Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 29 Ιανουαρίου 2019 η Credito Fondiario SpA κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 19 Νοεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-661/16, Credito Fondiario κατά ΕΣΕ

(Υπόθεση C-69/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Credito Fondiario SpA (εκπρόσωποι: F. Sciaudone, F. Iacovone, S. Frazzani, A. Neri, δικηγόροι)

Αναιρεσίβλητο: Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης

Παρεμβαίνουσες: Ιταλική Δημοκρατία, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο,

να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και σε αυτά της υποθέσεως T-661/16,

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη καθ’ ό μέρος καταδικάζει την Credito Fondiario στα δικαστικά έξοδα του ΕΣΕ, και να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας διαδικασίας κατά δίκαιη κρίση.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη σε πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με πλείονα ζητήματα, τα οποία αφορούν τόσο πλημμέλειες ως προς την κρίση όσο και δικονομικές πλημμέλειες.

I. Εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών. Έλλειψη αιτιολογίας.

Το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά την εκτίμησή του περί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως επί τη βάσει νομολογίας, η οποία εκθέτει ότι ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής εκκινεί από τη στιγμή κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έχει ακριβή γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας της πράξεως, εφόσον έχει ζητήσει το σχετικό κείμενο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε λάβει γνώση των δύο αποφάσεων του ΕΣΕ μέσω των δύο επιστολών της Τράπεζας της Ιταλίας της 3ης Μαΐου 2016 και της 27ης Μαΐου 2016. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν κινητοποιήθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος προκειμένου να λάβει τις δύο αποφάσεις του ΕΣΕ. Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του δεόντως το πλαίσιο νομικής αβεβαιότητας. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη δεδομένων των ειδικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

II. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας περί «εύλογου χρονικού διαστήματος»

Η εκτίμηση περί εκπρόθεσμης προσφυγής του Γενικού Δικαστηρίου είναι επίσης πλημμελής λόγω εσφαλμένης ερμηνείας (και επακόλουθης εσφαλμένης εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση) της νομολογίας σχετικά με την εύλογη διάρκεια της προθεσμίας εντός της οποίας ο ενδιαφερόμενος οφείλει να κινητοποιηθεί προκειμένου να λάβει την απόφαση κατά της οποίας πρόκειται να προσφύγει.

III. Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο διέταξε τη λήψη πλειόνων μέτρων στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων και μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, εντούτοις, δεν παρέσχε στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις όσον αφορά το εμπρόθεσμο της προσφυγής. Το Γενικό Δικαστήριο έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα του εκπροθέσμου στη διάταξη, ανάγοντάς το σε βασικό λόγο απορρίψεως της προσφυγής, χωρίς να έχει δώσει τη δυνατότητα στους διαδίκους και ειδικότερα στην αναιρεσείουσα να επιχειρηματολογήσει και να διατυπώσει αντιρρήσεις επί του εν λόγω ζητήματος.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε τη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, μολονότι ήταν προφανές, για διάφορους λόγους, ότι ο λόγος απαραδέκτου που οδήγησε στην απόρριψη δεν ήταν πρόδηλος.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας.

IV. Εσφαλμένη εκτίμηση περί απαραδέκτου της προσφυγής που ασκήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ

Οι εσφαλμένες εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί του απαραδέκτου του αιτήματος ακυρώσεως συνεπάγονται, αυτομάτως, την έλλειψη νομιμότητας της διατάξεως, όσον αφορά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου περί του απαραδέκτου του αιτήματος της αναιρεσείουσας περί κηρύξεως της ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2015/63 1 . Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δεύτερο αίτημα ήταν κατ’ ανάγκην παρεπόμενο σε σχέση με το κύριο αίτημα ακυρώσεως και ότι, ως εκ τούτου, το προδήλως απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως οδήγησε αυτομάτως στο προδήλως απαράδεκτο του αιτήματος περί κηρύξεως της ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2015/63.

V. Εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα. Παράβαση και εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 134 και 135 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου

Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της διατάξεως, όσον αφορά την καταδίκη της από το Γενικό Δικαστήριο στα δικαστικά έξοδα του ΕΣΕ.

Κατά την αναιρεσείουσα, για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 135 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ή, αν κριθεί σκόπιμο, να διατάξει το ΕΣΕ να καταβάλει τουλάχιστον μέρος των εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

____________

1     Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (EE 2015, L 11, σ. 44).