Language of document : ECLI:EU:F:2011:55

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2011 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αγωγή αποζημιώσεως – Κανόνας αντιστοιχίας μεταξύ αιτήσεως, διοικητικής ενστάσεως και αγωγής αποζημιώσεως – Κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της διαδικασίας – Χρήση ενώπιον δικαστηρίου εμπιστευτικού εγγράφου, διαβαθμισμένου ως “Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ” – Εξωσυμβατική ευθύνη των θεσμικών οργάνων – Υποκειμενική ευθύνη – Αιτιώδης σύνδεσμος – Συρροή γενεσιουργών της ζημίας λόγων – Πράξη τρίτου – Αντικειμενική ευθύνη – Καθήκον αρωγής – Υποχρέωση θεσμικού οργάνου να εξασφαλίζει την προστασία του προσωπικού του – Δολοφονία μονίμου υπαλλήλου και της συζύγου του εκ μέρους τρίτου – Απώλεια πιθανότητας επιβιώσεως»

Στην υπόθεση F‑50/09,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Livio Missir Mamachi di Lusignano, κάτοικος Kerkhove-Avelgem (Βέλγιο), ενεργών τόσο ιδίω ονόματι όσο και ως νόμιμος εκπρόσωπος των κληρονόμων του Alessandro Missir Mamachi di Lusignano, υιού του, πρώην υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

εκπροσωπούμενος από τους F. Di Gianni, R. Antonini και N. Sibona, δικηγόρους,

ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Pignataro, την B. Eggers και τον D. Martin,

εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kreppel και M. I.Rofes i Pujol, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των συνεδριάσεων της 15ης Δεκεμβρίου 2009 και της 8ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης [στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ] με τηλεομοιοτύπημα της 12ης Μαΐου 2009 (το πρωτότυπο κατατέθηκε τη 18η Μαΐου 2009), ο Missir Mamachi di Lusignano ζητεί, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 3ης Φεβρουαρίου 2009 με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απέρριψε την αίτησή του για αποκατάσταση των περιουσιακών ζημιών και ικανοποίηση των μη περιουσιακών ζημιών που προκλήθηκαν από τη δολοφονία του υιού του και της συζύγου αυτού, η οποία διεπράχθη τη 18η Σεπτεμβρίου 2006 στο Ραμπάτ (Μαρόκο), και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει σε αυτόν, καθώς και στους εκ του υιού του έλκοντες δικαιώματα διάφορα ποσά ως αποζημίωση για τις περιουσιακές και μη περιουσιακές ζημίες που υπέστησαν λόγω των δύο δολοφονιών.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αυτός τυγχάνει εφαρμογής επί της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ):

«Στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες.»

3        Το άρθρο 24 του ΚΥΚ ορίζει:

«Οι Κοινότητες παρέχουν βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημ[ή]σεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Οι Κοινότητες επανορθώνουν αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από τον δράστη.»

4        Κατά το άρθρο 70, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ:

«Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα, δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου.»

5        Το άρθρο 73, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ ορίζει:

«1. Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

Οι μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι προσδιορίζονται στη ρύθμιση αυτή.

2. Οι παροχές που εξασφαλίζονται είναι οι ακόλουθες:

α) Σε περίπτωση θανάτoυ:

[κ]αταβολή στα κατωτέρω απαριθμούμενα πρόσωπα κεφαλαίου ίσου προς το πενταπλάσιο του ετησίου βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, υπολογιζόμενου βάσει των μηνιαίων μισθών που χορηγούνται κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα:

–        στο σύζυγο και στα τέκνα του αποθανόντος υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου· το ποσό που πρόκειται να καταβληθεί στο σύζυγο δεν δύναται να είναι εν τούτοις κατώτερο από το 25 % του κεφαλαίου,

–        ελλείψει προσώπων της κατηγορίας που αναφέρεται ανωτέρω, στους λοιπούς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

–        ελλείψει προσώπων των δύο κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στους ανιόντες, σύμφωνα με τις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που εφαρμόζεται στην περίπτωση του υπαλλήλου,

–        ελλείψει προσώπων των τριών κατηγοριών που αναφέρονται ανωτέρω, στο όργανο.

[…]

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από αυτή τη ρύθμιση, οι πληρωμές που προβλέπονται ανωτέρω δύνανται να αντικατασταθούν με ισόβιο πρόσοδο.

Οι παροχές που απαριθμούνται ανωτέρω δύνανται να σωρευθούν με αυτές που προβλέπονται στο κατωτέρω κεφάλαιο 3 [...]».

6        Το άρθρο 7, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας (στο εξής: κοινή ρύθμιση) ορίζει ότι ως ατυχήματα κατά την έννοια της ρυθμίσεως θεωρούνται, μεταξύ άλλων, «οι συνέπειες βιαιοπραγίας ή επιθέσεων κατά του προσώπου του ασφαλισμένου, ακόµη και κατά τη διάρκεια απεργιών ή εξεγέρσεων, εκτός αν αποδεικνύεται ότι ο ασφαλισμένος πήρε µε τη θέλησή του µέρος στις βίαιες ενέργειες των οποίων υπήρξε θύµα, εξαιρουμένης της περίπτωσης της νόµιµης άµυνας».

7        Κατά το άρθρο 76 του ΚΥΚ, σε υπάλληλο, τέως υπάλληλο ή σε όσους έλκουν δικαιώματα εκ θανόντος υπαλλήλου και ευρίσκονται σε εξαιρετικώς δυσχερή κατάσταση, ιδίως μετά από βαρεία ή παρατεταμένης διάρκειας ασθένεια, λόγω αναπηρίας ή λόγω της οικογενειακής τους καταστάσεως δύνανται να χορηγηθούν δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές.

8        Κατά το άρθρο 80, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ:

«Εάν ο υπάλληλος [...] αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του [π]αραρτήματος VII δικαιούνται συντάξεως ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 21 του [π]αραρτήματος VIII.»

9        Το άρθρο 21 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει ότι η σύνταξη ορφανού ισούται με το 80 % της συντάξεως που θα δικαιούτο ο επιζών σύζυγος του υπαλλήλου και ότι αυτή προσαυξάνεται για έκαστο, πέραν του πρώτου, συντηρούμενων τέκνων με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

10      Στο παράρτημα X του ΚΥΚ περιλαμβάνονται οι ειδικές και παρεκκλίνουσες διατάξεις που εφαρμόζονται επί των υπαλλήλων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα. Το άρθρο 5 του εν λόγω παραρτήματος ορίζει:

«1. Όταν το όργανο παραχωρεί στον υπάλληλο κατοικία ανάλογη προς το επίπεδο των καθηκόντων του και προς το μέγεθος της οικογένειας που συντηρεί, ο υπάλληλος υποχρεούται να μείνει σ’ αυτή.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 καθορίζονται, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία αποφασίζει επίσης για την επίπλωση και τον λοιπό εξοπλισμό των κατοικιών, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας.»

11      Κατά το άρθρο 25 του παραρτήματος X του ΚΥΚ, ο/η σύζυγος, τα τέκνα και τα λοιπά συντηρούμενα από τον υπάλληλο πρόσωπα καλύπτονται από ασφάλιση κατά των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να συμβούν εκτός Ένωσης, στις χώρες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει προς τον σκοπό αυτόν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ). Το σχετικό αναγκαίο ασφάλιστρο βαρύνει τον υπάλληλο και το θεσμικό όργανο εξ ημισείας.

12      Την 26η Απριλίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί καθιερώσεως εναρμονισμένης πολιτικής στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία για το σύνολο του προσωπικού της (στο εξής: απόφαση της 26ης Απριλίου 2006).

13      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική της έκθεση, η οποία υπεβλήθη προς έγκριση στο σώμα των επιτρόπων κατά τη συνεδρίασή του την 26η Απριλίου 2006, η εν λόγω απόφαση, η οποία ελήφθη προς εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 1ε του ΚΥΚ, σκοπεί στην προστασία της υγείας και στη διαφύλαξη της ασφάλειας στην εργασία για το σύνολο του προσωπικού και των υπηρεσιών του οργάνου, όχι μόνο στην έδρα, αλλά και σε όλους τους χώρους του εντός ή εκτός της Ένωσης.

14      Κατά το άρθρο της 1, η απόφαση της 26ης Απριλίου 2006 εφαρμόζεται «σε όλους τους χώρους εργασίας του οργάνου»· ως τέτοιοι νοούνται, κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως, οι χώροι «στους οποίους στεγάζονται οι σταθμοί εργασίας που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής και οιοσδήποτε άλλος χώρος εντός αυτών των εγκαταστάσεων, στον οποίο το προσωπικό έχει πρόσβαση στο πλαίσιο της εργασίας του». Η απόφαση περιλαμβάνει διατάξεις γενικού χαρακτήρα, διαπνεόμενες από το πνεύμα της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183, σ. 1).

15      Κατά τη διάρκεια της δίκης, μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων (βλ. σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας αποφάσεως), το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ότι, για το έτος 2006, η Επιτροπή είχε λάβει ορισμένα μέτρα ασφαλείας για τις κατοικίες που παραχωρούνταν στο προσωπικό των αντιπροσωπειών της σε τρίτες χώρες. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται σε έγγραφο διαβαθμισμένο ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ», του οποίου η νομική εμβέλεια και οι όροι χρήσεως ενώπιον δικαστηρίου θα εξετασθούν κατωτέρω.

 Ιστορικό της διαφοράς

16       Ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα ως υπάλληλος της Επιτροπής την 1η Νοεμβρίου 1993, νυμφεύθηκε το 1995 την Ariane Lagasse de Locht. Κατά το διάστημα μεταξύ 1996 και 2002 το ζεύγος απέκτησε τέσσερα τέκνα.

17      Ο εν λόγω υπάλληλος, ο οποίος το 1996 προήχθη στον βαθμό A 7 και το 2002 στον βαθμό A 6, μεταξύ άλλων, μετέσχε από το 2001 έως το 2005, στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Τουρκίας, παρέχοντας υπηρεσίες στη μονάδα «Τουρκία» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Διεύρυνση».

18      Την 28η Αυγούστου 2006 ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano τοποθετήθηκε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στο Ραμπάτ, ως πολιτικός και διπλωματικός σύμβουλος. Προ της μεταθέσεώς του, ο εν λόγω υπάλληλος είχε δηλώσει στην υπηρεσία ότι στον νέο τόπο υπηρεσίας θα τον ακολουθούσαν η σύζυγός του και τα τέκνα του. Μολονότι εκλήθη να συμμετάσχει σε ενημερωτικές συναντήσεις οι οποίες διοργανώνονται για τους υπαλλήλους που τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες και αφορούν κυρίως τα προβλήματα ασφαλείας στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας, ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano δεν έλαβε μέρος στις συναντήσεις αυτές. Οι διάδικοι δεν προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν τους λόγους της απουσίας αυτής, ιδίως δε να του παράσχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν αυτή αναγόταν σε κώλυμα υπηρεσιακής φύσεως.

19      Από της 28ης έως την 31η Αυγούστου 2006 η οικογένεια Missir Mamachi di Lusignano κατέλυσε σε ξενοδοχείο, ενώ την 1η Σεπτεμβρίου 2006 μεταφέρθηκε προσωρινώς σε επιπλωμένη οικία, μισθωμένη από την αντιπροσωπεία της Επιτροπής, κείμενη επί της οδού Lailak, αριθ. G 2, στον 16ο τομέα της συνοικίας Hay Riad στο Ραμπάτ. Η σύμβαση μισθώσεως μεταξύ του κυρίου της εν λόγω οικίας και της Επιτροπής είχε συναφθεί την 8η Αυγούστου 2006 με αρχική διάρκεια τριών μηνών και ετέθη σε ισχύ τη 15η Αυγούστου 2006, προ της αφίξεως της οικογενείας Missir Mamachi di Lusignano στο Ραμπάτ.

20      Τη νύκτα της 17ης προς 18η Σεπτεμβρίου 2006, περίπου μίση ώρα μετά τα μεσάνυκτα, παρεισδύοντας από τα κιγκλιδώματα παραθύρου πλαγίας όψεως του ισογείου, εισέβαλε στην οικία διαρρήκτης. Ο Alessandro Missir Mamachi di Lusignano ξύπνησε αίφνης από την παρουσία του διαρρήκτη, ο οποίος τη δεδομένη στιγμή ανασκάλευε το υπνοδωμάτιο του ζεύγους που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της οικίας. Καταληφθείς εξαπίνης, ο κακοποιός κατάφερε αλλεπάλληλες μαχαιριές στον υπάλληλο, ο οποίος σωριάσθηκε. Η σύζυγος του Α. Missir Mamachi di Lusignano, η οποία είχε επίσης ξυπνήσει, δέχθηκε μαχαιριές στην πλάτη και, όπως προκύπτει, υπέκυψε πολύ σύντομα στα τραύματά της. Ο δράστης, αφού έδεσε σφικτά και φίμωσε τον πατέρα της οικογενείας, πλύθηκε στο ντους και εν συνεχεία εξανάγκασε τον βαρέως τραυματισμένο υπάλληλο να του αποκαλύψει τον κωδικό της πιστωτικής του κάρτας. Ο Α. Missir Mamachi di Lusignano υπέκυψε εν τέλει στα τραύματα του. Ο δολοφόνος δεν επιτέθηκε στα τέκνα της οικογενείας. Αφού αφαίρεσε από την οικία διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων μία συσκευή τηλεοράσεως, εγκατέλειψε την οικία περί την τετάρτη πρωινή με το όχημα της οικογενείας Missir Mamachi di Lusignano.

21      Τη 19η Σεπτεμβρίου 2006 η μαροκινή αστυνομία συνέλαβε ύποπτο ονόματι Karim Zimach. Κατά την προανάκριση, ο Karim Zimach ομολόγησε ότι είναι ο αυτουργός της διπλής δολοφονίας, των συζύγων Missir Mamachi di Lusignano, η οποία είχε διαπραχθεί τη νύκτα της 17ης προς 18η Σεπτεμβρίου 2006. Ο Karim Zimach κρίθηκε ένοχος των πράξεων αυτών και καταδικάσθηκε σε θανατική ποινή με απόφαση του πρωτοβάθμιου ποινικού τμήματος του Εφετείου Ραμπάτ της 20ής Φεβρουαρίου 2007, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση του δευτεροβάθμιου ποινικού τμήματος του ιδίου δικαστηρίου τη 18η Ιουνίου 2007. Επισημαίνεται ότι από το 1993, χρονολογία τελευταίας εκτελέσεως θανατικής ποινής στο Μαρόκο, οι αρχές του εν λόγω κράτους δεν έχουν εκτελέσει τέτοια καταδίκη.

22      Η Επιτροπή παρέστη ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του μαροκινού ποινικού δικαστηρίου. Με την προαναφερθείσα απόφασή του, το πρωτοβάθμιο ποινικό τμήμα του Εφετείου έκρινε παραδεκτή την ασκηθείσα από την Επιτροπή πολιτική αγωγή και υποχρέωσε τον Karim Zimach να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση το συμβολικό ποσό του ενός ντιρχάμ (ΜAD).

23      Μετά την τραγική δολοφονία των δύο γονέων, η επιτροπεία των τεσσάρων τέκνων της οικογενείας Missir Mamachi di Lusignano ανατέθηκε, με διάταξη του ειρηνοδικείου Kraainem (Βέλγιο) της 24ης Νοεμβρίου 2006, στους πάππους αυτών, μεταξύ των οποίων ο ενάγων.

24      Από της 1ης Οκτωβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή προέβη στην καταβολή των προβλεπόμενων από το άρθρο 70, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ αποδοχών.

25      Η Επιτροπή κατέβαλε επίσης στα τέκνα και στους κληρονόμους του θανόντος υπαλλήλου το ποσό των 414 308,90 ευρώ, ως παροχή λόγω θανάτου, συμφώνως προς το άρθρο 73 του ΚΥΚ, καθώς και το ποσό των 76 628,40 ευρώ, λόγω θανάτου συζύγου, κατά το άρθρο 25 του παραρτήματος X του ΚΥΚ.

26      Η Επιτροπή αναγνώρισε, επίσης, στα τέσσερα τέκνα, από 1ης Ιανουαρίου 2007, το δικαίωμα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 80 του ΚΥΚ σύνταξη ορφανού, καθώς και στο προβλεπόμενο από το παράρτημα VII του ΚΥΚ σχολικό επίδομα.

27      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή προέβη στη μετά θάνατον προαγωγή του υπαλλήλου στον βαθμό A*11, κλιμάκιο 1, με αναδρομική ισχύ από 1ης Σεπτεμβρίου 2005. Η εν λόγω προαγωγή ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό της συντάξεως ορφανού και της παροχής λόγω θανάτου.

28      Ομοίως, τη 14η Μαΐου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε, βάσει του άρθρου 76 του ΚΥΚ, τη χορήγηση σε έκαστο των τέκνων και έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ενάτου έτους ηλικίας έκτακτου μηνιαίου βοηθήματος για κοινωνικούς λόγους, ίσου προς το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

29      Τη 18η Σεπτεμβρίου 2007, θλιβερή επέτειο της διπλής δολοφονίας των συζύγων Missir Mamachi di Lusignano, η Επιτροπή, με πρωτοβουλία της ΓΔ «Διεύρυνση», οργάνωσε στα γραφεία της τελετή εις μνήμην των εκλιπόντων. Κατά την τελετή αυτή, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια επιγραφής αίθουσας συσκέψεων, η οποία έλαβε το όνομα του θανόντος υπαλλήλου.

30      Με έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2008 το οποίο απηύθυνε στον Πρόεδρο της Επιτροπής, ο ενάγων, αφού ευχαρίστησε την Επιτροπή για την τελετή της 18ης Σεπτεμβρίου 2007, διατύπωσε, κατ’ αρχάς, ενστάσεις για το ύψος των ποσών που είχαν καταβληθεί στα τέσσερα τέκνα της οικογενείας και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε εγκρίνει την πρόσληψη μόνιμης τροφού ή οικιακής βοηθού, η οποία ήταν, κατά την άποψή του, αναγκαία λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας των τέκνων, αλλά και των πάππων τους. Ο ενάγων ζήτησε, επίσης, να μάθει αν η Επιτροπή είχε ήδη ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με το Μαρόκο, προκειμένου αυτό να προβεί στην καταβολή εύλογης αποζημιώσεως, πέραν του συμβολικού ποσού του ενός ντιρχάμ που είχε επιδικάσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μαροκινή δικαιοσύνη. Τέλος, ο ενάγων επέστησε την προσοχή του Προέδρου της Επιτροπής στην απάντηση την οποία είχε δώσει την 6η Αυγούστου 2007 η Β. Ferrero-Waldner, επίτροπος εξωτερικών σχέσεων, σε γραπτή ερώτηση του P.‑M. Coûteaux, μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (γραπτή ερώτηση της 25ης Ιουνίου 2007, P‑3367/07, ΕΕ C 45 της 16ης Φεβρουαρίου 2008, σ. 179), με θέμα «Δολοφονία υπαλλήλου της Γενικής Διεύθυνσης Εξωτερικών Σχέσεων στο Μαρόκο» (στο εξής: γραπτή απάντηση της 6ης Αυγούστου 2007). Κατά τον ενάγοντα, προ της διπλής δολοφονίας δεν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, τα οποία προβλέπονται κατά κανόνα από την Επιτροπή και για τα οποία γίνεται μνεία στην απάντηση της επιτρόπου εξωτερικών σχέσεων. Η Επιτροπή ευθύνεται, ως εκ τούτου, με βαρεία αμέλεια η οποία δικαιολογεί την καταβολή στα ανήλικα τέκνα αποζημιώσεως ίσης τουλάχιστον με το σύνολο των μισθών που ο δολοφονηθείς υπάλληλος θα ελάμβανε έως την εκτιμώμενη ημερομηνία συνταξιοδοτήσεώς του, το 2032, ήτοι ίσης με τους μισθούς 26 ετών.

31      Με έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2008, ο S. Kallas, αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδιος για θέματα προσωπικού, απάντησε στον ενάγοντα. Με το εν λόγω έγγραφο, ο S. Kallas τόνισε ότι δεν είχε διαπιστωθεί κάποια αμελής ή υπαίτια συμπεριφορά των μαροκινών αρχών και ότι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διπλωματικών διαπραγματεύσεων με το Μαρόκο, με σκοπό την εκ μέρους του καταβολής αποζημιώσεως, δεν πληρούνταν. Ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής επισήμανε επίσης ότι τα μέτρα προστασίας του προσωπικού τα οποία είχε λάβει η Επιτροπή ήταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας για την αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ και ότι το αίτημα αποζημιώσεως που ο ενάγων είχε διατυπώσει με το έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2008 δεν μπορούσε να γίνει δεκτό. Ο S. Kallas διευκρίνισε επίσης ότι τα ήδη καταβληθέντα και καταβαλλόμενα από την Επιτροπή ποσά (490 937,30 ευρώ ως παροχή λόγω θανάτου και ασφαλιστική αποζημίωση λόγω ατυχήματος, 4 376,82 ευρώ μηνιαίως για συντάξεις ορφανών και σχολικά επιδόματα, 2 287,19 ευρώ μηνιαίως —συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής ελαφρύνσεως— για επιδόματα συντηρούμενου τέκνου και 1 332,76 ευρώ μηνιαίως ως έκτακτο βοήθημα, ήτοι ένα πρόσθετο επίδομα συντηρούμενου τέκνο ανά τέκνο) είχαν υπολογισθεί ορθώς.

32      Εντούτοις, με το ίδιο απαντητικό έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2008, ο εν λόγω επίτροπος ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι η Επιτροπή είχε αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτέρως τραγικές πτυχές της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να προβεί στη λήψη πρόσθετου μέτρου και να αυξήσει, κατ’ εξαίρεση, τα ποσά που καταβάλλονταν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76 του ΚΥΚ. Την 4η Ιουλίου 2008 αποφασίσθηκε η καταβολή σε έκαστο των τέκνων, από 1ης Αυγούστου 2008 και έως τη συμπλήρωση του δεκάτου ενάτου έτους ηλικίας, μηναίου ποσού ίσου με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως, η εκ μέρους της Επιτροπής μηνιαία καταβολή στα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου διαμορφώθηκε σε πόσο που υπερέβαινε τα 9 800 ευρώ (9 862 ευρώ τον Φεβρουάριο του 2009).

33      Με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 ο ενάγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ένσταση κατά της απαντήσεως που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2008. Με την ένσταση αυτή, ο ενάγων υποστήριξε ότι η ευθύνη της Επιτροπής είναι υποκειμενική, λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς της για προστασία του προσωπικού της. Ο ενάγων υποστήριξε επίσης ότι η ευθύνη της Επιτροπής είναι και αντικειμενική, λόγω της ζημίας που προκλήθηκε από νόμιμη πράξη. Τέλος, ο ενάγων επικαλέσθηκε επικουρικώς το άρθρο 24 του ΚΥΚ, κατ’ επιταγήν του οποίου οι Κοινότητες υποχρεούνται να επανορθώνουν αλληλεγγύως τη ζημία που τρίτος προκαλεί σε υπάλληλό τους.

34      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2009 η ΑΔΑ απέρριψε την ένσταση.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

35      Ο ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ της 3ης Φεβρουαρίου 2009·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει στους έλκοντες δικαιώματα από τον Alessandro Missir Mamachi di Lusignano:

–        το ποσό των 2 552 837,96 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές 26 ετών υπηρεσίας του δολοφονηθέντος υπαλλήλου και το οποίο πρέπει να αναπροσαρμοσθεί σε συνάρτηση με τις εκτιμώμενες προοπτικές υπηρεσιακής εξελίξεώς του, ως αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν·

–        το ποσό των 250 000 ευρώ, για την ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας που το θύμα υπέστη προ του θανάτου του·

–        το ποσό των 1 276 512 ευρώ, για την ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας που τα τέκνα του θύματος υπέστησαν ως μάρτυρες της τραγικής δολοφονίας·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το ποσό των 212 752 ευρώ, για την ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας που ο ίδιος υπέστη ως πατέρας του θύματος·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει τους «αντισταθμιστικούς τόκους και τους τόκους υπερημερίας που έχουν εντωμεταξύ καταστεί απαιτητοί»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

37      Ο ενάγων προσδιόρισε το περιεχόμενο των αποζημιωτικών αιτημάτων του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, προσκομίζοντας δύο πίνακες. Η Επιτροπή δεν εναντιώθηκε στην προσθήκη των εν λόγω εγγράφων στη δικογραφία. Ο πρώτος πίνακας συγκεφαλαιώνει τα αποζημιωτικά αιτήματα του ενάγοντος. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει εκ νέου υπολογισμός του ύψους της φερόμενης ως προκληθείσας περιουσιακής ζημίας. Το ποσό της εν λόγω ζημίας, το οποίο με το δικόγραφο της αγωγής είχε υπολογισθεί προσωρινώς σε 2 552 837,96 ευρώ, αναπροσαρμόζεται, βάσει των αριθμητικών στοιχείων που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως και λαμβανομένων υπόψη των προαγωγών των οποίων θα αξιωνόταν ο υιός του ενάγοντος έως το τέλος της σταδιοδρομίας του, στο συνολικό ποσό των 3 975 329 ευρώ. Με τον δεύτερο πίνακα, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, εκ των ποσών που η Επιτροπή έχει ήδη καταβάλει και πρόκειται να καταβάλει στο μέλλον στους εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, μόνον το χορηγηθέν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 73 του ΚΥΚ ποσό δύναται να θεωρηθεί ως καταβληθέν προς αποζημίωση των κληρονόμων του υπαλλήλου, καθώς τα λοιπά ποσά για τα οποία κάνει λόγο η Επιτροπή αποτελούν, κατά τον ενάγοντα, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως.

