Language of document : ECLI:EU:F:2013:115

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2013 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Ηθική παρενόχληση — Έννοια της παρενοχλήσεως — Αίτηση αρωγής — Διοικητική έρευνα σχετικά με τα προβαλλόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως — Απόφαση περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο — Εύλογη προθεσμία περατώσεως διοικητικής έρευνας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο — Περιεχόμενο»

Στην υπόθεση F‑46/11,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Marie Tzirani, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους É. Boigelot και S. Woog, στη συνέχεια από τον É. Boigelot, δικηγόρους,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους V. Joris και P. Pecho, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο, στη συνέχεια από τον V. Joris, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

καθής‑εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, I. Boruta και K. Bradley (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] στις 14 Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή‑αγωγή, ζητώντας, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί θέσεως στο αρχείο της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε και, αφετέρου, να καταδικασθεί η Επιτροπή σε αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2.      Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:

[…]

γ)      την υποχρέωση της [Δ]ιοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

[…]»

3        To άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

[…]»

4        Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«Ως “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.»

5        Κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Η Ένωση επανορθώνει αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη.»

6        Το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει:

«Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο. Κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη.»

7        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ περί πειθαρχικής διαδικασίας:

«Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο κατά το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της αναφοράς που συντάχθηκε για την έρευνα και, κατόπιν αιτήσεώς του και με την επιφύλαξη της προστασίας των νομίμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που έχουν άμεση σχέση με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εις βάρος του.»

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

8        Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η οποία ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή το 1977, τοποθετήθηκε, από 1ης Ιουλίου 1991, στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «IX “Προσωπικό και Διοίκηση”», που μετονομάστηκε σε ΓΔ «Ανθρώπινοι Πόροι και Ασφάλεια» (στο εξής: ΓΔ Προσωπικού).

9        Το 2003, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Β «ΚΥΚ: πολιτική, διαχείριση και παροχή συμβουλών» της ΓΔ Προσωπικού (στο εξής: Διεύθυνση B), καθώς και για τη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Γ «Κοινωνική πολιτική, προσωπικό Λουξεμβούργου, υγεία, υγιεινή» της ίδιας Γενικής Διευθύνσεως (στο εξής: Διεύθυνση Γ). Και στις δύο περιπτώσεις, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε περιληφθεί στον κατάλογο επιλεγέντων υποψηφίων, αλλά η Διοίκηση επέλεξε άλλους υποψηφίους, τον Α για τη Διεύθυνση Β και την Β για τη Διεύθυνση Γ.

10      Κατόπιν των προσφυγών που άσκησε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κατά των διορισμών των Α και Β, οι εν λόγω διορισμοί ακυρώθηκαν με δύο αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006 (Τ-45/04, Tzirani κατά Επιτροπής, και Τ‑88/04, Tzirani κατά Επιτροπής). Ακολούθως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα αμφισβήτησε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ την εκτέλεση της αποφάσεως T‑45/04 με προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 22ας Οκτωβρίου 2008, F‑46/07, Tzirani κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο ΔΔ ακύρωσε τη νέα απόφαση περί διορισμού του Α στη θέση του διευθυντή της Διευθύνσεως Β και καταδίκασε την Επιτροπή στην καταβολή αποζημιώσεως στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

11      Την 1η Ιανουαρίου 2003, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία «Διαχείριση και εκκαθάριση των ατομικών δικαιωμάτων» (PMO) ως προϊσταμένη μονάδας. Την 1η Οκτωβρίου 2004, ανατέθηκε στη Γ η άσκηση καθηκόντων διευθύντριας του PMO και, τη 16η Φεβρουαρίου 2005, η Γ διορίστηκε διευθύντρια του PMO.

12      Με ηλεκτρονικές επιστολές της 25ης Μαΐου 2005 και της 17ης Φεβρουαρίου που απηύθυνε στην ιεραρχικώς προϊσταμένη της Γ, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα διατύπωσε αιτιάσεις εναντίον της, θεωρώντας ότι η συμπεριφορά της μπορούσε να συνιστά ηθική παρενόχληση.

13      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα άσκησε, στις 5 Δεκεμβρίου 2007, αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ (στο εξής: αίτηση της 5ης Δεκεμβρίου 2007 ή αίτηση αρωγής). Υποστήριζε ότι υπήρξε θύμα περιστατικών ηθικής παρενοχλήσεως και ζήτησε από την Επιτροπή να κινήσει διοικητική έρευνα για να εξετάσει τα εν λόγω γεγονότα και να λάβει τα κατάλληλα για την αντιμετώπιση της εν λόγω καταστάσεως μέτρα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα εξέφρασε την επιθυμία να επιληφθεί της αιτήσεώς της αρωγής άλλη υπηρεσία της Επιτροπής, πλην της ΓΔ Προσωπικού, στην οποία εργαζόταν.

14      Με ηλεκτρονική επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2007, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής ενημέρωσε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι της αιτήσεώς της αρωγής επρόκειτο να επιληφθεί η Υπηρεσία Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC).

15      Στις 7 Φεβρουαρίου 2008, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έπεσε θύμα ατυχήματος στον τόπο εργασίας της, συνεπεία του οποίου έλαβε αναρρωτική άδεια μακράς διαρκείας. Τον Φεβρουάριο 2009 η προσφεύγουσα‑ενάγουσα συνταξιοδοτήθηκε, χωρίς να έχει αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά της.

16      Με ηλεκτρονική επιστολή της 6ης Ιουνίου 2008 που απηύθυνε στην IDOC, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε να ενημερωθεί για την πορεία της έρευνας σχετικά με την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει. Με σημείωμα της 9ης Ιουνίου 2008 η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ενημερώθηκε από τον υπάλληλο στον οποίο είχε ανατεθεί η διεξαγωγή της έρευνας (στο εξής: επικεφαλής της έρευνας) σχετικά με την απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής να κινήσει διοικητική έρευνα. Στο ίδιο σημείωμα, ο επικεφαλής της έρευνας ανέφερε ότι θα διεξήγε την έρευνα με την τεχνική συνδρομή της IDOC. Ο επικεφαλής της έρευνας διευκρίνισε συναφώς ότι ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής είχε αποφασίσει να αναθέσει την εν λόγω έρευνα σε πρόσωπο εκτός της IDOC, προκειμένου να αποφύγει κάθε πραγματική ή φαινομενική σύγκρουση συμφερόντων. Τέλος, ο επικεφαλής της έρευνας πληροφόρησε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι θα ερχόταν σε επαφή μαζί της «εντός των επομένων ημερών» για τον καθορισμό συνάντησης, ώστε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να διευκρινίσει τους ισχυρισμούς της.

17      Με ηλεκτρονική επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2008, ο επικεφαλής της έρευνας ζήτησε συγγνώμη από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα για την καθυστέρηση έναρξης της διαδικασίας της έρευνας.

18      Στις 21 Νοεμβρίου 2008, και ακολούθως στις 5 Μαρτίου 2009, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν είχε κανένα νέο όσον αφορά τον φάκελό της και ζήτησε από τον επικεφαλής της έρευνας πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο της υποθέσεώς της. Στις 6 Μαρτίου 2009 ο επικεφαλής της έρευνας ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση «κινήσεως της συμφωνηθείσας διαδικασίας».

19      Στις 9 Μαρτίου 2009 ο επικεφαλής της έρευνας κάλεσε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα να καταθέσει στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας, όπως και έπραξε στις 19 Μαρτίου 2009.

20      Στις 30 Ιουνίου 2009, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε εκ νέου, εγγράφως, από τον επικεφαλής της έρευνας πληροφορίες σχετικά με τον φάκελό της και ζήτησε δεύτερη συνάντηση, προκειμένου να του προσκομίσει ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο. Την επομένη, ο επικεφαλής της έρευνας απηύθυνε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ηλεκτρονική επιστολή με την οποία ανελάμβανε «προσωπικά την ευθύνη της καθυστερήσεως της έρευνας» και παραδεχόταν ότι «παρά τις προσπάθειές [του]» δεν είχε μπορέσει «να επεξεργασθεί […] παράλληλα στον βαθμό που θα επιθυμούσε» τον φάκελο της έρευνας και τους φακέλους που συνδέονταν με τα τρέχοντα καθήκοντά του.

21      Η συνάντηση που ζήτησε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε χώρα στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.

22      Στις 8 Νοεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα απευθύνθηκε στον επικεφαλής της έρευνας για να ζητήσει πρόσβαση στα πρακτικά των ακροάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση, επανέλαβε το εν λόγω αίτημα στις 25 Νοεμβρίου 2009.

23      Με ηλεκτρονική επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2009, ο επικεφαλής της έρευνας απέρριψε το αίτημα προσβάσεως στα πρακτικά των ακροάσεων, επικαλούμενος την προστασία του απορρήτου της διοικητικής έρευνας και των προσωπικών δεδομένων.

24      Μεταξύ 1ης και 4ης Δεκεμβρίου 2009, και ακολούθως στις 22 Ιανουαρίου 2010, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επανεξέτασε, μαζί με ένα μέλος του προσωπικού της IDOC, τα συνημμένα παραρτήματα στην αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει.

25      Στις 14 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα απέστειλε ένα νέο έγγραφο στον επικεφαλής της έρευνας.

26      Στις 19 Φεβρουαρίου 2010, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σχετικά με τη διάρκεια της έρευνας.

27      Στις 23 Απριλίου 2010, ο επικεφαλής της έρευνας εξέδωσε την τελική αναφορά για την έρευνα και πρότεινε στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής να τεθεί στο αρχείο η έρευνα που κινήθηκε κατόπιν της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

28      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Διαμεσολαβητή στις 15 Ιουλίου 2010, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ενημερώθηκε για την έκδοση της τελικής αναφοράς για την έρευνα και για τα συμπεράσματα του επικεφαλής της έρευνας.

29      Στις 10 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε την απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής, με ημερομηνία 7 Ιουνίου 2010, περί θέσεως της αιτήσεως αρωγής στο αρχείο (στο εξής: επίδικη απόφαση ή απόφαση της 7ης Ιουνίου 2010). Η επίδικη απόφαση δεν συνοδευόταν από την τελική αναφορά για την έρευνα, στην οποία στηριζόταν.

30      Με επιστολή της 25ης Αυγούστου 2010, ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας‑ενάγουσας προέβαλε κατά της Επιτροπής την αιτίαση ότι η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2010 περιήλθε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα το πρώτον δύο μήνες και τρεις ημέρες μετά την έκδοσή της, με απλή (μη συστημένη) επιστολή και χωρίς να του σταλεί αντίγραφο, αντίθετα από ό,τι είχε ρητώς ζητήσει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα με την αίτηση αρωγής.

31      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα‑ενάγουσα άσκησε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της επίδικης αποφάσεως.

32      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή απάντησε στον νομικό σύμβουλο της προσφεύγουσας‑ενάγουσας ότι η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2010 δεν του είχε αποσταλεί «λόγω διοικητικού σφάλματος» και ότι η ημερομηνία που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας «για την άσκηση προσφυγής» ήταν η 10η Αυγούστου 2010.

33      Κατόπιν αιτήσεως του νομικού συμβούλου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, η Επιτροπή, με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2010, επιβεβαίωσε ότι ο όρος «προσφυγή» που χρησιμοποιήθηκε στην επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 οφειλόταν σε «εσφαλμένη διατύπωση», ότι η ένσταση είχε πρωτοκολληθεί στις 7 Σεπτεμβρίου 2010 και ότι η ημερομηνία αυτή έπρεπε «να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας απαντήσεως» στην ένσταση.

34      Η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2010, που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα στις 4 Ιανουαρίου 2011.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

35      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει τον φάκελο της διοικητικής έρευνας και, συγκεκριμένα, την τελική αναφορά για την έρευνα και τα σχετικά έγγραφα καθώς και τα πρακτικά των ακροάσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της έρευνας·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ύψους 1 000 ευρώ, με επιφύλαξη αυξήσεως του ποσού αυτού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και να καλύψει τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής διαδικασίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή‑αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα‑ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

37      Με έγγραφο της Γραμματείας της 31ης Ιανουαρίου 2012, το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει την τελική αναφορά για την έρευνα, διευκρινίζοντας ότι μπορούσε να διαβιβάσει το κείμενο της αναφοράς σε εμπιστευτική μορφή. Η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία την εν λόγω αναφορά στις 16 Φεβρουαρίου 2012 χωρίς να ζητήσει την εμπιστευτική μεταχείρισή της.

