Language of document : ECLI:EU:C:2019:623

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 29ης Ιουλίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Κοινωνία της πληροφορίας – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Δικαίωμα αναπαραγωγής – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Παρουσίαση στο κοινό – Άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3 – Εξαιρέσεις και περιορισμοί – Περιεχόμενο – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑469/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Αυγούστου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Funke Medien NRW GmbH

κατά

Bundesrepublik Deutschland,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, Μ. Βηλαρά, T. von Danwitz, C. Toader, F. Biltgen και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič (εισηγητή), L. Bay Larsen και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουλίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Funke Medien NRW GmbH, εκπροσωπούμενη από τον T. von Plehwe, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, M. Hellmann, E. Lankenau και J. Techert,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Armoët, καθώς και από τους D. Colas και D. Segoin,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Z. Lavery και τον D. Robertson, επικουρούμενους από τον N. Saunders, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Krämer και T. Scharf, καθώς και από την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Funke Medien NRW GmbH (στο εξής: Funke Medien), η οποία εκμεταλλεύεται τη δικτυακή πύλη της γερμανικής ημερήσιας εφημερίδας Westdeutsche Allgemeine Zeitung, και, αφετέρου, της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), με αντικείμενο τη δημοσίευση από τη Funke Medien ορισμένων εγγράφων της Γερμανικής Κυβέρνησης που χαρακτηρίζονται ως «διαβαθμισμένα έγγραφα περιορισμένης πρόσβασης».

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 3, 6, 7, 9, 31 και 32 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(1)      Η Συνθήκη προβλέπει την εγκαθίδρυση εσωτερικής αγοράς και την καθιέρωση ενός συστήματος που θα αποτρέπει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Η εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα δικαιώματα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων αυτών.

[…]

(3)      Η προτεινόμενη εναρμόνιση θα συμβάλει στην υλοποίηση των τεσσάρων ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς και βασίζεται στο σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του δικαίου, ιδίως δε της ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της διανοητικής ιδιοκτησίας, της ελευθερίας της έκφρασης και του δημόσιου συμφέροντος.

[…]

(6)      Ελλείψει εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, οι νομοθετικές δραστηριότητες που έχουν ήδη αρχίσει σε αρκετά κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο για να αντιμετωπιστούν οι τεχνολογικές προκλήσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικές διαφορές ως προς την προστασία και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και των προϊόντων που ενσωματώνουν ή βασίζονται σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, προκαλώντας εκ νέου κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και νομοθετική δυσαρμονία. Οι επιπτώσεις της νομοθετικής ανομοιογένειας και ανασφάλειας δικαίου θα γίνουν περισσότερο αισθητές με την περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία έχει ήδη εντείνει σημαντικά τη διασυνοριακή εκμετάλλευση της διανοητικής ιδιοκτησίας. […]

(7)      Ως εκ τούτου, το κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει, επίσης, να προσαρμοστεί και συμπληρωθεί, στο βαθμό που είναι αναγκαίος για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. […] Οι διαφορές που δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δεν χρειάζεται να καταργηθούν ή να προληφθούν.

[…]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία. Η προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα. Ως εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

[…]

(31)      Πρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων. Οι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος. […] Για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο. Ο βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(32)      Η παρούσα οδηγία περιέχει εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών από το δικαίωμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό. […] Είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να επιτύχουν εναρμονισμένη εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων και περιορισμών […]».

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα αναπαραγωγής», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

[…]».

5        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.»

6        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», προβλέπει στην παράγραφο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, και στην παράγραφο 5 τα κάτωθι:

«3.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς στα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

γ)      αναπαραγωγή διά του Τύπου, παρουσίαση στο κοινό ή διάθεση δημοσιευμένων άρθρων για οικονομικά, πολιτικά ή θρησκευτικά θέματα επικαιρότητας ή ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδομένων έργων ή άλλων αντικειμένων του ιδίου τύπου, όταν η χρήση αυτή δεν απαγορεύεται ρητά και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, ή χρήση έργων ή άλλων αντικειμένων κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας, στον βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός αν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο,

δ)      παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης, υπό τον όρο ότι αφορούν έργο ή άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν ήδη καταστεί νομίμως προσιτά στο κοινό, ότι αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι η παράθεση αυτή είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και η έκτασή της δικαιολογείται ως εκ του σκοπού της,

[…]

5.      Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Ο Gesetz über Urheberrecht und verwandte Schutzrechte – Urheberrechtsgesetz (νόμος για το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα), της 9ης Σεπτεμβρίου 1965 (BGBl. 1965 I, σ. 1273, στο εξής: UrhG), ορίζει στο άρθρο 50, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρουσίαση γεγονότων της επικαιρότητας», τα ακόλουθα:

«Για την παρουσίαση γεγονότων της επικαιρότητας μέσω ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης ή παρόμοιων τεχνικών μέσων, ή σε εφημερίδες, περιοδικά και λοιπές εκδόσεις ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο σχετίζεται κυρίως με την ειδησεογραφία, καθώς και σε ταινίες, επιτρέπεται η αναπαραγωγή, η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό όσων έργων εμφανίζονται ή ακούγονται κατά τη διάρκεια των γεγονότων τα οποία περιγράφονται, στον βαθμό που τούτο δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό.»

