Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 22 Μαΐου 2019 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 13 Μαρτίου 2019 στην υπόθεση T-730/16, Espírito Santo Financial Group κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση C-396/19 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εκπρόσωποι: F. Malfrère, M. Ιωαννίδης και H.-G. Kamann, Rechtsanwalt)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Insolvent Estate of Espírito Santo Financial Group SA

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει το πρώτο σκέλος του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2019, Insolvent Estate of Espírito Santo Financial Group SA κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (T-730/16)·

να απορρίψει την προσφυγή και κατά το μέρος αυτής που αφορά την άρνηση της ΕΚΤ να γνωστοποιήσει το ποσό της πιστώσεως που περιλαμβάνεται στα αποσπάσματα των πρακτικών της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ της 28ης Ιουλίου 2014·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στον πρώτο βαθμό και αντίδικο κατ’ αναίρεση στα δύο τρίτα (2/3) και την ΕΚΤ στο ένα τρίτο (1/3) των δικαστικών εξόδων.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Πρώτος και μόνος λόγος αναιρέσεως: παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 4, του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: καταστατικό) και του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 2004/258 1 .

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 10, παράγραφος 4, του καταστατικού και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 2004/258, καθόσον έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα στις σκέψεις 39, 53-63 καθώς και 111 και 138, ότι η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά τη γνωστοποίηση των πρακτικών του πρέπει να ασκείται τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέτει η απόφαση 2004/258 (σκέψη 60), πράγμα το οποίο, στη συγκεκριμένη υπόθεση, σημαίνει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο η γνωστοποίηση πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε πρακτικά εργασιών του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με αποφάσεις του θίγει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των εργασιών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ (σκέψη 61).

Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του καταστατικού θεσπίζει τη γενικής ισχύος αρχή της αναγκαιότητας τηρήσεως εμπιστευτικότητας σχετικά με πληροφορίες που αποτελούν μέρος των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να προστατεύεται η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της ΕΚΤ. Ο εν λόγω κανόνας του πρωτογενούς δικαίου, από τον οποίο δεν μπορεί να αποκλίνει το παράγωγο δίκαιο, ισχύει και για τα αποσπάσματα των πρακτικών των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου. Ο ίδιος κανόνας επαναλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 2004/258, το οποίο πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται πάντοτε μαζί με το άρθρο 10, παράγραφος 4, του καταστατικού. Από τη γενικής ισχύος αρχή της εμπιστευτικότητας των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεών του, όπως αυτή θεσπίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 4 του καταστατικού, έπεται ότι η απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με το αν θα δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμα των συσκέψεών της δεν χρειάζεται να υπαχθεί στους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους της αποφάσεως 2004/258. Ειδικότερα, η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει για ποιους λόγους ενδεχόμενη γνωστοποίηση των εν λόγω πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου θα έθιγε συγκεκριμένα και ουσιαστικά το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου.

____________

1 Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2004, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ 2004, L 80, σ. 42).