Language of document : ECLI:EU:C:2019:108

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Φεβρουαρίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Άρθρο 12 – Συνέχιση της κρατήσεως ενός προσώπου – Άρθρο 17 – Προθεσμίες για την έκδοση της αποφάσεως περί εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή του μέτρου κρατήσεως μετά την πάροδο 90 ημερών από τη σύλληψη – Ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης – Αναστολή των προθεσμιών – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 6 – Δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια – Αποκλίνουσες ερμηνείες της εθνικής νομοθεσίας – Σαφήνεια και προβλεψιμότητα»

Στην υπόθεση C‑492/18 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 27ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο διαδικασίας για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος εις βάρος του

TC,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή), E. Regan, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το από 27 Ιουλίου 2018 αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουλίου 2018, να εκδικασθεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Οκτωβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο TC, εκπροσωπούμενος από τον T. J. Kodrzycki και τον Th. O. M. Dieben, advocaten,

–        η Openbaar Ministerie, εκπροσωπούμενη από τις R. Vorrink και J. Asbroek, καθώς και από τον K. van der Schaft, Officieren van Justitie,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Κ. Bulterman και M. A. M. de Ree, καθώς και από τον J. M. Hoogveld,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek και τον J. Vláčil, καθώς και από την A. Kasalická,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον A. Joyce και την G. Mullan,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Faraci, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Νοεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο εξέδωσαν οι αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 12 Ιουνίου 2017 εις βάρος του TC (στο εξής: επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης

3        Το άρθρο 6 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια», ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια.»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ

4        Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 12 τα ακόλουθα:

«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζονται στο [Χάρτη] […]».

5        Το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

6        Το άρθρο 12 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τήρηση του προσώπου υπό κράτηση», ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν ένα πρόσωπο συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να τηρηθεί υπό κράτηση σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Η προσωρινή απόλυση είναι δυνατή οποτεδήποτε σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους λαμβάνει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο ώστε να αποφευχθεί η διαφυγή του καταζητουμένου.»

7        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση για την παράδοση», ορίζει τα εξής:

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.»

8        Το άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προθεσμίες και διαδικασία της απόφασης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος.

[…]

3.      Στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του καταζητουμένου.

4.      Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παραγράφους 2 ή 3 προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, οι προθεσμίες μπορούν να παρατείνονται κατά τριάντα ημέρες.

5.      Εφόσον η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν έχει λάβει οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εξασφαλίζει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις ώστε να είναι δυνατή η παράδοση προσώπων.

[…]

7.      Όταν, εκτάκτως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά [τη Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurojust)], αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησής του. Επιπλέον, ένα κράτος μέλος το οποίο έχει υποστεί επανειλημμένες καθυστερήσεις από άλλο κράτος μέλος στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο με σκοπό να γίνει αξιολόγηση, σε επίπεδο κρατών μελών, του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται η παρούσα απόφαση-πλαίσιο.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

9        Το άρθρο 22 του Overleveringswet (νόμου περί παραδόσεως) (Stb. 2004, υπ’ αριθ. 195, στο εξής: OLW), ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, ορίζει τα εξής:

«1.      Η απόφαση για την παράδοση πρέπει να εκδίδεται από το rechtbank (πρωτοδικείο) το αργότερο εντός εξήντα ημερών από τη σύλληψη του εκζητούμενου προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 21.

[…]

3.      Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αναφέροντας στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος τους σχετικούς λόγους, το rechtbank (πρωτοδικείο) μπορεί να παρατείνει την προθεσμία των εξήντα ημερών κατά τριάντα το πολύ ημέρες.

4.      Εάν το rechtbank (πρωτοδικείο) δεν έχει αποφανθεί εντός της προβλεπόμενης στην παράγραφο 3 προθεσμίας, μπορεί να παρατείνει εκ νέου την προθεσμία για αόριστο χρόνο, αναστέλλοντας ταυτόχρονα, υπό όρους, τη στέρηση της ελευθερίας του εκζητούμενου προσώπου και ενημερώνοντας τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος.»

10      Το άρθρο 64 του OLW ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, δυνάμει του παρόντος νόμου, μπορεί ή πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά με τη στέρηση της ελευθερίας, δύναται να διαταχθεί η υπό όρους αναστολή αυτής της στερήσεως της ελευθερίας ή η αναστολή της έως την έκδοση της αποφάσεως του rechtbank (πρωτοδικείου) με την οποία επιτρέπεται η παράδοση. Οι όροι που θα τεθούν πρέπει να αποσκοπούν μόνο στην αποτροπή της διαφυγής.