38      Με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα επεσήμανε στο Δικαστήριο ΔΔ ότι η τελική αναφορά για την έρευνα που διαβίβασε η Επιτροπή δεν περιείχε τα παραρτήματα που ανέφεραν τις ερευνητικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν και τις ακροάσεις των μαρτύρων ή των ενδιαφερομένων και κάλεσε το Δικαστήριο ΔΔ να ζητήσει από την Επιτροπή την προσκόμισή τους. Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2012, η Γραμματεία ενημέρωσε τους διαδίκους σχετικά με την απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ να μη δεχθεί το εν λόγω αίτημα.

39      Η πρόταση φιλικού διακανονισμού της διαφοράς που απηύθυνε το Δικαστήριο ΔΔ στους διαδίκους δεν ευοδώθηκε.

 Σκεπτικό

 Α       Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει τον φάκελο της διοικητικής έρευνας

40      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, τον φάκελο της διοικητικής έρευνας και, συγκεκριμένα, την τελική αναφορά για την έρευνα και τα σχετικά έγγραφα, καθώς και τα πρακτικά των ακροάσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της έρευνας.

41      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, στο πλαίσιο καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, πρέπει, με την επιφύλαξη ειδικών συνθηκών, να διασφαλίζεται το απόρρητο των καταθέσεων των μαρτύρων και κατά το κατ’ αντιμωλία στάδιο της διαδικασίας, στο μέτρο που η προοπτική ενδεχόμενης άρσεως του εν λόγω απορρήτου κατά το κατ’ αντιμωλία στάδιο μπορεί να εμποδίσει τη διεξαγωγή ουδέτερων και αντικειμενικών ερευνών με την ανεπιφύλακτη συνεργασία των μελών του προσωπικού που καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 12ης Δεκεμβρίου 2012, F-43/10, Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψη 222, που αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούς αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση Τ-114/13Ρ). Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν προσκόμισε όμως επαρκή στοιχεία για να δικαιολογήσει για ποιο λόγο θα πρέπει, στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ να μην τηρήσει την εν λόγω προφύλαξη.

42      Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν και του γεγονότος ότι, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε την τελική αναφορά για την έρευνα χωρίς τα παραρτήματά της, η οποία διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, διαφωτίστηκε επαρκώς από τα υπομνήματα που αντηλλάγησαν και από τις απαντήσεις των διαδίκων στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να απορριφθεί το προαναφερθέν αίτημα όσον αφορά τα παραρτήματα της τελικής αναφοράς για την έρευνα.

 Β       Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

43      Προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, αντιστοίχως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο, από παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ, από παράβαση του καθήκοντος αρωγής, από παράβαση του καθήκοντος αρωγής και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και, τέλος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

1.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής, ενεργώντας ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), έκρινε ότι οι συμπεριφορές για τις οποίες κατηγορούσε τόσο τους προϊσταμένους όσο και τους συναδέλφους της δεν ενέπιπταν στην έννοια της ηθικής παρενοχλήσεως και έθεσε, κατά συνέπεια, την αίτηση αρωγής στο αρχείο. Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, εξαρτώντας την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως από τη συνδρομή όρων που δεν προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

45      Πράγματι, κατά την άποψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες για την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως προϋποθέσεις. Πρώτον, επισημαίνει ότι οι προσαπτόμενες συμπεριφορές εκδηλώθηκαν με πρόθεση, κατά τρόπο διαρκή και επαναληπτικό. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι υπέστη σημαντική επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας της και, ειδικότερα, ότι υπέφερε από το 2006 από κατάθλιψη συνδεόμενη με την ηθική παρενόχληση που υπέστη. Τρίτον, προβάλλει κατά της Επιτροπής την αιτίαση ότι, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έκρινε ότι «η διοικητική έρευνα που διεξήχθη κατόπιν της αιτήσεως αρωγής [...] δεν μπόρεσε να αποδείξει [...] ότι η [προσφεύγουσα‑ενάγουσα] υπήρξε αντικείμενο δυσμενούς και απαξιωτικής μεταχειρίσεως», ενώ τέτοιος όρος δεν περιέχεται στον ορισμό της ηθικής παρενοχλήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, το οποίο δεν απαιτεί να αποδεικνύεται ότι οι συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται ως παρενόχληση θεσπίζουν δυσμενείς διακρίσεις.

46      Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της περιόδου μεταξύ του έτους 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2004, δηλαδή πριν η Γ αναλάβει τα καθήκοντά της ως διευθύντρια του ΡΜΟ, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη σταδιακά αρνητική αντιμετώπιση και αδικαιολόγητη κριτική από τους προϊσταμένους και ορισμένους συναδέλφους της, που τη θεωρούσαν πιθανή ανταγωνίστρια για θέσεις ευθύνης, ενώ η απόδοση και η συμπεριφορά της στην υπηρεσία δεν είχαν μεταβληθεί. Αυτή η αρνητική αντιμετώπιση αποδεικνύεται από τη μείωση της βαθμολογίας της, από μια πρόταση να ζητήσει την πρόωρη συνταξιοδότησή της χωρίς μείωση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων (στο εξής: πρόταση εθελουσίας εξόδου) την οποία θεωρεί ταπεινωτική, καθώς και από το γεγονός ότι οι λύσεις που πρότεινε για ορισμένες προβληματικές υποθέσεις αγνοούνταν συστηματικά. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, οι συμπεριφορές αυτές δεν οφείλονταν σε απλές διαφωνίες με τους προϊσταμένους και ορισμένους από τους συναδέλφους της, αλλά συνιστούσαν ηθική παρενόχληση.

47      Όσον αφορά την περίοδο μεταξύ της 1ης Οκτωβρίου 2004, ημερομηνίας κατά την οποία η Γ ανέλαβε καθήκοντα ως επικεφαλής του ΡΜΟ, και της 5ης Δεκεμβρίου 2007, ημερομηνίας κατά την οποία η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε την αίτηση αρωγής, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα προσάπτει στη διευθύντριά της Γ ότι την απομάκρυνε, κατά τρόπο συστηματικό και επαναλαμβανόμενο, από ομάδες εργασίες και συσκέψεις που αφορούσαν ζητήματα που ενέπιπταν στις αρμοδιότητές της, ότι της αρνήθηκε την πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες, ότι αρνήθηκε να της παράσχει προσωπικό επαρκές για την άσκηση των καθηκόντων που όφειλε να εκτελέσει και ότι αμφισβήτησε τις ικανότητές της με ηλεκτρονικές επιστολές, αντίγραφα των οποίων εστάλησαν σε πολλούς άλλους υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού.

48      Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον αποκλείει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως με την αιτιολογία ότι «η έρευνα απέδειξε επίσης ότι η [Γ] δεν είχε κακόβουλη πρόθεση απέναντί [της] και ότι [το] στυλ διοικήσεως [της Γ] δεν στόχευε ειδικώς [αυτή]».

49      Η Επιτροπή ζητεί, ευθύς εξαρχής, από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει ως απαράδεκτο τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, λόγω του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, αφού υποστήριξε με την προσφυγή‑αγωγή της ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, περιορίστηκε στην παραπομπή στα παραρτήματα της προσφυγής-αγωγής.

50      Ως προς την ουσία, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συνέτρεχε καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως. Πράγματι, αφενός, κανένα από τα στοιχεία που προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως και, αφετέρου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν απέδειξε ότι εθίγη η φυσική ή ψυχολογική της ακεραιότητα.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

51      Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι στην προσφυγή‑αγωγή εκτίθενται κατά τρόπο συνθετικό, συνεπή και κατανοητό τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και αναφέρονται με ακρίβεια τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των επιχειρημάτων που προβάλλονται, με παραπομπή στα διάφορα παραρτήματα. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφυγή‑αγωγή είναι σύμφωνη προς το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, με αποτέλεσμα να πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

52      Ως προς την ουσία, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ουδόλως ανάγει σε αναγκαίο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως ηθικής παρενοχλήσεως την κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί (αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 9ης Δεκεμβρίου 2008, F-52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψη 133, που δεν αναιρέθηκε ως προς το σημείο αυτό με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, Τ-80/09 Ρ, Επιτροπή κατά Q, και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, F‑124/10, Labiri κατά ΕΟΚΕ, σκέψη 65).

53      Συγκεκριμένα, το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» για την απόδειξη της οποίας απαιτείται η συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που εκδηλώνεται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό» και «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και», απαιτεί η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή «τη[ς] προσωπικότητα[ς], τη[ς] αξιοπρέπεια[ς] ή τη[ς] φυσική[ς] ή ψυχολογική[ς] ακεραιότητα[ς] ενός προσώπου» (προαναφερθείσες αποφάσεις Q κατά Επιτροπής, σκέψη 134, και Labiri κατά ΕΟΚΕ, σκέψη 66).

54      Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, η κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, πρέπει να είναι εκούσια, με συνέπεια να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τυχόν συμπτωματικές ενέργειες. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να αποσκοπεί στην προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να απαξιώσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί μόνον οι ενέργειές του, εφόσον ήταν εκούσιες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες (προαναφερθείσες αποφάσεις Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135, και Labiri κατά ΕΟΚΕ, σκέψη 67).

55      Πρέπει να προστεθεί ότι αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η διάταξη αυτή κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, λόγω της δυσκολίας να αποδειχθεί κακόβουλη πρόθεση του προσώπου του οποίου η συμπεριφορά συνιστά ηθική παρενόχληση. Συγκεκριμένα, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου τέτοια πρόθεση συνάγεται φυσιολογικά από τις ενέργειες ενός προσώπου, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες και ότι, στις περισσότερες καταστάσεις, το πρόσωπο που τεκμαίρεται ότι παρενοχλεί αποφεύγει κάθε διαγωγή που θα μπορούσε να αφήσει υπόνοιες για την πρόθεσή του να απαξιώσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας του τελευταίου (προαναφερθείσες αποφάσεις Q κατά Επιτροπής, σκέψη 136, και Labiri κατά ΕΟΚΕ, σκέψη 68).

56      Με την απόφασή του της 16ης Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως παρενοχλήσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει η παρενόχληση αυτή επαρκή αντικειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και τελών υπό τις ίδιες συνθήκες, θα την έκρινε υπερβαίνουσα τα όρια και αποδοκιμαστέα (προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 65).

57      Στην υπό κρίση περίπτωση πρέπει, ευθύς εξαρχής, να εξετασθεί κατά πόσον η ΑΔΑ, επιφορτισμένη με το καθήκον να αποφανθεί επί της διοικητικής ενστάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποκλείοντας, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως λόγω του ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν αποτέλεσε αντικείμενο μεταχειρίσεως συνεπαγόμενης δυσμενή διάκριση. Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, εάν μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει σημαντικές διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους που έκανε δεκτούς η Διοίκηση στην αρχική απόφαση, ο ακριβής προσδιορισμός των λόγων της Διοικήσεως πρέπει να προκύπτει από τη συνδυασμένη ανάγνωση των δύο αποφάσεων (προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Κατόπιν αυτής της διευκρινίσεως, από την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ανήγαγε την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως σε προϋπόθεση της αναγνωρίσεως παρενοχλήσεως. Πράγματι, απαντώντας στις διάφορες αιτιάσεις της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, η ΑΔΑ, επιφορτισμένη με το καθήκον να αποφανθεί επί της διοικητικής ενστάσεως, περιορίστηκε στην επισήμανση ότι από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι, αφενός, η Γ δεν επεδείκνυε μόνον έναντι της προσφεύγουσας‑ενάγουσας τις συμπεριφορές που αυτή της προσάπτει, αλλά ότι αυτός ο τρόπος ενέργειας αντιστοιχούσε στο γενικό της στυλ διευθύνσεως του προσωπικού και ότι, αφετέρου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ήταν η μόνη που εξελάμβανε αυτές τις συμπεριφορές ως ηθική παρενόχληση και ότι το γεγονός και μόνον ότι δεν ήταν σύμφωνη με αυτό το στυλ διευθύνσεως του προσωπικού δεν αρκούσε για τον χαρακτηρισμό του ως ηθικής παρενοχλήσεως.

59      Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως περί υπάρξεως πλάνης περί το δίκαιο.

60      Ακολούθως, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον, υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών αρχών, η Επιτροπή, αποφαινόμενη ότι οι συμπεριφορές για τις οποίες παραπονείται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο ΔΔ θεωρεί αναγκαίο να εξετάσει χωριστά τις αιτιάσεις που διατυπώνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα για την περίοδο μεταξύ του έτους 1999 και της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 (στο εξής: πρώτη περίοδος) και τις αιτιάσεις που αφορούν τη μεταγενέστερη της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 περίοδο (στο εξής: δεύτερη περίοδος).

