Language of document : ECLI:EU:T:2005:149

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

της 28ης Απριλίου 2005 (*)

«Παρέμβαση – Αντιπροσωπευτική ένωση – Άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου – Αίτηση συμμετοχής στην έγγραφη διαδικασία – Τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία – Εξαιρετικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T-201/04,

Microsoft Corp., με έδρα το Redmond, Ουάσινγκτον (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον J.-F. Bellis, δικηγόρο, και τον I. Forrester, QC,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τις

Association for Competitive Technology, Inc., με έδρα την Ουάσινγκτον, DC (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον L. Ruessmann, δικηγόρο,

DMDsecure.com BV, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), MPS Broadband AB, με έδρα τη Στοκχόλμη (Σουηδία), Pace Micro Technology plc, με έδρα το Shipley, West Yorkshire (Ηνωμένο Βασίλειο), Quantel Ltd, με έδρα το Newbury, Berkshire (Ηνωμένο Βασίλειο), Tandberg Television Ltd, με έδρα το Southampton, Hampshire (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενες από τον J. Bourgeois, δικηγόρο,

Exor AB, με έδρα την Ουψάλα (Σουηδία), εκπροσωπούμενη από τους S. Martínez Lage, H. Brokelmann και R. Allendesalazar Corcho, δικηγόρους,

Mamut ASA, με έδρα το Όσλο (Νορβηγία), και TeamSystem SpA, με έδρα το Pesaro (Ιταλία), εκπροσωπούμενες από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

The Computing Technology Industry Association, Inc., με έδρα το Oakbrook Terrace, Ιλινόις (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους G. van Gerven και T. Franchoo, δικηγόρους, και B. Kilpatrick, solicitor,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους R. Wainwright, F. Castillo de la Torre, P. Hellström και A. Whelan,

καθής,

υποστηριζόμενης από τις

AudioBanner.com, που ενεργεί υπό την εμπορική επωνυμία VideoBanner, με έδρα το Λος Άντζελες, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον L. Alvizar, δικηγόρο,

Free Software Foundation Europe eV, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Piana, δικηγόρο,

RealNetworks, Inc., με έδρα το Seattle, Ουάσινγκτον (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους A. Winckler, M. Dolmans και T. Graf, δικηγόρους,

Software & Information Industry Association, με έδρα την Ουάσινγκτον, DC (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον C. Simpson, solicitor,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως C(2004) 900 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Μαρτίου 2004, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 EΚ (υπόθεση COMP/C‑3/37.792 – Microsoft), ή μειώσεως του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην αιτούσα,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό

1        Η Microsoft Corp. (στο εξής: Microsoft) επινοεί και εμπορεύεται λογισμικά. Αυτά περιλαμβάνουν λειτουργικά συστήματα για διαμετακομιστές (στο εξής: PC) πελάτες, με την επωνυμία Windows, λειτουργικά συστήματα για μικροϋπολογιστές ομάδων εργασίας, με την επωνυμία Windows Server, και διατάξεις αναγνώσεως πολυμέσων που παρέχουν τη δυνατότητα συνεχούς λήψεως, με την επωνυμία Windows Media Player.

2        Στις 10 Δεκεμβρίου 1998, η Sun Microsystems, Inc., με έδρα το Palo Alto, Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες), κατέθεσε καταγγελία στην Επιτροπή. Αντικείμενο της καταγγελίας αυτής ήταν η άρνηση της Microsoft να παράσχει στη Sun Microsystems τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καθιστούσαν δυνατή τη διαλειτουργικότητα των λειτουργικών συστημάτων για μικροϋπολογιστές ομάδων εργασίας με τα λειτουργικά συστήματα Windows. Η Επιτροπή κίνησε έρευνα επί του θέματος.

3        Τον Φεβρουάριο του 2000, η Επιτροπή κίνησε δεύτερη έρευνα σχετικά με τη Microsoft. Αντικείμενο της έρευνας αυτής ήταν η ένταξη των Windows Media Player στα λειτουργικά συστήματα Windows.

4        Οι δύο αυτές έρευνες ενώθηκαν μεταγενέστερα με τον αριθμό υποθέσεως COMP/C‑3/37.792.

