Language of document : ECLI:EU:T:2019:310

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2019 (*)(i)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Κίνας και Ρωσίας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Καταγραφή των εισαγωγών – Αναδρομική επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1329 – Γνώση του εισαγωγέα για την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ και ζημίας – Περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών η οποία είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχεία γʹ και δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036»

Στην υπόθεση T‑749/16,

Stemcor London Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

Samac Steel Supplies Ltd, με έδρα το Λονδίνο,

εκπροσωπούμενες από τους F. Di Gianni και C. Van Hemelrijck, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J.-F. Brakeland, N. Kuplewatzky, T. Maxian Rusche και E. Schmidt,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Eurofer, Association européenne de l’acier, ASBL, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους O. Prost, A. Coelho Dias και S. Seeuws, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για τη μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1329 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, για την είσπραξη του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2016, L 210, σ. 27),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, E. Buttigieg (εισηγητή) και B. Berke, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Stemcor London Ltd και Samac Steel Supplies Ltd, είναι δύο εταιρίες αγγλικού δικαίου οι οποίες εισάγουν και εμπορεύονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ άλλων, πλατέα προϊόντα ψυχρής έλασης από χάλυβα, όπως τα μνημονευόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/1329 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2016, για την είσπραξη του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2016, L 210, σ. 27, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

2        Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε την 1η Απριλίου 2015 από την Eurofer, Association européenne de l’acier, ASBL (στο εξής: Eurofer), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε, στις 14 Μαΐου 2015, την ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2015, C 161, σ. 9, στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας), σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [(ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22), όπως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός)].

3        Η σχετική με το ντάμπινγκ και τη ζημία έρευνα αφορούσε το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 2014 και 31ης Μαρτίου 2015 (στο εξής: περίοδος έρευνας), ενώ η εξέταση των τάσεων προκειμένου να εκτιμηθεί η ζημία κάλυψε το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2011 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

4        Κατόπιν αίτησης υποβληθείσας από την Eurofer, η Επιτροπή εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2325, της 11ης Δεκεμβρίου 2015, για την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2015, L 328, σ. 104), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 13 Δεκεμβρίου 2015.

5        Στις 11 Ιανουαρίου 2016 οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στην Επιτροπή γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2325. Υποστήριξαν ότι οι προϋποθέσεις για την αναδρομική επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στα οικεία προϊόντα δεν πληρούνταν και ότι η καταγραφή των εισαγωγών καθώς και η αναδρομική επιβολή των δασμών αυτών θα επέφεραν σημαντικές επιζήμιες συνέπειες για τους εισαγωγείς και τους χρήστες των προϊόντων αυτών στην Ένωση. Στις 14 Ιανουαρίου 2016 οι προσφεύγουσες εξέθεσαν τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής κατά την ακρόαση που διοργανώθηκε κατόπιν αιτήματός τους.

6        Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/181, της 10ης Φεβρουαρίου 2016, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2016, L 37, σ. 1), η Επιτροπή επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στα οικεία προϊόντα από τις 13 Φεβρουαρίου 2016 και κάλεσε τις τελωνειακές αρχές να διακόψουν την καταγραφή των εισαγωγών των οικείων προϊόντων.

7        Στις 17 Φεβρουαρίου 2016 η Επιτροπή απηύθυνε στις προσφεύγουσες καθώς και σε άλλους εισαγωγείς αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με τα οικεία προϊόντα που εισήχθησαν μεταξύ 1ης Απριλίου 2015 και 31ης Ιανουαρίου 2016. Με έγγραφα της 9ης και της 17ης Μαρτίου 2016, οι προσφεύγουσες απάντησαν στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής.

8        Στις 26 Φεβρουαρίου 2016 οι προσφεύγουσες εξέθεσαν εκ νέου τις απόψεις τους κατά την ακρόαση η οποία διοργανώθηκε από την Επιτροπή κατόπιν αιτήματός τους και επανέλαβαν ότι οι προϋποθέσεις για την αναδρομική επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δεν πληρούνταν.

9        Στις 8 Ιουνίου 2016 η Επιτροπή ανακοίνωσε στις προσφεύγουσες τα οριστικά συμπεράσματά της σύμφωνα με τα οποία σκόπευε να προβεί στην αναδρομική είσπραξη οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές.

10      Στις 15 Ιουνίου 2016 οι προσφεύγουσες εξέθεσαν τις απόψεις τους ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων και αντέκρουσαν τα συμπεράσματα που περιέχονταν στην ανακοίνωση των οριστικών συμπερασμάτων της Επιτροπής.

11      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1328, της 29ης Ιουλίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΕΕ 2016, L 210, σ. 1), η Επιτροπή επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στα εν λόγω προϊόντα και αποφάσισε να εισπράξει οριστικά τον προσωρινό δασμό που είχε επιβληθεί στα εν λόγω προϊόντα. Την ίδια ημέρα η Επιτροπή εξέδωσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος προβλέπει την αναδρομική είσπραξη του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ για τις καταγεγραμμένες σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2325 εισαγωγές.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Οκτωβρίου 2016, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαρτίου 2017, η Eurofer ζήτησε να της επιτραπεί παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2017, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να τύχουν εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι της Eurofer ορισμένα στοιχεία περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής και στα παραρτήματά της, στην περίπτωση που επιτραπεί στην Eurofer να παρέμβει. Οι προσφεύγουσες επισύναψαν μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων αυτών στην εν λόγω αίτηση.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2017, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να τύχουν εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι της Eurofer ορισμένα στοιχεία περιλαμβανόμενα στο υπόμνημα αντικρούσεως και στα παραρτήματά του, σε περίπτωση που επιτραπεί στην Eurofer να παρέμβει.

16      Με διάταξη της 3ης Μαΐου 2017, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην Eurofer να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής και διέταξε την κοινοποίηση σε αυτήν των μη εμπιστευτικών κειμένων των εν λόγω εγγράφων.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 2017, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να τύχουν εμπιστευτικής μεταχείρισης έναντι της Eurofer ορισμένα στοιχεία περιλαμβανόμενα στο υπόμνημα απαντήσεως και στα παραρτήματά του. Επισύναψαν μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων αυτών στην εν λόγω αίτηση.

18      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 2017, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αιτιολογημένη αίτηση, βάσει του άρθρου 106 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου να ακουστούν στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας.

19      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατά το μέρος που τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

21      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή της κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προϋπόθεσης σχετικά με τη «γνώση» του εισαγωγέα για την έκταση του ντάμπινγκ. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά το ότι η εκτίμηση της σχετικής με την «περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών» προϋπόθεσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, στηρίχθηκε εσφαλμένως στο χρονικό διάστημα από τον πρώτο πλήρη μήνα μετά τη δημοσίευση της έναρξης της έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τον τελευταίο πλήρη μήνα πριν από την επιβολή προσωρινών μέτρων. Τέλος, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία η περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών πρέπει να «είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή της κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προϋπόθεσης σχετικά με τη «γνώση» του εισαγωγέα για την ύπαρξη ντάμπινγκ και την έκτασή του

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

23      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού καθόσον έκρινε ότι οι εισαγωγείς γνώριζαν ή «όφειλ[αν] να γνωρίζ[ουν] την ύπαρξη του ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα την έκταση του ντάμπινγκ και την εικαζόμενη ή αποδεδειγμένη ζημία», υπό την έννοια της εν λόγω διάταξης, διότι είχε κοινοποιηθεί το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας της Eurofer και είχε δημοσιευθεί η ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας.