 Επί των αιτιάσεων που αφορούν την πρώτη περίοδο

61      Πρώτον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι αρνητικές φήμες που κυκλοφόρησαν σχετικά με τις υποτιθέμενες αδυναμίες της στη διαχείριση είχαν ως αποτέλεσμα να επιφέρουν χαμηλότερη αξιολόγησή της στις εκθέσεις βαθμολογίας της για τα έτη 1999 έως 2002 σε σχέση με τις προηγούμενες βαθμολογίες της και χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με τις βαθμολογίες άλλων συναδέλφων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται για το γεγονός ότι οι συγκριτικοί πίνακες των βαθμολογιών των προϊσταμένων μονάδας κοινοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια διοικητικών συσκέψεων. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, δεδομένου ότι στους εν λόγω πίνακες εμφανιζόταν ως η λιγότερο αποδοτική προϊσταμένη μονάδας, η κοινοποίηση αυτή αποσκοπούσε στην περιθωριοποίηση και απομόνωσή της.

62      Όσον αφορά τις εκθέσεις βαθμολογίας της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, βαθμοί και αξιολογήσεις, έστω και αρνητικοί, σε έκθεση βαθμολογίας δεν δύνανται, αυτοί καθ’ εαυτούς, να θεωρηθούν στοιχεία που συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι η έκθεση αυτή καταρτίστηκε με σκοπό ηθικής παρενοχλήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Δεκεμβρίου 2008, F‑15/07, Κ κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39).

63      Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για να αποδείξει ότι η ποιότητα των υπηρεσιών που παρείχε αξιολογήθηκε κατά τρόπο άδικο και, εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι άσκησε ενστάσεις κατά των επίδικων εκθέσεων βαθμολογίας. Επιπλέον, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε βαθμολογία χαμηλότερη από αυτή ορισμένων συναδέλφων της, ακόμη και αν είχε αποδειχθεί, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη ηθικής παρενοχλήσεως.

64      Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα την έκθεση αξιολογήσεως για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1999 έως 30 Ιουνίου 2001, η επίδοση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας κρίθηκε με αυτή μία φορά ως «εξαιρετική» και εννέα φορές ως «ανώτερη» και, κατά συνέπεια, η εν λόγω έκθεση δεν είναι χειρότερη από την έκθεση αξιολογήσεως που κάλυπτε την προηγούμενη περίοδο, με την οποία η επίδοσή της είχε κριθεί εννέα φορές ως «ανώτερη» και μία φορά ως «κανονική», με αποτέλεσμα να είναι αβάσιμο το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα‑ενάγουσα από τη μείωση της βαθμολογίας της. Όσον αφορά την έκθεση βαθμολογίας για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, μόνο το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε 13 μόρια αξιολογήσεως επί συνόλου 20 δεν θα μπορούσε να αποτελεί, αυτό καθεαυτό, ένδειξη παρενοχλήσεως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το αριθμός των μορίων αξιολογήσεως που έλαβε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα τα επόμενα έτη αυξανόταν διαρκώς. Έτσι, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε 14,5 μόρια αξιολογήσεως το 2003, 16 το 2004 και 16,5 το 2005 και 2006.

65      Όσον αφορά την κοινοποίηση, κατά τη διάρκεια διοικητικών συσκέψεων, πληροφοριών σχετικά με τη βαθμολογία των προϊσταμένων μονάδας, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ίδια η Γ, σε ηλεκτρονική επιστολή της 6ης Απριλίου 2005 που απευθυνόταν σε προϊστάμενο μονάδας του ΡΜΟ με κοινοποίηση στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα, χαρακτήριζε μια τέτοια κοινοποίηση ως «άχρηστη και ακατάλληλη». Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια κοινοποίηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα αναφέρει μόνο δύο επεισόδια τέτοιας φύσεως που έλαβαν χώρα μεταξύ 1999 και 2007 και, συνεπώς, δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε κατά τρόπο διαρκή, επαναληπτικό ή συστηματικό.

66      Δεύτερον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα χαρακτηρίζει ως ηθική παρενόχληση τόσο την πρόταση εθελουσίας εξόδου που της έκανε ο Γενικός Διευθυντής της με την ευκαιρία της συνεντεύξεως στο πλαίσιο της έκθεσης βαθμολογίας της για το έτος 2003 όσο και την πρόταση να γίνει σύμβουλος του νέου διευθυντή της διευθύνσεως Β, διευθυντή τον διορισμό του οποίου είχε προσβάλει προσφεύγοντας στον δικαστή της Ένωσης.

67      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, τέτοιες προτάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως.

68      Όσον αφορά την πρόταση εθελουσίας εξόδου, από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι ο οικείος Γενικός Διευθυντής δήλωσε ότι δεν θυμάται να διατύπωσε τέτοια πρόταση προς την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, αλλά ότι, αν αποδεικνυόταν το γεγονός αυτό, θα επρόκειτο απλώς για επισήμανση μιας δυνατότητας που είχε στη διάθεσή της. Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι η έξοδος από την υπηρεσία είναι μηχανισμός που κινείται σε εθελούσια βάση και, συνεπώς, ενδεχόμενη σχετική πρόταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δεσμεύσει το πρόσωπο του αποδέκτη της. Εξάλλου, εάν η ΑΔΑ είχε αποδεχθεί αίτηση εθελουσίας εξόδου της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, η τελευταία θα είχε τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, χωρίς να μειωθούν τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα. Εάν όμως υποτεθεί ότι είχε πράγματι διατυπωθεί μια τέτοια πρόταση, που θα απέφερε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα πολύ σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν αποδεικνύει σε τι η εν λόγω πρόταση θα ήταν αντικειμενικώς «ταπεινωτική».

69      Όσον αφορά την πρόταση του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού να γίνει σύμβουλος του νέου διευθυντή της Διευθύνσεως Β, του Α, είναι βέβαια αλήθεια ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε υποβάλει υποψηφιότητα για την ίδια θέση διευθυντή και ότι είχε αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τον διορισμό του Α. Εντούτοις, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε επανειλημμένως εκδηλώσει τη βούλησή της να γίνει διευθύντρια, ενδεχόμενη περίοδος υπηρεσίας της ως συμβούλου διευθυντή θα μπορούσε να της προσφέρει χρήσιμη επαγγελματική πείρα την οποία θα μπορούσε να επικαλεστεί σε μελλοντικά της διαβήματα. Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει διατυπωθεί τόσο προς το συμφέρον της υπηρεσίας όσο και προς το συμφέρον της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και, εφόσον η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο ΔΔ στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι μια τέτοια πρόταση μπορούσε να θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή την ψυχολογική της ακεραιότητα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω πρόταση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συμπεριφορά που συνιστά ηθική παρενόχληση.

70      Τρίτον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα αναφέρει ως παραδείγματα ηθικής παρενοχλήσεως ορισμένες συγκρούσεις που είχε με προϊσταμένους μονάδας και συναδέλφους. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι δέχθηκε άτοπες και ταπεινωτικές παρατηρήσεις εκ μέρους ενός των συνεργατών του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού κατά την παρουσίαση διοικητικής μεταρρυθμίσεως στο σύνολο του προσωπικού της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως. Εξάλλου, προσκομίζει ηλεκτρονική αλληλογραφία με τον προϊστάμενο άλλης μονάδας του ΡΜΟ, ο οποίος την κατηγορούσε ότι επέλυε τα διοικητικά της προβλήματα «σε βάρος» αυτής της άλλης μονάδας.

71      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι η αντίδραση του συνεργάτη του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού ήταν επακόλουθη σφοδρής κριτικής της προσφεύγουσας κατά της μεταρρυθμίσεως που παρουσιάστηκε στο προσωπικό της Γενικής Διευθύνσεώς τους. Όσον αφορά την προαναφερθείσα σύγκρουση με τον προϊστάμενο άλλης μονάδας του ΡΜΟ, τα λόγια που περιέχονται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία που προσκομίζει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ουδόλως μπορούν να χαρακτηρισθούν ως περιστατικά που συνιστούν ηθική παρενόχληση, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως εκδήλωση διοικητικής έριδας μεταξύ δύο προϊσταμένων μονάδας που επέκριναν ο ένας τον άλλον ανοιχτά ενώπιον του ιεραρχικώς ανωτέρου τους. Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, συναφώς, ότι το γεγονός ότι ένας υπάλληλος έχει δύσκολες σχέσεις ή συγκρούεται με συναδέλφους ή ιεραρχικώς προϊσταμένους δεν συνιστά, αυτό καθεαυτό, απόδειξη ηθικής παρενοχλήσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008, Τ‑486/04, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, σκέψη 61· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 10ης Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, Ν κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 93).

72      Τέταρτον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται για το γεγονός ότι η υποψηφιότητά της για θέσεις διευθυντή απορρίφθηκε επανειλημμένως και ότι ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ Προσωπικού την είχε ρητώς συμβουλεύσει να μην υποβάλει υποψηφιότητα για θέσεις ευθύνης.

73      Όμως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας για θέσεις διευθυντή δεν έγινε δεκτή δεν μπορεί να θεωρηθεί παρενόχληση.

74      Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής της προσφεύγουσας‑ενάγουσας εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τις ικανότητές της να αναλάβει διευθυντικά καθήκοντα, θεωρώντας τη ταυτοχρόνως καλή προϊσταμένη μονάδας, μπορεί να αποτελέσει, αυτό καθεαυτό, στοιχείο ηθικής παρενοχλήσεως. Άλλωστε, από τη δικογραφία δεν προκύπτει και η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Διευθυντής της χρησιμοποίησε προσβλητική ή ταπεινωτική διατύπωση εκφράζοντας αμφιβολίες σχετικά με τις ικανότητές της να ασκήσει διευθυντικά καθήκοντα. Στην τελική αναφορά για την έρευνα αναφέρονται, συναφώς, οι ισχυρισμοί του εν λόγω Γενικού Διευθυντή, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν «ζήτησε με τρόπο απότομο [από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα] να μην υποβάλει υποψηφιότητα», αλλά «προσπάθησε να περάσει το μήνυμα (όσο το δυνατόν ουδέτερα) ότι [δεν την ενθάρρυνε] να υποβάλει υποψηφιότητα, διότι [θεωρούσε] ότι δεν διέθετε τις αναγκαίες ικανότητες διαχειρίσεως». Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι ακόμη και αρνητικές παρατηρήσεις που απευθύνονται σε υπάλληλο δεν θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική του ακεραιότητα, εφόσον είναι διατυπωμένες ευπρεπώς και δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι στηρίζονται σε μη θεμελιωμένες κατηγορίες που δεν έχουν καμία σχέση με αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 24ης Φεβρουαρίου 2010, F‑2/09, Menghi κατά ENISA, σκέψη 110).

75      Πέμπτον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι συγκεκριμένο στοιχείο της ηθικής παρενοχλήσεως που υπέστη αποτελεί η συστηματική θέση της στο περιθώριο σε σχέση με τις δραστηριότητες της Γενικής της Διευθύνσεως.

76      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα τονίζει ότι κατά την κοινοποίηση, στις 15 Οκτωβρίου 2002, του νέου οργανογράμματος της ΓΔ Προσωπικού ήταν η μόνη προϊσταμένη μονάδας που δεν επωφελήθηκε μεταβατικής διατάξεως που προέβλεπε την προσωρινή απονομή δύο τίτλων, αυτού του «προϊσταμένου μονάδας» και εκείνου του «ασκούντος καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας». Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν υποδείχθηκε για την ανάληψη προσωρινών καθηκόντων, με περιορισμένη διάρκεια δύο μηνών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη παρενοχλήσεως.

77      Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται διότι αποκλείστηκε, τον Νοέμβριο 2002, από τον κατάλογο των συμμετεχόντων σε μελέτη σχετικά με τις άδειες και τις απουσίες, ενώ ήταν η κύρια ενδιαφερόμενη, και ακολούθως, τον Μάρτιο 2004, από τον κατάλογο των ομιλητών που επρόκειτο να ενημερώσουν το προσωπικό της Επιτροπής για τις νέες προσαρμογές της μεταρρυθμίσεως στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων και των οικογενειακών επιδομάτων.

78      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται με την προσφυγή‑αγωγή της ότι αποκλείστηκε μόνον από δύο συσκέψεις κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, με αποτέλεσμα να είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ότι αποκλείστηκε «συστηματικά» από τις δραστηριότητες της Γενικής της Διευθύνσεως.

79      Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα τη συμμετοχή στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο 2002, από ηλεκτρονική επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 2002 που απηύθυνε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα βοηθός του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ Προσωπικού προκύπτει ότι ο εν λόγω βοηθός είχε αρχικώς υποδείξει για συμμετοχή στην εν λόγω μελέτη τον ασκούντα καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας της νέας μονάδας που ήταν αρμόδια για τα ζητήματα των αδειών και απουσιών και ότι, κατόπιν της αρνήσεως του τελευταίου, κλήθηκε ακολούθως η προσφεύγουσα‑ενάγουσα να συμμετάσχει στη μελέτη. Ο εν λόγω βοηθός είχε γράψει, συναφώς, στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ότι «η συμμετοχή της [...] ήταν ευπρόσδεκτη και μάλιστα ιδίως αν ήθελε να συμμετάσχει στην πιλοτική ομάδα». Η εν λόγω πρόσκληση συμμετοχής στην πιλοτική ομάδα αποδεικνύει σαφώς ότι ουδεμία βούληση αποκλεισμού της προσφεύγουσας‑ενάγουσας από την εν λόγω μελέτη υπήρξε.