5        Στις 24 mars 2004, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2004) 900 τελικό σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 82 EΚ στην υπόθεση COMP/C‑3/37.792 – Microsoft (στο εξής: Απόφαση).

6        Για να αξιολογήσει τη συμπεριφορά της Microsoft, η Επιτροπή όρισε, πρώτον, τρεις σχετικές αγορές. Πρόκειται για την αγορά των λειτουργικών συστημάτων για διαμετακομιστές-πελάτες (αιτιολογικές σκέψεις 324 έως 342 της Αποφάσεως), την αγορά των λειτουργικών συστημάτων για μικροϋπολογιστές ομάδων εργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 343 έως 401 της Αποφάσεως) και την αγορά των διατάξεων αναγνώσεως πολυμέσων που παρέχουν τη δυνατότητα συνεχούς λήψεως (αιτιολογικές σκέψεις 402 έως 425 της Αποφάσεως).

7        Δεύτερον, η Επιτροπή θεώρησε ότι εκάστη των αγορών αυτών ήταν παγκοσμίου διαστάσεως (αιτιολογική σκέψη 427 της Αποφάσεως).

8        Τρίτον, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Microsoft είχε δεσπόζουσα θέση σε δύο από τις αγορές αυτές, δηλαδή στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων για διαμετακομιστές πελάτες (αιτιολογικές σκέψεις 429 έως 472 της Αποφάσεως) και στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων για μικροϋπολογιστές ομάδων εργασίας (αιτιολογικές σκέψεις 473 έως 541 της Αποφάσεως).

9        Τέταρτον, η Επιτροπή έκρινε ότι, με τη συμπεριφορά της στις δύο αυτές αγορές, η Microsoft παρέβη το άρθρο 82 EΚ. Θεώρησε ότι προέβαινε σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της, αρνούμενη να παράσχει τις αφορώσες τη διαλειτουργικότητα πληροφορίες και να επιτρέψει τη χρήση τους για την ανάπτυξη και τη διανομή στην αγορά ανταγωνιστικών προς τα δικά της προϊόντων στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων μικροϋπολογιστών για ομάδες εργασίας, για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 1998 έως την ημερομηνία κοινοποιήσεως της Αποφάσεως [αιτιολογικές σκέψεις 546 έως 791 και άρθρο 2, στοιχείο α΄, της Αποφάσεως]. Θεώρησε επίσης ότι η Microsoft προέβαινε σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της καθόσον εξήρτησε την προμήθεια του λειτουργικού συστήματος Windows από την ταυτόχρονη αγορά του λογισμικού συστήματος Windows Media Player, όσον αφορά την περίοδο από τον Μάιο του 1999 έως την ημερομηνία κοινοποιήσεως της Αποφάσεως [αιτιολογικές σκέψεις 792 έως 989 και άρθρο 2, στοιχείο β΄, της Αποφάσεως].

10      Πέμπτον, η Επιτροπή επέβαλε στη Microsoft την υποχρέωση να θέσει τέρμα στις παραβάσεις αυτές, να απόσχει από την τήρηση όμοιας ή παρεμφερούς συμπεριφοράς με πανομοιότυπο ή ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα, και να συμμορφωθεί σε σύνολο μέτρων επανορθώσεως εντός ορισμένης προθεσμίας (αιτιολογικές σκέψεις 994 έως 1053 και άρθρα 4 έως 8 της Αποφάσεως).

11      Έκτον, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους 497 196 304 ευρώ στη Microsoft (αιτιολογικές σκέψεις 1054 έως 1080 και άρθρο 3 της Αποφάσεως).

 Διαδικασία

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Ιουνίου 2004, η Microsoft άσκησε την παρούσα προσφυγή.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2004, η European Committee for Interoperable Systems (στο εξής: ECIS), με έδρα τις Βρυξέλλες (Bέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους D. Paemen και N. Dodoo, δικηγόρους, ζήτησε να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

14      Η Επιτροπή και η Microsoft κατέθεσαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η και στις 7 Μαρτίου 2005, αντιστοίχως.

