Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Dyscyplinarny Izby Adwokackiej w Warszawie (Πολωνία) στις 31 Ιανουαρίου 2020 – Ministerstwo Sprawiedliwości κατά R.G.

(Υπόθεση C-55/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Dyscyplinarny Izby Adwokackiej w Warszawie

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγον: Ministerstwo Sprawiedliwości [Υπουργείο Δικαιοσύνης]

Καθού: R.G.

Προδικαστικά ερωτήματα

Εφαρμόζονται οι διατάξεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά 1 (στο εξής: οδηγία περί των υπηρεσιών), και ειδικότερα το άρθρο 10, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, σε διαδικασία η οποία αφορά την πειθαρχική ευθύνη δικηγόρων και αλλοδαπών νομικών που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο δικηγόρων, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί, μεταξύ άλλων, να επιβληθεί στον μεν δικηγόρο χρηματική ποινή, προσωρινή παύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα, στον δε αλλοδαπό νομικό χρηματική ποινή, αναστολή του δικαιώματος παροχής νομικών υπηρεσιών εντός της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή απαγόρευση παροχής νομικών υπηρεσιών εντός της Δημοκρατίας της Πολωνίας; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ερώτημα αυτό, έχουν οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και ειδικότερα το άρθρο 47 του Χάρτη, εφαρμογή στην ως άνω διαδικασία ενώπιον των [πειθαρχικών] δικαστηρίων δικηγόρων, σε υποθέσεις στις οποίες κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων αυτών δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ή μπορεί να ασκηθεί μόνον έκτακτο ένδικο μέσο, όπως η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου, Πολωνία), ακόμη και όταν όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους;

Σε περίπτωση στην οποία –στο πλαίσιο της μνημονευόμενης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα διαδικασίας– αρμόδιο για την εξέταση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης ή διάταξης του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων) ή έφεσης κατά διάταξης η οποία δεν επιτρέπει την άσκηση αναίρεσης είναι, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις, όργανο το οποίο, κατά την εκτίμηση του δικάζοντος δικαστηρίου η οποία ταυτίζεται με την κρίση του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου, Πολωνία) που περιέχεται στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, υπόθεση αριθ. III PO 7/18, δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, επιβάλλεται να μην εφαρμοστούν οι εθνικές διατάξεις που καθιστούν αρμόδιο το εν λόγω όργανο, έχει δε το adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικό δικαστήριο δικηγόρων) υποχρέωση να παραπέμψει την ως άνω αίτηση αναίρεσης ή έφεση για να εξεταστεί από το δικαστικό όργανο που θα ήταν αρμόδιο προς τούτο εάν δεν ίσχυαν οι ως άνω εθνικές διατάξεις;

Σε περίπτωση στην οποία –στο πλαίσιο της μνημονευόμενης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα διαδικασίας– δεν δύναται, κατά την άποψη του δικάζοντος δικαστηρίου, να ασκηθεί αναίρεση κατά απόφασης ή διάταξης του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων) ούτε από τον Prokurator Generalny (γενικό εισαγγελέα) ούτε από τον Rzecznik Praw Obywatelskich (συνήγορο του πολίτη), και η άποψη αυτή είναι:

α)    αντίθετη προς την άποψη που διατύπωσε το Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου) υπό επταμελή σύνθεση, με την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2019 στην υπόθεση αριθ. II DSI 67/18, δηλαδή το όργανο που είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις, για την εξέταση της έφεσης κατά διάταξης η οποία δεν επιτρέπει την άσκηση αναίρεσης, όργανο το οποίο, όμως, κατά την εκτίμηση του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων) η οποία ταυτίζεται με την κρίση του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου) στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, υπόθεση αριθ. III PO 7/18, δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, και

β)    σύμφωνη με την άποψη που έχει διατυπώσει το Izba Karna Sądu Najwyższego (ποινικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου), δηλαδή το δικαστικό όργανο που θα ήταν αρμόδιο για την εξέταση μιας τέτοιας έφεσης εάν δεν ίσχυαν οι ως άνω εθνικές διατάξεις,

μπορεί (ή πρέπει) το adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικό δικαστήριο δικηγόρων) να αγνοήσει την άποψη του Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου);

Εάν, στην περίπτωση που διαλαμβάνεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ασκηθεί προσφυγή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ενώπιον του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων) και:

α)    ένας εκ των παραγόντων ο οποίος, κατά την κρίση του Sąd Najwyższy (Ανώτατου Δικαστηρίου) που περιέχεται στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019, υπόθεση αριθ. III PO 7/18, και κατά την άποψη του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων), δικαιολογεί την παραδοχή ότι το Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου), δηλαδή το όργανο για το οποίο γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α΄, δεν είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, είναι η επιρροή την οποία ασκεί η εκτελεστική εξουσία, και ειδικότερα ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στη σύνθεση του οργάνου αυτού και

β)    οι αρμοδιότητες του Prokurator Generalny (γενικού εισαγγελέα), ο οποίος, κατά την άποψη του Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου), δηλαδή του οργάνου για το οποίο γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο α΄, δύναται να ασκήσει αναίρεση κατά διάταξης που έχει εκδοθεί επί προσφυγής, ενώ δεν έχει τη δυνατότητα αυτή κατά την άποψη του Izba Karna Sądu Najwyższego (ποινικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου), δηλαδή του δικαστικού οργάνου για το οποίο γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο β΄, και κατά την άποψη του adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικού δικαστηρίου δικηγόρων), ασκούνται βάσει του νόμου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

πρέπει το adwokacki sąd dyscyplinarny (πειθαρχικό δικαστήριο δικηγόρων) να μην εξετάσει την προσφυγή, εάν μόνο με αυτόν τον τρόπο δύναται να διασφαλιστεί η διεξαγωγή της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη και, ειδικότερα, να αποφευχθεί η συμμετοχή στη διαδικασία οργάνου το οποίο δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης;

____________

1 ΕΕ 2006, L 376, σ. 36.