Language of document : ECLI:EU:C:2017:511

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 4ης Ιουλίου 2017 (1)

Υπόθεση C320/16

Uber France SAS

[αίτηση του tribunal de grande instance de Lille (Πλημμελειοδικείου Λίλλης, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Τεχνικός κανόνας – Έννοια – Υποχρέωση κοινοποιήσεως – Κύρωση – Μη αντιτάξιμο στους ιδιώτες – Σύστημα μεσολαβήσεως για την επαφή πελατών με μη επαγγελματίες οδηγούς – Εφαρμογή UberPop – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Αποκλεισμός της σχετικής υπηρεσίας ως υπηρεσίας στον τομέα των μεταφορών»






 Εισαγωγή

1.        Η παρούσα υπόθεση είναι η δεύτερη στην οποία το Δικαστήριο θα εγκύψει στα νομικά ζητήματα που συνδέονται με τη λειτουργία της πλατφόρμας τοπικών μεταφορών Uber (2). Στο επίκεντρο της πρώτης υποθέσεως, στην οποία ανέπτυξα τις προτάσεις μου στις 11 Μαΐου 2017 (3), ήταν το ζήτημα αν μια υπηρεσία, όπως αυτή που παρέχει η Uber, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό επανεμφανίζεται στην παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή αφορά ένα διαφορετικό πρόβλημα, το πρόβλημα αν ορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου που έχουν εφαρμογή στις υπηρεσίες όπως η προσφερόμενη από την Uber έπρεπε να έχουν κοινοποιηθεί ως κανόνες σχετικοί με τις υπηρεσίες κατά την έννοια των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αφορούν την τεχνική γνωστοποίηση. Πάντως, όπως θα εκθέσω κατωτέρω, το ζήτημα αυτό είναι εν μέρει ανεξάρτητο από τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας της Uber.

2.        Κατά συνέπεια, θα αφιερώσω τις παρούσες προτάσεις κυρίως στο πρόβλημα της κοινοποιήσεως, παραπέμποντας στις προαναφερθείσες προτάσεις μου όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητας της Uber ως υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας.

 Νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3.        Το άρθρο 1, σημεία 2, 5 και 11, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (4), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (5) (στο εξής: τροποποιηθείσα οδηγία 98/34), ορίζει (6):

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2)      “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

–      “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,

–      “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

–      “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

Στο παράρτημα V περιέχεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από αυτόν τον ορισμό.

[…]

5)      “κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο σημείο 2 και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

[…]

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού:

–        ένας κανόνας θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν, αν ληφθεί υπόψη η αιτιολογία και το κείμενό του, έχει συγκεκριμένο σκοπό και αντικείμενο, είτε εξ ολοκλήρου είτε σε επί μέρους διατάξεις, να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές,

–        ένας κανόνας δεν θεωρείται ότι αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών όταν αφορά τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση.

[…]

11)      “τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

[…]»

4.        Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός αν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός αν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.»

 Το γαλλικό δίκαιο

5.        Τα άρθρα L. 3120‑1 επ. του code des transports (κώδικα μεταφορών) ρυθμίζουν τις υπηρεσίες οδικής μεταφοράς προσώπων οι οποίες πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας με οχήματα που έχουν λιγότερες από δέκα θέσεις.

6.        Το άρθρο L. 3124‑13 του ίδιου κώδικα ορίζει:

«Επισύρει ποινή φυλακίσεως δύο ετών και πρόστιμο 300 000 [ευρώ] η οργάνωση συστήματος μεσολαβήσεως για την επαφή πελατών με πρόσωπα τα οποία επιδίδονται στις δραστηριότητες που αναφέρει το άρθρο L. 3120‑1, χωρίς να είναι επιχειρήσεις οδικής μεταφοράς που μπορούν να παρέχουν τις περιστασιακές υπηρεσίες που αναφέρει το κεφάλαιο ΙΙ του τίτλου Ι του παρόντος βιβλίου, ούτε ταξί, δίκυκλα ή τρίκυκλα μηχανοκίνητα οχήματα ή οχήματα μεταφοράς με οδηγό κατά την έννοια του παρόντος τίτλου.