 Επί της αιτήσεως παρεμβάσεως

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως παρεμβάσεως

15      Η Microsoft φρονεί ότι η αίτηση παρεμβάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι δεν πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις που επιβάλλει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

16      Το άρθρο 115 του Κανονισμού Διαδικασίας εξαρτά το παραδεκτό της αιτήσεως παρεμβάσεως από την τήρηση προϋποθέσεων σχετικών με την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί (παράγραφος 1), από το ουσιαστικό περιεχόμενό της (παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο) και από την εκπροσώπηση του αιτούντος (παράγραφος 3).

17      Eν προκειμένω, η αίτηση παρεμβάσεως πληροί τις προϋποθέσεις αυτές.

18      Επιπλέον, το άρθρο 115, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας εξαρτά το παραδεκτό της αιτήσεως παρεμβάσεως από την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 43 και 44 του εν λόγω κανονισμού. Το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 5, στοιχείο β΄, ότι αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπό του εξουσιοδοτημένο προς τούτο.

19      Eν προκειμένω, η Microsoft θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποφάσεις περί αιτήσεως παρεμβάσεως στη δίκη και παροχής εντολής στους D. Paemen και N. Dodoo προς τούτο ελήφθησαν παρανόμως από την επιτροπή διευθύνσεως της ECIS, στις 16 Δεκεμβρίου 2004. Αναγνωρίζει, εξάλλου, ότι η γενική συνέλευση της ECIS επιβεβαίωσε τις αποφάσεις αυτές, στις 12 Ιανουαρίου 2005, αλλά επισημαίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή επήλθε κατόπιν της καταθέσεως της αιτήσεως παρεμβάσεως και είναι, ενδεχομένως, και η ίδια παράνομη.

20      Δεν αποκλείεται η νομιμότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η επιτροπή διευθύνσεως της ECIS στις 16 Δεκεμβρίου 2004 να είναι αμφίβολη και να μη μπορεί να θεωρηθεί βέβαιον ότι οι D. Paemen και N. Dodoo διέθεταν νομότυπη εντολή παρασχεθείσα από αρμόδιο προς τούτο εκπρόσωπο κατά την κατάθεση της αιτήσεως παρεμβάσεως, στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Πάντως, επιβάλλεται εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση ότι, με ψήφισμα της 12ης Ιανουαρίου 2005, η γενική συνέλευση της ECIS, «νομίμως συγκροτηθείσα», δήλωσε «ότι επιβεβαιώνει άνευ επιφυλάξεων» και, «χωρίς αυτό να απαιτείται ρητώς από το καταστατικό της ECIS ή από τον βελγικό νόμο, επικυρώνει» την απόφαση αυτή. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αίτηση παρεμβάσεως πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Μαΐου 1989, 193/87 και 94/87, Maurissen κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1989, σ. 1045, σκέψη 33).

21      Επομένως, παραδεκτώς η ECIS ζητεί να παρέμβει στη δίκη.

 Επί του βασίμου της αιτήσεως παρεμβάσεως

 Ισχυρισμοί της αιτουμένης την παρέμβαση και των διαδίκων

22      Η ECIS ισχυρίζεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται το δικαίωμα παρεμβάσεως που αναγνωρίζεται στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και ότι πρέπει, επομένως, να της επιτραπεί να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

23      Η Microsoft αμφισβητεί το βάσιμο της αιτήσεως αυτής. Αμφιβάλλει, πράγματι, ότι η ECIS συνιστά αντιπροσωπευτική ένωση, ότι πληροί, επομένως, όλες τις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται το δικαίωμα παρεμβάσεως που αναγνωρίζεται στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και ότι μπορεί, κατά συνέπεια, να της επιτραπεί η παρέμβαση στη δίκη.

24      Η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί να επιτραπεί στην ECIS να παρέμβει στη δίκη.

 Εκτίμηση του Προέδρου

25      Το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του οικείου Οργανισμού, προβλέπει ότι το δικαίωμα παρεμβάσεως σε διαφορά ανήκει σε κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, εκτός των διαφορών μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ οργάνων της Κοινότητος ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και οργάνων της Κοινότητος, αφετέρου.

