Language of document : ECLI:EU:C:2018:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 5, σημείο 1 – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 7, σημείο 1 – Έννοια των “διαφορών εκ συμβάσεως” – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών – Πτήση με ανταπόκριση εξυπηρετούμενη από διάφορους αερομεταφορείς – Έννοια του “τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή” – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Δικαίωμα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε αποζημίωση για την άρνηση επιβιβάσεως και για τη σημαντική καθυστέρηση μιας πτήσεως – Αγωγή αποζημιώσεως που στρέφεται κατά του πραγματικού αερομεταφορέα ο οποίος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους ή με τον οποίο οι επιβάτες δεν έχουν καμία συμβατική σχέση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Amtsgericht Düsseldorf (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ντύσσελντορφ, Γερμανία) και το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γερμανία) με αποφάσεις της 3ης Μαΐου (C‑274/16) και της 14ης Ιουνίου 2016 (C‑447/16 και C‑448/16), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 13 Μαΐου και στις 11 Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο των δικών

flightright GmbH

κατά

Air Nostrum,Líneas Aéreas del Mediterráneo SA (C‑274/16),

Roland Becker

κατά

Hainan Airlines Co.Ltd (C‑447/16),

και

Mohamed Barkan,

Souad Asbai,

Assia Barkan,

Zakaria Barkan,

Nousaiba Barkan

κατά

Air Nostrum, Líneas Aéreas del Mediterráneo SA (C‑448/16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή), D. Šváby και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η flightright GmbH, εκπροσωπούμενη από τους J. A. Blaffert, F. Schaal, A. Seegers, D. Tuac και O. de Felice, Rechtsanwälte,

–        ο R. Becker, εκπροσωπούμενος από τον C. Hormann, Rechtsanwalt,

–        ο Mohamed Barkan, η Souad Asbai και τα ανήλικα τέκνα τους Assia, Zakaria και Nousaiba Barkan, εκπροσωπούμενοι από τους J. Kummer και P. Wassermann, Rechtsanwälte,

–        η Air Nostrum, Líneas Aéreas del Mediterráneo SA, εκπροσωπούμενη από τους V. Beck και E. Schott, Rechtsanwälte,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. de Moustier,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo, καθώς και από την M. Cancela Carvalho,

–        η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Schöll,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την M. Heller,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), και του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της flightright GmbH, επιχειρήσεως με έδρα το Potsdam (Γερμανία), καθώς και των Mohamed Barkan, Souad Asbai και των ανήλικων τέκνων τους Assia, Zakaria και Nousaiba Barkan (στο εξής: οικογένεια Barkan), και, αφετέρου, της Air Nostrum, Líneas Aéreas del Mediterráneo SA (στο εξής: Air Nostrum), αερομεταφορέα με έδρα τη Valencia (Ισπανία), σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω καθυστερήσεως πτήσεως (υποθέσεις C‑274/16 και C‑448/16), καθώς και μεταξύ του Roland Becker και της Hainan Airlines Co. Ltd, αερομεταφορέα με έδρα το Haikou (Κίνα), σχετικά με την καταβολή αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως (υπόθεση C‑447/16).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 44/2001

3        Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 44/2001, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η θέσπιση, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, «διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον [εν λόγω] κανονισμό».

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 του εν λόγω κανονισμού ορίζουν τα εξής:

«(11)      Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(12)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης».

5        Οι κανόνες δικαιοδοσίας περιέχονται στο κεφάλαιο ΙΙ του ίδιου κανονισμού.

6        Το άρθρο 2 του κανονισμού 44/2001, το οποίο υπάγεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου ΙΙ αυτού, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

7        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001:

«Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους […]».

8        Το άρθρο 5 του ως άνω κανονισμού, που υπάγεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II αυτού, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)      το στοιχείο αʹ εφαρμόζεται εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο βʹ».

9        Το άρθρο 60, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει:

α)      την καταστατική της έδρα·

β)      την κεντρική της διοίκηση ή·

γ)      την κύρια εγκατάστασή της.»

 Ο κανονισμός 1215/2012

10      Ο κανονισμός 1215/2012 κατάργησε τον κανονισμό 44/2001. Το γράμμα της αιτιολογικής σκέψεως 4 αυτού είναι σχεδόν πανομοιότυπο προς εκείνο της αιτιολογικής σκέψεως 2 του κανονισμού 44/2001.

11      Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού 1215/2012 ορίζουν τα εξής:

«(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(16)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. […]».

12      Υπό το τμήμα 1 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτού έχει σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση προς το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.

13      Υπό το τμήμα 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», το άρθρο 7, σημείο 1, αυτού έχει σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση προς το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.

