Language of document :

Προσφυγή της 24ης Απριλίου 2020 – Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση C-180/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: M. Kellerbauer, Θ. Ραμόπουλος)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2020/2451 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του συμβουλίου εταιρικής σχέσης που συγκροτείται βάσει της συνολικής και ενισχυμένης συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Αρμενίας, αφετέρου [στο εξής: CEPA], όσον αφορά τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του συμβουλίου εταιρικής σχέσης και των εσωτερικών κανονισμών της επιτροπής εταιρικής σχέσης, των υποεπιτροπών και άλλων οργάνων που έχουν συσταθεί από το συμβούλιο εταιρικής σχέσης και τη συγκρότηση καταλόγου των υποεπιτροπών, για την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας με την εξαίρεση του τίτλου ΙΙ [στο εξής: απόφαση 2020/245 του Συμβουλίου], και την απόφαση (ΕΕ) 2020/2462 του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2020 σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του συμβουλίου εταιρικής σχέσης που συγκροτείται βάσει της CEPA, όσον αφορά τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του συμβουλίου εταιρικής σχέσης και των εσωτερικών κανονισμών της επιτροπής εταιρικής σχέσης, των υποεπιτροπών και άλλων οργάνων που έχουν συσταθεί από το συμβούλιο εταιρικής σχέσης και τη συγκρότηση καταλόγου των υποεπιτροπών, για την εφαρμογή του τίτλου ΙΙ της εν λόγω συμφωνίας [στο εξής: απόφαση 2020/246 του Συμβουλίου]·

να καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι i) η εξαίρεση του τίτλου II της CEPA από το πεδίο εφαρμογής της απόφασης 2020/245 του Συμβουλίου· (ii) η έκδοση της χωριστής απόφασης 2020/246 του Συμβουλίου η οποία αφορά μόνο τον τίτλο II της CEPA και στηρίζεται στην ουσιαστική νομική βάση του άρθρου 37 ΣΕΕ, και (iii) η επίκληση και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 218, παράγραφος 8, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα όταν η συμφωνία καλύπτει τομέα για τον οποίο απαιτείται ομοφωνία, παραβιάζουν τη Συνθήκη όπως αυτή ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Επιτροπή προβάλλει τα εξής επιχειρήματα:

Πρώτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ουσιαστική νομική βάση για την απόφαση που εκδίδει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης στο πλαίσιο οργάνων που ιδρύονται με ορισμένη συμφωνία πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το κέντρο βάρους της συμφωνίας αυτής στο σύνολό της. Η CEPA αφορά κυρίως την εμπορική και αναπτυξιακή συνεργασία, καθώς και τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών μεταφορών, ενώ η σχέση μεταξύ της CEPA και της ΚΕΠΠΑ δεν είναι αρκούντως σημαντική ώστε να δικαιολογείται η χρήση μιας ουσιαστικής νομικής βάσης της ΚΕΠΠΑ σχετικά με την εν λόγω συμφωνία στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο κακώς περιέλαβε το άρθρο 37 ΣΕΕ στη νομική βάση της απόφασης 2020/246 και η απόφαση αυτή κακώς εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της ομοφωνίας.

Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν επιτρέπεται να διασπούν τεχνητά μία πράξη σε περισσότερα μέρη ώστε να δημιουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο μέρη με διαφορετικό κέντρο βάρους, διότι έτσι θα μπορούσαν να παρακάμπτουν την επιταγή του άρθρου 13 ΣΛΕΕ κατά την οποία κάθε θεσμικό όργανο δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους αυτές προβλέπουν. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο καθορίζει, βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ, τη θέση που πρέπει να ληφθεί εξ ονόματος της Ένωσης, σε όργανο που ιδρύεται από συμφωνία, όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του οργάνου αυτού σε σχέση με όλες τις διατάξεις της συμφωνίας, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η διάσπαση της απόφασης του Συμβουλίου σε δύο αποφάσεις. Δεδομένου ότι η CEPA δεν διακρίνει μεταξύ εσωτερικού κανονισμού που εφαρμόζεται όταν τα συγκεκριμένα όργανα ενεργούν στο πλαίσιο του τίτλου II και εσωτερικού κανονισμού που εφαρμόζεται όταν ενεργούν στο πλαίσιο άλλων τίτλων της CEPA, το Συμβούλιο κακώς εξέδωσε δύο χωριστές αποφάσεις, μία από τις οποίες αφορά αποκλειστικά τον τίτλο II της CEPA.

____________

1 ΕΕ 2020, L 52, σ. 3.

2 ΕΕ 2020, L 52, σ. 5.