Language of document : ECLI:EU:C:2019:483

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2019 (*)

[Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2019]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2001/42/ΕΚ – Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων – Απόφαση της Κυβέρνησης – Χαρακτηρισμός μιας ειδικής ζώνης διατήρησης σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Καθορισμός των στόχων διατήρησης καθώς και ορισμένων προληπτικών μέτρων – Έννοια των “σχεδίων και προγραμμάτων” – Υποχρέωση εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων»

Στην υπόθεση C‑43/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Compagnie d’entreprises CFE SA

κατά

Région de Bruxelles-Capitale,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια), A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Compagnie d’entreprises CFE SA, εκπροσωπούμενη από τον J. van Ypersele de Strihou, avocat,

–        η Région de Bruxelles-Capitale, εκπροσωπούμενη από τον J. Sambon, avocat,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από την L. Dvořáková,

–        [Κείμενο όπως έχει διορθωθεί με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2019] η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne και G. Hodge, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον C. Toland, SC, τον G. Simons, SC, και την M. Gray, BL,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes, F. Thiran και M. Noll-Ehlers,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 4 και 5, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ 2001, L 197, σ. 30, στο εξής: οδηγία 2001/42).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Compagnie d’entreprises CFE SA (στο εξής: CFE) και της Région de Bruxelles-Capitale (Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, Βέλγιο), όσον αφορά το κύρος της απόφασης της Κυβέρνησης της εν λόγω Περιφέρειας, της 14ης Απριλίου 2016, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του τόπου Natura 2000 – BE1000001 «La Forêt de Soignes avec lisières et domaines boisés avoisinants et la Vallée de la Woluwe – complexe Forêt de Soignes – Vallée de la Woluwe [Δάσος του Soignes, συμπεριλαμβανομένων των άκρων ορίων του δάσους και των όμορων δασικών περιοχών, και κοιλάδα της Woluwe – Σύμπλεγμα του δάσους του Soignes – Κοιλάδα της Woluwe]» (Moniteur belge της 13ης Μαΐου 2016, σ. 31558, στο εξής: απόφαση της 14ης Απριλίου 2016).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2001/42

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2001/42:

«Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι σημαντικό μέσο για την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών διαστάσεων στην προετοιμασία και έγκριση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα κράτη μέλη, διότι εξασφαλίζει ότι οι ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή των σχεδίων και προγραμμάτων λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνησή τους και πριν από την έγκρισή τους.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Στόχοι», προβλέπει τα εξής:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ότι, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)      ως “σχέδια και προγράμματα” νοούνται τα σχέδια και προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή [Ένωση], καθώς και οι τροποποιήσεις τους:

–        που εκπονούνται ή/και εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή που εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση, και

–        που απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων,

β)      ως “εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων” νοείται η εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης, η διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής μελέτης και των αποτελεσμάτων των διαβουλεύσεων κατά τη λήψη αποφάσεων καθώς και η παροχή πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9·

[…]».

6        Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/42, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής»:

«1.      Πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9, για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για όλα τα σχέδια και προγράμματα:

α)      τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1)] ή

β)      για τα οποία, λόγω των συνεπειών που ενδέχεται να έχουν σε ορισμένους τόπους, απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7)].

[…]

4.      Τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

5.      Τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 3 και 4, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Προς το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη σε κάθε περίπτωση τα κατάλληλα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα ΙΙ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

[…]»

 Η οδηγία για τους οικοτόπους

7        Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 92/43 (στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους):

«1.      Κάθε κράτος μέλος, βασιζόμενο στα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα III (στάδιο 1) και στις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, προτείνει έναν κατάλογο τόπων, όπου υποδεικνύεται ποιοι τύποι φυσικών οικοτόπων από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I και ποια τοπικά είδη από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II, απαντώνται στους εν λόγω τόπους. Για τα ζωικά είδη που καταλαμβάνουν εκτεταμένες εκτάσεις, οι εν λόγω τόποι συμπίπτουν με τους τόπους, τους περιλαμβανομένους στην περιοχή της φυσικής κατανομής αυτών των ειδών, οι οποίοι παρουσιάζουν τα ουσιώδη φυσικά ή βιολογικά στοιχεία για τη ζωή ή την αναπαραγωγή τους. Για τα υδρόβια είδη που καταλαμβάνουν εκτεταμένες περιοχές, αυτοί οι τόποι προτείνονται μόνον εάν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί σαφώς μια ζώνη που να παρουσιάζει τα ουσιώδη φυσικά ή βιολογικά στοιχεία για τη ζωή ή την αναπαραγωγή τους. Τα κράτη μέλη προτείνουν, ενδεχομένως, προσαρμογή του εν λόγω καταλόγου βάσει των αποτελεσμάτων της εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 11.

Ο κατάλογος διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέσα σε μια τριετία από τη γνωστοποίηση της παρούσας οδηγίας ταυτόχρονα με τις πληροφορίες για κάθε τόπο. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν ένα χάρτη του τόπου, την ονομασία του, τη θέση του, την έκτασή του, καθώς και τα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ (στάδιο 1) και παρέχονται βάσει ενός εντύπου που καταρτίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 21.

2.      Η Επιτροπή, βασιζόμενη στα κριτήρια του παραρτήματος III (στάδιο 2) και στα πλαίσια μιας από τις πέντε βιογεωγραφικές περιοχές που αναφέρονται στο στοιχείο γʹ, σημείο iii, του άρθρου 1 και του συνόλου του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας όπου καθίστανται πρόδηλοι οι τόποι στους οποίους απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας.