26      Έχει τέτοιο συμφέρον, η αντιπροσωπευτική ένωση που έχει ως στόχο την προστασία των μελών της και ζητεί να παρέμβει σε διαφορά στα πλαίσια της οποίας ανακύπτουν βασικά ζητήματα δυνάμενα να επηρεάσουν την κατάσταση των μελών αυτών. Η ευρεία αυτή ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως σκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και την πλειονότητα των ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την ταχεία διεξαγωγή της διαδικασίας [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1997, C‑151/97 P(I) και C‑157/97 P(I), National Power και PowerGen/British Coal κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑3491, σκέψη 66· της 28ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑5441, σκέψη 6, και του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 2005, T‑201/04, Microsoft κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31].

27      Eν προκειμένω, η ECIS εμφανίζεται ως αντιπροσωπευτική ένωση επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορικής. Ο αντιπροσωπευτικός κατάλογος των μελών της και αυτός που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της γενικής της συνελεύσεως της 12ης Ιανουαρίου 2005 επιβεβαιώνουν ότι, μολονότι τα μέλη της ECIS έχουν περιορισμένο αριθμό και δεν δραστηριοποιούνται όλα στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής, πολλά απ’ αυτά ασκούν σημαντική δραστηριότητα στον τομέα αυτόν. Η ECIS μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση.

28      Στη συνέχεια, η ECIS αναφέρει ότι έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την προαγωγή και προάσπιση των ηθικών και υλικών συμφερόντων των μελών της. Το άρθρο 4 του καταστατικού της επιβεβαιώνει ότι αυτό όντως συμβαίνει. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ECIS έχει ως σκοπό την προστασία των μελών της.

29      Τέλος, ορισμένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν στα πλαίσια της υποθέσεως μπορούν να θεωρηθούν ως βασικά ζητήματα που αφορούν τον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορικής και η απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς δύναται, κατά συνέπεια, να επηρεάσει τα μέλη της ECIS που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν.

30      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ECIS έχει συμφέρον για τη λύση της διαφοράς.

31      Επομένως, πρέπει να επιτραπεί στην ECIS να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

 Επί των διαδικαστικών δικαιωμάτων της παρεμβαίνουσας

 Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

32      Η ECIS ζητεί να της επιτραπεί να μετάσχει στην έγγραφη διαδικασία. Οι σχετικές με την παρέμβαση διατάξεις (άρθρα 115 και 116 του Κανονισμού Διαδικασίας) παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να ικανοποιήσει την αίτηση αυτή. Eν πάση περιπτώσει, η λύση αυτή δικαιολογείται από την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας (άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου), ή τουλάχιστον από εξαιρετικές περιστάσεις. Συναφώς, επικαλείται το γεγονός ότι η Computer & Communications Industry Association (στο εξής: CCIA), ορισμένα μέλη της οποίας είναι μέλη και της ECIS, παραιτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2004 από την αίτηση παρεμβάσεως προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής που είχε καταθέσει στις 23 Ιουνίου 2004.

33      Η Microsoft αμφισβητεί το βάσιμο της αιτήσεως αυτής. Είναι της απόψεως ότι τα άρθρα 115 και 116 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να δεχθεί την ως άνω αίτηση. Προσθέτει ότι η ECIS δεν αποδεικνύει ούτε την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ούτε ανωτέρας βίας ούτε εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τις διατάξεις αυτές.

34      Η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν και μπορεί να επιτραπεί σε παρεμβαίνοντα όπως η ECIS να μετάσχει στην έγγραφη διαδικασία, αυτό πρέπει να συμβαίνει μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις, στις οποίες θα μπορούσε να ενταχθεί, εν προκειμένω, η παραίτηση της CCIA.

 Εκτίμηση του Προέδρου

35      Το άρθρο 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι η αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται το αργότερο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της ανακοινώσεως σχετικά με την άσκηση της προσφυγής ή, ελλείψει αυτής, πριν από την απόφαση να κινηθεί η προφορική διαδικασία.

36      Το άρθρο 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, αν γίνει δεκτή αίτηση παρεμβάσεως που υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, ανακοινώνονται στον παρεμβαίνοντα όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους.

37      Το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις του άρθρου 116, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως το οποίο περιέχει τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος με τα οποία υποστηρίζονται τα αιτήματα ενός των διαδίκων ή ζητείται η ολική ή μερική απόρριψή τους, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο παρεμβαίνων, ενδεχομένως και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

38      Το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, αν η αίτηση παρεμβάσεως υποβληθεί μετά τη λήξη της προβλεπομένης προθεσμίας των έξι εβδομάδων, ο παρεμβαίνων μπορεί, βάσει της εκθέσεως ακροατηρίου που του κοινοποιείται, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά την προφορική διαδικασία.