24      Συγκεκριμένα, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, στηριζόμενες σε συγκριτική ανάλυση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της προπαρατεθείσας διάταξης, ότι ο όρος «εικαζόμενη» αναφέρεται μόνο στον όρο «ζημία» και όχι και στον όρο «ντάμπινγκ». Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, όσον αφορά τις επίδικες πρακτικές ντάμπινγκ, ότι ο εισαγωγέας γνώριζε την «πραγματική» ύπαρξή τους, καθώς και την έκτασή τους, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

25      Δεύτερον, το συμπέρασμα ότι ο εισαγωγέας γνώριζε την ύπαρξη ντάμπινγκ και την έκτασή του λόγω της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και λόγω της παρασχεθείσας πρόσβασης στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας, κατά την άποψή τους, σημαίνει ότι η γνώση του εισαγωγέα τεκμαίρεται, σε κάθε περίπτωση, «αμάχητα», εφόσον αυτός αναγράφεται ως ενδιαφερόμενο για την έρευνα μέρος, απλώς και μόνο από την έναρξή της και, ως εκ τούτου, το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, η αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ προδήλως συνιστά εξαιρετικό μέτρο, όπως προκύπτει, ιδίως, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, και, κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις και οι διατάξεις που επάγονται δυσμενείς συνέπειες έναντι ιδιωτών πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

26      Τρίτον, απλοί μη αντιφατικοί ισχυρισμοί περιλαμβανόμενοι σε καταγγελία καθώς και στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη ντάμπινγκ και περιλαμβάνονται σε ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας δεν μπορούν να εξομοιωθούν με πληροφορίες που παρέχουν στον εισαγωγέα τη δυνατότητα να αντιληφθεί την έκταση του ντάμπινγκ, πράγμα που κατ’ ανάγκη προϋποθέτει περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, και, κατά συνέπεια, το αναμενόμενο επίπεδο του δασμού αντιντάμπινγκ που θα μπορούσε να εισπραχθεί μεταγενέστερα. Συγκεκριμένα, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται σε καταγγελία ή σε ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας δεν αποτελούν στοιχεία αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα, αλλά απλώς μια πολύ αόριστη εικόνα του εικαζόμενου ντάμπινγκ και δεν μπορούν επομένως να αποτελέσουν αντικειμενική βάση για να αποδειχθεί η γνώση της έκτασης του ντάμπινγκ, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αρκεί το ντάμπινγκ να είναι εικαζόμενο. Τέτοια αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα στοιχεία μπορεί να αποτελούν οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις των απαντήσεων που δόθηκαν στα ερωτηματολόγια από τους παραγωγούς-εξαγωγείς, διότι παρέχουν τη δυνατότητα στον εισαγωγέα να αντιληφθεί την ύπαρξη ντάμπινγκ και να εκτιμήσει την έκτασή του.

27      Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, όσον αφορά την καταγγελία της Eurofer, οι ενδείξεις ήταν ανεπαρκείς λόγω του μη αντιπροσωπευτικού, αόριστου και ως επί το πλείστον εμπιστευτικού χαρακτήρα τους. Κατά τις προσφεύγουσες, ο υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές από τη Ρωσία βασιζόταν σε ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Επιπλέον, η εν λόγω καταγγελία δεν περιλάμβανε πληροφορίες σχετικά με την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ για τον συγκεκριμένο Ρώσο παραγωγό-εξαγωγέα από τον οποίο αγόρασαν τα οικεία προϊόντα κατά τη διάρκεια της περιόδου καταγραφής. Ωστόσο, για την πλήρωση της κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προϋπόθεσης σχετικά με τη γνώση της ύπαρξης ντάμπινγκ και της έκτασής του, οι εισαγωγείς πρέπει να διαθέτουν αξιόπιστες πληροφορίες για την έκταση του εφαρμοζόμενου ντάμπινγκ από κάθε συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα. Μολονότι οι περιλαμβανόμενοι στην καταγγελία υπολογισμοί, οι οποίοι ουδέποτε στηρίζονται σε λεπτομερείς πληροφορίες, ενδεχομένως επαρκούν για την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, δεν επαρκούν εντούτοις για την απόδειξη της γνώσης της έκτασης του ντάμπινγκ προκειμένου να γίνει χρήση του εξαιρετικού μηχανισμού αναδρομικής επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Επιπροσθέτως, τα μη εμπιστευτικά κείμενα των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που υποβλήθηκαν εξ ονόματος των παραγωγών-εξαγωγέων δεν περιλάμβαναν σημαντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των δικών τους περιθωρίων ντάμπινγκ, ενώ ούτε ο φάκελος περιλάμβανε τέτοιες πληροφορίες. Αντιθέτως, οι παραγωγοί-εξαγωγείς εξακολουθούσαν να αντιτάσσονται έντονα στην έναρξη της έρευνας.

28      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

29      Το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ σε προϊόντα που τέθηκαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι κατά το παρελθόν έχουν ασκηθεί πρακτικές ντάμπινγκ ως προς το συγκεκριμένο προϊόν επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή ότι «ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα την έκταση του ντάμπινγκ και την εικαζόμενη ή αποδεδειγμένη ζημία».

30      Πρέπει να σημειωθεί ότι, στο κείμενο του βασικού κανονισμού στη γερμανική γλώσσα, αυτή η τελευταία προϋπόθεση έχει διατυπωθεί ως εξής: «der Einführer nach dem Ausmaß des Dumpings und der angeblichen oder festgestellten Schädigung von dem Dumping Kenntnis hatte oder hätte haben müssen». Στο πορτογαλικό κείμενο, αναγράφεται ότι «o importador tivesse ou devesse ter tido conhecimento dessas práticas no que respeita à importância do dumping e do prejuízo alegados ou verificados» και, στο αγγλικό κείμενο, προβλέπεται ότι «the importer was aware of, or should have been aware of, the dumping as regards the extent of the dumping and the injury alleged or found».

31      Από την εξέταση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της προπαρατεθείσας διάταξης προκύπτει ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ τους. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι αποδόσεις στη γερμανική και τη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιούν τους όρους «εικαζόμενη» και «αποδεδειγμένη» στον ενικό αριθμό, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι όροι αυτοί αναφέρονται μόνο στη ζημία και όχι στις πρακτικές ντάμπινγκ ή στην έκτασή τους. Η απόδοση στην πορτογαλική, αντιθέτως, χρησιμοποιεί τους όρους «εικαζόμενη» και «αποδεδειγμένη» στον πληθυντικό αριθμό, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι όροι αυτοί αναφέρονται στην έκταση της ζημίας και των πρακτικών ντάμπινγκ. Τέλος, η απόδοση στην αγγλική γλώσσα επιτρέπει τόσο ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι όροι «alleged» και «found» αναφέρονται μόνο στη ζημία όσο και ερμηνεία σύμφωνα με την οποία οι προαναφερθέντες όροι αναφέρονται στη ζημία και στο ντάμπινγκ ή ακόμη και στην έκτασή τους.

32      Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση διάστασης μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της εν γένει οικονομίας και του σκοπού που επιδιώκεται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Vueling Airlines, C‑487/12, EU:C:2014:2232, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Σύμφωνα με τον σκοπό και την οικονομία του βασικού κανονισμού, και δη την αιτιολογική σκέψη 17 και το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, η αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ αποβλέπει στην αποτροπή της εξουδετέρωσης της επανορθωτικής επίδρασης των οριστικών μέτρων και της υπονόμευσης της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών, υποχρεώνοντας τους εισαγωγείς που έχουν δημιουργήσει αποθέματα των εμπορευμάτων μετά τον εκτελωνισμό να πωλήσουν τα εμπορεύματα που εισήγαγαν κατά την περίοδο καταγραφής σε μη ζημιογόνες τιμές (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2013, Paltrade, C‑667/11, EU:C:2013:368, σκέψεις 28 και 29, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψη 50). Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη από τις προσφεύγουσες ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία για την πλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγείς γνώριζαν την ύπαρξη «πραγματικών» και όχι απλώς «εικαζόμενων» πρακτικών ντάμπινγκ, καθιστά το άρθρο 10, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

34      Πράγματι, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, μόνο με την ολοκλήρωση της έρευνας, ήτοι κατά τη θέσπιση των οριστικών μέτρων, διαπιστώνεται η «πραγματική» ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ. Επομένως, με βάση την προτεινόμενη από τις προσφεύγουσες ερμηνεία η γνώση των εισαγωγέων θα αποδεικνυόταν, κατά κανόνα, μόνον από της θεσπίσεως των οριστικών μέτρων.

35      Επισημαίνεται, όμως, ότι κρίσιμος για την εκτίμηση της «γνώσης» των εισαγωγέων, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, είναι ο χρόνος πριν από τη θέσπιση των οριστικών μέτρων, δεδομένου ότι η εν λόγω γνώση είναι απαραίτητη για να προσδιοριστεί το χρονικό σημείο από το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσον υφίσταται περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών η οποία είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση των οριστικών μέτρων που πρόκειται να επιβληθούν σε μεταγενέστερο στάδιο.

36      Προκύπτει, επίσης, ότι, αν η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών ληφθεί υπόψη μόνον από της επιβολής των οριστικών δασμών, εμποδίζεται κάθε δυνατότητα προσφυγής στην αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών και ότι μια τέτοια ερμηνεία στερείται, ως εκ τούτου, νοήματος.