Στα νομικά πρόσωπα των οποίων αναγνωρίζεται η ποινική ευθύνη για το πλημμέλημα που προβλέπεται στο παρόν άρθρο επιβάλλονται, εκτός από το πρόστιμο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 131‑38 του code pénal [ποινικού κώδικα], οι ποινές που προβλέπονται στα σημεία 2 έως 9 του άρθρου 131‑39 του ίδιου κώδικα. Η απαγόρευση που προβλέπεται στο σημείο 2 του ίδιου άρθρου 131‑39 αφορά τη δραστηριότητα κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως της οποίας διαπράχθηκε η παράβαση. Οι ποινές που προβλέπονται στα σημεία 2 έως 7 του εν λόγω άρθρου μπορούν να απαγγελθούν μόνο για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών.»

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Η Uber France είναι εταιρία γαλλικού δικαίου, θυγατρική της εταιρίας ολλανδικού δικαίου Uber BV, η οποία η ίδια είναι θυγατρική της εταιρίας Uber Technologies Inc., η οποία έχει την έδρα της στο Σαν Φρανσίσκο (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής). Η Uber BV είναι ο διαχειριστής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία, με τη βοήθεια ενός smartphone εφοδιασμένου με την εφαρμογή Uber, παρέχει τη δυνατότητα να παραγγέλλεται υπηρεσία αστικής μεταφοράς στις εξυπηρετούμενες πόλεις. Οι υπηρεσίες μεταφοράς που προσφέρει η πλατφόρμα Uber κατανέμονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με την ποιότητα των οδηγών και το είδος του οχήματος. Στο πλαίσιο της υπηρεσίας που αποκαλείται UberPop, ιδιώτες μη επαγγελματίες οδηγοί προβαίνουν με δικά τους οχήματα στη μεταφορά των επιβατών (7).

8.        Η εταιρία Uber France διώκεται ενώπιον του tribunal correctionnel (tribunal de grande instance, huitième chambre) de Lille (Πλημμελειοδικείου Λίλλης, όγδοο τμήμα, Γαλλία), με απευθείας κλήτευση και πολιτικώς ενάγοντα τον Nabil Bensalem, για διάφορες πράξεις, μεταξύ των οποίων την οργάνωση, από τις 10 Ιουνίου 2014, συστήματος μεσολαβήσεως για την επαφή πελατών με πρόσωπα που εξ επαχθούς αιτίας προβαίνουν στην οδική μεταφορά προσώπων με οχήματα θέσεων λιγότερων από δέκα, υπό τις συνθήκες του άρθρου L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών.

9.        Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Uber France υποστήριξε ότι το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών δεν δύναται να της αντιταχθεί, επειδή συνιστά τεχνικό κανόνα (κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες) ο οποίος, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34, δεν κοινοποιήθηκε. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η διάταξη αυτή δεν κοινοποιήθηκε. Το ζήτημα είναι ο χαρακτηρισμός της ως «τεχνικού κανόνα».

10.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal de grande instance de Lille (Πλημμελειοδικείο Λίλλης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών, το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο 2014‑1104 της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών ταξί και οχημάτων μεταφοράς με οδηγό, συνιστά νέο, ρητό τεχνικό κανόνα που διέπει μία ή περισσότερες υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια της [τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34], με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως του προς θέσπιση κανόνα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας, ή ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας [2006/123 (8)] σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, η οποία στο άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, αποκλείει τις μεταφορές από το πεδίο εφαρμογής της;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος, συνεπάγεται η αθέτηση της κατά το άρθρο 8 της [τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34] υποχρεώσεως κοινοποιήσεως ότι το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών δεν μπορεί να αντιταχθεί σε ιδιώτες;»

11.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Ιουνίου 2016. Γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν από την Uber France, την Εσθονική, τη Γαλλική, την Ολλανδική, την Πολωνική και τη Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και από την Επιτροπή. Οι μετέχοντες στην κύρια δίκη, η Εσθονική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), καθώς και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη στις 24 Απριλίου 2017.