8        Το άρθρο 51 του UrhG, το οποίο επιγράφεται «Παράθεση αποσπασμάτων», έχει ως εξής:

«Η αναπαραγωγή, η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό ενός ήδη δημοσιευμένου έργου με σκοπό την παράθεση αποσπασμάτων επιτρέπεται στον βαθμό που η έκταση της χρήσης δικαιολογείται από τον συγκεκριμένο σκοπό. Ειδικότερα, επιτρέπεται:

1.      η ενσωμάτωση επιμέρους έργων, μετά τη δημοσίευσή τους, σε αυτοτελές επιστημονικό έργο με σκοπό την αποσαφήνιση του περιεχομένου του·

2.      η παράθεση αποσπασμάτων ενός έργου, μετά τη δημοσίευσή του, σε αυτοτελές λογοτεχνικό έργο·

3.      η επανάληψη, στο πλαίσιο αυτοτελούς μουσικού έργου, μεμονωμένων αποσπασμάτων μουσικού έργου που έχει ήδη κυκλοφορήσει.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Κάθε εβδομάδα καταρτίζεται για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μια αναφορά για τις επεμβάσεις των Bundeswehr (ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων, Γερμανία) στην αλλοδαπή και τις εξελίξεις στην εκάστοτε ζώνη επιχειρήσεων. Οι αναφορές αυτές, υπό την ονομασία «Unterrichtung des Parlaments» (προς ενημέρωση του Κοινοβουλίου, στο εξής: UdP), αποστέλλονται σε ορισμένους βουλευτές του Bundestag (Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, Γερμανία), σε μονάδες του Bundesministerium der Verteidigung (Ομοσπονδιακού Υπουργείου Άμυνας, Γερμανία) και άλλων ομοσπονδιακών υπουργείων, καθώς και σε ορισμένες υπηρεσίες που υπάγονται στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Άμυνας. Οι UdP χαρακτηρίζονται ως «διαβαθμισμένα έγγραφα – Περιορισμένη πρόσβαση», χαρακτηρισμός που αντιστοιχεί στον χαμηλότερο από τους τέσσερις βαθμούς εμπιστευτικότητας τους οποίους προβλέπει το γερμανικό δίκαιο. Παράλληλα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δημοσιεύει, υπό την ονομασία «Unterrichtung der Öffentlichkeit» (προς ενημέρωση του κοινού), μια συνοπτική έκδοση των UdP, η οποία κυκλοφορεί και διατίθεται στο κοινό χωρίς περιορισμούς.

10      Η Funke Medien εκμεταλλεύεται τη δικτυακή πύλη της γερμανικής καθημερινής εφημερίδας Westdeutsche Allgemeine Zeitung. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 ζήτησε πρόσβαση σε όλες τις UPD που είχαν καταρτιστεί μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 2001 και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε από τις αρμόδιες αρχές με την αιτιολογία ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών τις οποίες περιέχουν αυτές οι UdP θα μπορούσε να βλάψει τα ευαίσθητα, από απόψεως εθνικής ασφάλειας, συμφέροντα των ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω αρχές παρέπεμψαν στην έκδοση των UdP η οποία δημοσιεύεται τακτικά προς ενημέρωση του κοινού και δεν θίγει τα προαναφερθέντα συμφέροντα. Η Funke Medien απέκτησε παρά ταύτα, με άγνωστο τρόπο, πολλές από τις UdP, μέρος των οποίων δημοσίευσε υπό την ονομασία «Afghanistan Papiere» (έγγραφα σχετικά με το Αφγανιστάν) στον ιστότοπό της, όπου το κοινό μπορούσε να τις συμβουλευθεί υπό τη μορφή σαρωμένων ατομικών σελίδων, συνοδευόμενων από έναν πρόλογο, πρόσθετους συνδέσμους και πρόσκληση για υποβολή σχολίων.

11      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θεωρώντας ότι η Funke Medien προσέβαλε το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της επί των UdP, άσκησε αγωγή παραλείψεως, η οποία έγινε δεκτή από το Landgericht Köln (περιφερειακό δικαστήριο Κολωνίας, Γερμανία). Η έφεση της Funke Medien απορρίφθηκε από το Oberlandesgericht Köln (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Κολωνίας, Γερμανία). Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Funke Medien ενέμεινε στο αίτημά της για απόρριψη της αγωγής παραλείψεως.

12      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το σκεπτικό του Oberlandesgericht Köln (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου της Κολωνίας) στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι UdP μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως «λογοτεχνικά έργα» και ότι δεν συνιστούν επίσημα έγγραφα, τα οποία αποκλείονται από την προστασία που παρέχει το δικαίωμα αυτό. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι το εφετείο δεν προέβη σε καμία διαπίστωση σχετική με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία δικαιολογούν το συμπέρασμα περί δημιουργικής πρωτοτυπίας των UdP.

13      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, αν η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί των UdP, η οποία πρέπει, κατ’ ανάγκην, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη στο πλαίσιο του αναιρετικού ελέγχου, καλύπτεται από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 50 και 51 του UrhG κανόνες που εισάγουν παρέκκλιση υπέρ της παρουσίασης της επικαιρότητας και υπέρ της παράθεσης αποσπασμάτων αντιστοίχως, ή αν η προσβολή δικαιολογείται από την ελευθερία πληροφόρησης ή από την ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται αντιστοίχως στην πρώτη και στη δεύτερη φράση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland (Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), της 23ης Μαΐου 1949 (BGBl. 1949 I, σ. 1, στο εξής: GG), καθώς και στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), τότε δεν τίθεται ζήτημα αναιρέσεως της αποφάσεως του Oberlandesgericht Köln (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου της Κολωνίας) και αναπομπής της υποθέσεως σε αυτό προκειμένου να προχωρήσει a posteriori σε πραγματικές διαπιστώσεις. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η διαφορά θα είναι ώριμη προς εκδίκαση και, ως εκ τούτου, θα οφείλει το ίδιο να μεταρρυθμίσει την απόφαση του Landgericht Köln (περιφερειακού δικαστηρίου της Κολωνίας) και να απορρίψει την αγωγή παραλείψεως η οποία είχε ασκηθεί ενώπιον του τελευταίου από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