37      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η υποστηριζόμενη από τις προσφεύγουσες άποψη υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας της επίμαχης διάταξης, στον βαθμό που καταλήγει να λαμβάνει υπόψη μόνο την περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη «πραγματικού» ντάμπινγκ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή και ότι οι όροι «εικαζόμενη» ή «αποδεδειγμένη» πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρονται τόσο στην έκταση του ντάμπινγκ όσο και στην έκταση της ζημίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω διάταξης.

38      Η ερμηνεία αυτή εξάλλου επιρρωννύεται από το ιστορικό θέσπισης της επίμαχης διάταξης με τον κανονισμό (ΕΚ) 3283/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1994, L 349, σ. 1), όπως αυτό απορρέει από το έγγραφο COM(94) 414 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Οκτωβρίου 1994, με τίτλο «Νομοθεσία εφαρμογής των αποτελεσμάτων του Γύρου της Ουρουγουάης». Για παράδειγμα, στη σελίδα 156 του εγγράφου αυτού, η Επιτροπή παρατηρεί ότι «προτείνεται (άρθρο 10, παράγραφος 4, της πρότασης) να προβλεφθεί ότι […] η “γνώση” [των πρακτικών ντάμπινγκ από τον εισαγωγέα] θεωρείται αποδεδειγμένη όταν τα υποτιθέμενα ή διαπιστωθέντα περιθώρια είναι υψηλά».

39      Προς αντίκρουση της αιτίασης των προσφευγουσών κατά την οποία το συμπέρασμα ότι ο εισαγωγέας γνώριζε την έκταση του ντάμπινγκ με βάση το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας και την ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας σημαίνει ότι η γνώση αυτή τεκμαίρεται συστηματικά και «αμάχητα», ενώ το άρθρο 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού θα έπρεπε να ερμηνεύεται συσταλτικά, ως εξαίρεση από την αρχή της μη αναδρομικότητας των δασμών αντιντάμπινγκ, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι εναπόκειται στην αρμόδια για την έρευνα αρχή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο τα αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την έκταση του εικαζόμενου ή αποδεδειγμένου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ή αποδεδειγμένης ζημίας και ότι εναπόκειται επομένως στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει αν η αρμόδια για την έρευνα αρχή απέδειξε τη συνδρομή τέτοιων αντικειμενικών στοιχείων (πρβλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 16ης Μαΐου 2013, Hardimpex, C‑444/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:318, σκέψεις 28 και 29).

40      Ωστόσο, προκύπτει εν προκειμένω ότι η ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 14 Μαΐου 2015, και το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας, το οποίο κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες ήδη στις 18 Μαΐου 2015, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περιέχουν ορισμένους ισχυρισμούς και αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν και επισημαίνουν την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας.

41      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις εξαγωγές καταγωγής Κίνας, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις παραγράφους 58 και 59 του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας ότι το αποτέλεσμα του υπολογισμού που πραγματοποίησε ο καταγγέλλων εμφαίνει σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ 28 % και ότι, κατά συνέπεια, το επίπεδο ντάμπινγκ είναι σημαντικό και πολύ υψηλότερο από το προβλεπόμενο στον βασικό κανονισμό ελάχιστο όριο.

42      Όσον αφορά τις εξαγωγές καταγωγής Ρωσίας, από τις παραγράφους 89 και 90 του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας προκύπτει ότι το αποτέλεσμα του υπολογισμού που πραγματοποίησε ο καταγγέλλων αναφέρει περιθώριο ντάμπινγκ μεταξύ 10-15 % και 20-25 % και ότι, κατά συνέπεια, το επίπεδο του ντάμπινγκ είναι σημαντικό και πολύ υψηλότερο από το προβλεπόμενο στον βασικό κανονισμό ελάχιστο όριο.

43      Στη συνέχεια, όσον αφορά τη ζημία, στην οποία αναφέρεται το σημείο 5 της καταγγελίας, από τις παραγράφους 82, 83, 128, 133, 134 και 147 του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει εκ πρώτης όψεως η ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ εκ μέρους των Ρώσων και των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων ορισμένων πλατέων προϊόντων ψυχρής έλασης από χάλυβα, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, γεγονός που δικαιολογεί την κίνηση έρευνας αντιντάμπινγκ από την Επιτροπή και την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ το συντομότερο δυνατόν.

44      Επίσης, από τα σημεία 3 και 4 της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας προκύπτει ότι «τα περιθώρια ντάμπινγκ που υπολογίστηκαν είναι σημαντικά για τις οικείες χώρες» και ότι «[τ]α εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο καταγγέλλων καταδεικνύουν ότι ο όγκος και οι τιμές του εισαγόμενου προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας έχουν, μεταξύ άλλων συνεπειών, επηρεάσει αρνητικά τις πωλούμενες ποσότητες, το επίπεδο των τιμών που χρεώθηκαν και το μερίδιο της αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των συνολικών επιδόσεων, της οικονομικής κατάστασης και της απασχόλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης».

45      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι οι προσφεύγουσες, ως ενημερωμένοι επαγγελματίες, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας ήδη από τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν γνώση της καταγγελίας και της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας, χωρίς, πάντως, το τεκμήριο αυτό να είναι «αμάχητο», δεδομένου ότι η γνώση των προσφευγουσών συνήχθη βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως προκύπτει και από τις σκέψεις 53 έως 55 κατωτέρω, και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεδειγμένη ιδίως αν τα εικαζόμενα περιθώρια του ντάμπινγκ ήταν χαμηλά, αν ο φάκελος στηριζόταν αποκλειστικά σε κίνδυνο ζημίας ή αν ακόμη η καταγγελία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον βασικό κανονισμό, πράγμα που θα επέτρεπε στον εισαγωγέα να αντιταχθεί στην έναρξη της έρευνας και να υποστηρίξει ότι η προϋπόθεση της γνώσης δεν επληρούτο, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή.

46      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού εξαρτά την αναδρομική είσπραξη των οριστικών δασμών, η οποία έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση από την αρχή της μη αναδρομικότητας των δασμών αντιντάμπινγκ, από τη συνδρομή πλειόνων σωρευτικών προϋποθέσεων. Συγκεκριμένα πρέπει, πρώτον, οι εισαγωγές να υπέκειντο προηγουμένως σε καταγραφή, πράγμα που απαιτεί ήδη σε αυτό το στάδιο να είναι η αίτηση καταγραφής δεόντως αιτιολογημένη, δεύτερον, η Επιτροπή να έχει παράσχει στους εισαγωγείς την ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις, τρίτον, κατά το παρελθόν να έχουν ασκηθεί πρακτικές ντάμπινγκ ως προς το συγκεκριμένο προϊόν επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή ο εισαγωγέας να γνώριζε ή να όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ, την έκτασή τους και την έκταση της εικαζόμενης ή αποδεδειγμένης ζημίας και, τέταρτον, πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, να έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί.

47      Κατά συνέπεια, όπως επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ανακριβώς υποστηρίζεται ότι, αν αναγνωρισθεί ότι η γνώση της έκτασης του εικαζόμενου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας μπορεί να απορρέει από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και από την παροχή πρόσβασης στην καταγγελία, η αναδρομική επιβολή δασμών είναι εφικτή για κάθε έρευνα αντιντάμπινγκ.

48      Επιπλέον, η αποδοχή μιας ερμηνείας τόσο στενής όσο η προτεινόμενη από τις προσφεύγουσες θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, να εμποδίσει τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των οριστικών μέτρων. Τούτο θα συνέβαινε ιδίως αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι τα περιλαμβανόμενα σε καταγγελία ή σε ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας στοιχεία δεν είναι εν πάση περιπτώσει «ούτε αντιπροσωπευτικά ούτε αξιόπιστα» για την απόδειξη της γνώσης της έκτασης του ντάμπινγκ.

49      Κατ’ αρχάς, ούτε ο βασικός κανονισμός ούτε η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 Α της συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), απαιτούν «αξιόπιστα και αντιπροσωπευτικά αποδεικτικά στοιχεία» για την απόδειξη της γνώσης των εισαγωγέων.

50      Περαιτέρω, η ποσότητα και η ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται για την πλήρωση της κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προϋπόθεσης της γνώσης είναι κατ’ ανάγκη χαμηλότερες από τις απαιτούμενες για την προκαταρκτική ή την τελική κρίση ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας ή αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που φέρεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας.

51      Εξάλλου, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, κάθε καταγγελία υποβαλλόμενη στην Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που φέρεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας.

52      Τέλος, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Αν, αντιθέτως, εκτιμά ότι τα υποβληθέντα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση της έρευνας, η καταγγελία απορρίπτεται, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού.