38      Με την προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε στους διαδίκους ότι το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε εκπληρώσει ή όχι προσηκόντως την υποχρέωση προστασίας έναντι του υιού του ενάγοντος και της οικογενείας αυτού έπρεπε να εξετασθεί με σημείο αναφοράς το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το οποίο, προκειμένου για τα «κατάλληλα πρότυπα ασφαλείας», παραπέμπει στις κατ’ ελάχιστον οριζόμενες προδιαγραφές που ισχύουν βάσει μέτρων εκδοθέντων στους εν λόγω τομείς κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και τα μέτρα που εισήχθησαν με την οδηγία 89/391. Το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε τους διαδίκους να τοποθετηθούν, με τις αγορεύσεις τους, επί της σημασίας που πρέπει να αποδοθεί στις εν λόγω διατάξεις κατά την εξέταση των προϋποθέσεων ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοικήσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς.

39      Με την ίδια προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου, το Δικαστήριο ΔΔ, μεταξύ άλλων, ζήτησε από την Επιτροπή να διευκρινίσει τον βαθμό επικινδυνότητας που οι υπηρεσίες της είχαν καθορίσει το 2006 προκειμένου για υπαλλήλους τοποθετημένους στο Μαρόκο, καθώς και αν ο καθορισθείς για την εν λόγω χώρα βαθμός επικινδυνότητας υπαγόρευε τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ασφαλείας, δυνάμει των εσωτερικών οδηγιών της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» ή άλλων κειμένων. Με τα έγγραφά του (αίτηση της 25ης Φεβρουαρίου 2008, διοικητική ένσταση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 και δικόγραφο), ο ενάγων, επικαλούμενος την από 6 Αυγούστου 2007 γραπτή απάντηση της επιτρόπου Β. Ferrero-Waldner σε ερώτηση μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υποστήριξε ότι στις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών της Επιτροπής σε τρίτες χώρες προβλεπόταν η καθιέρωση και εφαρμογή μέτρων ασφαλείας και προστασίας και ότι τα μέτρα αυτά δεν είχαν εφαρμοσθεί εν προκειμένω. Εξάλλου, σε έκθεση συνημμένη σε παράρτημα του δικογράφου, την οποία συνέταξαν την 4η Οκτωβρίου 2006 δύο υπεύθυνοι των υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ασφάλεια στους κόλπους της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» και της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» (στο εξής: ΓΔ Admin), οι οποίοι είχαν μεταβεί στο Ραμπάτ λίγο μετά τη δολοφονία του υιού του ενάγοντος και της συζύγου αυτού, αναφέρονται τα εξής: «[ο]ι συνθήκες ασφαλείας σε σχέση με την αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ και τις κατοικίες του προσωπικού έχουν αξιολογηθεί, από πολλών μηνών, ως εμπίπτουσες στην ομάδα [III]. Τούτο επιβάλλει τη φύλαξη των κατοικιών του προσωπικού που έχει τοποθετηθεί στο Μαρόκο».

40      Κατά τη συζήτηση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή δεν απάντησε ευθέως, με την αγόρευσή της, στις δύο ερωτήσεις που της ετέθησαν (βλ. πρώτη περίοδο της προηγούμενης σκέψεως). Η εναγομένη υπογράμμισε ότι η γραπτή απάντηση της 6ης Αυγούστου 2007 δόθηκε σχεδόν ένα έτος μετά τη διπλή δολοφονία, με σκοπό την αποσαφήνιση της τυπολογίας των μέτρων που προτείνονταν για τις αντιπροσωπείες το 2007 και, συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

41      Σε ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ περί της υπάρξεως εσωτερικών κανόνων σχετικών με τα μέτρα ασφαλείας που ίσχυαν για τους υπαλλήλους των αντιπροσωπειών που τοποθετήθηκαν σε τρίτες χώρες το 2006, η Επιτροπή απάντησε ότι, στον συγκεκριμένο τομέα, δεν υφίσταται κανένα κείμενο δεσμευτικού χαρακτήρα και ότι η υποχρέωση του οργάνου να εξασφαλίζει την προστασία του προσωπικού που εργάζεται στις εν λόγω αντιπροσωπείες απορρέει αποκλειστικώς από την αρχή της χρηστής διοικήσεως, το δε όργανο διαθέτει συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η οδηγία 89/391 ρυθμίζει αποκλειστικώς ζητήματα ασφαλείας στον χώρο εργασίας των εργαζομένων και, συνεπώς, δεν δύναται να θεωρηθεί συναφής με την υπό κρίση διαφορά, η οποία αφορά την ασφάλεια της ιδιωτικής κατοικίας του υπαλλήλου. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η απόφαση της 26ης Απριλίου 2006 είχε ως αντικείμενο τη «μεταφορά» της εν λόγω οδηγίας στις υπηρεσίες της. Εξάλλου, απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις, η Επιτροπή ενέμεινε στη θέση ότι η υποχρέωση λήψεως ορισμένων μέτρων προστασίας δεν αφορούσε τις ιδιωτικές κατοικίες των υπαλλήλων των αντιπροσωπειών.

42      Επιπροσθέτως, από τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συζήτηση της υποθέσεως προέκυψε, αφενός, ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής κατατάσσουν, βάσει διαφόρων κριτηρίων, τις τρίτες χώρες στις οποίες είναι εγκατεστημένες οι αντιπροσωπείες της σε τρεις κατηγορίες αναλόγως του βαθμού επικινδυνότητας (χαμηλός, μέσος, υψηλός) των αντίστοιχων κρατών και, αφετέρου, ότι το 2006 το Μαρόκο είχε περιληφθεί μεταξύ των χωρών με «υψηλό» βαθμό επικινδυνότητας. Η Επιτροπή παραδέχθηκε επίσης ότι στις αντιπροσωπείες των χωρών με «υψηλό» βαθμό επικινδυνότητας έπρεπε να λαμβάνονται και να τίθενται σε εφαρμογή ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, αντίστοιχα προς τον βαθμό επικινδυνότητας αυτών.

43      Μέρος της συνεδριάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2009 διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής στο οποίο δεν εναντιώθηκε ο ενάγων. Κατά τη συζήτηση που διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, η Επιτροπή παρέσχε στο Δικαστήριο ΔΔ και στον ενάγοντα ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει τα κείμενα ή έγγραφα που, ανεξαρτήτως της νομικής αξίας ή της μορφής τους (αποφάσεις, εσωτερικές οδηγίες, συστάσεις κ.λπ.), σχετίζονταν με τα μετρά ασφαλείας για τα οποία έγινε λόγος με την προηγούμενη σκέψη. Η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης σε επιθεωρήσεις και ελέγχους ασφαλείας που είχαν διενεργηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2006 στο Ραμπάτ και αφορούσαν αποκλειστικώς τους χώρους της αντιπροσωπείας και όχι τις 18 «μόνιμες» κατοικίες που παραχωρούνται στους υπαλλήλους της αντιπροσωπείας.

44      Εκτιμώντας ότι δεν είχε διαφωτισθεί επαρκώς από τις απαντήσεις της Επιτροπής κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, το Δικαστήριο ΔΔ, με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2010, ζήτησε από την εναγομένη να του προσκομίσει τα κείμενα ή έγγραφα, ανεξαρτήτως της νομικής τους αξίας ή της μορφής τους, τα οποία εξειδικεύουν τα μέτρα ασφάλειας που είχαν αποτελέσει το 2006 αντικείμενο συστάσεων, μελετών ή ρητών εντολών για την αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ, σε συνάρτηση προς τον βαθμό επικινδυνότητας που είχε καθορισθεί για το Μαρόκο το συγκεκριμένο έτος, ενδεχόμενες εκθέσεις των επιθεωρήσεων και ελέγχων που είχαν διενεργηθεί στο Ραμπάτ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2006 ή τα έγγραφα που παρουσιάζουν το αντικείμενο και τα πορίσματα των εν λόγω επιθεωρήσεων και ελέγχων, τη σύμβαση μισθώσεως της προσωρινής κατοικίας η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της Επιτροπής και του κυρίου του ακινήτου, καθώς και την απόφαση της 26ης Απριλίου 2006.

45      Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2010, η Επιτροπή παρέσχε τα στοιχεία που της ζητήθηκαν, διευκρινίζοντας ότι η πρόσβαση σε ένα εκ των προσκομισθέντων εγγράφων –και δη στο σημείωμα της 6ης Ιουνίου 2006 που ο αρχηγός της αντιπροσωπείας της στο Μαρόκο είχε απευθύνει στον προϊστάμενο της διευθύνσεως «Εξωτερική υπηρεσία», αρμόδιας για θέματα ασφαλείας στο πλαίσιο της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις», διαβιβάζοντάς του σε παράρτημα την έκθεση επιθεωρήσεως του κατά τόπον υπευθύνου ασφαλείας– θα έπρεπε να επιτραπεί μόνο στους δικηγόρους του ενάγοντος, τούτο δε αποκλειστικώς στα γραφεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ και άνευ παροχής σε αυτού της δυνατότητας λήψεως αντιγράφου. Με το ίδιο έγγραφο η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ύπαρξη δύο εγγράφων τα οποία, λόγω της διαβαθμίσεώς τους ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ», εκτιμούσε ότι δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει και τα οποία θεωρούσε, εξάλλου, αλυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς· η Επιτροπή δήλωνε, ωστόσο, διατεθειμένη να κοινοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα αποκλειστικώς στο Δικαστήριο ΔΔ, υπό τον όρο απαρέγκλιτης τηρήσεως μέτρων ασφαλείας εξίσου αυστηρών με εκείνα που καθορίζονται με την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού της (ΕΕ L 317, σ. 1).

46      Το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι το ένα εκ των δύο διαβαθμισμένων ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ» εγγράφων, το οποίο η Επιτροπή είχε παρουσιάσει ως «απόσπασμα του εγγράφου “Προδιαγραφές και Κριτήρια” της ΓΔ [“Προσωπικό και Διοίκηση – Διεύθυνση Ασφαλείας”], σχετικό με τα μέτρα ασφαλείας για τις οριστικές κατοικίες σε χώρες της ομάδας III», ενδέχετο να έχει ιδιαίτερη σημασία για την επίλυση της διαφοράς. Κατόπιν τούτου, με διάταξη της 17ης Μαρτίου 2010, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει το εν λόγω έγγραφο. Με τη διάταξη αυτή το Δικαστήριο ΔΔ όρισε τα μέτρα ασφαλείας που θα λαμβάνονταν όσον αφορά την πρόσβαση στο έγγραφο, διευκρινίζοντας ότι δυνατότητα να συμβουλευθούν το έγγραφο θα είχαν μόνον ο γραμματέας και τα μέλη του δικάζοντος σχηματισμού, τούτο δε αποκλειστικώς στα γραφεία της Γραμματείας όπου αυτό θα φυλασσόταν, ενώ ούτε ο ενάγων ούτε ο δικηγόρος του θα είχαν πρόσβαση στο έγγραφο αυτό.

47      Με τη διάταξη της 17ης Μαρτίου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε ότι, εφόσον υπήρχε το ενδεχόμενο να αποτελέσει το εν λόγω έγγραφο βάση για την επίλυση της διαφοράς, θα έπρεπε να εξετασθεί το ζήτημα του τρόπου εφαρμογής, εν προκειμένω, της αρχής του κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας και των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που ενδέχετο να υπαγορεύουν την παροχή στον ενάγοντα της δυνατότητας, μερικής τουλάχιστον, προσβάσεως στο εν λόγω έγγραφο. Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ τόνισε ότι το γεγονός ότι το έγγραφο είναι διαβαθμισμένο ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ», ήτοι ως χρήζον του χαμηλότερου επίπεδου προστασίας που προβλέπει η απόφαση 2001/844, δεν δύναται, αυτό καθ’ εαυτό, να αποκλείσει πλήρως την πρόσβαση του ενάγοντος σε αυτό. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ΔΔ προέβη, κατ’ αρχάς, στη διαπίστωση ότι τα διαβαθμισμένα ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ» έγγραφα δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των εγγράφων που θεωρούνται «ευαίσθητα» κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), συνάγοντας εξ αυτού ότι ένα τέτοιο έγγραφο δύναται να υπαχθεί στο κοινό καθεστώς που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος προβλέπει την πρόσβαση στα έγγραφα των οργάνων, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε, εν συνεχεία, ότι η απόφαση 2001/844 προβλέπει τη δυνατότητα αποχαρακτηρισμού ή υποχαρακτηρισμού διαβαθμισμένου εγγράφου εκ μέρους της συντάκτριας αρχής.

48      Την 30ή Μαρτίου 2010 η Επιτροπή απέστειλε, με σφραγισμένο φάκελο και απόδειξη παραλαβής, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ, υπ’ όψιν του ίδιου του γραμματέα, πεντασέλιδο έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνει αποσπάσματα κειμένου με τίτλο «Έγγραφο περί των Προδιαγραφών και Κριτηρίων», έκδοση 2006 («N & C édition 2006/ DS3/A.W», στο εξής: έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας), σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας που ισχύουν, μεταξύ άλλων, για τις κατοικίες που παραχωρούνται στο προσωπικό των αντιπροσωπειών («staff houses»). Με το ίδιο έγγραφο η Επιτροπή τόνισε ότι προσκομίζει το εν λόγω κείμενο «αποκλειστικώς προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο ΔΔ να ελέγξει τον εμπιστευτικό του χαρακτήρα, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας». Η Επιτροπή επανέλαβε ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας δεν είναι, κατά την άποψή της, λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς, ιδίως διότι αφορά τις οριστικές –και όχι τις προσωρινές– κατοικίες που παραχωρούνται στο προσωπικό των αντιπροσωπειών στις τρίτες χώρες. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, το ενδεχόμενο αποχαρακτηρισμού του εγγράφου και κοινοποιήσεώς του, έστω και εν μέρει, στον ενάγοντα απεκλείετο, καθώς μια τέτοια δημοσιοποίηση θα μπορούσε να διακυβεύσει την ασφάλεια των υπαλλήλων των αντιπροσωπειών στις τρίτες χώρες. Η Επιτροπή επισήμανε εξάλλου ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση διαφορά και ότι, εν πάση περιπτώσει, η άρνηση κοινοποιήσεως του εν λόγω εγγράφου στον ενάγοντα δικαιολογείται από λόγους δημοσίας ασφαλείας, συμφώνως προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή επισήμανε, ωστόσο, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι το έγγραφο αυτό είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς, θα έπρεπε να εξετάσει από κοινού με την ίδια τους αναγκαίους όρους για τον συγκερασμό της αρχής του κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας και της διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο εν λόγω έγγραφο, «επί παραδείγματι, [διά της συντάξεως] περιλήψεως του εγγράφου (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1981, 155/79, AM & S κατά Επιτροπής) στην οποία θα είχε πρόσβαση μόνον ο δικηγόρος του ενάγοντος κατά τους όρους που καθορίσθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως F‑2/07 [Matos Martins κατά Επιτροπής, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 15ης Απριλίου 2010]».

49      Το έγγραφο της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 2010 παρελήφθη από τον γραμματέα του Δικαστηρίου ΔΔ την 31η Μαρτίου 2010. Τα μέλη του δικάζοντος σχηματισμού συμβουλεύθηκαν τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας στα γραφεία της Γραμματείας.

50      Ο δικηγόρος του ενάγοντος συμβουλεύθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ το έγγραφο για το οποίο έγινε λόγος με την πρώτη περίοδο της σκέψεως 45 της παρούσας αποφάσεως. Η πρόσβαση στα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας δεν επετράπη στον δικηγόρο του ενάγοντος.

51      Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2010 ο ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των εγγράφων που είχε προσκομίσει η Επιτροπή προς συμμόρφωση με τη διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2010 και, ιδίως, επί του εγγράφου που ο δικηγόρος του είχε συμβουλευθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ. Με το διαβιβασθέν αυτό έγγραφο, ο ενάγων τόνισε ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα κατεδείκνυαν την ύπαρξη υποχρεώσεως ασφαλείας βαρύνουσας την Επιτροπή, μεταξύ άλλων, για τις προσωρινές κατοικίες του προσωπικού της αντιπροσωπείας στο Μαρόκο και ότι, μεταξύ των μέτρων που η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει, κατελέγετο υπηρεσία διαρκούς επαγγελματικής φυλάξεως από εξειδικευμένη εταιρεία. Κατά τον ενάγοντα, εν προκειμένω δεν είχε ληφθεί μέριμνα για τέτοιου είδους φύλαξη, μολονότι επρόκειτο για ζήτημα που θα μπορούσε να είχε ρυθμισθεί εντός ολίγων ημερών. Ένα τέτοιο μέτρο ασφαλείας θα είχε αναμφιβόλως αποτρέψει τον δολοφόνο από τη διάπραξη των εγκλημάτων και, τουλάχιστον, θα είχε καταστήσει δυνατή την επέμβαση άμεσης βοήθειας, η οποία θα μπορούσε να είχε σώσει τη ζωή του υιού του.

52      Με διάταξη της 20ής Μαΐου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει άλλο απόσπασμα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, σχετικό με τις προϋποθέσεις εγκαταστάσεως κιγκλιδωμάτων ασφαλείας («installation requirements for grids») στις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών σε τρίτες χώρες εμπίπτουσες στην ομάδα II ή στην ομάδα III (ήτοι σε χώρες με μέσο ή υψηλό, αντιστοίχως, βαθμό επικινδυνότητας). Με την εν λόγω διάταξη το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι, όσον αφορά την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου και την πρόσβαση σε αυτό, θα ίσχυαν οι όροι που είχαν καθορισθεί με τη διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 17ης Μαρτίου 2010.

53      Με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 2010 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου του ενάγοντος της 12ης Απριλίου 2010. Με τις παρατηρήσεις της (τα σημεία 57 έως 60 των οποίων κοινοποιήθηκαν μόνο στον δικηγόρο του ενάγοντος, στα γραφεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ), η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, όσον αφορά τις ιδιωτικές κατοικίες των υπαλλήλων των αντιπροσωπειών της, η ίδια απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας και βαρύνεται μόνο με γενικό καθήκον επιμέλειας. Εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής θα μπορούσε να ιδρυθεί μόνο σε περίπτωση κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η απόφαση της 26ης Απριλίου 2006 εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί των χώρων εργασίας και, επομένως, δεν επιβάλλει τη λήψη οιουδήποτε μέτρου ασφαλείας στις κατοικίες, οριστικές ή προσωρινές, του προσωπικού των αντιπροσωπειών. Το μοναδικό κείμενο που αναφέρεται σε μέτρα ασφαλείας για τις οριστικές κατοικίες είναι ο οδηγός (vade-mecum, στο εξής: vade-mecum) της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις», τον οποίο είχε επισυνάψει στο από 12 Φεβρουαρίου 2010 έγγραφό της. Το εν λόγω vade-mecum απευθύνει, όμως, κατά την Επιτροπή, μόνο γενική σύσταση προς τους αρχηγούς των αντιπροσωπειών για προστασία των κατοικιών και/ή των υπηρεσιακών καταλυμάτων, παρέχοντας στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής της συστάσεως αυτής. Εφόσον η κατοικία του υιού του ενάγοντος ήταν μόνον προσωρινή, κανένα κανόνας δικαίου δεν επέτασσε τη λήψη κάποιου μέτρου ασφαλείας. Εξάλλου, ο υιός του ενάγοντος είχε συναινέσει στην εγκατάσταση του ιδίου και της οικογενείας του στην εν λόγω κατοικία. Εν πάση περιπτώσει, το προσωρινό αυτό ενδιαίτημα ήταν ασφαλές και επαρκώς φυλασσόμενο, λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού αριθμού εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου που εμφάνιζαν τα αντίστοιχα στοιχεία για το Μαρόκο, κυρίως δε ήταν εφοδιασμένο με υπηρεσία φυλάξεως ανάλογη προς εκείνην που προέβλεπε για τις οριστικές κατοικίες το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ίδια ευθύνεται για παράλειψη, ο ενάγων δεν αποδεικνύει ότι άμεση αιτία της ζημίας είναι η καταλογιζόμενη στην ίδια ολιγωρία.

54      Με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 2010 η Επιτροπή προσκόμισε το σχετικό με τις προϋποθέσεις εγκαταστάσεως κιγκλιδωμάτων ασφαλείας απόσπασμα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή τόνισε ότι, εν αντιθέσει προς τις επισημάνσεις στις οποίες είχε προβεί το Δικαστήριο ΔΔ με τη διάταξη της 20ής Μαΐου 2010, οι προϋποθέσεις εγκαταστάσεως κιγκλιδωμάτων ασφαλείας, οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα 54.3 του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και των κριτηρίων ασφαλείας, ισχύουν για τις οριστικές κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών αποκλειστικώς σε χώρες της ομάδας III και όχι σε χώρες της ομάδας II.

55      Τα μέλη του δικάζοντος σχηματισμού συμβουλεύθηκαν το σχετικό με τις προϋποθέσεις εγκαταστάσεως κιγκλιδωμάτων ασφαλείας απόσπασμα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας στα γραφεία της Γραμματείας.

56      Με έγγραφο της 2ας Ιουλίου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ επισήμανε στους διαδίκους ότι, κατά την εκτίμησή του, τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας ήταν λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς. Υιοθετώντας την πρόταση που είχε διατυπώσει η Επιτροπή με το από 30 Μαρτίου 2010 έγγραφό της, το Δικαστήριο ΔΔ γνωστοποίησε στους διαδίκους την πρόθεσή του να προβεί σε σύνοψη των εν λόγω αποσπασμάτων και να συμπεριλάβει τη σύνοψη αυτή στη δικογραφία. Το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι η σύνοψη θα περιελάμβανε ορισμένα τμήματα του εν λόγω εγγράφου (από τις σελίδες 37, 140 και 142, ήτοι συνολικώς 3 εκ των 7 σελίδων που του είχε διαβιβάσει η Επιτροπή). Οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου της 2ας Ιουλίου 2010.

57      Με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 2010 η Επιτροπή, τοποθετούμενη επί του εγγράφου του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Ιουλίου 2010, διευκρίνισε ότι, για λόγους προστασίας του προσωπικού των αντιπροσωπειών της σε τρίτες χώρες, λόγους τους οποίους είχε ήδη επικαλεσθεί με τα έγγραφα της 30ής Μαρτίου 2010 και της 8ης Ιουνίου 2010, αδυνατούσε να δεχθεί την παράθεση, στη σύνοψη του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, αποσπασμάτων αυτού και ότι μπορούσε να δεχθεί μόνον αναφορά της εν λόγω συνόψεως στο θεματικό αντικείμενο των οικείων τμημάτων. Με έγγραφο της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ, προσδιόρισε το περιεχόμενο που θα έπρεπε, κατά την άποψή της, να έχει μια σύνοψη του «αντικειμένου» των επίμαχων τμημάτων του εγγράφου, παραθέτοντας, εν είδει παραδείγματος, σύνοψη του τμήματος 54.3, το οποίο περιλαμβάνεται στη σελίδα 140 του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας.

58      Με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2010 ο ενάγων ενημέρωσε το Δικαστήριο ΔΔ ότι ήταν σύμφωνος με την πρόταση περί συντάξεως, εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ, συνόψεως των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας.

59      Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο συνόψεως των επίμαχων τμημάτων των σελίδων 37, 140 και 142 του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, συνόψεως η οποία δεν αποτελείτο από αποσπάσματα του εγγράφου, αλλά περιοριζόταν στο θεματικό αντικείμενο των εν λόγω τμημάτων, συμφώνως προς την πρόταση της Επιτροπής.

60      Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από τον ενάγοντα να διευκρινίσει αν επιθυμούσε να υπαχθεί στο καθεστώς ανωνυμίας. Ο ενάγων δεν απάντησε στο έγγραφο αυτό.

61      Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2010 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου συνόψεως, ζητώντας από το Δικαστήριο ΔΔ να μην περιλάβει, στον τίτλο του εν λόγω σχεδίου, τη μνεία της σελίδας 37 του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας.

62      Το Δικαστήριο ΔΔ έκανε δεκτό το αίτημα της Επιτροπής και συνέταξε την οριστική σύνοψη των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας.

63      Η σύνοψη αυτή κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Όσον αφορά τον ενάγοντα, γνώση της εν λόγω συνόψεως έλαβε μόνον ο δικηγόρος του, στα γραφεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ, την 30ή Νοεμβρίου 2010.

64      Δεδομένων των στοιχείων που προσκομίσθηκαν μετά τη συζήτηση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε αναγκαία τη διεξαγωγή δεύτερης συζητήσεως.

