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει στη γνωμάτευσή της τα στοιχεία εκείνα του φακέλου στα οποία στηρίζεται και, σε περίπτωση σημαντικής αποκλίσεως, να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθεί παλαιότερες ιατρικές εκθέσεις, ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο.

Δεν απαιτείται, από τυπικής απόψεως, να είναι η έκθεση ιατρικής επιτροπής πρότυπο για τη σύνταξη. Απαιτείται μόνον να περιέχει αιτιολογία από την οποία να μπορούν να αξιολογηθούν οι σκέψεις στις οποίες βασίσθηκε το πόρισμα που περιέχει και να θεμελιώνει κατανοητή σχέση μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και του πορίσματος στο οποίο καταλήγει η ιατρική επιτροπή.

Επιπλέον, δεδομένου ότι η έκθεση της ιατρικής επιτροπής έχει επιστημονικό χαρακτήρα, οι απαιτήσεις συνοχής και ευκρίνειας δεν πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του ίδιου του υπαλλήλου, αλλά υπό εκείνο του ιατρού που τον εκπροσωπεί στην ιατρική επιτροπή, καθότι αποστολή του εν λόγω ιατρού είναι, μεταξύ άλλων, να επεξηγήσει στον ασθενή του, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο, τους λόγους απορρίψεως του αιτήματός του για αναγνώριση επαγγελματικής ασθένειας.

(βλ. σκέψεις 80, 86 και 87)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: AE κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· J κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 96

5.      Όταν οι τρεις ιατροί της προβλεπόμενης στο άρθρο 23 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας των υπαλλήλων ιατρικής επιτροπής έχουν διορισθεί από εξουσιοδοτημένα επί τούτου πρόσωπα, η προστασία των συμφερόντων του υπαλλήλου διασφαλίζεται προσηκόντως μέσω της παρουσίας ιατρού που χαίρει της εμπιστοσύνης του και μέσω του διορισμού του τρίτου ιατρού που δεν ανήκει στη διοίκηση. Ως προς τούτο, η ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας δεν θέτει καμία ιδιαίτερη απαίτηση περί εξειδικεύσεως των μελών της ιατρικής επιτροπής. Επομένως, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή παρέχει πλήρη ευχέρεια τόσο στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όσο και στη διοίκηση κατά την επιλογή του ιατρού τους, ουδόλως απαγορεύεται στον υπάλληλο να διορίσει εξειδικευμένο ιατρό για να τον εκπροσωπήσει στην ιατρική επιτροπή εφόσον το κρίνει απαραίτητο.

(βλ. σκέψεις 107 και 108)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1981, 186/80, Suss κατά Επιτροπής, σκέψη 9

ΔΔΔΕΕ: AE κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 50 και 51