80      Όσον αφορά τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας‑ενάγουσας από τον κατάλογο των ομιλητών που ήταν επιφορτισμένοι με καθήκον ενημερώσεως του προσωπικού της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων και των οικογενειακών επιδομάτων, η επιλογή των ομιλητών για μια τέτοια παρουσίαση εναπέκειτο στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως. Λαμβανομένης υπόψη της πολύ έντονης αντιδράσεως στη μεταρρύθμιση που είχε ήδη εκδηλώσει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, δεν επιδέχεται κριτική η επιλογή να μην κληθεί αυτή να παρουσιάσει την εν λόγω μεταρρύθμιση στο σύνολο του προσωπικού.

81      Έκτον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί της δεν έλαβαν υπόψη τις ιδέες ή τη συμβολή της για την επίλυση ορισμένων διοικητικών προβλημάτων. Οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας‑ενάγουσας αφορούν ιδίως τρεις υποθέσεις, συγκεκριμένα την απόφαση της Επιτροπής περί αποκεντρώσεως της διαχειρίσεως των αδειών και απουσιών, τη διαχείριση των σχολικών και οικογενειακών επιδομάτων, η οποία παρουσίαζε σημαντική καθυστέρηση οφειλόμενη στην παρατεταμένη έλλειψη διαχειριστή, και την απόφαση δημιουργίας νέων διοικητικών δομών, με τον τίτλο «Γραφεία», μεταξύ των οποίων τα ΡΜΟ. Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι είχε προειδοποιήσει τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που έβλεπε στις εν λόγω τρεις υποθέσεις και ότι πρότεινε τακτικά λύσεις οι οποίες συστηματικά αγνοήθηκαν ή αξιολογήθηκαν αρνητικά. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονέθηκε επανειλημμένως για την έλλειψη επαρκούς προσωπικού για την εκτέλεση των νέων καθηκόντων που ανατέθηκαν, με την πάροδο του χρόνου, στη μονάδα της.

82      Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους, ούτε οι διοικητικές αποφάσεις, έστω και αν δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές, ούτε οι διαφωνίες με τη Διοίκηση σε ζητήματα που άπτονται της οργανώσεως των υπηρεσιών μπορούν, αυτές καθεαυτές, να αποδείξουν την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υπό κρίση αιτίαση αφορά πράγματι διοικητικές αποφάσεις σχετικά με την οργάνωση των υπηρεσιών και την τοποθέτηση του διαθέσιμου προσωπικού στις διάφορες υπηρεσίες. Εντούτοις, μόνο το γεγονός ότι η Διοίκηση δεν ακολούθησε τις εισηγήσεις της προσφεύγουσας‑ενάγουσας ούτε δέχθηκε τα αιτήματά της για πρόσθετο προσωπικό δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποδείξει ότι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι της προσφεύγουσας‑ενάγουσας δεν την έλαβαν υπόψη ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι υπήρξε ηθική παρενόχληση εκ μέρους τους, αλλά αποδεικνύει απλώς και μόνον ότι υπήρχε διάσταση απόψεων.

83      Λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας αναλύσεως, το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται ότι η μεμονωμένη θεώρηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου.

84      Εξάλλου, ακόμη και αν τα περιστατικά αυτά θεωρηθούν στο σύνολό τους, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, έστω και αν η προσφεύγουσα‑ενάγουσα μπορεί να αισθάνθηκε ότι την πληγώνουν, τα περιστατικά αυτά δεν συνιστούν καταχρηστικές επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγές που εκδηλώνονται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς που γίνονται με πρόθεση και έχουν αντικειμενικά ως αποτέλεσμα να θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα της ενδιαφερομένης.

85      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, κρίνοντας, για την πρώτη περίοδο, ότι οι συμπεριφορές για τις οποίες παραπονείτο, θεωρούμενες είτε μεμονωμένα είτε στο σύνολό τους, δεν συνιστούσαν ηθική παρενόχληση σε βάρος της, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ως αβάσιμες οι αιτιάσεις που αφορούν την εν λόγω περίοδο.

 Επί των αιτιάσεων που αφορούν τη δεύτερη περίοδο

86      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει εξαρχής ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται στην τελική αναφορά για την έρευνα που έχει ως εξής:

«[Η Γ] είχε ευνοούμενους και δεν ήταν ικανή να κρύψει κάποια προτίμηση. Καταθέσεις μαρτύρων επιβεβαίωσαν ότι [η Γ] είχε την τάση να διαχωρίζει τους συναδέλφους σε αυτούς που αγαπούσε και αυτούς που δεν αγαπούσε.

[...]

Φαίνεται ότι [η Γ] δεν είχε κακόβουλη πρόθεση να βλάψει, ότι είχε το στυλ “της παλιάς σχολής”, σύμφωνα με την οποία οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι είχαν σχεδόν πατρική στάση έναντι των υφισταμένων τους, και δεν αντιλαμβανόταν ότι οι αποδέκτες των παρατηρήσεών της μπορούσαν να πληγωθούν.

Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι η συμπεριφορά της [Γ] δεν στόχευε συγκεκριμένο συνάδελφο, αλλά ολόκληρη κατηγορία συναδέλφων τους οποίους κατέτασσε στους “κακούς”, στην οποία περιλαμβανόταν [η προσφεύγουσα‑ενάγουσα], χωρίς όμως να είναι η μόνη. Πολλοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι το ίδιο πρόσωπο μπορούσε την μία ημέρα να περιλαμβάνεται στους “καλούς” και την επομένη στους “κακούς” ανάλογα με τη διάθεση της [Γ] ή άλλες συνθήκες».

87      Κατά συνέπεια, από την ίδια τη διατύπωση της τελικής αναφοράς για την έρευνα προκύπτει ότι το συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο η συμπεριφορά της Γ δεν συνιστούσε παρενόχληση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας στηριζόταν, κατ’ αρχάς, στην έλλειψη κακόβουλης προθέσεως. Η επίδικη απόφαση επαναλαμβάνει το εν λόγω συμπέρασμα, αναφέροντας ότι «από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι [η Γ] δεν είχε κακόβουλη πρόθεση έναντι [της προσφεύγουσας‑ενάγουσας]». Εντούτοις η προαναφερθείσα ερμηνεία του επικεφαλής της έρευνας στην εν λόγω αναφορά και της ΑΔΑ στην επίδικη απόφαση παραβλέπει ότι μπορεί να υφίσταται ηθική παρενόχληση, κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, χωρίς ο παρενοχλών να είχε την πρόθεση, με τις πράξεις του, να απαξιώσει το θύμα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις Q κατά Επιτροπής, σκέψη 144, και Labiri κατά ΕΟΚΕ, σκέψη 68) και μάλιστα ακόμη και αν παρόμοια συμπεριφορά επιδεικνύεται έναντι περισσοτέρων υπαλλήλων.

88      Η διαπίστωση του επικεφαλής της έρευνας ότι η Γ δεν αντιλαμβανόταν «ότι οι αποδέκτες των παρατηρήσεών της [μπορούσαν] να πληγωθούν» θα μπορούσε να είναι κρίσιμη για να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον υπήρχε ή όχι κακόβουλη πρόθεση, αλλά ουδόλως αποδεικνύει ότι η συμπεριφορά της Γ δεν ήταν ικανή να αποτελέσει ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι αβάσιμη όσον αφορά την προσφεύγουσα‑ενάγουσα η οποία, με την ηλεκτρονική επιστολή της 25ης Μαΐου 2005 που απηύθυνε στη Γ, της δήλωσε σαφώς ότι, κατά την εκτίμησή της, ορισμένες από τις συμπεριφορές της «έθιγαν την αξιοπρέπεια και τον επαγγελματισμό όσων ήταν υπεύθυνοι για τον χειρισμό υποθέσεων» και συνιστούσαν ηθική παρενόχληση.

89      Από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει επίσης ότι ο επικεφαλής της έρευνας θεώρησε ότι η συμπεριφορά της Γ δεν αποτελούσε ηθική παρενόχληση λόγω του γεγονότος ότι δεν αφορούσε ειδικώς την προσφεύγουσα‑ενάγουσα αλλά απροσδιόριστο αριθμό άλλων προσώπων. Μια τέτοια όμως διαπίστωση στερείται νομίμου βάσεως. Πράγματι, αντί να αφαιρεί από την περιγραφείσα συμπεριφορά τον χαρακτήρα της παρενοχλήσεως, μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει την παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ, η πρώτη παράγραφος του οποίου απαγορεύει σε «[κάθε] υπάλληλο [...] κάθε μορφή ηθικής [...] παρενόχλησης». Σύμφωνα με τη λογική του επικεφαλής της έρευνας, προκειμένου να αποφύγει τις κατηγορίες για παρενόχληση έναντι συγκεκριμένου προσώπου, το πρόσωπο που φέρεται ότι παρενοχλεί θα μπορούσε, αντί να θέσει τέρμα στις συμπεριφορές για τις οποίες κατηγορείται, να επεκτείνει τη συμπεριφορά του σε μεγαλύτερο αριθμό προσώπων, πράγμα που είναι προφανώς παράλογο.

90      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με την ίδια της τη διατύπωση, η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ερμηνεία της έννοιας της ηθικής παρενοχλήσεως αντίθετη προς το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ.

91      Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι η επίδικη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών που επισημαίνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

92      Πράγματι, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα κατηγορεί τη Γ για πολλές συμπεριφορές και, ιδίως, για το γεγονός ότι διατύπωσε απαξιωτικές παρατηρήσεις ή κριτικές κατά τη διάρκεια συσκέψεων ή με την αποστολή ηλεκτρονικών επιστολών σε πολλά πρόσωπα και την έθετε συστηματικά στο περιθώριο.

93      Από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει, συναφώς, ότι η Γ είχε την τάση «[να] παρασύρεται σε σχόλια σχετικά με ιδιωτικής φύσεως ζητήματα του προσωπικού, [να] κοινοποιεί την αλληλογραφία της σε τρίτους ή συναδέλφους, [να] έχει απευθείας επαφές με τους διαχειριστές παρακάμπτοντας τους προϊσταμένους μονάδας ή [να] τρέφει μια προτίμηση για ορισμένους συναδέλφους σε σχέση με άλλους». Εκτός αυτού, η εν λόγω αναφορά κάνει λόγο για πολλές ηλεκτρονικές επιστολές που αποδεικνύουν ότι η Γ «έπαιρνε μερικές φορές αποφάσεις χωρίς να συμβουλευτεί τον ενδιαφερόμενο προϊστάμενο μονάδας». Εξάλλου, από την τελική αναφορά της έρευνας προκύπτει ότι η ίδια η Γ δήλωσε, κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς της, ότι είχε διατυπώσει αρνητικές κριτικές για υφισταμένους της προϊσταμένους μονάδας στις απαντήσεις που έδινε σε υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού που είχαν απευθυνθεί στο ΡΜΟ, κοινοποιώντας τις κριτικές αυτές στους ενδιαφερόμενους προϊσταμένους μονάδας, αλλά ότι η συμπεριφορά αυτή δεν αποτελούσε παρά «την έκφραση της μέριμνάς της να παράσχει υπηρεσίες κατά τρόπο άμεμπτο και με ταχύτητα».

94      Πρώτον, το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι ορισμένες από τις προαναφερθείσες συμπεριφορές της Γ είχαν εκούσιο και επαναληπτικό χαρακτήρα και ήταν ικανές να προκαλέσουν αντικειμενικώς την απαξίωση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας ή την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας της.

95      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται για το γεγονός ότι η Γ έδινε «απευθείας οδηγίες στο προσωπικό που βρισκόταν υπό τη δική της ευθύνη και χωρίς να την προειδοποιεί». Μια τέτοια όμως συμπεριφορά, όταν δεν δικαιολογείται από ειδικές περιστάσεις (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 80), μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια κάθε αξιοπιστίας του προϊσταμένου μονάδας έναντι του προσωπικού του και, κατά συνέπεια, μπορεί να χαρακτηρισθεί ηθική παρενόχληση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν δίνει στο Δικαστήριο ΔΔ καμία εξήγηση δυνάμενη να αποδείξει ότι ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επίμαχη συμπεριφορά και ο επικεφαλής της έρευνας περιορίζεται να αναφέρει, συναφώς, στην τελική αναφορά για την έρευνα ότι η Γ είχε ένα στυλ διοικήσεως «πολύ άμεσο, του τύπου της “μικροδιαχειρίσεως”». Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αποκλείοντας τη δυνατότητα η συμπεριφορά που επιρρίπτεται στη Γ να συνιστά ηθική παρενόχληση.