14      Κατά το άρθρο 66, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή μόνον επί των αγωγών που ασκούνται από τις 10 Ιανουαρίου 2015 και μετά.

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004

15      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1):

«(1)      Η ανάληψη δράσης από την Κοινότητα στο πεδίο των αερομεταφορών θα πρέπει να αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού. Θα πρέπει εξάλλου να ληφθούν πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών.

(2)      Η άρνηση επιβίβασης και οι ματαιώσεις πτήσεων ή οι μεγάλες καθυστερήσεις προκαλούν σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία στους επιβάτες.

[…]

(7)      Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει θα πρέπει να βαρύνουν τον αερομεταφορέα που εκτελεί ή σκοπεύει να εκτελέσει πτήση […]

(8)      Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα του πραγματικού αερομεταφορέα να ζητεί αποζημίωση από οποιονδήποτε, ακόμη και τρίτο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.»

16      Το άρθρο 1 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει, υπό τους ακόλουθους προσδιοριζόμενους όρους, τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση:

α)      άρνησης επιβίβασης παρά τη θέλησή τους·

β)      ματαίωσης της πτήσης τους·

γ)      καθυστέρησης της πτήσης τους.»

17      Το άρθρο 2 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως:

[…]

β)      “πραγματικός αερομεταφορέας”, αερομεταφορέας που πραγματοποιεί ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει πτήση κατόπιν συμβάσεως με επιβάτη ή για λογαριασμό άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει σύμβαση με τον επιβάτη·

[…]

ζ)      “κράτηση”, η κατοχή από τον επιβάτη εισιτηρίου, ή άλλου στοιχείου, το οποίο αποδεικνύει ότι η κράτηση έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί από τον αερομεταφορέα ή τον ταξιδιωτικό πράκτορα·

η)      “τελικός προορισμός”, ο προορισμός ο οποίος αναγράφεται στο εισιτήριο που προσκομίζεται στον έλεγχο εισιτηρίων ή, στην περίπτωση πτήσεων με άμεση ανταπόκριση, ο προορισμός της τελευταίας πτήσης· οι διαθέσιμες εναλλακτικές ανταποκρίσεις πτήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον τηρείται ο προγραμματισμένος χρόνος αφίξεως·

[…]».

18      Το άρθρο 3 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:

α)      στους επιβάτες που αναχωρούν από αερολιμένα στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται η Συνθήκη·

[…]

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι ο επιβάτης:

α)      έχει επιβεβαιωμένη κράτηση στη συγκεκριμένη πτήση […]

[…]

5.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε πραγματικό αερομεταφορέα που παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς σε επιβάτες καλυπτόμενους από τις παραγράφους 1 και 2. Όταν ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν έχει σύμβαση με τον επιβάτη εκπληρώνει υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού, λογίζεται ότι το πράττει για λογαριασμό του προσώπου με το οποίο έχει σύμβαση ο συγκεκριμένος επιβάτης.

[…]»

19      Το άρθρο 4 του κανονισμού 261/2004, με τίτλο «Άρνηση επιβίβασης», ορίζει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Εάν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 […]».

20      Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ματαίωση», ορίζει, στην παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, τα εξής:

«Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:

[…]

γ)      αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:

i)      έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, ή

ii)      έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή

iii)      έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.»

21      Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:

α)      250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1 500 χιλιομέτρων·

β)      400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1 500 και 3 500 χιλιομέτρων·

γ)      600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία αʹ ή βʹ.

Για τον προσδιορισμό της σχετικής απόστασης, λαμβάνεται ως βάση ο τελευταίος προορισμός στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξαιτίας της άρνησης επιβίβασης [ή της ματαίωσης].»

 Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Υπόθεση C274/16

22      Όπως προκύπτει από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, δύο επιβάτες είχαν αγοράσει από την αεροπορική εταιρία Air Berlin PLC & Co. Luftverkehrs KG (στο εξής: Air Berlin) ένα εισιτήριο έκαστος, με ενιαία κράτηση θέσεως, για αεροπορική μεταφορά με δύο πτήσεις (στο εξής: πτήση με ανταπόκριση) από την Ibiza (Βαλεαρίδες Νήσοι, Ισπανία) με προορισμό το Ντύσσελντορφ (Γερμανία), με ανταπόκριση στην Palma de Mallorca (Βαλεαρίδες Νήσοι, Ισπανία).

23      Η πρώτη πτήση της εν λόγω αερομεταφοράς με ανταπόκριση, εξυπηρετούμενη από την Air Nostrum, έπρεπε να απογειωθεί από την Ibiza στις 25 Ιουλίου 2015 στις 18:40 και να προσγειωθεί στην Palma de Mallorca την ίδια ημέρα στις 19:20.