53      Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας περιλαμβάνει τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δηλαδή τα στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ για τα οικεία προϊόντα, της προκαλούμενης ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που φέρεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω, το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας μνημονεύει υψηλά περιθώρια ντάμπινγκ, τα οποία εκτιμώνται σε 28 % για τις εισαγωγές καταγωγής Κίνας και έως 20‑25 % για τις εισαγωγές καταγωγής Ρωσίας.

54      Δεύτερον, από την ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Κατόπιν της εξέτασης αυτής, διαπίστωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή.

55      Τρίτον, αναγράφεται επίσης στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας ότι «τα περιθώρια ντάμπινγκ που υπολογίστηκαν είναι σημαντικά για τις οικείες χώρες» και ότι «[τ]α εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο καταγγέλλων καταδεικνύουν ότι ο όγκος και οι τιμές του εισαγόμενου προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας έχουν, μεταξύ άλλων συνεπειών, επηρεάσει αρνητικά τις πωλούμενες ποσότητες, το επίπεδο των τιμών που χρεώθηκαν και το μερίδιο της αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, με αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των συνολικών επιδόσεων, της οικονομικής κατάστασης και της απασχόλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης».

56      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς τα όσα προβάλλουν οι προσφεύγουσες, τα περιεχόμενα στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας και στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή εν προκειμένω ούτως ώστε να λάβουν γνώση οι εισαγωγείς, ως ενημερωμένοι επαγγελματίες, της έκτασης του εικαζόμενου ντάμπινγκ, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, από της έναρξης της έρευνας και ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών τα οποία στηρίζονται στην ανεπάρκεια των ενδείξεων που περιείχε το μη εμπιστευτικό κείμενο των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια οι οποίες κατατέθηκαν εξ ονόματος των παραγωγών-εξαγωγέων, πέραν του ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

57      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γενικό επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, από τη συνεκτίμηση των αριθμητικών στοιχείων τα οποία προσκόμισαν στο Γενικό Δικαστήριο και τα οποία αντλούνται από καταγγελίες που προκάλεσαν την έναρξη ερευνών αντιντάμπινγκ στο πρόσφατο παρελθόν, προκύπτει ότι τα περιθώρια του ντάμπινγκ που αρχικώς προβλήθηκαν με τις καταγγελίες μπορούν να διαφέρουν αισθητά από τα οριστικά περιθώρια που αποδείχθηκαν κατά το πέρας των εν λόγω ερευνών, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο σε κάθε περίπτωση να θεμελιωθεί κατά τρόπο αξιόπιστο η γνώση των εισαγωγέων σχετικά με την έκταση του ντάμπινγκ στα μνημονευόμενα στην καταγγελία περιθώρια ντάμπινγκ.

58      Συγκεκριμένα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του αιτήματος της Επιτροπής για τη διαγραφή αυτών των αριθμητικών στοιχείων από τη δικογραφία λόγω της μη παροχής ικανοποιητικών επεξηγήσεων από τις προσφεύγουσες σχετικά με το αν κατατέθηκαν προσηκόντως τους, αρκεί η επισήμανση, αφενός, ότι, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, είναι σύνηθες οι περιλαμβανόμενοι σε καταγγελία υπολογισμοί να μην αντιστοιχούν σε εκείνους στους οποίους προβαίνει η ίδια η Επιτροπή έπειτα από πολλούς μήνες ενδελεχούς έρευνας και, αφετέρου, ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 50 έως 52 ανωτέρω, η ποσότητα και η ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται για την πλήρωση της προϋπόθεσης της γνώσης κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού είναι κατ’ ανάγκην χαμηλότερες από τις απαιτούμενες για την προκαταρκτική ή την τελική κρίση ως προς την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας ή αιτιώδους συνάφειας, παρότι κάθε καταγγελία πρέπει επιπλέον να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία των οποίων την ακρίβεια και πληρότητα εξετάζει η Επιτροπή, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να προσδιορίσει αν τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή ώστε να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

59      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

60      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι από τη γραμματική και τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού και από την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης με βάση τη γενική οικονομία του βασικού κανονισμού και το πλαίσιο στο οποίο αυτός εντάσσεται, καθώς και υπό το πρίσμα της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, προκύπτει ότι η Επιτροπή έπρεπε να αποδείξει ότι κάθε εισαγωγέας είχε ή όφειλε να έχει πραγματική γνώση του γεγονότος ότι οι εισαγωγές είχαν αποτελέσει αντικείμενο ντάμπινγκ και της έκτασής του, αντί να περιοριστεί στην επίκληση συναφώς ενός «αμάχητου» τεκμηρίου όσον αφορά το σύνολο των εμπλεκόμενων εισαγωγέων.

61      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, επίσης, ότι η γνώση απλών εικασιών είναι προδήλως ανεπαρκής για να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη του ότι σκοπός του κριτηρίου αυτού είναι να διασφαλίσει την τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι αρχές αυτές δεν τηρούνται εάν ο εισαγωγέας δεν γνώριζε αξιόπιστες πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με το επίπεδο του ντάμπινγκ, διότι ο εν λόγω εισαγωγέας δεν μπορεί να προβλέψει, κατά την εισαγωγή προϊόντων υποκείμενων σε καταγραφή, το ύψος του οριστικού δασμού που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει αρκετούς μήνες αργότερα και, ως εκ τούτου, να λάβει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση. Επιπλέον, στον βαθμό που, πριν από τη διατύπωση των προσωρινών συμπερασμάτων, δεν είναι γνωστή η «μέγιστη έκθεση» του εισαγωγέα στους δασμούς που θα επιβληθούν μεταγενέστερα, υπάρχει και εξ αυτού του λόγου παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

62      Όσον αφορά τους φερόμενους δεσμούς των προσφευγουσών με τον μεγαλύτερο Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα των οικείων προϊόντων που συμμετείχε στο δείγμα, εξαιτίας των οποίων, κατά την Επιτροπή, το ζήτημα της εκ μέρους των προσφευγουσών γνώσης του ντάμπινγκ και της έκτασής του δεν τίθεται καν, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι δεσμοί αυτοί δεν ασκούν επιρροή στον βαθμό που, αφενός, δεν εισήγαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου καταγραφής, τα οικεία προϊόντα από την Κίνα και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι διέθεταν «πληροφορίες από πρώτο χέρι» λόγω των δεσμών αυτών.

63      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

64      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι κάθε εισαγωγέας είχε ή όφειλε να έχει «πραγματική» γνώση της ύπαρξης ντάμπινγκ και της έκτασής του, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει ρητά ότι αρκεί ο εισαγωγέας να «όφειλε να γνωρίζει» την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας και, επομένως, δεν είναι αναγκαία η απόδειξη «πραγματικής» γνώσης. Εν προκειμένω, όπως καταδείχθηκε με τις σκέψεις 40 έως 58 ανωτέρω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι οι προσφεύγουσες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ και της εικαζόμενης ζημίας λόγω της κοινοποίησης του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας και της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και, ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες είχαν, εν πάση περιπτώσει, στη διάθεσή τους όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να αποδειχθεί ότι γνώριζαν τις εικαζόμενες πρακτικές ντάμπινγκ απλώς και μόνον λόγω της ύπαρξης δεσμών που τις συνέδεαν με τον μεγαλύτερο Κινέζο παραγωγό-εξαγωγέα.

65      Σε απάντηση του επιχειρήματος των προσφευγουσών ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας και η ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας, που περιείχαν απλώς «μη αντιφατικούς ισχυρισμούς», δεν μπορούν να εξομοιωθούν με πληροφορίες που παρέχουν στους εισαγωγείς τη δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του ντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, το αναμενόμενο ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ που μπορεί να εισπραχθεί μεταγενέστερα, πράγμα αντίθετο προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει κατ’ αρχάς να γίνει παραπομπή στην εκτίμηση που απορρέει από τις σκέψεις 40 έως 58 ανωτέρω όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της καταγγελίας και στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας, από όπου προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά ήταν επαρκή ώστε να αποδειχθεί ότι οι προσφεύγουσες, ως ενημερωμένοι επαγγελματίες, γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την έκταση του εικαζόμενου ντάμπινγκ, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

66      Όσον αφορά ειδικότερα την αιτίαση περί προσβολής των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εισαγωγείς ενημερώθηκαν επισήμως, μέσω του κανονισμού για την υποχρέωση καταγραφής, σχετικά με το ενδεχόμενο αναδρομικής επιβολής οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις καταγεγραμμένες εισαγωγές και σχετικά με την αδυναμία προσδιορισμού του ανώτατου ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ που μπορούσε να επιβληθεί αναδρομικά σε στάδιο προγενέστερο των προσωρινών μέτρων, καθώς ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ, όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/2325, ο κανονισμός αυτός προβλέπει ήδη ένα κατ’ εκτίμηση ύψος των δασμών που ήταν δυνατό να επιβληθούν στο μέλλον. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλούνται παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απλώς και μόνον επειδή, κατά την άποψή τους, δεν διέθεταν επαρκώς αξιόπιστες πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με το επίπεδο ντάμπινγκ όταν εισήγαν προϊόντα κατά τη διάρκεια της περιόδου καταγραφής και, κατά συνέπεια, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το ύψος του οριστικού δασμού που θα μπορούσαν να κληθούν να καταβάλουν αναδρομικά.

