Language of document : ECLI:EU:C:2019:500

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση 2009/402/ΕΚ – Προγράμματα περιόδου εμπορίας που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλική Δημοκρατία στον τομέα των οπωροκηπευτικών – Διαπίστωση περί μη συμβατού χαρακτήρα της ενισχύσεως – Εντολή ανακτήσεως – Πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως – Γεωργικές οικονομικές επιτροπές»

Στην υπόθεση C‑505/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 26ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Copebi SCA

κατά

Établissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer),

παρισταμένου του:

Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, E. Juhász, M. Ilešič και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Copebi SCA, εκπροσωπούμενη από την N. Coutrelis, avocate,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, καθώς και από τις C. Mosser και A.-L. Desjonquères,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Stromsky, X. Lewis και W. Farrell,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως 2009/402/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τα «προγράμματα περιόδου εμπορίας» που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία στον τομέα των οπωροκηπευτικών (ΕΕ 2009, L 127, σ. 11).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Copebi SCA και του Établissement national des produits de l’agriculture et de la mer (FranceAgriMer) [Εθνικού Οργανισμού για τα γεωργικά και τα αλιευτικά προϊόντα, Γαλλία], σχετικά με την ακύρωση τίτλου εισπράξεως εσόδων τον οποίο εξέδωσε σε βάρος της ο FranceAgriMer για την ανάκτηση ποσού που αντιστοιχεί στην επιστροφή κρατικών ενισχύσεων που της καταβλήθηκαν μεταξύ των ετών 1998 και 2002 και των αναλογούντων τόκων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

3        Το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», ορίζει τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

 Η απόφαση 2009/402

5        Τα σημεία 15, 17, 24 έως 27, 29 και 71 της αποφάσεως 2009/402 έχουν ως εξής:

«(15)      Οκτώ γεωργικές οικονομικές επιτροπές (Ροδανός-Μεσόγειος, Grand Sud-Ouest, Κορσική, Val de Loire, Nord, Nord-Est, Βρετάνη και Νορμανδία) επωφελήθηκαν επί πολλά έτη από δημόσιους πόρους, οι οποίοι παρασχέθηκαν ειδικότερα μέσω του [Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l’horticulture (Εθνικού Διεπαγγελματικού Γραφείου οπωροκηπευτικών και φυτοκομίας) (Oniflhor)], και χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μηχανισμών ενισχύσεων με την ονομασία “προγράμματα περιόδου εμπορίας” που περιλάμβαναν δράσεις στις ενδοκοινοτικές και εξωκοινοτικές αγορές με στόχο τη διευκόλυνση της εμπορίας γεωργικών προϊόντων που συγκομίστηκαν στη Γαλλία, ιδίως σε περιόδους κρίσης.

[…]

(17)      Όσον αφορά την ακριβή φύση των δράσεων, στην επιστολή τους της 26ης Δεκεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές εξήγησαν ότι στόχος τους ήταν η πρόληψη ή, σε περιπτώσεις κρίσεων, ο μετριασμός των συνεπειών προσωρινών πλεονασμάτων της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση ενεργώντας σε τρία επίπεδα: εξωτερικές αγορές, εσωτερική αγορά και μεταποίηση.

[…]

(24)      Στην επιστολή της 26ης Δεκεμβρίου 2002, η Γαλλία εξήγησε ότι η χρηματοδότηση των δράσεων καλύφθηκε από τους ενδιαφερόμενους κλάδους σε ποσοστό 30 % ή 50 %, ενώ το υπόλοιπο χρηματοδοτήθηκε από τις δημόσιες αρχές.

(25)      Η [Fédération des comités économiques agricoles rattachés à la filière de production des fruits et légumes (Ομοσπονδία γεωργικών οικονομικών επιτροπών του κλάδου παραγωγής οπωροκηπευτικών) (στο εξής: Fedecom)] εξήγησε λεπτομερώς τον μηχανισμό χρηματοδότησης των “προγραμμάτων περιόδου εμπορίας” καθώς και τον ρόλο των επιτροπών. Η Γαλλία δεν αμφισβήτησε τις εν λόγω εξηγήσεις.