 Ανάλυση

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

12.      Κατά τη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων, το αιτούν δικαστήριο προφανώς έλαβε ως σημείο αφετηρίας ότι ο χαρακτηρισμός μιας υπηρεσίας ως εμπίπτουσας στον τομέα των μεταφορών κατά την έννοια της οδηγίας 2006/123 αποκλείει τον χαρακτηρισμό της ως υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, πράγμα που καθιστά ανεφάρμοστη την κατά την τροποποιηθείσα οδηγία 98/34 υποχρέωση κοινοποιήσεως των διατάξεων που την αφορούν. Πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι υφίσταται μια τέτοια αυτόματη συνέπεια, δεδομένου ότι η τροποποιηθείσα οδηγία 98/34 δεν συνεπάγεται αποκλεισμό για τις μεταφορές ανάλογο με αυτόν που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123 (9). Κατά τη γνώμη μου, αρκεί, χωρίς να εξετασθεί ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητας της Uber υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/123, να αναλυθεί το ζήτημα αν η επίμαχη διάταξη του γαλλικού δικαίου συνιστά τεχνικό κανόνα –και πιο συγκεκριμένα κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες, επειδή είναι η μόνη κατηγορία τεχνικών κανόνων που έχει σημασία εν προκειμένω– ο οποίος έπρεπε να κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34.

13.      Με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, τα αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, σημείο 5, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία απαγορεύει και τιμωρεί την οργάνωση συστήματος μεσολαβήσεως για την επαφή πελατών με πρόσωπα που επιδίδονται στις δραστηριότητες μεταφοράς επιβατών κατά παράβαση των κανόνων που έχουν εφαρμογή σε αυτές τις δραστηριότητες μεταφοράς συνιστά κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο οποίος εμπίπτει στην υποχρέωση κοινοποιήσεως βάσει του άρθρου 8 της εν λόγω οδηγίας. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά τις συνέπειες για τη διαδικασία της κύριας δίκης που ενδέχεται να έχει η μη κοινοποίηση μιας τέτοιας διατάξεως, αν θεωρηθεί ότι αυτή συνιστά τεχνικό κανόνα.

14.      Τα ερωτήματα αυτά θέτουν βεβαίως το πρόβλημα αν μια υπηρεσία όπως η υπηρεσία UberPop που προσφέρεται από την Uber μπορεί να χαρακτηρισθεί ως υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας. Αφιέρωσα στην προβληματική αυτή τις προτάσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (10), τις οποίες εδώ θα περιορισθώ να συνοψίσω, συμπληρώνοντάς τες σε δύο σημεία. Πάντως, νομίζω ότι το ζήτημα αν οι επίμαχες διατάξεις του γαλλικού δικαίου συνιστούν τεχνικούς κανόνες θα μπορούσε να επιλυθεί ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της υπηρεσίας UberPop. Θα το εξηγήσω στο δεύτερο μέρος της αναλύσεώς μου. Τέλος, το πρόβλημα των ενδεχόμενων συνεπειών της μη κοινοποιήσεως θα αποτελέσει το θέμα του τρίτου μέρους.

 Επί του χαρακτηρισμού της υπηρεσίας της Uber

15.      Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi διαπίστωσα ότι η υπηρεσία UberPop που παρέχεται από την Uber είναι σύνθετη ενιαία υπηρεσία, αποτελούμενη από μια υπηρεσία μεσολαβήσεως για την επαφή των επιβατών με τους οδηγούς χάρη σε ένα λογισμικό για smartphones και από μια υπηρεσία μεταφοράς. Σημείωσα επιπλέον ότι, ενώπιον μιας τέτοιας μικτής υπηρεσίας, το σκέλος της που παρέχεται ηλεκτρονικά μπορεί να θεωρηθεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, για τις ανάγκες εφαρμογής του ορισμού των υπηρεσιών αυτών ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 1, σημείο 2, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι είναι οικονομικώς ανεξάρτητο από το σκέλος που δεν παρέχεται με αυτόν τον τρόπο ή ότι συνιστά την κύρια παροχή της μικτής υπηρεσίας. Πράγματι, η εφαρμογή της σχετικής με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ρυθμίσεως της Ένωσης (δηλαδή τόσο της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34 όσο και της οδηγίας 2000/31 (11)) σε παροχές υπηρεσιών που ούτε είναι ανεξάρτητες ούτε κύριες σε σχέση με αυτές που δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση αυτή θα ήταν αντίθετη προς το γράμμα των εν λόγω διατάξεων, δεν θα επιτύγχανε τον σκοπό τους και θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου, στο μέτρο που οι άλλες αυτές παροχές μπορούν να ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο στο εθνικό δίκαιο, πράγμα που συμβαίνει ειδικά σε έναν ιδιαίτερο τομέα όπως είναι οι μεταφορές (12).