Τα κράτη μέλη των οποίων οι τόποι με τύπους φυσικών οικοτόπων και είδη που έχουν προτεραιότητα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 5 % του εθνικού εδάφους, μπορούν, σε συμφωνία με την Επιτροπή, να ζητήσουν ελαστικότερη εφαρμογή των κριτηρίων που απαριθμούνται στο παράρτημα III (στάδιο 2) για την επιλογή του συνόλου των τόπων κοινοτικής σημασίας στο έδαφός τους.

Ο κατάλογος των τόπων των επιλεγμένων ως τόπων κοινοτικής σημασίας, στον οποίο καταδεικνύονται οι τόποι όπου απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας καταρτίζεται από την Επιτροπή με την διαδικασία του άρθρου 21.

3.      Ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 2 κατάλογος καταρτίζεται μέσα σε μια εξαετία από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας.

4.      Όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας, υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.

5.      Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6.»

8        Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.»

 Η οδηγία για τη νιτρορρύπανση

9        Το άρθρο 1 της οδηγίας 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ 1991, L 375, σ. 1, στο εξής: οδηγία για τη νιτρορρύπανση), προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποβλέπει:

–        στη μείωση της ρύπανσης των υδάτων που προκαλείται άμεσα ή έμμεσα από νιτρικά ιόντα γεωργικής προελεύσεως και,

–        στην πρόληψη της περαιτέρω ρύπανσης αυτού του είδους.»

10      Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής:

«1.      Εντός διετίας μετά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παράγραφος 2 αρχικό χαρακτηρισμό, ή εντός ενός έτους μετά από κάθε χαρακτηρισμό προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παράγραφος 4, τα κράτη μέλη εκπονούν προγράμματα δράσης όσον αφορά τις χαρακτηρισμένες ευπρόσβλητες περιοχές για να επιτύχουν τους στόχους του άρθρου 1.

2.      Ένα πρόγραμμα δράσης μπορεί να αφορά όλες τις ευπρόσβλητες ζώνες της επικράτειας ενός κράτους μέλους ή, όταν το κράτος μέλος το κρίνει σκόπιμο, μπορούν να καταρτίζονται διαφορετικά προγράμματα για διάφορες εμπρόσβλητες ζώνες ή τμήματα ζωνών.

3.      Τα προγράμματα δράσης λαμβάνουν υπόψη:

α)      τα διαθέσιμα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία, και μάλιστα εκείνα που αφορούν τις σχετικές εισροές αζώτου γεωργικής και άλλης προέλευσης·

β)      τις περιβαλλοντικές συνθήκες στις συγκεκριμένες περιοχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

4.      Τα προγράμματα δράσης εφαρμόζονται εντός τετραετίας από τη σύνταξή τους και περιλαμβάνουν τα εξής υποχρεωτικά μέτρα:

α)      τα μέτρα του παραρτήματος ΙΙΙ·

β)      τα μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν στον ή στους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4, εκτός από όσα έχουν καταστεί κενά νοήματος λόγω των μέτρων του παραρτήματος ΙΙΙ.

5.      Επιπλέον, στα πλαίσια των προγραμμάτων δράσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα συμπληρωματικά μέτρα ή τις ενισχυμένες δράσεις που κρίνουν ότι απαιτούνται εάν, εξαρχής ή βάσει της πείρας που αποκτάται κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων δράσης, καθίσταται καταφανές ότι τα μέτρα της παραγράφου 4 δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1. Κατά την επιλογή αυτών των μέτρων ή δράσεων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους την αποτελεσματικότητά τους καθώς και το κόστος τους σε σχέση με άλλα δυνατά προληπτικά μέτρα.»

 Το βελγικό δίκαιο

11      Η κανονιστική πράξη της 1ης Μαρτίου 2012, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος (Moniteur belge της 16ης Μαρτίου 2012, σ. 16017), αποτελεί τη νομική βάση της απόφασης της 14ης Απριλίου 2016.

12      Τα άρθρα 40 έως 56 της ανωτέρω κανονιστικής πράξης συγκεντρώνονται στο κεφάλαιο 4, με τίτλο «τόπους Natura 2000». Το άρθρο 44 της εν λόγω κανονιστικής πράξης ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κάθε τόπος κοινοτικής σημασίας χαρακτηρίζεται ως τόπος Natura 2000 με απόφαση της Κυβέρνησης εντός έξι ετών από την κατάρτιση ή την τροποποίηση από την Επιτροπή του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας που αφορά την Περιφέρεια, λαμβανομένων υπόψη προτεραιοτήτων που απορρέουν από τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικού οικοτόπου κοινοτικού ενδιαφέροντος ή ενός είδους κοινοτικού ενδιαφέροντος και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.»

13      Το άρθρο 47 της κανονιστικής πράξης της 1ης Μαρτίου 2012, σχετικά με τα «προληπτικά μέτρα» ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 47. § 1. – Με την επιφύλαξη του άρθρου 64, σε τόπο Natura 2000 απαγορεύεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και η ενόχληση των πληθυσμών των ειδών που καλύπτονται από τους στόχους διατήρησης του τόπου Natura 2000.