24      Η δε δεύτερη πτήση, μεταξύ Palma de Mallorca και Ντύσσελντορφ, εξυπηρετούμενη από την Air Berlin, έπρεπε να απογειωθεί στις 25 Ιουλίου 2015 στις 20:05 και να προσγειωθεί στο Ντύσσελντορφ την ίδια ημέρα στις 22:25.

25      Εντούτοις, η πρώτη πτήση, μεταξύ Ibiza και Palma de Mallorca, πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση και, ως εκ τούτου, οι επιβάτες έχασαν τη δεύτερη πτήση προς Ντύσσελντορφ, όπου έφτασαν τελικά στις 26 Ιουλίου 2015 στις 11:32, με πτήση πραγματοποιηθείσα από την Air Berlin.

26      Οι δύο αυτοί επιβάτες εκχώρησαν στη flightright τα δικαιώματά τους για ενδεχόμενη αποζημίωση λόγω της καθυστερήσεως αυτής. Η τελευταία άσκησε αγωγή κατά της Air Nostrum, ως πραγματικού αερομεταφορέα που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση, ενώπιον του Amtsgericht Düsseldorf (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ντύσσελντορφ, Γερμανία).

27      Το δικαστήριο αυτό εκθέτει ότι η εκδίκαση της εν λόγω αγωγής εξαρτάται από την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας του. Αυτή θα υφίσταται μόνον αν, όσον αφορά την επίμαχη πτήση με ανταπόκριση, το Ντύσσελντορφ μπορεί να θεωρηθεί ως «τόπος όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Düsseldorf (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ντύσσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Σε περίπτωση που η μεταφορά επιβατών πραγματοποιείται με δύο πτήσεις χωρίς σημαντικής διάρκειας παραμονή στον αερολιμένα μετεπιβιβάσεως, λογίζεται ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως ως τόπος εκπληρώσεως της παροχής κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, όταν η αγωγή στρέφεται κατά του πραγματικού αερομεταφορέα που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση, κατά την οποία σημειώθηκε η ανωμαλία, και η μεταφορά με τη δεύτερη πτήση πραγματοποιείται από άλλον αερομεταφορέα;»

 Υπόθεση C447/16

29      Ο R. Becker συνήψε με τη Hainan Airlines, της οποίας η καταστατική έδρα είναι εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία δεν έχει κανένα υποκατάστημα στο Βερολίνο (Γερμανία), σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς η οποία περιελάμβανε τις πτήσεις της 7ης Αυγούστου 2013, από το Βερολίνο στο Πεκίνο (Κίνα) με ανταπόκριση στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), για τις οποίες έγινε ενιαία κράτηση.

30      Την ημέρα της αναχωρήσεως, στο αεροδρόμιο του Βερολίνου, ο R. Becker προσήλθε για έλεγχο εισιτηρίων («check-in») για τις δύο πτήσεις. Έλαβε τις δύο σχετικές κάρτες επιβιβάσεως, οι δε αποσκευές του καταχωρίστηκαν στο σύστημα της εταιρίας μέχρι το Πεκίνο.

31      Η μεταφορά με την πρώτη πτήση, εξυπηρετούμενη, σύμφωνα με την κράτηση, από τον βελγικό αερομεταφορέα Brussels Airlines, που προβλεπόταν να προσγειωθεί στις Βρυξέλλες στις 7 Αυγούστου 2013 στις 08:00, πραγματοποιήθηκε όπως είχε προγραμματιστεί. Η μεταφορά με τη δεύτερη πτήση, η οποία θα εξυπηρετείτο από τη Hainan Airlines, με προβλεπόμενη απογείωση από τις Βρυξέλλες στις 7 Αυγούστου 2013 στις 13:40, δεν πραγματοποιήθηκε. Ο R. Becker υποστηρίζει, συναφώς, ότι δεν του επετράπη η επιβίβαση στην εν λόγω πτήση στην έξοδο αναχωρήσεως του αεροδρομίου των Βρυξελλών χωρίς σοβαρό λόγο και παρά τη θέλησή του.

32      Ο R. Becker επέστρεψε αεροπορικώς στο Βερολίνο και έκανε κράτηση απευθείας πτήσεως από το Βερολίνο στο Πεκίνο. Έφτασε στο Πεκίνο στις 8 Αυγούστου 2013.

33      Με την αγωγή του την οποία άσκησε ενώπιον του Amtsgericht Berlin-Wedding (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Berlin-Wedding, Γερμανία), ο R. Becker ζήτησε, μεταξύ άλλων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 261/2004, αποζημίωση ύψους 600 ευρώ, πλέον τόκων.

