Language of document : ECLI:EU:F:2010:130

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 27ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-60/09

Gerhard Birkhoff

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρούμενου τέκνου — Τέκνο που προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια ή κατέστη ανάπηρο και ως εκ τούτου αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα διαβιώσεώς του — Αίτηση παρατάσεως της καταβολής του επιδόματος — Άρθρο 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ — Ανώτατο εισόδημα του τέκνου ως προϋπόθεση παρατάσεως της καταβολής του επιδόματος — Έξοδα δυνάμενα να εκπέσουν από το εν λόγω εισόδημα»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο G. Birkhoff ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2008, με την οποία δεν έγινε δεκτό το αίτημά του παρατάσεως, πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2008, της καταβολής του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που ελάμβανε από το 1978, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, λόγω της περιελθούσας σε κατάσταση αναπηρίας θυγατέρας του.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο G. Birkhoff καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρουμένου τέκνου — Δικαίωμα παρατάσεως χωρίς περιορισμό λόγω ηλικίας στην περίπτωση αδυναμίας του τέκνου να καλύψει τα έξοδα διαβιώσεώς του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 2 § 5)

2.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρουμένου τέκνου — Άρνηση του θεσμικού οργάνου να παρατείνει την καταβολή του εν λόγω επιδόματος — Ιατρική πραγματογνωμοσύνη

3.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα συντηρουμένου τέκνου — Δικαίωμα παρατάσεως χωρίς περιορισμό λόγω ηλικίας στην περίπτωση αδυναμίας του τέκνου να καλύψει τα έξοδα διαβιώσεώς του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 2 § 5)

1.      Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου εξυπηρετεί σκοπό κοινωνικού χαρακτήρα, που δικαιολογείται από τις δαπάνες που απορρέουν από μια ενεστώσα και βεβαία αναγκαιότητα, η οποία συνδέεται με την ύπαρξη του τέκνου και με την πραγματική του συντήρηση. Σε κάθε όμως συγκεκριμένη περίπτωση, και λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως στην οποία βρίσκονται τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρέπει να επαληθεύεται αν επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκεται με την καταβολή του επίμαχου επιδόματος, η παράταση του οποίου είναι δυνατή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ). Κατά συνέπεια, για την εφαρμογή αυτού του άρθρου, εναπόκειται στην οικεία διοίκηση να εξακριβώσει, σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αν η σοβαρή ασθένεια ή η αναπηρία την οποία υπέστη το τέκνο για το οποίο πρόκειται το εμποδίζει να καλύπτει τα έξοδα διαβιώσεώς του.

Επιτρέπεται, προς τούτο, στα θεσμικά όργανα της Ενώσεως να υιοθετούν μια από κοινού ερμηνεία για μια ασαφή έννοια του ΚΥΚ, όπως αυτή της «καταστάσεως αδυναμίας» καλύψεως των εξόδων διαβιώσεώς του κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Συναφώς, ένα συμπέρασμα που έχει τύχει αποδοχής από τους προϊσταμένους Διοικητικών Υπηρεσιών εντός της Επιτροπής μπορεί, προκειμένου για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, να χρησιμεύει μόνον ως «σημείο εκκινήσεως» για την εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, ο δε καθορισμός από την Επιτροπή του αντικειμενικού κριτηρίου του ποσοστού του 40 % επί των βασικών αποδοχών υπαλλήλου βαθμού 1, πρώτο κλιμάκιο, δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Οι άμεσα συνδεόμενες με την αναπηρία δαπάνες πρέπει, ως συνιστώσες «ιδιαίτερες περιστάσεις», να εκπίπτουν πλήρως από το ακαθάριστο ή το φορολογητέο εισόδημα του συντηρούμενου τέκνου, πράγμα που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι μόνον ένα μέρος αυτού του εισοδήματος λαμβάνεται υπόψη κατά τον έλεγχο της ικανότητάς του να καλύπτει τα έξοδα διαβιώσεώς του. Κατά συνέπεια, η διοίκηση οφείλει να προβεί σε λεπτομερή εξέταση κάθε δαπάνης στην οποία υποβάλλεται ένα πρόσωπο που έχει καταστεί ανάπηρο, προκειμένου να επαληθεύσει αν η δαπάνη αυτή συνδέεται άμεσα με την αναπηρία και, αν αυτό συμβαίνει, να προβεί στην έκπτωσή της και, ενδεχομένως, στη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31, 36, 40, 42 και 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Μαΐου 1992, C‑70/91 P, Συμβούλιο κατά Brems, Συλλογή 1992 σ. I‑2973, σκέψη 9

ΓΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 1994, T‑498/93, Dornonville de la Cour κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑257 και II‑813, σκέψη 38· 21 Οκτωβρίου 2003, T‑302/01, Birkhoff κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑245 και II‑1185, σκέψεις 40, 41, 43, 44, 47 και 48

