Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 14 Φεβρουαρίου 2019 ο Gregor Schneider κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 4 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-560/16, Gregor Schneider κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

(Υπόθεση C-116/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείων: Gregor Schneider (εκπρόσωπος: H. Tettenborn, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)

Αιτήματα

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

1)    να αναιρέσει, στο σύνολό της, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 4.12.2018 στην υπόθεση T-560/16·

2)    να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε ο προσφεύγων πρωτοδίκως, και δη

να ακυρώσει την απόφαση του EUIPO (πρώην ΓΕΕΑ) της 2.10.2014 περί τοποθετήσεως του προσφεύγοντος από το τμήμα Διεθνούς Συνεργασίας και Νομικών Υποθέσεων στο τμήμα Βασικών Δραστηριοτήτων του EUIPO·

επικουρικώς: να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αφού προηγουμένως αναιρέσει την ως άνω απόφαση·

3)    να καταδικάσει το EUIPO στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, και δη τόσο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων προβάλλει εννέα λόγους.

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τον «κανόνα της αντιστοιχίας» μεταξύ διοικητικής ενστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και δικογράφου της προσφυγής, καθόσον απέρριψε ως απαράδεκτο, παραπέμποντας στην αρχή της αντιστοιχίας, έναν ισχυρισμό τον οποίο ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να προβάλει κατά τον χρόνο ασκήσεως της διοικητικής ενστάσεως, διότι δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί η ανάθεση καθηκόντων.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τα κριτήρια εκτιμήσεως ενδεχόμενης καταχρήσεως εξουσίας, στηριζόμενο στη νομική αρχή ότι, εάν η τοποθέτηση σε άλλη θέση δεν έχει θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τότε δεν τίθεται ζήτημα καταχρήσεως εξουσίας. Αυτή η νομική αρχή δεν ευσταθεί, διότι θα απέκλειε, καταρχήν, από τις υποθέσεις καταχρήσεως εξουσίας όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διοίκηση επικαλείται εύλογο συμφέρον της υπηρεσίας, χωρίς να επιδιώκει όντως την επίτευξη του εν λόγω συμφέροντος. Πρόκειται ακριβώς για «έξυπνες» περιπτώσεις καταχρήσεως εξουσίας, οι οποίες δεν θα έπρεπε να εκφεύγουν εν γένει του δικαστικού ελέγχου μέσω μιας ούτως διατυπωθείσας νομικής αρχής.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις προϋποθέσεις ακροάσεως την οποία εγγυάται το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνοντας ότι η ακρόαση είναι αναγκαία μόνον εάν ατομικό μέτρο το οποίο απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο θα μπορούσε, κατά την άποψη της διοικήσεως, να επηρεάσει δυσμενώς το πρόσωπο αυτό. Όμως η ακρόαση και ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως εξυπηρετούν ακριβώς αυτόν τον σκοπό, δηλαδή το να φέρνουν στο φως απόψεις και ενδεχόμενες συνέπειες προτιθέμενων αποφάσεων της διοικήσεως, τις οποίες η ίδια δεν έχει ήδη λάβει υπόψη.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε επανειλημμένα το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος, διότι αγνόησε, μεταξύ άλλων, έναν νέο ισχυρισμό που αυτός προέβαλε κατά την προφορική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν έλαβε υπόψη τη σχετική πρόταση εξετάσεως μαρτύρων, και δεν έλαβε απόφαση δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 4, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας. Το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε, επίσης, το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος, διότι δεν εξέτασε τους ήδη προταθέντες με το δικόγραφο της προσφυγής μάρτυρες, προσάπτοντας εντούτοις στον προσφεύγοντα ότι δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις.

Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε, επομένως, τις θεμελιώδεις αρχές για δίκαιη δίκη σε ένα κράτος δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εγείροντας αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας.

Έκτον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε επανειλημμένα τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.

Έβδομον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όγδοον, δεν αιτιολόγησε την απόφασή του και ένατον, παρέβη τους κανόνες της λογικής.

____________