65      Με την προκαταρκτική έκθεση της δεύτερης αυτής συζητήσεως, το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε από τους διαδίκους να επικεντρώσουν τις αγορεύσεις τους στα ακόλουθα ζητήματα:

«1/ Δικονομικά ζητήματα:

α) Κατά το στάδιο υποβολής αιτήσεως αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο ενάγων δεν ζήτησε την ικανοποίηση μη περιουσιακών ζημιών· είναι παραδεκτή η υποβολή σχετικού αποζημιωτικού αιτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ;

β) Αποτελεί το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας μέρος του νομικού πλαισίου της διαφοράς;

γ) Μπορούν τα επίμαχα αποσπάσματα του εν λόγω εγγράφου τα οποία, για θεμιτούς λόγους ασφαλείας, δεν δύνανται να κοινοποιηθούν στον ενάγοντα παρά μόνον υπό τη μορφή συνόψεως, να ληφθούν, μολοντούτο, υπόψη από το Δικαστήριο ΔΔ προκειμένου να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή ευθύνεται με πταίσμα; Υπαγορεύει η επίτευξη ορθής ισορροπίας μεταξύ της διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου και του δικαιώματος του ενάγοντος για αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο την εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ παρέκκλιση, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, από τη διάταξη του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) της 19ης Φεβρουαρίου 2009, 3455/05, A. κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως §§ 205 έως 208];

2/ Ζητήματα ουσίας:

α) Ποια είναι η νομική εμβέλεια του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας;

β) Βαρύνεται η Επιτροπή με πταίσμα κατά την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας τα οποία ίσχυαν για την προσωρινή κατοικία που παραχωρήθηκε στον υιό του ενάγοντος;

γ) Είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ενδεχόμενου πταίσματος της Επιτροπής και των φερόμενων ως προκληθεισών ζημιών άμεσος και βέβαιος;

δ) Στην περίπτωση κατά την οποία υποτεθεί ότι η Επιτροπή βαρύνεται με πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της, πρέπει αυτή να θεωρηθεί υπεύθυνη για το σύνολο των προκληθεισών ζημιών ή δύναται αυτή να θεωρηθεί υπεύθυνη μέρους μόνον των ζημιών, λόγω ενδεχόμενου πταίσματος των θυμάτων ή πράξεως τρίτου;

ε) Έχει το εν λόγω θεσμικό όργανο αποκαταστήσει επαρκώς το μέρος της ζημίας που συνδέεται άμεσα με το πταίσμα του;»

66      Προ της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2010, υπέβαλε ορισμένες παρατηρήσεις επί της προκαταρκτικής εκθέσεως ακροατηρίου, σχετικές με το ερώτημα που διατυπώνεται με το σημείο 1γ της εν λόγω εκθέσεως. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι, κατά την άποψή της, η προσήκουσα ισορροπία μεταξύ, αφενός, της αναγκαιότητας διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας και, αφετέρου, των δικαιωμάτων άμυνας του ενάγοντος είχε επιτευχθεί μέσω της συνταχθείσας από το Δικαστήριο ΔΔ συνόψεως. Επομένως, το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται, κατά την εξέταση της δικογραφίας, να βασισθεί σε μη περιλαμβανόμενα στην εν λόγω σύνοψη αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, διότι τούτο θα σήμαινε καταστρατήγηση του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του. Η Επιτροπή δήλωσε, ωστόσο, διατεθειμένη, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι τα κοινοποιηθέντα από την ίδια αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας περιείχαν πληροφορίες οι οποίες δεν είχαν περιληφθεί στη σύνοψη, να συνδράμει στην εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ συμπλήρωση της συνόψεως έως την επίτευξη της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ της αναγκαιότητας διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου και των δικαιωμάτων άμυνας του ενάγοντος, τούτο δε προ της διεξαγωγής της δεύτερης συζητήσεως.

67      Με τηλεομοιοτύπημα που απέστειλε στους διαδίκους τη 2α Δεκεμβρίου 2010 το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι το ζήτημα που εγείρεται στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς δεν είναι η εξεύρεση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ της διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου και των δικαιωμάτων άμυνας του ενάγοντος, αλλά μεταξύ της διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου και των επιταγών περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, καθώς ο ενάγων δεν πρέπει να στερείται του δικαιώματος αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου για τον λόγον ότι ορισμένα χρήσιμα για την αγωγή του έγγραφα ευρίσκονται εις χείρας της Διοικήσεως. Το Δικαστήριο ΔΔ παρέπεμψε συναφώς τους διαδίκους στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2006, C‑438/04, Mobistar (σκέψη 40) και της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C‑450/06, Varec (ιδίως σκέψεις 52 και 53 και διατακτικό). Το Δικαστήριο ΔΔ ζήτησε επίσης από την Επιτροπή να διευκρινίσει, προ της ενάρξεως της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κατά πόσον ήταν διατεθειμένη να δεχθεί τη λεπτομερή αναφορά, στο κείμενο της συνόψεως, των μέτρων ασφαλείας (χαρακτηριστικά της υπηρεσίας φυλάξεως, του συστήματος συναγερμού, του κομβίου εκτάκτου ανάγκης, των κιγκλιδωμάτων ασφαλείας των παραθύρων) που προβλέπει το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας προκειμένου για τις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών σε χώρες με βαθμό επικινδυνότητας III. Το Δικαστήριο ΔΔ διευκρίνισε ότι πρόσβαση στη νέα αυτή σύνοψη θα είχε μόνον ο δικηγόρος του ενάγοντος.

68      Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτύπημα της 3ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί τη λεπτομερή αναφορά, στο κείμενο της συνόψεως, των μέτρων ασφαλείας που προβλέπει το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας.

69      Με έγγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ με τηλεομοιοτύπημα της 6ης Δεκεμβρίου 2010, ο ενάγων υποστήριξε ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είναι ουσιώδους σημασίας για την επίλυση της διαφοράς. Ο ενάγων επισήμανε ότι η σύνοψη στην οποία είχε πρόσβαση ο δικηγόρος του αφορούσε αποκλειστικώς το θεματικό αντικείμενο του εν λόγω εγγράφου και όχι το περιεχόμενο των μέτρων ασφαλείας που αναφέρονταν σε αυτό και ζήτησε να του επιτραπεί η πρόσβαση στα οικεία αποσπάσματα του εγγράφου, τουλάχιστον διά του δικηγόρου του, στο πλαίσιο του σεβασμού του δικαιώματός του για αποτελεσματική ένδικη προστασία και κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ισότητας των όπλων. Ο ενάγων τόνισε ότι η άρνηση της Επιτροπής να παράσχει πρόσβαση προβάλλει αδικαιολόγητη, λαμβανομένης υπόψη της διαβαθμίσεως του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας στο χαμηλότερο εκ των επιπέδων ασφαλείας που προβλέπει η απόφαση 2001/844. Όπως επισήμανε ο ενάγων, στο πεδίο του δικαίου του ανταγωνισμού, οι διάδικοι έχουν κατά κανόνα και εφόσον ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προστασίας (απαγόρευση λήψεως φωτοαντιγράφων, παροχή δικαιώματος προσβάσεως μόνο στους δικηγόρους των διαδίκων) πρόσβαση στα διαβαθμισμένα ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ» έγγραφα. Κατά τον ενάγοντα, εάν το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμούσε ότι δεν είναι σε θέση να συμπληρώσει την ήδη συνταχθείσα σύνοψη ή να κοινοποιήσει στον ίδιο τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, θα όφειλε, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου (προμνησθείσα απόφαση Varec) και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, να αποφανθεί επί της διαφοράς λαμβάνοντας υπόψη τα επίμαχα αποσπάσματα του εγγράφου που έχει στην κατοχή του, χωρίς να περιορισθεί στη σύνοψη.

70      Η δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη την 8η Δεκεμβρίου 2010. Στο πλαίσιο αυτής, η Επιτροπή δήλωσε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο εκτιμούσε ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας εφαρμόζεται επί των προσωρινών κατοικιών, δεν θα είχε αντιρρήσεις να αποφανθεί το Δικαστήριο ΔΔ επί της διαφοράς λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνον τη σύνοψη, αλλά και τα επίμαχα αποσπάσματα του εν λόγω εγγράφου.

 Σκεπτικό

I –  Επί του αντικειμένου της αγωγής

71      Μολονότι ο ενάγων ζητεί τυπικώς την ακύρωση της αποφάσεως της ΑΔΑ της 3ης Φεβρουαρίου 2009, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι μια τέτοια απόφαση, με την οποία η Διοίκηση λαμβάνει θέση επί των αξιώσεων του ενάγοντος για αποζημίωση, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται αγωγής αποζημιώσεως ασκούμενης ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα να παράσχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ αγωγή αποζημιώσεως. Συνεπώς, το ακυρωτικό αίτημα που διατυπώνει ο ενάγων δεν δύναται να αξιολογηθεί χωριστά από το αποζημιωτικό αίτημα (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ηςΔεκεμβρίου 1997, T‑90/95, Gill κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

72      Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να εξετασθεί ως έχουσα ως μοναδικό αντικείμενο την αποκατάσταση της ζημίας που ο ενάγων, ο θανών υπάλληλος και τα τέκνα αυτού υπέστησαν από τις ενέργειες της Επιτροπής.

II –  Επί του παραδεκτού

 Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

73      Η Επιτροπή προβάλλει διάφορες ενστάσεις απαραδέκτου.

74      Κατ’ αρχάς, η εναγομένη υποστηρίζει ότι, με την αίτηση αποζημιώσεως την οποία υπέβαλε την 25η Φεβρουαρίου 2008 δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ο ενάγων περιόρισε τις αξιώσεις του στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και δεν διατύπωσε κανένα αίτημα για ικανοποίηση μη περιουσιακής ζημίας. Η αγωγή είναι, επομένως, απαράδεκτη ως προς το τμήμα που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση τη μη περιουσιακής ζημίας του θανόντος υπαλλήλου, των τέκνων αυτού και του ενάγοντος.

75      Δεύτερον, όσον αφορά την ηθική βλάβη του θανόντος υπαλλήλου, αφενός, το θύμα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων στα οποία το άρθρο 73 του ΚΥΚ αναγνωρίζει σχετική αξίωση. Το θύμα δεν νομιμοποιείται, επομένως, να προβάλει αξίωση αποζημιώσεως στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης βάσει του άρθρου 236 EΚ. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, εφόσον ο θανών υπάλληλος δεν καταλέγεται μεταξύ των κατ’ άρθρο 73 του ΚΥΚ δικαιούχων, κανένα δικαίωμα δεν δύναται να μεταβιβασθεί στον ενάγοντα, συμφώνως προς το αξίωμα nemo dat quod non habet. Αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως ασκούμενη βάσει του άρθρου 236 ΕΚ καθιστά δυνατή μόνον τη διεκδίκηση αποζημιώσεως συμπληρωματικής εκείνης που προβλέπεται από το άρθρο 73 του ΚΥΚ και μόνον από τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο rationne personae πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

76      Τρίτον, όσον αφορά την ψυχική οδύνη που υπέστη ο ενάγων, κατά την Επιτροπή, πρόκειται για ζημία για την οποία δεν έγινε λόγος με την ένσταση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 και, επομένως, το σχετικό αίτημα είναι απαράδεκτο. Εξάλλου, ο ενάγων δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κατ’ άρθρο 73 του ΚΥΚ δικαιούχων και, συνεπώς, δεν νομιμοποιείται, να προβάλει αξίωση αποζημιώσεως επί τη βάσει της εξωσυμβατικής ευθύνης κατά το άρθρο 236 EΚ.

77      Τέταρτον, όσον αφορά την ψυχική οδύνη που υπέστησαν τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, σχετική αξίωση αποζημιώσεως δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς προς στήριξη αγωγής αποζημιώσεως βασισμένης στο άρθρο 236 ΕΚ, δεδομένου ότι τα τέκνα του θύματος δεν αντλούν δικαίωμα από το άρθρο 73 του ΚΥΚ. Εξάλλου, ο ενάγων δεν προσκομίζει κάποιο στοιχείο ικανό να θεμελιώσει αρχή αποδείξεως της προκληθείσας μη περιουσιακής ζημίας.

78      Πέμπτον, το επιχείρημα του ενάγοντος ότι, εάν ο θανών υπάλληλος δεν είχε αποβιώσει, θα κατέλειπε στα τέκνα του κεφάλαιο σημαντικά μεγαλύτερο του ποσού που κατέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 73 του ΚΥΚ, δεν ερείδεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και είναι απολύτως αόριστο. Επιπροσθέτως, κατά την Επιτροπή, ο ενάγων δεν προσδιόρισε κάποια εναλλακτική πηγή εσόδων (επί παραδείγματι, ενδεχόμενες ασφαλιστικές αποζημιώσεις από ασφάλεια ζωής των οποίων θα δικαιούνταν ο θανών σύζυγος και η σύζυγός του) η οποία να καθιστά δυνατόν τον προσδιορισμό του ύψους των εσόδων που πράγματι απώλεσαν οι έλκοντες δικαιώματα των οποίων ο ίδιος αποτελεί νόμιμο εκπρόσωπο.

79      Έκτον, ούτε ο δεύτερος ούτε ο τρίτος εκ των προβαλλόμενων με το δικόγραφο της αγωγής ισχυρισμών –ήτοι, αντιστοίχως, η αντικειμενική ευθύνη της Επιτροπής για νόμιμη πράξη και η ευθύνη βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ– δεν περιελήφθησαν στην υποβληθείσα την 25η Φεβρουαρίου 2008 αίτηση αποζημιώσεως. Εξάλλου, οι δύο αυτοί ισχυρισμοί δεν συνοδεύονται από κάποιο στοιχείο ικανό να καταστήσει δυνατό τον προσδιορισμό της προβαλλόμενης ζημίας ούτε συνδέονται με αίτημα διατυπωθέν με το δικόγραφο. Οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει επομένως να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

80      Τέλος, κατά την Επιτροπή, ο ενάγων δεν προσκόμισε έγγραφο αποδεικνύον την ανάθεση σε αυτόν, εκ μέρους των λοιπών επιτροπών των τέκνων του θανόντος υπαλλήλου, της εντολής να ασκήσει την αγωγή εξ ονόματος και για λογαριασμό τους. Επομένως, ο ενάγων στερείται ενεργητικής νομιμοποιήσεως.

 Β – Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

81      Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να εξετασθούν οι ενστάσεις απαραδέκτου για τις οποίες έγινε λόγος με τις σκέψεις 74 έως 77 της παρούσας αποφάσεως και οι οποίες σχετίζονται, στο σύνολό τους, με το αίτημα του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση των μη περιουσιακών ζημιών.

82      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στο σύστημα των προβλεπόμενων από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ μέσων προσβολής μιας πράξεως, οσάκις διατυπώνεται αίτημα αμιγώς αποζημιωτικό, υπό την έννοια ότι δεν ζητείται η ακύρωση συγκεκριμένης πράξεως, αλλά αποκλειστικώς η αποκατάσταση ζημιών που φέρονται ως οφειλόμενες σε σειρά πταισμάτων ή παραλείψεων που, ελλείψει οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, δεν δύνανται να θεωρηθούν βλαπτικές πράξεις, η διοικητική διαδικασία πρέπει κατ’ ανάγκην, επί ποινή απαραδέκτου της μεταγενεστέρως ασκούμενης αγωγής, να εκκινεί με αίτηση του ενδιαφερομένου προς την ΑΔΑ για αποκατάσταση της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας και να συνεχίζεται με την υποβολή ενδεχόμενης διοικητικής ενστάσεως κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 13ης Ιουλίου 1995, T‑44/93, Saby κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

83      Κατά πάγια, εξάλλου, νομολογία, τα αιτήματα που διατυπώνονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πρέπει να ταυτίζονται, ως προς το αντικείμενό τους, με εκείνα που διατυπώθηκαν με την ένσταση και να περιλαμβάνουν αποκλειστικώς αμφισβητήσεις που στηρίζονται στην αυτή αιτία με εκείνη των αιτημάτων της ενστάσεως· οι αμφισβητήσεις αυτές μπορούν, ωστόσο, στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, να αναπτύσσονται με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν (βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2002, C‑62/01 P, Campogrande κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

84      Το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε προσφάτως ότι ο όρος «αιτία» πρέπει να νοείται εν ευρεία εννοία (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 1ης Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 119). Το γεγονός ότι η νομολογιακή αυτή θέση διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της σε διαφορές αποζημιώσεως, υπό τον όρον διαφυλάξεως των ειδικών χαρακτηριστικών των εν λόγω ένδικων διαφορών. Στο πεδίο των αμιγώς αποζημιωτικών αιτημάτων, η έννοια της αιτίας δεν ορίζεται με αναφορά σε «αμφισβητήσεις» κατά την έννοια της προμνησθείσας με την προηγούμενη σκέψη νομολογίας, αλλά σε «ζημίες» τις οποίες ο ενάγων, με την αίτηση αποζημιώσεως, ισχυρίζεται ότι υπέστη. Αυτές ακριβώς οι ζημίες καθορίζουν το αντικείμενο της αποζημιώσεως που επιζητεί ο υπάλληλος και, συνεπώς, το αντικείμενο της αιτήσεως που αυτός υποβάλλει στη Διοίκηση.

85      Από τις προηγούμενες τρεις σκέψεις προκύπτει ότι αποζημιωτικά αιτήματα για τα διάφορα είδη ζημιών υποβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ μόνον εφόσον έχει προηγηθεί, σε πρώτο στάδιο, αίτηση προς τη Διοίκηση με το αυτό αντικείμενο και για τις ίδιες ζημίες και, εν συνεχεία, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως με την οποία η Διοίκηση απεφάνθη, ρητώς ή σιωπηρώς, επί της εν λόγω αιτήσεως.

86      Τούτο δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να αναπροσαρμόσει το αποζημιωτικό αίτημα που υπέβαλε με την αίτησή του προς τη Διοίκηση, προβαίνοντας σε νέο υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η έκταση των ζημιών που υπέστη διευρύνεται σε μεταγενέστερο χρόνο ή δεν είναι γνωστή ή μπορεί να υπολογισθεί μόνο μετά την υποβολή της εν λόγω αιτήσεως (βλ., συναφώς, σε σχέση με τη δυνατότητα υπολογισμού του ύψους ζημίας με το δικόγραφο της αγωγής, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 62), υπό τον όρον, όμως, ότι τα είδη ζημιών για τις οποίες ζητείται αποζημίωση έχουν προσδιορισθεί με την προηγηθείσα αίτηση.

87      Εν προκειμένω, ενώ ο ενάγων επιδιώκει την επανόρθωση των επιζήμιων συνεπειών πράξεων τις οποίες είχε προσδιορίσει το πρώτον με την αίτηση που υπέβαλε την 25η Φεβρουαρίου 2008, τα αποζημιωτικά του αιτήματα σκοπούν στην ικανοποίηση διαφόρων μη περιουσιακών ζημιών που, όπως ισχυρίζεται, υπέστη ο ίδιος, ο θανών υιός του και τα τέκνα αυτού.

88      Είναι σαφές ότι, με την αίτηση αποζημιώσεως την οποία υπέβαλε με το έγγραφο της 25ης Φεβρουαρίου 2008, ο ενάγων είχε ζητήσει μόνον την αποκατάσταση περιουσιακών ζημιών και ουδόλως είχε αναφερθεί στις μη περιουσιακές ζημίες των οποίων την ικανοποίηση αξιώνει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

89      Εν συνεχεία βέβαια, με την ένστασή του, ο ενάγων ζήτησε όχι μόνο την αποκατάσταση περιουσιακών ζημιών, αλλά και τη χρηματική ικανοποίηση μη περιουσιακών ζημιών, γεγονός που παρέσχε στη Διοίκηση τη δυνατότητα να λάβει θέση επί των ζημιών αυτών με την απόφασή της περί απορρίψεως της ενστάσεως, προ της ασκήσεως της αγωγής. Εντούτοις, το εν λόγω τμήμα της απορριπτικής της ενστάσεως αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη απόφαση την οποία έλαβε η Διοίκηση επί των συγκεκριμένων ζημιών. Ο ενάγων δεν υπέβαλε, όμως, όπως θα όφειλε, ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής και, συνεπώς, δεν τήρησε τα δύο στάδια της διοικητικής διαδικασίας, από τα οποία εξαρτάται το παραδεκτό των αποζημιωτικών αιτημάτων για τις συγκεκριμένες ζημίες.

90      Τα επιχειρήματα που αντλούνται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 1989, C‑224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, επιχειρήματα τα οποία ο ενάγων ανέπτυξε κατά τη δεύτερη συζήτηση, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Συγκεκριμένα, ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δέχθηκε, με την εν λόγω απόφαση, ότι υπάλληλος δύναται να διατυπώσει παραδεκτώς αποζημιωτικό αίτημα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι η αμφισβήτηση, κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, της νομιμότητας της βλαπτικής για τον ενδιαφερόμενο πράξεως δύναται να νοηθεί ως εμπερικλείουσα αίτημα για την αποκατάσταση της προκληθείσας από την εν λόγω πράξη ζημίας. Η υπό κρίση διαφορά έχει, όμως, αμιγώς αποζημιωτικό χαρακτήρα και δεν σχετίζεται με την αμφισβήτηση της νομιμότητας βλαπτικής για τον ενάγοντα αποφάσεως.

91      Συνεπώς, τα αιτήματα για τη χρηματική ικανοποίηση μη περιουσιακών ζημιών πρέπει, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, να απορριφθούν ως απαράδεκτα, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών ενστάσεων απαραδέκτου που προβάλλονται συναφώς.

92      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής που εκτέθηκαν με τη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι πρόκειται για επιχειρήματα που συνδέονται με το ζήτημα αν, λόγω των ποσών που έχει ήδη καταβάλει η Επιτροπή ως παροχές βάσει του ΚΥΚ, ο ενάγων στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος· το ζήτημα αυτό θα διερευνηθεί κατωτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως του βασίμου του πρώτου ισχυρισμού.

93      Τρίτον, όσον αφορά τις ενστάσεις απαραδέκτου που προβάλλονται κατά του δευτέρου και του τρίτου ισχυρισμού, για τις οποίες έγινε λόγος με τη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να εξετασθεί, δεδομένων των στοιχείων που το Δικαστήριο ΔΔ έχει στη διάθεσή του προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, αλλά και για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, αν η ευθύνη του θεσμικού οργάνου δύναται να ιδρυθεί ακόμη και άνευ πταίσματος για νόμιμη πράξη ή, επίσης, εάν αυτή δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι τα αποζημιωτικά αιτήματα που ο ενάγων στηρίζει στους δύο αυτούς ισχυρισμούς στερούνται ερείσματος και ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, παρέλκει η εξέταση των εν λόγω ενστάσεων απαράδεκτου (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, σκέψη 52· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Μαΐου 2008, T‑250/06 P, Ott κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 75 και 76· αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 14ης Νοεμβρίου 2006, F‑4/06, Villa κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 21, και της 20ής Ιανουαρίου 2009, F‑32/08, Klein κατά Επιτροπής, σκέψη 20).

94      Τέλος, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που βασίζεται στο επιχείρημα ότι ο ενάγων δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς ως νόμιμος εκπρόσωπος των εκ του θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα, για τον λόγο ότι δεν έχει λάβει την άδεια των λοιπών επιτρόπων των εν λόγω προσώπων, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο ενάγων, κληθείς από το Δικαστήριο ΔΔ, με έγγραφο της 15ης Ιουνίου 2010, να προσκομίσει έγγραφο αποδεικνύον ότι ενεργεί με τη συγκατάθεση των λοιπών επιτρόπων, προσκόμισε, με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 2010, την υπογεγραμμένη από τους λοιπούς επιτρόπους εντολή. Το Δικαστήριο ΔΔ είναι επομένως σε θέση να προβεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 36 του Κανονισμού Διαδικασίας, στη διαπίστωση ότι το δικόγραφο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω Κανονισμού. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

95      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παράλειψη προσκομίσεως τέτοιας εντολής κατά το στάδιο ασκήσεως της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί κατά τη διάρκεια της δίκης, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει, εν πάση περιπτώσει, ότι το γεγονός ότι μια οντότητα δεν δικαιολογεί, από πλευράς εθνικού δικαίου, την ικανότητά της να είναι διάδικος δεν της στερεί κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., συναφώς, προκειμένου για υπό σύσταση εταιρεία στην οποία η Επιτροπή είχε επιτρέψει τη συμμετοχή σε διαδικασία υποβολής προσφορών αναγνωρίζοντας την εγκυρότητα της προσφοράς της, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1982, 135/81, Groupement des Agences de voyages κατά Επιτροπής).

96      Επιπροσθέτως, εν προκειμένω, με την απόφασή της επί της διοικητικής ενστάσεως του ενάγοντος, η Επιτροπή ουδόλως υποστήριξε ότι η ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος προϋπέθετε κατ’ ανάγκη συμφωνία των λοιπών επιτροπών των εκ του θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η διοικητική ένσταση αποτελούσε το τελευταίο διαδικαστικό στάδιο προ της ασκήσεως της αγωγής.

III –  Επί της ουσίας

 Α – Επί του πρώτου ισχυρισμού, που αντλείται από πλημμελή εκπλήρωση,
εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως της να εξασφαλίσει την προστασία
του υπαλλήλου της

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

97      Κατά τον ενάγοντα, η προϋπόθεση ιδρύσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, ήτοι η παράνομη συμπεριφορά του εν λόγω οργάνου, πληρούται. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν επέδειξε επιμέλεια κατά την τήρηση της γενικής υποχρεώσεως ασφαλείας που υπέχει ως εργοδότης, υποχρεώσεως η οποία απορρέει ευθέως από το προβλεπόμενο από το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ καθήκον αρωγής και η οποία έχει ειδικό περιεχόμενο προκειμένου για τους τοποθετημένους σε τρίτες χώρες υπαλλήλους και τις οικογένειές τους.

