Language of document : ECLI:EU:F:2010:48

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2010

Υπόθεση F-56/09

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αγωγή αποζημιώσεως — Πρόσβαση της Διοικήσεως στην υπηρεσιακή κατοικία υπαλλήλου — Σεβασμός του ασύλου της κατοικίας και της ιδιωτικής ζωής»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο L. Marcuccio ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, την κήρυξη ως νομικώς ανυπόστατης ή την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της αιτήσεώς του για την αποκατάσταση των βλαβών που υπέστη από την παράνομη είσοδο, την 8η Απριλίου 2002, υπαλλήλων της Επιτροπής στην υπηρεσιακή κατοικία του στη Λουάντα (Ανγκόλα) και από την παράνομη λήψη, επ’ ευκαιρία της εν λόγω εισόδου, φωτογραφιών και σημειώσεων σχετικών με τα προσωπικά του είδη και, αφετέρου, την αποκατάσταση των βλαβών αυτών.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό των 5 000 ευρώ. Η απόφαση της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, στο μέτρο που απορρίπτει την από 24 Απριλίου 2008 αίτηση του L. Marcuccio, με την οποία αυτός είχε ζητήσει από την Επιτροπή να του αποστείλει τις φωτογραφίες, να καταστρέψει τα συναφή φωτογραφικά αρχεία και να του κοινοποιήσει τα σχετικά με την καταστροφή αυτή στοιχεία, ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως με την οποία απερρίφθη αίτηση αποζημιώσεως — Αίτημα μη παρουσιάζον αυτοτέλεια σε σχέση με τα αποζημιωτικά αιτήματα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Μέτρο εσωτερικής οργανώσεως των υπηρεσιών — Δεν εμπίπτει — Αγωγή για την επανόρθωση των επιζήμιων συνεπειών των εν λόγω μέτρων — Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91 § 1)

3.      Υπάλληλοι — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα των φυσικών προσώπων στο απαραβίαστο του ασύλου της κατοικίας — Προστασία έναντι των αυθαίρετων ή δυσανάλογων επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας — Πρόσβαση της Διοικήσεως στην υπηρεσιακή κατοικία του υπαλλήλου άνευ τηρήσεως των διαδικαστικών διατυπώσεων — Προσβολή — Υπηρεσιακό πταίσμα

(Άρθρο 6 § 2 ΣΕΕ)

4.      Υπάλληλοι — Αποφάσεις επιβάλλουσες χρηματικές υποχρεώσεις — Μέσα εκτελέσεως — Συμψηφισμός — Προϋπόθεση

(Άρθρο 256 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 46)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή-αγωγή — Αντικείμενο

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

6.      Διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου σε μέρος των δικαστικών εξόδων του

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 89 § 2)

1.      Η απόφαση θεσμικού οργάνου με την οποία απορρίπτεται αίτηση αποζημιώσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως αγωγής λόγω ευθύνης του οργάνου ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα το ότι παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου αγωγή αποζημιώσεως. Συνεπώς, αιτήματα τα οποία κατατείνουν στην κήρυξη της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ως νομικώς ανυπόστατης ή, επικουρικώς, στην ακύρωσή της δεν δύνανται να αξιολογούνται κατά τρόπο αυτοτελή σε σχέση με τα αποζημιωτικά αιτήματα.

(βλ. σκέψη 30)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1997, T‑90/95, Gill κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑471 και II‑1231, σκέψη 45· 6 Μαρτίου 2001, T‑77/99, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑61 και II‑293, σκέψη 68· 5 Δεκεμβρίου 2002, T‑209/99, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑243 και II‑1211, σκέψη 32

ΔΔΔΕΕ: 25 Μαρτίου 2010, F‑102/08, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 23

2.       Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, ένας υπάλληλος δύναται να προβάλει καθ’ όλα παραδεκτώς, προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματός του, τον παράτυπο χαρακτήρα μέτρων πρακτικής φύσεως τα οποία δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις, εφόσον δεν επιδιώκει την ακύρωση των μέτρων αυτών, αλλά την επανόρθωση των επιζήμιων συνεπειών τους.

(βλ. σκέψη 41)

3.      Το θεμελιώδες δικαίωμα του απαραβιάστου της κατοικίας των φυσικών προσώπων, γενική αρχή κοινή στα δίκαια των κρατών μελών, η οποία προσεπικυρώνεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΣΕΕ, εγγυάται προστασία έναντι των αυθαιρέτων και δυσανάλογων επεμβάσεων της δημόσιας εξουσίας στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας κάθε προσώπου· ενδεχόμενη επέμβαση πρέπει να έχει νομικό έρεισμα και να δικαιολογείται από λόγους που προβλέπονται από τον νόμο σε όλα τα νομικά συστήματα των κρατών μελών.