96      Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι δεν αποτελεί ηθική παρενόχληση το γεγονός ότι υπέστη άμεση κριτική όσον αφορά τις ικανότητές της, η οποία διατυπώθηκε δημοσίως ή κατά την ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απευθυνόταν σε άλλους υπαλλήλους. Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, κατά τη νομολογία, τα μηνύματα το περιεχόμενο των οποίων εντάσσεται στο σύνηθες πλαίσιο ιεραρχικής σχέσεως, όπως τα μηνύματα για τα οποία παραπονείται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, δεν συνιστούν ηθική παρενόχληση.

97      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι η κριτική της εργασίας υφισταμένου πρέπει να γίνεται αποδεκτή, διότι διαφορετικά καθίσταται πρακτικώς αδύνατη η διοίκηση της υπηρεσίας, η νομολογία όμως που επικαλείται η Επιτροπή διευκρινίζει ότι στο σύνηθες πλαίσιο ιεραρχικής σχέσεως εντάσσονται μηνύματα που δεν περιέχουν δυσφημιστικές ή κακόβουλες εκφράσεις και αποστέλλονται μόνο στον ενδιαφερόμενο ή κοινοποιούνται όταν η κοινοποίηση δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, Τ-154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψεις 104 και 105). Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι η τελική αναφορά για την έρευνα περιορίζεται στην παρατήρηση ότι η Γ είχε στυλ «της παλιάς σχολής», σύμφωνα με την οποία οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι «είχαν σχεδόν πατρική στάση έναντι των υφισταμένων τους», χωρίς να αναφέρει λόγους αναγόμενους στο συμφέρον της υπηρεσίας δυνάμενους να δικαιολογήσουν την κοινοποίηση σε πολλούς συναδέλφους, συμπεριλαμβανομένων διαχειριστών που εργάζονταν υπό τον άμεσο έλεγχο της προσφεύγουσας‑ενάγουσας ή υπαλλήλων που είχαν ζητήσει πληροφορίες από την υπηρεσία της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, μηνυμάτων που περιείχαν ανοικτή κριτική της προσφεύγουσας‑ενάγουσας.

98      Λαμβανομένων υπόψη όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, καθόσον στηρίζεται, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο, σε τελική αναφορά για την έρευνα η οποία πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που αποκλείει το ενδεχόμενο να συνιστούν ηθική παρενόχληση, αφενός, το γεγονός ότι διευθυντής δίνει τακτικά οδηγίες απευθείας στο προσωπικό χωρίς να προειδοποιεί τον αρμόδιο προϊστάμενο μονάδας και χωρίς να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις δυνάμενες να δικαιολογήσουν την εν λόγω συμπεριφορά και, αφετέρου, το γεγονός ότι ιεραρχικώς προϊστάμενος διαβιβάζει μηνύματα που περιέχουν ανοικτή κριτική σε βάρος υπαλλήλου κοινοποιώντας τα σε πολλούς συναδέλφους χωρίς η πρακτική αυτή να δικαιολογείται από απαιτήσεις της υπηρεσίας.

99      Δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο λόγω πλάνης περί το δίκαιο και πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι παρέλκει η ανάλυση των λοιπών αιτιάσεων που προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα σχετικά με τη δεύτερη περίοδο.

2.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 1δ του ΚΥΚ διότι η ίδια υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως λόγω της ηλικίας της. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι η έναρξη της ηθικής παρενοχλήσεως που υπέστη συμπίπτει με την ημερομηνία από την οποία κατέστη επιλέξιμη για τη διαδικασία πρόωρης συνταξιοδοτήσεως.

101    Η καθής‑εναγομένη ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

102    Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα περιορίζεται σε απλές εικασίες χωρίς να αναφέρει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας.

103    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του καθήκοντος αρωγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω της παραβάσεως του καθήκοντος αρωγής εκ μέρους της Επιτροπής.

105    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε αμέσως επείγοντα μέτρα κατόπιν των άτυπων διαβημάτων στα οποία προέβη μεταξύ 2001 και Ιανουαρίου 2006 ούτε κατόπιν της αιτήσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία ζήτησε επίσης από την Επιτροπή, εκτός από τη διεξαγωγή της έρευνας, να «[την] προστατεύσει τόσο μέσω εσωτερικών οδηγιών [...] όσο και μέσω της καλύψεως των εξόδων [που πραγματοποίησε]».

106    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι από τα άτυπα διαβήματα στα οποία προέβη η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν προέκυπταν στοιχεία ηθικής παρενοχλήσεως, πράγμα που εξηγεί τη μη λήψη επειγόντων μέτρων κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως αρωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα έλαβε αναρρωτική άδεια μακράς διαρκείας από τον Φεβρουάριο 2008 και δεν ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά της πριν τη συνταξιοδότησή της τον Φεβρουάριο 2009.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

107    Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ, που επιβάλλει στα θεσμικά όργανα καθήκον αρωγής έναντι των υπαλλήλων τους, περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ σχετικά με τα «δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπαλλήλου». Παρέπεται ότι, σε κάθε κατάσταση που συγκεντρώνει τις απαιτούμενες πραγματικές προϋποθέσεις, το καθήκον αυτό ανταποκρίνεται σε κατοχυρούμενο από τον ΚΥΚ δικαίωμα του οικείου υπαλλήλου (απόφαση Επιτροπή κατά Q, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 83).

108    Bάσει του καθήκοντος αρωγής που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, η Διοίκηση οφείλει, όταν πρόκειται για επεισόδιο ασύμβατο με την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επέμβει με όλη την αναγκαία ενεργητικότητα και να απαντήσει με την ταχύτητα και τη φροντίδα που απαιτούνται από τις περιστάσεις για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και, με γνώση του θέματος, να συναγάγει τις κατάλληλες συνέπειες. Προς τούτο, αρκεί όπως ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε διοικητική έρευνα προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην καταγγελία (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Q, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και, ενδεχομένως, λαμβάνοντας προσωρινά μέτρα απομακρύνσεως προκειμένου να προστατευθούν, προληπτικώς, η υγεία και η ασφάλεια του υπαλλήλου που φέρεται ότι είναι θύμα κάποιας από τις πράξεις που μνημονεύει η διάταξη αυτή (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Q, σκέψη 92).

109    Εντούτοις, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής που οφείλεται στη μη λήψη προληπτικών μέτρων δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλλεται, όπως πράττει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα, προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο έρευνας σχετικά με περιστατικά παρενοχλήσεως της οποίας υπάλληλος υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της επίδικης αποφάσεως.

110    Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα μπορέσει να αποδείξει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει τέτοια μέτρα με την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, παρέβη το καθήκον αρωγής, μια τέτοια παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως (βλ., όσον αφορά τις συνέπειες τυχόν παράνομου χαρακτήρα αποφάσεως περί θέσεως σε αργία υπαλλήλου επί της νομιμότητας της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του εν λόγω υπαλλήλου, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 17ης Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Διαμεσολαβητή, σκέψη 83, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση Τ‑406/12 Ρ· βλ. επίσης, συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψη 210), και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν ζητούσε από την Επιτροπή να λάβει συντηρητικά μέτρα για την προστασία των αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξη της αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε.

111    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αρωγής και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

112    Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποδιαιρεί τον λόγο αυτό σε δύο αιτιάσεις που αφορούν, αντιστοίχως, τη μη εύλογη διάρκεια της έρευνας και τον τρόπο διεξαγωγής της.

113    Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η συνολική διάρκεια της έρευνας που έφθασε τους 32 μήνες δεν είναι εύλογη και ότι το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο επικεφαλής της έρευνας ήταν επιφορτισμένος με άλλα καθήκοντα που τον εμπόδιζαν να αφιερωθεί στην έρευνα, διότι εναπόκειτο στην Επιτροπή να διασφαλίσει την καλή οργάνωση των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την εξέταση της καταγγελίας της.

114    Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται διότι «[μόνον] δέκα πρόσωπα» εξετάστηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας, ενώ η ίδια με την αίτηση αρωγής που υπέβαλε είχε δώσει κατάλογο 52 μαρτύρων. Εξάλλου, επισημαίνει ότι ο επικεφαλής της έρευνας δεν δέχθηκε το αίτημά της να απευθυνθεί στην ιατρική υπηρεσία και να λάβει γνώση των φακέλων της υπηρεσίας διαμεσολάβησης της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη καταγγελιών σχετικά με την προβαλλόμενη καταχρηστική συμπεριφορά της Γ έναντι άλλων υπαλλήλων. Τέλος, εκτιμά ότι η έρευνα ανατέθηκε σε πρόσωπα που δεν είχαν καμία ειδική εμπειρία στον τομέα της ηθικής παρενοχλήσεως. Συμπερασματικώς, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο γενικός τρόπος διεξαγωγής της έρευνας αποδεικνύει πόσο μικρή σημασία έδωσε η Επιτροπή στην εξέταση της αιτήσεώς της.

115    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί αυτός ο λόγος ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

116    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, ότι η υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό οφείλει να διασφαλίζει ο δικαστής και η οποία επαναλαμβάνεται, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2006, Τ-394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψη 162· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012, T‑390/10 Ρ, Füller-Tomlinson κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 115· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Μαΐου 2011, F‑53/09, J κατά Επιτροπής, σκέψη 113).

117    Εξάλλου, όταν τα θεσμικά όργανα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως η ηθική παρενόχληση, υπέχουν υποχρέωση να απαντούν στον υπάλληλο που υπέβαλε αίτηση δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ με ταχύτητα και φροντίδα. Άλλωστε, η ίδια η Επιτροπή υποστηρίζει, στο σημείο 6.1 της από 26 Απριλίου 2006 αποφάσεώς της σχετικά με την πολιτική για την προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και για την καταπολέμηση της ηθικής και της σεξουαλικής παρενοχλήσεως εντός της Επιτροπής, ότι «κάθε αίτηση αρωγής προσώπου που επικαλείται κατάσταση ηθικής παρενοχλήσεως [πρέπει να] εξετάζεται το ταχύτερο δυνατόν» (στο εξής: απόφαση της 26ης Απριλίου 2006).

118    Στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε την αίτηση αρωγής στις 5 Δεκεμβρίου 2007 και η απόφαση περί θέσεως της αιτήσεώς της στο αρχείο τής κοινοποιήθηκε στις 10 Αυγούστου 2010, δηλαδή περισσότερο από δύο έτη και οκτώ μήνες αργότερα.

119    Εντούτοις, ακόμη και αν η συνολική διάρκεια της διαδικασίας παρίσταται, εκ πρώτης όψεως, ασυνήθιστα μεγάλη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι η ΑΔΑ, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, δεν απάντησε με την απαιτούμενη ταχύτητα σε αίτηση αρωγής, υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, δεν μπορεί, αφεαυτού, να θίξει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο της έρευνας για παρενόχληση που κινήθηκε βάσει της εν λόγω αιτήσεως αρωγής. Πράγματι, αν μια τέτοια απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για τον λόγο και μόνον ότι εκδόθηκε καθυστερημένα, η νέα απόφαση που θα αντικαθιστούσε την ακυρωθείσα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εκδοθεί με λιγότερη καθυστέρηση έναντι της ακυρωθείσας (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 18ης Μαΐου 2009, F‑138/06 και F‑37/08, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 76).

120    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

121    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, που αφορά τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που αντλείται από την έλλειψη εμπειρίας του επικεφαλής της έρευνας. Πράγματι, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι η ίδια η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής να αναθέσει την έρευνα σε πρόσωπο που να μην ανήκει στη ΓΔ Προσωπικού. Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο επικεφαλής της έρευνας είχε, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, την τεχνική συνεργασία της IDOC και, ειδικότερα, τη βοήθεια ενός πεπειραμένου μέλους της IDOC. Τέλος, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα ως προς την επιλογή των προσώπων στα οποία αναθέτουν έρευνα για περιστατικά παρενοχλήσεως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν θα μπορούσε βασίμως να αμφισβητήσει την επιλογή της Επιτροπής, στηριζόμενη σε προβαλλόμενη έλλειψη πείρας του επικεφαλής της έρευνας και του μέλους της IDOC που τον βοήθησε.

122    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το περιορισμένο πεδίο της έρευνας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι ο επικεφαλής της έρευνας ισχυρίζεται ότι διεξήγαγε έρευνα και αναζήτησε πληροφορίες από τον διαμεσολαβητή της Επιτροπής και την ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής.