98      Ειδικότερα, κατά τον ενάγοντα, η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωσή της να παράσχει στον θανόντα υπάλληλο και στην οικογένειά του ασφαλή κατοικία, υποχρέωση η οποία προβάλλει ακόμη επιτακτικότερη λαμβανομένης υπόψη της διατάξεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά την οποία ο υπάλληλος υποχρεούται να διαμένει στην κατοικία που του παραχωρεί το όργανο. Η αμέλεια της Επιτροπής αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ένας πρωτόπειρος εγκληματίας και δη τελών υπό την επήρεια οινοπνεύματος και ναρκωτικών ουσιών εισέβαλε με ευχέρεια, άνευ χρήσεως εργαλείου διαρρήξεως και ανεμπόδιστα στο εσωτερικό της οικίας του θανόντος υπαλλήλου. Όπως επισημαίνει ο ενάγων, η Επιτροπή δεν έλαβε μέριμνα ώστε να βεβαιωθεί ότι τα κιγκλιδώματα των παραθύρων της τραπεζαρίας της οικίας ηδύναντο να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικό εμπόδιο. Τα κιγκλιδώματα αυτά αποδείχθηκαν απρόσφορα για την επιτέλεση της λειτουργίας τους. Το επιχείρημα ότι τη νύκτα του εγκλήματος το παράθυρο της τραπεζαρίας ήταν ανοικτό δεν αποδεικνύεται και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να προβάλλεται προς απαλλαγή της Επιτροπής από την ευθύνη της. Κατά τον ενάγοντα, η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη και για την απουσία νυκτοφύλακα κατά τον χρόνο της διαρρήξεως. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει μέτρα λιγότερο δαπανηρά, πλην όμως αποτελεσματικά, όπως η εγκατάσταση συστήματος συναγερμού και/ή κομβίου εκτάκτου ανάγκης, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μέτρα τα οποία ο συντάκτης της γραπτής απαντήσεως της 6ης Αυγούστου 2007 είχε παρουσιάσει ως «καθιερωμένα και βασικά» μέτρα ασφαλείας.

99      Το γεγονός ότι ο θανών υπάλληλος είχε δηλώσει σύμφωνος με την παραχώρηση σε αυτόν της συγκεκριμένης προσωρινής κατοικίας επ’ ουδενί δύναται να απαλλάξει την Επιτροπή από τις υποχρεώσεις της στον τομέα ασφαλείας. Ο ενάγων επισημαίνει εξάλλου ότι την εν λόγω κατοικία δεν είχε επιλέξει ο υιός του, αλλά η Επιτροπή, η οποία και την είχε μισθώσει προ της αφίξεως του υπαλλήλου στο Ραμπάτ.

100    Ο ενάγων διευκρινίζει ότι δεν υποστηρίζει σε καμία περίπτωση ότι η Επιτροπή όφειλε να εγγυηθεί την απόλυτη ασφάλεια του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του, αλλά απλώς ότι δεν ελήφθησαν τα στοιχειώδη, αποτελεσματικά και εύλογα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν συγκεκριμένη ασφάλεια στον υιό του και στην οικογένεια αυτού.

101    Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογιακή θέση κατά την οποία ο υπάλληλος –ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα– ο οποίος έχει λάβει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 73 του ΚΥΚ παροχές δύναται να ασκήσει αγωγή για εξωσυμβατική ευθύνη κατά του οικείου οργάνου μόνον εάν οι εν λόγω παροχές δεν επαρκούν για την αποκατάσταση των ζημιών που αυτός υπέστη. Η νομολογιακή αυτή θέση μπορεί να εφαρμοσθεί και στις λοιπές προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές οι οποίες, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, καταβλήθηκαν στους εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα. Κατά την Επιτροπή, ο ενάγων, ο οποίος φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν αποδεικνύει ότι τα ποσά που η Επιτροπή κατέβαλε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως είναι ανεπαρκή. Η Επιτροπή διατυπώνει, ως εκ τούτου, επιφυλάξεις για το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, τουλάχιστον όσον αφορά τις μη περιουσιακές ζημίες. Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που αξιώνει, ο ενάγων δεν έλαβε υπόψη τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές που καταβλήθηκαν στους εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, παρά το γεγονός ότι η προαναφερθείσα νομολογιακή θέση αποκλείει τη διπλή αποζημίωση για τις αυτές ζημίες μέσω πρόσθετης αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη.

102    Η Επιτροπή δεν αρνείται τη γενική υποχρέωση ασφάλειας που υπέχει ως εργοδότης, αντιτείνει, όμως, στον ενάγοντα ότι η ίδια είχε λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας που υπαγόρευε η κατάσταση και, συνεπώς, το ενδεχόμενο εκ μέρους της παραλείψεων πρέπει να αποκλεισθεί. Τα επιχειρήματα που αντιτάσσει η Επιτροπή επί των ζητημάτων αυτών εκτέθηκαν με τη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως. Η εναγομένη εκτιμά, επίσης, ότι υπεύθυνος των ζημιών για τις οποίες κάνει λόγο ο ενάγων είναι αποκλειστικώς ο ίδιος ο δράστης του εγκλήματος. Κατά την Επιτροπή, ο υιός του ενάγοντος επέδειξε επίσης αμελή συμπεριφορά, η οποία συνέβαλε στην επέλευση της ζημίας, κυρίως λόγω της μη συμμετοχής του, προ της αναχωρήσεώς του για το Μαρόκο, στις ενημερωτικές συναντήσεις για θέματα ασφαλείας τις οποίες διοργανώνει η Επιτροπή για τους υπαλλήλους που τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες, καθώς και διότι τη νύκτα της διπλής δολοφονίας είχε αφήσει ανοικτό παράθυρο της οικίας του.

103    Αφού έλαβε γνώση, στα γραφεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου ΔΔ, της συνόψεως των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, ο σύμβουλος του ενάγοντος τόνισε ότι το εν λόγω έγγραφο, αφενός, ήταν δεσμευτικό για την Επιτροπή και, αφετέρου, εξειδίκευε τους όρους που το ίδιο το όργανο είχε καθορίσει ως προς την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ο δικηγόρος του ενάγοντος υποστήριξε επίσης ότι, καίτοι ενήμερη για τους κινδύνους που διατρέχουν οι υπάλληλοί της στο Μαρόκο, η Επιτροπή δεν είχε λάβει κανένα εκ των προβλεπόμενων από το εν λόγω έγγραφο μέτρων. Άνευ της συγκεκριμένης παραλείψεως εκ μέρους της Επιτροπής, η διπλή δολοφονία θα είχε αποφευχθεί. Επιπλέον, εάν τα μέτρα ασφαλείας που προέβλεπε το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είχαν τεθεί σε εφαρμογή, ο υιός του ενάγοντος θα μπορούσε να είχε θέσει σε λειτουργία το σύστημα έγκαιρης ειδοποιήσεως και να σωθεί πριν υποκύψει στα τραύματά του. Ο υιός του ενάγοντος στερήθηκε, ως εκ τούτου, μια πιθανότητα επιβιώσεως. Κατά τον ενάγοντα, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος της Επιτροπής και των ζημιών αποδεικνύεται με σαφήνεια. Η ευθύνη της Επιτροπής δεν μετριάζεται από κανένα πταίσμα του δολοφονηθέντος υπαλλήλου.

104    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας δεν ετύγχανε εφαρμογής επί των προσωρινών κατοικιών, όπως η κατοικία που είχε παραχωρηθεί στον υιό του ενάγοντος, και ότι, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω έγγραφο απηύθυνε απλώς συστάσεις και δεν προέβλεπε μέτρα δεσμευτικού χαρακτήρα. Κατά την Επιτροπή, η Διοίκηση διέθετε εν προκειμένω ευρεία διακριτική ευχέρεια της οποίας τα όρια προδήλως δεν παραβίασε, καθώς τα μέσα προστασίας που ετέθησαν σε εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν επαρκή και εύλογα.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 Επί του προβαλλόμενου από την Επιτροπή επιχειρήματος ότι οι ζημίες των οποίων την αποκατάσταση αξιώνει ο ενάγων έχουν ήδη αποκατασταθεί πλήρως

105    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να εξετασθεί εάν ο ενάγων τηρεί την προϋπόθεση η οποία επιβάλλει απόδειξη της υπάρξεως ζημίας μη εισέτι αποκατασταθείσας, προϋπόθεση άνευ της συνδρομής της οποίας η αγωγή αποζημιώσεως θα πρέπει να απορριφθεί. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ζημίες των οποίων την αποκατάσταση αξιώνει ο ενάγων έχουν ήδη αποκατασταθεί πλήρως μέσω των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών, οι οποίες καταβλήθηκαν στους εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων ιδρύσεως της ευθύνης της Ένωσης, ήτοι η απόδειξη της υπάρξεως μη αποκατασταθείσας ζημίας, και, ως εκ τούτου, η αγωγή θα πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή βαρύνεται με πταίσμα. Ο ενάγων υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα κατ’ αποκοπήν καταβολών, είναι απολύτως ανεπαρκείς για την προσήκουσα επανόρθωση των σημαντικών περιουσιακών και μη περιουσιακών ζημιών που προκλήθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, άνευ προηγουμένου στην ιστορία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Κατά τον ενάγοντα, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών περιστάσεων της διαφοράς, επιβάλλεται, βάσει της νομολογίας, συμπληρωματική αποζημίωση (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink κατά Επιτροπής).

106    Συναφώς, έχει κριθεί ότι, λόγω του κατ’ αποκοπήν χαρακτήρα των παροχών που προβλέπει ο ΚΥΚ υπέρ των εκ θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να αξιώσουν συμπληρωματική αποζημίωση στην περίπτωση κατά την οποία το όργανο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τον θάνατο του υπαλλήλου και οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές δεν αρκούν για την πλήρη αποκατάσταση της επενεχθείσας ζημίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κατά Επιτροπής, σκέψη 13· απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 23).

107    Απόκειται κατά κύριο λόγο στον διάδικο που προβάλλει την ευθύνη της Ένωσης να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία περί του υποστατού ή της εκτάσεως της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη και να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1976, 26/74, Roquette frères κατά Επιτροπής, σκέψεις 22 και 23, και της 7ης Μαΐου 1998, C‑401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής, σκέψη 71).

108    Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επανόρθωση μέσω των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών είναι επαρκής εμφανίζει ασφαλώς τα χαρακτηριστικά ενστάσεως απαραδέκτου, καθώς η εναγομένη φαίνεται να υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον του ενάγοντος έχει πλέον εκλείψει. Θα μπορούσε, συνεπώς, να θεωρηθεί, συμφώνως προς πάγια νομολογία, ότι απόκειται στον εναγόμενο που αμφισβητεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος να αποδείξει ότι η αγωγή προσκρούει στη μη συνδρομή της συγκεκριμένης προϋποθέσεως παραδεκτού.

109    Εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία του επιχειρήματος της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η Επιτροπή τονίζει συγκεκριμένα ότι ο ενάγων δεν αποδεικνύει τη συνδρομή μίας εκ των ουσιαστικών προϋποθέσεων ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι την ύπαρξη ζημίας μη εισέτι αποκατασταθείσας. Εφόσον, όμως, απόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση των ζημιών των οποίων ζητεί την αποκατάσταση, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι ζημίες αυτές δεν έχουν αποκατασταθεί πλήρως μέσω των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 16).

110    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι ο ενάγων παρέσχε συναφώς αποχρώντα στοιχεία.

111    Κατ’ αρχάς, η βάση επί της οποίας ο ενάγων στήριξε τον υπολογισμό του ποσού που ζητεί προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, υπολογισμό ο οποίος προκύπτει από εκτίμηση, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, της οικονομικής απώλειας που υπέστησαν οι εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, ήτοι η προκείμενη ότι ο υπάλληλος θα μπορούσε να συνεχίσει την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας έως την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, κρίνεται πειστική και εύλογη, μολονότι είναι αληθές ότι το χρονικό διάστημα που λαμβάνεται υπόψη κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι 26 έτη. Το ύψος του αναφερόμενου στο δικόγραφο της αγωγής ποσού των 2 552 837,96 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο σύνολο των αποδοχών που ο υιός του ενάγοντος θα ελάμβανε εάν είχε παραμείνει εν ενεργεία έως την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, δεν είναι επομένως a priori υπέρμετρο. Ο ενάγων δεν διατύπωσε, εξάλλου, αίτημα σε σχέση με την απώλεια συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία ο υιός του θα είχε αποκτήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, παρά το γεγονός ότι ο δικαστής της Ένωσης δέχεται ότι τα δικαιώματα αυτά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό περιουσιακής ζημίας (βλ., αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2004, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 167, και της 12ης Ιουλίου 2007, T‑45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 87 έως 90).

112    Επιβάλλεται, εν συνεχεία, η επισήμανση ότι το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενο ποσό υπερβαίνει το σύνολο των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών οι οποίες καταβλήθηκαν και πρόκειται να καταβληθούν από την Επιτροπή στους εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, ακόμη και στην περίπτωση, για την οποία κάνει λόγο η Επιτροπή με το σημείο 54 του υπομνήματός της αντικρούσεως, κατά την οποία οι εν λόγω παροχές εξακολουθήσουν να καταβάλλονται έως ότου τα ορφανά τέκνα φθάσουν στην ηλικία των 26 ετών (οπότε και αυτές θα ανέρχονται συνολικώς στο ποσό των 2 478 375,47 ευρώ).

113    Τέλος, με τον πίνακα που προσκόμισε κατά την πρώτη συζήτηση, ο ενάγων αναπροσάρμοσε το αρχικώς υπολογισθέν ποσό των 2 552 837,96 ευρώ σε ποσό αγγίζον τα 4 εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι προαγωγές τις οποίες, κατά την άποψη του, θα ελάμβανε ο υιός του. Είναι σαφές ότι οι προαγωγές αυτές έχουν, εκ φύσεως, υποθετικό χαρακτήρα, καθώς δικαίωμα σε τέτοια εξέλιξη της σταδιοδρομίας δεν αναγνωρίζεται στους υπαλλήλους. Πρέπει, εξάλλου, να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή χορήγησε κατ’ εξαίρεση στον θανόντα υπάλληλο μετά θάνατον προαγωγή στον επόμενο βαθμό, η οποία ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών που αναγνωρίσθηκαν υπέρ των εκ του θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα. Εντούτοις, προβάλλει εύλογος ο συλλογισμός ότι στο προαναφερθέν ποσό θα έπρεπε να εφαρμοσθούν ποικίλες προσαυξήσεις, τουλάχιστον σε σχέση με τις προαγωγές σε κλιμάκια τις οποίες θα μπορούσε να λάβει ο θανών υπάλληλος προϊούσης της αρχαιότητάς του (για έναν ακριβέστερο προσδιορισμό του ύψους των περιουσιακών ζημιών βλ. σκέψεις 199 και 200 της παρούσας αποφάσεως).

114    Δεδομένων των παρασχεθέντων από τον ενάγοντα στοιχείων, δεν μπορεί, στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι θεμελιώνεται πλήρης ευθύνη της Επιτροπής για το σύνολο των περιουσιακών ζημιών, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές που καταβλήθηκαν στους ενδιαφερομένους, οι οποίοι είναι στο σύνολό τους ανήλικοι και ορφανοί εκ πατρός και μητρός, να μην επαρκούν για την πλήρη αποκατάσταση των σημαντικών περιουσιακών ζημιών που αυτοί υπέστησαν. Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, το γεγονός ότι τα ποσά που καταβάλλονται μηνιαίως στους εκ του θανόντος υπάλληλου έλκοντες δικαιώματα βάσει του ΚΥΚ υπερβαίνουν το ύψος των αποδοχών που ο εν λόγω υπάλληλος θα ελάμβανε τον Ιούνιο του 2009 δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, οι εν λόγω αποδοχές θα καταβάλλονταν στον υιό του ενάγοντος έως την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς του, ήτοι επί διάστημα μεγαλύτερο του διαστήματος κατά το οποίο προβλέπεται η καταβολή των παροχών βάσει του ΚΥΚ στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

115    Συνεπώς, η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι η αγωγή αποζημιώσεως του ενάγοντος πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί για τον λόγο ότι ο ενάγων δεν απέδειξε ότι οι προβαλλόμενες ζημίες δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως μέσω των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών των οποίων απολαύουν ήδη οι εκ του θανόντος υιού του έλκοντες δικαιώματα.

 Επί της αιτιάσεως ότι η Επιτροπή προέβη σε πλημμελή εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της να εγγυηθεί την ασφάλεια του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του

 Επί των προϋποθέσεων ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής

116    Κατά πάγια νομολογία του δικαστή της Ένωσης, η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο αυτός παρέχει ή παρείχε υπηρεσίες η οποία έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις ανάγεται στη σχέση εργασίας που συνδέει ή συνέδεε τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων   90 και 91 του ΚΥΚ και όχι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων   235 ΕΚ και 288 ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1975, 9/75, Meyer-Burckhardt κατά Επιτροπής, σκέψη 7· της 17ης Φεβρουαρίου 1977, 48/76, Reinarz κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, σκέψη 10· διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1987, 317/85, Pomar κατά Επιτροπής, σκέψη 7· απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 401/85, Schina κατά Επιτροπής, σκέψη 9· διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2009, T‑114/08 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψεις 12, 13 και 24· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 11ης Μαΐου 2010, F‑30/08, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, σκέψεις 130 έως 133, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑308/10 P). Η νομολογιακή αυτή θέση δύναται να εφαρμοσθεί σε διαφορά μεταξύ των εκ θανόντος υπαλλήλου ελκόντων δικαιώματα ή του νομίμου εκπροσώπου τους και του οργάνου στο οποίο εργαζόταν ο υπάλληλος, καθώς πρόκειται για διαφορά αναγόμενη στην εργασιακή σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου υπαλλήλου και του οργάνου.

117    Η ίδρυση της ευθύνης θεσμικού οργάνου, στο πλαίσιο του άρθρου 236 ΕΚ, προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι την ύπαρξη υπηρεσιακού πταίσματος ή παράνομης πράξεως του οργάνου, το υποστατό βεβαίας και αποτιμητής ζημίας, καθώς και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Τ‑20/89, Moritz κατά Επιτροπής, σκέψη 19· της 9ης Φεβρουαρίου 1994, T‑82/91, Latham κατά Επιτροπής, σκέψη 72, και της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T‑506/93, Moat κατά Επιτροπής, σκέψη 46). Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη μίας εξ αυτών αρκεί για την απόρριψη αγωγής αποζημιώσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 14).

118    Όσον αφορά την πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών, την οποία το Δικαστήριο ΔΔ θα εξετάσει ευθύς αμέσως, πρέπει να τονισθεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η αμφιλογία δεν αφορά τη νομιμότητα δραστηριότητας λήψεως αποφάσεως, αλλά, όπως εν προκειμένω, τον υπαίτιο χαρακτήρα συμπεριφοράς η οποία δεν συνιστά απόφαση, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να λάβει υπόψη, μεταξύ των καθοριστικής σημασίας στοιχείων της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διέθετε η Διοίκηση κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς.

119    Οσάκις το όργανο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως δε οσάκις δεν υποχρεούται να ενεργήσει κατά συγκεκριμένο τρόπο βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, αποφασιστικό κριτήριο για την κατάφαση της συνδρομής της πρώτης προϋποθέσεως είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν διαπιστώνεται κάποιο πρόδηλο σφάλμα εκ μέρους της Διοικήσεως, δεν δύναται να καταλογισθεί σε αυτήν παράνομη συμπεριφορά και, συνεπώς, η ευθύνη της αποκλείεται. Επί παραδείγματι, η διενέργεια έρευνας μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο υπάλληλος δικαιώνεται δεν δύναται να αποτελέσει λόγο ιδρύσεως ευθύνης του οργάνου, αν η απόφαση για τη διενέργεια έρευνας βασίζεται σε σύνολο αποχρώντων και ουσιώδους σημασίας στοιχείων και δεν είναι, ως εκ τούτου, προδήλως εσφαλμένη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Μαΐου 2007, F‑23/05, Giraudy κατά Επιτροπής, σκέψεις 104, 105 και 167).

120    Αντιθέτως, οσάκις το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Διοίκηση είναι ιδιαιτέρως περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αρκεί για την κατάφαση κατάφωρης παραβάσεως, ικανής να θεμελιώσει ευθύνη του οργάνου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, σκέψη 44). Συνεπώς, οσάκις η Διοίκηση οφείλει να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά η οποία υπαγορεύεται από την κείμενη νομοθεσία, από την επιταγή περί τηρήσεως γενικών αρχών ή σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ακόμη από κανόνες ως προς την τήρηση των οποίων η ίδια η Διοίκηση έχει αυτοβούλως δεσμευθεί, απλή παράβαση μιας τέτοιας υποχρεώσεως δύναται να οδηγήσει σε ίδρυση της ευθύνη του οικείου οργάνου.

121    Ο δικαστής της Ένωσης έκρινε, ως εκ τούτου, ότι ιδρύεται ευθύνη του οργάνου στην περίπτωση κατά την οποία αυτό δεν επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε να επιδείξει ως εργοδότης όσον αφορά τον έλεγχο, τη συντήρηση και τη χρήση υπηρεσιακού οχήματος στο οποίο επέβαινε υπάλληλος κατά τον χρόνο του ατυχήματος (προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 έως 17), στην περίπτωση κατά την οποία το όργανο δεν είχε ενημερώσει υπάλληλο για την ύπαρξη ασθενείας διαγνωσθείσας κατά την ιατρική εξέτασή του, μολονότι είχε την υποχρέωση να επιστήσει την προσοχή του ενδιαφερομένου στις επικίνδυνες για την υγεία του συμπεριφορές (προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Gill κατά Επιτροπής, σκέψη 34), στην περίπτωση οργάνου του οποίου η ιατρική υπηρεσία δεν είχε ενημερώσει υπάλληλο για τους παράγοντες κινδύνου οι οποίοι ηδύναντο να οδηγήσουν στην εμφάνιση ασθενείας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, T‑36/89, Nijman κατά Επιτροπής, σκέψη 37) ή στην περίπτωση οργάνου το οποίο δεν είχε αποφανθεί εντός εύλογης προθεσμίας επί αιτήσεως αναγνωρίσεως ασθενείας ως επαγγελματικής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψεις 161 και 167).

122    Μολονότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑48/05, Franchet και Byk κατά Επιτροπής (σκέψεις 95 έως 97) και της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑57/99, Nardone κατά Επιτροπής (σκέψη 162), υποστηρίζει ότι η πρώτη προϋπόθεση ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοικήσεως απαιτεί σε κάθε περίπτωση απόδειξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες, κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια προϋπόθεση πρέπει μεν να συντρέχει στις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούνται από ιδιώτες βάσει του άρθρου 288 ΕΚ, πλην όμως δεν τυγχάνει εφαρμογής στις αγωγές αποζημιώσεως που ανάγονται στη σχέση εργασίας μεταξύ υπαλλήλου και οργάνου. Ειδικότερα, στις προαναφερθείσες με την προηγούμενη σκέψη υποθέσεις, ο δικαστής της Ένωσης απεφάνθη υπέρ της υπάρξεως πταίσματος της Διοικήσεως βασιζόμενος στην απλή διαπίστωση παρανομίας, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί στην κατάφαση «κατάφωρης» παραβάσεως και χωρίς να έχει ελέγξει εάν ο καταστρατηγηθείς κανόνας μπορούσε να θεωρηθεί κανόνας απονέμων δικαιώματα σε ιδιώτες. Το Πρωτοδικείο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως αναιρέσεως, με την προπαρατεθείσα διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής (σκέψεις 11, 12 και 13), η οποία εκδόθηκε μετά τις προμνησθείσες αποφάσεις Franchet και Byk κατά Επιτροπής και Nardone κατά Επιτροπής, επικύρωσε τη θέση ότι, λόγω της σχέσεως εργασίας που τον συνδέει με την Ένωση, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ιδιώτης και ότι οι προϋποθέσεις ιδρύσεως ευθύνης κατά το άρθρο 236 ΕΚ διαφέρουν εκείνων του άρθρου 288 ΕΚ. Εάν γινόταν δεκτή η θέση της Επιτροπής, οι εκ μέρους υπαλλήλων αγωγές λόγω ευθύνης της Διοικήσεως θα υπέκειντο σε καθεστώς επιβάλλον την απόδειξη βαρέος ή προδήλου πταίσματος, ενώ η προϋπόθεση περί καταφάσεως βαρέος πταίσματος έχει νόημα μόνο στα πεδία στα οποία η Διοίκηση διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

123    Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑143/09 P, Επιτροπή κατά Petrilli (σκέψη 46), η οποία εκδόθηκε μετά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε σαφώς την άποψη της Επιτροπής και ανέτρεψε την υιοθετηθείσα με την προπαρατεθείσα απόφαση Nardone κατά Επιτροπής θέση. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν αντιθέσει προς την άποψη που είχε γίνει δεκτή με την απόφαση Nardone κατά Επιτροπής, οι υπαλληλικές διαφορές που άπτονται του άρθρου 236 EΚ και των άρθρων   90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, διέπονται από κανόνες διαφορετικούς και ειδικούς σε σχέση με εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές που διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 235 EΚ και του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, EΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου 2002, T‑187/01, Mellone κατά Επιτροπής, σκέψη 74, και της 14ης Οκτωβρίου 2004, T‑1/02, Polinsky κατά Δικαστηρίου, σκέψη 47). Συγκεκριμένα, από τον ΚΥΚ προκύπτει με σαφήνεια ότι η κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης διαφέρει εκείνης των λοιπών ιδιωτών, διότι ο υπάλληλος συνδέεται με το όργανο στο οποίο παρέχει υπηρεσίες με έννομη σχέση εργασίας, συνεπαγόμενη ισορροπία ειδικών αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία αποτυπώνεται στο καθήκον αρωγής που έχει η Διοίκηση έναντι του υπαλλήλου (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C‑298/93 P, Klinke κατά Δικαστηρίου, σκέψη 38). Η ισορροπία αυτή σκοπεί κατά κύριο λόγο στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται στους πολίτες η προσήκουσα εκπλήρωση των αποστολών γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 47). Επομένως, όταν ενεργεί ως εργοδότης, η Ένωση υπέχει αυξημένη ευθύνη η οποία αντανακλάται στην υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό με οιαδήποτε παράνομη πράξη την οποία διαπράττει ως εργοδότης.

