Language of document : ECLI:EU:F:2012:181

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(πρώτο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2012

Υπόθεση F‑97/11

Philippe Vienne

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Καθεστώς χρηματικών απολαβών — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα στέγης — Λήξη του δικαιώματος για επίδομα στέγης — Λύση του γάμου»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο P. Vienne ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρωθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία ορίστηκε η 1η Μαρτίου 2011 ως ημερομηνία λήξεως της καταβολής του επιδόματος στέγης που του χορηγείτο ως τότε.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά έξοδά του και τα δικαστικά έξοδα του Κοινοβουλίου.

Περίληψη

Υπάλληλοι — Αποδοχές — Οικογενειακά επιδόματα — Επίδομα στέγης — Ημερομηνία κατά την οποία παύει να υφίσταται το δικαίωμα για επίδομα στέγης — Εκτίμηση από απόψεως εθνικού δικαίου — Ημερομηνία λύσεως του γάμου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 16 § 3)

Από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται, εντός του συνόλου της Ένωσης, αυτοτελώς με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση. Εντούτοις, ακόμη και όταν ελλείπει κάποια ρητή παραπομπή, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί, ενδεχομένως, να συνεπάγεται αναφορά στα δίκαια των κρατών μελών, ιδίως όταν ο δικαστής της Ένωσης αδυνατεί να ανεύρει στο δίκαιο της Ένωσης ή στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσδιορίσει το περιεχόμενο και την έκτασή της, στο πλαίσιο αυτοτελούς ερμηνείας.

Πάντως, κατά το δίκαιο των κρατών μελών της Ένωσης, η σύναψη γάμου δημιουργεί μεταξύ των συζύγων ορισμένες αμοιβαίες υποχρεώσεις, ιδίως χρηματικής φύσεως, όπως η υποχρέωση αρωγής, ενώ με τη λύση του γάμου παύουν να υφίστανται οι υποχρεώσεις αυτές. Καθόσον το επίδομα στέγης έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει τα ως άνω πρόσθετα βάρη τα οποία συνεπάγεται η σύναψη γάμου, η λύση αυτού επιφέρει την απόσβεση του δικαιώματος του εγγάμου υπαλλήλου να λαμβάνει το επίδομα στέγης το οποίο ελάμβανε λόγω του γάμου του.

Επομένως, το άρθρο 16, παράγραφος 3, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έχει την έννοια ότι, όσον αφορά υπάλληλο που ελάμβανε επίδομα στέγης λόγω του γάμου του, η ημερομηνία κατά την οποία παύει να υφίσταται το δικαίωμα λήψεως του εν λόγω επιδόματος αντιστοιχεί προς αυτή της λύσεως του γάμου του.

(βλ. σκέψεις 29 έως 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 18 Ιανουαρίου 1984, 327/82, Ekro, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 18 Δεκεμβρίου 1992, T‑43/90, Díaz García κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 36· 11 Ιουνίου 1996, T‑147/95, Pavan κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 42· 22 Φεβρουαρίου 2006, T‑342/04, Adam κατά Επιτροπής, σκέψη 32

ΔΔΔΕΕ: 1 Ιουλίου 2010, F‑45/07, Mandt κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 62