16.      Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας της Uber, με επιφύλαξη των τελικών διαπιστώσεων των εθνικών δικαστηρίων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, στο πλαίσιο της υπηρεσίας UberPop η πραγματοποιούμενη με ηλεκτρονικό τρόπο μεσολάβηση για την επαφή πελατών με οδηγούς δεν είναι ανεξάρτητη της υπηρεσίας μεταφοράς, επειδή συνδέεται αρρήκτως με αυτήν και οι δύο υπηρεσίες παρέχονται πράγματι από την εταιρία Uber. Η τελευταία, η οποία αναμφισβήτητα είναι ο πάροχος που μεσολαβεί για την επαφή των πελατών με τους οδηγούς, ασκεί πράγματι αποφασιστικό έλεγχο επίσης όσον αφορά την κατά κυριολεξία υπηρεσία μεταφοράς. Στη συνέχεια, θεώρησα επίσης ότι η μεσολάβηση για την επαφή των πελατών με τους οδηγούς είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την υπηρεσία μεταφοράς, η οποία αποτελεί τον πραγματικό οικονομικό λόγο υπάρξεως της υπηρεσίας UberPop στο σύνολό της (13). Συνήγαγα από όλα αυτά ότι μια τέτοια υπηρεσία δεν πρέπει να θεωρηθεί υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του ορισμού των υπηρεσιών αυτών ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 1, σημείο 2, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34 (14).

17.      Διατηρώ την άποψη αυτή στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και παραπέμπω στις προτάσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi για περισσότερες λεπτομέρειες. Θα περιορισθώ να συμπληρώσω σε δύο σημεία τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις προτάσεις εκείνες.

18.      Πρώτον, η κατάσταση της Uber πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να διακριθεί από αυτήν στη διαφορά που οδήγησε στην απόφαση Vanderborght, όπου το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του μερικές ημέρες πριν από την ανάπτυξη των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφήμιση οδοντιατρικού επαγγέλματος η οποία πραγματοποιείται μέσω ιστοτόπου δημιουργηθέντος από τον οικείο επαγγελματία εμπίπτει στην έννοια της «υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας» (15).

19.      Πάντως, μολονότι, στην κατάσταση εκείνη, υπάρχει μια υπηρεσία που προορίζεται για τους χρήστες (άλλους από τον ίδιο τον εν λόγω επαγγελματία), πρόκειται για υπηρεσία με προορισμό την πληροφόρηση. Απευθύνεται, εν πάση περιπτώσει κατά κύριο λόγο, όχι στα πρόσωπα που ήδη αποτελούν μέρος της πελατείας του οικείου επαγγελματία, αλλά στο κοινό εν γένει, με την ελπίδα να επιτευχθεί να έλθουν νέοι πελάτες. Μια τέτοια πληροφόρηση μπορεί να καταλήξει ή να μην καταλήξει (εξάλλου, είναι πιθανόν αυτό να συμβαίνει στην πλειονότητα των περιπτώσεων) στη συνακόλουθη παροχή οδοντιατρικών υπηρεσιών. Μολονότι αναμφισβήτητα η διαφήμιση αυτή συνδέεται στενά με αυτή καθ’ εαυτήν την άσκηση οδοντιατρικού επαγγέλματος, παρά ταύτα δεν έχει κανένα σύνδεσμο με τις συγκεκριμένες οδοντιατρικές φροντίδες που παρέχονται σε επιμέρους ασθενείς.

20.      Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στην περίπτωση της υπηρεσίας μεσολαβήσεως για την επαφή στο πλαίσιο της πλατφόρμας Uber, η οποία απευθύνεται σε πρόσωπα που ήδη είναι πελάτες της Uber και η οποία έχει ως σκοπό την πραγματοποίηση συγκεκριμένης μεταφοράς. Επιπλέον, αυτή η μεσολάβηση για την επαφή είναι το αναγκαίο σημείο διελεύσεως για να υπάρξει η δυνατότητα λήψεως της υπηρεσίας μεταφοράς στο πλαίσιο του συστήματος της Uber.