124    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της πρώτης προϋποθέσεως ιδρύσεως της ευθύνης είναι ορθή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο καταστρατηγηθείς στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς κανόνας, ήτοι η υποχρέωση της Επιτροπής να εγγυηθεί την ασφάλεια του προσωπικού της, είναι κανόνας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, κατά την έννοια της νομολογιακής θέσεως που διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 288 ΕΚ (βλ., κατ’ αναλογίαν, σε σχέση με την απορρέουσα από το καθήκον αρωγής υποχρέωση εξασφαλίσεως υγιεινού περιβάλλοντος εργασίας, προπαρατεθείσα απόφαση Nardone κατά Επιτροπής). Το ζήτημα αν η ενδεχόμενη παράβαση του εν λόγω κανόνα είναι ή όχι κατάφωρη θα εξετασθεί κατωτέρω.

125    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή βαρύνεται με πταίσμα και αν το πταίσμα αυτό συνεπάγεται ίδρυση της ευθύνης της, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να εξετασθεί το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε εν προκειμένω η Επιτροπή όσον αφορά την προστασία του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του.

 Επί του εύρους του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή σε σχέση με την προστασία των υπαλλήλων της που τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες

126    Όσον αφορά την εξασφάλιση ακίνδυνων συνθηκών εργασίας στο προσωπικό της, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή έχει, όπως κάθε εργοδότης του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, υποχρέωση ενεργείας. Συγκεκριμένα, το προσωπικό αυτό δύναται να επικαλεσθεί δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες διασφαλίζουν την υγεία και εγγυώνται την ασφάλεια και τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς του, όπως υπενθυμίζει, εξάλλου, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξ αυτού και μόνον του λόγου η θέση ότι η Επιτροπή διαθέτει στο πεδίο αυτό ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, σχήμα το οποίο χρησιμοποιείται σε τομείς όπου η Διοίκηση δύναται ελευθέρως να καθορίζει τους τρόπους δράσεώς της χωρίς να υποχρεούται να εξασφαλίζει την προστασία συγκεκριμένου δικαιώματος, αποκλείεται. Εξάλλου, από τα γενικά νομοθετήματα που ισχύουν στον τομέα αυτόν αλλά και από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να εξασφαλίζει την προστασία του προσωπικού της, υποχρέωση με την οποία αυτή βαρύνεται ως εργοδότης, επιβάλλεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως αυστηρό και ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Διοίκηση στο πεδίο αυτό, αν και όχι ανύπαρκτο, είναι περιορισμένο.

127    Αφενός, όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τα συναφή με το εν λόγω ζήτημα γενικά νομοθετήματα, το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ορίζει ότι στους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας που πληρούν τις κατάλληλες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν βάσει μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών (βλ., σε σχέση με το εν λόγω άρθρο, απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 30ής Απριλίου 2009, F‑65/07, Aayhan κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 116). Από διάφορες ευρωπαϊκές οδηγίες και, κυρίως, από την οδηγία 89/391 προκύπτει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει μέριμνα για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς το σύνολο των πτυχών της εργασίας. Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως παροχής στους εργαζόμενους ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος εξειδικεύεται με τα άρθρα 6 έως 12 της οδηγίας 89/391, καθώς και με διάφορες άλλες οδηγίες που προβλέπουν τα προληπτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε ορισμένους ειδικούς τομείς. Στο πλαίσιο της αποστολής της ως θεματοφύλακος των Συνθηκών, η Επιτροπή υποχρεούται, εξάλλου, να ερμηνεύει αυστηρώς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στους εργοδότες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2007, C‑127/05, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Η εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2006 επιβεβαιώνει άλλωστε ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο συμμορφώθηκε προς τις επιταγές του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, εμπνεόμενο από τους κανόνες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 89/391.

128    Επιπροσθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει ο ενάγων, η υποχρέωση της Επιτροπής να προστατεύει το προσωπικό της συνιστά αρχή η οποία υπόκειται του άρθρου 24 του ΚΥΚ και αποκτά ειδικό περιεχόμενο προκειμένου για τους υπαλλήλους που παρέχουν υπηρεσία σε τρίτες χώρες και οι οποίοι, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, υποχρεούνται να διαμένουν σε κατοικία που τους παραχωρείται από το όργανο. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ ορίζει συναφώς ότι η ΑΔΑ αποφασίζει για την επίπλωση και τον λοιπό εξοπλισμό των κατοικιών, αναλόγως των συνθηκών που επικρατούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας. Οι κατοικίες αυτές αποτελούν, επομένως, αντικείμενο ειδικού κανονιστικού πλαισίου και δεν δύνανται, ιδίως στους τόπους υπηρεσίας όπου καταγράφεται ιδιαίτερος κίνδυνος για την ασφάλεια των υπαλλήλων, να θεωρούνται ως κείμενες εκτός της σφαίρας ευθύνης της Διοικήσεως. Η υποχρέωση προστασίας που βαρύνει τη Διοίκηση εκτείνεται, εξάλλου, στα μέλη της οικογενείας του υπαλλήλου που διαμένουν μαζί του στην τρίτη χώρα, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι οι σύζυγοι των υπαλλήλων οφείλουν ομοίως να συμμετέχουν σε ορισμένες ενημερωτικές συναντήσεις για ζητήματα ασφαλείας, στο πλαίσιο των κύκλων ενημερώσεως που διοργανώνονται προ της τοποθετήσεως του υπαλλήλου στην τρίτη χώρα (pre-posting).

129    Αφετέρου, σε υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων έγινε δεκτό ότι ιδρύεται ευθύνη του οργάνου λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεώς του να εγγυηθεί την ασφάλεια του προσωπικού του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δέχθηκε ότι η Διοίκηση διαθέτει στο συγκεκριμένο πεδίο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ούτε ότι η διαπιστούμενη παράβαση πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σοβαρή. Το Δικαστήριο έχει υποχρεώσει, ως εκ τούτου, θεσμικό όργανο να επανορθώσει τις συνέπειες ατυχήματος που συνέβη σε κέντρο διακοπών όπου φιλοξενούνταν τέκνα υπαλλήλων του, διότι το εν λόγω όργανο δεν είχε μεριμνήσει, στο πλαίσιο σχετικής συμβάσεως ασφαλίσεως την οποία είχε συνάψει για λογαριασμό των τέκνων, για την επαρκή ασφαλιστική τους κάλυψη ούτε είχε ενημερώσει συναφώς τους ενδιαφερομένους (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1982, 131/81, Berti κατά Επιτροπής, σκέψεις 23 και 24), ή, επίσης, να αποζημιώσει υπάλληλο που έπεσε θύμα τροχαίου ατυχήματος ενώ επέβαινε, εκτελώντας υπηρεσία, σε πλημμελώς συντηρημένο υπηρεσιακό όχημα το οποίο οδηγούσε άλλος υπάλληλος του οργάνου (προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 έως 17). Το Δικαστήριο έχει ακόμη αναγνωρίσει την ύπαρξη της εν λόγω υποχρεώσεως ασφαλείας και έναντι τεχνίτη οικοδομών ο οποίος τραυματίσθηκε πέφτοντας από κτήριο του οργάνου για λογαριασμού του οποίου εκτελούσε εργασίες, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για πρόσωπο το οποίο δεν ήταν ούτε υπάλληλος ούτε μέλος του λοιπού προσωπικού του εν λόγω οργάνου (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1990, C‑308/87, Grifoni κατά ΕΚΑΕ, σκέψεις 13 και 14).

130    Εντούτοις, καίτοι ευρέος περιεχομένου, η εν λόγω υποχρέωση προστασίας του προσωπικού δεν δύναται να βαίνει έως του σημείου να επιφορτίσει το όργανο με απόλυτη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος. Ειδικότερα, δεν δύνανται να παρορώνται τα δημοσιονομικής, διοικητικής ή τεχνικής φύσεως προσκόμματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει η Διοίκηση και τα οποία καθιστούν ενίοτε δυσχερή, αν όχι ανέφικτη, την εφαρμογή, εντός βραχείας προθεσμίας, μέτρων ακόμη και επείγοντος και αναγκαίου χαρακτήρα, παρά την επιμέλεια που επιδεικνύουν οι αρμόδιες αρχές. Εξάλλου, η εν λόγω υποχρέωση ασφαλείας αποκτά ιδιαίτερο περιεχόμενο στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος, εν αντιθέσει προς τον εργαζόμενο που κατέχει ορισμένη θέση σε συγκεκριμένο μέρος, καλείται, όπως ο υιός του ενάγοντος, να ασκήσει τα καθήκοντά του σε τρίτη χώρα και να αναλάβει υπηρεσία, ανάλογη προς αυτή διπλωματικού υπαλλήλου, εκτιθέμενος σε ποικίλους κινδύνους οι οποίοι δεν δύνανται να προσδιορισθούν και να προληφθούν με την ίδια ευχέρεια.

131    Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι η κατοικία ενός τέτοιου υπαλλήλου, ακόμη και αν παραχωρείται σε αυτόν λόγω των καθηκόντων του και αποτελεί αντικείμενο ειδικών μέτρων προστασίας σε ορισμένες αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες, δεν μπορεί να εξομοιωθεί πλήρως με θέση εργασίας ή τόπο εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 89/391. Οι κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών σε τρίτες χώρες δεν εμπίπτουν, εξάλλου, στην έννοια των όρων «χώροι εργασίας» και «εγκαταστάσεις της Επιτροπής», όπως αυτή οριοθετείται αυστηρώς με την απόφαση της 26ης Απριλίου 2006. Επιπροσθέτως, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν την ολική ή μερική απαλλαγή των εργοδοτών από την ευθύνη για συμβάντα οφειλόμενα σε ξένες προς αυτούς, ανώμαλες και απρόβλεπτες συνθήκες ή σε έκτακτα γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας. Ένας τέτοιος περιορισμός της ευθύνης, ο οποίος προβλέπεται από την οδηγία 89/391 για τους εργοδότες στα κράτη μέλη, δύναται, επομένως, να γίνει δεκτός για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπό την ιδιότητά τους ως εργοδοτών, στο πλαίσιο του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

132    Συνεκτιμώντας τα προεκτεθέντα και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών ζωής και εργασίας υπαλλήλου τοποθετημένου σε αντιπροσωπεία σε τρίτη χώρα, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά, υπό το φως των βασικών κανόνων της οδηγίας 89/391, ότι η υποχρέωση ασφαλείας με την οποία βαρύνεται η Επιτροπή εντός ενός τέτοιου πλαισίου σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι το όργανο αξιολογεί τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το προσωπικό του και καθιερώνει προληπτικές διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της υπηρεσίας, εν συνεχεία, ότι ενημερώνει το προσωπικό του για τους κινδύνους που έχουν καταγραφεί και βεβαιώνεται ότι το προσωπικό αυτό έχει πράγματι λάβει τις κατάλληλες οδηγίες για τους κινδύνους που απειλούν την ασφάλεια του και, τέλος, ότι λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας και ενεργοποιεί τον μηχανισμό και τα μέσα που έχει κρίνει αναγκαία.

133    Εν προκειμένω, ο ενάγων επικεντρώνει τις αιτιάσεις του στο τρίτο στάδιο, ήτοι στα μέτρα προστασίας που, όπως υποστηρίζει, παρέλειψε να λάβει η Επιτροπή. Ο ενάγων δεν προσάπτει στην Επιτροπή παράβαση των υποχρεώσεών της περί προληπτικής αξιολογήσεως του κινδύνου και περί συναφούς ενημερώσεως του υιού του.

134    Εντούτοις, πριν προχωρήσει στην εξέταση της φύσεως των μέτρων που όφειλε να λάβει η Επιτροπή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει αναγκαίο να υπογραμμίσει ότι το θεσμικό όργανο ουδόλως παρέβη την υποχρέωσή του να αξιολογήσει προληπτικώς τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένοι οι υπάλληλοί του στην αντιπροσωπεία του στο Ραμπάτ.

135    Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή προέβη σε προληπτική αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους ήταν εκτεθειμένο το προσωπικό της στην αντιπροσωπεία της στο Ραμπάτ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Από τις οδηγίες ασφάλειας που δίδονται στους υπαλλήλους προ της εκ μέρους τους αναλήψεως καθηκόντων σε αντιπροσωπεία, στο πλαίσιο του προγράμματος «pre-posting», προκύπτει ότι οι κίνδυνοι τους οποίους έλαβε υπόψη η Επιτροπή για το Μαρόκο ήταν εκείνοι στους οποίους εκτίθενται πρόσωπα των οποίων το επίπεδο ζωής είναι σχετικώς υψηλό κατά την εκεί παραμονή τους, ήτοι ο κίνδυνος επιθέσεων σε ορισμένα μέρη ή ορισμένες ώρες της ημέρας, καθώς και o κίνδυνος κλοπών ή ληστειών. Αφετέρου, τον Ιανουάριο του 2006, πολλούς μήνες προ της διπλής δολοφονίας, το Μαρόκο είχε περιληφθεί, βάσει του βαθμού επικινδυνότητας που παρουσίαζε για την αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ και τις κατοικίες του προσωπικού, μεταξύ των χωρών της «ομάδας III», ήτοι μεταξύ των τρίτων χωρών με τον υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας για τις αντιπροσωπείες, γεγονός που υπαγόρευε τη διαρκή φύλαξη των κατοικιών του προσωπικού της αντιπροσωπείας από εξειδικευμένη εταιρεία. Μολονότι είναι αληθές ότι, προ του 2006, το Μαρόκο δεν είχε αξιολογηθεί ως χώρα στην οποία ο κίνδυνος επιθέσεων κατά των μελών διπλωματικών αποστολών ήταν ιδιαιτέρως υψηλός, αφού καμία τέτοια επίθεση δεν είχε καταγραφεί στο παρελθόν (με εξαίρεση εκείνη της οποία υπήρξαν θύματα διπλωμάτες, κατά την απόπειρα κατά του βασιλιά στο Skhirat το 1971), η Επιτροπή έκρινε ότι, σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων το Μαρόκο, ενδέχετο να υφίσταται κίνδυνος τρομοκρατικής επιθέσεως αφορών πιο άμεσα την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο οποίος δικαιολογούσε την αναθεώρηση του βαθμού επικινδυνότητας και την ανακατάταξη της αντιπροσωπείας στο Ραμπάτ από την ομάδα II στην ομάδα III. Εξάλλου, με σημείωμα που απηύθυνε στους αρχηγούς των αντιπροσωπειών την 6η Φεβρουαρίου 2006, ο προϊστάμενος του τμήματος «Εξωτερική υπηρεσία» της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» επανέλαβε συναφώς διάφορες συστάσεις, αφορώσες ιδίως την κινητοποίηση του προσωπικού φυλάξεως «για μεγαλύτερη προσοχή και καλύτερη φύλαξη των γραφείων, των κατοικιών και των ενδιαιτημάτων», καθώς και τη σημασία της «σχολαστικής τηρήσεως των οδηγιών και των συμβατικών διαδικασιών».

136    Η Επιτροπή δεν είχε, επομένως, ουδόλως υποτιμήσει τους κινδύνους που διέτρεχαν οι τοποθετημένοι στην αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ υπάλληλοί της.

 Επί της υπάρξεως πταίσματος ως προς τη λήψη κατάλληλων μέτρων προστασίας

137    Όσον αφορά τα μέτρα προστασίας που ελήφθησαν εν προκειμένω, το Δικαστήριο καταλήγει, βάσει στοιχείων που προέκυψαν από τη διεξαγωγή αποδείξεων, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της.

138    Σε πρώτο στάδιο, βάσει των στοιχείων και μόνον που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο ΔΔ προ της πρώτης συζητήσεως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα προστασίας που είχαν ληφθεί για την οικία του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του ήταν πρόσφορα. Πράγματι, η εν λόγω κατοικία βρισκόταν σε ήσυχη συνοικία, κείμενη σε ζώνη κατοικιών, στην οποία κατοικούν ανώτεροι υπάλληλοι του μαροκινού κράτους, καθώς και απόδημοι και διπλωμάτες. Η εν λόγω κατοικία δεν ήταν απομονωμένη αλλά κείτο εντός συγκροτήματος, περιστοιχισμένου από τοίχο ύψους δύο μέτρων. Η είσοδος του συγκροτήματος φυλασσόταν κατ’ αρχήν από φύλακα, ο οποίος βρισκόταν σε κουβούκλιο κείμενο έμπροσθεν της οικίας του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων από την κύρια είσοδο αυτής. Στην οικία είχε, επομένως, τεθεί σε εφαρμογή ένα εκ των μέτρων ασφαλείας τα οποία ο συντάκτης της γραπτής απαντήσεως της 6ης Αυγούστου 2007 χαρακτήριζε ως «συμπληρωματικά». Επιπροσθέτως, η οικία ήταν εξοπλισμένη με συσκευές ασφαλείας πρόσφορες για την πρόληψη των συνήθων κινδύνων διαρρήξεως: όλες οι θύρες εισόδου ήταν εξοπλισμένες με κλείθρα τύπου «Yale», τα οποία είχαν τοποθετήσει οι υπηρεσίες της αντιπροσωπείας προ της αφίξεως του υπαλλήλου, ενώ όλες οι έξοδοι (πλην της κυρίας εξόδου και της θύρας της βεράντας του πρώτου ορόφου) προστατεύονταν με σιδερένια κιγκλιδώματα.

139    Εντούτοις, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, περιήλθαν εις γνώσιν του Δικαστηρίου ΔΔ ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας που ίσχυαν για το προσωπικό των αντιπροσωπειών σε τρίτες χώρες και, ιδίως, η πληροφορία ότι το 2006 το Μαρόκο είχε περιληφθεί μεταξύ των χωρών με υψηλό βαθμό επικινδυνότητας για το προσωπικό της αντιπροσωπείας.

140    Προκειμένου να εξακριβώσει τη φύση και την έκταση των εν λόγω μέτρων και να είναι σε θέση να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων του ενάγοντος, ο οποίος υποστήριζε ότι η Επιτροπή δεν είχε θέσει σε εφαρμογή, στην προσωρινή κατοικία όπου διεπράχθησαν οι δολοφονίες, τα μέτρα ασφαλείας που η ίδια είχε κρίνει αναγκαία για τις κατοικίες που παραχωρούνται στο προσωπικό της στο Ραμπάτ, το Δικαστήριο ΔΔ εξέδωσε τρεις διατάξεις, με τις οποίες κάλεσε την εναγομένη να προσκομίσει τα ουσιώδη για την εν λόγω εξέταση έγγραφα.

141    Επιβάλλεται η επισήμανση ότι, πριν εκδώσει τη διάταξη για τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμούσε ότι ο ενάγων είχε υποστηρίξει με αποχρώσα ακρίβεια και αληθοφάνεια, ιδίως διά της επικλήσεως της γραπτής απαντήσεως της 6ης Αυγούστου 2007, ότι στις κατοικίες που παραχωρούνται στο προσωπικό των αντιπροσωπειών έπρεπε να τηρούνται μέτρα προστασίας. Επιπροσθέτως, τα έγγραφα των οποίων επιθυμούσε να λάβει γνώση το Δικαστήριο ΔΔ ενδέχετο να συνιστούν στοιχεία του νομικού πλαισίου της διαφοράς και όχι αποδεικτικά στοιχεία. Το Δικαστήριο ΔΔ δεν δύναται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η Επιτροπή τήρησε ή όχι τις υποχρεώσεις ασφάλειας με τις οποίες αυτή βαρύνεται πριν λάβει γνώση της φύσεως και της εκτάσεως των υποχρεώσεων αυτών, οι οποίες απορρέουν από το νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται επί της διαφοράς.

142    Εκ των κοινοποιηθέντων από την Επιτροπή εγγράφων το Δικαστήριο ΔΔ έκρινε ότι έπρεπε να ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας και, προκειμένου να διαφυλάξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου, το οποίο ήταν διαβαθμισμένο ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ», συνέταξε σύνοψη των εν λόγω αποσπασμάτων.

143    Εντούτοις, η Επιτροπή εναντιώθηκε στην προσθήκη των εν λόγω αποσπασμάτων στη δικογραφία, καθώς και στην παροχή στον ενάγοντα της δυνατότητας προσβάσεως σε αυτά. Ο ενάγων αντέτεινε ότι η εν λόγω παρελκυστική τακτική της Επιτροπής ήταν, κατά την άποψή του, αδικαιολόγητη και επιζήμια για το δικαίωμά του ένδικης αποτελεσματικής προστασίας. Ο ενάγων επισήμανε ότι η συνταχθείσα από το Δικαστήριο ΔΔ σύνοψη αφορούσε αποκλειστικώς το θεματικό αντικείμενο των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας και όχι το ίδιο το περιεχόμενό τους και ότι, ως εκ τούτου, δεν εξασφάλιζε την ισότητα των δικονομικών όπλων. Για τον λόγο αυτόν ο ενάγων ζήτησε να του επιτραπεί η πρόσβαση στο έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας ή, σε περίπτωση μη ικανοποιήσεως του εν λόγω αιτήματος, να λάβει το Δικαστήριο ΔΔ υπόψη τα αποσπάσματα αυτά κατά την εξέταση της υποθέσεως, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του.

144    Το Δικαστήριο ΔΔ καλείται, επομένως, να αποφανθεί επί του αιτήματος του ενάγοντος περί προσβάσεως στο εν λόγω έγγραφο και, σε περίπτωση απορρίψεώς του, να εξετάσει τους όρους υπό τους οποίους το ίδιο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το έγγραφο αυτό.

–       Επί του αιτήματος του ενάγοντος για πρόσβαση στα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

145    Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η επισήμανση ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είναι διαβαθμισμένο ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ» και ότι, κατά κανόνα, η πρόσβαση σε διαβαθμισμένο έγγραφο επιτρέπεται μόνο στα ειδικώς εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, όπως προβλέπει ρητώς η απόφαση 2001/844. Ο ενάγων θα μπορούσε, επομένως, να έχει πρόσβαση στο έγγραφο αυτό μόνον εάν εξουσιοδοτείτο προς τούτο, ενδεχόμενο που δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανό, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν έχει καμία επαγγελματική σχέση με τα θεσμικά όργανα. Ο ενάγων θα ηδύνατο ομοίως να έχει πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο κατόπιν επίσημου αποχαρακτηρισμού του. Πλην όμως, με απάντησή της σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ, η Επιτροπή απέκλεισε τη δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως αποχαρακτηρισμού.

146    Εάν το Δικαστήριο ΔΔ αποφάσιζε, παρακάμπτοντας οιαδήποτε διαδικασία εξουσιοδοτήσεως ή αποχαρακτηρισμού, να κοινοποιήσει στον ενάγοντα τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, θα παρέβαινε τους κανόνες μεταχειρίσεως που ισχύουν για τα έγγραφα αυτά. Μια τέτοια απόφαση θα υπονόμευε το πνεύμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να διαπνέει τις σχέσεις μεταξύ του δικαστή και της Διοικήσεως της Ένωσης, δεδομένου ότι το θεσμικό όργανο κοινοποίησε τα εν λόγω αποσπάσματα στο Δικαστήριο ΔΔ αποκλειστικώς προκειμένου αυτό να είναι σε θέση να ελέγξει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα. Ενδεχόμενη συμπερίληψη, εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ, διαβαθμισμένου εγγράφου στη δικογραφία και κοινολόγηση αυτού σε όλους τους διαδίκους άνευ της συμφωνίας της Διοικήσεως θα μπορούσε, κατ’ εξαίρεση, να δικαιολογηθεί μόνο για επιτακτικούς λόγους αναγόμενους στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εν προκειμένω δεν συντρέχουν, όμως, τέτοιες περιστάσεις.

