Language of document : ECLI:EU:F:2013:115

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2013

Υπόθεση F‑46/11

Marie Tzirani

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Ηθική παρενόχληση — Έννοια της παρενοχλήσεως— Αίτηση αρωγής — Διοικητική έρευνα σχετική με τα προβαλλόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως — Απόφαση περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο — Εύλογη προθεσμία περατώσεως διοικητικής έρευνας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο — Περιεχόμενο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θέσει στο αρχείο την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 2010, καθόσον θέτει στο αρχείο την αίτηση αρωγής που υπέβαλε η Μ. Tzirani για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως που υποστηρίζει ότι υπέστη από 1ης Οκτωβρίου 2004, ακυρώνεται. Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στη Μ. Tzirani το ποσό των 6 000 ευρώ. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Μ. Tzirani.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Εσωτερική έρευνα αφορώσα προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση – Δικαίωμα προσβάσεως του καταγγέλλοντος στον φάκελο της έρευνας – Όρια – Υποχρέωση της Διοικήσεως να τηρήσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της έρευνας

2.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά σκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του – Προϋπόθεση εκούσιας συμπεριφοράς – Περιεχόμενο – Δεν απαιτείται κακόβουλη πρόθεση του παρενοχλούντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Διοικητικές αποφάσεις και διαφωνίες με τη Διοίκηση επί ζητημάτων που άπτονται της οργανώσεως των υπηρεσιών – Δεν εμπίπτουν

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

4.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά ιεραρχικώς ανωτέρου προς πληθώρα προσώπων – Εμπίπτει

5.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Έννοια – Συμπεριφορά ιεραρχικώς ανωτέρου που απευθύνει απευθείας οδηγίες προς το προσωπικό υπό την ευθύνη του προϊσταμένου τμήματος χωρίς να τον προειδοποιήσει και που διαβιβάζει μηνύματα περιλαμβάνοντα ευθείες επικρίσεις εις βάρος αυτού – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

6.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

7.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Πεδίο εφαρμογής – Περιεχόμενο – Καθήκον της Διοικήσεως να εξετάζει τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως – Υποχρεώσεις απορρέουσες από το καθήκον μέριμνας και την ανάγκη ταχείας διεκπεραιώσεως – Δεν υφίσταται – Συνέπειες

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)

8.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Διεξαγωγή έρευνας πριν από την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX)

9.      Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Τήρηση της υποχρεώσεως αρωγής σε περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως – Απόφαση να τεθεί στο αρχείο διοικητική έρευνα κινηθείσα κατόπιν της υποβολής αιτήσεως αρωγής – Υποχρέωση διαβιβάσεως στον καταγγέλλοντα της τελικής εκθέσεως της έρευνας ή των πρακτικών των ακροάσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο αυτό – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 25, εδ. 2)

10.    Υπάλληλοι – Απόφαση να τεθεί στο αρχείο διοικητική έρευνα κινηθείσα κατόπιν της υποβολής αιτήσεως αρωγής λόγω ηθικής παρενοχλήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 24 και 25, εδ. 2)

1.      Στο πλαίσιο καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, πρέπει, με την επιφύλαξη ειδικών συνθηκών, να διασφαλίζεται το απόρρητο των καταθέσεων των μαρτύρων και κατά το κατ’ αντιμωλίαν στάδιο της διαδικασίας, στο μέτρο που η προοπτική ενδεχόμενης άρσεως του εν λόγω απορρήτου κατά το κατ’ αντιμωλία στάδιο μπορεί να εμποδίσει τη διεξαγωγή ουδέτερων και αντικειμενικών ερευνών με την ανεπιφύλακτη συνεργασία των μελών του προσωπικού που καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 2012, F‑43/10, Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψη 222, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑114/13 P

2.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ουδόλως ανάγει σε αναγκαίο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως ηθικής παρενοχλήσεως την κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί.

Συγκεκριμένα, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να απαξιώσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί μόνον οι πράξεις αυτές, εφόσον ήταν εκούσιες, να είχαν αντικειμενικώς τέτοιες συνέπειες. Ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως παρενοχλήσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση η παρενόχληση αυτή να έχει επαρκή αντικειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και τελών υπό τις ίδιες συνθήκες, θα την έκρινε υπερβαίνουσα τα όρια και αποδοκιμαστέα.

Συναφώς, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος έχει δύσκολες σχέσεις ή συγκρούεται με συναδέλφους ή ιεραρχικώς προϊσταμένους δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως. Ακόμη και αρνητικές παρατηρήσεις που απευθύνονται σε υπάλληλο δεν θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική του ακεραιότητα, εφόσον είναι διατυπωμένες ευπρεπώς και δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι στηρίζονται σε μη θεμελιωμένες κατηγορίες που ουδεμία σχέση έχουν με αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά.