123    Όσον αφορά τον αριθμό και την επιλογή των μαρτύρων, είναι αλήθεια ότι ο επικεφαλής της έρευνας αποφάσισε να προβεί σε ακρόαση δώδεκα μόνον προσώπων, εκτός από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα, και ότι μερικά από αυτά συγκαταλέγονταν στα πρόσωπα που η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε κατηγορήσει ότι την είχαν παρενοχλήσει ή ότι δεν είχαν αντιδράσει στην παρενόχληση που θεωρούσε ότι υπέστη.

124    Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιφορτισμένη με διοικητική έρευνα αρχή, η οποία οφείλει να διερευνά τους φακέλους που της υποβάλλονται κατά αναλογικό τρόπο, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διεξαγωγή της έρευνας και ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας που παρέχουν οι μάρτυρες (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 38).

125    Το Δικαστήριο ΔΔ θεωρεί όμως ότι ο επικεφαλής της έρευνας διέθετε επαρκή στοιχεία στον φάκελο για να μπορεί να προσδιορίσει αν τα περιστατικά για τα οποία παραπονείτο η προσφεύγουσα‑ενάγουσα συνιστούσαν ηθική παρενόχληση ή όχι. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο, ο επικεφαλής της έρευνας είχε προσδιορίσει πραγματικά περιστατικά ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, έστω και αν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε καμία παρενόχληση.

126    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στον επικεφαλής της έρευνας ότι παρέβη το καθήκον αρωγής ούτε ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, αποφασίζοντας να προβεί σε ακρόαση μικρότερου αριθμού μαρτύρων από αυτόν που είχε προτείνει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

127    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η δεύτερη αιτίαση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

5.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

128    Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με την επίδικη απόφαση, αποκλείει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως στηριζόμενη στην τελική αναφορά για την έρευνα καθώς και στις συλλεχθείσες κατά την έρευνα μαρτυρίες. Εντούτοις, παρά τα ρητά αιτήματα που υπέβαλε σχετικώς, δεν της διαβιβάστηκαν ούτε η τελική αναφορά για την έρευνα ούτε τα πρακτικά των ακροάσεων των μαρτύρων.

129    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα εκτιμά ότι δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως και ότι υποχρεώθηκε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή για να πληροφορηθεί την αιτιολογία της αποφάσεως.

130    Η Επιτροπή αντιτάσσει, αφενός, ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, αφετέρου, ότι το άρθρο 25 του ΚΥΚ δεν προβλέπει υποχρέωση κοινοποιήσεως της τελικής αναφοράς για την έρευνα ούτε των πρακτικών των ακροάσεων που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η εκτίμηση του εξαντλητικού χαρακτήρα της αιτιολογίας δεν μπορεί να χωρεί αφηρημένα αλλά πρέπει να πραγματοποιείται υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η ιδιαιτερότητα της έρευνας συνίστατο, συναφώς, στο γεγονός ότι διεξήχθη με ιδιαίτερη εμπλοκή της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, η οποία είχε, συνεπώς, καθεστώς «προνομιούχου μάρτυρα» και έπαιξε ενεργό ρόλο καθ’ όλη την εξέλιξη της διαδικασίας. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε, κατά την άποψή της, τη δυνατότητα να συμπληρώσει την αιτιολογία με την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως, όπως εξάλλου έπραξε.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

131    Το Δικαστήριο ΔΔ ανέλυσε τους τέσσερις πρώτους λόγους ακυρώσεως λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο της ίδιας της επίδικης αποφάσεως, την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και την τελική αναφορά για την έρευνα, η οποία προσκομίστηκε από την Επιτροπή και διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα μόνο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίστηκαν από το Δικαστήριο ΔΔ. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα παραπονείται για την έλλειψη αιτιολογίας της ίδιας της επίδικης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει, κατ’ αρχάς, κατά πόσον η επίδικη απόφαση περιείχε επαρκή αιτιολογία και, ακολούθως, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, κατά πόσον η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως μπορούσε να συμπληρωθεί στο στάδιο της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά τη διάρκεια της δίκης.

 Επί της παραλείψεως διαβιβάσεως της αναφοράς για την έρευνα στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα πριν την άσκηση της προσφυγής

132    Το Δικαστήριο ΔΔ παρατηρεί ότι, όσον αφορά απόφαση περί θέσεως στο αρχείο διοικητικής έρευνας που κινήθηκε ως απάντηση σε αίτηση αρωγής υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ δεν επιβάλλει ρητή υποχρέωση διαβιβάσεως στον καταγγέλλοντα ούτε της τελικής αναφοράς για τη διοικητική έρευνα ούτε των πρακτικών των ακροάσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο αυτό.

133    Εντούτοις, και με την επιφύλαξη της προστασίας των συμφερόντων των εμπλεκομένων προσώπων και όσων κατέθεσαν ως μάρτυρες στο πλαίσιο της έρευνας, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ απαγορεύει τη διαβίβαση της τελικής αναφοράς για την έρευνα σε τρίτο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση αυτής, όπως συμβαίνει με όποιον έχει υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα υιοθέτησαν μερικές φορές τη λύση αυτή, διαβιβάζοντας στους καταγγέλλοντες την τελική αναφορά για την έρευνα, είτε πριν την άσκηση της προσφυγής, επισυνάπτοντάς τη στην τελική απόφαση επί της καταγγελίας (προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 163· προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψη 108), είτε, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, σε εκτέλεση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ΔΔ.

134    Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως αποτελεί η συμφωνία της επίδικης αποφάσεως προς τις επιταγές του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, δεν είναι απαραίτητο, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, το Δικαστήριο ΔΔ να τάμει το ζήτημα της ενδεχόμενης υπάρξεως υποχρεώσεως της Επιτροπής να διαβιβάσει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα την τελική αναφορά για την έρευνα και τα πρακτικά των μαρτυρικών καταθέσεων. Πράγματι, είναι καθ’ όλα δυνατόν απόφαση περί θέσεως στο αρχείο έρευνας που αφορά περιστατικά παρενοχλήσεως να είναι επαρκώς αιτιολογημένη χωρίς προσφυγή σε άλλα εξωτερικά στοιχεία.

135    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής η αιτίαση που αντλείται από την παράλειψη διαβιβάσεως της τελικής αναφοράς για την έρευνα και των συνημμένων σε αυτή πρακτικών των ακροάσεων.

 Επί της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως

136    Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι μεταξύ των εγγυήσεων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41 του Χάρτη (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Τ‑387/09, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, σκέψη 76), που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «την υποχρέωση της [Δ]ιοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

137    Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνο για επιτακτικούς λόγους (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, Τ‑218/02, Napoli Buzzanca κατά Επιτροπής, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Τ‑404/06 Ρ, ETF κατά Landgren, σκέψη 148 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

138    Κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του εκδότη της σχετικής πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑210/03, Swedish Match, σκέψη 63).

139    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ που απλώς επαναλαμβάνει στο ειδικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους τη γενική υποχρέωση που καθιερώνει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, έχει ως σκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίσει αν η απόφαση είναι θεμελιωμένη ή αν πάσχει ελάττωμα που επιτρέπει να αμφισβητηθεί η νομιμότητά της και στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως (προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 160).

140    Εξάλλου, η νομολογία που αφορά το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, έχει διευκρινίσει ότι η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει όχι μόνον του γράμματος της εν λόγω αποφάσεως, αλλά και βάσει των ειδικών περιστάσεων που τη συνοδεύουν, καθώς και των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το σχετικό θέμα (προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 163· προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 74) και ότι η αιτιολογία πρέπει, καταρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 22).

141    Η αυστηρή ερμηνεία της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν η βλαπτική απόφαση είναι, όπως εν προκειμένω, απόφαση της ΑΔΑ περί θέσεως στο αρχείο έρευνας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως αρωγής σχετικά με ισχυρισμούς ηθικής παρενοχλήσεως.

142    Πράγματι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει γενικώς στην περίπτωση των διοικητικών πράξεων που είναι δυνατόν να είναι βλαπτικές για τον υπάλληλο, η απόφαση που αφορά αίτηση αρωγής εκδίδεται στο πλαίσιο ειδικών περιστάσεων. Κατ’ αρχάς, το πλαίσιο αυτό μπορεί να έχει ήδη διαρκέσει πολλούς μήνες, ή, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, πολλά έτη. Εξάλλου, όπως επισήμανε το Δικαστήριο ΔΔ στη σκέψη 32 της προαναφερθείσας αποφάσεως Skareby κατά Επιτροπής, «[τα] πραγματικ[ά] περιστατικ[ά] της ηθικής παρενοχλήσεως [...] ενδέχεται να έχουν άκρως καταστροφικές συνέπειες στην υγεία του θύματος». Έπειτα, η κατάσταση της παρενοχλήσεως, εάν αποδειχθεί, δεν θίγει κατά κύριο λόγο τα οικονομικά συμφέροντα ή τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου, περιπτώσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν γρήγορα από το θεσμικό όργανο με την έκδοση πράξεως ή την καταβολή χρηματικού ποσού στον ενδιαφερόμενο, αλλά θίγει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του θύματος, προκαλώντας βλάβη μη δυνάμενη να αποκατασταθεί πλήρως με την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως. Τέλος, είτε οι ισχυρισμοί περί παρενοχλήσεως είναι βάσιμοι είτε όχι, ο καταγγέλλων τους αντιλαμβάνεται ως βάσιμους και, βάσει του καθήκοντος αρωγής, το θεσμικό όργανο υποχρεούται να αιτιολογεί την απόρριψη της αιτήσεως αρωγής με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πληρότητα, χωρίς να πρέπει ο καταγγέλλων να περιμένει την απάντηση σε διοικητική ένσταση για να λάβει γνώση της αιτιολογίας της απορρίψεως της αιτήσεως, απάντηση που το θεσμικό όργανο θα μπορούσε ακόμη και να επιλέξει να μη δώσει.

143    Το Δικαστήριο ΔΔ θεωρεί ότι η ανάγκη πλήρους αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως ήταν ακόμη πιο επιτακτική υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπου, σύμφωνα με τις δηλώσεις της προσφεύγουσας‑ενάγουσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή των ερευνών για παρενόχληση υπηρεσία θεωρείτο «ο πρώτος δικηγόρος της Επιτροπής». Ως προς το ζήτημα αυτό, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο ΔΔ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών κατά τα οποία το μέλος του προσωπικού της IDOC που βοηθούσε τον επικεφαλής της έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση είχε εργαστεί στην IDOC, η εν λόγω υπηρεσία δεν είχε ποτέ δεχθεί την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, ενώ είχε κινήσει πέντε με δέκα έρευνες ετησίως.

144    Το Δικαστήριο ΔΔ πρέπει να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των αρχών και των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν, κατά πόσον η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

145    Σε μια πολύ σύντομη εισαγωγή, η επίδικη απόφαση αναφέρει ότι από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα «είχε την ευκαιρία καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας να συμβάλει στην εξέλιξή της» και ότι «ενημερώθηκε με διαφάνεια για την πρόοδό της». Ακολούθως, η εν λόγω απόφαση αναλύει χωριστά την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο.

146    Όσον αφορά την πρώτη περίοδο, η επίδικη απόφαση αναφέρει ότι η τελική αναφορά για την έρευνα κάνει λόγο για «σειρά αποκλίσεων», αναφορικά με συγκεκριμένες υποθέσεις, μεταξύ των απόψεων, αφενός, της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και, αφετέρου, των ιεραρχικώς προϊσταμένων της και ορισμένων από τους συναδέλφους της. Εντούτοις, από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι οι εν λόγω αποκλίσεις «οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικώς πτυχές της εργασίας» αντιμετωπίστηκαν πάντοτε κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων διευθυντικών στελεχών ή με επίσημα σημειώματα. Εξάλλου, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, «από την έρευνα [...] δεν προέκυψε ότι οι πρώην συνάδελφοί [της] έτρεφαν αντιπάθεια» έναντι της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, αλλά μάλλον «μια κάποια συμπάθεια» και δεν προέκυψε ότι υπήρχαν φήμες σχετικά με έλλειψη ικανοτήτων ή αδυναμίες της προσφεύγουσας‑ενάγουσας όσον αφορά τη διοίκηση. Ακολούθως, η εν λόγω απόφαση αναφέρει ότι οι βαθμολογίες που έλαβε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1999 έως 30 Ιουνίου 2001 και την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 συντάχθηκαν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και δεν εμφανίζουν μείωση σε σχέση με το παρελθόν. Στη συνέχεια, η επίδικη απόφαση υπενθυμίζει ότι ούτε αρνητική αξιολόγηση, ακόμη και επανειλημμένη, ούτε «διοικητικές αποφάσεις που δύσκολα μπορούν να γίνουν δεκτές» αποτελούν, αυτές καθεαυτές, παρενόχληση.