§ 2. – Η Κυβέρνηση θεσπίζει τις γενικές απαγορεύσεις και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο για τους τόπους Natura 2000 ή για ορισμένους από τους τόπους αυτούς οι οποίες έχουν εφαρμογή στα έργα για τα οποία δεν χρειάζεται άδεια κατάτμησης ή πολεοδομική άδεια ή περιβαλλοντική άδεια ή οποιαδήποτε από τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 62, § 1, εκτός αν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής που προβλέπεται στο σχέδιο διαχείρισης το οποίο εγκρίθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 ή παρέκκλισης βάσει του άρθρου 64 ή του άρθρου 85, εντός ή εκτός της περιμέτρου των σχετικών τόπων Natura 2000, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης προτύπων οικολογικής ποιότητας για την αποφυγή της υποβάθμισης των φυσικών οικοτόπων και των σημαντικών οχλήσεων που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχουν χαρακτηριστεί οι τόποι Natura 2000.»

14      Η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 ορίζει, στο άρθρο της 2, ότι ως «κανονιστική πράξη» νοείται η κανονιστική πράξη της 1ης Μαρτίου 2012, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

15      Τα άρθρα 3 και 4 της εν λόγω απόφασης ορίζουν ένα τμήμα του εδάφους της Région Bruxelles-Capitale ως «τόπο Natura 2000»:

«Άρθρο 3. Χαρακτηρίζεται ως τόπος Natura 2000 – BE1000001, η “ΕΖΔ I: La Forêt de Soignes avec lisières et domaines boisés avoisinants et la Vallée de la Woluwe – complexe Forêt de Soignes – Vallée de la Woluwe”.

Ο τόπος αυτός υποδιαιρείται σε 28 σταθμούς Natura 2000 οι οποίοι προσδιορίζονται ως εξής:

[…]

5° IA.5 Plateau de la Foresterie·

[…]

Άρθρο 4. Ο χαρακτηρισθείς τόπος καλύπτει συνολική έκταση 2 066 εκταρίων. Η περίμετρός του οριοθετείται γεωγραφικά στους καταρτισθέντες χάρτες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1.1.

Περιλαμβάνει όλα τα κτηματολογικά τεμάχια και τα μέρη των κτηματολογικών τεμαχίων που αναφέρονται στο παράρτημα 2 της παρούσας απόφασης και βρίσκονται στους δήμους Uccle, Watermael-Boitsfort, Βρυξελλών, Auderghem, Woluwe-Saint-Pierre και Woluwe-Saint-Lambert.

Οι διάφοροι σταθμοί που προσδιορίζονται στο άρθρο 3 αποτελούν τις μονάδες διαχείρισης του τόπου Natura και οριοθετούνται γεωγραφικά στους χάρτες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1.1.»

16      Το άρθρο 15 της απόφασης της 14ης Απριλίου 2016 ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 15. § 1. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 47, παράγραφος 2, της κανονιστικής πράξης, το παρόν άρθρο επιβάλλει γενικές απαγορεύσεις όσον αφορά τον χαρακτηριζόμενο με την παρούσα απόφαση τόπο Natura 2000.

§ 2. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων που επιτρέπουν απαλλαγή ή παρέκκλιση, απαγορεύεται η τέλεση των ακόλουθων πράξεων στο πλαίσιο έργων που δεν υπόκεινται ούτε σε άδεια ούτε σε έγκριση κατά την έννοια του άρθρου 47, § 2 της κανονιστικής πράξης:

1°      η αφαίρεση, εκρίζωση, βλάβη ή καταστροφή αυτόχθονων ειδών βλάστησης, συμπεριλαμβανομένων των βρύων, των μυκήτων και των λειχήνων, και η καταστροφή, χειροτέρευση ή μεταβολή της υπάρχουσας φυτοκάλυψης·

2°      σε δάση που υπόκεινται στο δασικό καθεστώς, η εκρίζωση, η αφαίρεση και η απομάκρυνση των νεκρών δένδρων ή αυτών που έχουν κουφάλες στη βάση τους ή έχουν πάρει κλίση, εκτός αν συντρέχει περίπτωση πραγματικού και επείγοντος κινδύνου για την ασφάλεια·

3°      η απομάκρυνση πρέμνων δένδρων μη χωροκατακτητικών αυτόχθονων ειδών από τους δασικούς οικότοπους κοινοτικού ενδιαφέροντος που καλύπτονται από στόχους διατήρησης·

4°      σε φυσικούς οικοτόπους κοινοτικού ενδιαφέροντος, η φύτευση δένδρων ή θάμνων μη αυτόχθονων ειδών, εκτός από την περίπτωση εργασιών αποκατάστασης καταχωρισμένων αγαθών ή αγαθών που έχουν περιληφθεί στον κατάλογο των διατηρητέων. Η παρούσα απαγόρευση δεν εφαρμόζεται στις παλαιές ποικιλίες οπωροφόρων, οι οποίες μπορεί να είναι ξένες·

5°      η καταστροφή των φυσικών ορίων του δάσους, οι ευθυγραμμίσεις δένδρων και η αφαίρεση θαμνοστοιχιών·

6°      η μόνιμη μετατροπή των λιβαδιών με ιδιαίτερα παραγωγικά είδη, εκτός από μεμονωμένες παρεμβάσεις στο πλαίσιο της αποκατάστασης του στρώματος χλόης·

7°      η ρίψη σπόρων ή τροφής που προσελκύουν τα αδέσποτα ή χωροκατακτητικά ζώα·