34      Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2014, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι τα γερμανικά δικαστήρια δεν είχαν διεθνή δικαιοδοσία και απέρριψε την αγωγή του R. Becker ως απαράδεκτη. Ο R. Becker άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landgericht Berlin (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου του Βερολίνου, Γερμανία). Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2015, το τελευταίο αυτό δικαστήριο απέρριψε την έφεση του R. Becker με την αιτιολογία ότι η αγωγή του έπρεπε να ασκηθεί ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, διότι μόνον οι Βρυξέλλες αποτελούν τον τόπο πραγματοποιήσεως της πτήσεως Βρυξέλλες-Πεκίνο.

35      Ο R. Becker άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γερμανία). Το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου χαρακτήρα της συμβατικής υποχρεώσεως της Hainan Airlines να μεταφέρει τον R. Becker από το Βερολίνο στο Πεκίνο, το αεροδρόμιο Berlin-Tegel μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder (C‑204/08, EU:C:2009:439), ως ο τόπος εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων της Hainan Airlines, περιλαμβανομένων των μελλοντικών υποχρεώσεων σε σχέση με την πτήση από τις Βρυξέλλες στο Πεκίνο που θα ακολουθούσε την πτήση από το Βερολίνο στις Βρυξέλλες, καθόσον ο R. Becker, ως επιβάτης αεροπορικής μεταφοράς, δεν μπορούσε να επηρεάσει το αν η Hainan Airlines θα διενεργούσε η ίδια και την τελευταία αυτή πτήση ή αν θα χρησιμοποιούσε προς τούτο τις υπηρεσίες άλλου αερομεταφορέα.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει, επί μεταφοράς επιβατών πραγματοποιούμενης με δύο πτήσεις χωρίς σημαντικής διάρκειας παραμονή στους αερολιμένες μετεπιβιβάσεως, να θεωρείται ως τόπος εκπληρώσεως της παροχής κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του [κανονισμού 44/2001], ο τόπος αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως, ακόμη και στην περίπτωση που η προβαλλόμενη με αγωγή αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 7 του [κανονισμού 261/2004] αφορά συμβάν το οποίο επήλθε κατά τη δεύτερη πτήση και η αγωγή στρέφεται κατά του αντισυμβαλλομένου στη σύμβαση μεταφοράς, ο οποίος αποτελεί τον πραγματικό αερομεταφορέα της δεύτερης, όχι όμως και της πρώτης πτήσεως;»

 Υπόθεση C448/16

37      Η οικογένεια Barkan έκανε κράτηση μιας πτήσεως με ανταπόκριση, από τη Melilla (Ισπανία) στη Φραγκφούρτη (Γερμανία) μέσω Μαδρίτης (Ισπανία) στην αεροπορική εταιρία Iberia, Líneas Aéreas de España (στο εξής: Iberia) για τις 7 Αυγούστου 2010. Από την εκ μέρους της Iberia επιβεβαίωση της κρατήσεως προκύπτει ότι η πτήση μεταξύ Melilla και Μαδρίτης θα επραγματοποιείτο από την Air Nostrum και ότι η πτήση μεταξύ Μαδρίτης και Φραγκφούρτης θα επραγματοποιείτο από την Iberia, χωρίς σημαντικό χρόνο μετεπιβιβάσεως μεταξύ των δύο αυτών πτήσεων.

38      Η αναχώρηση της πτήσεως μεταξύ Melilla και Μαδρίτης καθυστέρησε 20 λεπτά, οπότε η οικογένεια Barkan έχασε τη δεύτερη πτήση με προορισμό τη Φραγκφούρτη και έφτασε στον τελικό προορισμό της με τέσσερις ώρες καθυστέρηση.

39      Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, το Amtsgericht Frankfurt am Main (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Φρανκφούρτης, Γερμανία), ενώπιον του οποίου προσέφυγε η οικογένεια Barkan, προβάλλοντας μεταξύ άλλων αίτημα αποζημιώσεως ύψους 250 ευρώ για κάθε μέλος της οικογένειας αυτής λόγω της ως άνω καθυστερήσεως, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 261/2004, εξέδωσε απόφαση σε βάρος της Air Nostrum σύμφωνα με τα αιτήματα των εναγόντων.