(26)      Σύμφωνα με τη Fedecom, τα προς εφαρμογή μέτρα καθορίζονταν αποκλειστικά από το Oniflhor και οι γεωργικές οικονομικές επιτροπές υποχρεούνταν να τα εφαρμόσουν. Το Oniflhor ελάμβανε, σε κάθε περίοδο εμπορίας και για κάθε φυτικό είδος, απόφαση που αφορούσε τα μέτρα που έπρεπε να υλοποιηθούν και ανέθετε στο ενδιαφερόμενο εθνικό τμήμα να τα υλοποιήσει. Το Oniflhor αποφάσιζε επίσης τα ποσά που θα διατίθεντο σε κάθε πρόγραμμα καθώς και το ύψος των εισφορών που έπρεπε να καταβάλουν οι γεωργικές οικονομικές επιτροπές.

(27)      Τα μέτρα χρηματοδοτούνταν από ένα επιχειρησιακό ταμείο, το οποίο διαχειρίζονταν οι γεωργικές οικονομικές επιτροπές. Το εν λόγω ταμείο λειτουργούσε βάσει ίδιων αρχών με εκείνες που εφαρμόζονται στις κοινοτικές ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών [ΕΕ 1996, L 297, σ. 1], υπό την έννοια ότι τροφοδοτούνταν εν μέρει από τη δημόσια ενίσχυση και εν μέρει από τις οικονομικές εισφορές των παραγωγών μελών (που ονομάζονταν επαγγελματικά μερίδια), οι οποίες καθορίζονταν με βάση τις ποσότητες ή την αξία των οπωροκηπευτικών που αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας. Τα επαγγελματικά μερίδια δεν περιλάμβαναν εισφορές επέκτασης των κανόνων. Επομένως, δεν ήταν υποχρεωτικά δυνάμει υπουργικού διατάγματος.

[…]

(29)      [Σε πίνακα που παρατίθεται υπό το παρόν σημείο 29] παρατίθεται σύνοψη των καταβληθέντων ποσών, σε ευρώ, από το Oniflhor στο πλαίσιο των “προγραμμάτων περιόδου εμπορίας” από το 1992 έως το 2002. Τα ποσά κατανέμονται ανά έτος κ[αι] ανά δράση. Όμως, για τα έτη 1992 και 1993, στον πίνακα παρατίθεται μόνον το συνολικό ποσό της ενίσχυσης. Η Γαλλία εξήγησε ότι τα αρχεία του Oniflhor δεν επιτρέπουν πλέον την παροχή αναλυτικής κατανομής για τα δύο αυτά έτη.

[…]

(71)      Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, τα “προγράμματα περιόδου εμπορίας” προέβλεπαν μέτρα για την αντιμετώπιση κρίσεων προκαλούμενων από πλεονάζουσα προσφορά γαλλικών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, ιδίως μέσω επιδότησης των τιμών πώλησης, επιδοτήσεων για την αποθήκευση ή την καταστροφή μέρους της συγκομιδής καθώς και οικονομικών κινήτρων για τη μεταποίηση νωπών προϊόντων. Στις αγορές εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιδοτήσεις στις εξαγωγές φαίνεται να συνέβαλαν επίσης στη διάθεση των πλεοναζόντων γαλλικών προϊόντων και μπορούσαν να ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων. Οι εν λόγω ενισχύσεις φαίνεται ότι χορηγούνταν βάσει της τιμής και της παραχθείσας ποσότητας.»

6        Το άρθρο 1 της ως άνω αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των “προγραμμάτων περιόδου εμπορίας” στους παραγωγούς οπωροκηπευτικών, τις οποίες η Γαλλία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου [108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ], μεταξύ των ετών 1992 και 2002, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.»

7        Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«1.      Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις του άρθρου 1.

2.      Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

[…]»

8        Κατά το άρθρο 5 της ίδιας αποφάσεως:

«Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9        Το Oniflhor, στα δικαιώματα του οποίου υπεισήλθε ο FranceAgriMer, είναι δημόσιος οργανισμός βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα ο οποίος υπόκειται στην εποπτεία του Γαλλικού Δημοσίου και στα καθήκοντα του οποίου συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, η ενίσχυση της οικονομικής αποδοτικότητας του τομέα των οπωροκηπευτικών.