14      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά συναφώς ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2001/29, υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και πιο συγκεκριμένα της ελευθερίας πληροφόρησης και της ελευθερίας του Τύπου, δεν είναι προφανής. Ειδικότερα, διερωτάται κατά πόσον οι διατάξεις αυτές αφήνουν περιθώρια εκτίμησης όσον αφορά τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο. Τονίζει δε επ’ αυτού ότι, κατά τη νομολογία του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία), οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εξετάζονται, κατ’ αρχήν, με βάση όχι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον GG, αλλά αποκλειστικώς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, εφόσον η αντίστοιχη οδηγία δεν παρέχει στα κράτη μέλη καμία διακριτική ευχέρεια για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη.

15      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Καταλείπουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που αφορούν το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού προς αναπαραγωγή (άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/29) και προς παρουσίαση στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της διαθέσεως στο κοινό (άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29) του έργου του, καθώς και τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς των εν λόγω δικαιωμάτων (άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29), ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη μεταφορά τους στην εσωτερική έννομη τάξη;

2)      Με ποιον τρόπο λαμβάνονται υπόψη τα κατοχυρωμένα στον [Χάρτη] θεμελιώδη δικαιώματα κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των προβλεπόμενων στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 εξαιρέσεων και περιορισμών του αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού προς αναπαραγωγή (άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/29) και παρουσίαση στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της διαθέσεως στο κοινό (άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29) των έργων του;

3)      Δικαιολογούν οι θεμελιώδεις ελευθερίες της ενημερώσεως (άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του [Χάρτη]) ή του τύπου (άρθρο 11, παράγραφος 2, του [Χάρτη]) εξαιρέσεις ή περιορισμούς του αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού προς αναπαραγωγή (άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/29) και παρουσίαση στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της διαθέσεως στο κοινό (άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29) των έργων του, πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 εξαιρέσεων και περιορισμών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

16      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Oberlandesgericht Köln (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Κολωνίας) στηρίχθηκε, για να απορρίψει την έφεση της Funke Medien, στην παραδοχή ότι οι UdP μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως «λογοτεχνικά έργα», χωρίς όμως να προβεί συναφώς σε ειδικές διαπιστώσεις βασιζόμενες στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι πρόκειται για πρωτότυπα δημιουργήματα.

17      Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να διευκρινίσει, στο πλαίσιο αυτό, τα ακόλουθα.

18      Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ορίζουν ότι τα κράτη μέλη παρέχουν, αντιστοίχως, στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση αναπαραγωγή των «έργων» τους, με οποιοδήποτε μέσο και υπό οποιαδήποτε μορφή, καθώς και το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την παρουσίαση των «έργων» αυτών στο κοινό. Συνεπώς, ένα αντικείμενο τυγχάνει προστασίας δυνάμει του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, βάσει της οδηγίας 2001/29, μόνο στον βαθμό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «έργο» κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψη 34).

19      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ένα αντικείμενο ως «έργο», απαιτείται να πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Αφενός, το αντικείμενο πρέπει να είναι πρωτότυπο, υπό την έννοια ότι αποτελεί προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του. Για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσωπικό πνευματικό δημιούργημα πρέπει να αντανακλά την προσωπικότητα του δημιουργού του, όπερ συμβαίνει όταν αυτός έχει μπορέσει, κατά την παραγωγή του έργου, να εκφράσει τις δημιουργικές του ικανότητες πραγματοποιώντας ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C-145/10, EU:C:2011:798, σκέψεις 87 έως 89).

20      Αφετέρου, ο χαρακτηρισμός του «έργου», κατά την έννοια της οδηγίας 2001/29, επιφυλάσσεται σε εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνιστούν έκφραση τέτοιας πνευματικής δημιουργίας (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C-310/17, EU:C:2018:899, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Στην προκειμένη περίπτωση, η Funke Medien ισχυρίστηκε ότι οι UdP δεν είναι δυνατό να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι πρόκειται, κατά την άποψή της, για εκθέσεις οι οποίες προέρχονται από διάφορους συντάκτες, έχουν προκαθορισμένη δομή που βασίζεται σε ενιαίο υπόδειγμα, και περιέχουν μόνον πραγματικά στοιχεία. Από την πλευρά της, η Γερμανική Κυβέρνηση τόνισε ότι και η ίδια η δημιουργία ενός τέτοιου ενιαίου υποδείγματος μπορεί να προστατευθεί με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.

22      Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να κρίνει αν στρατιωτικές εκθέσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, ή ορισμένα στοιχεία τους, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έργα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, επομένως, να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Infopaq International, C‑5/08, EU:C:2009:465, σκέψη 48).