40      Με απόφαση της 20ής Αυγούστου 2015, το Landgericht Frankfurt am Main (δευτεροβάθμιο δικαστήριο Φρανκφούρτης, Γερμανία), επιληφθέν κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της Air Nostrum, έκρινε ότι τα γερμανικά δικαστήρια δεν είχαν διεθνή δικαιοδοσία. Κατά το δικαστήριο αυτό, μόνον η Melilla και η Μαδρίτη μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως τόποι εκτελέσεως της πτήσεως μεταξύ Melilla και Μαδρίτης, κατά την οποία σημειώθηκε το συμβάν, καθόσον οι δύο πτήσεις πρέπει να θεωρηθούν ως διαφορετικές παρά την ενιαία κράτηση.

41      Η οικογένεια Barkan άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου). Το δικαστήριο αυτό εκτιμά, πρώτον, ότι, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι δεν υπάρχει άμεση συμβατική σχέση μεταξύ της οικογένειας Barkan και της Air Nostrum, το γεγονός αυτό δεν έχει συνέπειες επί της συμβατικής φύσεως του δικαιώματος αποζημιώσεως το οποίο προβλέπει ο κανονισμός 261/2004. Δεύτερον, κατά το δικαστήριο αυτό, το γεγονός ότι η Air Nostrum, ως πραγματικός αερομεταφορέας, δεν οφείλει να εκπληρώσει κάποια συμβατική υποχρέωση στον τελικό προορισμό της πτήσεως με ανταπόκριση, δηλαδή στη Φραγκφούρτη, δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του τόπου αυτού ως «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή όφειλε να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, καθόσον ο κανονισμός 261/2004 αποσκοπεί στην ενίσχυση και όχι στην εξασθένηση της νομικής θέσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών. Έτσι, όπως φαίνεται, δικαιολογείται οι συμβατικές υποχρεώσεις που έπρεπε να εκπληρώσει στον τελικό προορισμό της πτήσεως με ανταπόκριση ο αντισυμβαλλόμενος της οικογένειας Barkan, δηλαδή η Iberia, να βαρύνουν την Air Nostrum υπό την ιδιότητα του πραγματικού αερομεταφορέα. Εξάλλου, από πλευράς ουσιαστικού δικαίου, ο πραγματικός αερομεταφορέας θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να αποζημιώσει τον επιβάτη όταν ο τελευταίος φθάνει στον τελικό προορισμό του με σημαντική καθυστέρηση, λόγω της καθυστερήσεως της προηγούμενης πτήσεως την οποία πραγματοποίησε ο αερομεταφορέας αυτός με καθυστέρηση.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, [του κανονισμού 44/2001] την έννοια ότι ο όρος “διαφορές εκ συμβάσεως” καλύπτει επίσης και αξίωση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 7 [του κανονισμού 261/2004], η οποία προβάλλεται έναντι του πραγματικού αερομεταφορέα που δεν είναι αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς;

2)      Σε περίπτωση που έχει εφαρμογή το άρθρο 5, σημείο 1, του [κανονισμού 44/2001]:

Πρέπει, επί μεταφοράς επιβατών πραγματοποιούμενης με δύο πτήσεις χωρίς σημαντικής διάρκειας παραμονή στους αερολιμένες μετεπιβιβάσεως, να θεωρείται ως τόπος εκπληρώσεως της παροχής κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του [κανονισμού 44/2001], ο τόπος του τελικού προορισμού του επιβάτη, ακόμη και στην περίπτωση που η προβαλλόμενη με αγωγή αξίωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 7 [του κανονισμού 261/2004] αφορά συμβάν το οποίο επήλθε κατά την πρώτη πτήση και η αγωγή στρέφεται κατά του πραγματικού αερομεταφορέα της πρώτης πτήσεως, ο οποίος δεν είναι συμβαλλόμενος στη σύμβαση μεταφοράς;»

43      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Αυγούστου 2016, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑447/16 και C‑448/16 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως· με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 αποφασίστηκε επίσης η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του υποβληθέντος ερωτήματος στην υπόθεση C‑447/16

 Επί του παραδεκτού

44      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβητεί ότι ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, ότι είναι παραδεκτό του υποβαλλόμενο ερώτημα στην υπόθεση C‑447/16.

45      Κατά την Επιτροπή, από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου και από την εθνική δικογραφία προκύπτει ότι η Hainan Airlines έχει την έδρα της εκτός της Ένωσης και δεν έχει υποκατάστημα στο Βερολίνο. Εξ αυτού μπορεί να συναχθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 60 του κανονισμού 44/2001, ο ως άνω αερομεταφορέας δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, πράγμα το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 5 του κανονισμού αυτού και συνεπάγεται την εφαρμογή του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, δυνάμει του οποίου, αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των αποκλειστικών δικαιοδοσιών και της παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει των άρθρων 22 και 23 του εν λόγω κανονισμού.