21.      Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών, δεν νομίζω ότι τα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση Vanderborght μπορούν να εφαρμοσθούν ευθέως για τις ανάγκες της αναλύσεως του ζητήματος του χαρακτηρισμού των υπηρεσιών όπως η UberPop ως υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

22.      Δεύτερον, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η κατάσταση στο πλαίσιο της υπηρεσίας που παρέχεται από την Uber είναι σαφώς διαφορετική από αυτήν στη σχέση ενός δικαιοπάροχου με τους δικαιοδόχους του στο πλαίσιο συμβάσεως δικαιοχρήσεως. Είναι αλήθεια ότι ο δικαιοπάροχος δικαιοχρήσεως δύναται επίσης να ασκεί στενό έλεγχο στη δραστηριότητα των δικαιοδόχων δικαιοχρήσεως, μέχρι του σημείου οι πελάτες να εκλαμβάνουν τους δικαιοδόχους περισσότερο ως υποκαταστήματα του δικαιοπάροχου και λιγότερο ως ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Εντούτοις, ο ρόλος του δικαιοπάροχου δικαιοχρήσεως περιορίζεται στην παροχή υπηρεσιών (άδειες εκμεταλλεύσεως σήματος, τεχνογνωσία, παροχή εξοπλισμού, συμβουλές κ.λπ.) στους δικαιοδόχους δικαιοχρήσεως. Δεν έχει καμία σχέση με τους χρήστες των τελικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι οι πάροχοι των τελικών αυτών υπηρεσιών είναι μόνον οι δικαιοδόχοι δικαιοχρήσεως. Επομένως, οι υπηρεσίες του δικαιοπάροχου δικαιοχρήσεως είναι ανεξάρτητες από τις τελικές υπηρεσίες, ακόμη και αν, στο πλαίσιο αυτό, ο δικαιοπάροχος ορίζει τις προϋποθέσεις παροχής τους. Αντιθέτως, η Uber εμπλέκεται ευθέως στην παροχή της τελικής υπηρεσίας στους χρήστες, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ως ο πάροχος της υπηρεσίας αυτής, σε αντίθεση με έναν δικαιοπάροχο δικαιοχρήσεως.

 Επί του χαρακτηρισμού της επίμαχης εθνικής διατάξεως ως τεχνικού κανόνα

23.      Ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπηρεσία UberPop είναι υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, αυτό ουδόλως προδικάζει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης διατάξεως του γαλλικού δικαίου ως τεχνικού κανόνα. Πράγματι, κάθε διάταξη που αφορά με οποιονδήποτε τρόπο τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας δεν εισέρχεται αυτομάτως στην κατηγορία των τεχνικών κανόνων.

24.      Η τροποποιηθείσα οδηγία 98/34 διακρίνει πράγματι, μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών τεχνικών κανόνων, τους κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες, διευκρινιζομένου ότι πρόκειται μόνο για υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Κατά τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 1, σημείο 5, της οδηγίας αυτής, κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες είναι απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών και στην άσκησή τους. Για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τεχνικός κανόνας, μια τέτοια απαίτηση πρέπει ακόμη να έχει ως ειδικό σκοπό και ως ειδικό αντικείμενο να ρυθμίσει με σαφή και εύστοχο τρόπο τις υπηρεσίες αυτές. Αντιθέτως, αποκλείονται οι κανόνες που αφορούν τις υπηρεσίες αυτές μόνον κατά συνεκδοχή ή κατά σύμπτωση.

25.      Το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών απαγορεύει την οργάνωση συστημάτων μεσολαβήσεως για την επαφή των πελατών με πρόσωπα που ασκούν τη δραστηριότητα μεταφοράς κατά παράβαση των κανόνων που έχουν εφαρμογή σε αυτές τις δραστηριότητες μεταφοράς. Η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται με ποινικές κυρώσεις.

26.      Μπορώ κάλλιστα να δεχθώ ότι, όπως υποστηρίζει ειδικά η Uber France με τις παρατηρήσεις της, η απαγόρευση αυτή αφορά κυρίως τα συστήματα μεσολαβήσεως για επαφή με ηλεκτρονικό τρόπο. Πράγματι, σήμερα, τέτοια συστήματα είναι τεχνικώς και οικονομικώς βιώσιμα μόνον αν λειτουργούν με τη βοήθεια τεχνολογιών πληροφορικής και, κατά συνέπεια, ηλεκτρονικώς κατά την έννοια της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34. Μολονότι εξακολουθούν να υφίστανται συστήματα μεσολαβήσεως για επαφή μέσω τηλεπικοινωνιών, η οργάνωσή τους απαιτεί σημαντικά τεχνικά μέσα (κέντρα κλήσεων, τερματικά εντός των οχημάτων), πράγμα που καθιστά ελάχιστα πιθανή τη δυνατότητα οργανώσεως ενός τέτοιου συστήματος με τη συμμετοχή των προσώπων που ασκούν τη δραστηριότητα μεταφοράς εκτός του νομίμου πλαισίου.