147    Εν συνεχεία, εν αντιθέσει προς το ό,τι υποστηρίζει ο ενάγων, η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφάλειας δεν είναι ούτε καταχρηστική ούτε αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου κρίνεται επιβεβλημένη για την ασφάλεια του προσωπικού των αντιπροσωπειών στις τρίτες χώρες και, κατά μείζονα λόγο, του προσωπικού των αντιπροσωπειών σε χώρες με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ, όπου ο κίνδυνος τρομοκρατικής επιθέσεως θεωρείται ιδιαιτέρως υψηλός· μεταξύ των χωρών αυτών καταλέγεται από το 2006 το Μαρόκο.

148    Μολονότι είναι αληθές ότι η παροχή προσβάσεως στα αποσπάσματα του εγγράφου αποκλειστικώς στον δικηγόρο του ενάγοντος και δη στους χώρους του Δικαστηρίου ΔΔ θα συνιστούσε μέτρο λιγότερο περιοριστικό από την άρνηση παροχής προσβάσεως, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί διά των εχεγγύων, κυρίως πειθαρχικών, που περιβάλλουν την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, το μέτρο αυτό θα ενείχε ομοίως κίνδυνο δημοσιοποιήσεως των δεδομένων δυνάμενο να διακυβεύσει την ασφάλεια του προσωπικού των αντιπροσωπειών, έστω και αν δεν αμφισβητείται η ευσυνειδησία του δικηγόρου.

149    Τέλος και κατά κύριο λόγο, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, εν προκειμένω, το δικαίωμα του ενάγοντος για αποτελεσματική ένδικη προστασία και ισότητα των όπλων δεν καθιστούν αναγκαία την εκ μέρους του εν λόγω διαδίκου ή του δικηγόρου του πρόσβαση στο ίδιο το περιεχόμενο των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Συγκεκριμένα, είναι δυνατή η εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ χρησιμοποίηση των αποσπασμάτων του εν λόγω εγγράφου κατά τρόπο ο οποίος σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ενάγοντος και συγχρόνως τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του εγγράφου.

–       Επί της εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ χρησιμοποιήσεως του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

150    Όπως προκύπτει από το τμήμα της παρούσας αποφάσεως που αφορά τη διαδικασία, το Δικαστήριο ΔΔ έχει κρίνει ότι τα κοινοποιηθέντα σε αυτό αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, στα αποσπάσματα αυτά προσδιορίζονται τα μέτρα ασφαλείας που σχεδίαζε να λάβει η Επιτροπή για τις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών στις χώρες με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται από τον Ιανουάριο του 2006 το Μαρόκο. Προκειμένου να συγκεράσει την αναγκαιότητα διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εν λόγω εγγράφου, την αρχή του κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας και το δικαίωμα του ενάγοντος για αποτελεσματική ένδικη προστασία, το Δικαστήριο ΔΔ προέβη, συμφώνως προς την πρόταση της Επιτροπής, σε σύνοψη των επίμαχων αποσπασμάτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα διάταξη AM & S Europe κατά Επιτροπής).

151    Ο ενάγων υποστηρίζει ορθώς ότι η εν λόγω σύνοψη περιλαμβάνει μόνο το θεματικό αντικείμενο των επίμαχων αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας και ότι του στερεί τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του για αποτελεσματική ένδικη προστασία, αφού δεν προσφέρει κάποια ένδειξη για το περιεχόμενο των μέτρων ασφαλείας που μνημονεύονται στα συγκεκριμένα αποσπάσματα. Η εν λόγω σύνοψη δεν δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να εξασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων για τα οποία έγινε λόγος με την προηγούμενη σκέψη ούτε την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων [βλ., κατ’ αναλογίαν, για υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η κοινοποίηση στο Γενικό Δικαστήριο και στον προσφεύγοντα συνόψεως εμπιστευτικού εγγράφου κρίθηκε ανεπαρκής για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, T‑85/09, Kadi κατά Επιτροπής, σκέψη 174, κατά της οποίας εκκρεμούν αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου (υποθέσεις C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P)].

152    Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στο Δικαστήριο ΔΔ να εξεύρει την προσήκουσα ισορροπία μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων, εξετάζοντας κυρίως αν είναι εν προκειμένω δυνατή η παρέκκλιση από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατ’ επιταγήν του οποίου το Δικαστήριο ΔΔ λαμβάνει υπόψη μόνον έγγραφα και δικαιολογητικά στοιχεία των οποίων οι διάδικοι έχουν λάβει γνώση και επί των οποίων είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν.

153    Όπως έχει κρίνει το ΕΔΔΑ, το δικαίωμα σε κατ’ αντιμωλίαν δίκη δύναται να περιορίζεται στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, όπως η εθνική ασφάλεια, το απόρρητο ορισμένων αστυνομικών μεθόδων έρευνας παραβάσεων ή η προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων τρίτων. Εντούτοις, προκειμένου να εξασφαλίζεται δίκαιη δίκη στον κατηγορούμενο, οιοδήποτε πρόβλημα προκαλείται από τον περιορισμό των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου πρέπει να αντισταθμίζεται κατά τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των δικαστικών αρχών (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ, A. και κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως §§ 205 έως 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Όπως, βεβαίως, επισήμανε ορθώς η Επιτροπή, η εν λόγω νομολογιακή θέση του ΕΔΔΑ εφαρμόζεται σε ποινικές υποθέσεις και δεν δύναται να τύχει αναλογικής εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία δεν άπτεται του πεδίου του ποινικού δικαίου· εξάλλου, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το ζήτημα που εγείρεται δεν αφορά το δικαίωμα άμυνας του ενάγοντος αλλά το δικαίωμά του για άσκηση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος. Μολοντούτο, η εν λόγω νομολογιακή θέση προσφέρει στοιχεία τα οποία ο δικαστής της Ένωσης δύναται να αξιοποιήσει ως γνώμονα κατά την εκδίκαση της υποθέσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Varec, σκέψεις 46 έως 48).

155    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία προϋποθέτει ότι ο δικαστής έχει στη διάθεσή του, για τις ανάγκες επιλύσεως της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του, τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εμπιστευτικών πληροφοριών, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Varec, σκέψεις 53 και 55).

156    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αναγκαιότητα διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας συνεπάγεται, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, ότι ο ενάγων θα έχει πρόσβαση μόνο σε συνοπτική εκδοχή του εν λόγω εγγράφου και ότι, κατά συνέπεια, η δίκη δεν θα διεξαχθεί απολύτως κατ’ αντιμωλίαν. Εντούτοις, υπό αυτές τις συνθήκες, το δικαίωμα του ενάγοντος για αποτελεσματική ένδικη προστασία δύναται να διασφαλισθεί μόνον εάν το ίδιο το Δικαστήριο ΔΔ, παρεκκλίνοντας από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, στηριχθεί επί των επίμαχων αποσπασμάτων του εγγράφου, προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως, παρά το γεγονός ότι αποκλειστικός σκοπός της κοινοποιήσεως των εν λόγω αποσπασμάτων στο Δικαστήριο ΔΔ εκ μέρους της Επιτροπής ήταν παροχή σε αυτό της δυνατότητας ελέγχου του εμπιστευτικού χαρακτήρα του εγγράφου.

157    Πρέπει εξάλλου να τονισθεί ότι η Επιτροπή, η οποία, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε την 26η Νοεμβρίου 2010 επί της προκαταρκτικής εκθέσεως της δεύτερης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, διατύπωσε αντιρρήσεις σε σχέση με την εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ υιοθέτηση αυτής της προσεγγίσεως, κατά τη δεύτερη αυτή συζήτηση δεν εναντιώθηκε στην εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ λήψη υπόψη των επίμαχων αποσπασμάτων του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, στην περίπτωση κατά την οποία αυτό εκτιμούσε ότι το εν λόγω έγγραφο διέπει το καθεστώς των προσωρινών κατοικιών του προσωπικού των αντιπροσωπειών.

–       Επί της δυνατότητας εφαρμογής του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας στην προσωρινή κατοικία που παραχωρήθηκε στον υιό του ενάγοντος και στην οικογένεια αυτού

158    Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας δεν αφορά μόνο την κατάσταση των κατοικιών που το όργανο χαρακτηρίζει ως «οριστικές».

159    Κατ’ αρχάς, κανένα εκ των αποσπασμάτων του εν λόγω εγγράφου στα οποία το Δικαστήριο ΔΔ είχε πρόσβαση δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον χαρακτηρισμό. Τα αποσπάσματα αυτά αναφέρονται αποκλειστικώς στις «κατοικίες» του προσωπικού των αντιπροσωπειών («staff houses»). Η ύπαρξη διακρίσεως, στον τομέα ασφαλείας, μεταξύ προσωρινών και οριστικών κατοικιών δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τα λοιπά συναφή με την εξέταση της υπό κρίση υποθέσεως νομοθετήματα ή έγγραφα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 του παραρτήματος X του ΚΥΚ ορίζει απλώς ότι, μετά την άφιξή του στην τρίτη χώρα, ο υπάλληλος που, για διαφόρους λόγους, αναγκάζεται να διαμείνει σε ξενοδοχείο ή σε προσωρινή κατοικία δικαιούται, κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας της ΑΔΑ, αποδόσεως των πραγματικών δαπανών μισθώσεως της κατοικίας αυτής. Ομοίως, το vade-mecum της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» δεν περιέχει διάταξη σχετική με τα εφαρμοζόμενα στις προσωρινές κατοικίες μέτρα ασφαλείας και ορίζει απλώς τις προϋποθέσεις για την απόδοση των δαπανών μισθώσεως τέτοιων κατοικιών και για τη χορήγηση ημερήσιας αποζημιώσεως στον υπάλληλο. Στο σημείο 15.3.3 του εν λόγω vade-mecum, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όρια», ορίζεται απλώς ότι κατά την επιλογή των προσωρινών κατοικιών λαμβάνονται υπόψη δημοσιονομικές παράμετροι και παράμετροι ασφαλείας και ότι τα διαστήματα μισθώσεως προσωρινών κατοικιών πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερα. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο τοποθετήσεως υπαλλήλου σε τρίτη χώρα, κρίνεται ενδεδειγμένο η διάρκεια διαμονής σε προσωρινή κατοικία να μην υπερβαίνει τη μία εβδομάδα. Λαμβανομένου υπόψη ότι το σημείο αυτό εντάσσεται σε κεφάλαιο του vade-mecum το οποίο είναι αφιερωμένο στις δημοσιονομικές και διοικητικές πτυχές της εγκαταστάσεως σε προσωρινή κατοικία, κανένα συμπέρασμα δεν δύναται να συναχθεί από την ένδειξη αυτή περί της φύσεως των μέτρων ασφαλείας που ισχύουν για τις εν λόγω κατοικίες.

160    Επιπροσθέτως, στη σελίδα 142 του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, σελίδα που περιλαμβανόταν στα διαβιβασθέντα στο Δικαστήριο ΔΔ αποσπάσματα του εγγράφου, περιέχεται η ακόλουθη φράση, η οποία περιελήφθη αυτολεξεί στη σύνοψη του εγγράφου της οποίας έλαβε γνώση ο δικηγόρος του ενάγοντος: «οι συστάσεις που διατυπώνονται στο εν λόγω έγγραφο συνιστούν τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας οι οποίες πρέπει να τηρούνται υπό όλες τις περιστάσεις· καμία εξαίρεση ή εναλλακτική λύση δεν πρέπει να μελετάται άνευ προηγούμενης συμφωνίας της ΓΔ “Προσωπικό και Διοίκηση”—Τμήμα “Ασφάλεια”». Εάν η διευκρίνιση ότι οι ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας πρέπει να τηρούνται «υπό όλες τις περιστάσεις» αφορούσε αποκλειστικώς τις «οριστικές» κατοικίες, θα στερείτο λόγου υπάρξεως. Οι συντάκτες του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είναι ενήμεροι για την περιστασιακή χρήση προσωρινών κατοικιών στις αντιπροσωπείες και θα είχαν πιθανώς λάβει ειδική μέριμνα για την ιδιότυπη κατάσταση των κατοικιών αυτών εάν σκόπευαν να τις αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εγγράφου.

161    Τέλος, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι προσωρινές κατοικίες δεν δύνανται, εκ φύσεως, να διαθέτουν σε όλες τις περιπτώσεις συστήματα προστασίας όμοια με εκείνα των μόνιμων ή «οριστικών» κατοικιών, το στοιχείο αυτό δεν δικαιολογεί τη μη εφαρμογή επί αυτών του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Ειδικότερα, προβλέποντας τη δυνατότητα παρεκκλίσεων από τα μέτρα αυτά με τη συμφωνία της αρμόδιας υπηρεσίας, το εν λόγω έγγραφο επιτρέπει την προσαρμογή των μέτρων ασφαλείας στα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων κατοικιών και τη συνεκτίμηση, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του προσωρινού τους χαρακτήρα.

162    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας είναι ιδιαιτέρως σημαντικό προκειμένου το Δικαστήριο ΔΔ να κρίνει εάν στην προσωρινή κατοικία στην οποία διέμεναν ο υιός του ενάγοντος και η οικογένεια αυτού είχαν εφαρμοσθεί τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, καθώς τα προβλεπόμενα από το εν λόγω έγγραφο μέτρα για τις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών σε χώρες με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ ισχύουν «υπό όλες τις περιστάσεις».

163    Επικουρικώς, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι το εν λόγω έγγραφο δεν ετύγχανε εφαρμογής στην συγκεκριμένη κατοικία, η ύπαρξη τέτοιων προδιαγραφών για τις οριστικές κατοικίες θα έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί εάν η Επιτροπή επέδειξε, προκειμένου για προσωρινή κατοικία, την απαραίτητη επιμέλεια. Αυτή η επικουρικού χαρακτήρα ανάλυση θα επιχειρηθεί κατωτέρω.

–       Επί της νομικής εμβέλειας του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

164    Όπως ορθώς υποστήριξε ο ενάγων κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω έγγραφο αποτελεί εσωτερική οδηγία με την οποία η Επιτροπή περιόρισε το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει κατά την εφαρμογή των μέτρων προστασίας του προσωπικού της και από την οποία, επομένως, δεσμεύεται ενόσω δεν την έχει τροποποιήσει.

165    Αφενός, τα προβλεπόμενα από το εν λόγω έγγραφο μέτρα εμφανίζονται, λόγω του σκοπού τους, της διατυπώσεώς τους, του βαθμού ακριβείας τους, των όρων εφαρμογής τους και των επιθεωρήσεων των οποίων δύνανται να αποτελούν αντικείμενο ως μέτρα δεσμευτικού χαρακτήρα και δεν συνιστούν απλές συστάσεις στερούμενες υποχρεωτικής νομικής ισχύος, διότι, διαφορετικά, η υποχρέωση ασφαλείας με την οποία βαρύνεται η Επιτροπή θα στερείτο αποτελεσματικότητας. Η Επιτροπή υποστήριξε επομένως ανακριβώς, έως την πρώτη συζήτηση, ότι κανενός είδους νομοθέτημα δεν προέβλεπε μέτρα ασφαλείας για τις κατοικίες του προσωπικού της αντιπροσωπείας στο Μαρόκο και ότι υφίστατο απλώς μία γενική σύσταση προς τον αρχηγό της αντιπροσωπείας για προστασία των υπηρεσιακών κατοικιών, η οποία περιλαμβάνεται στο vade-mecum της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις».

166    Αφετέρου, από τη δικογραφία προκύπτει με σαφήνεια ότι το 2006 οι υπηρεσίες της αντιπροσωπείας στο Μαρόκο θεωρούσαν ότι ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόσουν τα μέτρα αυτά και δη με μεγαλύτερη σπουδή, καθώς, τον Ιανουάριο του 2006, η αντιπροσωπεία είχε ολισθήσει από την ομάδα με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙ στην ομάδα με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ, ήτοι στην ομάδα με τον υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας. Εξάλλου, τον Νοέμβριο του 2005, οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» είχαν διενεργήσει επιθεώρηση στις υπηρεσίες της αντιπροσωπείας, προκειμένου να ελέγξουν «την εκ μέρους της αντιπροσωπείας τήρηση των “Προδιαγραφών και Κριτηρίων”», προδιαγραφών και κριτηρίων που ταυτίζονται με εκείνα που προβλέπει το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Ομοίως, από σημείωμα του αρχηγού της αντιπροσωπείας της 6ης Ιουνίου 2006 και από την περιλαμβανόμενη σε παράρτημα του εν λόγω σημειώματος έκθεση επιθεωρήσεως, η οποία συνετάχθη από τον κατά τόπον υπεύθυνο ασφάλειας κατόπιν της επιθεωρήσεως που ο ίδιος διενήργησε από τις 10 έως τις 13 Μαΐου 2006 στο Ραμπάτ, προκύπτει ότι επεβάλλετο η πλήρης τήρηση «της υποχρεώσεως φυλάξεως της κατοικίας εκάστου μονίμου και συμβασιούχου υπαλλήλου […] μέσω υπηρεσίας εικοσιτετράωρης φυλάξεως επτά ημέρες την εβδομάδα», ότι απαιτείτο η εκτέλεση εργασιών για την υλοποίηση των μέτρων ασφαλείας στις κατοικίες και ότι ιδιαίτερη έμφαση έπρεπε δοθεί, αφενός, στην τοποθέτηση σιδερένιων κιγκλιδωμάτων στα παράθυρα μίας εκ των κατοικιών, μέτρο του οποίου η λήψη συνιστάτο εντόνως, και, αφετέρου, στην υποχρέωση εξοπλισμού «των κατοικιών» με σύστημα συναγερμού και κομβίο εκτάκτου ανάγκης.

167    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τέτοια μέτρα ασφαλείας έχουν ισχύ ανάλογη προς αυτήν εσωτερικών οδηγιών, οι οποίες, κατά τη νομολογία, χαρακτηρίζονται ως «ενδεικτικοί» κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους η Διοίκηση επιβάλλει στον εαυτό της, η Επιτροπή δεν επικαλέσθηκε κάποιον λόγο γενικού ή υπηρεσιακού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή εν προκειμένω των μέτρων αυτών. Η Επιτροπή περιορίσθηκε στο αβάσιμο επιχείρημα ότι τα μέτρα που προβλέπει το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφάλειας δεν εφαρμόζονται στις προσωρινές κατοικίες.

168    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η Επιτροπή βαρύνεται με πταίσμα όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεων ασφαλείας που αυτή υπείχε, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να λάβει υπόψη τα μέτρα που η ίδια η Επιτροπή έκρινε ενδεδειγμένα για το επίπεδο επικινδυνότητας στο Μαρόκο το 2006, όπως τούτο προκύπτει από το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. 

–       Επί της υπάρξεως πταίσματος της Επιτροπής

169    Από τα στοιχεία της δικογραφίας και, κυρίως, από τη σύνοψη και τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας για τις κατοικίες του προσωπικού της στην αντιπροσωπεία στο Ραμπάτ, οι οποίες συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στην εγκατάσταση συστημάτων προστασίας αντίστοιχων προς τον βαθμό επικινδυνότητας που είχε ορισθεί για το Μαρόκο και εφαρμοστέων σε όλες τις περιπτώσεις· στο πλαίσιο αυτό, προβλέπονταν ιδίως η εγκατάσταση αντικλεπτικού συναγερμού, κομβίων εκτάκτου ανάγκης και προστατευτικών κιγκλιδωμάτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καθώς και η διαρκής φύλαξη από εξειδικευμένη εταιρεία.

170    Όπως προαναφέρθηκε, τα μέτρα αυτά ισχύαν για όλες τις κατοικίες που παραχωρούνταν στο προσωπικό της αντιπροσωπείας, πλην παρεκκλίσεων με την προηγούμενη συμφωνία της αρμόδιας υπηρεσίας. Τα εν λόγω μέτρα σκοπούσαν στην πρόληψη του κινδύνου τρομοκρατικής επιθέσεως ο οποίος θεωρείτο ιδιαιτέρως σοβαρός, όπως μαρτυρούσε η κατάταξη της αντιπροσωπείας στο Ραμπάτ στην ομάδα με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ. Ο αρχηγός της αντιπροσωπείας είχε, εξάλλου, ζητήσει από τη ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις» τη διενέργεια επιθεωρήσεως. Η επιθεώρηση αυτή, η οποία διενεργήθηκε κατά το διάστημα μεταξύ 10 και 13 Μαΐου 2006, είχε φέρει στο φως ορισμένες ελλείψεις στην προστασία των κατοικιών που παραχωρούνταν στο προσωπικό της αντιπροσωπείας.

171    Μολονότι, όμως, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν πλήρη επίγνωση των ιδιαιτέρως υψηλών κινδύνων στους οποίους ήταν εκτεθειμένο το προσωπικό της, κανένα εκ των μέτρων που προβλέπονταν για την προστασία των αντιπροσωπειών της ομάδας με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή στην κατοικία στην οποία διέμενε ο υιός του ενάγοντος με την οικογένειά του.

172    Η εν λόγω κατοικία δεν ήταν εξοπλισμένη ούτε με σύστημα αντικλεπτικού συναγερμού ούτε με κομβία εκτάκτου ανάγκης. Τα κιγκλιδώματα διά των οποίων είχε καταφέρει να παρεισδύσει ο δράστης δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, προδιαγραφών των οποίων το Δικαστήριο ΔΔ έλαβε γνώση μέσω ενός εκ των αποσπασμάτων του κοινοποιηθέντος από την Επιτροπή εγγράφου και των οποίων η τήρηση θα είχε καταστήσει τα κιγκλιδώματα απαραβίαστα ακόμη και από ένα μικρόσωμο κακοποιό. Συνεπώς, όπως επισήμανε ο ενάγων, τα εν λόγω κιγκλιδώματα ήταν σαφώς απρόσφορα για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Τέλος, η οικία δεν φυλασσόταν από εξειδικευμένη εταιρεία, επιφορτισμένη με την ειδική προστασία της επί εικοσιτετραώρου βάσεως επτά ημέρες την εβδομάδα. Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο φύλακας του οποίου το κουβούκλιο βρισκόταν πλησίον της εισόδου της οικίας ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη περισσότερων οικιών του αυτού συγκροτήματος και δεν ήταν υποχρεωμένος να επιτηρεί ειδικώς την οικία του υιού του ενάγοντος. Επιπροσθέτως, η σύμβαση μισθώσεως της οικίας ουδεμία διευκρίνιση περιέχει περί των όρων φυλάξεώς της. Επισημαίνεται επίσης ότι, μολονότι τη νύκτα της δολοφονίας ο φύλακας ήταν στη θέση του κατά τον χρόνο εισβολής του δράστη, όπως προκύπτει, αργότερα, την ίδια νύκτα, δεν υπήρχε φύλαξη: ο δολοφόνος μπόρεσε, ως εκ τούτου, να φορτώσει στο αυτοκίνητο των θυμάτων, το οποίο ήταν σταθμευμένο έμπροσθεν της εισόδου, αντικείμενα τα οποία είχε αφαιρέσει από την οικία (εξοπλισμό γκολφ, πίνακες ζωγραφικής και σκεύη, μία συσκευής τηλεοράσεως κ.λπ.) και να διαφύγει ανενόχλητος με το όχημα αυτό. Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει επίσης ότι ορισμένα εκ των μέτρων που προβλέπονταν για τις κατοικίες των αντιπροσωπειών της ομάδας με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ δεν είχαν, ομοίως, τεθεί σε εφαρμογή στη συγκεκριμένη κατοικία (σύστημα αντικλεπτικού συναγερμού και κομβία εκτάκτου ανάγκης).

173    Προκειμένου να καταφαθεί παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των υποχρεώσεών της στον τομέα ασφαλείας, δεν αρκεί βεβαίως η εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ διαπίστωση της μη τηρήσεως των μέτρων που προβλέπει το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Είναι αυτονόητο ότι, υπό ιδιαίτερες συνθήκες, ιδίως δε υπό περιστάσεις επείγοντος χαρακτήρα, το ενδεχόμενο διαμονής σε προσωρινή κατοικία που δεν είναι εξοπλισμένη με τα συστήματα ασφαλείας που διαθέτει μια οριστική κατοικία δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

174    Εντούτοις, ακόμη και στο πλαίσιο μιας τέτοιας καταστάσεως, η Διοίκηση δεν δύναται να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς της να θέσει σε εφαρμογή τα κατ’ ελάχιστον επιτασσόμενα μέτρα, τα οποία, υπό αποδεκτούς, από δημοσιονομικής και διοικητικής απόψεως, όρους, καθιστούν εφικτή την αντιμετώπιση των βασικών κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια των ενοίκων της προσωρινής κατοικίας ή περιορίζουν την πιθανότητα πραγματώσεώς τους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή είναι ενήμερη για τη συνδρομή ιδιαιτέρων περιστάσεων.