23      Προκειμένου να κρίνει αν ισχύει κάτι τέτοιο, ο εθνικός δικαστής οφείλει να ελέγξει κατά πόσον, κατά την κατάρτιση των εν λόγω εκθέσεων, ο συντάκτης τους ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές ικανές να μεταδώσουν στον αναγνώστη την πρωτοτυπία των γραφομένων, πρωτοτυπία που απορρέει από την επιλογή, τη διάταξη και τον συνδυασμό των λέξεων με τις οποίες ο συντάκτης εξέφρασε με πρωτότυπο τρόπο το δημιουργικό πνεύμα του, για να καταλήξει σε ένα αποτέλεσμα που αποτελεί πνευματικό δημιούργημα (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Infopaq International, C‑5/08, EU:C:2009:465, σκέψεις 45 έως 47), δεδομένου ότι η διανοητική προσπάθεια και η τεχνογνωσία οι οποίες έχουν επενδυθεί στη δημιουργία τέτοιων εκθέσεων είναι άνευ σημασίας ως προς το ζήτημα αυτό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, Football Dataco κ.λπ., C-604/10, EU:C:2012:115, σκέψη 33).

24      Σε περίπτωση που στρατιωτικές εκθέσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη συνιστούν έγγραφα αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα, των οποίων το περιεχόμενο καθορίζεται κατά βάση από τις πληροφορίες που περιέχουν, με συνέπεια οι πληροφορίες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές εκφράζονται στις εκθέσεις να συγχέονται και, επομένως, οι εκθέσεις να έχουν αποκλειστικώς τεχνικό χαρακτήρα που αποκλείει κάθε πρωτοτυπία, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 19 των προτάσεών του, ότι ήταν αδύνατο, κατά την κατάρτιση των ως άνω εκθέσεων, ο συντάκτης να εκφράσει το δημιουργικό πνεύμα του με πρωτότυπο τρόπο, για να καταλήξει σε αποτέλεσμα το οποίο να συνιστά προσωπικό πνευματικό δημιούργημά του (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Bezpečnostní softwarová asociace, C-393/09, EU:C:2010:816, σκέψεις 48 έως 50, και της 2ας Μαΐου 2012, SAS Institute, C‑406/10, EU:C:2012:259, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, ο εθνικός δικαστής θα είναι υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι τέτοιες εκθέσεις δεν αποτελούν «έργα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, επομένως, ότι δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας την οποία παρέχουν οι προαναφερθείσες διατάξεις.

25      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στρατιωτικές εκθέσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μόνον υπό την προϋπόθεση, της οποίας τη συνδρομή οφείλει να ελέγχει κατά περίπτωση ο εθνικός δικαστής, ότι οι εκθέσεις αυτές συνιστούν προσωπικό πνευματικό δημιούργημα που αντανακλά την προσωπικότητα του συντάκτη τους και αποτυπώνεται στις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές στις οποίες ο τελευταίος προέβη κατά την κατάρτισή τους.

26      Η απάντηση η οποία θα δοθεί στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα τελεί υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω παρατηρήσεων.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

27      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, όπως συνάγεται από τις σκέψεις 13 και 14 της παρούσας αποφάσεως, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής από το αιτούν δικαστήριο, προς επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς, των κανόνων που διέπουν την παρουσίαση γεγονότων της επικαιρότητας και την παράθεση αποσπασμάτων, όπως προβλέπονται αντιστοίχως στα άρθρα 50 και 51 του UrhG, τα οποία μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2001/29.

28      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν ερωτά ειδικώς το Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης της οδηγίας 2001/29, αφού μάλιστα αναφέρει συγκεκριμένα ότι, κατά την εκτίμηση του Oberlandesgericht Köln (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Κολωνίας), η δημοσίευση των UdP από τη Funke Medien στον ιστότοπό της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις των άρθρων 50 και 51 του UrhG, διερωτάται ωστόσο κατά πόσον αυτή η διάταξη του δικαίου της Ένωσης, όπως και το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, αφήνουν στα κράτη μέλη περιθώρια εκτίμησης για τη μεταφορά τους στην εσωτερική έννομη τάξη, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου), οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να εξετάζονται, κατ’ αρχήν, με βάση όχι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον GG, αλλά αποκλειστικώς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, εφόσον η αντίστοιχη οδηγία δεν παρέχει στα κράτη μέλη καμία διακριτική ευχέρεια για τη μεταφορά της.

29      Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το εθνικό δικαστήριο ζητεί με το πρώτο ερώτημά του να διευκρινιστεί κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, αφενός, και το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, αφετέρου, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης.

30      Είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί επ’ αυτού ότι, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της έννομης τάξης της Ένωσης, η επίκληση από κράτος μέλος διατάξεων του εθνικού δικαίου, ακόμη και συνταγματικής φύσης, δεν μπορεί να θίξει την ισχύ του δικαίου της Ένωσης εντός του εν λόγω κράτους (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni, C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 59).

31      Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι, δεδομένου ότι η μεταφορά οδηγίας από τα κράτη μέλη στην εσωτερική τους έννομη τάξη συνιστά, εν πάση περιπτώσει, κατάσταση στην οποία τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, το προβλεπόμενο από τον Χάρτη επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να επιτυγχάνεται κατά τη μεταφορά της οδηγίας, ανεξαρτήτως του περιθωρίου εκτίμησης που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της μεταφοράς της.

32      Πάντως, όταν πρόκειται, σε μια περίπτωση όπου η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, για εθνική διάταξη ή εθνικό μέτρο μέσω των οποίων το κράτος μέλος εφαρμόζει το δίκαιο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, είναι θεμιτό οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τα εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή τους δεν υπονομεύει ούτε το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni, C-399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 60, και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 29).