27.      Επομένως, δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι η επίμαχη διάταξη δεν αφορά ειδικά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, επειδή η διάταξη αυτή δύναται να αφορά άλλες κατηγορίες διαμεσολαβητών στον τομέα των μεταφορών.

28.      Τούτου λεχθέντος, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή δεν έχει ως σκοπό την απαγόρευση ή τη ρύθμιση με άλλον τρόπο της δραστηριότητας μεσολαβήσεως για την επαφή των πελατών με παρόχους υπηρεσιών μεταφοράς εν γένει. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι μόνον να απαγορεύσει και να καταστείλει τη δραστηριότητα διαμεσολαβητή στην παράνομη άσκηση της δραστηριότητας μεταφορών. Η δραστηριότητα διαμεσολαβητή στις νόμιμες υπηρεσίες μεταφοράς παραμένει πλήρως εκτός του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

29.      Επομένως, συμμερίζομαι την άποψη της Πολωνικής Κυβερνήσεως που διατυπώθηκε με τις γραπτές της παρατηρήσεις, κατά την οποία η διάταξη αυτή αφορά μόνο κατά σύμπτωση τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Πράγματι, ο σκοπός της διατάξεως αυτής δεν είναι να ρυθμίσει ειδικά τις υπηρεσίες αυτές, αλλά να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της ρυθμίσεως που αφορά τις υπηρεσίες μεταφοράς, υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την τροποποιηθείσα οδηγία 98/34.

30.      Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών, κατά το μέρος που απαγορεύει την οργάνωση συστήματος μεσολαβήσεως για την επαφή των πελατών με τα πρόσωπα που ασκούν τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών μεταφοράς κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων, πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιό της. Πράγματι, αν μια δραστηριότητα είναι παράνομη, κάθε συνέργεια στην άσκηση της δραστηριότητας αυτής δύναται επίσης να θεωρηθεί κατά το εθνικό δίκαιο παράνομη. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν η συνέργεια αυτή έχει τον χαρακτήρα οργανώσεως ενός συστήματος και όταν συντελείται με κερδοσκοπικό σκοπό (16). Επομένως, η νομοθετική συμβολή του άρθρου L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών έγκειται, στην πραγματικότητα, κυρίως στη θέσπιση ποινικών κυρώσεων για τη συμμετοχή σε δραστηριότητα της οποίας η παρανομία ήδη απορρέει από την εθνική νομοθεσία.

31.      Αν κάθε εθνική διάταξη που απαγορεύει ή τιμωρεί με κυρώσεις τη διαμεσολάβηση σε παράνομες δραστηριότητες έπρεπε να θεωρείται τεχνικός κανόνας απλώς και μόνον λόγω του ότι η διαμεσολάβηση αυτή πραγματοποιείται, το πιθανότερο, με ηλεκτρονικό τρόπο, μεγάλος αριθμός εσωτερικών κανόνων των κρατών μελών, γραπτών και αγράφων, θα έπρεπε ως εκ τούτου να κοινοποιείται. Αυτό θα είχε ως συνέπεια μια αδικαιολόγητη επέκταση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως (17), χωρίς πράγματι να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της διαδικασίας αυτής, η οποία σκοπό έχει να αποτρέπει τη θέσπιση από τα κράτη μέλη μέτρων ασύμβατων με την εσωτερική αγορά και να καθιστά δυνατή μια καλύτερη αξιοποίηση από τους επιχειρηματίες των πλεονεκτημάτων που είναι σύμφυτα με την εσωτερική αγορά (18). Αντ’ αυτού, μια τέτοια υπερβολική υποχρέωση κοινοποιήσεως, έχουσα ως κύρωση τη μη δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων που δεν κοινοποιήθηκαν (19), θα καθιστούσε δυνατή την καταστρατήγηση του νόμου και θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου, επίσης στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.