2.      Το άρθρο 80, πλην της παραγράφου 2, και τα άρθρα 81 έως 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις διαταγές που εκδίδονται από το rechtbank (πρωτοδικείο) ή τον ανακριτή δυνάμει της παραγράφου 1.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      Ο TC, εις βάρος του οποίου εκδόθηκε το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, είναι Βρετανός υπήκοος που κατοικεί στην Ισπανία και φέρεται ότι, ως εγκέφαλος εγκληματικής οργανώσεως, μετείχε στην εισαγωγή, διακίνηση και πώληση σκληρών ναρκωτικών, συγκεκριμένα 300 κιλών κοκαΐνης. Η μέγιστη ποινή που προβλέπεται στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου για το αδίκημα αυτό είναι η ισόβια κάθειρξη.

12      Ο TC συνελήφθη στις Κάτω Χώρες στις 4 Απριλίου 2018. Από την ημέρα εκείνη άρχισε να τρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του OLW και στο άρθρο 17, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προθεσμία των εξήντα ημερών για την έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

13      Το αιτούν δικαστήριο, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), εξέτασε το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2018. Κατά το πέρας αυτής, διέταξε να συνεχισθεί η κράτηση του TC και παρέτεινε κατά τριάντα ημέρες την προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως περί εκτελέσεως του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Με παρεμπίπτουσα απόφαση της 14ης Ιουνίου 2018, το αιτούν δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, ανέστειλε τη διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της υποβληθείσας στις 17 Μαΐου 2018 αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως –στην υπόθεση επί της οποίας εν τω μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733)– και διευκρίνισε ότι η προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως έχει ανασταλεί από τις 14 Ιουνίου 2018 έως ότου εκδοθεί η τελευταία αυτή απόφαση.

14      Ο TC ζήτησε να ανασταλεί η κράτησή από τις 4 Ιουλίου 2018, ημερομηνία κατά την οποία είχε παρέλθει η προθεσμία των 90 ημερών από τη σύλληψή του.

15      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW, οφείλει, καταρχήν, να αναστείλει το μέτρο κρατήσεως ενόψει της παραδόσεως του εκζητούμενου προσώπου μόλις παρέλθει η προθεσμία των 90 ημερών που τάσσεται για την έκδοση οριστικής αποφάσεως για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Κατά την κρίση του, ο Ολλανδός νομοθέτης θέσπισε τη εν λόγω διάταξη, βασιζόμενος, συγκεκριμένα, στην παραδοχή ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 επιβάλλει την αναστολή αυτή.

16      Ωστόσο, όπως προκύπτει από την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474), η ανωτέρω παραδοχή είναι εσφαλμένη και δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει, βάσει διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως για εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ειδικότερα δε την υποχρέωση να υποβάλει, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού σε τέτοιου είδους υποθέσεις, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, όταν η απάντηση στην εν λόγω αίτηση είναι αναγκαία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, και την υποχρέωση να αναστείλει τη διαδικασία για την παράδοση εφόσον υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί το εκζητούμενο πρόσωπο απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα, κατά την έννοια της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198).

17      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι έχει αναπτύξει νομολογία διά της οποίας ερμηνεύει το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW σύμφωνα τόσο με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 όσο και με τον OLW, υπό την έννοια ότι αναστέλλεται η διαδικασία για την παράδοση στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Η ερμηνεία αυτή δεν αφήνει ανεφάρμοστο το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW, δεδομένου ότι αναστέλλεται η προθεσμία που τάσσεται για την έκδοση αποφάσεως σε σχέση με την παράδοση.

18      Η ως άνω ερμηνεία δεν θίγει τη δυνατότητα να διαταχθεί η αναστολή του μέτρου κρατήσεως ενόψει παραδόσεως, δυνατότητα της οποίας το αιτούν δικαστήριο κατά κανόνα κάνει χρήση, ιδίως όταν η επιβολή όρων καθιστά δυνατή τη μείωση του κινδύνου διαφυγής σε αποδεκτό επίπεδο. Εν προκειμένω, εντούτοις, υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής, ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο.

19      Ωστόσο, το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) έχει κρίνει ότι η εκτεθείσα στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW είναι εσφαλμένη, ενώ εκτιμά επίσης ότι η αυστηρή εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ) προέβη λοιπόν σε στάθμιση in abstracto μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος της έννομης τάξεως της Ένωσης –που συναρτάται με την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο και αναμονής της απαντήσεως του τελευταίου ή με την υποχρέωση αναβολής της λήψεως αποφάσεως για την παράδοση, εφόσον υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί ο καταζητούμενος στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα απάνθρωπες ή εξευτελιστικές συνθήκες κρατήσεως, και, αφετέρου, του συμφέροντος να διασφαλισθεί η τήρηση του εθνικού δικαίου, καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Το αποτέλεσμα της σταθμίσεως αυτής συνεπάγεται ότι η προθεσμία λήψεως αποφάσεως για την παράδοση πρέπει να θεωρείται ότι έχει ανασταλεί αφ’ ης στιγμής το rechtbank (πρωτοδικείο) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ή αφ’ ης στιγμής ανέστειλε τη διαδικασία για την παράδοση, εκτός εάν η συνέχιση της κρατήσεως ενόψει της παραδόσεως αντιβαίνει στο άρθρο 6 του Χάρτη.

20      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο ενέμεινε ακολούθως στη δική του ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW, η οποία, κατά την άποψή του, συνάδει προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, ερμηνεία η οποία δεν έχει, μέχρι σήμερα, καταλήξει σε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο της σταθμίσεως in abstracto στην οποία προέβη το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ).

21      Εν προκειμένω, ο TC διατείνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, με αποτέλεσμα η συνέχιση της κρατήσεως ενόψει της παραδόσεώς του να προσκρούει στο άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και στο άρθρο 6 του Χάρτη. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, ο TC ανέφερε ότι, σε προηγούμενη παρεμφερή υπόθεση, ο καταζητούμενος υπέβαλε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταγγελία κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ (υπόθεση Cernea κατά Κάτω Χωρών, προσφυγή υπ’ αριθ. 62318/16) και ότι, στην υπόθεση εκείνη, το εν λόγω κράτος μέλος προέβη σε μονομερή δήλωση σύμφωνα με την οποία είχε υπάρξει παράβαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει ωστόσο αποφανθεί ακόμη επί της συγκεκριμένης υποθέσεως.

22      Επ’ αυτού, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 της αποφάσεως της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503), η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί πράγματι το όριο της υποχρεώσεως ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας σύμφωνα με απόφαση-πλαίσιο. Επιπλέον, η κράτηση ενόψει παραδόσεως πρέπει να συνάδει προς το άρθρο 6 του Χάρτη.

23      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επομένως αν, σε περίπτωση όπως αυτή του TC, η συνέχιση της κρατήσεως ενόψει παραδόσεως αντιβαίνει στο άρθρο 6 του Χάρτη και, ειδικότερα, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου η οποία κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο.

24      Διευκρινίζει, συναφώς, ότι η νομολογία του σχετικά με την αναστολή της προθεσμίας για τη λήψη αποφάσεως περιορίζεται στα δύο είδη περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, είναι σαφής και συνεκτική και έχει δημοσιευθεί. Το ίδιο ισχύει και ως προς τη νομολογία του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ). Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί, συνεπώς, ότι ο TC μπορούσε να προβλέψει, εν ανάγκη έχοντας συμβουλευθεί τον συνήγορό του, ότι η κράτηση ενόψει της παραδόσεώς του ενδέχετο να παραταθεί πέραν των 90 ημερών από τη σύλληψή του.

25      Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η κράτηση ενόψει παραδόσεως σε περίπτωση όπως αυτή του TC αντιβαίνει στο άρθρο 6 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επιπλέον, αν πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστο το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της διατάξεως αυτής καταλήγει σε λύση αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης και είναι αδύνατη μια σύμφωνη προς το δίκαιο αυτό ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως, και αν η επιλογή αυτή αντιβαίνει αφ’ εαυτής στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στο άρθρο 6 του [Χάρτη] η συνέχιση της κρατήσεως εκζητούμενου προσώπου το οποίο είναι ύποπτο διαφυγής, όταν η διάρκεια της κρατήσεώς του υπερβαίνει τις 90 ημέρες από τη σύλληψή του, σε περίπτωση που:

–        το κράτος μέλος εκτελέσεως μετέφερε το άρθρο 17 της [αποφάσεως πλαισίου 2002/584] στο εσωτερικό του δίκαιο υπό την έννοια ότι η κράτηση του εκζητούμενου προσώπου πρέπει να αναστέλλεται πάντα μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 90 ημερών για την έκδοση οριστικής αποφάσεως σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και

–        οι δικαστικές αρχές αυτού του κράτους μέλους ερμήνευσαν το εθνικό δίκαιο υπό την έννοια ότι η προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως αναστέλλεται μόλις η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίσει να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ή να αναμείνει την απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από άλλη δικαστική αρχή εκτελέσεως ή να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως για την παράδοση λόγω πραγματικού κινδύνου απάνθρωπων ή εξευτελιστικών συνθηκών κρατήσεως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος;»

 Επί της επείγουσας διαδικασίας

27      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

28      Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι ο TC κρατείτο στις Κάτω Χώρες βάσει μόνον του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το οποίο είχε εκδώσει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ενόψει της ασκήσεως ποινικής διώξεως εις βάρος του. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναστολής του επιβληθέντος στον TC μέτρου κρατήσεως, προτού αποφανθεί το Δικαστήριο επί της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως. Εκτιμά, επομένως, ότι το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα δοθεί απάντηση από το Δικαστήριο θα έχει καθοριστική και άμεση επίπτωση στη διάρκεια της κρατήσεως του TC.

29      Διαπιστώνεται επ’ αυτού, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία εμπίπτει στους τομείς τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, περί χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή μπορεί να υπαχθεί στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

30      Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος στερείται την ελευθερία του και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Εξάλλου, η κατάσταση του ενδιαφερομένου πρέπει να εκτιμάται όπως αυτή εμφανίζεται κατά τον χρόνο εξετάσεως του αιτήματος για υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής στην επείγουσα διαδικασία (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO, C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο αυτό, αφενός, ο TC τελούσε υπό κράτηση και, αφετέρου, η διατήρηση της καταστάσεως αυτής εξαρτιόταν από την απόφαση που θα επρόκειτο να ληφθεί επί της αιτήσεώς του για αναστολή του εν λόγω μέτρου κρατήσεως, αιτήσεως για την οποία αποφασίσθηκε η αναστολή της διαδικασίας εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, στην υπό κρίση υπόθεση.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 9 Αυγούστου 2018, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

33      Τρίτον, στις 9 Οκτωβρίου 2018, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, την προηγουμένη, είχε διατάξει την αναστολή υπό όρους του επιβληθέντος εις βάρος του TC μέτρου κρατήσεως, από τις 8 Οκτωβρίου 2018 και έως την έκδοση αποφάσεως για την παράδοσή του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συγκεκριμένα, κατά τους υπολογισμούς του αιτούντος δικαστηρίου, η προθεσμία των 90 ημερών για την έκδοση αποφάσεως έληγε στις 8 Οκτωβρίου 2018, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου κατά την οποία η προθεσμία αυτή είχε ανασταλεί.

34      Επιπλέον, δεδομένου ότι η Openbaar Ministerie (εισαγγελική αρχή, Κάτω Χώρες) άσκησε έφεση κατά της από 8 Οκτωβρίου 2018 αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ) ενημέρωσε το Δικαστήριο, στις 12 Νοεμβρίου 2018, ότι είχε αναστείλει την κατ’ έφεση διαδικασία εν αναμονή της παρούσας αποφάσεως.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου έκρινε ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν έχει πλέον χαρακτήρα κατεπείγοντος από τις 8 Οκτωβρίου 2018 και ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειαζόταν να συνεχισθεί η εξέτασή της κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

36      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το υποβληθέν ερώτημα βασίζεται στις παραδοχές, πρώτον, ότι μια διαδικασία παραδόσεως, όπως η επίμαχη στη υπόθεση της κύριας δίκης, ενδέχεται να διαρκέσει άνω των 90 ημερών, ιδίως όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το υποβληθέν ερώτημα, δεύτερον, ότι η άνευ άλλου τινός υποχρέωση αναστολής του μέτρου κρατήσεως του καταζητουμένου, μόλις παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του –όπως επιβάλλεται από το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW–, δεν συνάδει προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, τρίτον, ότι τόσο η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία της διατάξεως αυτής του εθνικού δικαίου όσο και η νομολογία του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ) τείνουν να καταδείξουν ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο συνάδει προς την εν λόγω απόφαση‑πλαίσιο και, τέταρτον, ότι, παρά τις διαφορετικές νομικές τους βάσεις, οι προμνησθείσες ερμηνείες δεν έχουν καταλήξει έως σήμερα σε αποκλίνουσες αποφάσεις. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει, ενδεχομένως, να αφήσει ανεφάρμοστη τη συγκεκριμένη διάταξη του εθνικού δικαίου.

37      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση, η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό και εφόσον είναι αναγκαίο, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, ένα εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν στα ερωτήματά του γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, στο Δικαστήριο απόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε στις 8 Οκτωβρίου 2018 να αναστείλει το μέτρο κρατήσεως του TC, το δε Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ) δεν μεταρρύθμισε την απόφαση αυτή, οπότε παρέλκει η εξέταση του ζητήματος που τέθηκε στο σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, σχετικά με ενδεχόμενη μη εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW. Αντιθέτως, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο ερμηνευτικά στοιχεία χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν ερώτημα και να δοθεί απάντηση σ’ αυτό, λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών που εξετέθησαν στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως.

39      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί, αφενός, αν η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει γενική και άνευ όρων υποχρέωση απολύσεως ενός προσώπου που καταζητείται και συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μόλις παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του, οσάκις υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, και, αφετέρου, αν το άρθρο 6 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία η οποία επιτρέπει να συνεχίζεται η κράτηση του καταζητουμένου και μετά την προθεσμία αυτή των 90 ημερών, βάσει μιας ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, κατά την οποία η συγκεκριμένη προθεσμία αναστέλλεται όταν η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει είτε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είτε να αναμείνει την απάντηση επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε άλλη δικαστική αρχή εκτελέσεως είτε, ακόμη, να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως περί παραδόσεως, επειδή στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα υφίσταται ενδεχομένως πραγματικός κίνδυνος να υποστεί ο καταζητούμενος απάνθρωπες ή εξευτελιστικές συνθήκες κρατήσεως.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει ως αντικείμενο την αντικατάσταση του πολυμερούς συστήματος εκδόσεως, το οποίο βασιζόταν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957, με ένα σύστημα παραδόσεως, μεταξύ δικαστικών αρχών, των καταδικασθέντων ή υπόπτων, προς εκτέλεση αποφάσεων ή άσκηση διώξεων, σύστημα το οποίο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 κατατείνει, μέσω της καθιερώσεως ενός νέου, απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των καταδικασθέντων ή των υπόπτων για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού που έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Ο εν λόγω σκοπός περί επιταχύνσεως της δικαστικής συνεργασίας είναι εμφανής, ιδίως, όσον αφορά τις προθεσμίες για την έκδοση των σχετικών με ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποφάσεων. Επ’ αυτού, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 15 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι απαιτούν η οριστική απόφαση για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως να λαμβάνεται, κατ’ αρχήν, εντός των προθεσμιών αυτών, η σημασία των οποίων τονίζεται εξάλλου σε πλείονες διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 29 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Ωστόσο, η εκτίμηση, εκ μέρους της δικαστικής αρχής εκτελέσεως που καλείται να αποφασίσει την παράδοση του προσώπου εις βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, ότι υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί το πρόσωπο αυτό, σε περίπτωση παραδόσεως στη δικαστική αρχή που εξέδωσε το ένταλμα, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, ή να προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμά του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, το ουσιαστικό περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 83 και 88 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψεις 59 και 60 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να υπερβεί η διαδικασία παραδόσεως την προθεσμία των 90 ημερών, όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο. Παρόμοιος κίνδυνος υφίσταται επίσης όσον αφορά την επιπλέον προθεσμία που συνεπάγεται η αναστολή της διαδικασίας, εν αναμονή αποφάσεως του Δικαστηρίου επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποβληθείσας από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

44      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 12 της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφαίνεται κατά πόσον είναι σκόπιμο να συνεχισθεί η κράτηση προσώπου που συνελήφθη βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει, επίσης, ότι η προσωρινή απόλυση του προσώπου αυτού είναι δυνατή οποτεδήποτε, σύμφωνα με το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή του τελευταίου λαμβάνει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο ώστε να αποτραπεί η διαφυγή του εν λόγω προσώπου.

45      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό δεν προβλέπει γενικώς ότι η συνέχιση της κρατήσεως του καταζητουμένου είναι δυνατή μόνον εντός συγκεκριμένων χρονικών πλαισίων ούτε, ιδίως, ότι αποκλείεται μετά την πάροδο των προβλεπομένων στο άρθρο 17 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου προθεσμιών (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 44).

46      Ομοίως, καίτοι το άρθρο 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα προσωρινής απολύσεως του συλληφθέντος βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εντούτοις ούτε η διάταξη αυτή ούτε κάποια άλλη διάταξη της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι, μετά την πάροδο των προβλεπομένων στο άρθρο 17 αυτής προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί σε τέτοια προσωρινή απόλυση ή, κατά μείζονα λόγο, σε άνευ όρων απόλυση του προσώπου αυτού (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψεις 45 και 46).

47      Πράγματι, δεδομένου ότι η διαδικασία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να συνεχίζεται και μετά την πάροδο των τασσομένων στο άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προθεσμιών, τυχόν γενική και ανεπιφύλακτη υποχρέωση προσωρινής απολύσεως ή, κατά μείζονα λόγο, απολύσεως άνευ όρων του προσώπου αυτού μετά την πάροδο των εν λόγω προθεσμιών ή όταν η συνολική διάρκεια της κρατήσεως του καταζητουμένου υπερβαίνει τις προθεσμίες αυτές ενδέχεται να περιορίσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών που αυτή επιδιώκει (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 50).

48      Συνεπώς, αν η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίσει να θέσει τέρμα στην κράτηση του καταζητούμενου, σε αυτήν απόκειται, δυνάμει του άρθρου 12 και του άρθρου 17, παράγραφος 5, της προμνησθείσας αποφάσεως-πλαισίου, να συνδυάσει την προσωρινή απόλυση του προσώπου αυτού με κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο ώστε να αποτραπεί η διαφυγή του και να εξασφαλίσει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοσή του, ενόσω δεν έχει ληφθεί καμία οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 61).

49      Επομένως, οσάκις υφίσταται, όπως εν προκειμένω αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοση του καταζητούμενου προσώπου, η προσωρινή απόλυσή του ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος παραδόσεως που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και, ως εκ τούτου, να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών που αυτή επιδιώκει, δεδομένου ότι δεν θα εξασφαλίζεται πλέον ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι ανωτέρω ουσιαστικές προϋποθέσεις.

50      Εντεύθεν προκύπτει ότι η βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW υποχρέωση να αναστέλλεται σε κάθε περίπτωση το μέτρο κρατήσεως που έχει επιβληθεί στον καταζητούμενο ενόψει της παραδόσεώς του, εφόσον έχει παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του, δεν συνάδει προς τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως άλλωστε παρατήρησε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

51      Τρίτον, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία της προμνησθείσας διατάξεως του εθνικού δικαίου δεν μπορεί προφανώς να άρει την ως άνω μη συμβατότητα σε όλες τις περιπτώσεις, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, μολονότι εκτίμησε ρητώς, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ότι υφίστατο πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του TC, μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοσή του, εντούτοις διέταξε την υπό όρους αναστολή του εις βάρους του TC επιβληθέντος μέτρου κρατήσεως από τις 8 Οκτωβρίου 2018, διότι, κατά τους υπολογισμούς του, η προθεσμία των 90 ημερών για τη λήψη αποφάσεως έληγε την ημερομηνία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου αναστολής της προθεσμίας.

52      Περαιτέρω, παρότι η νομολογία του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ) μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα την προσωρινή απόλυση ενός καταζητουμένου, παρά το γεγονός ότι υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοση του προσώπου αυτού, η νομολογία αυτή δεν καθιστά δυνατή την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW κατά τρόπο συμβατό με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

53      Τέλος, υπογραμμίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η αναστολή της προθεσμίας για τη λήψη οριστικής αποφάσεως σε σχέση με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως επιτρέπεται μόνον εφόσον τηρούνται οι υποχρεώσεις ενημερώσεως που υπέχει η δικαστική αρχή εκτελέσεως ιδίως από το άρθρο 17, παράγραφοι 4 και 7, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

54      Τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584 προβλέπει ρητώς ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρεώσεως σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΕΕ και αντανακλώνται στον Χάρτη, υποχρέωση η οποία, επιπροσθέτως, αφορά όλα τα κράτη μέλη, και δη τόσο το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος όσο και το εκείνο της εκτελέσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Το άρθρο 12 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 6 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 54).

56      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη επιτρέπει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 37).

57      Στον βαθμό δε που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε εκείνα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς να θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη, πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ως όριο ελάχιστης προστασίας (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 37, καθώς και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, K, C‑18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Συναφώς, από τη σχετική με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι κάθε περιορισμός της ελευθερίας πρέπει να είναι νόμιμος, υπό την έννοια όχι μόνον ότι πρέπει να έχει νομική βάση στην εθνική νομοθεσία, αλλά, επίσης, ότι η τελευταία πρέπει να είναι αρκούντως προσβάσιμη, σαφής και προβλέψιμη στην εφαρμογή της, ούτως ώστε να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, ο σκοπός των εγγυήσεων υπέρ της ελευθερίας, όπως αυτές κατοχυρώνονται τόσο στο άρθρο 6 του Χάρτη όσο και στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, συνίσταται κυρίως στην προστασία του ατόμου έναντι της αυθαιρεσίας. Επομένως, για να είναι σύμφωνη η εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας με τον σκοπό αυτό, πρέπει, ιδίως, να είναι απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο κακοπιστίας ή αθέμιτων ενεργειών εκ μέρους των αρχών (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η κράτηση του καταζητούμενου προσώπου πέραν των 90 ημερών συνιστά σοβαρή προσβολή του δικαιώματός του στην ελευθερία και, για τον λόγο αυτόν, υπόκειται στην τήρηση αυστηρών εγγυήσεων, δηλαδή να στηρίζεται σε νομική βάση που να την δικαιολογεί, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις περί σαφήνειας, σαφήνειας και προσβασιμότητας, ούτως ώστε να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο OLW αποτελεί τη νομική βάση, στην ολλανδική έννομη τάξη, του μέτρο κρατήσεως που προβλέπει το άρθρο 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ότι η εθνική αυτή νομοθεσία, η νομοθεσία της Ένωσης καθώς και η σχετική νομολογία είναι ελεύθερα προσβάσιμες και ότι δεν υφίσταται καμία ένδειξη ως προς το ότι η εθνική αυτή νομοθεσία εφαρμόζεται αυθαίρετα. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί μόνον αν η εν λόγω εθνική νομοθεσία φέρει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με τη διάρκεια της κρατήσεως, στις Κάτω Χώρες, ενός προσώπου, όπως ο TC, εν αναμονή της παραδόσεώς του στο πλαίσιο εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