175    Εν προκειμένω, το γεγονός ότι το Μαρόκο είχε περιληφθεί στην ομάδα των χωρών υψηλής επικινδυνότητας, λόγω των τρομοκρατικών απειλών που ενδέχετο να αντιμετωπίσει υπάλληλος της Ένωσης, η διενεργηθείσα τον Μάιο του 2006 επιθεώρηση, η οποία είχε επισημάνει τις ελλείψεις στην προστασία των κατοικιών που παραχωρούνταν στο προσωπικό της αντιπροσωπείας, καθώς και η παρουσία τεσσάρων ανήλικων τέκνων στην οικία του υπαλλήλου συνέθεταν ένα πλέγμα στοιχείων ικανό να δικαιολογήσει τη λήψη ιδιαίτερων προφυλάξεων προ της εγκαταστάσεως, έστω και προσωρινής, του υπαλλήλου στην εν λόγω κατοικία. Επιβάλλεται, ομοίως, η επισήμανση ότι η Επιτροπή ουδόλως υποστήριξε ότι τα μέτρα προστασίας που είχαν ληφθεί για την παραχωρηθείσα στον θανόντα υπάλληλο κατοικία ήταν αποτέλεσμα παρεκκλίσεως την οποία είχε επιτρέψει η αρμόδια υπηρεσία, κατ’ εφαρμογήν του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας. Ομοίως, η Επιτροπή δεν επικαλέσθηκε κωλύματα δημοσιονομικής ή διοικητικής φύσεως στα οποία είχε ενδεχομένως προσκρούσει η εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών για τη θωράκιση της οικίας έναντι διαρρήξεων, όπως η ενίσχυση των κιγκλιδωμάτων του παραθύρου από το οποίο εισέβαλε εν τέλει ο δράστης ή η εγκατάσταση συστήματος συναγερμού ή κομβίων εκτάκτου ανάγκης ή, ακόμη, η προσωρινή παράταση της ισχύος της συμβάσεως για τη φύλαξη της οικίας από εξειδικευμένη εταιρεία. Η Επιτροπή γνώριζε, εξάλλου, από της 6ης Απριλίου 2006, ημερομηνίας κατά την οποία ο υιός του ενάγοντος αποδέχθηκε την τοποθέτησή του στο Μαρόκο, ότι θα ήταν αναγκαία η εξασφάλιση στέγης στον ίδιο και την οικογένειά του στο Ραμπάτ. Τέλος, το γεγονός ότι ο υιός του ενάγοντος και η οικογένειά του επιθυμούσαν να αφήσουν το ξενοδοχείο στο οποίο κατέλυαν προσωρινώς, υπό συνθήκες άβολες για οικογένεια με τέσσερα τέκνα, δεν ηδύνατο να απαλλάξει τη Διοίκηση από την υποχρέωσή της να λάβει μέριμνα για την εφαρμογή συστημάτων προστασίας αντίστοιχων προς τον βαθμό επικινδυνότητας που είχε ορισθεί για την αντιπροσωπεία, θέτοντας σε εφαρμογή, αν όχι το σύνολο των προβλεπόμενων από το έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας μέτρων, τουλάχιστον ένα ή περισσότερα εξ αυτών τα οποία θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή άνευ ιδιαίτερης δυσχέρειας για το όργανο, όπως η τοποθέτηση νέων κιγκλιδωμάτων και η εγκατάσταση κομβίων εκτάκτου ανάγκης.

176    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ενάγων βασίμως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή βαρύνεται με πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της.

177    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο είναι αναγκαίο, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεώς της να προστατεύσει τον τοποθετηθέντα σε τρίτη χώρα υπάλληλό της και την οικογένεια αυτού συνιστά, για τους λόγους που εκτέθηκαν με τις σκέψεις 171 έως 175 της παρούσας αποφάσεως, κατάφωρη παράβαση κανόνα απονέμοντος δικαιώματα στον υιό του ενάγοντος και στην οικογένεια αυτού, η οποία αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης της Επιτροπής.

 Επί του αιτιώδους συνδέσμου και της συνδρομής απαλλακτικού της ευθύνης λόγου (πταίσμα των θυμάτων και πράξη τρίτου)

178    Κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων και η Επιτροπή προέβησαν σε δύο προσεγγίσεις του βέβαιου και άμεσου χαρακτήρα του αιτιώδους συνδέσμου που πρέπει να υφίσταται μεταξύ του πταίσματος του οργάνου και των φερόμενων ως προκληθεισών ζημιών. Κατά τον ενάγοντα, οσάκις το πταίσμα συνίσταται στην εκ μέρους του οργάνου παράβαση του καθήκοντός του δράσεως, η παράλειψη αποτελεί άμεση και βέβαιη αιτία των ζημιών εάν αποδεικνύεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το όργανο είχε λάβει τα απαιτούμενα μέτρα, η ζημία «δεν θα είχε προφανώς προκληθεί». Η προσέγγιση αυτή συνάγεται, κατά τον ενάγοντα, από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑304/01, Abad Pérez κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής. Κατά τον ενάγοντα, τo Πρωτοδικείο έχει κρίνει συναφώς ότι μια παράνομη πράξη είναι η βέβαιη και άμεση αιτία της ζημίας εάν αποδεικνύεται ότι η τήρηση της νομιμότητας θα είχε, κατά τρόπο «εξόχως πιθανό», παράσχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα ικανοποιήσεώς του (προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 150). Η Επιτροπή υποστήριξε, αντιθέτως, ότι προκειμένου να αποδεικνύεται ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος και της ζημίας είναι άμεσος και βέβαιος πρέπει να διαπιστώνεται με βεβαιότητα ότι άνευ των υπαίτιων παραλείψεων η ζημία δεν θα είχε προκληθεί (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑138/03, É. R. κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 127).

179    Η νομολογία περί αιτιώδους συνδέσμου είναι από τις πλέον πολύπτυχες και με λεπτές διαφοροποιήσεις νομολογίες, όπως επιβεβαιώνουν τα επιχειρήματα των διαδίκων. Εντούτοις, παρά τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις θέσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης, γίνεται παγίως δεκτό ότι η ευθύνη του θεσμικού οργάνου ιδρύεται μόνο λόγω πταίσματος το οποίο έχει επιφέρει τη ζημία βάσει άμεσης σχέσεως αιτίου-αιτιατού. Η Ένωση ευθύνεται μόνο για τη ζημία η οποία απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου οργάνου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 2000, T‑178/98, Fresh Marine κατά Επιτροπής, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2010, T‑42/06, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

180    Ο ενάγων πρέπει να αποδεικνύει ότι, άνευ του πταίσματος, η ζημία δεν θα είχε προκληθεί και ότι το πταίσμα αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας που αυτός υπέστη (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑149/96, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 116 και 122). Οσάκις η ζημία αποτελεί αναπόδραστη και άμεση συνέπεια του πταίσματος, ο αιτιώδης σύνδεσμος κρίνεται αποδεδειγμένος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 1999, T‑231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 έως 60).

181    Επιπροσθέτως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ζημία δύναται να μην οφείλεται σε μία μόνον άμεση και βέβαιη αιτία, αλλά να ανάγεται σε περισσότερες αιτίες, οι οποίες συντείνουν κατά τρόπο καθοριστικό στην επέλευσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1986, 229/84, Sommerlatte κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 έως 27, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Grifoni κατά EKAE, σκέψεις 17 και 18, και FreshMarine κατά Επιτροπής, σκέψεις 135 και 136).

182    Εν προκειμένω, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, εάν είχαν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, πρώτον, οι δολοφονίες δεν θα είχαν διαπραχθεί και, δεύτερον, θα είχε καταστεί δυνατή η διαβίβαση σήματος συναγερμού, το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει στον υιό του, ο οποίος δεν υπέκυψε άμεσα στα τραύματα, πιθανότητα επιβιώσεως. Επιβάλλεται να εξετασθεί, σε σχέση με τα δύο αυτά σημεία, εάν αποδεικνύεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος και των φερόμενων ως προκληθεισών ζημιών.

183    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της διπλής δολοφονίας, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι ο ενάγων απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι, εάν η Επιτροπή είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της να εξασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της, η διπλή δολοφονία θα είχε αποφευχθεί. Πράγματι, εάν είχε ληφθεί μέριμνα για την ανάθεση της φυλάξεως σε μόνιμο φύλακα, επιφορτισμένο αποκλειστικώς με την προστασία της οικίας που είχε παραχωρηθεί στον υιό του ενάγοντος, και αν είχαν τοποθετηθεί κιγκλιδώματα σύμφωνα με τις προδιαγραφές που είχαν καθορισθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, ο δολοφόνος θα είχε, αν όχι αποτραπεί, τουλάχιστον εμποδισθεί σωματικώς να παρεισδύσει στην οικία. Η Επιτροπή συνέβαλε ως εκ τούτου άμεσα στην πρόκληση της ζημίας, δημιουργώντας τις συνθήκες επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Επομένως, ο άμεσος και βέβαιος χαρακτήρας του αιτιώδους συνδέσμου αποδεικνύεται.

184    Ο κίνδυνος για την ασφάλεια του προσωπικού τον οποίο είχε λάβει υπόψη της η Επιτροπή και ο οποίος είχε δικαιολογήσει την κατάταξη της αντιπροσωπείας του Ραμπάτ στην ομάδα με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ συνδεόταν βεβαίως με τρομοκρατική απειλή και όχι με εγκλήματα του κοινού δικαίου, όπως αυτό των οποίων υπήρξαν θύματα ο υιός του ενάγοντος και η σύζυγος αυτού. Εντούτοις, η παράμετρος αυτή δεν ασκεί επιρροή στην κατάφαση του άμεσου και βέβαιου χαρακτήρα του αιτιώδους συνδέσμου στην οποία το Δικαστήριο ΔΔ προέβη με την προηγούμενη σκέψη. Συγκεκριμένα, δύναται ευλόγως να συναχθεί ότι μέτρα που προορίζονται για την πρόληψη τρομοκρατικής επιθέσεως ή για την αποτροπή δολοφονίας υπαλλήλου για πολιτικούς λόγους ή εκ μέρους τρομοκρατικής ομάδας δύνανται να εξασφαλίσουν προστασία επαρκή, κατά μείζονα λόγο, έναντι της εισβολής διαρρήκτη στην οικία υπαλλήλου. Η Επιτροπή δεν δύναται επομένως βασίμως να υποστηρίζει ότι η ίδια θα έπρεπε να απαλλαγεί οιασδήποτε ευθύνης για τον λόγο ότι το κίνητρο του δράστη δεν ήταν αυτό για το οποίο η ίδια έτρεφε εξαρχής φόβους.

185    Η Επιτροπή δεν δύναται, εξάλλου, να αντλεί επιχειρήματα από διάφορα πταίσματα στα οποία, όπως υποστηρίζει, υπέπεσε ο υπάλληλός της και τα οποία, κατά την άποψή της, διαρρηγνύουν τον αιτιώδη σύνδεσμο ή μετριάζουν την ευθύνη της Διοικήσεως.

186    Αφενός, η μη συμμετοχή του υπαλλήλου στις ενημερωτικές συναντήσεις για θέματα ασφαλείας, οι οποίες διοργανώθηκαν στο πλαίσιο του «pre-posting», συνιστά αναμφιβόλως έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους του. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εξακριβώσει τις αιτίες αυτής της απουσίας, η οποία θα μπορούσε να οφείλεται σε υπηρεσιακούς λόγους. Εξάλλου, από τις προσκλήσεις για συμμετοχή στις εν λόγω συναντήσεις, τις οποίες ο υπάλληλος παρακαλείτο απλώς «να ευαρεστηθεί να παρακολουθήσει», δεν προκύπτει ότι η παρουσία σε αυτές παρουσιαζόταν ως υπηρεσιακή υποχρέωση της οποίας η εκπλήρωση ήταν αναγκαία προ της τοποθετήσεως σε αντιπροσωπεία. Το γεγονός ότι ο υιός του ενάγοντος δεν έλαβε μέρος στις ενημερωτικές αυτές συναντήσεις δεν εμπόδισε, εξάλλου, την τοποθέτησή του στο Μαρόκο. Επιπροσθέτως η διοργάνωση τέτοιων ενημερωτικών συναντήσεων στο πλαίσιο του «pre-posting» δεν αρκεί, αυτή καθ’ εαυτήν, για την απαλλαγή της Επιτροπής από τις υποχρεώσεις της για ενημέρωση των υπαλλήλων της περί των κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια τους στις αντιπροσωπείες, ιδίως των υπαλλήλων οι οποίοι τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες περιλαμβανόμενες στην ομάδα με βαθμό επικινδυνότητας ΙΙΙ. Εφόσον υπάλληλος ο οποίος πρόκειται να τοποθετηθεί σε τέτοια αντιπροσωπεία δεν συμμετέχει στις συναντήσεις αυτές προ της αναχωρήσεώς του, απόκειται στη Διοίκηση να βεβαιωθεί ότι αυτός έχει λάβει πράγματι την απαραίτητη ενημέρωση. Η Επιτροπή δεν υποστήριξε, όμως, ότι, προ της αναχωρήσεώς του για το Μαρόκο, παρασχέθηκαν στον υιό του ενάγοντος τα χρήσιμα για την ασφάλειά του έγραφα.

187    Επιπροσθέτως, από τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι οι υπάλληλοι που τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες δεν έχουν κατά κανόνα πρόσβαση στο έγγραφο του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο, το οποίο είναι διαβαθμισμένο ως «Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ», δεν τους κοινοποιείται. Επομένως, ακόμη και αν είχε μετάσχει στις συναντήσεις που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο του «pre-posting», ο υιός του ενάγοντος δεν θα ήταν πιθανόν σε θέση να αξιολογήσει τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονταν συγκεκριμένα για την κατοικία που του παραχωρείτο στο Μαρόκο. Τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι ο υπάλληλος είχε αποδεχθεί τις συνθήκες διαβιώσεως και στεγάσεως που επικρατούσαν στο Μαρόκο και είχε συμφωνήσει να εγκατασταθεί στην προσωρινή κατοικία δεν μπορούν, συνεπώς, να γίνουν δεκτά, καθώς η συγκατάθεση αυτή δεν είχε δοθεί εν πλήρη επιγνώσει της καταστάσεως. Το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει συναφώς ότι την 6η Απριλίου 2006 η Επιτροπή ζήτησε από τον υιό του ενάγοντος να βεβαιώσει ότι αποδεχόταν την τοποθέτησή του στο Ραμπάτ και ότι είχε λάβει πλήρη γνώση, μεταξύ άλλων, της κατοικίας που του παραχωρείτο, ενώ, όπως προκύπτει, η σύμβαση μισθώσεως της εν λόγω κατοικίας συνήφθη μεταξύ του κυρίου της και της Επιτροπής μόλις την 8η Αυγούστου 2006. Επιπροσθέτως, όταν ο υιός του ενάγοντος επιβεβαίωσε, την 24η Αυγούστου 2006, ότι αποδεχόταν την κατοικία που του είχε προταθεί, στο έντυπο αποδοχής αναφερόταν με σαφήνεια ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη μισθωμένη κατοικία αντίστοιχη προς τη σύνθεση της οικογενείας του.

188    Αφετέρου, μολονότι είναι σαφές ότι οι ένοικοι είχαν αφήσει ανοικτό το παράθυρο της οικίας από το οποίο εισέβαλε ο δολοφόνος και ότι το περιελισσόμενο εξώφυλλο του εν λόγω παραθύρου ήταν μόνον εν μέρει κατεβασμένο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το στοιχείο αυτό δύναται να αποδοθεί σε αμέλεια ή πταίσμα των θυμάτων. Συγκεκριμένα, το εν λόγω παράθυρο διέθετε κιγκλιδώματα τα οποία ο υιός του ενάγοντος, ο οποίος δεν είχε λάβει γνώση του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, μπορούσε ευλόγως να θεωρεί ως εμπόδιο ικανό να αναχαιτίσει ενδεχόμενο κακοποιό. Η ίδια η Επιτροπή ισχυρίσθηκε εξάλλου, με τα υπομνήματά της και κατά την πρώτη συζήτηση, ότι τα κιγκλιδώματα αυτά ήταν ικανά να εμποδίσουν την παρείσδυση ενηλίκου μέσου αναστήματος. Επιπροσθέτως, τη συγκεκριμένη περίοδο του έτους η θερμοκρασία ήταν ακόμα υψηλή και το γεγονός ότι οι ένοικοι μη κλιματιζόμενης κατοικίας στην οποία διέμεναν τέσσερα ανήλικα τέκνα είχαν αφήσει ανοικτό παράθυρο το οποίο διέθετε ασφαλή θεωρητικώς κιγκλιδώματα δεν δύναται να θεωρηθεί αμελής συμπεριφορά.

189    Η Επιτροπή δεν απέδειξε επομένως ότι, με την αμελή συμπεριφορά του, ο υιός του ενάγοντος υπέπεσε σε πταίσμα ικανό να απαλλάξει τη Διοίκηση από την ευθύνη της ούτε ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος και των δολοφονιών είχε διακοπεί.

190    Δεύτερον, όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του πταίσματος και της απώλειας, εκ μέρους του υιού του ενάγοντος, πιθανότητας επιβιώσεως, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι ο ενάγων απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι, εάν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, θα μπορούσε, με κάποιον τρόπο, να ενεργοποιηθεί το σύστημα συναγερμού μετά την εισβολή του δολοφόνου στην οικία, είτε από τον φύλακα είτε από τον ίδιο τον τραυματισμένο υπάλληλο ή κάποιο εκ των τέκνων του, μέσω του κομβίου εκτάκτου ανάγκης. Είναι βέβαιο ότι, εάν είχε τεθεί σε εφαρμογή κάποιο εκ των συστημάτων έγκαιρης ειδοποιήσεως, ο δράστης δεν θα είχε παραμείνει τόσο χρόνο στην οικία, όπου παρέμεινε επί σχεδόν τέσσερις ώρες. Ο υιός του ενάγοντος απώλεσε, ως εκ τούτου, με υπαιτιότητα της Επιτροπής, σοβαρή πιθανότητα να δεχθεί βοήθεια πριν υποκύψει στα τραύματά του.

191    Απομένει να προσδιορισθεί το μερίδιο ευθύνης του δολοφόνου στην επέλευση των ζημιών.

192    Όσον αφορά τη διπλή δολοφονία, δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι το κύριο μέρος της ευθύνης για την εν λόγω ζημία θα πρέπει να αποδοθεί στην Επιτροπή. Μολονότι η Επιτροπή δημιούργησε τις συνθήκες για την επέλευση της ζημίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα ασφαλείας επαρκή για την παρεμπόδιση της εισβολής του δράστη, το πταίσμα αυτό δεν είχε ως άμεση και αναπόδραστη συνέπεια τη διπλή δολοφονία. Συγκεκριμένα, οι δολοφονίες αποτελούν πράξη ατόμου που είχε ως κίνητρό του την κλοπή και του οποίου η συμπεριφορά δεν ηδύνατο να προβλεφθεί. Η δυνάμενη εν γένει να προβλεφθεί συνέπεια του πταίσματος της Επιτροπής, προκειμένου για ένα τέτοιο άτομο, θα ήταν μια κλοπή, συνοδευόμενη ενδεχομένως με απειλές σωματικής βίας κατά των ενοίκων, και όχι πράξεις τέτοιας σοβαρότητας όπως αυτές που διεπράχθησαν εν προκειμένω. Η εκτίμηση αυτή συνάδει με τις αρχές της οδηγίας 89/391, το άρθρο 5, παράγραφος 4, της οποίας ορίζει ότι η ευθύνη εργοδότη δύναται να περιορισθεί, μεταξύ άλλων, για πράξεις που οφείλονται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν, ανώμαλες και απρόβλεπτες.

193    Οι πράξεις του δράστη δεν είναι εντούτοις ικανές να απαλλάξουν πλήρως το θεσμικό όργανο από την ευθύνη του. Εάν γινόταν δεκτό ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πταίσματος της Επιτροπής και της διπλής δολοφονίας έχει διαρραγεί, η Διοίκηση θα διέφευγε πλήρως τις συνέπειες της υπαίτιας παραλείψεώς της, παρά το γεγονός ότι η ίδια δημιούργησε τις συνθήκες για την επέλευση της ζημίας. Μια τέτοια λύση δεν θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία, η οποία δέχεται ότι μια ζημία δύναται να έχει περισσότερες αιτίες και κατά την οποία για την ίδρυση της ευθύνης της Διοικήσεως δεν απαιτείται, επομένως, να φέρει κατ’ ανάγκην το όργανο την αποκλειστική ευθύνη για τη ζημία.

194    Το Δικαστήριο εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή ευθύνεται σε ποσοστό 30 % για την προκληθείσα ζημία.

195    Όσον αφορά την απώλεια πιθανότητας επιβιώσεως, η αξιολόγηση του Δικαστηρίου ΔΔ οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το πταίσμα της Επιτροπής αποτελεί εν προκειμένω την άμεση και αποκλειστική αιτία της εν λόγω ζημίας. Οι ενέργειες του δολοφόνου δεν δύνανται να μετριάσουν την ευθύνη του οργάνου.

196    Εντούτοις, μολονότι η απώλεια πιθανότητας επιβιώσεως είναι βέβαιη, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι η πιθανότητα που είχε ο υιός του ενάγοντος να μην υποκύψει στα τραύματά του ήταν αμυδρή. Είναι ιδιαιτέρως δυσχερές, δεδομένης της απουσίας συγκεκριμένων στοιχείων από τη δικογραφία και της συμφυούς με τέτοιου είδους αξιολογήσεις αβεβαιότητας, να εκτιμηθεί η εν λόγω πιθανότητα επιβιώσεως. Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι αυτή δύναται να προσδιορισθεί σε ποσοστό 20 %. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ειδικότερα, ότι ο υπάλληλος δέχθηκε πλήγμα στον αυχένα και ότι, μολονότι δεν υπέκυψε ακαριαίως, τραυματίσθηκε ιδιαιτέρως βαρέως, γεγονός που περιόριζε σημαντικά τις πιθανότητές του επιβιώσεως, ακόμη και σε περίπτωση ταχείας αφίξεως της υπηρεσίας άμεσης βοήθειας.

197    Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο ζημίες, ήτοι τη διπλή δολοφονία και την απώλεια πιθανότητας επιβιώσεως, καθώς και το γεγονός ότι η δεύτερη αυτή ζημία είναι πιο περιορισμένη από την πρώτη, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι η ευθύνη για τις προκληθείσες ζημίες πρέπει να αποδοθεί στην Επιτροπή σε ποσοστό 40 %.

 Επί της ζημίας

198    Η βέβαιη ζημία για την οποία δύναται κατ’ αρχήν να καταβληθεί αποζημίωση στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς είναι μόνον εκείνη της οποίας την αποκατάσταση ο ενάγων δύναται να ζητήσει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, ήτοι η περιουσιακή ζημία την οποία υπέστησαν οι εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα, η οποία υπολογίζεται βάσει των αποδοχών τις οποίες ο υιός του ενάγοντος θα είχε λάβει έως την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και η οποία, κατά την εκτίμηση του ενάγοντος, συμποσούται σε 3 975 329 ευρώ.

199    Το ποσό αυτό συνιστά, λαμβανομένου υπόψη του επισφαλούς χαρακτήρα ενός τέτοιου υπολογισμού και των εικασιών που προϋποθέτει σε σχέση με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας που θα μπορούσε να έχει ο υπάλληλος, μια κατ’ αρχήν εύλογη εκτίμηση του ύψους των αποδοχών που θα είχε λάβει ο θανών υπάλληλος και αποτελεί μια χρήσιμη, καίτοι σε μεγάλο βαθμό αναγόμενη σε κατά προσέγγιση υπολογισμούς, βάση για τον προσδιορισμό του ύψους της απώλειας εσόδων που υπέστησαν οι εκ του υιού του ενάγοντος έλκοντες δικαιώματα.

200    Εντούτοις, το εν λόγω ποσό δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ως έχει από το Δικαστήριο ΔΔ για τον προσδιορισμό της περιουσιακής ζημίας που πράγματι υπέστησαν οι εκ του θανόντος υπαλλήλου έλκοντες δικαιώματα. Συγκεκριμένα, εάν ο υιός του ενάγοντος και η σύζυγος αυτού δεν είχαν δολοφονηθεί, θα είχαν δαπανήσει ένα σημαντικό μέρος του ποσού αυτού για ίδιες ανάγκες. Επομένως, τα τέκνα αυτών δεν θα ελάμβαναν ακέραιο το εν λόγω ποσό. Επιπροσθέτως, τα τέκνα του θανόντος ζεύγους πιθανώς απολαύουν ήδη ή θα απολαύουν εντός ορισμένων ετών της κληρονομίας την οποία δικαιούνται εκ του νόμου και την οποία δεν θα ελάμβαναν εάν οι γονείς τους είχαν παραμείνει εν ζωή. Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή, χωρίς να συναντήσει αντίλογο επί του σημείου αυτού, δεν αποκλείεται οι εκ του θανόντος ζεύγους έλκοντες δικαιώματα να έχουν λάβει, λόγω της διπλής δολοφονίας, ποσά δυνάμει συμβάσεων ασφάλειας ζωής. Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι η συνδεόμενη με την απώλεια εσόδων περιουσιακή ζημία που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς ανέρχεται στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ.

201    Όπως επισημάνθηκε, η Επιτροπή υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία αυτή σε ποσοστό 40 %, ήτοι να καταβάλει στους εκ του θανόντος ζεύγους έλκοντες δικαιώματα το συνολικό ποσό των 1,2 εκατομμυρίων ευρώ.

202    Όπως, όμως, προκύπτει από το υπόμνημα αντικρούσεως και δεν αμφισβητήθηκε, τα ποσά που η Επιτροπή έχει ήδη καταβάλει και θα εξακολουθήσει να καταβάλλει στους έλκοντες δικαιώματα, ποσά πέραν των παροχών που προβλέπονται κανονικώς αυτό τον ΚΥΚ, ανέρχονται σε περίπου 1,4 εκατομμύρια ευρώ και θα μπορούσαν να αγγίξουν τα 2,4 εκατομμύρια ευρώ εάν οι παροχές εξακολουθήσουν να καταβάλλονται έως το εικοστό έκτο έτος της ηλικίας εκάστου των τεσσάρων τέκνων.