2.      Μολονότι δυσχερώς ο δικαστής της Ενώσεως μπορεί να ελέγξει το βάσιμο των ιατρικών εκτιμήσεων των ιατρών-συμβούλων των γραφείων εκκαθαρίσεως ιατρικών εξόδων, δεν έχει αποφανθεί ότι, παρά ταύτα, οι εν λόγω εκτιμήσεις, καίτοι έγιναν υπό κανονικές συνθήκες, είναι οριστικές και μη υποκείμενες στον έλεγχό του, όπως οι ιατρικές εκτιμήσεις που προέρχονται από τις υγειονομικές επιτροπές και τις επιτροπές αναπηρίας ή αυτές που προέρχονται από τον ανεξάρτητο ιατρό, τη διαβούλευση με τον οποίο προβλέπει το άρθρο 59, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ σε περίπτωση αιτήσεως παραπομπής του θέματος για γνωμάτευση. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι ιατρικές εκτιμήσεις που εκφέρονται μονομερώς από ιατρό που ανήκει στο θεσμικό όργανο, όπως είναι ο ιατρός-σύμβουλος ενός γραφείου εκκαθαρίσεως ιατρικών εξόδων, δεν παρέχουν τις ίδιες εγγυήσεις ισόρροπης σταθμίσεως μεταξύ των μερών, καθώς και αντικειμενικότητας, όπως οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται από τις υγειονομικές επιτροπές και τις επιτροπές αναπηρίας, λαμβανομένης υπόψη της συνθέσεώς τους.

Γι’ αυτόν τον λόγο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ασκεί επί της αρνήσεως του θεσμικού οργάνου να παρατείνει την καταβολή του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο όπως και επί της γνωματεύσεως του ιατρού-συμβούλου του γραφείου εκκαθαρίσεως ιατρικών εξόδων, η οποία, ενδεχομένως, συνιστά το έρεισμά της, έλεγχο, περιορισμένο βεβαίως, που εκτείνεται όμως στην πλάνη περί τα πράγματα, στην πλάνη περί το δίκαιο και στην πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 48 και 49)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Μαΐου 1981, 156/80, Morbelli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 1357, σκέψεις 15 έως 20

ΓΔΕΕ: 11 Μαΐου 2000, T‑34/99, Pipeaux κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑79 και II‑337, σκέψεις 29 και 30· 12 Μαΐου 2004, T‑191/01, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑147 και II‑659, σκέψεις 64 έως 78· 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595, σκέψη 29

ΔΔΔΕΕ: 22 Μαΐου 2007, F‑99/06, López Teruel κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ.  I‑A‑1‑147 και II‑A‑1‑797, σκέψεις 74 έως 76· 18 Σεπτεμβρίου 2007, F‑10/07, Botos κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ.  I‑A‑1‑243 και II‑A‑1‑1345, σκέψεις 40 έως 50

3.      Η καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας σκοπεί στην υλοποίηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ του προσώπου με ειδικές ανάγκες και ενός προσώπου χωρίς ειδικές ανάγκες σε παρεμφερή κατάσταση, προκειμένου να καθίσταται δυνατό στο πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να συμμετέχει και αυτό στην κοινωνική και/ή επαγγελματική ζωή. Κατά συνέπεια, η δράση υπέρ του προσώπου με ειδικές ανάγκες δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά είναι μέτρο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, μια δράση υπέρ του προσώπου με ειδικές ανάγκες επιτρέπεται, μόνον εφόσον τείνει στην πραγματοποίηση της ίσης μεταχειρίσεως με πρόσωπο χωρίς ειδικές ανάγκες σε παρεμφερή κατάσταση. Όσο αξιοθαύμαστη κι αν είναι η προσπάθεια ενός προσώπου με ειδικές ανάγκες να ακολουθήσει μια μη τυποποιημένη και δυναμική σταδιοδρομία, το νομικό πλαίσιο των κοινωνικών παροχών, στο πλαίσιο του ως νυν έχει ΚΥΚ, καθιστά δυνατό να παρέχονται σ’ αυτό το πρόσωπο μόνο τα μέσα με τα οποία μπορούν να αντιμετωπισθούν μειονεκτήματα χρηματικού χαρακτήρα που απορρέουν ευθέως από την αναπηρία του. Αν γινόταν δεκτό ότι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 5, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ μπορεί επίσης να εκτείνεται σε μέτρα αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου με ειδικές ανάγκες στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, τότε αυτό θα σήμαινε υπέρβαση του σκοπού που επιδιώκεται με το εν λόγω άρθρο. Τέτοια μέτρα υπέρ των προσώπων με ειδικές ανάγκες θα εξέρχονταν του πλαισίου του επιδόματος για συντηρούμενα τέκνα, όπως αυτό καθορίζεται στο τμήμα 1, με τον τίτλο «Οικογενειακά επιδόματα» του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 51)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιουλίου 2008, C‑303/06, Coleman, Συλλογή 2008, σ. I‑5603, σκέψη 47

ΓΔΕΕ: Birkhoff κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 48