8°      η ρίψη σε λίμνες χωροκατακτητικών ξένων ειδών ψαριών ή ειδών ψαριών που τρυπώνουν στον βυθό, όπως ο κοινός κυπρίνος ή γριβάδι (Cyprinus carpio), η λεστιά (Abramis brama), η πλατίτσα (Rutilus rutilus) και η πεταλούδα (Carassius carassius) και περισσότερων από πενήντα κιλά ανά εκτάριο ψαριών που δεν τρυπώνουν στον βυθό, εξαιρουμένων των τεχνητών λιμνών που προορίζονται αποκλειστικά για την αλιεία·

9°      η μεταβολή του εδαφικού ανάγλυφου στους φυσικούς οικοτόπους κοινοτικού και περιφερειακού ενδιαφέροντος·

10°      εκτός αν πρόκειται για υπηρεσιακά οχήματα ή οχήματα συντήρησης, η οδήγηση ή η στάθμευση μηχανοκίνητων οχημάτων σε φυσικούς οικοτόπους κοινοτικού και περιφερειακού ενδιαφέροντος, πλην των χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων που προορίζονται για το κοινό·

11°      η όργωση του εδάφους και η διασπορά χημικών λιπασμάτων ή φυτοφαρμάκων σε φυσικούς οικοτόπους κοινοτικού και περιφερειακού ενδιαφέροντος·

12°      η σκόπιμη μεταβολή υδρολογικού καθεστώτος των επιφανεακών ή των υπόγειων υδάτων ή η μόνιμη μεταβολή της δομής των τάφρων και των υδάτινων οδών·

13°      η απόρριψη χημικών προϊόντων και η διασπορά του περιεχομένου σηπτικών δεξαμενών·

14°      η εγκατάλειψη ή απόθεση αποβλήτων εκτός των περιοχών που έχουν καθοριστεί προς τούτο·

15°      η μετάδοση δυνατής μουσικής, με αποτέλεσμα την υπέρβαση του ορίου θορύβου των 65db·

16°      η αναρρίχηση στα δένδρα σε δασύλλια και δάση που υπόκεινται στο δασικό καθεστώς και σε δημόσιους χώρους πρασίνου.

§ 3. Το παρόν άρθρο δεν έχει εφαρμογή σε εργασίες που συνδέονται άμεσα ή απαραίτητα με τη διαχείριση του τόπου και τη συντήρηση της φυσικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Η CFE, βελγικός βιομηχανικός όμιλος, έχει στην κυριότητά της από το 1983 ένα γεωτεμάχιο (το γήπεδο υπ’ αριθ. F64 L4), που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του Plateau de la Foresterie, στο Watermael-Boitsfort (Βέλγιο).

18      Στο πλαίσιο της δημιουργίας του δικτύου Natura 2000, η Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale (Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, Βέλγιο) είχε καταρτίσει, κατά το έτος 2003, κατάλογο τόπων που προτάθηκαν ως ειδική ζώνη διατήρησης (ΕΖΔ) (Moniteur belge, της 27ης Μαρτίου 2003, σ. 14886).

19      Στις 29 Αυγούστου 2003, η CFE άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο). Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2011, με την οποία διαπιστώνεται η απώλεια εννόμου συμφέροντος της CFE για την ακύρωση, δεδομένου ότι, εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αποφανθεί επί του ίδιου αντικειμένου, η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε.

20      Πράγματι, στις 7 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή είχε εκδώσει την απόφαση 2004/813/ΕΚ, της 7ης Δεκεμβρίου 2004, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας [(ΤΚΣ)]για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 387, σ. 1), η οποία καταργήθηκε στη συνέχεια. Επί του παρόντος, η απόφαση που έχει εφαρμογή στον επίμαχο τόπο, δηλαδή στο Forêt de Soignes, που αποτελεί ΤΚΣ, είναι η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/2335 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2016, για την έγκριση του δέκατου επικαιροποιημένου καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή (ΕΕ 2016, L 353, σ. 533).

21      Με δικόγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2005, η CFE άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με διάταξη της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, CFE κατά Επιτροπής (T-100/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:260), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε άμεσα τη CFE, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τα σχεδιαζόμενα μέτρα στους τόπους που έχουν χαρακτηριστεί ως «ΤΚΣ». Η διάταξη αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, από τις 27 Μαρτίου 2015, έχει απευθυνθεί όχληση προς το Βασίλειο του Βελγίου λόγω παράβασης της υποχρέωσης χαρακτηρισμού των ΤΚΣ ως «ΕΖΔ» και της υποχρέωσης καθορισμού των προτεραιοτήτων για τη διατήρησή τους, καθώς και λόγω παράβασης της υποχρέωσης λήψεως των αναγκαίων μέτρων διατήρησης.

23      Στις 9 Ιουλίου 2015, η Κυβέρνηση της Région de Bruxelles-Capitale ενέκρινε σε πρώτη ανάγνωση το προσχέδιο αποφάσεως χαρακτηρισμού του τόπου Natura 2000 – BE 1000001 «La Forêt de Soignes avec lisières et domaines boisés avoisinants et la Vallée de la Woluwe – complexe Forêt de Soignes-Vallée de la Woluwe». Από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 7 Νοεμβρίου 2015 πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση σχετικά με το εν λόγω προσχέδιο αποφάσεως. Υποβλήθηκαν 202 ενστάσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη της CFE.