10      Το Oniflhor θέσπισε, μεταξύ των ετών 1998 και 2002, βάσει της συγκεκριμένης συγκυρίας, κίνητρο για τη σύναψη συμβάσεων όσον αφορά τις προμήθειες των βιομηχανιών μεταποίησης κερασιών της ποικιλίας «bigarreau» (πετροκέρασων) για βιομηχανικούς σκοπούς, με τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης για κάθε σχετική περίοδο εμπορίας.

11      Η εν λόγω ενίσχυση προοριζόταν για ομάδες παραγωγών που πραγματοποίησαν, όσον αφορά την οικεία συγκομιδή, παραδόσεις κερασιών της ποικιλίας bigarreau στη βιομηχανία μεταποίησης, στο πλαίσιο πολυετών συμβάσεων συναφθεισών κατ’ εφαρμογή διεπαγγελματικής συμφωνίας.

12      Η ενίσχυση που κατέβαλε το Oniflhor διοχετευόταν μέσω της comité économique bigarreau industrie (CEBI) [οικονομικής επιτροπής για τα κεράσια ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση], που κατέβαλλε τα εν λόγω κεφάλαια στα μέλη της, στα οποία συμπεριλαμβανόταν η Copebi, η οποία έλαβε συνολικό ποσό ύψους 2 823 708,83 ευρώ.

13      Κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή, με την απόφαση 2009/402, σχετικά με τους μηχανισμούς ενισχύσεων που χορηγήθηκαν, ιδίως από το Oniflhor, στο πλαίσιο των «προγραμμάτων περιόδου εμπορίας» που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλική Δημοκρατία στον τομέα των οπωροκηπευτικών, επισήμανε ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στον τομέα των γαλλικών οπωροκηπευτικών είχαν σκοπό να διευκολύνουν τη διάθεση των γαλλικών προϊόντων χειραγωγώντας τις τιμές πώλησης ή τις ποσότητες που προσφέρονταν στις αγορές. Το ως άνω θεσμικό όργανο συνήγαγε ότι οι εν λόγω παρεμβάσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις που παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης και διέταξε την ανάκτησή τους.

14      Η ως άνω απόφαση επικυρώθηκε με δύο αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑139/09, EU:T:2012:496) και Fedecom κατά Επιτροπής (T‑243/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:497).

15      Κατόπιν των εν λόγω αποφάσεων, η Γαλλική Δημοκρατία ανέκτησε τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν παράνομα στους παραγωγούς της βιομηχανίας κερασιών της ποικιλίας bigarreau, συμπεριλαμβανομένης της Copebi, σε βάρος της οποίας ο FranceAgriMer εξέδωσε, στις 29 Μαρτίου 2013, τίτλο εισπράξεως εσόδων για την ανάκτηση ποσού 5 042 768,78 ευρώ που αντιστοιχεί στην επιστροφή κρατικών ενισχύσεων που καταβλήθηκαν μεταξύ των ετών 1998 και 2002, προσαυξημένο με τους αντίστοιχους τόκους.

16      Με απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2015, το tribunal administratif de Nîmes (διοικητικό πρωτοδικείο Nîmes, Γαλλία) απέρριψε την προσφυγή της Copebi για την ακύρωση του εν λόγω τίτλου εισπράξεως εσόδων.

17      Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2016, το cour administrative d’appel de Marseille (διοικητικό εφετείο Μασσαλίας, Γαλλία) απέρριψε την ασκηθείσα από την Copebi έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως.

18      Η Copebi άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως του cour administrative d’appel de Marseille (διοικητικού εφετείου Μασσαλίας) ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία).

19      Το τελευταίο αυτό δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μολονότι η απόφαση 2009/402 αφορά, εν γένει, την αγορά των οπωροκηπευτικών, η οποία εμπίπτει στην κοινή οργάνωση στον τομέα των οπωροκηπευτικών, διεπόμενο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαΐου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250), και εν συνεχεία από τον κανονισμό (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996 (ΕΕ 1996, L 297, σ. 1), οι οποίοι αφορούσαν αμφότεροι την κοινή οργάνωση στον τομέα των οπωροκηπευτικών, όπου εμπίπτει ο τομέας των κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση, και, μολονότι από την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑37/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:90), προκύπτει ότι η CEBI εισέπραξε τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης ενισχύσεις με σκοπό να διευκολύνει τη διάθεση των γαλλικών προϊόντων χειραγωγώντας τις τιμές πώλησης ή τις ποσότητες που προσφέρονταν στις αγορές, εντούτοις, η CEBI δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στο σημείο 15 της αποφάσεως 2009/402.