33      Ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης το να εξαρτούν τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές την εφαρμογή αυτή από την προϋπόθεση στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή οι διατάξεις της οδηγίας να «αφήνουν περιθώρια εκτίμησης για τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο», εφόσον η προαναφερθείσα προϋπόθεση γίνεται αντιληπτή υπό την έννοια ότι αφορά τον βαθμό εναρμόνισης που επιφέρουν οι εν λόγω διατάξεις, δεδομένου ότι δεν νοείται τέτοια εφαρμογή παρά μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο οι διατάξεις αυτές δεν προχωρούν σε πλήρη εναρμόνιση.

34      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2001/29 έχει ως σκοπό να εναρμονίσει ορισμένες μόνον πτυχές του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ενώ σε πολλές διατάξεις της διαφαίνεται, εξάλλου, η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να παράσχει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή της (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 57).

35      Όσον αφορά, πρώτον, τα αποκλειστικά δικαιώματα των δικαιούχων στα οποία αναφέρονται το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, υπενθυμίστηκε ήδη στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν αντιστοίχως ότι τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση αναπαραγωγή των έργων τους, με οποιοδήποτε μέσο και υπό οποιαδήποτε μορφή, καθώς και το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την παρουσίαση των έργων αυτών στο κοινό.

36      Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις ορίζουν με σαφήνεια τα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής του έργου και παρουσίασής του στο κοινό, των οποίων απολαύουν οι κάτοχοι του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ένωση. Οι διατάξεις αυτές δεν συνοδεύονται άλλωστε από καμία προϋπόθεση, ούτε εξαρτώνται, ως προς την εκτέλεσή τους ή την επέλευση των αποτελεσμάτων τους, από οποιαδήποτε άλλη πράξη.

37      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι οι εν λόγω διατάξεις παρέχουν ένα εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο το οποίο διασφαλίζει αυξημένη και ομοιογενή προστασία των δικαιωμάτων αναπαραγωγής και παρουσίασης στο κοινό [γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· βλ. επίσης, σε σχέση με το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ., C-466/12, EU:C:2014:76, σκέψη 41, και της 1ης Μαρτίου 2017, ITV Broadcasting κ.λπ., C-275/15, EU:C:2017:144, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Επομένως, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του ουσιαστικού περιεχομένου των δικαιωμάτων που προβλέπουν (βλ. κατ’ αναλογίαν, σε σχέση με το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2001, Zino Davidoff και Levi Strauss, C-414/99 έως C‑416/99, EU:C:2001:617, σκέψη 39, και της 12ης Νοεμβρίου 2002, Arsenal Football Club, C-206/01, EU:C:2002:651, σκέψη 43).

39      Δεύτερον, όπως καθίσταται σαφές από την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29, το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει έναν κατάλογο εξαιρέσεων και περιορισμών στα αποκλειστικά δικαιώματα αναπαραγωγής και παρουσίασης στο κοινό.

40      Από τη δε νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που έχουν τα κράτη μέλη στη διάθεσή τους για τη μεταφορά στο εθνικό τους δίκαιο μιας συγκεκριμένης εξαίρεσης ή ενός συγκεκριμένου περιορισμού από τον κατάλογο του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση, ιδίως βάσει του γράμματος της επίμαχης διάταξης [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 36, της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C-201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 16, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Microsoft Mobile Sales International κ.λπ., C‑110/15, EU:C:2016:717, σκέψη 27, καθώς και γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 116], δεδομένου ότι ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη της Ένωσης βαθμός εναρμόνισης των εξαιρέσεων και των περιορισμών αποτελεί, στην πραγματικότητα, συνάρτηση του αντίκτυπού τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29.

41      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29, οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή αφορούν αντιστοίχως τη «χρήση έργων ή άλλων αντικειμένων κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας, στον βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο» και την «παράθεση αποσπασμάτων με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης, υπό τον όρο ότι αφορούν έργο ή άλλα αντικείμενα τα οποία έχουν ήδη καταστεί νομίμως προσιτά στο κοινό, ότι αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι η παράθεση αυτή είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και η έκτασή της δικαιολογείται ως εκ του σκοπού της».

42      Όπως συνάγεται από το γράμμα της, η διάταξη αυτή δεν εναρμονίζει πλήρως το περιεχόμενο των εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπει.

43      Ειδικότερα, αφενός, από τη χρήση στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29 των φράσεων «στο βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό» και «η παράθεση […] είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και η έκτασή της δικαιολογείται ως εκ του σκοπού της» προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν στη διάθεσή τους, κατά τη μεταφορά της συγκεκριμένης διάταξης στο εσωτερικό τους δίκαιο και κατά την εφαρμογή των σχετικών με τη μεταφορά της διατάξεων του εθνικού δικαίου, σημαντικό περιθώριο εκτίμησης το οποίο τους επιτρέπει να σταθμίζουν τα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Αφετέρου, το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει απλώς και μόνον, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η παράθεση αποσπασμάτων, έναν ενδεικτικό κατάλογο τέτοιων περιπτώσεων, όπως μαρτυρεί η χρήση της φράσης «faites, par exemple, à des fins de critique ou de revue» (παραδείγματος χάρη, με σκοπό την άσκηση κριτικής ή βιβλιοπαρουσίασης) στο γαλλικό κείμενο της οδηγίας.