Με τον όρο «κατοικία» νοείται και η υπηρεσιακή κατοικία που η Διοίκηση παραχωρεί σε υπάλληλο, αποκλειστικώς για ιδιωτική χρήση, στον τόπο όπου αυτός ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος, ο οποίος τελεί σε άδεια ασθενείας, διαμένει προσωρινώς σε άλλο κράτος στερείται σημασίας, καθώς μια τέτοια απουσία δεν συνεπάγεται μετατόπιση του κέντρου των ενδιαφερόντων του.

Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση εισέρχεται στην υπηρεσιακή κατοικία του υπαλλήλου, χωρίς αυτός να έχει ενημερωθεί ή, κατά μείζονα λόγο, χωρίς η Διοίκηση να έχει εξετάσει το ενδεχόμενο εναντιώσεως εκ μέρους του, προσβάλλει το δικαίωμα του υπαλλήλου για σεβασμό της περιουσίας, της κατοικίας και της ιδιωτικής του ζωής και υποπίπτει σε υπηρεσιακό πταίσμα δυνάμενο να θεμελιώσει την ευθύνη της. Το συμπέρασμα αυτό δεν δύναται να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι έχει μεσολαβήσει απόφαση νέας τοποθετήσεως του υπαλλήλου ή από λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος, όπως η ανάγκη εξακριβώσεως της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται η εκτεθείσα σε άσχημες καιρικές συνθήκες κατοικία. Πράγματι, οι περιστάσεις αυτές δεν δύνανται να απαλλάξουν τη Διοίκηση από την υποχρέωση τηρήσεως διατυπώσεων, τουλάχιστον δε από την υποχρέωση προηγουμένης ενημερώσεως του υπαλλήλου για την αναγκαιότητα άμεσης εξακριβώσεως της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται η κατοικία του.

(βλ. σκέψεις 51 έως 55, 57 και 61 έως 66)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψεις 17 και 19

4.      Από το άρθρο 256 ΕΚ προκύπτει ότι η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής διέπεται από τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος στο οποίο αυτή λαμβάνει χώρα και ότι ο έλεγχος του συννόμου των εκτελεστικών μέτρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα θεσμικού οργάνου να προσφύγει σε μέσα εκτελέσεως όπως ο συμψηφισμός, υπό τον όρον ότι υφίσταται ρητό νομικό έρεισμα, όπως, επί παραδείγματι, το άρθρο 46 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), το οποίο επιτρέπει την παρακράτηση οιουδήποτε ποσού που ο υπάλληλος οφείλει στις Κοινότητες από τη σύνταξη αρχαιότητας ή το επίδομα αναπηρίας που αυτός δικαιούται.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Ιουνίου 2001, T‑214/00, X κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑143 και II‑663, σκέψεις 21 έως 23

5.      Ελλείψει νομικού ερείσματος παρέχοντος στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την αρμοδιότητα να επιβάλει σε θεσμικό όργανο ημερήσια χρηματική ποινή έως την εκτέλεση των μέτρων στην οποία το όργανο αυτό υποχρεούται να προβεί βάσει αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου, αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η επιβολή τέτοιας χρηματικής ποινής πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτα.

Εν πάση περιπτώσει, ελλείψει οιουδήποτε στοιχείου από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι το θεσμικό όργανο δεν θα εκπληρώσει τις κατ’ άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρεώσεις του έναντι του ενδιαφερομένου, η επιβολή χρηματικής ποινής στο εν λόγω όργανο, με σκοπό την άσκηση πιέσεως σε αυτό, αποκλείεται.

(βλ. σκέψεις 80 έως 82)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 31· 12 Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψη 45

6.      Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δύναται, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να κατανείμει τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων ή να αποφασίσει ότι έκαστος των διαδίκων φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Συναφώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο νικήσας διάδικος έχει διατυπώσει σημαντικό αριθμό αιτημάτων τα οποία απορρίφθηκαν από το δικαστήριο και έχει προβάλει ενώπιον του δικαστή υπέρμετρες αξιώσεις αποζημιώσεως, πρέπει να καταδικαστεί ο αντίδικος να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, ένα μέρος μόνον των εξόδων του νικήσαντος διαδίκου.

(βλ. σκέψεις 86 έως 88)