20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την ως άνω απόφαση της Επιτροπής προκύπτει επίσης ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης ενισχύσεις, σε αντίθεση προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στα σημεία 24 έως 28 της εν λόγω αποφάσεως, δεν χρηματοδοτούνται από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών που ονομάζονται «επαγγελματικά μερίδια», αλλά αποκλειστικά από επιχορηγήσεις που καταβάλλονται από το Oniflhor.

21      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αν και τα ετήσια ποσά των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν από το Oniflhor στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση μέσω της CEBI περιλαμβάνονται στον πίνακα που μνημονεύεται στο σημείο 29 της αποφάσεως 2009/402, τα ποσά αυτά ανακοινώθηκαν από τις γαλλικές αρχές και κανένα στοιχείο της εν λόγω αποφάσεως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουν επισήμως εγκριθεί από την Επιτροπή, η οποία μνημονεύει, στο σημείο 15 της εν λόγω αποφάσεως, μόνον οκτώ οικονομικές επιτροπές, μη συμπεριλαμβανομένης της CEBI. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνεται μόνο στο τμήμα που προορίζεται να περιγράψει τις επίμαχες ενισχύσεις και όχι στο τμήμα που αφορά τη διαδικασία ανακτήσεως.

22      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη νομιμότητα του τίτλου εισπράξεως εσόδων που εξέδωσε ο FranceAgriMer σε βάρος της Copebi, ο οποίος στηρίζεται στην ανάκτηση των ενισχύσεων τις οποίες αφορά η απόφαση 2009/402. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η νομιμότητα του ως άνω τίτλου εισπράξεως εσόδων εξαρτάται, ιδίως, από το ζήτημα αν η εν λόγω απόφαση έχει την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις τις οποίες κατέβαλε το Oniflhor στη CEBI και οι οποίες χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της εν λόγω επιτροπής, ενώ η CEBI δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στο σημείο 15 της εν λόγω αποφάσεως και ο τρόπος χρηματοδότησης των εν λόγω ενισχύσεων ήταν αισθητά διαφορετικός.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η απόφαση [2009/402] την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Oniflhor στην CEBI και χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της επιτροπής αυτής, ενώ η CEBI δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στο σημείο 15 της απόφασης της Επιτροπής και οι επίμαχες ενισχύσεις, σε αντίθεση με τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στα σημεία 24 έως 28 της εν λόγω απόφασης, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Oniflhor, και όχι συγχρόνως και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών, που ονομάζονται “επαγγελματικά μερίδια”;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η απόφαση 2009/402 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Oniflhor στην CEBI και χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της επιτροπής αυτής, μολονότι, αφενός, η επιτροπή αυτή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στην απόφαση αυτή και, αφετέρου, οι εν λόγω ενισχύσεις, σε αντίθεση προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στην εν λόγω απόφαση, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Oniflhor, και όχι συγχρόνως και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών.

25      Όσον αφορά, πρώτον, το γεγονός ότι στην απόφαση 2009/402 δεν μνημονεύεται η CEBI, επισημαίνεται ότι δεν αμφισβητείται ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης έλαβε ενίσχυση μεταξύ των ετών 1998 και 2002 την οποία κατέβαλε το Oniflhor μέσω της CEBI.

26      Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η CEBI έχει την ίδια νομική φύση με τις οκτώ άλλες γεωργικές οικονομικές επιτροπές που μνημονεύονται στο σημείο 15 της αποφάσεως 2009/402, ότι διέπεται από τις ίδιες εθνικές διατάξεις, και ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω επιτροπή όντως έλαβε ενίσχυση που καταβλήθηκε από τον ίδιο δημόσιο οργανισμό, ήτοι από το Oniflhor, με σκοπό να διευκολύνει τη διάθεση των γαλλικών προϊόντων χειραγωγώντας τις τιμές πώλησης ή τις ποσότητες που προσφέρονταν στις αγορές.