46      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι, καταρχήν, υποχρεωμένο να αποφανθεί. Επομένως, υπέρ των ερωτημάτων που άπτονται του δικαίου της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλον ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψεις 24 και 25).

47      Εν προκειμένω, το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Ακυρωτικό Δικαστήριο) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την έννοια του «τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, σε σχέση με το δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που στηρίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, και στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η ερμηνεία αυτή είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης.

48      Επομένως, ακόμη και το ζήτημα της ενδεχόμενης μη εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 στη διαφορά της κύριας δίκης καθιστά αναγκαία την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού αυτού.

49      Κατά συνέπεια, το υποβληθέν ερώτημα στην υπόθεση C‑447/16 είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

50      Με το ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι έχει εφαρμογή ως προς εναγόμενο που έχει κατοικία σε τρίτο κράτος, όπως η εναγόμενη της κύριας δίκης.

51      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 5 του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους. Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της.

52      Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η Hainan Airlines έχει την έδρα της εκτός της Ένωσης, ήτοι στην Κίνα, και δεν έχει υποκατάστημα στο Βερολίνο (Γερμανία). Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο εν λόγω αερομεταφορέας έχει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος.

53      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, κατά το οποίο, αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

54      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι κανόνες του εθνικού δικαίου δεν επιτρέπεται να καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων τα οποία παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2017, Vinyls Italia, C‑54/16, EU:C:2017:433, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), όπως αυτά που απορρέουν από τον κανονισμό 261/2004.

55      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα στην υπόθεση C‑447/16 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή ως προς εναγόμενο που έχει κατοικία σε τρίτο κράτος, όπως η εναγόμενη της κύριας δίκης.

 Επί των υποβληθέντων ερωτημάτων στις υποθέσεις C274/16 και C448/16

 Επί του πρώτου ερωτήματος στην υπόθεση C448/16

56      Με το πρώτο του ερώτημα στην υπόθεση C‑448/16, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο όρος «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά τη διάταξη αυτή, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών λόγω σημαντικής καθυστερήσεως πτήσεως με ανταπόκριση, η οποία ασκείται δυνάμει του κανονισμού 261/2004 κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη.

57      Εισαγωγικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καίτοι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑274/16 δεν διατυπώνει κανένα σχετικό ερώτημα, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C‑448/16 έχει σημασία και για την υπόθεση C‑274/16, καθόσον από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου στην ως άνω υπόθεση προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ο πραγματικός αερομεταφορέας ωσαύτως δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών. Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι η υπόθεση C‑274/16 εμπίπτει, ratione temporis, στον κανονισμό 1215/2012, το άρθρο 7, σημείο 1, το οποίο έχει σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση προς το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, η ερμηνεία του οποίου από το Δικαστήριο εξακολουθεί να ισχύει πλήρως όσον αφορά την ως άνω πρώτη διάταξη (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking, C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της έννοιας αυτής εντός όλων των κρατών μελών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 1992, Handte, C‑26/91, EU:C:1992:268, σκέψη 10, και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σημείο 37).

59      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει μεταξύ άλλων ότι πρέπει να θεωρούνται ως εμπίπτουσες στις διαφορές εκ συμβάσεως όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και των οποίων η μη εκπλήρωση προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής του ενάγοντος (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda, C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, έστω και αν η εφαρμογή του κανόνα ειδικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται στις διαφορές εκ συμβάσεως δεν απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ δύο προσώπων, προϋποθέτει, ωστόσο, την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως την οποία αναλαμβάνει ελεύθερα ένα πρόσωπο έναντι άλλου και επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil, C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψεις 24 έως 26· της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler, C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψεις 50 και 51, καθώς και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa, C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39).

61      Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 και στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, στηρίζεται στην αιτία της αγωγής και όχι στην ταυτότητα των διαδίκων (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda, C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψεις 31 και 33).

62      Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 261/2004 διευκρινίζει ότι, όταν ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν έχει συνάψει σύμβαση με τον επιβάτη εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό αυτό, λογίζεται ότι ενεργεί στο όνομα εκείνου ο οποίος συνήψε τη σύμβαση με τον ενδιαφερόμενο επιβάτη.

63      Ο εν λόγω αερομεταφορέας πρέπει έτσι να λογίζεται ότι εκπληρώνει υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ελεύθερα έναντι του αντισυμβαλλομένου των ενδιαφερόμενων επιβατών. Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από τη σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς.