32.      Αν το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών μπορεί να νοηθεί, όπως η Uber France υποστηρίζει με τις παρατηρήσεις της, ως στρεφόμενο ειδικά κατά της λειτουργίας της πλατφόρμας Uber, τούτο θα οφείλεται στο γεγονός ότι η Uber, αναπτύσσοντας τη δική της υπηρεσία UberPop, επίτηδες επέλεξε ένα οικονομικό μοντέλο που δεν συμβιβάζεται με την εθνική ρύθμιση της δραστηριότητας μεταφοράς επιβατών (20). Πράγματι, το μοντέλο αυτό στηρίζεται σε υπηρεσίες μη επαγγελματιών οδηγών οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν κατέχουν τις αναγκαίες κατά το γαλλικό δίκαιο άδειες για να ασκούν τη δραστηριότητα μεταφορών. Πάντως, αυτό δεν καθιστά την εν λόγω διάταξη κανόνα που διέπει τις δραστηριότητες διαμεσολαβητή στον τομέα των μεταφορών εν γένει.

33.      Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι το άρθρο L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών αφορά μόνο κατά σύμπτωση τις υπηρεσίες μεσολαβήσεως για την επαφή των πελατών με πρόσωπα που πραγματοποιούν μεταφορές, στο μέτρο που η επαφή αυτή αφορά την παράνομη άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων μεταφοράς. Επομένως, η επίμαχη διάταξη πρέπει να αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 5, πέμπτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας αυτής.

34.      Ο αποκλεισμός αυτός δεν οφείλεται στο γεγονός ότι η επίμαχη διάταξη εμπίπτει στον τομέα του ποινικού δικαίου, αλλά στο γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει και δεν καταστέλλει, εν γένει, μια δραστηριότητα που έχει τον χαρακτήρα υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, αλλά μόνο κατά το μέρος που η δραστηριότητα αυτή συνιστά πράξη συνέργειας στην άσκηση μιας άλλης δραστηριότητας, η οποία είναι παράνομη και επιπλέον βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34.

 Επί των συνεπειών που ενδέχεται να έχει η μη κοινοποίηση της επίμαχης εθνικής διατάξεως

35.      Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, ποιες συνέπειες πρέπει να συναχθούν, στην κύρια δίκη, από τη μη κοινοποίηση του άρθρου L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών.

36.      Ασφαλώς, αν το Δικαστήριο ακολουθήσει την πρότασή μου όσον αφορά την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, κρίνοντας ότι η επίμαχη διάταξη δεν συνιστά τεχνικό κανόνα κατά την έννοια της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34 και επομένως δεν εμπίπτει στην υποχρέωση κοινοποιήσεως, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν θα είναι πια λυσιτελές. Παρά ταύτα, θα το αναλύσω, χάριν πληρότητας, επειδή η επιβαλλόμενη απάντηση θα μας δώσει τη δυνατότητα να έχουμε πλήρη εικόνα του θέματος.

37.      Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες της μη κοινοποιήσεως τεχνικών κανόνων είναι πάγια. Κατ’ αρχήν, η μη κοινοποίηση συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια κατά τη θέσπιση των οικείων τεχνικών κανόνων και έχει ως συνέπεια τη μη δυνατότητα εφαρμογής των τεχνικών αυτών κανόνων, οπότε αυτοί δεν μπορούν να αντιτάσσονται στους ιδιώτες (21). Επομένως, ενώ χαρακτηρίζει τη μη κοινοποίηση ως διαδικαστική πλημμέλεια, το Δικαστήριο εφαρμόζει στη μη κοινοποίηση την ίδια κύρωση με την προβλεπόμενη σε περίπτωση ουσιαστικής ασυμβατότητας εσωτερικού κανόνα με κανόνα του δικαίου της Ένωσης (22).

38.      Έτσι, κάθε ιδιώτης που θέλει να διαφύγει την εφαρμογή ενός κανόνα μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι ο κανόνας αυτός δεν κοινοποιήθηκε, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθοριστεί αν ο κανόνας αυτός είναι από ουσιαστικής απόψεως αντίθετος με τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς. Αυτή η μη δυνατότητα αντιτάξεως είναι ικανή να παράσχει όφελος ακόμη και στους επιχειρηματίες των οποίων η δραστηριότητα, ενώ εμπίπτει στον εν λόγω κανόνα, δεν συνιστά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως λόγω του ότι ο ρόλος τους δεν περιορίζεται σε υπηρεσίες που παρέχονται ηλεκτρονικώς (23). Σκέπτομαι ειδικά την περίπτωση που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, αυτήν της Uber. Όπως εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi, η δραστηριότητά της δεν εμπίπτει στην έννοια της υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας (24), μολονότι μπορεί να ασκείται βάσει του άρθρου L. 3124‑13 του κώδικα μεταφορών. Παρά ταύτα, η συνέπεια αυτή είναι χαρακτηριστική της φύσεως του διαδικαστικού πλημμελήματος της μη κοινοποιήσεως, το οποίο καθιστά ανίσχυρο, έναντι κάθε ιδιώτη, τον μη κοινοποιηθέντα κανόνα.