203    Επομένως, η Επιτροπή έχει ήδη αποκαταστήσει πλήρως την περιουσιακή ζημία για την οποία ευθύνεται.

204    Το προβαλλόμενο από τον ενάγοντα επιχείρημα ότι τα καταβαλλόμενα από την Επιτροπή ποσά έχουν τον χαρακτήρα παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμο, δεν ασκεί επιρροή στην προεκτεθείσα εκτίμηση. Ειδικότερα, οι καταβαλλόμενες παροχές σκοπούν στην επανόρθωση των οικονομικών συνεπειών του θανάτου υπαλλήλου, ανεξαρτήτως της αιτίας αυτού. Μολονότι είναι αληθές ότι, σε περίπτωση πταίσματός της, η Διοίκηση υποχρεούται να αποκαταστήσει πλήρως τη ζημία, συμπληρώνοντας, ενδεχομένως, τις προβλεπόμενες από τον KYK παροχές (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Leussink κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 έως 20), είναι σαφές ότι, όταν εξετάζει εάν η προκληθείσα ζημία έχει ή όχι αποκατασταθεί από τη Διοίκηση, ο δικαστής λαμβάνει υπόψη τις καταβληθείσες βάσει του ΚΥΚ παροχές. Οι παροχές αυτές έχουν επομένως ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας, ακόμη και όταν η Διοίκηση βαρύνεται με πταίσμα ιδρυτικό της ευθύνης της. Εξάλλου, εν προκειμένω, η Επιτροπή έβη πέραν των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ υποχρεώσεών της, χορηγώντας στον θανόντα υπάλληλο μετά θάνατον προαγωγή, υπολογίζοντας τις παροχές που οφείλονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα επί της νέας αυτής μισθολογικής βάσεως και προσαυξάνοντας, βάσει του άρθρου 76 του ΚΥΚ, τα ποσά των εν λόγω παροχών.

205    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος ισχυρισμός του ενάγοντος, καίτοι βάσιμος, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο ΔΔ να κάνει δεκτά τα αιτήματά του για αποκατάσταση των προκληθεισών περιουσιακών ζημιών.

206    Το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να εξετάσει και τους άλλους δύο ισχυρισμούς, κατά τους οποίους η ευθύνη της Επιτροπής ιδρύεται, αφενός, λόγω νόμιμης πράξεως, ακόμη και άνευ πταίσματός της, και, αφετέρου, λόγω του καθήκοντός της αρωγής.

 Επί του δευτέρου ισχυρισμού, κατά τον οποίο η ευθύνη της Επιτροπής ιδρύεται λόγω νόμιμης πράξεως, ακόμη και άνευ πταίσματός της

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

207    Ο ενάγων υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν βαρύνεται με υπαίτια αμέλεια, συντρέχουν οι προϋποθέσεις ιδρύσεως αντικειμενικής ευθύνης της Διοικήσεως, λόγω νόμιμης πράξεως. Ειδικότερα, αποδεικνύονται τόσο το υποστατό της ζημίας όσο και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της νόμιμης πράξεως· η ζημία είναι ασυνήθης, σοβαρή και ειδική. Όπως επισημαίνει ο ενάγων, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑120/06 P και C‑121/06 P, FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, το Δικαστήριο απέκλεισε μεν την ύπαρξη καθεστώτος ιδρύσεως αντικειμενικής ευθύνης της Ένωσης, πλην όμως μόνον όσον αφορά τις κανονιστικές πράξεις αυτής, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη. Το Δικαστήριο ουδόλως απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής ενός τέτοιου καθεστώτος επί των θεσμικών οργάνων, όπως εν προκειμένω. Όπως υποστηρίζει ο ενάγων, κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να λάβει υπόψη τον εξαιρετικά σοβαρό και τραγικό χαρακτήρα των γεγονότων που βίωσαν τα τέκνα του θανόντος υπαλλήλου, τα οποία απώλεσαν πρόωρα τους γονείς τους, ανήμποροι μάρτυρες της αποτρόπαιας δολοφονίας τους. Όπως επισημαίνει ο ενάγων, το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να αποφανθεί επί του αποζημιωτικού αιτήματος με γνώμονα νομικά κριτήρια διαπνεόμενα από το βαθύ αίσθημα δικαίου που πρέπει να διακρίνει τα όργανα της Ένωσης.

208    Η Επιτροπή εκτιμά, όπως επισημάνθηκε, ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι απαράδεκτος διότι δεν περιελήφθη στην αρχική αίτηση αποζημιώσεως και δεν συνοδεύεται από κάποιο στοιχείο προσδιοριστικό της εκτάσεως της φερόμενης ως προκληθείσας ζημίας. Επί της ουσίας η Επιτροπή τονίζει ότι η αρχή της ευθύνης για νόμιμη πράξη δεν έχει μέχρι τούδε αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο. Όπως υποστηρίζει, ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικνύον ότι το Δικαστήριο ΔΔ οφείλει να αναγνωρίσει την ύπαρξη τέτοιου καθεστώτος σε σχέση με τη συμπεριφορά των οργάνων. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω, ο ενάγων δεν αποδεικνύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων ιδρύσεως μιας τέτοιας αντικειμενικής ευθύνης.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

209    Από την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου FIAMM και FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (σκέψη 175) προκύπτει ότι, ναι μεν η συγκριτική εξέταση των εννόμων τάξεων των κρατών μελών παρέσχε τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να προβεί πολύ νωρίς στη διαπίστωση ότι οι εν λόγω έννομες τάξεις συγκλίνουν στην καθιέρωση αρχής ιδρύσεως ευθύνης λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της δημόσιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ή παραλείψεων κανονιστικής φύσεως, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη αρχής ιδρύσεως ευθύνης για νόμιμη πράξη ή παράλειψη της δημόσιας αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη κανονιστικής φύσεως. Το Δικαστήριο έχει επομένως αποκλείσει, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τη δυνατότητα ερμηνείας του άρθρου 288 ΕΚ, το οποίο παραπέμπει στις «γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών», ως επιτρέποντος την ίδρυση της ευθύνης της Κοινότητας λόγω νόμιμης πράξεως ή παραλείψεως.

210    Εν αντιθέσει προς την άποψη που υποστηρίζει ο ενάγων, από την ίδια τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο στη σκέψη της αποφάσεώς του που παρετέθη ανωτέρω («συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ή παραλείψεων κανονιστικής φύσεως» και «[ιδίως όταν πρόκειται για νόμιμη] πράξη ή παράλειψη κανονιστικής φύσεως») προκύπτει ότι το συμπέρασμα στο οποίο αυτό κατέληξε με τη συγκεκριμένη απόφαση δεν περιορίζεται στη σφαίρα της κανονιστικής αρμοδιότητας της Ένωσης.

211    Όπως, βεβαίως, υπενθύμισε το Δικαστήριο ΔΔ με τη σκέψη 116 της παρούσας αποφάσεως, η διαφορά μεταξύ υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο αυτός παρέχει ή παρείχε υπηρεσίες η οποία έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως εμπίπτει, οσάκις ανάγεται στη σχέση εργασίας που συνδέει ή συνέδεε τον ενδιαφερόμενο με το όργανο, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων   90 και 91 του ΚΥΚ και όχι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων   235 ΕΚ και 288 ΕΚ. Η νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου περί των προϋποθέσεων ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης βάσει του άρθρου 288 ΕΚ δεν τυγχάνει απευθείας εφαρμογής στις αγωγές για εξωσυμβατική ευθύνη τις οποίες ασκούν κατά των οργάνων οι υπάλληλοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, βάσει του άρθρου 236 ΕΚ και των άρθρων   90 και 91 του ΚΥΚ. Συναφώς, όπως επισημαίνει ορθώς ο ενάγων, οι αγωγές αυτές δεν αφορούν την εκ μέρους των οργάνων άσκηση των κανονιστικών ή ρυθμιστικών εξουσιών που τους απονέμουν οι Συνθήκες, αλλά τη συμπεριφορά τους ως εργοδοτών έναντι του προσωπικού τους.

212    Εντούτοις, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της γενικής διατυπώσεως που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο και του χαρακτήρα λύσεως αρχής που προσδίδεται ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ δεν αντιλαμβάνεται τους λόγους που δικαιολογούν τη δυνατότητα ιδρύσεως της ευθύνης των οργάνων της Ένωσης, στις σχέσεις τους με το προσωπικό τους, υπό προϋποθέσεις εξ ολοκλήρου διαφορετικές εκείνων που ισχύουν στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΕΚ και, συνεπώς, αποκλίνουσες από τις κοινές στα δίκαια των κρατών μελών γενικές αρχές.

213    Η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς είναι ιδιάζουσες, διαπίστωση η οποία αποτελεί και το μοναδικό επιχείρημα που προέβαλε συναφώς ο ενάγων, καίτοι αληθής, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της θέσεως ότι η ύπαρξη καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης πρέπει κατ’ αρχήν να αναγνωρίζεται στις αγωγές για εξωσυμβατική ευθύνη οι οποίες ασκούνται βάσει του άρθρου 236 ΕΚ, καθεστώτος του οποίου δύνανται να απολαύουν μόνον οι υπάλληλοι της Ένωσης και οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα.

214    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 89/391, η οποία αποτελεί το κρίσιμο πλαίσιο αναφοράς για τον καθορισμό, κατά το άρθρο 1ε του ΚΥΚ, των υποχρεώσεων που υπέχουν τα όργανα της Ένωσης, δεν δύναται να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη υποχρέωση καθιερώσεως καθεστώτος ιδρύσεως αντικειμενικής ευθύνης των εργοδοτών για βλάβες που προκαλούνται στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψεις 37 έως 51)· τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή υποστήριζε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η οδηγία 89/391 προβλέπει καθεστώς ιδρύσεως της ευθύνης των εργοδοτών καλύπτον τις συνέπειες παντός επιζήμιου για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων συμβάντος, ανεξαρτήτως της δυνατότητας αποδόσεως του εν λόγω συμβάντος και των συνεπειών αυτού σε αμέλεια του εργοδότη κατά την εφαρμογή προληπτικών μέτρων.

215    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, κατ’ αρχήν, δύναται να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ιδρύσεως ευθύνης της Επιτροπής άνευ πταίσματός της, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η μορφή αντικειμενικής ευθύνης του εργοδότη, η οποία θεμελιώνεται στην υποχρέωση αποκαταστάσεως ζημίας από επαγγελματικό κίνδυνο και όχι στη διαπίστωση πταίσματος το οποίο ο εργοδότης οφείλει να επανορθώσει, κείται ήδη στη βάση της υποχρεώσεως του οργάνου να καταβάλει στον υπάλληλο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές σε περίπτωση ατυχήματος εν ώρα υπηρεσίας ή σε περίπτωση επαγγελματικής ασθενείας ή θανάτου. Συγκεκριμένα, ακόμη και άνευ αποδείξεως οιουδήποτε πταίσματος του οργάνου ως εργοδότη, ο υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα δικαιούνται κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, η οποία σκοπεί στην επανόρθωση των συνεπειών των εν λόγω συμβάντων. Η πάγια νομολογιακή επιταγή, κατά την οποία, προκειμένου ο υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα να λάβουν αποζημίωση συμπληρωματική των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ παροχών, προοριζόμενη για την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που αυτοί εκτιμούν ότι έχουν υποστεί, απαιτείται η απόδειξη πταίσματος, καταδεικνύει ότι η ίδρυση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Διοικήσεως παραμένει σταθερά εξαρτημένη από την ύπαρξη πταίσματος ή παρανομίας.

216    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ενάγων αβασίμως ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ να αποφανθεί υπέρ της συνδρομής των προϋποθέσεων ιδρύσεως αντικειμενικής ευθύνης της Επιτροπής.

217    Επομένως, ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί του παραδεκτού του.

 Επί του τρίτου ισχυρισμού, κατά τον οποίο η Επιτροπή είναι, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, αλληλεγγύως υπόχρεη προς αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

218    Ο ενάγων υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η Επιτροπή οφείλει, εν πάση περιπτώσει, βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, να αποκαταστήσει τις ζημίες που ο υπάλληλός της υπέστη λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του. Όπως επισημαίνει, η διπλή δολοφονία συνδέεται αντικειμενικώς, από αιτιακής απόψεως, με την επαγγελματική δραστηριότητα του υιού του ενάγοντος στην μαροκινή επικράτεια, όπου αυτός βρισκόταν αποκλειστικώς για υπηρεσιακούς λόγους. Η δολοφονία αυτή διεπράχθη, εξάλλου, εντός κατοικίας επιλεγείσας από την Επιτροπή. Κατά τον ενάγοντα, η Επιτροπή θα έπρεπε επίσης, υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς, να ενεργήσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας, χωρίς να οχληθεί προς τούτο, και να αποκαταστήσει αλληλεγγύως τις ζημίες που προκλήθηκαν στον υπάλληλό της και στη σύζυγο αυτού από πράξη τρίτου.

219    Η Επιτροπή υποστηρίζει, όπως επισημάνθηκε, ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι απαράδεκτος διότι δεν περιελήφθη στην αρχική αίτηση αποζημιώσεως. Επί της ουσίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα τραγικά συμβάντα στα οποία οφείλεται ο θάνατος του υιού του ενάγοντος ουδεμία σχέση έχουν με την ιδιότητα του υπαλλήλου και ότι, συνεπώς, δεν πληρούται η απαιτούμενη από το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προϋπόθεση, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία, ήτοι ότι ο υπάλληλος πρέπει να έχει υποστεί τη ζημία λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του.

2.     Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

220    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, σκοπός του άρθρου 24 του ΚΥΚ είναι να προσφέρει στους μονίμους υπαλλήλους και στο λοιπό εν ενεργεία προσωπικό ασφάλεια για το παρόν και για το μέλλον, ώστε να τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν καλύτερα τα καθήκοντα τους προς το γενικό συμφέρον της υπηρεσίας (βλ., προπαρατεθείσα απόφαση Sommerlatte κατά Επιτροπής, σκέψη 19).

221    Από το άρθρο 24 του ΚΥΚ και από τη συναφή με αυτό νομολογία προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται, κατ’ επιταγήν της διατάξεως αυτής, να παρέχουν βοήθεια στους υπαλλήλους τους μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί πέφτουν θύματα πράξεων τρίτων λόγω της ιδιότητάς τους και των καθηκόντων τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 180/87, Hamill κατά Επιτροπής, σκέψη 15· απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2000, T‑67/99, K κατά Επιτροπής, σκέψη 32).

222    Εν προκειμένω είναι σαφές ότι οι σχετικές με τον αυτουργό της επίμεμπτης πράξεως προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ συντρέχουν. Συγκεκριμένα, ο υιός του ενάγοντος υπήρξε θύμα των πράξεων τρίτου.

223    Εντούτοις, το άρθρο 24 του ΚΥΚ απαιτεί επίσης αιτία των επίμεμπτων πράξεων να είναι η ιδιότητα του ενάγοντος ως υπαλλήλου και τα καθήκοντα αυτού. Οι πράξεις σε σχέση με τις οποίες ζητείται η βοήθεια θα πρέπει να έχουν τελεσθεί λόγω ακριβώς αυτής της ιδιότητας και των καθηκόντων, δεδομένου ότι το θεσμικό όργανο επιδιώκει τόσο την προστασία του προσωπικού του όσο και τη διαφύλαξη των δικών του συμφερόντων. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι επίκληση τέτοιας υποχρεώσεως αρωγής δεν χωρεί προκειμένου για μέτρα καταναγκασμού που λαμβάνονται από εθνικές αστυνομικές αρχές εις βάρος υπαλλήλου λόγω της προσωπικής του συμπεριφοράς, ήτοι διότι αυτός διώκεται για αδίκημα ξένο προς την άσκηση των καθηκόντων του (προπαρατεθείσα απόφαση Hamill κατά Επιτροπής, σκέψεις 16 και 17). Ομοίως, έχει κριθεί ότι εκ μόνου του γεγονότος ότι τέκνο έγινε δεκτό σε βρεφονηπιακό σταθμό λόγω της ιδιότητας ενός εκ των γονέων του ως υπαλλήλου της Ένωσης, βρεφονηπιακό σταθμό εντός του οποίου το εν λόγω τέκνο υπήρξε εν συνεχεία θύμα σοβαρών πράξεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι θεμελιώνεται σύνδεσμος μεταξύ των επίμεμπτων πράξεων του τρίτου και της υπαλληλικής ιδιότητας του εν λόγω γονέα (προπαρατεθείσα απόφαση K κατά Επιτροπής, σκέψεις 36 έως 38).

224    Εν προκειμένω, ο υιός του ενάγοντος δεν δολοφονήθηκε λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του. Όπως αναφέρθηκε, ο εν λόγω υπάλληλος υπήρξε θύμα εγκληματία του κοινού δικαίου, ο οποίος εγκλημάτησε κατά του ιδίου, της συζύγου του και της περιουσίας του χωρίς να έχει γνώση ούτε της ιδιότητας του θύματος ως υπαλλήλου της Ένωσης ούτε της φύσεως των καθηκόντων του. Ο εγκληματίας είκασε ενδεχομένως ότι οι ένοικοι της επαύλεως απήλαυαν βιοτικού επιπέδου υψηλότερου εκείνου του μέσου κατοίκου του Ραμπάτ. Ούτε όμως το συγκεκριμένο στοιχείο ούτε η τοποθέτηση του υιού του ενάγοντος στο Μαρόκο ή ακόμη η διαμονή του σε κατοικία επιλεγείσα από την Επιτροπή δύνανται να θεμελιώσουν τη θέση ότι ο υπάλληλος επελέγη ως στόχος λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του.

225    Επομένως, ο ενάγων δεν δύναται βασίμως να επικαλείται τις ευνοϊκές διατάξεις του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

226    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δύναται να γίνει δεκτό ότι ο υιός του ενάγοντος υπήρξε θύμα δολοφονίας διαπραχθείσας λόγω των καθηκόντων του, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι οι παροχές που προβλέπονται από τον ΚΥΚ σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου και, ιδίως, οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, της κοινής ρυθμίσεως («[θ]εωρούνται [...] ατυχήµατα κατά την έννοια της [κοινής ρυθμίσεως]: οι συνέπειες βιαιοπραγίας ή επιθέσεων κατά του προσώπου του ασφαλισμένου […]»), συγκεκριμενοποιούν την υποχρέωση προστασίας που κάθε όργανο, ως εργοδότης και κατ’ επιταγήν του άρθρου 24 του ΚΥΚ, έχει έναντι των υπαλλήλων του και των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα. Ο ενάγων δεν υποστηρίζει, όμως, ότι στερήθηκε παρανόμως κάποια εκ των προβλεπόμενων από τον ΚΥΚ εγγυήσεων. Εξάλλου, η Επιτροπή έκανε χρήση της προβλεπόμενης από το άρθρο 76 του ΚΥΚ δυνατότητάς της να χορηγεί, σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, κατ’ εξαίρεση βοήθεια στα εν λόγω πρόσωπα. Συνεπώς, η Επιτροπή εκπλήρωσε προσηκόντως το καθήκον αρωγής και προστασίας με το οποίο βαρύνεται, συμφώνως προς το άρθρο 24 του ΚΥΚ.

227    Ο ενάγων δεν δύναται επομένως βασίμως να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την εν λόγω διάταξη του ΚΥΚ. Επομένως, ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί χωρίς να είναι αναγκαία η απόφανση επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλεται συναφώς.

228    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

229    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί για τους ως άνω λόγους. Κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, διάδικος, έστω και νικήσας, μπορεί να καταδικασθεί εν μέρει ή και εν όλω στα δικαστικά έξοδα, αν τούτο κρίνεται δικαιολογημένο λόγω της συμπεριφοράς του, περιλαμβανομένης και της στάσεώς του προ της κινήσεως της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα άνευ εύλογης αιτίας ή κακοβούλως.

230    Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή, παρά τους θεμιτούς λόγους διαφυλάξεως του απορρήτου τους οποίους επικαλέσθηκε, προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στην εξέλιξη της δίκης, αρνούμενη, σε πρώτο στάδιο, να κοινοποιήσει στο Δικαστήριο ΔΔ ορισμένα έγγραφα και πληροφοριακά στοιχεία και αναγκάζοντας το Δικαστήριο ΔΔ να οργανώσει δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή παρέσχε στο Δικαστήριο ΔΔ ανακριβείς απαντήσεις επί διαφόρων θεμάτων, ισχυριζόμενη ιδίως ότι δεν υφίστατο κανένα έγγραφο σχετικό με τα μέτρα ασφαλείας που εφαρμόζονταν στις κατοικίες του προσωπικού των αντιπροσωπειών της σε τρίτες χώρες και ότι τα μέτρα για τα οποία έκανε λόγο ο συντάκτης της γραπτής απαντήσεως της 6ης Αυγούστου 2007 ουδόλως σχετίζονταν με πράξεις τελεσθείσες το προηγούμενο έτος. Η προβληθείσα από την Επιτροπή αντίρρηση, η οποία ήρθη κατά τη δεύτερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όσον αφορά την εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ λήψη υπόψη του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, εγγράφου σημαντικού για την επίλυση της διαφοράς, αποτελεί δείγμα συμπεριφοράς ελάχιστα συμβατής με τους κανόνες της δίκαιης δίκης. Μια τέτοια συμπεριφορά της Επιτροπής, στο πλαίσιο υποθέσεως τόσο οδυνηρής για τον ενάγοντα, προβάλλει ακόμη πιο ανοίκεια εάν ληφθεί υπόψη ότι, προ της κινήσεως της δίκης, το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε τηρήσει στάση αξιοπρεπή και διαπνεόμενη από πνεύμα συμπαραστάσεως.

231    Εξάλλου, ο ενάγων είχε λόγους να θεωρεί βάσιμη την αγωγή του. Αφενός, το Δικαστήριο ΔΔ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πταίσμα ικανό να θεμελιώσει την ευθύνη της. Αφετέρου, η στάση την οποία τήρησε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον ενάγοντα η πεποίθηση ότι το εν λόγω όργανο τού είχε αποκρύψει εν μέρει τα αίτια της δολοφονίας του υιού του και της συζύγου αυτού.

232    Συνεπώς, κατά δίκαιη αξιολόγηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι, πέραν των δικών της εξόδων, η Επιτροπή πρέπει να επιβαρυνθεί με τα εύλογα και δεόντως δικαιολογημένα έξοδα του ενάγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Τα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας, τα οποία κοινοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο ΔΔ κατά τη διάρκεια της δίκης, θα επιστραφούν αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντός εμπιστευτικού φακέλου φέροντος την ένδειξη «Διαβάθμιση: Περιορισμένης χρήσεως ΕΕ».

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Gervasoni

Kreppel

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2011.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      S. Gervasoni

Η παρούσα απόφαση καθώς και οι παρατιθέμενη σε αυτήν αποφάσεις και διατάξεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναρτημένες στον ιστότοπο www.curia.eu.

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

Σκεπτικό

I –  Επί του αντικειμένου της αγωγής

II –  Επί του παραδεκτού

Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

Β – Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

III –  Επί της ουσίας

Α – Επί του πρώτου ισχυρισμού, που αντλείται από πλημμελή εκπλήρωση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως της να εξασφαλίσει την προστασία του υπαλλήλου της

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

α) Επί του προβαλλόμενου από την Επιτροπή επιχειρήματος ότι οι ζημίες των οποίων την αποκατάσταση αξιώνει ο ενάγων έχουν ήδη αποκατασταθεί πλήρως

β) Επί της αιτιάσεως ότι η Επιτροπή προέβη σε πλημμελή εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της να εγγυηθεί την ασφάλεια του θανόντος υπαλλήλου και της οικογενείας του

Επί των προϋποθέσεων ιδρύσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής

Επί του εύρους του περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή σε σχέση με την προστασία των υπαλλήλων της που τοποθετούνται σε αντιπροσωπείες σε τρίτες χώρες

Επί της υπάρξεως πταίσματος ως προς τη λήψη κατάλληλων μέτρων προστασίας

–  Επί του αιτήματος του ενάγοντος για πρόσβαση στα αποσπάσματα του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

–  Επί της εκ μέρους του Δικαστηρίου ΔΔ χρησιμοποιήσεως του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

–  Επί της δυνατότητας εφαρμογής του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας στην προσωρινή κατοικία που παραχωρήθηκε στον υιό του ενάγοντος και στην οικογένεια αυτού

–  Επί της νομικής εμβέλειας του εγγράφου του 2006 περί των προδιαγραφών και κριτηρίων ασφαλείας

–  Επί της υπάρξεως πταίσματος της Επιτροπής

Επί του αιτιώδους συνδέσμου και της συνδρομής απαλλακτικού της ευθύνης λόγου (πταίσμα των θυμάτων και πράξη τρίτου)

Επί της ζημίας

Β – Επί του δευτέρου ισχυρισμού, κατά τον οποίο η ευθύνη της Επιτροπής ιδρύεται λόγω νόμιμης πράξεως, ακόμη και άνευ πταίσματός της

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Γ – Επί του τρίτου ισχυρισμού, κατά τον οποίο η Επιτροπή είναι, βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, αλληλεγγύως υπόχρεη προς αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.