44      Αυτό το περιθώριο εκτίμησης επιβεβαιώνεται από τις νομοθετικές εργασίες που προηγήθηκαν της θέσπισης της οδηγίας 2001/29. Πιο συγκεκριμένα, από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εναρμόνιση ορισμένων θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία των πληροφοριών, της 10ης Δεκεμβρίου 1997 [COM(97) 628 τελικό], καθίσταται σαφές, όσον αφορά τους περιορισμούς που προβλέπονται πλέον, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2001/29, ότι, λόγω της περιορισμένης οικονομικής τους σημασίας, οι περιορισμοί αυτοί δεν χρειαζόταν να ρυθμιστούν λεπτομερώς στο πλαίσιο της πρότασης εκείνης, δεδομένου ότι διατυπώνονταν μόνον ελάχιστες προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, και ότι έπρεπε να αφεθεί στα κράτη μέλη η μέριμνα να ορίσουν λεπτομερώς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των εξαιρέσεων και των περιορισμών, τηρώντας τα όρια τα οποία διαγράφει η προαναφερθείσα διάταξη.

45      Ανεξαρτήτως των ανωτέρω σκέψεων, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29 οριοθετείται από πολλές απόψεις.

46      Πρώτον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι η διακριτική ευχέρεια την οποία έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 εξαιρέσεων και περιορισμών πρέπει να ασκείται εντός των ορίων που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, όπερ σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα, σε όλες τις περιπτώσεις, να καθορίζουν, με μη εναρμονισμένο τρόπο, το σύνολο των παραμέτρων αυτών των εξαιρέσεων και περιορισμών [πρβλ. αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2003, SENA, C-245/00, EU:C:2003:68, σκέψη 34, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C-145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 104, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C-201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 16, καθώς και γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 122].

47      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι οι επιταγές του δικαίου της Ένωσης οριοθετούν αυστηρά την ευχέρεια των κρατών μελών ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα θέσουν σε εφαρμογή έναν περιορισμό ή μια εξαίρεση από τους εναρμονισμένους κανόνες των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 2001/29 [πρβλ. γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 126].

48      Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν στη νομοθεσία τους τις εξαιρέσεις ή τους περιορισμούς που απαριθμούνται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στη διάταξη αυτή για την αντίστοιχη εξαίρεση ή τον αντίστοιχο περιορισμό [βλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

49      Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης, στο πλαίσιο αυτό, να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας, από την οποία απορρέει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να είναι κατάλληλα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του (απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C-145/10, EU:C:2011:798, σκέψεις 105 και 106).

50      Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διακυβεύονται οι σκοποί της οδηγίας οι οποίοι συνίστανται, όπως δηλώνεται στις αιτιολογικές της σκέψεις 1 και 9, στην καθιέρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των δημιουργών και στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς [πρβλ. αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C-145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 107, και της 10ης Απριλίου 2014, ACI Adam κ.λπ., C-435/12, EU:C:2014:254, σκέψη 34, καθώς και γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Πάντως, τα κράτη μέλη είναι επίσης υποχρεωμένα να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας εφαρμογής, την πρακτική αποτελεσματικότητα των εξαιρέσεων και των περιορισμών που θεσπίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο και να σέβονται τον σκοπό τους (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ., C-403/08 και C-429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 163, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C‑201/13, EU:C:2014:2132, σκέψη 23), προκειμένου να διατηρείται, σε επίπεδο δικαιωμάτων και συμφερόντων, μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, όπως αναφέρεται στη σκέψη 31 της εν λόγω οδηγίας.

52      Τρίτον, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπονται το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29 περιορίζεται επίσης από το άρθρο 5 παράγραφος 5 της ίδιας οδηγίας, το οποίο εξαρτά τέτοιες εξαιρέσεις ή τέτοιους περιορισμούς από τριπλή προϋπόθεση, ήτοι ότι πρέπει να έχουν εφαρμογή μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, να μη θίγουν την κανονική εκμετάλλευση του έργου και να μην προξενούν αδικαιολόγητη ζημία στα νόμιμα συμφέροντα του κατόχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας [γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Τέταρτον και τελευταίον, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, οι αρχές οι οποίες κατοχυρώνονται στον Χάρτη δεσμεύουν τα κράτη μέλη σε κάθε περίπτωση που αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Εναπόκειται επομένως στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, όταν μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, να στηρίζονται σε μια ερμηνεία των εξαιρέσεων και των περιορισμών αυτών η οποία να εξασφαλίζει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien, C-314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 46, και της 18ης Οκτωβρίου 2018, Bastei Lübbe, C-149/17, EU:C:2018:841, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, IBV & Cie, C‑195/12, EU:C:2013:598, σκέψεις 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχουν την έννοια ότι συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του ουσιαστικού περιεχομένου των δικαιωμάτων που προβλέπουν. Το στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και το στοιχείο δʹ της παραγράφου 3 του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του περιεχομένου των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπουν.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

55      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη, μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου και παρουσίασή του στο κοινό, στα οποία αναφέρονται αντιστοίχως το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

56      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι τόσο από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης COM(97) 628 τελικό όσο και από την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2001/29 καθίσταται σαφές ότι ο κατάλογος των εξαιρέσεων και των περιορισμών που επιφέρει το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, κάτι το οποίο έχει επίσης επανειλημμένως υπογραμμιστεί από το Δικαστήριο (αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2016, Soulier και Doke, C-301/15, EU:C:2016:878, σκέψη 34, και της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff, C-161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 16).