(βλ. σκέψεις 52, 54, 56, 71 και 74)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 16 Απριλίου 2008, T‑486/04, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, σκέψη 61

ΓΔΕΕ: 12 Ιουλίου 2011, T‑80/09 P, Επιτροπή κατά Q

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψεις 133 και 135· 10 Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 93· 24 Φεβρουαρίου 2010, F‑2/09, Menghi κατά ENISA, σκέψη 110· 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 65· 26 Φεβρουαρίου 2013, F‑124/10, Λαμπίρη κατά ΕΟΚΕ, σκέψεις 65 και 67

3.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, ούτε οι διοικητικές αποφάσεις, έστω και αν δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ούτε οι διαφωνίες με τη Διοίκηση σε ζητήματα που άπτονται της οργανώσεως των υπηρεσιών μπορούν, αφ’ εαυτών, να αποδείξουν την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως. Πλην όμως, μόνον το γεγονός ότι η Διοίκηση δεν ακολούθησε τις εισηγήσεις της προσφεύγουσας ενάγουσας ούτε δέχθηκε τα αιτήματά της για πρόσθετο προσωπικό δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποδείξει ότι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι της προσφεύγουσας-ενάγουσας δεν την έλαβαν υπόψη ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι υπήρξε ηθική παρενόχληση εκ μέρους τους, αλλά αποδεικνύει απλώς και μόνον ότι υπήρχε διάσταση απόψεων.

(βλ. σκέψη 82)

4.      Στο πλαίσιο καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια ορισμένη συμπεριφορά ιεραρχικώς ανωτέρου δεν συνιστά ηθική παρενόχληση λόγω του γεγονότος ότι δεν αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά απροσδιόριστο αριθμό προσώπων. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει την παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, η πρώτη παράγραφος του οποίου απαγορεύει σε κάθε υπάλληλο κάθε μορφή ηθικής παρενοχλήσεως.

(βλ. σκέψη 89)

5.      Η συμπεριφορά ιεραρχικώς ανωτέρου ο οποίος δίνει απευθείας και κατ’ επανάληψη οδηγίες στο προσωπικό που τελεί υπό την ευθύνη προϊσταμένου τμήματος ιεραρχικώς κατώτερου χωρίς να τον προειδοποιεί, όταν δεν δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια κάθε αξιοπιστίας του προϊσταμένου μονάδος έναντι του προσωπικού του και, κατά συνέπεια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ηθική παρενόχληση. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση ιεραρχικώς ανωτέρου οποίος διαβιβάζει μηνύματα περιέχοντα ανοικτή κριτική σε βάρος υπαλλήλου, κοινοποιώντας τα μηνύματα αυτά σε πολλούς συναδέλφους χωρίς η πρακτική αυτή να δικαιολογείται από απαιτήσεις της υπηρεσίας. Ναι μεν η κριτική της εργασίας υφισταμένου είναι αποδεκτή, πλην όμως στο σύνηθες πλαίσιο ιεραρχικής σχέσεως εντάσσονται μηνύματα που δεν περιέχουν δυσφημιστικές ή κακόβουλες εκφράσεις και αποστέλλονται μόνο στον ενδιαφερόμενο ή κοινοποιούνται όταν η κοινοποίηση δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 94, 95, 97 και 98)


Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψεις 104 και 105

ΔΔΔΕΕ: Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 80

6.      Βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 24 του ΚΥΚ καθήκοντος αρωγής, η Διοίκηση οφείλει, προκειμένου να αντιμετωπίσει επεισόδιο που θίγει την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να παρέμβει με όλη την αναγκαία δραστικότητα και να ανταποκριθεί με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως για να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά, εν πλήρει επιγνώσει, και να συναγάγει τις δέουσες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίζει αρχή αποδείξεως του υποστατού των προσβολών τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία και, ενδεχομένως, λαμβάνοντας προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως προκειμένου να προστατευθούν, προληπτικώς, η υγεία και η ασφάλεια του υπαλλήλου που φέρεται ότι είναι θύμα κάποιας από τις πράξεις που μνημονεύει η διάταξη αυτή.

Πάντως, ένας λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής λόγω μη λήψεως προληπτικών μέτρων δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλλεται προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο έρευνας σχετικά με περιστατικά παρενοχλήσεως της οποίας υπάλληλος υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα, καθόσον μια τέτοια παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ ουδόλως θα επηρέαζε τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 108 έως 110)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Επιτροπή κατά Q, προπαρατεθείσα, σκέψεις 84 και 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 17 Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Διαμεσολαβητή, σκέψη 83, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑406/12 P· Cerafogli κατά ΕΚΕ, προπαρατεθείσα, σκέψη 210

7.      Η υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής και η οποία επαναλαμβάνεται, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν τα θεσμικά όργανα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως η ηθική παρενόχληση, έχουν υποχρέωση να απαντούν στον υπάλληλο που υπέβαλε αίτηση δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ με ταχύτητα και ιδιαίτερη μέριμνα.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, δεν απάντησε με την απαιτούμενη ταχύτητα σε αίτηση αρωγής υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να θίξει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο της έρευνας για παρενόχληση που κινήθηκε βάσει της εν λόγω αιτήσεως αρωγής. Πράγματι, αν μια τέτοια απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για τον λόγο και μόνον ότι εκδόθηκε καθυστερημένα, η νέα απόφαση που θα αντικαθιστούσε την ακυρωθείσα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εκδοθεί με λιγότερη καθυστέρηση έναντι της ακυρωθείσας.

