Language of document : ECLI:EU:F:2013:163

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 23ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση F‑7/12

Αριστείδης Ψαρράς

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτος υπάλληλος – Αξιολόγηση – Αξιολόγηση για το έτος 2009 – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Αίτημα περί ακυρώσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Βλαπτική πράξη – Προδήλως απαράδεκτη προσφυγή»

Αντικείμενο:      Προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Α. Ψαρράς ζητεί την ακύρωση της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του για το 2009 και της αποφάσεως του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) της 16ης Νοεμβρίου 2010 με την οποία καταρτίζεται ο πίνακας του προσωπικού που ανακατατάσσεται στο πλαίσιο της περιόδου ανακατατάξεων 2010.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Α. Ψαρρά.


Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Βλαπτική πράξη – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση με την οποία καταρτίζεται ο κατάλογος των εκτάκτων υπαλλήλων που ανακατατάσσονται – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Η ύπαρξη βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας χωρεί προσφυγή ακυρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 91 του ΚΥΚ, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού και η έλλειψή της μπορεί να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης. Εξ αυτού συνάγεται ότι προσφυγή με αίτημα την ακύρωση εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας η οποία δεν έχει καταρτισθεί οριστικώς και κατά συνέπεια δεν υφίστατο κατά το χρονικό σημείο της ασκήσεως της προσφυγής είναι προδήλως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 36, 43 και 47)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Ιουνίου 1986, 78/85, Groupe des droites européennes κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 11· 7 Οκτωβρίου 1987, 248/86, Brüggemann κατά EOKE, σκέψη 6

ΓΔΕΕ: 10 Ιουλίου 1990, T‑64/89, Automec κατά Επιτροπής, σκέψη 41·18 Νοεμβρίου 1992, T‑16/91, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 39

2.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών που καθορίζει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 15 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, η ανακατάταξη είναι προαγωγή από τον κατεχόμενο στον αμέσως ανώτερο βαθμό εντός της αυτής ομάδας καθηκόντων. Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 10, της εν λόγω αποφάσεως, ο κατάλογος των εκτάκτων υπαλλήλων που ανακατατάσσονται καταρτίζεται από την αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας αρχή.

Εξ αυτού συνάγεται ότι η απόφαση της ως άνω αρχής με την οποία καταρτίζεται ο κατάλογος των εκτάκτων υπαλλήλων που ανακατατάσσονται συνιστά τελική απόφαση καθόσον κατονομάζει τους εκτάκτους υπαλλήλους οι οποίοι ανακατατάσσονται στο πλαίσιο της επίμαχης περιόδου ανακατατάξεων. Επομένως, οι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι θεωρούσαν εαυτόν ικανό να ανακαταταγεί λαμβάνουν γνώση, κατά τρόπο βέβαιο και οριστικό, της αξιολογήσεως των προσόντων τους και μπορούν να διαπιστώσουν ότι θίγεται η νομική τους θέση κατά το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως του καταλόγου αυτού. Κατά συνέπεια, μια τέτοια απόφαση συνιστά, καταρχήν, βλαπτική πράξη, κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή από τους εκτάκτους υπαλλήλους που θεωρούν ότι η ως άνω απόφαση τους έθιξε καθόσον οι ίδιοι δεν ανεκατετάγησαν.

(βλ. σκέψεις 51 και 52)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 21 Νοεμβρίου 1996, T‑144/95, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, σκέψεις 30 και 31· 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑216/03, Tenreiro κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 και 48