57      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 31 της οδηγίας 2001/29, σκοπός της εναρμόνισης στην οποία προβαίνει η οδηγία αυτή είναι να διατηρηθεί, ιδίως στο ηλεκτρονικό περιβάλλον, μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων για προστασία της διανοητικής τους ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, και, αφετέρου, της προστασίας των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, ιδίως δε της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησής τους, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη, καθώς και του γενικού συμφέροντος (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Renckhoff, C-161/17, EU:C:2018:634, σκέψη 41).

58      Πάντως, οι μηχανισμοί για να επιτευχθεί η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων αυτών δικαιωμάτων και συμφερόντων ενυπάρχουν στην ίδια την οδηγία 2001/29, υπό την έννοια ότι αυτή προβλέπει ειδικότερα, αφενός, στα άρθρα 2 έως 4, τα αποκλειστικά δικαιώματα των δικαιούχων και, αφετέρου, στο άρθρο 5, τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που τα κράτη μέλη μπορούν, ή και οφείλουν, να μεταφέρουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα δικαιώματα, εντούτοις οι ως άνω μηχανισμοί απαιτείται να συγκεκριμενοποιηθούν μέσω των εθνικών μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και μέσω της εφαρμογής της τελευταίας από τις εθνικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae, C-275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι τα κατοχυρωμένα πλέον στον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα, των οποίων τον σεβασμό εγγυάται το Δικαστήριο, εμπνέονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τις ενδείξεις που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-540/03, EU:C:2006:429, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29 και αποτελούν το αντικείμενο των ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να τονιστεί ότι έχουν ως ειδικό σκοπό να αναγνωρίσουν την προτεραιότητα της ελευθερίας έκφρασης των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων και της ελευθερίας του Τύπου, οι οποίες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν προστατεύονται ως θεμελιώδη δικαιώματα, έναντι του συμφέροντος του δημιουργού να μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση του έργου του, εξασφαλίζοντας όμως στον δημιουργό το δικαίωμα να αναφέρεται, κατ’ αρχήν, το όνομά του (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 135).

61      Στη δίκαιη ισορροπία, για την οποία έγινε λόγος στις σκέψεις 51 και 57 της παρούσας αποφάσεως, συμβάλλει επίσης το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλει να έχουν οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 4 του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής εφαρμογή μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που δεν θίγουν την κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου και να μην προξενούν αδικαιολόγητη ζημία στα νόμιμα συμφέροντα του δικαιούχου.

62      Στο πλαίσιο αυτό, αν επιτρεπόταν, παρά την προμνησθείσα στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως ρητή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, σε κάθε κράτος μέλος να εισάγει παρεκκλίσεις από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 2 έως 4 της οδηγίας 2001/29, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, θα απειλούνταν τόσο η αποτελεσματικότητα της εναρμόνισης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων στην οποία προβαίνει η οδηγία όσο και ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου που επιδιώκεται με αυτήν (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Svensson κ.λπ., C-466/12, EU:C:2014:76, σκέψεις 34 και 35). Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 31 της ίδιας οδηγίας αναφέρεται ρητώς ότι οι αποκλίσεις που υπήρχαν στο επίπεδο των εξαιρέσεων και των περιορισμών ως προς ορισμένες πράξεις τις οποίες μπορούν να απαγορεύουν οι δικαιούχοι είχαν άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, και ότι, ως εκ τούτου, σκοπός του καταλόγου των εξαιρέσεων και των περιορισμών στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 ήταν να διασφαλιστεί η εύρυθμη αυτή λειτουργία.

63      Επιπλέον, όπως καθίσταται σαφές από την αιτιολογική σκέψη 32 της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εφαρμόζουν με συνεπή τρόπο τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς. Αυτή όμως η υποχρέωση συνεπούς εφαρμογής των εξαιρέσεων και των περιορισμών δεν θα μπορούσε να τηρηθεί αν τα κράτη μέλη ήταν ελεύθερα να θεσπίζουν εξαιρέσεις και περιορισμούς πέραν εκείνων που προβλέπονται ρητώς από την οδηγία 2001/29 (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Hewlett-Packard Belgium, C-572/13, EU:C:2015:750, σκέψεις 38 και 39), δεδομένου, εξάλλου, ότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι από καμία διάταξη της οδηγίας 2001/29 δεν προκύπτει ότι υφίσταται δυνατότητα των κρατών μελών να διευρύνουν το περιεχόμενο των εν λόγω εξαιρέσεων και περιορισμών (πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, ACI Adam κ.λπ., C‑435/12, EU:C:2014:254, σκέψη 27).

64      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου του και παρουσίασή του στο κοινό, στα οποία αναφέρονται αντιστοίχως το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

65      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο εθνικός δικαστής, στο πλαίσιο της στάθμισης που οφείλει να πραγματοποιεί μεταξύ των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού στα οποία αναφέρονται το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, αφενός, και των δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, στα οποία αναφέρονται οι εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29, αφετέρου, μπορεί να παρεκκλίνει από την περιοριστική ερμηνεία των τελευταίων αυτών διατάξεων και να προκρίνει μια ερμηνεία τους που να λαμβάνει πλήρως υπόψη την ανάγκη σεβασμού της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη.

66      Ως προς το σημείο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσον είναι δυνατό να εφαρμοστεί το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2001/29 στην περίπτωση της χρήσης των UdP από τη Funke Medien, επειδή η τελευταία δημοσίευσε τις UdP χωρίς να προβεί παράλληλα σε οποιαδήποτε χωριστή πράξη παρουσίασης της επικαιρότητας.