67      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του, στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, με την αιτιολογική σκέψη 40 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι εισαγωγείς γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την εικαζόμενη πρακτική ντάμπινγκ και την εικαζόμενη ζημία κατά τον χρόνο κοινοποίησης του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας και δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού προϋπόθεσης σχετικά την «περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών»

68      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού συγκρίνοντας, προς εφαρμογή της διάταξης αυτής, τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή μεταξύ Απριλίου 2014 και Μαρτίου 2015, με εκείνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του πρώτου πλήρους μήνα μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα  και του τελευταίου πλήρους μήνα πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2015 και Ιανουαρίου 2016, ενώ η Επιτροπή όφειλε να συγκρίνει τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας με εκείνες που διεξήχθησαν μόνο κατά την περίοδο καταγραφής, δηλαδή μεταξύ Δεκεμβρίου 2015 και Φεβρουαρίου 2016, σύμφωνα με το σύστημα των δύο σταδίων που προβλέπει κατ’ αρχάς την καταγραφή και στη συνέχεια την αναδρομική είσπραξη δασμών μόνον εφόσον η καταγραφή δεν κατέστησε δυνατή τη σημαντική μείωση των εισαγωγών και τη διατήρηση της επανορθωτικής επίδρασης των οριστικών δασμών.

69      Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του σκοπού του, απαιτεί την ύπαρξη αυστηρής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των καταγεγραμμένων εισαγωγών και των εισαγωγών που θεωρούνται ότι εξουδετερώνουν σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί. Ωστόσο, αν αποφασισθεί η αναδρομική είσπραξη δασμών με βάση την εξέλιξη των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής, διαρρηγνύεται η συνάφεια αυτή. Ως εκ τούτου, κρίσιμη είναι η σύγκριση μεταξύ του επιπέδου των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας και του επιπέδου των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής, πράγμα που εξάλλου επιβεβαιώνεται από την προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής. Ελλείψει σημαντικής αύξησης των εισαγωγών κατά την περίοδο καταγραφής, η αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών δεν μπορεί να επιτύχει τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή της σε μεγάλο βαθμό εξουδετέρωσης της επανορθωτικής επίδρασης των οριστικών δασμών. Εξάλλου, εν προκειμένω, μια τέτοια σύγκριση αναδεικνύει την έλλειψη σημαντικής αύξησης των εισαγωγών και, ως εκ τούτου, τη μη πλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού.

70      Οι προσφεύγουσες αντικρούουν επίσης το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι οι εμπλεκόμενοι εισαγωγείς αύξησαν θεαματικά τις εισαγωγές κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών μετά την έναρξη της έρευνας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αύξηση της κατανάλωσης στην Ένωση. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η παρεμβαίνουσα δεν λαμβάνει υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της παραγγελίας των προϊόντων και του πραγματικού εκτελωνισμού τους ώστε να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση, το οποίο δικαιολογεί την άφιξη των οικείων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης κατά τους πρώτους μήνες μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας, ενώ η παραγγελία τους είχε γίνει πολύ πριν από την εν λόγω δημοσίευση.

71      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

72      Το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού απαιτεί, για την αναδρομική επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, «πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, [να] έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών» η οποία, «λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν», του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, να είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί.

73      Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προπαρατεθείσα διάταξη δεν προσδιορίζει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη «περαιτέρω σημαντική[ς] αύξηση[ς] των εισαγωγών», αλλά περιορίζεται απλώς σε αναφορά στον «χρόν[ο] κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν». Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η χρήση από τον νομοθέτη του επιρρήματος «πέραν», σε σχέση με τις εισαγωγές που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, και του επιρρήματος «περαιτέρω», όσον αφορά τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών, δείχνει ότι ο όγκος των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας πρέπει να συγκρίνεται με τον όγκο των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που έπεται της εν λόγω περιόδου έρευνας, χωρίς η εν λόγω διάταξη να προβλέπει ότι το χρονικό διάστημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιορίζεται για οποιονδήποτε λόγο στην περίοδο καταγραφής των εισαγωγών.

74      Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, το κρίσιμο χρονικό διάστημα για την εκτίμηση της «περαιτέρω σημαντική[ς] αύξηση[ς] των εισαγωγών», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνει το διάστημα από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας, καθώς από αυτό το χρονικό σημείο οι εισαγωγείς έλαβαν γνώση του ενδεχομένου μεταγενέστερης επιβολής δασμών, με αναδρομική ισχύ, στις καταγεγραμμένες εισαγωγές και θα μπορούσαν, επομένως, να υποκύψουν στον πειρασμό να πραγματοποιήσουν μαζικές εισαγωγές των οικείων προϊόντων ενόψει της μελλοντικής επιβολής των δασμών αυτών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή νομίμως συνέκρινε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας με εκείνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του πρώτου πλήρους μήνα μετά τη δημοσίευση της έναρξης της έρευνας και του τελευταίου πλήρους μήνα πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων.

75      Επιπλέον, οι συνέπειες των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής δεν μπορούν να διακριθούν με βεβαιότητα από τις συνέπειες των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, στο μέτρο που οι εισαγωγές στην Ένωση σε χαμηλές τιμές κατά τη διάρκεια της περιόδου καταγραφής μπορούν να προστεθούν στο μεγαλύτερο απόθεμα προϊόντων που δημιουργήθηκε κατά το παρελθόν, σε χρόνο κατά τον οποίο οι εισαγωγείς γνώριζαν ήδη το ενδεχόμενο αναδρομικής επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ στις καταγεγραμμένες εισαγωγές, συμβάλλοντας έτσι στην εξουδετέρωση σε μεγάλο βαθμό της επανορθωτικής επίδρασης του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επρόκειτο να επιβληθεί.

76      Εξάλλου, ούτε το άρθρο 10.6 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προβλέπει συγκεκριμένη περίοδο για την εκτίμηση της ύπαρξης «σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα εκτεταμένων εισαγωγών». Στο σημείο 7.167 της από 28 Φεβρουαρίου 2001 έκθεσής της, στο πλαίσιο της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας» (WT/DS 184/R), η ειδική ομάδα του ΠΟΕ παρατήρησε, όσον αφορά το άρθρο 10.7 της εν λόγω συμφωνίας που επιτρέπει τη λήψη ορισμένων μέτρων ανά πάσα στιγμή μετά την έναρξη της έρευνας, ότι «[ήταν] δυνατόν να λάβει υπόψη τις εκτεταμένες εισαγωγές που δεν [είχαν] πραγματοποιηθεί in tempore suspectu, αλλά σε χρόνο κατά τον οποίο είχε καταστεί παγκοίνως γνωστό ότι επέκειτο έρευνα, προκειμένου να αξιολογήσει αν [μπορούσαν] να επιβληθούν μέτρα δυνάμει του άρθρου 10.7», με τη διευκρίνιση ότι δεν εξέταζε «το κατά πόσον τούτο ήταν ενδεδειγμένο sστο πλαίσιο της λήψης της τελικής απόφασης για την αναδρομική επιβολή δασμών δυνάμει του άρθρου 10.6». Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η εν λόγω έκθεση επιβεβαιώνει την άποψη ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, καθοριστικής σημασίας είναι ακριβώς η γνώση από τον εισαγωγέα της έναρξης της έρευνας, πράγμα που σημαίνει ότι οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από την περίοδο καταγραφής είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της ύπαρξης «περαιτέρω σημαντική[ς] αύξηση[ς] των εισαγωγών» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

77      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει την εξουσία να λάβει υπόψη, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη περαιτέρω σημαντικής αύξησης των εισαγωγών, μόνον τις εισαγωγές στις οποίες εδικαιούτο να επιβάλει μεταγενεστέρως δασμούς με αναδρομική ισχύ, παρατηρείται ότι ο περιορισμός της αναδρομικής ισχύος στις καταγεγραμμένες εισαγωγές σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των εισαγωγέων, επιτρέποντας στην Επιτροπή να επιβάλλει αναδρομικώς δασμούς αντιντάμπινγκ αποκλειστικώς και μόνο στα προϊόντα που εισήχθησαν μετά την ενημέρωση των εισαγωγέων περί του ότι το ενδεχόμενο επιβολής τέτοιων δασμών αφορούσε τα προϊόντα τα οποία καταγράφονται και αφού οι εισαγωγείς είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, αλλά δεν συνεπάγεται ότι οι πραγματοποιηθείσες εισαγωγές πριν από την περίοδο καταγραφής, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δασμών αντιντάμπινγκ, δεν έχουν επιζήμιες συνέπειες ή, εν γένει, δεν είναι κρίσιμες για την εκτίμηση της ύπαρξης περαιτέρω σημαντικής αύξησης των εισαγωγών.