27      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως 2009/402, «[ο]ι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των “προγραμμάτων περιόδου εμπορίας” στους παραγωγούς οπωροκηπευτικών, τις οποίες η Γαλλία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου [108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ], μεταξύ των ετών 1992 και 2002, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά». Επομένως, διαπιστώνεται ότι, όπως τονίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το διατακτικό της αποφάσεως 2009/402 δεν περιορίζεται στο να αφορά μόνον τις οκτώ γεωργικές οικονομικές επιτροπές που μνημονεύονται στο σημείο 15 της εν λόγω αποφάσεως.

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αποφάσεις ανακτήσεως των κρατικών ενισχύσεων απευθύνονται στο κράτος μέλος που ευθύνεται και όχι στους δικαιούχους της ενισχύσεως και ότι καμία διάταξη σχετική με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν αποδίδει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερο ρόλο στον δικαιούχο της ενισχύσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 81 και 83).

29      Ως εκ τούτου, η απόφαση 2009/402 απευθύνεται, κατά το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως, ειδικά στη Γαλλική Δημοκρατία, και όχι σε μια συγκεκριμένη οικονομική επιτροπή. Επομένως, στο εν λόγω κράτος μέλος απέκειτο, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που κρίθηκαν, με την εν λόγω απόφαση, μη συμβατές και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να προσδιορίσει τους οργανισμούς εκείνους που έλαβαν τις εν λόγω ενισχύσεις.

30      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του επίμαχου προγράμματος προκειμένου να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της αποφάσεώς της, αν, λόγω των λεπτομερών όρων εφαρμογής του, το πρόγραμμα αυτό εξασφαλίζει σαφές πλεονέκτημα στους δικαιούχους έναντι των ανταγωνιστών τους και δύναται να ευνοήσει κυρίως επιχειρήσεις οι οποίες μετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψη 89).

31      Ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ο μη συμβατός χαρακτήρας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά δεν είναι αναγκαίο να περιέχει ανάλυση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο επίπεδο της ανακτήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑310/99, EU:C:2002:143, σκέψη 91).

32      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως τονίζει η Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει, εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, ένα ικανοποιητικό σύνολο πληροφοριών σχετικά με τον ακριβή τρόπο κατά τον οποίο εφαρμόστηκαν τα εν λόγω μέτρα.

33      Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εκ του γεγονότος ότι η CEBI δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στην απόφαση 2009/402 ότι η εν λόγω απόφαση δεν καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Oniflhor μέσω αυτής της γεωργικής οικονομικής επιτροπής και χορηγήθηκαν στην Copebi.

34      Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η απόφαση 2009/402 έχει ληφθεί κατά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της αναιρεσείουσας της κύριας δίκης. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, αφορά απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 132), και ότι, επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί ατομική προειδοποίηση συγκεκριμένων προσώπων για υποβολή παρατηρήσεων (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 17).

35      Μοναδικός σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι να υποχρεώσει την Επιτροπή να μεριμνήσει για την ενημέρωση όλων των προσώπων που μπορούν να ενδιαφέρονται και να τους παράσχει την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματα τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πρόσφορο μέσο, στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, για τη γνωστοποίηση προς όλους τους ενδιαφερομένους της ενάρξεως διαδικασίας (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής, 323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 17, καθώς και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 80).

36      Όσον αφορά, δεύτερον, την περίσταση ότι οι ενισχύσεις που έλαβε η Copebi, σε αντίθεση προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται από την Επιτροπή στην απόφαση 2009/402, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Oniflhor και όχι συγχρόνως και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η χρηματοδότηση των «προγραμμάτων περιόδου εμπορίας» καλύπτονταν από τους ενδιαφερόμενους κλάδους σε αναλογία της τάξεως του 30 % έως 50 %. Το εν λόγω επαγγελματικό μερίδιο συμπληρωνόταν με χρηματοδοτήσεις προερχόμενες από τις δημόσιες αρχές, μέσω του Oniflhor. Η καταβολή των εν λόγω επαγγελματικών μεριδίων είχε ζητηθεί εκ μέρους των γεωργικών οικονομικών επιτροπών και η μη καταβολή του μεριδίου αυτού ισοδυναμούσε, καταρχήν, με άρνηση λήψεως των ενισχύσεων του Oniflhor.

37      Διαπιστώνεται ότι, καίτοι οι ενισχύσεις που έλαβε η Copebi χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά από τις επιχορηγήσεις του Oniflhor χωρίς να υπάρχει σχετική συνεισφορά εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κλάδου, γεγονός παραμένει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν με κρατικούς πόρους.

