Language of document : ECLI:EU:F:2010:45

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2010

Υπόθεση F-13/09

Josefina Peláez Jimeno

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προηγούμενη ένσταση — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Καθυστέρηση — Απόδειξη — Πρώην έκτακτος υπάλληλος — Διορισμός ως υπαλλήλου — Άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Ίση μεταχείριση»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η J. Peláez Jimeno ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 2008, με την οποία διορίζεται ως δόκιμη υπάλληλος, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή την κατατάσσει στον βαθμό AST 1, κλιμάκιο 5, καθώς και της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 12ης Νοεμβρίου 2008, η οποία απορρίπτει την ένσταση που άσκησε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Προθεσμίες — Έναρξη — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Εισαγωγή νέας δομής σταδιοδρομίας με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις για την κατάταξη σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 31 § 1· παράρτημα XIII, άρθρα 5 §§ 2 και 4, 12 § 3 και 13 § 1· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

1.      Στον διάδικο που επικαλείται υπέρβαση της προθεσμίας για την άσκηση ενστάσεως ή προσφυγής απόκειται να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η εν λόγω προθεσμία, η δε έλλειψη της αποδείξεως αυτής δεν μπορεί να αναπληρωθεί από σειρά ενδείξεων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων έλαβε μια επιστολή σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που προβάλλει. Επιπλέον, αν δεν υφίσταται έγγραφο που να πιστοποιεί την παραλαβή της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος είναι παρών στον χώρο εργασίας του δεν αρκεί ώστε να συναχθεί ασφαλώς το συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε πράγματι γνώση της αποφάσεως και, ως εκ τούτου, δεν ισοδυναμεί με απόδειξη του γεγονότος αυτού.

(βλ. σκέψη 24)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Μαρτίου 1991, T‑1/90, Mérez-Mínguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑143, σκέψη 37· 17 Ιανουαρίου 2001, T‑14/99, Kraus κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑7 και II‑39, σκέψη 22· 27 Σεπτεμβρίου 2002, T‑254/01, Di Pietro κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑177 και II‑929, σκέψεις 19, 22 και 25 έως 27

ΔΔΔΕΕ: 25 Απριλίου 2007, F‑71/06, Lebedef-Caponi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι‑Α‑1‑115 και ΙΙ‑Α‑1‑629, σκέψεις 29, 31 και 34

2.      Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) αναφέρεται στους δόκιμους υπαλλήλους που είναι εγγεγραμμένοι «σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία», καθώς και σε εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι «σε πίνακα επιτυχόντων υποψηφίων εσωτερικού διαγωνισμού». Μολονότι ο διαγωνισμός «μεταφοράς σε άλλη κατηγορία» αποτελεί επίσης, ως εκ της φύσεώς του, εσωτερικό διαγωνισμό, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να της προσδίδεται πρακτική αποτελεσματικότητα, ενώ πρέπει να αποφεύγεται, κατά το μέτρο του δυνατού, κάθε ερμηνεία που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή είναι περιττή. Πρόθεση του νομοθέτη ήταν, προφανώς, να εννοούνται ως «εσωτερικοί διαγωνισμοί» οι λεγόμενοι διαγωνισμοί μονιμοποιήσεως, οι οποίοι έχουν ως αντικείμενο να επιτρέπουν, τηρουμένου του συνόλου των διατάξεων του καταστατικού που διέπουν την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, την πρόσληψη ως υπαλλήλων των μελών εκείνων του προσωπικού που έχουν ήδη κάποια πείρα όσον αφορά το οικείο θεσμικό όργανο και που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να διορισθούν στις προκηρυχθείσες θέσεις. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το οποίο αναφέρεται μόνο στους υπαλλήλους που είναι εγγεγραμμένοι «σε πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία», χωρίς να αναφέρεται στους υπαλλήλους που είναι εγγεγραμμένοι «σε πίνακα επιτυχόντων υποψηφίων εσωτερικού διαγωνισμού». Μία τέτοια αναφορά δεν θα ήταν δικαιολογημένη, αφού δεν μπορούν ακριβώς να μονιμοποιηθούν μέλη του προσωπικού που είναι ήδη μόνιμοι υπάλληλοι.

Προκειμένου να έχει εφαρμογή το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, πρέπει να υφίσταται μετάβαση από μια «παλαιά κατηγορία» σε μια «νέα κατηγορία», όπως στην περίπτωση είτε ενός διαγωνισμού που οδηγεί στην κατάρτιση «πίνακα υποψηφίων ικανών να μεταφερθούν σε άλλη κατηγορία» είτε ενός εσωτερικού διαγωνισμού μονιμοποιήσεως, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα μια τέτοια μεταφορά σε άλλη κατηγορία. Έτσι, ο νομοθέτης απέκλινε, στο πλαίσιο της ασκήσεως της ευρείας ευχέρειας εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τόσο τις μεταβατικές διατάξεις όσο και τα κριτήρια κατατάξεως, από τον γενικό κανόνα που ισχύει για την κατάταξη νεοδιοριζόμενων υπαλλήλων, που προβλέπεται από το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως συμπληρώνεται από το άρθρο 12, παράγραφος 3, ή από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII, στην περίπτωση των επιτυχόντων που ενεγράφησαν σε σχετικό πίνακα πριν την 1η Μαΐου 2006 και που προσελήφθησαν, αντίστοιχα, μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006 και μετά την 1η Μαΐου 2006, επιφυλάσσοντας τη δυνατότητα κατατάξεως σε βαθμό διαφορετικό από εκείνον που αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού μόνο στα μέλη του προσωπικού που προσελήφθησαν ως δόκιμοι υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν ήδη πείρα όσον αφορά το οικείο θεσμικό όργανο και απέδειξαν, κατόπιν των διαγωνισμών που αναφέρονται ανωτέρω, την ικανότητά τους να καταλάβουν θέσεις σε ανώτερη κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 40, 41, 46 και 47)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Μαρτίου 1997, T‑40/96 και T‑55/96, de Kerros και Kohn-Bergé κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑47 και II‑135, σκέψεις 45 και 46· 12 Νοεμβρίου 1998, T‑294/97, Carrasco Benítez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑601 και II‑1819, σκέψη 51