24      Στις 14 Απριλίου 2016, με την προσβαλλόμενη πράξη, η Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale εξέδωσε την απόφαση χαρακτηρισμού του τόπου Natura 2000 BE 1000001 «La Forêt de Soignes avec lisières et domaines boisés avoisinants et la Vallée de la Woluwe – complexe Forêt de Soignes-Vallée de la Woluwe», που περιλαμβάνει το επίμαχο γήπεδο F64 L4.

25      Στις 12 Ιουλίου 2016, η CFE κατέθεσε στο Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της 14ης Απριλίου 2016.

26      Η CFE εκθέτει ότι σημαντικό τμήμα του γηπέδου αυτού χρησιμοποιήθηκε, το διάστημα από το 1937 μέχρι το 1987, από τον Δήμο του Watermael-Boitsfort (Βέλγιο), ως παράνομος χώρος ταφής απορριμμάτων και ότι το γεγονός αυτό το πληροφορήθηκε για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου 2007. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, το Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής Διαχείρισης των Βρυξελλών (IBGE) της απηύθυνε προειδοποίηση ότι, σύμφωνα με μελέτη χαρακτηρισμού που εκπονήθηκε από εγκεκριμένο γραφείο στη διάρκεια του 2006, η υπάρχουσα ρύπανση στο γεωτεμάχιο αυτό συνεπάγεται κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα και ότι τα υπάρχοντα απόβλητα έχουν επιπτώσεις στο έδαφος, στα επιφανειακά ύδατα, στα υπόγεια ύδατα και στον αέρα. Με την προειδοποίηση αυτή η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει σχέδιο εξυγίανσης του τόπου.

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, παράβαση του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/42, καθόσον η Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale έπρεπε να διενεργήσει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεδομένου ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ή η εν λόγω κυβέρνηση έπρεπε τουλάχιστον να καθορίσει κατά πόσον η πράξη αυτή μπορούσε να έχει τέτοιες επιπτώσεις, πράγμα που δεν έγινε.

28      Προς απάντηση, η Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η εν λόγω πράξη αποτελεί μέτρο άμεσα συνδεόμενο με τη «διαχείριση του τόπου» ή αναγκαίο για αυτήν, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, για το οποίο δεν χρειάζεται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42.

29      Η εν λόγω κυβέρνηση διευκρινίζει επίσης ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15 της απόφασης της 14ης Απριλίου 2016 δεν είναι ασυμβίβαστες με την ενδεχόμενη αντιμετώπιση της ρύπανσης του επίμαχου γηπέδου. Συγκεκριμένα, οι ενέργειες για την εξυγίανση των εδαφών που έχουν ρυπανθεί υπόκεινται σε περιβαλλοντική άδεια και, ως εκ τούτου, οι ειδικές απαγορεύσεις που προβλέπει η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορούν τις ενέργειες αυτές, όπως επιβεβαιώνεται από το εν λόγω άρθρο 15. Αφετέρου, θα ήταν επίσης δυνατό να εξαιρούνται από τις απαγορεύσεις αυτές. Επομένως, η εν λόγω πράξη δεν μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί σχέδιο ή πρόγραμμα κατά την έννοια της οδηγίας [2001/42] απόφαση με την οποία όργανο κράτους μέλους χαρακτηρίζει μια [ΕΖΔ], σύμφωνα με την οδηγία [για τους οικοτόπους], και η οποία περιλαμβάνει στόχους διατηρήσεως και γενικά προληπτικά μέτρα κανονιστικού χαρακτήρα;

2)      Ειδικότερα, θεωρείται τέτοια απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 3, [παράγραφος] 4, [της οδηγίας 2001/42], σχέδιο ή πρόγραμμα το οποίο καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, έτσι ώστε τα κράτη μέλη να πρέπει να αποφασίσουν κατά πόσον αυτό ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σύμφωνα με την [παράγραφο] 5 [του άρθρου αυτού];

3)      Έχει το άρθρο 3, [παράγραφος] 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2001/42] την έννοια ότι η ως άνω απόφαση χαρακτηρισμού εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 3, [παράγραφος] 4, της ίδιας οδηγίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

31      Υπογραμμίζεται, εισαγωγικά, ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν συγχρόνως τις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/42.

32      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2001/42, τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον τα σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, είτε εξετάζοντας χωριστά κάθε περίπτωση είτε καθορίζοντας συγκεκριμένους τύπους σχεδίων και προγραμμάτων είτε συνδυάζοντας τις δύο αυτές προσεγγίσεις.

33      Δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής παραπέμπει στην παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου 3, η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 4, της εν λόγω οδηγίας.

34      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2001/42 έχει την έννοια ότι απόφαση, όπως αυτή της κύριας δίκης, με την οποία το κράτος μέλος χαρακτηρίζει μια ΕΖΔ και καθορίζει στόχους διατήρησης και ορισμένα προληπτικά μέτρα συγκαταλέγεται στα «σχέδια και προγράμματα» για τα οποία είναι υποχρεωτική η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

35      Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2001/42, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι σημαντικό μέσο για την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών διαστάσεων στην προετοιμασία και έγκριση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων. Συναφώς, σκοπός της οδηγίας αυτής, κατά το άρθρο της 1, είναι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση βιώσιμης ανάπτυξης, εξασφαλιζομένου ότι, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, θα γίνεται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

36      Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2001/42, που συνίσταται στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας, οι διατάξεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και ιδίως εκείνες που περιλαμβάνουν τους ορισμούς των πράξεων τις οποίες αυτή αφορά χρήζουν ευρείας ερμηνείας (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2018, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-671/16, EU:C:2018:403, σκέψεις 32 έως 34 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και, της ιδίας ημερομηνίας, Thybaut κ.λπ., C-160/17, EU:C:2018:401, σκέψεις 38 έως 40 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Τέλος, επισημαίνεται ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού των ΕΖΔ διεξάγεται σε τρία στάδια που απαριθμούνται στο άρθρο 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους. Πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος προτείνει έναν κατάλογο τόπων όπου αναγράφονται οι τύποι φυσικών οικοτόπων και τα αυτόχθονα είδη που απαντούν στους εν λόγω τόπους και ο κατάλογος αυτός διαβιβάζεται στην Επιτροπή. Δεύτερον, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4, η Επιτροπή καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου των ΤΚΣ. Βάσει του εν λόγω σχεδίου καταλόγου, η Επιτροπή εγκρίνει τον κατάλογο των τόπων που έχουν επιλεγεί. Τρίτον, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου 4, μετά την επιλογή ενός ΤΚΣ, το οικείο κράτος μέλος τον χαρακτηρίζει ως ΕΖΔ το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων ή ενός είδους και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000.

38      Η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων.

39      Πρέπει, πρώτον, να απορριφθούν τα επιχειρήματα κατά τα οποία οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42 και του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν επιβάλλουν, υπό οιεσδήποτε συνθήκες, υποχρέωση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης.

40      Συναφώς, αφενός, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Région de Bruxelles-Capitale και η Ιρλανδία θεωρούν ότι, στον βαθμό που η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 καθορίζει στόχους διατήρησης, έχει ευεργετικά αποτελέσματα και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών της.

41      Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμιστεί ότι, όσον αφορά την οδηγία 85/337, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το γεγονός ότι τα έργα έχουν ευεργετικές συνέπειες για το περιβάλλον δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτίμησης της ανάγκης υποβολής των εν λόγω έργων σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Ecologistas en Acción‑CODA, C-142/07, EU:C:2008:445, σκέψη 41).

42      Αφετέρου, κατά την Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale, την Τσεχική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, η στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που πραγματοποιείται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2001/42 περιορίζεται, όσον αφορά τους τόπους Natura 2000, στην εκτίμηση μόνον των σχεδίων και έργων τα οποία υπόκεινται επίσης σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους για τον οικείο τόπο βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42 και από την εξαίρεση που ισχύει για τα μέτρα διαχείρισης των τόπων που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Κατά την ανάλυση αυτήν, τα μέτρα για τη διαχείριση των τόπων αυτών ουδέποτε απαιτείται να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

43      Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση της Région de Bruxelles-Capitale αποφάσισε ότι η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 δεν θα υποβαλλόταν ούτε στην εκτίμηση των επιπτώσεών της για τον οικείο τόπο, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, ούτε στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42.

44      Όσον αφορά την παραπομπή στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για τους οικοτόπους, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα μέτρα προστασίας του άρθρου 6, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας αυτής επιβάλλονται μόλις ένας τόπος εγγράφεται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, στον κατάλογο των τόπων που επιλέχθηκαν ως ΤΚΣ ο οποίος έχει εγκριθεί από την Επιτροπή (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen κ.λπ., C-399/14, EU:C:2016:10, σκέψη 32 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, αυτό συνέβη στην περίπτωση του γηπέδου που ανήκει στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης.

46      Κατά συνέπεια το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους έχει εφαρμογή σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης.

47      Κατά τη διάταξη αυτή, κάθε σχέδιο ή έργο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια και έργα, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.

48      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ύπαρξη σχεδίου ή έργου μη άμεσα συνδεόμενου με τη διαχείριση ορισμένου προστατευόμενου τόπου ή μη αναγκαίου για τη διαχείριση αυτή εξαρτάται κυρίως από τη φύση της επίμαχης παρεμβάσεως [πρβλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Forêt de Białowieża) (C-441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 125)].

49      Πάντως, η πράξη με την οποία ένα κράτος μέλος χαρακτηρίζει έναν τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης, δυνάμει της οδηγίας για τους οικοτόπους, είναι, από την ίδια τη φύση της, άμεσα συνδεόμενη με τη διαχείριση του τόπου ή αναγκαία για τη διαχείριση αυτή. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, απαιτεί τον εν λόγω χαρακτηρισμό για την εφαρμογή του.

50      Επομένως, για πράξη όπως η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 είναι δυνατόν να ισχύει απαλλαγή από τη δέουσα εκτίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, και, επομένως, από την «εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42. Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους προβλέπει ότι η δέουσα εκτίμηση πραγματοποιείται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε σχέση με «τους στόχους διατήρησ[ης του τόπου αυτού]». Όμως, η πράξη που καθορίζει στόχους δεν μπορεί λογικά να εκτιμηθεί βάσει των ίδιων στόχων.

51      Ωστόσο, το γεγονός ότι πριν από την έκδοση πράξης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει πραγματοποιηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους και του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/42 δεν σημαίνει ότι η πράξη αυτή δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε σχετική υποχρέωση, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η εν λόγω πράξη να θεσπίζει κανόνες που έχουν ως συνέπεια την εξομοίωσή της με σχέδιο ή πρόγραμμα κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, για το οποίο η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να είναι υποχρεωτική.

52      Συναφώς, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας, στα σημεία 64 και 65 των προτάσεών της, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας για τους οικοτόπους, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε αναγκαίο να θεσπίσει διατάξεις για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη δημόσια διαβούλευση όσον αφορά τη διαχείριση των τόπων Natura 2000 δεν σημαίνει παρά ταύτα ότι είχε τη βούληση να εξαιρέσει τη διαχείριση αυτή κατά τη μεταγενέστερη θέσπιση γενικών κανόνων για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει άλλων νομοθετημάτων για την προστασία του περιβάλλοντος συνυπάρχουν και αποτελούν χρήσιμο συμπλήρωμα των κανόνων της οδηγίας για τους οικοτόπους, όσον αφορά την εκτίμηση δυνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τη δημόσια διαβούλευση.

53      Όσον αφορά, πρώτον, την εξομοίωση της επίμαχης στην κύρια δίκη απόφασης με σχέδιο ή πρόγραμμα κατά την έννοια της οδηγίας 2001/42, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/42, ως σχέδια ή προγράμματα νοούνται εκείνα που πληρούν δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή, αφενός, εκπονούνται και/ή εγκρίνονται από μια αρχή σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο ή εκπονούνται από μια αρχή προκειμένου να εγκριθούν, μέσω νομοθετικής διαδικασίας, από το Κοινοβούλιο ή την Κυβέρνηση και, αφετέρου, απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.

54      Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή δεχόμενο ότι «απαιτούνται», κατά την έννοια και κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2001/42, και, κατά συνέπεια, υποβάλλονται σε διαδικασία εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η εν λόγω οδηγία, τα σχέδια και προγράμματα των οποίων η έγκριση στηρίζεται σε εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν τις αρμόδιες για την έγκριση των εν λόγω σχεδίων και προγραμμάτων αρχές, καθώς και τη διαδικασία εκπονήσεώς τους (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2012, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C‑567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 31, καθώς και της 7ης Ιουνίου 2018, Thybaut κ.λπ., C‑160/17, EU:C:2018:401, σκέψη 43).

55      Εν προκειμένω, η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 καταρτίστηκε και εγκρίθηκε από περιφερειακή αρχή, την Κυβέρνηση της Région Bruxelles-Capitale, και η έκδοσή της απαιτείται από το άρθρο 44 της κανονιστικής πράξης της 1ης Μαρτίου 2012.

56      Όσον αφορά, δεύτερον, το κατά πόσον πριν από την έγκριση ενός σχεδίου ή προγράμματος πρέπει να πραγματοποιηθεί εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων, υπενθυμίζεται ότι τα σχέδια και τα προγράμματα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/42 είναι δυνατόν να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν ένα από τα σχέδια και προγράμματα που αφορά το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/42. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/42 προβλέπει ότι πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για σχέδια και προγράμματα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4, τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

57      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/42, εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πραγματοποιείται για όλα τα σχέδια και προγράμματα τα οποία εκπονούνται για τη γεωργία, δασοπονία, αλιεία, ενέργεια, βιομηχανία, μεταφορές, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό, χωροταξία ή χρήση του εδάφους και τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας 2011/92.

58      Συναφώς, η Région de Bruxelles-Capitale, η Τσεχική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή εξέφρασαν αμφιβολίες για το κατά πόσον μπορεί να εμπίπτει σε έναν από τους εν λόγω τομείς απόφαση, όπως αυτή της κύριας δίκης, με την οποία, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους, ένα κράτος μέλος χαρακτηρίζει μια ΕΖΔ και καθορίζει στόχους διατήρησης και ορισμένα προληπτικά μέτρα.

59      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών της, στον βαθμό που, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/42, τα κράτη μέλη αποφασίζουν εάν τα σχέδια και προγράμματα, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, τα οποία καθορίζουν το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, είναι αναγκαίο να καθοριστεί αν πράξη όπως αυτή της κύριας δίκης καθορίζει ένα τέτοιο πλαίσιο.

60      Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών της, η υποχρέωση εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/42, όπως ακριβώς η υποχρέωση εκτίμησης βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, εξαρτάται από το αν το εκάστοτε σχέδιο ή πρόγραμμα καθορίζει το πλαίσιο για μελλοντικές άδειες έργων.

61      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» αφορά κάθε πράξη η οποία καθορίζει, θεσπίζοντας κανόνες και διαδικασίες, ένα σημαντικό σύνολο κριτηρίων και προϋποθέσεων για την έγκριση και την εκτέλεση ενός ή περισσοτέρων έργων ικανών να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον [αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 2016, D’Oultremont κ.λπ., C-290/15, EU:C:2016:816, σκέψη 49 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2019, «Verdi Ambiente e Società (VAS) – Aps Onlus» κ.λπ., C-305/18, EU:C:2019:384, σκέψη 50 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 χαρακτηρίζει μια ζώνη Natura 2000 και προβλέπει, με σκοπό την επίτευξη των στόχων διατήρησης και προστασίας που καθορίζονται σε αυτήν, προληπτικά μέτρα καθώς και γενικές και ειδικές απαγορεύσεις. Προς τούτο, εκφράζει επιλογές και εντάσσεται σε ιεραρχία μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως των σχεδίων διαχειρίσεως που θα εγκριθούν.