38      Επομένως, η ως άνω περίσταση δεν μπορεί να εξαιρέσει τις ενισχύσεις που έλαβε η Copebi από τον χαρακτηρισμό ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2009/402.

39      Επιπλέον, στο μέτρο που η μη καταβολή των επαγγελματικών μεριδίων θα δικαιολογούσε τον αποκλεισμό από οποιαδήποτε καταβολή ενισχύσεων εκ μέρους του Oniflhor, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ζήτημα αν το πλεονέκτημα που παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ήταν σύμφωνο με την εθνική νομοθεσία ή αν, αντιθέτως, συνέτρεχε περίπτωση φοροαποφυγής ή φοροδιαφυγής ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς την υποχρέωση του εν λόγω κράτους μέλους να ανακτήσει εμπροθέσμως τις ενισχύσεις (απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑305/09, EU:C:2011:274, σκέψη 42).

40      Επομένως, το γεγονός ότι η Copebi κατόρθωσε να επωφεληθεί από τα προγράμματα περιόδου εμπορίας χωρίς να χρειάζεται να καταβάλει εισφορές συναφώς και ότι εξασφάλισε, ως εκ τούτου, ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο το οποίο θα ίσχυε για τους λοιπούς δικαιούχους δεν αποτελεί περίσταση δυνάμενη να εξαιρέσει την εν λόγω εταιρία από το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2009/402.

41      Τέλος, τρίτον, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς τα «προγράμματα περιόδου εμπορίας» περί των οποίων γίνεται λόγος στην απόφαση 2009/402, ο διεπαγγελματικός μηχανισμός ενισχύσεων για τον τομέα των κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση συνδέονταν με ένα διαρθρωτικό πρόγραμμα, υπό τη μορφή ενισχύσεων χορηγούμενων βάσει της συγκεκριμένης συγκυρίας και αφορωσών μόνο ένα συγκεκριμένο ζήτημα, πρόγραμμα το οποίο δεν είχε ως σκοπό να μετριαστούν τα προσωρινά πλεονάσματα της προσφοράς.

42      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η καταβαλλόμενη από το Oniflhor στην CEBI ενίσχυση προσλάμβανε τη μορφή οικονομικής ενισχύσεως η οποία ανανεωνόταν για κάθε σχετική περίοδο εμπορίας και η οποία αποσκοπούσε στην άρση των δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο εν λόγω τομέας εξαιτίας έντονης ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούνταν από την ιταλική και την ισπανική βιομηχανία μεταποιήσεως, καθώς και από τα ακατέργαστα προϊόντα που εισάγονταν από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση υπολογίζονταν κάθε έτος βάσει της διαδικασίας συγκομιδής που χρησιμοποιήθηκε και του προορισμού του προϊόντος εντός του ορίου συγκεκριμένης ποσότητας οπωρών.

43      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η απόφαση 2009/402 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Oniflhor στην CEBI και χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της επιτροπής αυτής, μολονότι, αφενός, η επιτροπή αυτή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στην ως άνω απόφαση και, αφετέρου, οι εν λόγω ενισχύσεις, σε αντίθεση προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στην εν λόγω απόφαση, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Oniflhor και όχι, συγχρόνως, και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η απόφαση 2009/402/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τα «προγράμματα περιόδου εμπορίας» που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία στον τομέα των οπωροκηπευτικών, έχει την έννοια ότι καλύπτει τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν από το Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l’horticulture (Oniflhor) στην comité économique bigarreau industrie (CEBI), και χορηγήθηκαν στους παραγωγούς κερασιών της ποικιλίας bigarreau για βιομηχανική χρήση από τις ομάδες παραγωγών που είναι μέλη της επιτροπής αυτής, μολονότι, αφενός, η επιτροπή αυτή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των οκτώ γεωργικών οικονομικών επιτροπών που μνημονεύονται στην ως άνω απόφαση και, αφετέρου, οι εν λόγω ενισχύσεις, σε αντίθεση προς τον μηχανισμό χρηματοδότησης που περιγράφεται στην εν λόγω απόφαση, χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από επιχορηγήσεις του Oniflhor και όχι, συγχρόνως, και από εθελοντικές εισφορές των παραγωγών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.