Language of document : ECLI:EU:F:2010:135

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2010

Υπόθεση F-96/08

Maria Concetta Cerafogli

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Αποδοχές — Πρόσθετη αύξηση μισθού — Προαγωγή ad personam — Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού για τον καθορισμό των κριτηρίων χορηγήσεως των προσθέτων αυξήσεων μισθού»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία η M. C. Cerafogli ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΚΤ με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να της χορηγήσει, για το έτος 2008, συμπληρωματική αύξηση μισθού και προαγωγή ad personam.

Απόφαση: Η απόφαση με την οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε να χορηγήσει στην προσφεύγουσα, για το έτος 2008, πρόσθετη αύξηση μισθού ακυρώνεται. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταδικάζεται να καταβάλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 3 000 ευρώ. Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή προσωπικού — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 45 και 46)

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή προσωπικού — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο — Λόγος υπάρξεως

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 46)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως — Ηθική βλάβη που μπορεί να διαχωριστεί από την έλλειψη νομιμότητας και δεν επανορθώνεται πλήρως με την ακύρωση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.      Το άρθρο 46 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν περιορίζει την υποχρέωση διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού στις περιπτώσεις τροποποιήσεως «πράξεων νομοθετικού περιεχομένου», αλλά επιβάλλει την υποχρέωση αυτή σε σχέση με κάθε πράξη αφορώσα, πέραν των εργασιακών ρυθμίσεων αυτών καθαυτές, «ζητήματα» που άπτονται των ρυθμίσεων αυτών και τα οποία συναρτώνται με έναν από τους τομείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 45 των εν λόγω όρων απασχολήσεως, ένας εκ των οποίων είναι ο τομέας των αμοιβών του προσωπικού.

Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του περιεχομένου του, ένα έγγραφο προσανατολισμού, υιοθετούμενο από τη διοίκηση, το οποίο ορίζει τα ακριβή κριτήρια σχετικά με την χορήγηση των συμπληρωματικών μισθολογικών αυξήσεων στα μέλη του προσωπικού συνιστά γενικής ισχύος πράξη αφορώσα τις αμοιβές του προσωπικού και, συνεπώς, υπάγεται στην υποχρέωση διαβουλεύσεως που απορρέει από τα άρθρα 45 και 46 των εν λόγω όρων απασχολήσεως. Οι διατάξεις δε αυτές επιβάλλουν διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την επιτροπή προσωπικού πριν από την υιοθέτηση του εν λόγω εγγράφου, χωρίς την οποία το έγγραφο είναι παράνομο.

(βλ. σκέψεις 47 και 51 έως 53)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Νοεμβρίου 2003, T‑63/02, Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2003, σ. II‑4929, σκέψη 21

2.      Η διαβούλευση με την Επιτροπή Προσωπικού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 των όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνεπάγεται απλώς το δικαίωμά της εν λόγω επιτροπής να διατυπώσει την άποψή της. Κατά συνέπεια, πρόκειται για περιορισμένης εκτάσεως συμμετοχή στη λήψη αποφάσεως, καθόσον επ’ ουδενί λόγω συνεπάγεται υποχρέωση της διοικήσεως να ακολουθήσει τις παρατηρήσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή Προσωπικού στο πλαίσιο της διαβουλεύσεως. Εντούτοις, για να μην αναιρείται η πρακτική αποτελεσματικότητα της διαβουλεύσεως, η διοίκηση πρέπει να τηρεί την υποχρέωση αυτή οσάκις η διαβούλευση με την Επιτροπή Προσωπικού ενδέχεται να επηρεάσει το περιεχόμενο της θεσπιζομένης πράξεως.

Εξάλλου, η έκταση της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Προσωπικού, όπως την έχει ορίσει ο νομοθέτης, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τους σκοπούς της. Αφενός η διαβούλευση αυτή σκοπό έχει να προσφέρει σε όλα τα μέλη του προσωπικού, μέσω αυτής της επιτροπής του, ως εκπροσωπούσας τα κοινά τους συμφέροντα, τη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους πριν από την έκδοση ή τροποποίηση πράξεων γενικής ισχύος που τους αφορούν. Αφετέρου η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής είναι προς το συμφέρον τόσο των μελών του προσωπικού όσο και της διοικήσεως, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κάθε μέλος του προσωπικού, μέσω ατομικής διοικητικής διαδικασίας, να προβάλει την ύπαρξη τυχόν σφαλμάτων. Έτσι, η διαβούλευση αυτή, δεδομένου ότι εξυπηρετεί την πρόληψη της υποβολής σειράς ατομικών αιτήσεων με την ίδια αιτίαση, υπηρετεί ταυτόχρονα την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

(βλ. σκέψεις 49 και 50)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Μαρτίου 2001, T‑192/99, Dunnett κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2001, σ. II‑813, σκέψη 90

3.      Η ακύρωση παράνομης πράξεως μπορεί να συνιστά, αυτή καθαυτή, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη εκτός εάν η προσφεύγουσα-ενάγουσα αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν είναι δυνατό να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

(βλ. σκέψη 75)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 131 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία