Language of document : ECLI:EU:C:2018:648

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 7ης Αυγούστου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Άρθρα 64, 65 και 67 – Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 – Άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5 – Εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων – Εποπτικές και κυρωτικές εξουσίες – Όρια για μεγάλα ανοίγματα – Ρύθμιση κράτους μέλους προβλέπουσα την επιβολή τόκων σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων αυτών– Κανονισμός (ΕΕ) 468/2014 – Άρθρο 48 – Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των εθνικών αρχών – Εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις»

Στην υπόθεση C-52/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Φεβρουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

VTB Bank (Austria) AG

κατά

Finanzmarktaufsichtsbehörde,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η VTB Bank (Austria) AG, εκπροσωπούμενη από τον M. Fellner, Rechtsanwalt,

–        η Finanzmarktaufsichtsbehörde, εκπροσωπούμενη από τους P. Wanek και C. Schaden,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον K.-P. Wojcik και την A. Steiblytė,

–        η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τους R. Bax και K. Lackhoff,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 64 και του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), του άρθρου 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), καθώς και του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VTB Bank (Austria) AG (στο εξής: VTB) και της Finanzmarktaufsichtsbehörde (εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών αγορών, Αυστρία) (στο εξής: FMA) σχετικά με την επιβολή από την FMA αντισταθμιστικών τόκων λόγω υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2013/36

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 41 της οδηγίας 2013/36 έχουν ως εξής:

«(2)      […] Η παρούσα οδηγία θα πρέπει […] να νοείται σε συνδυασμό με τον [κανονισμό 575/2013] και θα πρέπει να συγκροτεί, από κοινού με τον εν λόγω κανονισμό, το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.

[…]

(41)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, ώστε να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος επιλογών μετά από παράβαση και να συνδράμει στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως διοικητικών κυρώσεων ή ως άλλων διοικητικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν επιπλέον κυρώσεις πέραν των προβλεπόμενων στην παρούσα οδηγία και υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων από τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία.»

4        Κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, η οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων από τις αρμόδιες αρχές.

5        Το άρθρο 64 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εποπτικές εξουσίες για να παρεμβαίνουν στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, περιλαμβανομένων ειδικότερα του δικαιώματος ανάκλησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 18, των εξουσιών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 102 και των εξουσιών που ορίζονται στα άρθρα 104 και 105.

2.      Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εποπτικές τους εξουσίες και τις εξουσίες τους για την επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)      άμεσα,

β)      σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ)      υπό την ευθύνη τους με ανάθεση καθηκόντων στις εν λόγω αρχές,

δ)      κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.»

6        Το άρθρο 65, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 64 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας και του [κανονισμού 575/2013], λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.»

7        Το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιαʹ, της οδηγίας 2013/36 ορίζει τα ακόλουθα:

«Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει ο,τιδήποτε από τα ακόλουθα:

[…]

ια)      ένα ίδρυμα παρουσιάζει χρηματοδοτικό άνοιγμα πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 395 του [κανονισμού 575/2013]».

8        Το άρθρο 67, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 67, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα προβλεπόμενα στην εν λόγω παράγραφο 2, στοιχεία αʹ έως ζʹ.

 Ο κανονισμός 575/2013

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 9 του κανονισμού 575/2013 έχουν ως εξής:

«(5)      Ο παρών κανονισμός και η [οδηγία 2013/36] θα πρέπει μαζί να θέτουν το νομικό πλαίσιο που θα διέπει την πρόσβαση σε δραστηριότητες, το εποπτικό πλαίσιο και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων […]. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συνδυάζεται με την εν λόγω οδηγία.

[…]

(9)      Για λόγους ασφάλειας δικαίου και εξαιτίας της ανάγκης για ίσους όρους ανταγωνισμού εντός της Ένωσης, ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά αποτελεί καίριο στοιχείο για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και της καταχρηστικής επιλογής ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, οι ελάχιστες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση. Κατά συνέπεια, οι μεταβατικές περίοδοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι απαραίτητες για την εύρυθμη εφαρμογή του και για την αποφυγή της αβεβαιότητας στις αγορές.»

10      Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην [οδηγία 2013/36].»

11      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ως «πιστωτικό ίδρυμα» την «επιχείρηση, της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό».

12      Το άρθρο 395 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Όρια για μεγάλα ανοίγματα», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 5, τα εξής:

«1.      Ένα ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του. Εφόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Εάν το ποσό των 150 εκατ. ευρώ είναι υψηλότερο από το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, η αξία του ανοίγματος, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403, δεν υπερβαίνει ένα εύλογο όριο όσον αφορά το αποδεκτό κεφάλαιο του ιδρύματος. Το σχετικό όριο προσδιορίζεται από το ίδρυμα σύμφωνα με τις πολιτικές και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 81 της [οδηγίας 2013/36], για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του κινδύνου συγκέντρωσης. Το εν λόγω όριο δεν υπερβαίνει το 100 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια [ευρώ] και ενημερώνουν σχετικά την [Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ)] και την Επιτροπή.

[…]

5.      Η υπέρβαση των ορίων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για τα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)      το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα έναντι του εν λόγω πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με το αποδεκτό κεφάλαιο, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,

β)      το ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την υπέρβαση σε συνάρτηση με το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 397 και 398,

γ)      σε περίπτωση παρέλευσης δέκα το πολύ ημερών από την πραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών έναντι του συγκεκριμένου πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος,

δ)      οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος.

Σε κάθε περίπτωση υπέρβασης του ορίου, το ίδρυμα γνωστοποιεί αμέσως στις αρμόδιες αρχές το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη και, κατά περίπτωση, το όνομα της ομάδας των ενδιαφερόμενων συνδεδεμένων πελατών.»

 Ο κανονισμός ΕΕΜ

13      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63, στο εξής: κανονισμός ΕΕΜ), ορίζει τα εξής:

«Η ΕΚΤ αναλαμβάνει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό στις 4 Νοεμβρίου 2014 με την επιφύλαξη των εκτελεστικών ρυθμίσεων και μέτρων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.»

 Ο κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ

14      Η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ έχει ως εξής:

«[…] ο παρών κανονισμός αναπτύσσει περαιτέρω και εξειδικεύει τις διαδικασίες που θεσπίζει ο κανονισμός ΕΕΜ για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των [εθνικών αρμοδίων αρχών (ΕΑΑ)] εντός του [ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ)] και, κατά περίπτωση, για τη συνεργασία με τις εθνικές εντεταλμένες αρχές, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ.»

15      Το άρθρο 2, σημείο 16, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ ορίζει ότι ως «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα» νοείται η «α) σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κράτους μέλους της ζώνης του ευρώ και β) σημαντική εποπτευόμενη οντότητα συμμετέχοντος κράτους μέλους εκτός ζώνης ευρώ».

16      Το άρθρο 2, σημείο 25, του κανονισμού αυτού ορίζει την «εποπτική διαδικασία ΕΑΑ» ως εξής:

«κάθε δραστηριότητα ΕΑΑ που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της έκδοσης εποπτικής απόφασης από την ΕΑΑ, με αποδέκτη μία ή περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες ή εποπτευόμενους ομίλους ή λοιπά πρόσωπα, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων επιβολής διοικητικών προστίμων».

17      Το άρθρο 48, παράγραφοι 1 και 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση που επίκειται μεταβολή στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και μιας ΕΑΑ, η αρχή της οποίας η αρμοδιότητα πρόκειται να παύσει (εφεξής η “αρχή που καθίσταται αναρμόδια”) ενημερώνει την αρχή η οποία καθίσταται αρμόδια (εφεξής η “διάδοχη εποπτική αρχή”) για κάθε εποπτική διαδικασία που κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης. Η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες αμέσως μόλις λάβει γνώση της επικείμενης μεταβολής αρμοδιοτήτων. Η ίδια παρέχει σε συνεχή βάση, και κατά κανόνα μηνιαίως, κάθε νέα πληροφορία που είναι άξια αναφοράς σχετικά με ορισμένη εποπτική διαδικασία. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις η διάδοχη εποπτική αρχή μπορεί να επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών σε λιγότερο συχνή βάση. Για τους σκοπούς των άρθρων 48 και 49, με τον όρο “εποπτική διαδικασία” νοείται εποπτική διαδικασία της ΕΚΤ ή εποπτική διαδικασία ΕΑΑ.

Πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια επικοινωνεί χωρίς περιττή καθυστέρηση με τη διάδοχη εποπτική αρχή μετά την κίνηση, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, τυχόν νέας εποπτικής διαδικασίας που απαιτεί την έκδοση απόφασης.

[…]

3.      Σε περίπτωση που μια εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και απαιτεί την έκδοση απόφασης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία μεταβολής στην άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παραμένει αρμόδια για την ολοκλήρωση της εκκρεμούς εποπτικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό διατηρεί και όλες τις σχετικές εξουσίες έως ότου ολοκληρωθεί η εποπτική διαδικασία, ολοκληρώνει δε την εκκρεμή εποπτική διαδικασία σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο και με βάση τις εξουσίες που έχει διατηρήσει. H ίδια αρχή, προτού λάβει οποιαδήποτε απόφαση στο πλαίσιο εποπτικής διαδικασίας η οποία ήταν εκκρεμής πριν από τη μεταβολή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων, ενημερώνει τη διάδοχη εποπτική αρχή στην οποία παρέχει αντίγραφο της ληφθείσας απόφασης και κάθε σχετικό έγγραφο.»

18      Το άρθρο 149, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«Εκτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΚΤ, εάν ορισμένη ΕΑΑ κινήσει εποπτικές διαδικασίες πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014 για τις οποίες αρμόδια καθίσταται η ΕΚΤ βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 48.»

 Το αυστριακό δίκαιο

19      Το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του Bankwesengesetz (νόμου περί του τραπεζικού συστήματος), όπως ισχύει στη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: BWG), ορίζει τα εξής:

«(1)      [Η FMA] οφείλει να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα […] τόκους επί των κατωτέρω ποσών:

[…]

4.      το ποσό υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα κατ’ άρθρον 395, παράγραφος 1, του [κανονισμού 575/2013] τοκίζεται με ετήσιο επιτόκιο 2 % για 30 ημέρες, εξαιρουμένων των περιπτώσεων λήψεως μέτρων εποπτείας δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 2, ή υπερχρεώσεως του πιστωτικού ιδρύματος.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Η VTB είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Αυστρία το οποίο, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, έχει χαρακτηριστεί από την ΕΚΤ ως «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 16, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

21      Με δύο αποφάσεις τις οποίες εξέδωσε στις 30 Οκτωβρίου 2014 και στις 11 Μαΐου 2015, η FMA επέβαλε στη VTB, βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG, την καταβολή αντισταθμιστικών τόκων λόγω υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

22      Ειδικότερα, με την πρώτη απόφαση, η FMA επέβαλε στη VTB τόκους ύψους 94 951,41 ευρώ, λόγω υπερβάσεως του ισχύοντος ορίου ανοίγματος η οποία έλαβε χώρα κατά τους μήνες Μάρτιο έως Σεπτέμβριο του 2014. Η απόφαση αυτή στηριζόταν στις από 3 Απριλίου, 7 Ιουλίου και 8 Οκτωβρίου 2014 δηλώσεις υπερβάσεως της VTB.

23      Με τη δεύτερη απόφαση, η FMA επέβαλε στη VTB την καταβολή αντισταθμιστικών τόκων ύψους 28 278,57 ευρώ λόγω υπερβάσεως του ισχύοντος ορίου ανοίγματος η οποία αφορούσε τον μήνα Οκτώβριο του 2014. Η απόφαση αυτή στηριζόταν στην από 3 Νοεμβρίου 2014 δήλωση υπερβάσεως της VTB.

24      Στις 3 Ιουνίου 2015, η VTB άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία), προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως της FMA της 11ης Μαΐου 2015.

25      Η VTB υποστηρίζει ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των τόκων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, το οποίο προβλέπει τα όρια ανοίγματος τα οποία μπορούν να αναλάβουν τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι επιχειρήσεις επενδύσεων έναντι των πελατών τους, πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να παρεκκλίνουν από τα όρια ανοίγματος που θεσπίζονται με το άρθρο 395, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

26      Η FMA υποστηρίζει ότι η επιβολή τόκων, δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG, δεν συνιστά κύρωση ή μέτρο καταναγκασμού κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, αλλά μάλλον μέτρο οικονομικής πολιτικής προβλεπόμενο από το εθνικό δίκαιο του ανταγωνισμού.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι ο χαρακτηρισμός αυτός των επιβληθέντων με την απόφαση της 11ης Μαΐου 2015 τόκων συνάδει με την πάγια νομολογία του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία), το οποίο χαρακτηρίζει την επιβολή των τόκων λόγω υπερβάσεως των ορίων για μεγάλα ανοίγματα ως μέτρο του οικονομικού δικαίου, βασιζόμενο στο δίκαιο του ανταγωνισμού και μη ποινικής φύσεως, το οποίο επιδιώκει την κατ’ αποκοπήν εξάλειψη του πραγματικού ή δυνητικού πλεονεκτήματος που αποκομίζεται λόγω παράνομης υπερβάσεως των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

28      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ερμηνεία της φράσεως «εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις», κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, ως προς την υπέρβαση των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του μηνός Οκτωβρίου του 2014, μπορούσε να θεωρηθεί ότι κινήθηκε προληπτική εποπτική διαδικασία «σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014, είτε βάσει της από 3 Νοεμβρίου 2014 δηλώσεως υπερβάσεως της VTB είτε λόγω της υπάρξεως προηγούμενων διαδικασιών, που είχαν ήδη περατωθεί από την FMA για παρόμοιες παραβάσεις.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης (ειδικότερα […] τα άρθρα 64 ή 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36) σε περίπτωση επιβολής τόκων [με απόφαση της εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών αγορών] δυνάμει νομοθετικής ρυθμίσεως κράτους μέλους, η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα κατ’ άρθρο 395, παράγραφος 1, του [κανονισμού 575/2013], επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι επί του ποσού της υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα, εφαρμοζομένου προς τούτο ετήσιου επιτοκίου 2 % για 30 ημέρες;

2)      Προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης (ειδικότερα στο άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του [κανονισμού 575/2013]) εθνική ρύθμιση, όπως εκείνη που περιλαμβανόταν στο άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του [BWG], σε περίπτωση που, παρά την πλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 5, επιβάλλονται (αντισταθμιστικοί) τόκοι λόγω παραβάσεως του άρθρου 395, παράγραφος 1;

3)      Έχει το άρθρο 48, παράγραφος 3, του (κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ) την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται “εποπτική διαδικασία η οποία κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις” ήδη από τότε που επιχείρηση υπέβαλε γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή [των χρηματοπιστωτικών αγορών] ή στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη εκδοθεί απόφαση της εποπτικής αρχής [των χρηματοπιστωτικών αγορών] στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας για παρόμοιες παραβάσεις προγενέστερων περιόδων;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

30      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 64 και το άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, καθώς και το άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 575/2013 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος που προβλέπονται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, επιβάλλονται άνευ ετέρου αντισταθμιστικοί τόκοι σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και αν το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού βάσει των οποίων παρέχεται στο ίδρυμα η δυνατότητα να υπερβεί τα εν λόγω όρια.

31      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2013/36 και από την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 575/2013, ότι η οδηγία και ο κανονισμός, που πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό, συνιστούν το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει, μεταξύ άλλων, την εποπτεία και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

32      Το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο περιλαμβάνεται στους κανόνες αυτούς, και ιδίως στους κανόνες για τα «μεγάλα ανοίγματα» τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 387 του κανονισμού 575/2013, να παρακολουθούν και να ελέγχουν, απαγορεύει στα εν λόγω ιδρύματα να αναλαμβάνουν άνοιγμα έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου τους. Ωστόσο, το άρθρο 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων ανοίγματος που προβλέπονται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

33      Στη συνέχεια, πρέπει να τονισθεί ότι, για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές έχουν, δυνάμει του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/36, τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που προβλέπει η οδηγία αυτή.

34      Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της οδηγίας αυτής και του κανονισμού 575/2013, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή των ανωτέρω κυρώσεων και διοικητικών μέτρων.

35      Από την αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι η θέσπιση διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων θα πρέπει να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος επιλογών μετά από παράβαση των κανόνων της Ένωσης και να συνδράμει στην αποτροπή νέων παραβάσεων.

36      Τέλος, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχείο κʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 395 του κανονισμού 575/2013, διασφαλίζουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, όσα αναφέρονται στα στοιχεία αʹ έως ζʹ της εν λόγω παραγράφου 2.

37      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, όπως υποστηρίζει η FMA, η επιβολή τόκων στη VTB, δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG, αποτελεί μέτρο εθνικής οικονομικής πολιτικής μη έχον τον χαρακτήρα κυρώσεως, το οποίο ουδόλως συνδέεται με τα άρθρα 64 και 65 της οδηγίας 2013/36, αλλά επιδιώκει μόνον την εξάλειψη πλεονεκτήματος το οποίο αποκτήθηκε αδικαιολογήτως λόγω παραβάσεως κανόνα προληπτικής εποπτείας. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η FMA υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση δεν διέπεται από το άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 575/2013.

38      Ωστόσο, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG προβλέπει ρητώς ότι οι εν λόγω τόκοι πρέπει να επιβάλλονται από την FMA με επιτόκιο 2 % επί της υπερβάσεως των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα «κατ’ άρθρον 395, παράγραφος 1 του [κανονισμού 575/2013]».

39      Εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, η VTB υπερέβη τα εν λόγω όρια στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, και με την επιφύλαξη της τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, διασφαλίζουν την επιβολή, τουλάχιστον, των διοικητικών κυρώσεων και των άλλων διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 67, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως ζʹ, της οδηγίας 2013/36.

40      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, στο πλαίσιο της αναλύσεως των μέτρων δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «διοικητικό μέτρο» την υποχρέωση επιστροφής οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω μη σύννομης πρακτικής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Județul Neamț και Județul Bacău, C-260/14 και C-261/14, EU:C:2016:360, σκέψεις 50 και 51).

41      Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 575/2013, προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς και η καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας, οι ελάχιστες προληπτικές απαιτήσεις κατά το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να εξασφαλίζουν μέγιστη εναρμόνιση. Έτσι, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα όχι μέτρο προβλεπόμενο από την εθνική τους νομοθεσία αλλά διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

42      Στις περιπτώσεις αυτές, οι αντισταθμιστικοί τόκοι που προβλέπονται στο άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG πρέπει να χαρακτηριστούν ως διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

43      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό αυτό, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι επίμαχοι τόκοι δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36.

44      Πράγματι, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ο κατάλογος αυτός δεν είναι εξαντλητικός. Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία για τη διασφάλιση της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και του κανονισμού 575/2013.

45      Δεύτερον, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και τα οποία το αιτούν δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η VTB πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 395, παράγραφος 5, του κανονισμού 575/2013, υπό τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβούν τα όρια ανοίγματος έναντι των πελατών που προβλέπει το άρθρο 395, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

46      Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 59 των προτάσεών του, η προβλεπόμενη στο άρθρο 395 του κανονισμού 575/2013 κατάσταση κατά την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν, δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36, διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα, είναι εκείνη που προκύπτει από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 5 του εν λόγω άρθρου 395.

47      Κατά συνέπεια, εθνική διάταξη όπως το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 4, του BWG, η οποία προβλέπει την άνευ ετέρου επιβολή σε πιστωτικό ίδρυμα αντισταθμιστικών τόκων σε περιπτώσεις υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος που θεσπίζει το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, χωρίς, όμως, να προβλέπει δυνατότητα εξακριβώσεως της πληρώσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 395, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 64 και το άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, καθώς και το άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 575/2013 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος που προβλέπονται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, επιβάλλονται άνευ ετέρου αντισταθμιστικοί τόκοι σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και αν το ίδρυμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, υπό τις οποίες παρέχεται σε πιστωτικό ίδρυμα η δυνατότητα να υπερβεί τα εν λόγω όρια.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

49      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ έχει την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κινηθεί προληπτική εποπτική διαδικασία σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην εθνική εποπτική αρχή την υπέρβαση των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 ή όταν η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας η οποία αφορά παρόμοιες παραβάσεις.

50      Σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ ανέλαβε, από 4ης Νοεμβρίου 2014, τα εποπτικά καθήκοντα επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που της ανατίθενται με τον εν λόγω κανονισμό, στο πλαίσιο του ΕΕΜ.

51      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, ο κανονισμός αυτός αναπτύσσει περαιτέρω και εξειδικεύει τις διαδικασίες που θεσπίζει ο κανονισμός ΕΕΜ για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών εντός του ΕΕΜ, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του μηχανισμού αυτού.

52      Το άρθρο 2, σημείο 25, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ ορίζει την εποπτική διαδικασία εθνικής αρμόδιας αρχής ως κάθε δραστηριότητα εθνικής αρμόδιας αρχής που αποσκοπεί στην προπαρασκευή της εκδόσεως εποπτικής αποφάσεως από την αρχή αυτή.

53      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 149 του κανονισμού αυτού, εάν ορισμένη εθνική αρμόδια αρχή κινήσει, πριν από την 4η Νοεμβρίου 2014, προληπτικές εποπτικές διαδικασίες για τις οποίες αρμόδια καθίσταται η ΕΚΤ βάσει του κανονισμού ΕΕΜ, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 48 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

54      Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι, σε περίπτωση που μια προληπτική εποπτική διαδικασία η οποία «κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» και απαιτεί την έκδοση αποφάσεως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από την ημερομηνία μεταβολής στην άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων, η αρχή που καθίσταται αναρμόδια παραμένει αρμόδια για την ολοκλήρωση της εκκρεμούς εποπτικής διαδικασίας.

55      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η απόφαση της FMA της 11ης Μαΐου 2015, σχετικά με την υπέρβαση από τη VTB των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, κατά τη διάρκεια του μηνός Οκτωβρίου του 2014, στηριζόταν σε δήλωση υπερβάσεως στην οποία προέβη το εν λόγω ίδρυμα στις 3 Νοεμβρίου 2014, δηλαδή την παραμονή της μεταβιβάσεως των αρμοδιοτήτων από την FMA στην ΕΚΤ. Από την εν λόγω δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε έπειτα από άλλη διαδικασία κινηθείσα από την FMA λόγω υπερβάσεως από τη VTB των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα, η οποία περατώθηκε με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2014.

56      Ωστόσο, πρώτον, από το άρθρο 2, σημείο 25, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ προκύπτει ότι μόνο διαδικασία κινηθείσα από την εθνική αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρηθεί εποπτική διαδικασία υπό την έννοια της διατάξεως αυτής. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τυχόν ενέργειες πιστωτικού ιδρύματος εμπίπτουν στην εποπτική διαδικασία υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

57      Άλλωστε, όπως διαπιστώνει και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 89 των προτάσεών του, η φράση «σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ αναφέρεται σε ρητή απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, όποιοι και αν είναι οι πραγματικοί λόγοι, όπως η γνωστοποίηση από πλευράς του εποπτευόμενου πιστωτικού ιδρύματος, που οδήγησαν στην τυπική λήψη μιας τέτοιας αποφάσεως.

58      Κατά συνέπεια, η απλή γνωστοποίηση εκ μέρους της VTB, με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 2014, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι «κινήθηκε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις» προληπτική εποπτική διαδικασία από την FMA κατά την ημερομηνία αυτή.

59      Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 2, σημείο 25, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, σκοπός της εποπτικής διαδικασίας εθνικής αρμόδιας αρχής είναι η προπαρασκευή της εκδόσεως εποπτικής αποφάσεως. Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η διαδικασία για τις υπερβάσεις που σημειώθηκαν μεταξύ των μηνών Μαρτίου και Σεπτεμβρίου του 2014 περατώθηκε με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2014 και, επομένως, πριν από την δήλωση επί της οποίας στηρίχθηκε η διαδικασία την οποία κίνησε η FMA, η οποία διακρίνεται από την πρώτη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως της 11ης Μαΐου 2015.

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προληπτική εποπτική διαδικασία έχει κινηθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ούτε όταν πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην εθνική εποπτική αρχή την υπέρβαση των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 ούτε όταν η αρχή αυτή έχει ήδη εκδώσει απόφαση στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας η οποία αφορά παρόμοιες παραβάσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 64 και το άρθρο 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, καθώς και το άρθρο 395, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση υπερβάσεως των ορίων ανοίγματος που προβλέπονται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, επιβάλλονται άνευ ετέρου αντισταθμιστικοί τόκοι σε πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και αν το ίδρυμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 395, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, υπό τις οποίες παρέχεται σε πιστωτικό ίδρυμα η δυνατότητα να υπερβεί τα εν λόγω όρια.

2)      Το άρθρο 48, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ), έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προληπτική εποπτική διαδικασία έχει κινηθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ούτε όταν το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην εθνική εποπτική αρχή την υπέρβαση των ορίων του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 ούτε όταν η αρχή αυτή έχει ήδη εκδώσει απόφαση στο πλαίσιο παράλληλης διαδικασίας η οποία αφορά παρόμοιες παραβάσεις.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.