67      Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, όταν μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, να στηρίζονται σε μια ερμηνεία των εξαιρέσεων και των περιορισμών αυτών η οποία να εξασφαλίζει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης.

68      Στη συνέχεια, κατά την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της προαναφερθείσας οδηγίας, οι αρχές και τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία αυτή, αλλά και να μη βασίζονται σε ερμηνεία της η οποία θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα ή με τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae, C‑275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 70, της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien, C-314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 46, και της 16ης Ιουλίου 2015, Coty Germany, C-580/13, EU:C:2015:485, σκέψη 34).

69      Ασφαλώς, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, κάθε παρέκκλιση από γενικό κανόνα πρέπει, κατ’ αρχήν, να ερμηνεύεται στενά.

70      Εντούτοις, μολονότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 επιγράφεται τυπικώς «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», διαπιστώνεται ότι αυτές οι εξαιρέσεις ή αυτοί οι περιορισμοί συνεπάγονται, με τη σειρά τους, δικαιώματα υπέρ των χρηστών έργων ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Eugen Ulmer, C-117/13, EU:C:2014:2196, σκέψη 43). Επιπλέον, ειδικός σκοπός του άρθρου αυτού είναι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, να εξασφαλιστεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των δικαιούχων, τα οποία τυγχάνουν καθαυτά ευρείας ερμηνείας (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, Soulier και Doke, C-301/15, EU:C:2016:878, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, αφετέρου, των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των χρηστών έργων ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων.

71      Εξ αυτού συνάγεται ότι οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνεύονται με τέτοιον τρόπο ώστε, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, να διαφυλάσσεται η πρακτική αποτελεσματικότητά τους και να γίνεται σεβαστός ο σκοπός τους, η δε απαίτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί αποσκοπούν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των περιορισμών τους οποίους προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2001/29, στη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών ελευθεριών.

72      Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να προστεθεί, αφενός, ότι η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται, βεβαίως, στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ωστόσο, δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση ούτε από την ως άνω διάταξη ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι απαραβίαστα και ότι, συνεπώς, πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας (αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2011, Scarlet Extended, C‑70/10, EU:C:2011:771, σκέψη 43, της 16ης Φεβρουαρίου 2012, SABAM, C‑360/10, EU:C:2012:85, σκέψη 41, και της 27ης Μαρτίου 2014, UPC Telekabel Wien, C-314/12, EU:C:2014:192, σκέψη 61).

73      Αφετέρου, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, σκοπός του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 2001/29 είναι να αναγνωριστεί προτεραιότητα στην ελευθερία έκφρασης των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων και στην ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη. Επισημαίνεται συναφώς ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στον Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς να θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 47, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Staatssecretaris van Veiligheid en justitie (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑180/17, EU:C:2018:775, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Το άρθρο 11 του Χάρτη περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα προς εκείνα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Buivids, C‑345/17, EU:C:2019:122, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Όπως καθίσταται σαφές από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με τη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και της ελευθερίας έκφρασης, το δικαστήριο αυτό έχει υπογραμμίσει ιδίως την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον πρόκειται για το είδος της «συζήτησης» ή της πληροφορίας που έχει ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο ιδίως του πολιτικού διαλόγου ή ενός διαλόγου που άπτεται του γενικού συμφέροντος (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιανουαρίου 2013, Ashby Donald κ.λπ. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2013:0110JUD003676908, § 39).

75      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Funke Medien όχι μόνο δημοσίευσε τις UdP στον ιστότοπό της, αλλά και τις παρουσίασε με συστηματοποιημένο τρόπο, συνοδευόμενες από πρόλογο, πρόσθετους συνδέσμους και πρόσκληση για υποβολή σχολίων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, και αν υποτεθεί ότι οι UdP πρέπει να χαρακτηριστούν ως «έργα» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δημοσίευση των εν λόγω εγγράφων μπορεί να συνιστά «χρήση έργων […] κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2001/29. Συνεπώς, η δημοσίευση αυτή ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται στη συγκεκριμένη διάταξη, όπερ πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο.

76      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο εθνικός δικαστής, στο πλαίσιο της στάθμισης που υποχρεούται να πραγματοποιεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ, αφενός, των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού στα οποία αναφέρονται το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, αφετέρου, των δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, στα οποία αναφέρονται οι εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας, οφείλει να στηρίζεται σε μια ερμηνεία των διατάξεων αυτών η οποία πρέπει όχι μόνο να είναι σύμφωνη με το γράμμα τους και να διαφυλάσσει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους, αλλά και να συνάδει πλήρως με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του ουσιαστικού περιεχομένου των δικαιωμάτων που προβλέπουν. Το στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και το στοιχείο δʹ της παραγράφου 3 του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συνιστούν μέτρα πλήρους εναρμόνισης του περιεχομένου των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπουν.

2)      Η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2001/29, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου του και παρουσίασή του στο κοινό, στα οποία αναφέρονται αντιστοίχως το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

3)      Ο εθνικός δικαστής, στο πλαίσιο της στάθμισης που υποχρεούται να πραγματοποιεί, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ, αφενός, των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού στα οποία αναφέρονται το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 και, αφετέρου, των δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, στα οποία αναφέρονται οι εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίπτωση, και στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας, οφείλει να στηρίζεται σε μια ερμηνεία των διατάξεων αυτών η οποία πρέπει όχι μόνο να είναι σύμφωνη με το γράμμα τους και να διαφυλάσσει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους, αλλά και να συνάδει πλήρως με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.