62      Επ’ αυτού, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, κατά το άρθρο 12 της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584, οσάκις ένα πρόσωπο συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να συνεχισθεί η κράτησή του σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, η δε προσωρινή απόλυση του προσώπου αυτού είναι δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους λαμβάνει κάθε μέτρο που κρίνει αναγκαίο ώστε να αποτραπεί η διαφυγή του.

63      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, από την προμνησθείσα στις σκέψεις 54 και 55 αυτής νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, όταν υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής, μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοση του καταζητουμένου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, η απόλυση, έστω και προσωρινή, του τελευταίου για το γεγονός και μόνον ότι παρήλθε διάστημα 90 ημερών από την ημερομηνία συλλήψεώς του δεν είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

64      Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, στις σκέψεις 57 έως 59 της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan (C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474), τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η παράταση της κρατήσεως του καταζητουμένου πέραν των προθεσμιών του άρθρου 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 και έως την πραγματική παράδοση του προσώπου αυτού.

65      Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης, όπως ερμηνεύθηκε στην ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου, θέτει σαφείς και προβλέψιμους κανόνες σχετικά με τη διάρκεια της κρατήσεως του καταζητούμενου προσώπου.

66      Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW θεσπίζει και αυτό έναν σαφή και προβλέψιμο κανόνα, καθόσον προβλέπει ότι το μέτρο κρατήσεως του καταζητουμένου αναστέλλεται, κατ’ αρχήν, ipso facto εκ του γεγονότος και μόνον ότι παρήλθε χρονικό διάστημα 90 ημερών από τη σύλληψή του. Πλην όμως, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας αποφάσεως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αντιτίθεται σε ένα τέτοιο σύστημα.

67      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της αποφάσεως-πλαισίου συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, υπέχουν υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, τα δικαστήρια αυτά οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οικείας αποφάσεως‑πλαισίου, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει. Η εν λόγω υποχρέωση ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα προς το δίκαιο της Ένωσης είναι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον, βάσει αυτής, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski, C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας επιβάλλει, ιδίως, στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας αποφάσεως-πλαισίου και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski, C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Επομένως, εν προκειμένω, ήταν επίσης σαφές και προβλέψιμο, και μάλιστα πολύ πριν από την έναρξη της κύριας δίκης, ότι το αιτούν δικαστήριο, όπως και το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ), όφειλαν να πράξουν ό,τι ήταν δυνατό εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ερμηνεύοντας το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW και την προβλεπόμενη σ’ αυτό υποχρέωση προσωρινής απολύσεως σύμφωνα προς τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο.

70      Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 51 και 52 της παρούσας αποφάσεως, οι ερμηνείες της διατάξεως αυτής του εθνικού δικαίου στις οποίες προβαίνουν το αιτούν δικαστήριο, καθώς και το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ), προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συγκεκριμένη διάταξη συνάδει προς την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της τελευταίας. Ειδικότερα, με την ερμηνεία την οποία προέκρινε το αιτούν δικαστήριο δεν κατέστη δυνατόν να διασφαλιστεί, εν προκειμένω, η συμβατότητα του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584.

71      Τέλος, όσον αφορά τις περιστάσεις που υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ήτοι ότι τόσο η δική του ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 4, του OLW όσο και η νομολογία του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ) είναι, κατ’ αρχάς, σαφείς και προβλέψιμες, βασίζονται, περαιτέρω, σε διαφορετικούς νομικούς συλλογισμούς και μπορούν, τέλος, μολονότι τούτο δεν έχει ακόμη συμβεί, να καταλήξουν σε αποκλίνουσες αποφάσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα.

72      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, το αιτούν δικαστήριο και το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ) δεν λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη την ίδια χρονική αφετηρία, προκειμένου να υπολογίσουν την περίοδο αναστολής της προθεσμίας εντός της οποίας τα δικαστήρια αυτά πρέπει να αποφανθούν επί της παραδόσεως του καταζητουμένου, οπότε η ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας των 90 ημερών ενδέχεται να διαφέρει για καθένα από τα δικαστήρια αυτά, με συνέπεια να διαφέρει και η διάρκεια συνεχίσεως της κρατήσεως.