147    Tέλος, η επίδικη απόφαση καταλήγει ότι «βάσει των εγγράφων [...] που προσκόμισε [η προσφεύγουσα‑ενάγουσα], των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και της αναλύσεως που ακολούθησε, δεν προκύπτει ότι οι ενέργειες των προσώπων [κατά των οποίων στρέφεται η προσφεύγουσα‑ενάγουσα] πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 12α του ΚΥΚ [...], θεωρούμενες είτε μεμονωμένα είτε στο σύνολό τους, ως εκδήλωση “συστημικής παρενοχλήσεως”».

148    Λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας αιτιολογίας, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η επίδικη απόφαση αντιμετωπίζει κατά τρόπο συνθετικό αλλά προσήκοντα το σύνολο των αιτιάσεων που προέβαλε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα για την οικεία περίοδο, και της παρέχει επαρκείς ενδείξεις ώστε να δύναται να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως και το Δικαστήριο ΔΔ να δύναται να ασκήσει τον έλεγχό του.

149    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά την πρώτη περίοδο, η αιτιολογία της αποφάσεως είναι σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, όπως αυτό ερμηνεύεται από τη νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αβάσιμος ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στο μέτρο που αφορά την εν λόγω περίοδο.

150    Αντιθέτως, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο, η επίδικη απόφαση περιορίζεται να αναφέρει ότι «[η] έρευνα κατέδειξε ότι [η Γ] είχε ιδιαίτερο στυλ διοικήσεως το οποίο μερικές φορές δεν άρεσε σε ορισμένους συναδέλφους και μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κάνει τον υπάλληλο να αισθανθεί πληγωμένος ή προσβεβλημένος και ότι [η προσφεύγουσα‑ενάγουσα] είχε την ευκαιρία να εκφράσει την κριτική [της] ως προς το ζήτημα αυτό και ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται διαφωνίες μεταξύ [της προσφεύγουσας‑ενάγουσας] και της διευθύντριάς [της] όσον αφορά ορισμένες αποφάσεις διοίκησης[· ε]ντούτοις, η έρευνα απέδειξε επίσης ότι [η Γ] δεν είχε κακόβουλη πρόθεση [έναντι της προσφεύγουσας‑ενάγουσας] και ότι το στυλ διοικήσεώς της δεν στόχευε ειδικώς [αυτή]». Από αυτό η επίδικη απόφαση συνάγει ότι «δεν προκύπτει από την έρευνα ότι η συμπεριφορά της [Γ] μπορούσε αντικειμενικώς να θίξει την αξιοπρέπεια, την προσωπικότητα και την ακεραιότητα [της προσφεύγουσας‑ενάγουσας· α]πό τα στοιχεία του φακέλου, τις μαρτυρικές καταθέσεις και την εμπεριστατωμένη ανάλυση της έρευνας που διεξήχθη κατά τρόπο ανεξάρτητο και εμπεριστατωμένο δεν προκύπτει η ύπαρξη εκ μέρους ενός [συναδέλφου] ή ομάδας συναδέλφων καταχρηστικής συμπεριφοράς [έναντι της προσφεύγουσας‑ενάγουσας] ικανής να θίξει την προσωπικότητά [της], την αξιοπρέπειά [της] ή τη φυσική ή ψυχολογική [της] ακεραιότητα».

151    Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει, συναφώς, ότι η επίδικη απόφαση δεν εξετάζει καμία από τις αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα στην αίτησή της αλλά παραπέμπει, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται, στην τελική αναφορά για την έρευνα που διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα μόνον κατόπιν μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ΔΔ στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως

152    Εντούτοις, μολονότι η νομολογία δέχεται τη δυνατότητα αιτιολογήσεως με αναφορά σε έκθεση ή γνωμοδότηση που είναι η ίδια αιτιολογημένη και έχει κοινοποιηθεί (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψεις 163 και 164· προαναφερθείσα απόφαση Cerafogli κατά ΕΚΤ, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), απαιτείται η έκθεση ή η γνωμοδότηση να έχει πράγματι κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική πράξη, πράγμα που δεν συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση.

153    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν είχε τη δυνατότητα, στηριζόμενη μόνον στην επίδικη απόφαση, να αμφισβητήσει τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ο επικεφαλής της έρευνας ή τα συμπεράσματα που συνήγαγε από αυτά, με αποτέλεσμα να μην είναι σύμφωνη, όσον αφορά την πραγματική βάση, η αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

154    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο, η επίδικη απόφαση παρέχει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα μόνον αρχή αιτιολογίας, που δεν παρέχει στην ΑΔΑ τη δυνατότητα να τηρήσει την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

155    Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, εντούτοις, ότι η νομολογία δέχεται, στην περίπτωση ορισμένων διαφορών μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους μια ευελιξία ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

156    Είναι, κατά συνέπεια, αναγκαίο να εξετασθεί κατά πόσον, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εν λόγω νομολογιακές αρχές μπορούν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση υπόθεση.

–       Ως προς τη δυνατότητα συμπληρώσεως της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

157    Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως προσέφερε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα λεπτομερή αιτιολογία που παρέσχε στην ίδια τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της επίδικης αποφάσεως και στο Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως.

158    Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, αιτιολογημένη πρέπει να είναι κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου και όχι μεταγενέστερη διοικητική πράξη.

159    Βέβαια, σύμφωνα με τη νομολογία, η ΑΔΑ υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως τουλάχιστον στο στάδιο της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως και, ειδικότερα, η Διοίκηση μπορεί να θεραπεύσει ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας βλαπτικής αποφάσεως με προσήκουσα αιτιολογία που παρέχεται στο στάδιο της απαντήσεως στη διοικητική ένσταση, της τελευταίας αυτής αιτιολογίας θεωρουμένης ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας εστράφη η διοικητική ένσταση (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1998, Τ‑74/96, Τζοάνος κατά Επιτροπής, σκέψη 268, και της 1ης Απριλίου 2009, Τ-385/04, Valero Jordana κατά Επιτροπής, σκέψη 118· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 26ης Μαΐου 2011, F‑40/10, Lebedef κατά Επιτροπής, σκέψη 38). Εξάλλου, κατά τη νομολογία, επιτρέπεται στη Διοίκηση να θεραπεύσει την αρχική ανεπάρκεια της αιτιολογίας βλαπτικής αποφάσεως με συμπληρωματικές διευκρινίσεις που παρέχονται, ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης, εφόσον, πριν από την άσκηση της προσφυγής του, ο ενδιαφερόμενος διέθετε ήδη στοιχεία που αποτελούν αρχή αιτιολογίας (προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160    Εντούτοις, αυτή η νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ διαμορφώθηκε αρχικώς στο πλαίσιο διαφορών που αφορούσαν τη νομιμότητα αποφάσεων περί μη προαγωγής, στις οποίες ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι η ΑΔΑ δεν ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογεί τις αποφάσεις προαγωγής έναντι των υποψηφίων που δεν προήχθησαν, διότι υπήρχε ο κίνδυνος οι σκέψεις της αιτιολογίας αυτής να ζημιώσουν τους μη προαχθέντες υποψηφίους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 1969, 21/68, Huybrechts κατά Επιτροπής, σκέψη 19, της 13ης Ιουλίου 1972, 90/71, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 15, και της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, σκέψεις 11 έως 17).

161    Η εν λόγω νομολογία επεκτάθηκε διαδοχικά στις αποφάσεις περί απορρίψεως υποψηφιότητας ή περί αποκλεισμού από διαγωνισμό (βλ., παραδείγματος χάριν, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1992, Τ‑52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 36, και της 30ής Νοεμβρίου 1993, Τ‑78/92, Περάκης κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 50 έως 52), προτού εφαρμοσθεί σε ορισμένες άλλες κατηγορίες διαφορών, όπως, παραδείγματος χάριν, οι διαφορές που αφορούν την εξάντληση της ετήσιας άδειας (προαναφερθείσα απόφαση Lebedef κατά Επιτροπής).

162    Τέτοιοι όμως ερμηνευτικοί κανόνες παρέχουν, υπό ορισμένες συνθήκες, τη δυνατότητα εξισορροπήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και άλλων νομίμων απαιτήσεων, όπως αυτές της χρηστής διοικήσεως ή της προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων.

163    Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, εφόσον το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη ανάγει το δικαίωμα για αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων σε θεμελιώδη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κάθε εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο η αιτιολογία πρέπει αναγκαίως είτε να περιέχεται στην ίδια τη βλαπτική απόφαση είτε να κοινοποιείται συγχρόνως με αυτή, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να δικαιολογείται αντικειμενικώς από τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε η βλαπτική απόφαση.

164    Εξάλλου, στο ειδικό πλαίσιο έρευνας που κινήθηκε βάσει αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ και αποσκοπεί στην απόδειξη της πραγματικής συνδρομής περιστατικών παρενοχλήσεως, της οποίας υπάλληλος εκτιμά ότι έπεσε θύμα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η υποχρέωση που υπέχει το θεσμικό όργανο να απαντήσει στον υπάλληλο που υποβάλλει τέτοια αίτηση με την απαιτούμενη για τη διαχείριση μιας τόσο σοβαρής καταστάσεως ταχύτητα και μέριμνα (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψη 136).

165    Κατά συνέπεια, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύεται με αυστηρότητα και δεν είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως απόφαση που περιορίζεται να παρέχει η ίδια αρχή μόνον αιτιολογίας. Η αντίθετη λύση θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώνεται ο υπάλληλος που υπέβαλε αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως να ασκήσει διοικητική ένσταση, προκειμένου να λάβει αιτιολογία της αποφάσεως περί θέσεως της διοικητικής έρευνας στο αρχείο σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Όπως όμως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο σκοπός της διοικητικής ενστάσεως δεν είναι να επιτύχει την αιτιολόγηση βλαπτικής αποφάσεως, αλλά να αμφισβητήσει το βάσιμο αυτής. Η παροχή στη Διοίκηση της δυνατότητας να παραλείψει την κοινοποίηση της αιτιολογίας της αποφάσεώς της επί αιτήσεως αρωγής δεν θα ήταν προφανώς, κατά μείζονα λόγο, σύμφωνη ούτε προς την υποχρέωση που υπέχουν τα θεσμικά όργανα να ενεργούν με ταχύτητα και με την απαιτούμενη από μια τόσο σοβαρή κατάσταση όπως η ηθική παρενόχληση μέριμνα ούτε προς την υποχρέωση εξετάσεως των αιτήσεων αρωγής στις περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως «το ταχύτερο δυνατόν», υποχρέωση που επέβαλε στον εαυτό της η Επιτροπή με την από 26 Απριλίου 2006 απόφασή της.

166    Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αποφάσεως περί θέσεως στο αρχείο έρευνας που κινήθηκε κατόπιν αιτήσεως αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως, τα θεσμικά όργανα δεν μπορούν να παράσχουν εγκύρως στον ενδιαφερόμενο πλήρη αιτιολογία το πρώτον με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως χωρίς να παραβούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

167    Εντούτοις, μια τέτοια λύση δεν μπορεί να προδικάσει τη δυνατότητα των θεσμικών οργάνων να παράσχουν, με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, διευκρινίσεις σχετικά με τους λόγους που έκανε δεκτούς η Διοίκηση ούτε του Δικαστηρίου ΔΔ να λάβει υπόψη τις εν λόγω διευκρινίσεις κατά την εξέταση λόγου ακυρώσεως που αμφισβητεί τη νομιμότητα της αποφάσεως (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

–       Επί της συνεκτιμήσεως των συνθηκών υπό τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη απόφαση

168    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε ενεργό ρόλο στη διεξαγωγή της έρευνας, ότι είχε τη δυνατότητα να συμβάλει σε αυτή υποβάλλοντας έγγραφα και παρατηρήσεις και ότι ενημερωνόταν σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας.

169    Προκειμένου να κριθεί, συναφώς, αν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει ο ΚΥΚ, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη όχι μόνον τα έγγραφα με τα οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση, αλλά και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθη και γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 30ής Νοεμβρίου 2010, F‑97/09, Taillard κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 33). Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει, αφενός, να ληφθεί υπόψη η συμμετοχή της προσφεύγουσας‑ενάγουσας στην έρευνα και, αφετέρου, να ερευνηθεί κατά πόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ήταν ήδη εν γνώσει των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω απόφαση (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1998, Τ‑130/96, Aquilino κατά Συμβουλίου, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

170    Από το ίδιο όμως το κείμενο της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή στηρίζεται στην τελική αναφορά για την έρευνα που διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα το πρώτον κατά την ένδικη διαδικασία. Κατά συνέπεια, ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης ενδείξεως στην επίδικη απόφαση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει σε ποιο βαθμό ο επικεφαλής της έρευνας είχε λάβει υπόψη τις πληροφορίες που είχε διαβιβάσει κατά τη διάρκεια της έρευνας ούτε, εξάλλου, κατά πόσον η επίδικη απόφαση ανταποκρινόταν πράγματι στα αποτελέσματα της έρευνας. Από αυτό συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αρχική έλλειψη αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι αυτή στηριζόταν σε πληροφορίες που γνώριζε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

171    Η παρεχόμενη στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα δυνατότητα συμβολής στην ομαλή εξέλιξη της έρευνας παρίσταται σύμφωνη προς την τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Εντούτοις, μια τέτοια συμμετοχή δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτή, απόδειξη ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε με τον τρόπο αυτό ενημερωθεί για τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να απορρίψει την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα είχε λάβει κρίσιμες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της έρευνας, πράγμα που δεν απέδειξε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα μπορούσε να υποθέσει ότι οι πληροφορίες αυτές είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου από την αιτιολογία στην οποία στηριζόταν η επίδικη απόφαση.

