Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour administrative (Λουξεμβούργο) στις 12 Φεβρουαρίου 2019 – Luxaviation SA κατά Ministre de l’Environnement

(Υπόθεση C-113/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour administrative

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εκκαλούσα: Luxaviation SA

Εφεσίβλητος: Ministre de l’Environnement

Προδικαστικά ερωτήματα

1.    Πρέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ1 , το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την εκ μέρους των φορέων εκμεταλλεύσεώς τους παράδοση των εκχωρηθέντων δικαιωμάτων, να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της χρηστής διοικήσεως, υπό την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της αρμόδιας εθνικής αρχής να παρακολουθεί εξατομικευμένα τις υποχρεώσεις παραδόσεως, πριν από την προθεσμία της 30ής Απριλίου του οικείου έτους, όταν η ίδια αυτή διοικητική αρχή είναι αρμόδια για την εποπτεία μικρού αριθμού επιχειρήσεων, εν προκειμένω 25 φορέων εκμεταλλεύσεως σε εθνικό επίπεδο;

2.

α.    Μπορεί να ερμηνευθεί η μη ολοκληρωθείσα, όπως εν προκειμένω, διαδικασία παραδόσεως των δικαιωμάτων, κατά την οποία ο φορέας εκμεταλλεύσεως βασίστηκε στη λήψη ηλεκτρονικής επιβεβαιώσεως που πιστοποιούσε την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβιβάσεως, ως δυνάμενη να δημιουργήσει ευλόγως στον καλόπιστο φορέα εκμεταλλεύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι είχε ολοκληρώσει τη διαδικασία παραδόσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ;

β.    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που θα δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, μπορεί να θεωρηθεί περαιτέρω ότι υφίσταται η δικαιολογημένη αυτή εμπιστοσύνη του καλόπιστου φορέα εκμεταλλεύσεως όταν, κατά την προηγούμενη πραγματοποίηση παραδόσεως, η εθνική διοικητική αρχή είχε επικοινωνήσει αυτοβούλως με τον φορέα για να του υπενθυμίσει, λίγες ημέρες πριν από την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, ότι η διαδικασία παραδόσεως των δικαιωμάτων δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα ο φορέας αυτός να υποθέσει ευλόγως ότι είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις παραδόσεως που υπείχε για το τρέχον έτος ελλείψει απευθείας επικοινωνίας της ίδιας αυτής διοικητικής αρχής κατά το έτος που ακολούθησε;

γ.    Υπό το πρίσμα των απαντήσεων που θα δοθούν στα δύο προηγούμενα ερωτήματα, είτε εξεταστούν μεμονωμένα είτε από κοινού, μπορεί η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης να έχει την έννοια ότι συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας η οποία καθιστά δυνατή την εν μέρει ή εξ ολοκλήρου απαλλαγή του καλόπιστου φορέα εκμεταλλεύσεως από την κύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ;

3.

α.    Αντιτίθεται το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας, στον κατ’ αποκοπήν καθορισμό του προστίμου το οποίο επιβάλλεται λόγω μη παραδόσεως των δικαιωμάτων εκπομπής και το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, όταν η διάταξη αυτή δεν καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεως ανάλογης με την παράβαση που διαπράχθηκε από τον φορέα εκμεταλλεύσεως;

β.    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, έχουν η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Χάρτη, [καθώς και] η γενική αρχή της καλής πίστεως και η αρχή «fraus omnia corrumpit», την έννοια ότι αντιτίθενται, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν κύρωση, η οποία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ και στην οποία προστίθεται αυτοδικαίως η προβλεπόμενη στο άρθρο 20, παράγραφος 7, [του νόμου της 23ης Δεκεμβρίου 2004] δημοσίευση, στην αντιμετώπιση του απλώς αμελούς, καλόπιστου φορέα, ο οποίος κατά τα λοιπά είχε την πεποίθηση ότι είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του περί παραδόσεως δικαιωμάτων εκπομπής κατά την καταληκτική ημερομηνία της 30ής Απριλίου του οικείου έτους, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ένας φορέας εκμεταλλεύσεως που ενήργησε δολίως;

γ.    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, είναι σύμφωνη η επιβολή της κατ’ αποκοπήν κυρώσεως, χωρίς τη δυνατότητα προσαρμογής από τον εθνικό δικαστή, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, [καθώς και] η αυτοδίκαιη κύρωση της δημοσιεύσεως, με το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο εγγυάται την ύπαρξη δικαιώματος πραγματικής προσφυγής;

δ.    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, ενδέχεται η θέσπιση κατ’ αποκοπήν χρηματικής ποινής βάσει της προβαλλόμενης βουλήσεως του Ευρωπαίου νομοθέτη, [καθώς και] η αυτοδίκαιη κύρωση της δημοσιεύσεως, χωρίς να παρεμβάλλεται η αρχή της αναλογικότητας, πλην της αυστηρά οριζόμενης περιπτώσεως της ανωτέρας βίας, να οδηγήσει σε υποχώρηση του εθνικού δικαστή έναντι της εικαζόμενης βουλήσεως του Ευρωπαίου νομοθέτη και σε αδικαιολόγητη απουσία δικαστικού ελέγχου υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 49, παράγραφος 3, του Χάρτη;

ε.    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που θα δοθεί στο προηγούμενο ερώτημα, οδηγεί η απουσία δικαστικού ελέγχου από τον εθνικό δικαστή, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν κύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, [καθώς και] την αυτοδίκαιη κύρωση της δημοσιεύσεως που προβλέπεται [στο] άρθρο 20, παράγραφος 7, [του νόμου της 23ης Δεκεμβρίου 2004], σε ρήξη του, κατ’ ουσίαν εποικοδομητικού, διαλόγου μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων ως αποτέλεσμα μιας προκαθορισμένης λύσεως που επιβάλλεται από το ΔΕΕ, πλην της αυστηρά οριζόμενης περιπτώσεως της ανωτέρας βίας, ισοδυναμώντας με την έλλειψη δυνατότητας αποτελεσματικού διαλόγου για το εθνικό ανώτατο δικαστήριο, στο οποίο δεν απομένει παρά να επιβεβαιώσει την κύρωση, αφ’ ης στιγμής διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση ανωτέρας βίας;

4.    Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που θα δοθούν στα προηγούμενα ερωτήματα, μπορεί η έννοια της ανωτέρας βίας να θεωρηθεί ότι συμπεριλαμβάνει την υπερβολική αυστηρότητα έναντι του καλόπιστου φορέα εκμεταλλεύσεως, όταν η καταβολή του ποσού της κατ’ αποκοπήν κυρώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, [καθώς και] η αυτοδίκαιη κύρωση της δημοσιεύσεως που προβλέπεται [στο] άρθρο 20, παράγραφος 7, [του νόμου της 23ης Δεκεμβρίου 2004], συνεπάγονται σημαντικό οικονομικό κίνδυνο και σημαντική πιστωτική ζημία που ενδέχεται να οδηγήσουν στην απόλυση υπαλλήλων του ή ακόμη και στην πτώχευσή του;

____________

1     Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32).