73      Πράγματι, ενώ, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διέταξε την αναστολή της προθεσμίας των 90 ημερών με ισχύ από τις 14 Ιουνίου 2018, όπως προκύπτει από τη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως, κατά την προσέγγιση του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ), η εν λόγω αναστολή άρχισε να ισχύει στις 17 Μαΐου 2018, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαστήριο φρονεί ότι η προθεσμία αναστέλλεται αφ’ ης στιγμής επιληφθεί το Δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που είναι κρίσιμη για την υπόθεση της κύριας δίκης.

74      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αποκλίνουσες αυτές προσεγγίσεις εντάσσονται εντός ενός νομικού πλαισίου το οποίο χαρακτηρίζεται από την αντίθεση διατάξεως του εθνικού δικαίου προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, καθόσον, αφενός, η ερμηνεία της διάταξης αυτής ενδέχεται να έχει ως συνέπεια την απόλυση ενός καταζητούμενου προσώπου, μολονότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής μη δυνάμενος να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική παράδοση του προσώπου αυτού, και, αφετέρου, οι αποκλίνουσες ερμηνείες της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου στις οποίες προβαίνουν τα εθνικά δικαστήρια, προκείμενου να διασφαλίσουν τη συμβατότητά της με την απόφαση-πλαίσιο, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της τελευταίας.

75      Εντεύθεν συνάγεται ότι, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, πρόσωπα που συλλαμβάνονται στις Κάτω Χώρες ενόψει της παραδόσεώς τους, όπως ο TC, βρίσκονται αντιμέτωπα με διατάξεις του εθνικού δικαίου, ήτοι το άρθρο 22, παράγραφος 4, του OLW, και του δικαίου της Ένωσης, ήτοι τα άρθρα 12 και 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, οι οποίες δεν είναι συμβατές μεταξύ τους, καθώς και αντιμέτωπα με αποκλίσεις της εθνικής νομολογίας όσον αφορά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης.

76      Υπό τις ως άνω συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εξαιτίας των αποκλίσεων που παρουσιάζουν η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία και η νομολογία του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ), δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί με τη σαφήνεια και την προβλεψιμότητα που απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή υπομνήσθηκε στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως, πόσο μπορεί να διαρκέσει η συνέχιση της κρατήσεως, στις Κάτω Χώρες, ενός καταζητούμενου προσώπου βάσει ευρωπαϊκού διατάγματος συλλήψεως που έχει εκδοθεί εις βάρος του.

77      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:

–        η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει γενική και άνευ όρων υποχρέωση απολύσεως του προσώπου που καταζητείται και συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, μόλις παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του, εφόσον υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων, και ότι

–        το άρθρο 6 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία επιτρέπεται η συνέχιση της κρατήσεως του καταζητούμενου προσώπου και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 90 ημερών, βάσει μιας ερμηνείας της διατάξεως αυτής του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται οσάκις η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει είτε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είτε να αναμείνει την απάντηση επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε άλλη δικαστική αρχή εκτελέσεως, είτε, ακόμη, να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως σε σχέση με την παράδοση, επειδή στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα υφίσταται ενδεχομένως υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί ο καταζητούμενος απάνθρωπες ή εξευτελιστικές συνθήκες κρατήσεως, καθόσον η νομολογία αυτή δεν διασφαλίζει τη συμβατότητα της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, προκύπτουν δε από αυτήν αποκλίσεις δυνάμενες να έχουν ως συνέπεια διαφορετική διάρκεια συνεχίσεως της κρατήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει γενική και άνευ όρων υποχρέωση απολύσεως του προσώπου που καταζητείται και συλλαμβάνεται βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, μόλις παρέλθει προθεσμία 90 ημερών από τη σύλληψή του, εφόσον υφίσταται πολύ σοβαρός κίνδυνος διαφυγής του, ο οποίος δεν μπορεί να μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο διά της επιβολής καταλλήλων μέτρων.

Το άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία επιτρέπεται η συνέχιση της κρατήσεως του καταζητούμενου προσώπου και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 90 ημερών, βάσει μιας ερμηνείας της διατάξεως αυτής του εθνικού δικαίου σύμφωνα με την οποία η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται οσάκις η δικαστική αρχή εκτελέσεως αποφασίζει είτε να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είτε να αναμείνει την απάντηση επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε άλλη δικαστική αρχή εκτελέσεως, είτε, ακόμη, να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως σε σχέση με την παράδοση, επειδή στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα υφίσταται ενδεχομένως υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί ο καταζητούμενος απάνθρωπες ή εξευτελιστικές συνθήκες κρατήσεως, καθόσον η νομολογία αυτή δεν διασφαλίζει τη συμβατότητα της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, προκύπτουν δε από αυτήν αποκλίσεις δυνάμενες να έχουν ως συνέπεια διαφορετική διάρκεια συνεχίσεως της κρατήσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.