64      Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών, αγωγή αποζημιώσεως λόγω σημαντικής καθυστερήσεως πτήσεως πραγματοποιηθείσας από πραγματικό αερομεταφορέα, όπως η Air Nostrum, ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών, πρέπει να λογίζεται ως ασκούμενη στο πλαίσιο των συμβάσεων αεροπορικής μεταφοράς που έχουν συναφθεί μεταξύ των επιβατών αυτών και, αντιστοίχως, της Air Berlin και της Iberia.

65      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-448/16 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο όρος «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά τη διάταξη αυτή, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών λόγω σημαντικής καθυστερήσεως μιας πτήσεως με ανταπόκριση, η οποία ασκείται δυνάμει του κανονισμού 261/2004 κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη.

 Επί του ερωτήματος στην υπόθεση C274/16 και επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C448/16

66      Με το ερώτημα στην υπόθεση C‑274/16 και με το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑448/16, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, αποτελεί τον «τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής», δηλαδή της εκτελέσεως της πτήσεως αυτής, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως, όταν η μεταφορά με τις δύο πτήσεις πραγματοποιείται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω σημαντικής καθυστερήσεως της ως άνω πτήσεως με ανταπόκριση δυνάμει του κανονισμού 261/2004 στηρίζεται σε συμβάν το οποίο επήλθε κατά την πρώτη από τις πτήσεις αυτές, που πραγματοποιήθηκε από τον αερομεταφορέα ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών.

67      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001, ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν πλείονες τόποι παροχής των υπηρεσιών εντός διαφορετικών κρατών μελών, πρέπει καταρχήν να γίνει δεκτό ότι τόπος εκπληρώσεως είναι ο τόπος στον οποίο θεμελιώνεται η στενότερη σχέση μεταξύ της συμβάσεως και του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία, σχέση η οποία υφίσταται κατά κανόνα στον τόπο της κύριας παροχής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder, C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψεις 35 έως 38, και της 11ης Μαρτίου 2010, Wood Floor Solutions Andreas Domberger, C‑19/09, EU:C:2010:137, σκέψη 33). Ο τελευταίος αυτός τόπος πρέπει να συνάγεται, στο μέτρο του δυνατού, από τους όρους της ίδιας της συμβάσεως (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2010, Wood Floor Solutions Andreas Domberger, C‑19/09, EU:C:2010:137, σκέψη 38).

68      Επ’ αυτού, το Δικαστήριο διαπίστωσε, όσον αφορά την ίδια διάταξη, σε σχέση με απευθείας πτήση πραγματοποιούμενη από τον αντισυμβαλλόμενο του ενδιαφερόμενου επιβάτη, ότι ο τόπος αναχωρήσεως και ο τόπος αφίξεως του αεροσκάφους πρέπει να λογίζονται εξίσου ως οι τόποι της κύριας παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς, οι οποίοι θεμελιώνουν τη διεθνή δικαιοδοσία, προς εκδίκαση αγωγής αποζημιώσεως στηριζόμενης στη σύμβαση μεταφοράς και στον κανονισμό 261/2004, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως ή ο τόπος αφίξεως του αεροσκάφους, όπως οι τόποι αυτοί προβλέπονται στην εν λόγω σύμβαση (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder, C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψεις 43 και 47).

69      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια του «τόπου εκπληρώσεως» στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder (C‑204/08, EU:C:2009:439), μολονότι αναφέρεται σε απευθείας πτήση πραγματοποιούμενη από τον αντισυμβαλλόμενο του ενδιαφερόμενου επιβάτη, μπορεί να ληφθεί υπόψη επίσης, mutatis mutandis, όσον αφορά περιπτώσεις όπως αυτές στις υποθέσεις των κύριων δικών, στις οποίες, αφενός, η πτήση με ανταπόκριση περιλαμβάνει δύο επιμέρους πτήσεις, και, αφετέρου, ο πραγματικός αερομεταφορέας στην πτήση αυτή δεν έχει συνάψει απευθείας σύμβαση με τους ενδιαφερόμενους επιβάτες.

70      Πράγματι, ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, που προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 και στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, ορίζει ως αρμόδιο το δικαστήριο του «τόπο[υ] του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών».

71      Συναφώς, μια σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς, όπως οι επίμαχες συμβάσεις στις κύριες δίκες, που έχουν ως χαρακτηριστικό μια ενιαία κράτηση για το σύνολο της πτήσεως, δημιουργεί την υποχρέωση του αερομεταφορέα να μεταφέρει τον επιβάτη από ένα σημείο A σε ένα σημείο Γ. Μια τέτοια μεταφορά συνιστά υπηρεσία ως προς την οποία ένας εκ των τόπων εκπληρώσεως της κύριας παροχής βρίσκεται στο σημείο Γ.