78      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της παραγγελίας των οικείων προϊόντων και του πραγματικού εκτελωνισμού τους προκειμένου να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία δικαιολογεί, εν πάση περιπτώσει, την άφιξη των εν λόγω προϊόντων στην αγορά της Ένωσης κατά τους πρώτους μήνες μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας, αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγουσες δεν τεκμηριώνουν, με συγκεκριμένα και ακριβή αποδεικτικά στοιχεία, το επιχείρημα αυτό, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 33, 50 και 51 του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν αμφισβητείται ότι πάνω από ένα εκατομμύριο τόνοι των οικείων προϊόντων τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το διάστημα μεταξύ της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και της έναρξης της περιόδου καταγραφής κατά τη διάρκεια της οποίας οι εισαγωγές ανήλθαν σε περίπου 165 000 τόνους. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα αυτό.

79      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της προϋπόθεσης ότι η περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών πρέπει να είναι πιθανό να «εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση» του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού

 Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

80      Προς στήριξη του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προέβη σε σφαιρική εκτίμηση των δεδομένων που αφορούσαν πλήθος εισαγωγέων προκειμένου να εξακριβώσει αν οι εισαγωγές ήταν πιθανό να «εξουδετερώσ[ουν] σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση» του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επρόκειτο να επιβληθεί, υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, ενώ, αντιθέτως, όφειλε να προβεί σε κατ’ ιδίαν ανάλυση της συμπεριφοράς εκάστου εισαγωγέα, συνεργαζόμενου ή μη, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον είχε δημιουργήσει αποθέματα και, κατά συνέπεια, εάν οι εισαγωγές είχαν συμβάλει στην υποτιθέμενη «εξουδετέρωση σε μεγάλο βαθμό» των επανορθωτικών επιδράσεων των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Λαμβανομένου υπόψη του αποτρεπτικού χαρακτήρα της αναδρομικής επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, έπρεπε να αποδειχθεί η προσωπική ευθύνη εκάστου εισαγωγέα και τούτο θα επιτυγχανόταν μόνον εφόσον οι εμπλεκόμενοι εισαγωγείς είχαν ακόμη στην κατοχή τους αποθέματα. Κατά τις προσφεύγουσες, εάν η Επιτροπή είχε προβεί σε κατ’ ιδίαν εκτίμηση της περιπτώσεως κάθε εισαγωγέα, θα είχε διαπιστώσει ότι οι προσφεύγουσες δεν δημιούργησαν αποθέματα πριν από την περίοδο καταγραφής και κατά τη διάρκειά της, καθώς και ότι τα αποθέματά τους είχαν μειωθεί σημαντικά. Οι προσφεύγουσες μεταπώλησαν σχεδόν το σύνολο των προϊόντων που υπέκειντο σε καταγραφή πριν από την επιβολή των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ.

81      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

82      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού η αναδρομική επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ επιτρέπεται υπό τον όρο ότι «πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί».

83      Πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της αναδρομικής επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ είναι να διασφαλιστεί ότι δεν εξουδετερώνεται σε μεγάλο βαθμό η επανορθωτική επίδραση του δασμού αυτού και ότι, ως εκ τούτου, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν υφίσταται περαιτέρω ζημία. Υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, προκύπτει ότι η εκτίμηση της προϋπόθεσης που αφορά τη διαπίστωση ότι η περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών είναι πιθανό να «εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση» του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ εντάσσεται στην ίδια λογική στην οποία στηρίζεται η εκτίμηση της ζημίας που έχει προκληθεί στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

84      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ζημία που είχε υποστεί ορισμένη παραγωγή της Ένωσης από εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ έπρεπε να εκτιμηθεί σφαιρικώς, χωρίς να απαιτείται, πράγμα που είναι, εξάλλου, αδύνατο, να εξατομικευθεί το μερίδιο της ζημίας που έπρεπε να καταλογιστεί σε καθεμία από τις υπεύθυνες εταιρίες (απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, Nachi Fujikoshi κατά Συμβουλίου, 255/84, EU:C:1987:203, σκέψη 46).

85      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οι συνέπειες των εισαγωγών που προέρχονται από τρίτες χώρες έπρεπε να εκτιμηθούν σφαιρικώς και ότι ήταν δικαιολογημένο να παρασχεθεί στις αρχές της Ένωσης η δυνατότητα να εξετάσουν τις συνέπειες του συνόλου των εισαγωγών αυτών επί του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και, κατά συνέπεια, να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα έναντι όλων των εξαγωγέων, έστω και αν ο όγκος των εξαγωγών του καθενός εξ αυτών, εξεταζόμενος χωριστά, δεν ήταν σημαντικός (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Technointorg κατά Επιτροπής, 294/86 και 77/87, EU:C:1988:470, σκέψεις 40 και 41).

86      Επομένως, η «περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να εκτιμηθεί σφαιρικώς προκειμένου να καθοριστεί εάν οι εισαγωγές, εξεταζόμενες στο σύνολό τους, είναι πιθανό να εξουδετερώσουν σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών και, ως εκ τούτου, να προκαλέσουν περαιτέρω ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ατομική και υποκειμενική κατάσταση των οικείων εισαγωγέων.

87      Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιδιώκει «τιμωρητικό» σκοπό. Συγκεκριμένα, μολονότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού καθιερώνει την αρχή της μη αναδρομικότητας των μέτρων αντιντάμπινγκ, πλείονες διατάξεις του βασικού κανονισμού προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέποντας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ σε προϊόντα τα οποία τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού με τον οποίο θεσπίστηκαν οι δασμοί αυτοί, οι εισαγωγές των οποίων έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, πράγμα που έχει ως αποκλειστικό σκοπό να αποτραπεί η εξουδετέρωση σε μεγάλο βαθμό της επανορθωτικής επίδρασης των οριστικών μέτρων και να μην καταστούν τα μέτρα αυτά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2013, Paltrade, C‑667/11, EU:C:2013:368, σκέψεις 28 και 29, και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψη 50). Τέτοια μέτρα με αναδρομική ισχύ είναι παρεπόμενα του εκτελεστικού κανονισμού 2016/1328, ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν της έρευνας αντιντάμπινγκ, και έχουν την ίδια φύση με αυτόν, η οποία δεν είναι «τιμωρητική» ή ποινική (βλ., ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1999, Acme κατά Συμβουλίου, T‑48/96, EU:T:1999:251, σκέψη 30).

88      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

89      Προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να κριθεί εάν εξουδετερώνεται σε σημαντικό βαθμό η επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθούν σε περίπτωση που δεν επιβληθούν αναδρομικώς οι εν λόγω δασμοί αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή όφειλε να συγκρίνει τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας με εκείνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής και όχι με εκείνες που διεξήχθησαν κατά το διάστημα μεταξύ της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και της επιβολής των προσωρινών μέτρων, δεδομένου ότι, όπως υποστήριξαν στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής ήταν ακριβώς εκείνες στις οποίες έπρεπε εν τέλει να επιβληθούν αναδρομικώς δασμοί. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν στο πλαίσιο αυτό ότι, εάν η Επιτροπή είχε προβεί σε τέτοια σύγκριση, θα είχε διαπιστώσει ότι οι εισαγωγές κατά την περίοδο καταγραφής δεν ήταν πιθανό να εξουδετερώσουν «σε μεγάλο βαθμό» την επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών που επρόκειτο να επιβληθούν, ιδίως δεδομένου ότι είχαν μειωθεί σε σχέση με τις εισαγωγές που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο έρευνας, ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα αποθέματα των οικείων προϊόντων είχαν δημιουργηθεί κατά την περίοδο καταγραφής και ότι οι προσφεύγουσες είχαν αποδείξει ότι δεν είχαν στην πραγματικότητα προβεί σε δημιουργία αποθεμάτων, ότι οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν ποσοστό μικρότερο του 0,5 % της κατανάλωσης των οικείων προϊόντων στην Ένωση, η οποία σημείωνε αύξηση κατά την περίοδο έρευνας, και ότι ο όγκος τους, της τάξης των 165 000 τόνων, ήταν αμελητέος σε σχέση με μια αγορά της τάξης άνω των 37 000 000 τόνων.