63      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο χαρακτηρισμός ενός τόπου έχει νομικές συνέπειες για την έγκριση σχεδίων και την εξέταση αιτήσεων αδειών σε σχέση με τον εν λόγω τόπο, αφορώσες τόσο τη διαδικασία όσο και τα κριτήρια λήψεως αποφάσεων. Επομένως, κατά το δικαστήριο αυτό, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συμβάλλει στον καθορισμό του πλαισίου των ενεργειών που καταρχήν επιτρέπονται, ενθαρρύνονται ή απαγορεύονται και, ως εκ τούτου, δεν είναι ξένος προς την έννοια του «σχεδίου και προγράμματος».

64      Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2018, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ. (C-671/16, EU:C:2018:403, σκέψη 55), και Thybaut κ.λπ. (C‑160/17, EU:C:2018:401, σκέψη 55), η έννοια του «σημαντικού συνόλου κριτηρίων και προϋποθέσεων» πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ποιοτικό.

65      Βεβαίως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 91 των προτάσεών της, η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016 περιλαμβάνει, ιδίως στο άρθρο της 15, ορισμένες απαγορεύσεις. Εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι απαγορεύσεις αυτές ισχύουν μόνο για έργα για τα οποία δεν απαιτείται έγκριση.

66      Εάν το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό συμβαίνει, τα χαρακτηριστικά και οι κανονιστικές ιδιότητες μιας απόφασης όπως αυτή της 14ης Απριλίου 2016 δεν καθορίζουν ένα πλαίσιο για μελλοντικές άδειες άλλων έργων.

67      Επομένως, στον βαθμό που μια τέτοια πράξη δεν πληροί τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 61 έως 64 της παρούσας αποφάσεως, η πράξη αυτή δεν συνιστά σχέδιο ή πρόγραμμα για το οποίο πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/42.

68      Το συμπέρασμα αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Terre wallonne και Inter-Environnement Wallonie (C-105/09 και C-110/09, EU:C:2010:355), με την οποία το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρόγραμμα δράσης που εγκρίθηκε δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τη νιτρορρύπανση αποτελεί, κατ’ αρχήν, σχέδιο ή πρόγραμμα για το οποίο απαιτείται, δυνάμει του άρθρου 3, της οδηγίας 2001/42, εκτίμηση των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων.

69      Πράγματι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, από τη συνολική εξέταση προέκυπτε, αφενός, ότι ο ειδικός χαρακτήρας των επίμαχων προγραμμάτων δράσης συνίστατο στο ότι αποτελούσαν μια σφαιρική και συνεκτική προσέγγιση που είχε τον χαρακτήρα συγκεκριμένου και διαρθρωμένου σχεδιασμού. Αφετέρου, όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω προγραμμάτων δράσης, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 5 της οδηγίας για τη νιτρορρύπανση, τα εν λόγω προγράμματα περιελάμβαναν συγκεκριμένα και υποχρεωτικά μέτρα (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Terre wallonne και Inter-Environnement Wallonie, C-105/09 και C-110/09, EU:C:2010:355, σκέψεις 47 και 48).

70      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 76 και 77 των προτάσεών της, πράξη, όπως η απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, εντάσσεται συνήθως σε μια ιεραρχία μέτρων που προηγούνται της εκδόσεώς της, οπότε δεν αποκλείεται η πράξη αυτή να συνιστά τροποποίηση σχεδίου ή προγράμματος και, ως εκ τούτου, να πρέπει, πριν από την έκδοσή της, να έχει κατ’ ανάγκη πραγματοποιηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

71      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» δεν περιλαμβάνει μόνον την εκπόνησή τους, αλλά και την τροποποίηση τους, αποσκοπώντας έτσι να διασφαλίσει ότι πράξεις που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα αποτελέσουν το αντικείμενο εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων [απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, «Verdi Ambiente e Società (VAS) – Aps Onlus» κ.λπ., C-305/18, EU:C:2019:384, σκέψη 52, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Ωστόσο, πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο το ίδιο σχέδιο να υπόκειται σε πλείονες περιβαλλοντικές εκτιμήσεις καλύπτουσες όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Δήμος Κρωπίας Αττικής, C-473/14, EU:C:2015:582, σκέψη 55).

73      Προς τούτο, και υπό την προϋπόθεση ότι προηγήθηκε η εκτίμηση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, εξαιρείται από την έννοια των «σχεδίων και προγραμμάτων» πράξη εντασσόμενη σε ιεραρχία πράξεων που έχουν αποτελέσει οι ίδιες αντικείμενο εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων και ως προς τις οποίες μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι τα συμφέροντα που επιδιώκει να προασπίσει η εν λόγω οδηγία έχουν ληφθεί επαρκώς υπόψη (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, Inter-Environnement Bruxelles κ.λπ., C-567/10, EU:C:2012:159, σκέψη 42 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2001/42 έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, απόφαση, όπως αυτή της κύριας δίκης, με την οποία το κράτος μέλος χαρακτηρίζει μια ΕΖΔ και καθορίζει στόχους διατήρησης και ορισμένα προληπτικά μέτρα δεν συγκαταλέγεται στα «σχέδια και προγράμματα» για τα οποία είναι υποχρεωτική η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, απόφαση, όπως αυτή της κύριας δίκης, με την οποία το κράτος μέλος χαρακτηρίζει μια ειδική ζώνη διατήρησης (ΕΖΔ) και καθορίζει στόχους διατήρησης και ορισμένα προληπτικά μέτρα δεν συγκαταλέγεται στα «σχέδια και προγράμματα» για τα οποία είναι υποχρεωτική η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.