39      Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα του παρεμβαίνοντος είναι διαφορετικά ανάλογα με το αν αυτός κατέθεσε την αίτηση παρεμβάσεως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αρχίζει με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της ανακοινώσεως σχετικά με την άσκηση της προσφυγής ή μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής αλλά πριν από την απόφαση να κινηθεί η προφορική διαδικασία.

40      Εάν ο παρεμβαίνων κατέθεσε την αίτησή του πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, έχει το δικαίωμα να μετάσχει τόσο στην έγγραφη όσο και στην προφορική διαδικασία. Συναφώς, πρέπει να του κοινοποιηθούν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας και μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως το οποίο περιέχει τα αιτήματά του με τα οποία υποστηρίζει πλήρως ή εν μέρει τα αιτήματα ενός των διαδίκων, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά του και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

41      Αντιθέτως, αν ο παρεμβαίνων κατέθεσε την αίτησή του μετά την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας, μπορεί μόνον να μετάσχει στην προφορική διαδικασία, καθόσον προσέφυγε στο Πρωτοδικείο πριν από την κίνηση της διαδικασίας αυτής. Συναφώς, πρέπει να του κοινοποιηθεί η έκθεση ακροατηρίου και μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του βάσει αυτής κατά την προφορική διαδικασία.

42      Επειδή οι διατάξεις αυτές έχουν επιτακτικό χαρακτήρα (διάταξη του Πρωτοδικείου της 30ής Μαΐου 2002, T‑52/00, Coe Clerici Logistics κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2553, σκέψεις 24 και 31), δεν τελούν στη διάθεση ούτε των διαδίκων ούτε του δικαστή.

43      Eν προκειμένω, η ανακοίνωση σχετικά με την άσκηση της προσφυγής δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουλίου 2004 (ΕΕ C 179, σ. 18). Η αίτηση παρεμβάσεως της ECIS κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Είναι, επομένως, προφανές ότι κατατέθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προβλέπει το άρθρο 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως προς την οποία χώρησε παρέκταση λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, όπως προβλέπει το άρθρο 102, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

44      Επομένως, η ECIS δεν μπορεί να επικαλεστεί παρά μόνον τα διαδικαστικά δικαιώματα του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

45      Η ECIS εκτιμά, πάντως, ότι η παραίτηση της CCIA συνιστά τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία.

46      Το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει ότι απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.

47      Δεν χωρεί παρέκκλιση από τις διατάξεις σχετικά με τις δικονομικές προθεσμίες, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 209/83, Ferriera Valsabbia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3089, σκέψη 14, και διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2005, C‑325/03 P, Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. Ι-403, σκέψη 16).

48      Το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο θεσπίζει εξαίρεση από την αρχή αυτή και πρέπει, κατά συνέπεια, να ερμηνεύεται στενά, έχει εφαρμογή στις δικονομικές προθεσμίες επιτακτικού χαρακτήρα των οποίων η εκπνοή συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος που είχε μέχρι τότε το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 1967, 25 και 26/65, Simet κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 483) ή να καταθέσει αίτηση παρεμβάσεως (διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 1994, Τ‑244/93 και Τ-486/93, TWD Textilwerke Deggendorf κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 έως 20, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

49      Καθόσον το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου εφαρμόζεται και στην προθεσμία των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, της οποίας η εκπνοή συνεπάγεται, όχι την απώλεια του δικαιώματος καταθέσεως αιτήσεως παρεμβάσεως, αλλά, όπως εν προκειμένω, τον περιορισμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων που παρέχονται στον παρεμβαίνοντα, αποτελεί παγία νομολογία ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από την εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων περί δικονομικών προθεσμιών παρά μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας (απόφαση Ferriera Valsabbia κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 14, και διάταξη Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 16).