72      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών αναλαμβάνει μόνον την αεροπορική μεταφορά που δεν τελειώνει στον τόπο αφίξεως της δεύτερης πτήσεως με ανταπόκριση, καθόσον η σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς σχετικά με την πτήση με ανταπόκριση καλύπτει τη μεταφορά των επιβατών αυτών μέχρι τον τόπο αφίξεως της δεύτερης πτήσεως.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως αποτελεί τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής όσον αφορά μια τέτοια πτήση, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, ως ένας από τους τόπους της κύριας παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς.

74      Δεδομένου ότι ο ως άνω τόπος παρουσιάζει αρκούντως στενό σύνδεσμο με τα πραγματικά στοιχεία της διαφοράς και, ως εκ τούτου, εξασφαλίζει τη στενή σχέση την οποία απαιτούν οι κανόνες ειδικής δικαιοδοσίας που εκτίθενται στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 και στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, μεταξύ της συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς και του αρμόδιου δικαστηρίου, ο τόπος αυτός ικανοποιεί τον σκοπό της εγγύτητας (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder, C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψη 44).

75      Η λύση αυτή ικανοποιεί επίσης την αρχή της προβλεψιμότητας που επιδιώκεται από τους ίδιους κανόνες, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα τόσο στον ενάγοντα όσο και τον εναγόμενο να προσδιορίσει το δικαστήριο του τόπου αφίξεως της δεύτερης πτήσεως, όπως ο τόπος αυτός αναγράφεται στην εν λόγω σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς, ως το δικαστήριο που μπορεί να επιληφθεί της διαφοράς (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, Rehder, C‑204/08, EU:C:2009:439, σκέψη 45, καθώς και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Nickel & Goeldner Spedition, C‑157/13, EU:C:2014:2145, σκέψη 41).

76      Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Air Nostrum ότι θα της είναι αδύνατο, υπό την ιδιότητά της ως αερομεταφορέα που πραγματοποιεί την εσωτερική πτήση στην Ισπανία, να εκτιμήσει τον κίνδυνο να ασκηθεί αγωγή κατά της ιδίας ενώπιον δικαστηρίου στη Γερμανία.

77      Πράγματι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι, υπό τις περιστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών, οι συμβάσεις αεροπορικής μεταφοράς αφορούσαν πτήση με ανταπόκριση για την οποία έγινε ενιαία κράτηση περιλαμβάνουσα και τις δύο πτήσεις, έτσι ώστε η κράτηση αυτή να αφορά τόσο την πρώτη πτήση την οποία πραγματοποίησε ο πραγματικός αερομεταφορέας όσο και τη δεύτερη πτήση, που θα οδηγούσε στον τελικό προορισμό. Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, όπως απορρέει από τις σκέψεις 62 και 63 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο των εμπορικών συμφωνιών οι οποίες συνάπτονται ελεύθερα μεταξύ των αερομεταφορέων, ο πραγματικός αερομεταφορέας που δεν έχει συνάψει σύμβαση με τον επιβάτη λογίζεται ότι ενεργεί στο όνομα του αερομεταφορέα που είναι αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη.

78      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα στην υπόθεση C‑274/16 και στο δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑448/16 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, αποτελεί τον «τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής», δηλαδή της εκτελέσεως της πτήσεως αυτής, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως, όταν η μεταφορά με τις δύο πτήσεις πραγματοποιείται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω σημαντικής καθυστερήσεως της πτήσεως αυτής με ανταπόκριση δυνάμει του κανονισμού 261/2004 στηρίζεται σε συμβάν που επήλθε κατά την πρώτη από τις ως άνω πτήσεις, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον αερομεταφορέα που δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή ως προς εναγόμενο που έχει κατοικία σε τρίτο κράτος, όπως η εναγόμενη της κύριας δίκης.

2)      Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο όρος «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά τη διάταξη αυτή, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως των επιβατών αεροπορικών μεταφορών λόγω σημαντικής καθυστερήσεως μιας πτήσεως με ανταπόκριση, η οποία ασκείται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 295/91, κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, ο οποίος δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ενδιαφερόμενου επιβάτη.

3)      Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, αποτελεί τον «τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής», δηλαδή της εκτελέσεως της πτήσεως αυτής, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ο τόπος αφίξεως της δεύτερης πτήσεως, όταν η μεταφορά με τις δύο πτήσεις πραγματοποιείται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω σημαντικής καθυστερήσεως της πτήσεως αυτής με ανταπόκριση δυνάμει του κανονισμού 261/2004 στηρίζεται σε συμβάν που επήλθε κατά την πρώτη από τις ως άνω πτήσεις, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον αερομεταφορέα που δεν είναι ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.