90      Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι κατά το διάστημα μεταξύ της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και της επιβολής των προσωρινών μέτρων ο μέσος μηνιαίος όγκος των εισαγωγών ανερχόταν μόλις σε 31 761 επιπλέον τόνους σε σχέση με τον όγκο που είχε παρατηρηθεί κατά την περίοδο έρευνας και, αφετέρου, ότι κατά τη διάρκεια των ένδεκα μηνών μετά την περίοδο έρευνας η μείωση των μέσων μηνιαίων τιμών εισαγωγής από τις οικείες χώρες ήταν δικαιολογημένη λόγω της μείωσης των τιμών των πρώτων υλών. Επιπλέον, διευκρινίζουν ότι τα οικεία προϊόντα δεν είναι κατάλληλα για αποθεματοποίηση, πράγμα που σημαίνει ότι τα προϊόντα τα οποία εισήχθησαν μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και κατά την περίοδο καταγραφής είχαν ουσιαστικά μεταπωληθεί πριν ακόμη από την επιβολή των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ. Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ εξουδετερωνόταν σε μεγάλο βαθμό, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η επιβολή τέτοιων δασμών για χρονικό διάστημα πέντε ετών δεν αρκούσε για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου με τους οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ σκοπού, ήτοι της αποκατάστασης ισότιμων όρων ανταγωνισμού.

91      Τέλος, τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή, αφενός, ότι αντικατέστησε την προϋπόθεση κατά την οποία η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών έπρεπε να είναι πιθανό να «εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση» του δασμού αντιντάμπινγκ που επρόκειτο να επιβληθεί με ένα «κριτήριο περί αναβολής» της επίδρασης αυτής, το οποίο έχει σαφώς χαμηλότερες απαιτήσεις, στον βαθμό που εξετάζει μόνο εάν, χωρίς την αναδρομική επιβολή των δασμών, η επανορθωτική επίδραση του δασμού αντιντάμπινγκ πρόκειται να μετατεθεί χρονικά και, αφετέρου, ότι δεν διευκρίνισε τη σημασία, τη διάρκεια και τις συνέπειες της φερόμενης χρονικής μετάθεσης της επανορθωτικής επίδρασης.

92      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

93      Πρώτον, απαντώντας στο επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη μόνον τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής προκειμένου να εξακριβώσει εάν ήταν πιθανό να εξουδετερώσουν σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών που επρόκειτο να επιβληθούν, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, το ότι η αναδρομική είσπραξη των δασμών εφαρμόζεται μόνο στις καταγεγραμμένες εισαγωγές ώστε να μην προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνας δεν σημαίνει ότι οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές οφείλουν να αγνοήσουν τις πραγματοποιηθείσες εισαγωγές πριν από την περίοδο καταγραφής προκειμένου να κρίνουν αν η επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών μπορεί να εξουδετερωθεί.

94      Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 72 έως 78 ανωτέρω, η «περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να εκτιμάται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι εισαγωγείς έλαβαν γνώση του ενδεχομένου μεταγενέστερης επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στις καταγεγραμμένες εισαγωγές, οπότε θα μπορούσαν να υποκύψουν στον πειρασμό να πραγματοποιήσουν μαζικές εισαγωγές των οικείων προϊόντων ενόψει της μελλοντικής επιβολής του δασμού αυτού, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι επιβάλλεται ο συνυπολογισμός των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν από της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι εισαγωγές αυτές, μαζί με τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο καταγραφής, ήταν ικανές να εξουδετερώσουν την επανορθωτική επίδραση των οριστικών δασμών που επρόκειτο να επιβληθούν. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

95      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της δημοσίευσης της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και της επιβολής προσωρινών μέτρων, ο μέσος μηνιαίος όγκος εισαγωγών ανερχόταν μόλις σε 31 761 επιπλέον τόνους σε σύγκριση με τον αντίστοιχο όγκο που είχε παρατηρηθεί κατά την περίοδο έρευνας, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στην αιτιολογική σκέψη 27 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η «σημαντική» αύξηση καθορίζεται κατά περίπτωση, όχι μόνο με σύγκριση των μηνιαίων σταθμισμένων μέσων όρων των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας και εκείνων που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και της επιβολής προσωρινών μέτρων, αλλά και λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων σχετικών παραγόντων, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την εξέλιξη της συνολικής κατανάλωσης των οικείων προϊόντων στην Ένωση, την εξέλιξη των αποθεμάτων και την εξέλιξη των μεριδίων αγοράς. Η σύγκριση μεταξύ των δύο προαναφερθέντων μηνιαίων μέσων όρων σαφώς συνιστά σημαντικό στοιχείο, αλλά όχι απαραιτήτως καθοριστικό για να διακριβωθεί εάν η περαιτέρω αύξηση των εισαγωγών είναι «σημαντική». Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι η αύξηση των εισαγωγών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί σημαντική διότι αντιστοιχούσε σε μόλις 31 761 επιπλέον τόνους σε σχέση με τις εισαγωγές που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο έρευνας, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλοι κρίσιμοι και αναγκαίοι παράγοντες για την εκτίμηση αυτή.

96      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, αφενός, ότι κατά το χρονικό διάστημα από την ανακοίνωση της έναρξης έρευνας έως τη λήξη της περιόδου καταγραφής των εισαγωγών, η μείωση των μέσων μηνιαίων τιμών εισαγωγής από τις οικείες χώρες ήταν δικαιολογημένη λόγω της μείωσης των τιμών των πρώτων υλών και, αφετέρου, ότι τα οικεία προϊόντα δεν είναι κατάλληλα για αποθεματοποίηση, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν, με αποτέλεσμα ο έλεγχος που καλείται να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης να είναι περιορισμένος (βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, RFA International κατά Επιτροπής, T‑466/12, EU:T:2015:151, σκέψεις 37 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Όσον αφορά, αφενός, τη μείωση των τιμών των πρώτων υλών, διαπιστώθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 80 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η πτώση των τιμών των πρώτων υλών δεν μπορούσε να δικαιολογήσει μείωση των τιμών πώλησης άνω του 4 %. Συγκεκριμένα, η συνολική σύγκριση της μέσης τιμής εισαγωγής από τις οικείες χώρες με τη μέση τιμή πώλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και μετά την περίοδο αυτή καταδεικνύει υποτιμολόγηση της τάξης του 7 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ, μετά την περίοδο αυτή, το ποσοστό της υποτιμολόγησης ανήλθε σε 14 %. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι η μείωση των μέσων μηνιαίων τιμών εισαγωγής από τις οικείες χώρες οφειλόταν αποκλειστικώς στη μείωση των τιμών των πρώτων υλών και ότι οι επίμαχες εισαγωγές δεν μπορούσαν, ως εκ τούτου, να εξουδετερώσουν σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του προς επιβολή δασμού.

98      Όσον αφορά, αφετέρου, το επιχείρημα ότι τα οικεία προϊόντα δεν προσφέρονται για αποθεματοποίηση, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι ικανό να ανατρέψει το συμπέρασμα ότι πράγματι υπήρξε αποθεματοποίηση μετά την έναρξη της διαδικασίας. Πράγματι, όπως διαπιστώθηκε με την αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η αποθεματοποίηση αποτελεί μη συνήθη πρακτική, η οποία χρησιμοποιείται όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις και/ή προσδοκίες της αγοράς, για παράδειγμα λαμβανομένων υπόψη των μελλοντικών τιμών των εν λόγω προϊόντων. Το γεγονός ότι ένα προϊόν συνήθως δεν διατηρείται σε αποθέματα δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται αποθεματοποίηση, όταν συντρέχουν οι εν λόγω περιστάσεις και προσδοκίες. Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι εισαγωγείς και/ή οι χρήστες των οικείων προϊόντων, διαπιστώθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, συνολικά για τους ανωτέρω εισαγωγείς και χρήστες, τα αποθέματα στα τέλη του 2015 ήταν κατά 22 % υψηλότερα απ’ ό,τι στα τέλη του 2014. Κατά συνέπεια, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων που να αντικρούουν τη διαπίστωση ότι η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών ήταν δυνατό να αποτελέσει ένδειξη σημαντικής αποθεματοποίησης των εισαχθέντων προϊόντων, την οποία υποδηλώνει και η προαναφερθείσα αύξηση, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν προδήλως εσφαλμένη.