39.      Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αν το άρθρο L. 3124‑13 πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά κανόνα σχετικό με τις κατά το άρθρο 1, σημείο 5, της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34 υπηρεσίες, δεν μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες, καθόσον δεν έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής.

40.      Τελικά, όσον αφορά την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 7, της οδηγίας 2006/123, στην οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπενθυμίζω ότι, κατ’ εμέ (25), αν η δραστηριότητα της Uber δεν θεωρηθεί ως υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας λόγω του σύνθετου χαρακτήρα της, εμπίπτει χωρίς αμφιβολία στον τομέα των μεταφορών, πράγμα που την αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

 Πρόταση

41.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα του tribunal de grande instance de Lille (Πλημμελειοδικείου Λίλλης, Γαλλία) η εξής απάντηση:

Το άρθρο 1, σημείο 5, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, σε συνδυασμό με το σημείο 2 του άρθρου αυτού, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία απαγορεύει και τιμωρεί την οργάνωση συστήματος μεσολαβήσεως για την επαφή πελατών με πρόσωπα που επιδίδονται στις δραστηριότητες μεταφοράς επιβατών κατά παράβαση των κανόνων που έχουν εφαρμογή σε αυτές τις δραστηριότητες μεταφοράς δεν συνιστά κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες ο οποίος εμπίπτει στην υποχρέωση κοινοποιήσεως κατά το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Μια τρίτη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αφορά την προβληματική αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2016, Uber Belgium (C‑526/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:830).


3      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).


4      ΕΕ 1998, L 204, σ. 37.


5      ΕΕ 1998, L 217, σ. 18.


6      Κατά το άρθρο 11 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφορήσεως στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), η οδηγία 98/34 καταργήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2015. Πάντως, παραμένει εφαρμοστέα, ratione temporis, στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.


7      Για λεπτομερέστερη περιγραφή της πλατφόρμας Uber, βλ. σημεία 12 έως 15 των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).


8      Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36).


9      Εν γνώσει τού ότι μια υπηρεσία στον τομέα των μεταφορών δεν είναι κατ’ ανάγκην υπηρεσία μεταφοράς εν στενή εννοία (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C‑168/14, EU:C:2015:685).


10      C‑434/15, EU:C:2017:364.


11      Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).


12      Βλ. σημεία 29 έως 38 των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).


13      Βλ. σημεία 39 έως 64 των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).


14      Βλ. σημεία 65 και 66 των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).


15      Απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Vanderborght (C‑339/15, EU:C:2017:335, σκέψη 39).


16      Υπενθυμίζω ότι μόνον οι παροχές έναντι αμοιβής μπορούν να θεωρηθούν υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας κατά την έννοια της τροποποιηθείσας οδηγίας 98/34.


17      Εξάλλου, αναφορά στην επέκταση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως («notification creep») έχει ήδη γίνει από τον γενικό εισαγγελέα M. Bobek στο σημείο 62 των προτάσεών του στην υπόθεση M. και S. (C‑303/15, EU:C:2016:531).


18      Βλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 82).


19      Βλ. κατωτέρω.


20      Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι η Uber δεν μπορεί να επικαλεσθεί το δίκαιο της Ένωσης για να αμφισβητήσει τη ρύθμιση που αφορά τις κατά κυριολεξία υπηρεσίες μεταφοράς, επειδή σε αυτόν τον τομέα, σύμφωνα με τα άρθρα 58 και 90 ΣΛΕΕ, είναι αναγκαία θετική δράση του νομοθέτη της Ένωσης.


21      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54), και, εσχάτως, της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince (C‑336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 67).


22      Βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International (C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 42).


23      Βλ., ειδικότερα, σημεία 29 έως 38 των παρουσών προτάσεων.


24      Βλ. σημεία 15 και 16 των παρουσών προτάσεων.


25      Βλ. σημεία 67 έως 70 των προτάσεών μου στην υπόθεση Asociación Profesional Elite Taxi (C‑434/15, EU:C:2017:364).