172    Όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της έρευνας που παρασχέθηκαν στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι, εκτός από τη συγγνώμη που ζητήθηκε για τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαφόρων δραστηριοτήτων της έρευνας, τέτοιες πληροφορίες αφορούσαν τους λόγους βάσει των οποίων απέρριψε, στη συνέχεια, την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα.

173    Υπό το πρίσμα όλων όσων προαναφέρθηκαν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο την αίτηση αρωγής που υπέβαλε η προσφεύγουσα‑ενάγουσα για τη δεύτερη περίοδο και πρέπει να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση όσον αφορά την περίοδο αυτή.

 Γ —      Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

174    Η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση υλικής ζημίας και την ικανοποίηση ηθικής βλάβης λόγω της ηθικής παρενοχλήσεως που υπέστη και των παρανομιών που διέπραξε η Επιτροπή απορρίπτοντας την αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει.

175    Όσον αφορά την υλική ζημία, το αίτημα αποζημιώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποδιαιρείται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σκέλη.

176    Πρώτον, η ενδιαφερομένη υποστηρίζει ότι η ηθική παρενόχληση που υπέστη αμαύρωσε τη σταδιοδρομία και τη φήμη της καθόσον είχε ως αποτέλεσμα τη βλάβη της φυσικής και ψυχικής της υγείας. Δεύτερον, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υποστηρίζει ότι η παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ και, ειδικότερα, η μη λήψη προσωρινών μέτρων, όπως μέτρου απομακρύνσεως, κατόπιν της αιτήσεως αρωγής που είχε υποβάλει, της προκάλεσε ζημία. Τρίτον, ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της παραβιάσεως εκ μέρους της Επιτροπής της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της παραβάσεως του καθήκοντος αρωγής και λόγω του ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τον φάκελό της εντός ευλόγου προθεσμίας.

177    Η ζημία που υπέστη θα αποκαθίστατο εν μέρει, κατά την άποψη της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, με το να επιβαρυνθεί η Επιτροπή με τα έξοδα και τις αμοιβές των συμβούλων της όσον αφορά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

178    Όσον αφορά την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι η ηθική βλάβη οφείλεται στην παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής του καθήκοντος αρωγής κατά την εξέταση της αιτήσεως αρωγής που είχε υποβάλει και εκτιμά το απαιτούμενο για την ικανοποίηση αυτή ποσό σε 10 000 ευρώ.

179    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχθεί η ηθική παρενόχληση, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν υπέστη καμία υλική ζημία ή ηθική βλάβη και συνεπώς δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αποζημιωτικό αίτημα. Προσθέτει ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια νομολογία, ο καθού η προσφυγή διάδικος δεν φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

180    Κατά πάγια νομολογία, στις διαφορές που αναφύονται στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους αναγνωρίζεται δικαίωμα αποζημιώσεως εάν συντρέχουν τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι εάν η προσαπτόμενη στα θεσμικά όργανα συμπεριφορά είναι παράνομη, εάν υφίσταται ζημία και εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Q, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η έλλειψη μίας εξ αυτών των τριών προϋποθέσεων αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 16ης Μαρτίου 2011, F‑21/10, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

181    Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η ευθύνη των θεσμικών οργάνων, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση πρέπει να είναι πραγματική και βεβαία, στοιχείο το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει ο προσφεύγων (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 13ης Ιουνίου 2012, F‑63/10, BL κατά Επιτροπής, σκέψη 98).

182    Εντούτοις, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν παραπέμπει, με τα δικόγραφά της, σε κανένα στοιχείο της δικογραφίας ικανό να δικαιολογήσει την ύπαρξη ή την έκταση της υλικής ζημίας που επικαλείται, την οποία εξάλλου δεν προσδιορίζει αριθμητικώς, περιοριζόμενη στη δήλωση ότι η εν λόγω ζημία θα αποκατασταθεί εν μέρει με το να επιβαρυνθεί η Επιτροπή με τα έξοδα και τις αμοιβές των συμβούλων της όσον αφορά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Επιπροσθέτως, με το δικόγραφο της προσφυγής δεν προτείνεται κανένα αποδεικτικό μέσο σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα που απαιτούνται για την απόδειξη της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας.

183    Ελλείψει των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν δικαιολόγησε την ύπαρξη και την έκταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί το αποζημιωτικό αίτημα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας σχετικά με την υλική ζημία χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ σχετικά με τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων.

184    Όσον αφορά την ηθική βλάβη, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα θεωρεί ότι αυτή οφείλεται στη μη εύλογη διάρκεια της έρευνας καθώς και στην έλλειψη μέριμνας που επέδειξε η Επιτροπή κατά τον χειρισμό της υποθέσεως.

185    Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα υπέβαλε την αίτηση αρωγής στις 5 Δεκεμβρίου 2007 και ότι η επίδικη απόφαση τής κοινοποιήθηκε στις 10 Αυγούστου 2010, δηλαδή περισσότερο από δύο έτη και οκτώ μήνες αργότερα. Ενόψει όμως των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη η έκταση της αιτήσεως αρωγής και το γεγονός ότι η προσφεύγουσα‑ενάγουσα ζήτησε επανειλημμένως τη διεξαγωγή συμπληρωματικών ερευνών, δεν είναι, κατ’ αρχήν, δυνατόν μια τέτοια διάρκεια να χαρακτηρισθεί εύλογη.

186    Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να εξετασθεί κατά πόσον τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη διάρκεια της διαδικασίας της έρευνας είναι ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω το εν λόγω συμπέρασμα.

187    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι πέρασαν έξι μήνες από την υποβολή της αιτήσεως αρωγής μέχρι την απόφαση περί κινήσεως διοικητικής έρευνας και αναθέσεώς της σε εξωτερικό, σε σχέση με τη ΓΔ Προσωπικού, επικεφαλής της έρευνας, απόφαση που εκδόθηκε στις 9 Ιουνίου 2008. Κατά συνέπεια, το μεσολαβήσαν διάστημα υπερέβη κατά δύο μήνες την τετράμηνη προθεσμία που καθιερώνει το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η πάροδος της οποίας ισοδυναμεί με σιωπηρή απόφαση απορρίψεως αιτήσεως.

188    Εντούτοις, η νομολογία σχετικά με την αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ έχει διευκρινίσει ότι δεν αποκλείεται αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι μπορούν μεταξύ άλλων να αφορούν τις ανάγκες οργανώσεως της έρευνας, να δικαιολογούν μια μεγαλύτερη καθυστέρηση στην κίνηση της εν λόγω έρευνας (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Q, σκέψη 105). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης αποφάσεως να ανατεθεί η έρευνα σε πρόσωπο που δεν ανήκει στη ΓΔ Προσωπικού και της εκτάσεως της αιτήσεως αρωγής που φθάνει περίπου τις χίλιες σελίδες, αυτή η καθυστέρηση της Επιτροπής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν είναι εύλογη.

189    Αντιθέτως, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ της 9ης Ιουνίου 2008 και της 9ης Μαρτίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία ο επικεφαλής της έρευνας κάλεσε την προσφεύγουσα‑ενάγουσα να καταθέσει στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας, η Επιτροπή παραδέχεται ότι «δεν πραγματοποιήθηκε καμία επίσημη πράξη έρευνας», γεγονός για το οποίο ο επικεφαλής της έρευνας ζήτησε επανειλημμένως συγγνώμη από την προσφεύγουσα‑ενάγουσα. Η Επιτροπή δικαιολογεί την εν λόγω καθυστέρηση επικαλούμενη τον φόρτο εργασίας που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο επικεφαλής της έρευνας λόγω του πρόσφατου διορισμού του ως διευθυντή. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων εννέα μηνών η έρευνα παρέμεινε αδρανής. Εάν ο επικεφαλής της έρευνας δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά του στο πλαίσιο της έρευνας, εναπόκειτο στην Επιτροπή να διορίσει άλλον επικεφαλής της έρευνας ή, σε κάθε περίπτωση, να οργανώσει τις δραστηριότητές του κατά τρόπον ώστε η εξέταση της αιτήσεως της προσφεύγουσας‑ενάγουσας να μην καθυστερήσει για τόσο σημαντική χρονική περίοδο.

190    Για την περίοδο από 9 Μαρτίου 2009 έως 23 Απριλίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία ο επικεφαλής της έρευνας παρέδωσε την αναφορά του στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, η Επιτροπή δικαιολογεί τη διάρκεια της διαδικασίας λόγω της πολυπλοκότητας της έρευνας και του «σημαντικού αριθμού» των προσώπων που εξετάστηκαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πολλοί πρώην υπάλληλοι που είχαν εγκαταλείψει το Βέλγιο. Εντούτοις, μολονότι από την τελική αναφορά για την έρευνα προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε μόνο δώδεκα πρόσωπα, από τα οποία μόνον τρία είχαν συνταξιοδοτηθεί, δεν προκύπτει ότι η διάρκεια αυτής της φάσης δεν είναι εύλογη, λαμβανομένης υπόψη της γενικής πολυπλοκότητας της έρευνας.

191    Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέδωσε την επίδικη απόφαση στις 7 Ιουνίου 2010. Εντούτοις, όπως εξήγησε η ίδια η Επιτροπή με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 που απηύθυνε στον σύμβουλο της προσφεύγουσας‑ενάγουσας, λόγω «διοικητικού σφάλματος» η απόφαση διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα το πρώτον στις 10 Αυγούστου 2010.

192    Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι, επί συνολικής διάρκειας της διαδικασίας της έρευνας ανερχόμενης σε 32 μήνες, τουλάχιστον 11 μήνες —μεταξύ της 9ης Ιουνίου 2008 και της 9ης Μαρτίου 2009 καθώς και μεταξύ της 7ης Ιουνίου 2010 και της 10ης Αυγούστου 2010— πέρασαν χωρίς να επιδειχθεί καμία επιμέλεια, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να προβάλει βάσιμη δικαιολογία για την εν λόγω παράλειψη. Πράγματι, η απλή επίκληση του φόρτου εργασίας του επικεφαλής της έρευνας ή ενός διοικητικού σφάλματος δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διάρκεια της έρευνας.

193    Κατά συνέπεια, η διάρκεια της διαδικασίας της έρευνας δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη και η συμπεριφορά της Επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη προς το καθήκον αρωγής που υπέχει.

194    Υπό τις συνθήκες όμως αυτές, η ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως με την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Συνεπεία της μερικής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα περιέρχεται εκ νέου σε κατάσταση αναμονής ως προς την οριστική περάτωση της διαδικασίας που κινήθηκε βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ κατόπιν της αιτήσεώς της της 5ης Δεκεμβρίου 2007. Μια τέτοια παράταση της καταστάσεως αναμονής και αβεβαιότητας που προκλήθηκε λόγω της έλλειψης νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως συνιστά ηθική βλάβη.

195    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι το αίτημα ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που συνδέεται με την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και την παράβαση του καθήκοντος αρωγής είναι βάσιμο και υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην προσφεύγουσα‑ενάγουσα ποσό οριζόμενο κατά δικαία κρίση σε 6 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

196    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ δύναται να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

197    Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ηττηθείς διάδικος είναι κατ’ ουσίαν η Επιτροπή. Εξάλλου, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα περιέλαβε ρητώς στα αιτήματά της αίτημα να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας‑ενάγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Ιουνίου 2010, καθόσον θέτει στο αρχείο την αίτηση αρωγής που υπέβαλε η Μ. Tzirani για πραγματικά περιστατικά ηθικής παρενοχλήσεως που υποστηρίζει ότι υπέστη από την 1η Οκτωβρίου 2004.

2)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στη Μ. Tzirani το ποσό των 6 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή‑αγωγή.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Μ. Tzirani.

Rofes i Pujol

Boruta

Bradley

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 2013.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      M. I. Rofes i Pujol


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.