99      Τέταρτον, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ για χρονικό διάστημα πέντε ετών δεν επαρκούσε ώστε να καταστεί δυνατή η αποκατάσταση ισότιμων όρων ανταγωνισμού πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι το χρονικό διάστημα των πέντε ετών κατά τη διάρκεια του οποίου επιβάλλονται κατ’ αρχήν τα οριστικά μέτρα δεν είναι οριστικό, δεδομένου ότι οι οριστικοί δασμοί μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, να αποτελέσουν αντικείμενο ενδιάμεσης επανεξέτασης η οποία διεξάγεται το νωρίτερο ένα έτος μετά την επιβολή των εν λόγω οριστικών μέτρων, γεγονός που μπορεί επομένως να οδηγήσει στην κατάργηση των εν λόγω δασμών, καθόσον οι δασμοί αυτοί παραμένουν σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που απαιτείται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, η επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ αναδρομικής ισχύος δεν μπορεί να εξαρτάται από μια τέτοια απαίτηση.

100    Πέμπτον, δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού ούτε το «κριτήριο της αναβολής» που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, προκειμένου να καταδείξει το σωρευτικό αποτέλεσμα των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν από την έναρξη της έρευνας μέχρι την έναρξη της περιόδου καταγραφής και των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, ούτε το ότι, κατά τις προσφεύγουσες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επεξηγεί τη σημασία, τη διάρκεια και τις επιπτώσεις της εικαζόμενης χρονικής μετάθεσης της επανορθωτικής επίδρασης που θα προέκυπτε αν δεν εφαρμόζονταν αναδρομικώς οι δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές που υπόκεινται σε καταγραφή. Συγκεκριμένα, το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού προβλέπει απλώς ότι η Επιτροπή διαπιστώνει αν η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί. Επομένως, οι προαναφερθείσες περιστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων σημειώθηκε αυτή η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, είναι εκείνες οι οποίες θεωρείται ότι εξουδετερώνουν σε μεγάλο βαθμό την εν λόγω επανορθωτική επίδραση.

101    Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 31, 50 έως 53, 75, 76, 79 έως 81 και 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε, πέραν των παραγόντων που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, του βασικού κανονισμού, ιδίως την τιμή των εισαχθέντων προϊόντων καθώς και τα αποθέματα των προϊόντων που είχαν εισαχθεί πριν από την καταγραφή.

102    Πράγματι, πρώτον, από την αιτιολογική σκέψη 50 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια του διαστήματος από τον πρώτο πλήρη μήνα μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και έως τον τελευταίο πλήρη μήνα πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ο μέσος μηνιαίος όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες αυξήθηκε κατά 37 % σε σύγκριση με τον αντίστοιχο όγκο κατά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 51 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, όσον αφορά το διάστημα από τον πρώτο πλήρη μήνα μετά την έναρξη της έρευνας έως και τον μήνα κατά τον οποίο επιβλήθηκαν προσωρινά μέτρα, ο μέσος μηνιαίος όγκος των εισαγωγών από τις οικείες χώρες αυξήθηκε κατά 27 % σε σύγκριση με τον μέσο μηνιαίο όρο κατά την περίοδο έρευνας. Εξ αυτού η Επιτροπή συνήγαγε, με την αιτιολογική σκέψη 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι υπήρξε σημαντική αύξηση του όγκου των εισαγωγών μετά την έναρξη της έρευνας.

103    Δεύτερον, οι εισαγωγές αυτές πραγματοποιήθηκαν αφού οι εισαγωγείς έλαβαν γνώση, με τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας και την κοινοποίηση του μη εμπιστευτικού κειμένου της καταγγελίας, του ενδεχομένου μεταγενέστερης επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ με αναδρομική ισχύ, οι δε εισαγωγές αυτές συνέχισαν μέχρι την επιβολή των προσωρινών μέτρων. Πρόκειται, συνεπώς, για χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές ενώ οι εισαγωγείς είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ήταν σε εξέλιξη έρευνα αντιντάμπινγκ και του ενδεχομένου επιβολής στο εγγύς μέλλον δασμών αντιντάμπινγκ.

104    Τρίτον, από την αιτιολογική σκέψη 79 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια των ένδεκα μηνών μετά την περίοδο έρευνας, οι μέσες μηνιαίες τιμές εισαγωγής από την Κίνα και τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 13 % και 12 %, αντίστοιχα, σε σύγκριση με τις μέσες μηνιαίες τιμές των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 97 ανωτέρω και όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 80 του προσβαλλόμενου κανονισμού, καίτοι μειώθηκαν παράλληλα και οι τιμές των πρώτων υλών κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί εντούτοις μείωση άνω του 4 % των τιμών πώλησης, ώστε η σύγκριση αυτή να καταλήγει σε υποτιμολόγηση της τάξης του 7 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας ενώ, μετά την περίοδο αυτή, η υποτιμολόγηση ανήλθε σε 14 %. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου καταγραφής, οι μέσες μηνιαίες τιμές των εισαγωγών από την Κίνα και τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 19 % και 24 %, αντιστοίχως, σε σύγκριση με τις μέσες μηνιαίες τιμές των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Η Επιτροπή συνήγαγε με την ίδια αιτιολογική σκέψη ότι, για τις δύο αυτές χώρες από κοινού, η υποτιμολόγηση κατά την περίοδο καταγραφής αυξήθηκε περαιτέρω, έως το 20 % περίπου κατά μέσο όρο. Ως εκ τούτου, υπήρξε περαιτέρω μείωση των μέσων τιμών των εισαγωγών που προέρχονταν από τις οικείες χώρες.

105    Τέταρτον, από την αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι οι εισαγωγές των 22 εισαγωγέων και/ή των χρηστών που παρείχαν στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές κατά το χρονικό διάστημα μετά την έναρξη της έρευνας αντιπροσώπευαν το 46 % του συνόλου των εισαγωγών από τις οικείες χώρες. Από τα στοιχεία αυτά προέκυψε, συνολικά για τους εν λόγω εισαγωγείς που συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας και/ή για τους χρήστες, αύξηση κατά 22 % των αποθεμάτων των οικείων προϊόντων στα τέλη του έτους 2015 σε σύγκριση με τα τέλη του έτους 2014. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 84 του προσβαλλόμενου κανονισμού εκτίθεται ότι είχαν κατ’ ανάγκη δημιουργηθεί αποθέματα όχι μόνο δεδομένης της διαπίστωσης στην αιτιολογική σκέψη 52 του εν λόγω κανονισμού, αλλά και λόγω της σημαντικής αύξησης των εισαγωγών μετά την περίοδο έρευνας σε σχέση με το επίπεδο των εισαγωγών που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την έναρξη έρευνας.

106    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 75 και 76 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι αυτή η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών σε τιμές ακόμη χαμηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές που ίσχυαν κατά την περίοδο έρευνας συμπίπτει με την αύξηση κατά 14 % της κατανάλωσης της Ένωσης στην ελεύθερη αγορά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 2015 και Ιανουαρίου 2016, ενώ ο όγκος των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκε από τους παραγωγούς της Ένωσης παρέμεινε σταθερός και παρουσίασε μόνο μια μικρή αύξηση κατά 3 %. Εξ αυτών προέκυψε νέα απώλεια μεριδίου αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά 7 %, από 71 % σε 64 %.

107    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, μεταξύ άλλων με τις αιτιολογικές σκέψεις 86 και 94 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, λαμβανομένου υπόψη του όγκου τους, του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν και των λοιπών περιστάσεων, δηλαδή της σημαντικής μείωσης των τιμών και της μεγάλης αύξησης των αποθεμάτων, είχε περαιτέρω αρνητικές συνέπειες στις τιμές και στο μερίδιο αγοράς στην Ένωση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και κατά συνέπεια ήταν πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ.

108    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Stemcor London Ltd και Samac Steel Supplies Ltd φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Eurofer, Association européenne de l’acier, ASBL.

Prek

Buttigieg

Berke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαΐου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


i      Στη σκέψη 74 του παρόντος κειμένου έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.