50      Οι έννοιες του τυχαίου συμβάντος και της ανωτέρας βίας εμπεριέχουν, αφενός, ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις και, αφετέρου, ένα υποκειμενικό στοιχείο το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα και, ειδικότερα, παρακολουθώντας προσεκτικά την εξέλιξη της διαδικασίας και επιδεικνύοντας επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 32, και διάταξη Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 25).

51      Eν προκειμένω, η παραίτηση της CCIA συνιστά ενδεχομένως γεγονός ξένο προς την ECIS, μολονότι, όπως αυτή παραδέχεται, οι δύο αυτές αντιπροσωπευτικές ενώσεις έχουν κοινά μέλη.

52      Πάντως, δεν συνιστά μη φυσιολογική περίσταση. Πράγματι, κάθε παρεμβαίνων μπορεί πάντοτε να παραιτηθεί από την παρέμβασή του, όπως ακριβώς κάθε προσφεύγων μπορεί να παραιτηθεί από την προσφυγή του σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η παραίτηση παρεμβαίνοντος δεν έχει, επομένως, αφεαυτής μη φυσιολογικό χαρακτήρα. Επιπλέον, κανένα από τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η ECIS δεν παρέχει, εν προκειμένω, τη δυνατότητα να χαρακτηρισθεί μη φυσιολογική η παραίτηση της CCIA. Ειδικότερα, όταν ένα νομικό πρόσωπο όπως η CCIA μετέχει, ως ενδιαφερόμενος τρίτος, σε διοικητική διαδικασία προκειμένου να πείσει την Επιτροπή για την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση υπό την έννοια αυτή, ο υπεύθυνος της παραβάσεως ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως αυτής και το εν λόγω πρόσωπο παρεμβαίνει στη δίκη προκειμένου να προβάλει το συμφέρον του, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη φυσιολογικό το να αποφασίσει οριστικά να μεταβάλει τη στρατηγική του, να ρυθμίσει τη διαφορά του με τον προσφεύγοντα με εξωδικαστικές μεθόδους και, εφόσον το θεωρεί πρόσφορο, μέσω της καταβολής χρηματοπιστωτικού αντισταθμίσματος.

53      Τέλος, η ECIS δεν αποδεικνύει και δεν επιδιώκει άλλωστε σοβαρά να αποδείξει ότι απηλλάγη της υποχρεώσεως που υπείχε να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του συμβάντος αυτού λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα.

54      Επομένως, η ECIS δεν αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.

55      Η ECIS φρονεί, τέλος, ότι η παραίτηση της CCIA συνιστά εξαιρετική περίσταση.

56      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις παρέχουν τη δυνατότητα σε παρεμβαίνοντα ο οποίος κατέθεσε την αίτηση παρεμβάσεως μετά την εκπνοή της προθεσμίας των έξι εβδομάδων του άρθρου 115, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας να τύχει διαδικαστικού δικαιώματος άλλου εκτός από εκείνα που του παρέχει το άρθρο 116, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, προσήκει να υπομνησθεί ότι τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η ECIS δεν παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί η παραίτηση της CCIA μη φυσιολογική ούτε εξαιρετική.

57      Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι τα δικαιώματα της ECIS θα είναι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

58      Στο μέτρο που η αίτηση συμμετοχής στην έγγραφη διαδικασία την οποία κατέθεσε η ECIS θα πρέπει να ερμηνευθεί όχι ως διεκδίκηση δικαιώματος αλλά ως εκδήλωση της διαθέσεώς της να απαντήσει σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, με το οποίο το Πρωτοδικείο επιθυμεί να την προσκαλέσει να λάβει εγγράφως θέση δυνάμει του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι στο τέταρτο τμήμα του Πρωτοδικείου εναπόκειται να εκτιμήσει, την κατάλληλη στιγμή, την ανάγκη λήψεως ενός τέτοιου μέτρου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι απόφαση για τα έξοδα λαμβάνεται με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

60      Στο παρόν στάδιο της δίκης, το Πρωτοδικείο πρέπει, επομένως, να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

διατάσσει:

1)      Γίνεται δεκτή η παρέμβαση της European Committee for Interoperable Systems στην υπόθεση T-201/04 προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

2)      Η European Committee for Interoperable Systems θα μπορέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις της κατά την προφορική διαδικασία, βάσει της εκθέσεως ακροατηρίου που θα της κοινοποιηθεί.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 28 Απριλίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.