(βλ. σκέψεις 116, 117 και 119)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψη 162

ΓΔΕΕ: 6 Δεκεμβρίου 2012, T‑390/10 P, Füller-Tomlinson κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 115

ΔΔΔΕΕ: 18 Μαΐου 2009, F‑138/06 και F‑37/08, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 76· 11 Μαΐου 2011, F‑53/09, J κατά Επιτροπής, σκέψη 113

8.      Η επιφορτισμένη με διοικητική έρευνα αρχή, η οποία οφείλει να εξετάζει τους φακέλους που της υποβάλλονται κατά αναλογικό τρόπο, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας και ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας που παρέχουν οι μάρτυρες.

(βλ. σκέψη 124)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 38

9.      Όσον αφορά απόφαση περί θέσεως στο αρχείο διοικητικής έρευνας που κινήθηκε κατόπιν της υποβολής αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν επιβάλλει ρητή υποχρέωση διαβιβάσεως στον καταγγέλλοντα ούτε της τελικής αναφοράς για τη διοικητική έρευνα ούτε των πρακτικών των ακροάσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο αυτό.

Εντούτοις, και με την επιφύλαξη της προστασίας των συμφερόντων των εμπλεκομένων προσώπων και όσων κατέθεσαν ως μάρτυρες στο πλαίσιο της έρευνας, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ απαγορεύει τη διαβίβαση της τελικής αναφοράς για την έρευνα σε τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση αυτής, όπως συμβαίνει με όποιον έχει υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 132 και 133)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Lo Giudice κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 163

ΔΔΔΕΕ: Cerafogli κατά ΕΚΤ, προπαρατεθείσα, σκέψη 108

10.    Η αυστηρή ερμηνεία της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν η βλαπτική απόφαση είναι απόφαση της ΑΔΑ περί θέσεως στο αρχείο έρευνας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως αρωγής αφορώσας ισχυρισμούς ηθικής παρενοχλήσεως.

Πράγματι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει γενικώς στην περίπτωση των διοικητικών πράξεων που είναι δυνατόν να είναι βλαπτικές για τον υπάλληλο, η απόφαση που αφορά αίτηση αρωγής εκδίδεται στο πλαίσιο ειδικών περιστάσεων. Κατ’ αρχάς, το πλαίσιο αυτό μπορεί να έχει ήδη διαρκέσει πολλούς μήνες ή και πολλά έτη. Έπειτα, η κατάσταση της παρενοχλήσεως, εάν αποδειχθεί, δεν θίγει κατά κύριο λόγο τα οικονομικά συμφέροντα ή τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου, περιπτώσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν γρήγορα από το θεσμικό όργανο με την έκδοση πράξεως ή την καταβολή χρηματικού ποσού στον ενδιαφερόμενο, αλλά θίγει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του θύματος, προκαλώντας βλάβη μη δυνάμενη να αποκατασταθεί πλήρως με την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως. Τέλος, είτε οι ισχυρισμοί περί παρενοχλήσεως είναι βάσιμοι είτε όχι, ο καταγγέλλων τους αντιλαμβάνεται ως βάσιμους και, βάσει του καθήκοντος αρωγής, το θεσμικό όργανο υποχρεούται να αιτιολογεί την απόρριψη της αιτήσεως αρωγής με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πληρότητα, χωρίς να πρέπει ο καταγγέλλων να περιμένει την απάντηση σε διοικητική ένσταση για να λάβει γνώση της αιτιολογίας της απορρίψεως της αιτήσεως, απάντηση που το θεσμικό όργανο θα μπορούσε ακόμη και να επιλέξει να μη δώσει.

Δεν είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ απόφαση που παρέχει μόνον αρχή αιτιολογίας. Η αντίθετη λύση θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώνεται ο υπάλληλος που υπέβαλε αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως να ασκήσει διοικητική ένσταση προκειμένου να λάβει αιτιολογία της αποφάσεως περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο έρευνας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να παράσχουν εγκύρως στον ενδιαφερόμενο πλήρη αιτιολογία το πρώτον με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως χωρίς να παραβούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Εντούτοις, μια τέτοια λύση δεν μπορεί να προδικάσει τη δυνατότητα των θεσμικών οργάνων να παράσχουν, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους που έκανε δεκτούς η Διοίκηση ούτε του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να λάβει υπόψη τις εν λόγω διευκρινίσεις κατά την εξέταση λόγου ακυρώσεως με τον οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα της αποφάσεως.

Περαιτέρω, μολονότι γίνεται δεκτή η δυνατότητα αιτιολογήσεως με αναφορά σε έκθεση ή γνωμοδότηση που είναι η ίδια αιτιολογημένη και έχει κοινοποιηθεί, εντούτοις απαιτείται η έκθεση ή η γνωμοδότηση να έχει πράγματι κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική πράξη.

(βλ. σκέψεις 141, 142, 152 και 165 έως 167)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Lo Giudice κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 163 και 164

ΔΔΔΕΕ: Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 32 και 53· Cerafogli κατά ΕΚΤ, προπαρατεθείσα, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία