Language of document : ECLI:EU:T:2019:202

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2019 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αιτήσεις καταχωρίσεως εικονιστικών σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Simply. Connected. – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα – Έκταση του ελέγχου που οφείλει να ασκήσει το τμήμα προσφυγών – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001] – Άρθρο 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 71 του κανονισμού 2017/1001)»

Στις υποθέσεις T‑251/17 και T‑252/17,

Robert Bosch GmbH, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους S. Völker και M. Pemsel, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους V. Mensing και D. Hanf,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγές ασκηθείσες κατά των αποφάσεων του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 9ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 948/2016-5) και της 10ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 947/2016-5), σχετικά με αιτήσεις καταχωρίσεως των εικονιστικών σημάτων Simply. Connected. ως σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, V. Kreuschitz, I. S. Forrester, N. Półtorak και E. Perillo, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2017,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουλίου 2017,

έχοντας υπόψη τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 26ης Σεπτεμβρίου 2018,

έχοντας υπόψη την παραπομπή των υπό κρίση υποθέσεων ενώπιον του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019 περί συνεκδικάσεως των υπό κρίση υποθέσεων,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την κοινοποίηση της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό των διαφορών

1        Στις 19 Νοεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα, Robert Bosch GmbH, υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) δύο αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Το πρώτο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: πρώτο επίμαχο σήμα, υπόθεση T‑251/17) είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Το δεύτερο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: δεύτερο επίμαχο σήμα, υπόθεση T‑252/17) είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

4        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση των δύο σημάτων είναι πανομοιότυπα. Τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες εμπίπτουν στις κλάσεις 7, 9, 11, 12, 36 έως 38, 41 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 7: «ηλεκτροκινητήρες (εκτός αυτών που προορίζονται για οχήματα χερσαίων μεταφορών), εκκινητήρες (εκτός αυτών που προορίζονται για οχήματα χερσαίων μεταφορών), γεννήτριες, συστήματα ανάφλεξης για κινητήρες εσωτερικής καύσης, σπινθηριστές προθέρμανσης, σπινθηριστές, αισθητήρες λάμδα, διανομείς ανάφλεξης, πηνία ανάφλεξης, μαγνητοηλεκτρικές συσκευές, υποδοχές σπινθηριστών, αντλίες έγχυσης, αντλίες καυσίμου, ρυθμιστές στροφών κινητήρα, εγχυτήρες για κινητήρες και φορείς ακροφύσιων· βαλβίδες για μηχανές· φίλτρα καυσίμων, φίλτρα λαδιού, φίλτρα αέρος· υδραυλικές αντλίες, υδραυλικοί κινητήρες, υδραυλικές βαλβίδες, υδραυλικοί ανυψωτές· υδραυλικές δεξαμενές και υδραυλικά φίλτρα· πνευματικές βαλβίδες, υδραυλικά τιμόνια, πέδη με πεπιεσμένο αέρα, διατάξεις πεπιεσμένου αέρα, συγκεκριμένα συμπιεστές και δοχεία πεπιεσμένου αέρα, βαλβίδες ελέγχου, βαλβίδες πέδης· στροβιλοσυμπιεστές· ηλεκτρονικές συσκευές χειρισμού για τεχνικές παραγωγής, μηχανές συγκόλλησης με αντίσταση, σερβοκινητήρες και άτρακτοι, χειριστήρια ρομπότ· αρθρωτά στοιχεία για αυτόματες τεχνικές συναρμολόγησης και παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της διευθέτησης θέσεων εργασίας, ήτοι τραπεζιών και πάγκων εργασίας, υποστηρίγματα μηχανών, συσκευές ασφαλείας και προστασίας, περιστρεφόμενες θέσεις εργασίας, συσκευές ανύψωσης, μέγγενες, συστήματα προετοιμασίας και διαρρύθμισης υλικών, ήτοι ιμάντες ολίσθησης και μεταφορικές ταινίες, λωρίδες διανομέων, βραχίονες και ηλεκτρικά προγραμματιζόμενες συσκευές, συμπεριλαμβανομένων των παραληπτών και των ρομπότ με ένα βραχίονα· λειαντικές μηχανές ανώμαλων επιφανειών (μηχανικές, θερμικές και ηλεκτροχημικές)· μηχανές συσκευασίας· ηλεκτρικά εργαλεία και προσαρτώμενα εργαλεία αυτών· ηλεκτρικές μηχανές μαγειρικής και τα εξαρτήματα αυτών· πλυντήρια πιάτων, πλυντήρια ρούχων· γεννήτριες ραδιοσυχνοτήτων· διατάξεις εκκίνησης για κινητήρες εσωτερικής καύσης· μέρη και εξαρτήματα για τα προαναφερθέντα προϊόντα περιλαμβανόμενα στην κλάση 7»·

–        κλάση 9: «Αισθητήρες· προγραμματιζόμενα όργανα ελέγχου· ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα μέτρησης, ελέγχου (επιθεώρησης) και ρύθμισης για την εγκατάσταση σε οχήματα· συσκευές για την εγγραφή, την επεξεργασία, την κατεργασία, την εκπομπή, τη λήψη και την ένδειξη σημάτων, δεδομένων, εικόνων και ήχων, ηλεκτρικά και ηλεκτρομαγνητικά μέσα δεδομένων· βιντεοκάμερες, οθόνες, μεγάφωνα, κεραίες για ραδιόφωνα και τηλεοπτικές συσκευές, τηλεφωνικές συσκευές, κεραίες αυτοκινήτων, φορητές συσκευές ραδιοεπικοινωνίας, τηλεφωνικές συσκευές αυτοκινήτων· όργανα συναγερμού· συσκευές για τον εντοπισμό και την πλοήγηση προοριζόμενες για εγκατάσταση σε οχήματα κίνησης στο έδαφος, στον αέρα και στο νερό· διατάξεις τροφοδοσίας με ρεύμα, ηλεκτρικά φίλτρα, δομοστοιχεία ημιαγωγών, οπτικοηλεκτρονικά δομοστοιχεία· τυπωμένα κυκλώματα, κυκλώματα κατασκευασμένα με διεργασία χημικής καύσης και χυτά κυκλώματα, ολοκληρωμένα κυκλώματα, ηλεκτρονόμοι, ασφάλειες, αγωγοί για ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά και οπτικά σήματα, συνδέσεις καλωδίων, ηλεκτρικοί διακόπτες, ηλεκτρονικές ρυθμίσεις μακρινού φωτισμού, αισθητήρες, ανιχνευτές, διατάξεις και κιβώτια ελέγχου, ηλιακές κυψέλες και γεννήτριες· συσκευές ανάλυσης για μηχανοκίνητα οχήματα, συγκεκριμένα για την ανάλυση καυσαερίων, σωματιδίων αιθάλης, για τη λειτουργία πέδης, διαγνωστικά όργανα και διατάξεις εξομοίωσης, διατάξεις δοκιμής κινητήρα, συσκευές δοκιμής συνεργείου για αντλίες ψεκασμού, διατάξεις εκκίνησης και γεννήτριες· ηλεκτρικά στοιχεία (μπαταρίες), φορτιστές, συσκευές δοκιμής ηλεκτρικών στοιχείων (μπαταριών), ενισχυτές, μετασχηματιστές, καλαμίσκοι (καρούλια) για καλώδια· συστήματα ελέγχου δυναμικής οδήγησης με βάση υπολογιστές· μέρη και εξαρτήματα για τα προαναφερθέντα»·

–        κλάση 11: «Συσκευές θέρμανσης, μαγειρικής, ψησίματος και ψύξης· αερίου αναπτήρες· περιλαμβανόμενες στην κλάση 11· προβολείς και φώτα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για οχήματα· ψυκτικές συσκευές και εγκαταστάσεις· εγκαταστάσεις εξαερισμού· στεγνωτήρες μαλλιών· ηλεκτρικές καφετιέρες· συσκευές για καβούρδισμα· κλίβανοι αρτοποιίας· ηλεκτρικοί βραστήρες αυγών· φρυγανιέρες· εγκαταστάσεις κλιματισμού· συσκευές ελέγχου και ρύθμισης για συσκευές θέρμανσης αερίου· στεγνωτήρια ρούχων· μέρη και εξαρτήματα για τα προαναφερθέντα είδη περιλαμβανόμενα στην κλάση 11»·

–        κλάση 12: «Συστήματα συγκράτησης για εγκατάσταση σε μηχανοκίνητα οχήματα, συγκεκριμένα διατάξεις τεντώματος ζώνης ασφαλείας, αερόσακοι· συστήματα τήξης του πάγου για ανεμοθώρακα· σερβόφρενα και συστήματα πέδησης πεπιεσμένου αέρα για χερσαία οχήματα και αεροσκάφη· συστήματα αντιεμπλοκής των τροχών κατά την πέδηση· συστήματα ελέγχου πρόσφυσης κινητήρα· διατάξεις χειρισμού κιβωτίων ταχυτήτων· υαλοκαθαριστήρες· υδραυλικές διατάξεις διεύθυνσης οχημάτων κίνησης στο έδαφος, στον αέρα και στο νερό· ηλεκτρικοί κινητήρες για χερσαία οχήματα· μέρη και εξαρτήματα για τα προαναφερθέντα είδη περιλαμβανόμενα στην κλάση 12»·

–        κλάση 36: «Υπηρεσίες ασφάλισης»·

–        κλάση 37: «Τοποθέτηση, συντήρηση και επισκευή μερών και εξαρτημάτων μηχανοκίνητων οχημάτων, ραδιοφωνικών συστημάτων αυτοκινήτων, συσκευών ραδιοεπικοινωνίας, εργαλειομηχανών χειρός, συσκευών και διατάξεων συνεργείου, διατάξεων παραγωγής ρεύματος, οικιακών και μαγειρικών συσκευών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών συστημάτων, εγκαταστάσεων υγιεινής, συστημάτων θέρμανσης και κλιματισμού και επίπλων· υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης μηχανοκίνητων οχημάτων στο πλαίσιο εκδηλώσεων μηχανοκίνητου αθλητισμού»·

–        κλάση 38: «Τηλεφωνία, δορυφορική μετάδοση ήχου, δεδομένων και εικόνων»·

–        κλάση 41: «Επιμόρφωση και εκπαίδευση τρίτων στην ηλεκτροτεχνία και ηλεκτρονική»·

–        κλάση 42: «Σχεδιασμός και υπηρεσίες συμβούλου οικοδομικών έργων και κατασκευών· δημιουργία και εγκατάσταση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών· εκτέλεση εντολών σε σχέση με την ανάπτυξη, τις δοκιμές και την έρευνα· παροχή τεχνικών συμβουλών και γνωματεύσεων· μελέτη, ανάπτυξη και τεχνικός έλεγχος διαστημικών έργων· τεχνική επίβλεψη κτιρίων και εγκαταστάσεων.»

5        Με έγγραφα της 16ης Μαρτίου 2016, ο εξεταστής του EUIPO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι τα δύο επίμαχα σήματα προσέκρουαν εν μέρει στους απόλυτους λόγους απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001).

6        Με έγγραφα της 18ης Απριλίου 2016 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της.

7        Με αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2016, ο εξεταστής απέρριψε, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, την καταχώριση των δύο επίμαχων σημάτων για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που καλύπτονται από τα εν λόγω σήματα και περιλαμβάνονται στις κλάσεις 9, 37, 38 και 41, καθώς και για τις υπηρεσίες «δημιουργία και εγκατάσταση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών» και «παροχή τεχνικών συμβουλών» που εμπίπτουν στην κλάση 42.

8        Αντιθέτως, καμία αντίρρηση δεν διατυπώθηκε σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τα οποία αφορούν οι αιτήσεις καταχωρίσεως και εμπίπτουν στις κλάσεις 7, 11, 12, 36 και για τις υπηρεσίες «σχεδιασμού και […] συμβούλου οικοδομικών έργων και κατασκευών», «εκτέλεση εντολών σε σχέση με την ανάπτυξη, τις δοκιμές και την έρευνα», «γνωματεύσεων», «μελέτης, ανάπτυξης και τεχνικού ελέγχου διαστημικών έργων» και «τεχνικής επίβλεψης κτιρίων και εγκαταστάσεων» που εμπίπτουν στην κλάση 42.

9        Στις 23 Μαΐου 2016 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά καθεμιάς από τις δύο αποφάσεις του εξεταστή.

10      Με αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 948/2016-5, σχετικά με το πρώτο επίμαχο σήμα, στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση) και της 10ης Μαρτίου 2017 (υπόθεση R 947/2016-5, σχετικά με το δεύτερο επίμαχο σήμα, στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε τις προσφυγές για λόγους που ταυτίζονται.

11      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα λεκτικά στοιχεία που συνιστούν τα σήματα των οποίων ζητείται η καταχώριση γίνονται αντιληπτά ως διαφημιστικό σύνθημα στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα, το οποίο σημαίνει «απλά συνδέονται» ή «βασικά συνδέονται» σε κάποιο δίκτυο. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν δίδει καμία σημασία στις τελείες που ακολουθούν κάθε λεκτικό στοιχείο, δεδομένου ότι οι καταναλωτές τείνουν να αντιλαμβάνονται τη συνέχεια των γραμμάτων με τρόπο που θεωρούν ότι βγάζει νόημα ανεξάρτητα από τα σημεία στίξεως και τη χρήση κεφαλαίων ή πεζών γραμμάτων. Ομοίως, ούτε το στρογγυλεμένο τετράγωνο, από το οποίο απουσιάζει η άνω δεξιά γωνία και το οποίο περιβάλλει τα λεκτικά στοιχεία, ούτε το γνωστό σύμβολο της ασύρματης συνδέσεως (που συνίσταται στην απεικόνιση τριών ομόκεντρων κυμάτων) προσδίδουν στα επίμαχα σημεία διακριτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι αυτά δεν γίνονται συνειδητά αντιληπτά, στο μέτρο που είναι συνήθη στο πλαίσιο των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών (σημεία 17 έως 19 των προσβαλλομένων αποφάσεων). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επίμαχα σημεία δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν οι αιτήσεις καταχωρίσεως (σημείο 20 των προσβαλλομένων αποφάσεων).

12      Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο, σχεδόν, των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρατίθενται στη σκέψη 4 ανωτέρω και ομαδοποιώντας τα ανά κατηγορίες, έκρινε ότι, ανάλογα με την περίπτωση, οι καταναλωτές αναμένουν είτε συνήθη σύνδεση σε κάποιο δίκτυο είτε τη διασύνδεση των προϊόντων μέσω του «διαδικτύου των πραγμάτων» και ότι όλα τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες σχετίζονται άμεσα με την παροχή τέτοιων ασύρματων συνδέσεων (σημεία 25 και 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων). Ως εκ τούτου, τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά ως εγκωμιαστική ένδειξη μιας αφηρημένης ιδιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν οι αιτήσεις καταχωρίσεως (σημείο 27 των προσβαλλομένων αποφάσεων).

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

14      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα των δύο υποθέσεων.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη των δύο προσφυγών, οι οποίες έχουν πανομοιότυπη διατύπωση, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 64 του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 64 του κανονισμού 207/2009 και του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

16      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 7, 11, 12 και 36 και εκείνα που υπάγονται στην κλάση 42, πλην των υπηρεσιών δημιουργίας και εγκαταστάσεως προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και παροχής τεχνικών συμβουλών. Ωστόσο, ο εξεταστής δεν είχε αντιταχθεί στην καταχώριση των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών. Ενεργώντας κατά τα ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του και, κατά τούτο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν [απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, Lumene κατά ΓΕΕΑ (THE YOUTH EXPERTS), T‑484/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:963].

17      Το EUIPO αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό.

18      Πρώτον, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει το EUIPO, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή στις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον των τμημάτων προσφυγών και ότι, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος των προσφυγών, καθόσον στηρίζεται στην παράβαση της ανωτέρω διατάξεως, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

19      Δεύτερον, όπως υποστηρίζει το EUIPO, και σε αντίθεση με τα αιτήματα του προσφεύγοντος ενώπιον του τμήματος προσφυγών στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, THE YOUTH EXPERTS (T‑484/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:963), η προσφεύγουσα ζήτησε από το τμήμα προσφυγών την ακύρωση των αποφάσεων του εξεταστή μόνον κατά το μέτρο που οι εν λόγω αποφάσεις ήταν δυσμενείς γι’ αυτή.

20      Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών εξέτασε τον διακριτικό χαρακτήρα των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις.

21      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 7 ανωτέρω, ο εξεταστής απέρριψε τις αιτήσεις καταχωρίσεως των επίμαχων δύο σημάτων για τα σχετικά προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 37, 38 και 41 καθώς και για τις υπηρεσίες που αναφέρονται ως «δημιουργία και εγκατάσταση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών» και «παροχή τεχνικών συμβουλών» και οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 42. Επομένως, η καταχώριση των επίμαχων σημάτων είναι δυνατή για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που μνημονεύονται στη σκέψη 4 ανωτέρω, ήτοι εκείνα που υπάγονται στις κλάσεις 7, 11, 12 και 36, καθώς και για τις υπηρεσίες «σχεδιασμού και […] συμβούλου οικοδομικών έργων και κατασκευών», «εκτέλεσης εντολών σε σχέση με την ανάπτυξη, τις δοκιμές και την έρευνα», «γνωματεύσεων», «μελέτης, ανάπτυξης και τεχνικού ελέγχου διαστημικών έργων» και «τεχνικής επίβλεψης κτιρίων και εγκαταστάσεων» που υπάγονται στην κλάση 42 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

22      Ωστόσο, ορισμένα από τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της διαφοράς εξετάσθηκαν, παρά ταύτα, από το τμήμα προσφυγών με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και ομαδοποιήθηκαν στις κατηγορίες (a), (f), (g), (h), (i) και (j) που δημιούργησε το τμήμα προσφυγών με τα σημεία 23 και 24 των προσβαλλομένων αποφάσεων. Στα σημεία 26 και 27 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν διακριτικού χαρακτήρα όσον αφορά, επίσης, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες (a), (f), (g), (h), (i) και (j) κατά την έννοια των προσβαλλομένων αποφάσεων, συμπεριλαμβάνοντας, με τον τρόπο αυτό, προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο της διαφοράς.

23      Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι το τμήμα προσφυγών προέβη στην εξέταση προϊόντων και υπηρεσιών ως προς την καταχώριση των οποίων ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις και τα οποία δεν αφορούσαν οι προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Οι διάδικοι, μολονότι συμφωνούν ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια εξέταση, αντιθέτως διαφωνούν όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από το γεγονός αυτό.

24      Κατά την προσφεύγουσα, η οποία επικαλείται την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, THE YOUTH EXPERTS (T‑484/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:963), πρέπει να διαπιστωθεί ότι το τμήμα προσφυγών, εξετάζοντας προϊόντα και υπηρεσίες ως προς τα οποία ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις, υπερέβη την αρμοδιότητά του, με συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων οι οποίες, κατά το μέτρο αυτό, πρέπει να ακυρωθούν.

25      Αντιθέτως, κατά το EUIPO, η εξέταση από το τμήμα προσφυγών του διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση για προϊόντα και υπηρεσίες που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της προσφυγής δεν μπορούσε να διευρύνει το αντικείμενό της. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις που αφορούν τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθεί ότι παρατίθενται σαφώς ως εκ περισσού και, κατά συνέπεια, ότι δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, με αποτέλεσμα ο πρώτος λόγος ακυρώσεως να πρέπει να απορριφθεί.

26      Πρώτον, παρατηρείται ότι το διατακτικό των προσβαλλομένων αποφάσεων περιορίζεται στην απόρριψη των προσφυγών των οποίων είχε επιληφθεί το τμήμα προσφυγών. Όπως υπομνήσθηκε, όμως, στη σκέψη 19 ανωτέρω, οι προσφυγές της προσφεύγουσας ενώπιον του τμήματος προσφυγών αφορούσαν μόνον τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ο εξεταστής είχε αντιταχθεί στην καταχώριση των επίμαχων σημάτων.

27      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής και μπορεί, στο πλαίσιο αυτό, να ασκήσει τις αρμοδιότητες του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατόπιν προσφυγής κατά της αποφάσεως του εξεταστή περί απορρίψεως της καταχωρίσεως, το τμήμα προσφυγών μπορεί να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της αιτήσεως καταχωρίσεως, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών, ήτοι, εν προκειμένω, να αποφανθεί το ίδιο επί της αιτήσεως καταχωρίσεως και να την απορρίψει ή να την κηρύξει βάσιμη, επικυρώνοντας ή ακυρώνοντας συναφώς την προσβαλλόμενη απόφαση [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2013, Airbus κατά ΓΕΕΑ (NEO), T‑236/12, EU:T:2013:343, σκέψη 21· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Kaul, C‑29/05 P, EU:C:2007:162, σκέψεις 56 και 57].

28      Ωστόσο, αυτή η εξουσία νέας πλήρους εξετάσεως της ουσίας της αιτήσεως καταχωρίσεως, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών, εξαρτάται από το παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2013, NEO, T‑236/12, EU:T:2013:343, σκέψη 22· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, διάταξη της 2ας Μαρτίου 2011, Claro κατά ΓΕΕΑ, C‑349/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:105, σκέψη 44).

29      Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 59, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 διευκρινίζει ότι «[κ]άθε διάδικος σε διαδικασία για την οποία εκδόθηκε απόφαση μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι διάδικοι σε διαδικασία ενώπιον του EUIPO μπορούν να προσφύγουν, όπως έπραξε η προσφεύγουσα εν προκειμένω, ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά της αποφάσεως που εξέδωσε κατώτερο όργανο μόνο στο μέτρο που με την απόφαση αυτή απορρίφθηκαν τα αιτήματά τους. Αντιθέτως, εφόσον η απόφαση του κατώτερου οργάνου δικαιώνει έναν διάδικο, ο τελευταίος δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του τμήματος προσφυγών [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2013, NEO, T‑236/12, EU:T:2013:343, σκέψη 23· πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Völkl κατά ΓΕΕΑ – Marker Völkl (VÖLKL), T‑504/09, EU:T:2011:739, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Από το άρθρο 59, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι, σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο εξεταστής απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον ως προς ένα τμήμα των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούσε η εν λόγω αίτηση, ενώ επέτρεψε την καταχώριση για ένα τμήμα των προϊόντων και των υπηρεσιών που αφορούσε η αίτηση αυτή, η προσφυγή που ασκεί ο αιτών την καταχώριση του σήματος ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν μπορεί, κατά κανόνα, να αφορά παρά τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορούσε η άρνηση του εξεταστή να επιτρέψει την καταχώριση.

31      Εν προκειμένω, όπως υπομνήσθηκε, ιδίως με τις σκέψεις 19 και 26 ανωτέρω, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγές ενώπιον του τμήματος προσφυγών με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του εξεταστή κατά το μέτρο που οι αιτήσεις της καταχωρίσεως είχαν απορριφθεί. Επομένως, κακώς το τμήμα προσφυγών, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών δεν έχει τη διακριτική ευχέρεια να διευρύνει το περιεχόμενο της προσφυγής με την εξέταση ζητημάτων τα οποία η προσφεύγουσα ενώπιόν του δεν μπορεί παραδεκτώς να προβάλει.

32      Εντούτοις, από την ανάγνωση του διατακτικού των προσβαλλομένων αποφάσεων προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών περιορίστηκε στο να απορρίψει τις προσφυγές (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω). Δυνάμει του άρθρου 58 του κανονισμού 207/2009, όμως, η απόρριψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει εκτελεστές τις αποφάσεις του εξεταστή, υπό την επιφύλαξη της ασκήσεως τυχόν ενδίκων βοηθημάτων, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 64, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009.

33      Εξάλλου, ερωτηθέν επί του σημείου αυτού στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το EUIPO επιβεβαίωσε ότι το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις δεν είχε, αφ’ εαυτού, καμία συνέπεια επί των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας προς καταχώριση των επίμαχων σημάτων σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα και τις εν λόγω υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, κατά το EUIPO, τα δικαιώματα αυτά θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση μόνον εάν ο εξεταστής, με δική του πρωτοβουλία, προέβαινε σε νέα εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου που είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την καταχώριση των επίμαχων σημάτων από την άποψη ζητημάτων τα οποία δεν είχε έως τότε θίξει. Θα οδηγούνταν, συνεπώς, στην έκδοση νέων αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγών ενώπιον των τμημάτων προσφυγών, διαφορετικών από εκείνες τις οποίες αφορούν οι παρούσες ένδικες διαδικασίες.

34      Επομένως, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις σχετικά με την εξέταση των προϊόντων και υπηρεσιών για τα οποία ο εξεταστής δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις υπερβαίνουν τα όρια των προσφυγών των οποίων είχε νομότυπα επιληφθεί το τμήμα προσφυγών και, συνακόλουθα, δεν ασκούν καμία επιρροή όσον αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και τις συνέπειες των προσβαλλομένων αποφάσεων. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα και ότι η ακύρωσή τους θα ήταν, για τον λόγο αυτό, άνευ σημασίας.

35      Επομένως, ο πρώτος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

36      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβάλλει, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

 Προσβαλλόμενες αποφάσεις

37      Οι λόγοι για τους οποίους το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση στερούνταν, όσον αφορά τα επίδικα προϊόντα και τις υπηρεσίες, διακριτικού χαρακτήρα εκτίθενται στα σημεία 14 έως 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων.

38      Ειδικότερα, στα σημεία 14 και 15 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες απευθύνονταν τόσο στο ευρύ κοινό, του οποίου το επίπεδο προσοχής είναι μέτριο, όσο και στους εμπόρους και, μόνον οριακά, στα πρόσωπα που προβαίνουν στην εγκατάστασή τους, καθώς και σε ένα εξειδικευμένο κοινό του οποίου το επίπεδο προσοχής είναι κατά κανόνα υψηλότερο. Ωστόσο, ακόμη και για το ενημερωμένο κοινό, το επίπεδο προσοχής μπορεί να είναι σχετικά χαμηλό όσον αφορά ενδείξεις διαφημιστικού χαρακτήρα, οι οποίες δεν είναι καθοριστικές. Το ίδιο ισχύει και για το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα μήνυμα το οποίο αντιλαμβάνεται ως διαφημιστικό.

39      Στα σημεία 17 και 19 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών επικύρωσε την έννοια των λεκτικών στοιχείων που συνθέτουν τα επίμαχα σημεία την οποία είχε δεχθεί ο εξεταστής. Στο πλαίσιο αυτό, το λεκτικό στοιχείο «simply» θα πρέπει να νοείται ως έχον την έννοια «απλά» και το λεκτικό στοιχείο «connected» ως έχον την έννοια «συνδέονται». Επομένως, τα λεκτικά στοιχεία που περιέχονται στα σήματα Simply. Connected., των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, συνιστούν ένα διαφημιστικό σύνθημα που σημαίνει «απλά συνδέονται». Ούτε η τελεία που ακολουθεί κάθε ένα από τα δύο λεκτικά στοιχεία ούτε τα εικονιστικά στοιχεία, ήτοι το ανοικτό πλαίσιο στην άνω δεξιά γωνία και το αναγνωρίσιμο σύμβολο της ασύρματης συνδέσεως, προσδίδουν στα επίμαχα σημεία διαφορετική σημασία. Τα εικονιστικά αυτά στοιχεία είναι, επομένως, συνήθη και δεν έχουν διακριτικό χαρακτήρα.

40      Στο σημείο 18 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διάταξη των λεκτικών στοιχείων σε δύο γραμμές και το γεγονός ότι καθένα από αυτά αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα και ακολουθείται από μία τελεία σημαίνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται χωριστά.

41      Στο σημείο 20 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, θεωρούμενα στο σύνολό τους, εξέφραζαν την ιδέα ότι τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες «βασικά» ή «προπάντων» «συνδέονται» σε δίκτυο, το δε άμεσο μήνυμα που μεταδίδουν τα λεκτικά στοιχεία επιρρωννύεται, εξάλλου, από την παρουσία του εικονιστικού συμβόλου της ασύρματης συνδέσεως. Ως εκ τούτου, τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά ως διαφημιστικό σύνθημα το οποίο περιγράφει μια επιθυμητή ιδιότητα των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών και όχι ως ένδειξη της εμπορικής τους προελεύσεως. Συγκεκριμένα, κατά το τμήμα προσφυγών, το μήνυμα που μεταδίδεται είναι απλό, άμεσα κατανοητό και γραμματικώς ορθό και έχει τόσο συνηθισμένο χαρακτήρα όσο και τα εικονιστικά στοιχεία που συνθέτουν τα σημεία.

42      Στα σημεία 22 έως 24 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι όφειλε να ελέγξει αν, από την άποψη του ενδιαφερόμενου κοινού, υφίστατο αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος σύνδεσμος μεταξύ των επίμαχων σημείων και των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών. Προς τούτο, το τμήμα προσφυγών ομαδοποίησε τα εν λόγω προϊόντα και υπηρεσίες σε κατηγορίες. Στο πλαίσιο αυτό, το τμήμα προσφυγών υπήγαγε τα επίδικα προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 9 σε τρεις διακριτές κατηγορίες, ήτοι στην κατηγορία (c) «Συσκευές και εξαρτήματα για την εγγραφή, την επεξεργασία, την κατεργασία, την εκπομπή, τη λήψη και την ένδειξη σημάτων, δεδομένων, εικόνων και ήχων», στην κατηγορία (d) «Συσκευές μέτρησης, ελέγχου και ρύθμισης· συσκευές ανάλυσης» και στην κατηγορία (e) «Συσκευές παροχής ηλεκτρικής ενέργειας». Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών υπήγαγε τις επίδικες υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 37 σε δύο κατηγορίες, ήτοι στην κατηγορία (k) «Τοποθέτηση, συντήρηση και επισκευή μερών και εξαρτημάτων διαφόρων προϊόντων» και στην κατηγορία (l) «Επισκευή και συντήρηση αυτοκινήτων οχημάτων στο πλαίσιο εκδηλώσεων μηχανοκίνητου αθλητισμού». Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι επίδικες υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 38 και 41 υπάγονταν καθεμιά σε χωριστή κατηγορία για κάθε κλάση, ήτοι στην κατηγορία (m) «Τηλεφωνία, δορυφορική μετάδοση ήχου, δεδομένων και εικόνων» και στην κατηγορία (n) «Επιμόρφωση και εκπαίδευση τρίτων στην ηλεκτροτεχνία και ηλεκτρονική». Τέλος, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι επίδικες υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 42 έπρεπε να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, ήτοι στην κατηγορία (o) «Δημιουργία και εγκατάσταση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών» και στην κατηγορία (p) «Παροχή τεχνικών συμβουλών».

43      Στο σημείο 25 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε, όσον αφορά όλες τις κατηγορίες, ότι η έννοια της συνδέσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την έννοια του «διαδικτύου των πραγμάτων», η οποία αναφέρεται στη διασύνδεση φυσικών αντικειμένων στο πλαίσιο ενός δικτύου συγκρίσιμου με το διαδίκτυο, κατά τρόπον ώστε να μπορούν να ελέγχονται εξ αποστάσεως ή να μπορούν να μεταδίδουν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Ο σκοπός του διαδικτύου των πραγμάτων είναι να ελαχιστοποιήσει το κενό πληροφόρησης μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού κόσμου. Από την άποψη αυτή, η δυνατότητα συνδέσεως αποτελεί μια επιθυμητή ιδιότητα των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών.

44      Στο σημείο 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, όσον αφορά τα προϊόντα που ομαδοποιούνται στις κατηγορίες (c), (d) και (e), τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση ενημερώνουν τους καταναλωτές ότι τα προϊόντα αυτά, τα οποία περιλαμβάνουν στοιχεία και εξαρτήματα άλλων προϊόντων, έχουν «βασικά» ή «προπάντων» ως αντικείμενο τη σύνδεση σε κάποιο δίκτυο. Το ίδιο ισχύει για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες (m), (o) και (p). Οι αγοραστές των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην κατηγορία (k) αντιλαμβάνονται τα επίμαχα σημεία υπό την έννοια ότι οι υπηρεσίες αυτές αφορούν την τοποθέτηση, τη συντήρηση και την επισκευή προϊόντων τα οποία βασικά συνδέονται σε κάποιο δίκτυο. Οι υπηρεσίες που ομαδοποιούνται στην κατηγορία (l) μπορούν, ομοίως, να παρέχονται μέσω σύνδεσης σε δίκτυο, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που οι ενδεχόμενες βλάβες κοινοποιούνται στο συνεργείο προκειμένου αυτό να προετοιμάσει τα εξαρτήματα που είναι απαραίτητα για την επισκευή. Τέλος, οι υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κατηγορία (n) αφορούν σαφώς τους όρους και τις ηλεκτροτεχνικές και ηλεκτρονικές λεπτομέρειες για τη σύνδεση σε δίκτυο.

45      Στο σημείο 27 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε από τις προηγούμενες διαπιστώσεις ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ήταν σαφές ότι υφίστατο σύνδεσμος μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτονται από τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, το δε περιεχόμενο του διαφημιστικού συνθήματος που αποτελείται από τα επίμαχα σημεία ήταν εξίσου σαφές και δεν απαιτούσε κανένα περαιτέρω στάδιο σκέψης. Πράγματι, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο αγγλόφωνο κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά ως εγκωμιαστική ένδειξη των αφηρημένων ιδιοτήτων των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούν οι αιτήσεις καταχωρίσεως.

 Αρχές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

46      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση.

47      Ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, σημαίνει ότι το σήμα αυτό καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του προϊόντος για το οποίο έχει ζητηθεί η καταχώριση ως προερχομένου από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, τη διάκριση του προϊόντος αυτού από αντίστοιχα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 34, και της 15ης Μαΐου 2014, Louis Vuitton Malletier κατά ΓΕΕΑ, C‑97/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:324, σκέψη 50).

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα στερούμενα διακριτικού χαρακτήρα σημεία δεν θεωρούνται ικανά να επιτελέσουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος, δηλαδή τον προσδιορισμό της εμπορικής προελεύσεως του προϊόντος ή της υπηρεσίας, προκειμένου να παράσχουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στον καταναλωτή που αποκτά το προϊόν ή την υπηρεσία που το σήμα προσδιορίζει τη δυνατότητα να προβεί, σε περίπτωση μεταγενέστερης αγοράς, στην ίδια επιλογή αν η εμπειρία αποβεί θετική ή σε διαφορετική επιλογή αν η εμπειρία αποβεί αρνητική [αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2002, REWE-Zentral κατά ΓΕΕΑ (LITE), T‑79/00, EU:T:2002:42, σκέψη 26, και της 20ής Νοεμβρίου 2002, Bosch κατά ΓΕΕΑ (Kit Pro και Kit Super Pro), T‑79/01 και T‑86/01, EU:T:2002:279, σκέψη 19].

49      Ο διακριτικός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός, με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος και, αφετέρου, με την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού που αποτελείται από τον μέσο καταναλωτή των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Henkel κατά ΓΕΕΑ, C‑456/01 P και C‑457/01 P, EU:C:2004:258, σκέψη 35, της 22ας Ιουνίου 2006, Storck κατά ΓΕΕΑ, C‑25/05 P, EU:C:2006:422, σκέψη 25, και της 20ής Οκτωβρίου 2011, Freixenet κατά ΓΕΕΑ, C‑344/10 P και C‑345/10 P, EU:C:2011:680, σκέψη 43).

50      Η εξέταση των απολύτων λόγων απαραδέκτου πρέπει να αφορά έκαστο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος και η απόφαση με την οποία η αρμόδια αρχή αρνείται την καταχώριση ενός σήματος πρέπει κατ’ αρχήν να αιτιολογείται για καθένα από τα ανωτέρω προϊόντα ή καθεμία από τις ανωτέρω υπηρεσίες. Ωστόσο, η αρμόδια αρχή δύναται να περιοριστεί σε ενιαία αιτιολογία για όλα τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες, σε περίπτωση που η καταχώριση μιας κατηγορίας ή μιας ομάδας προϊόντων ή υπηρεσιών προσκρούει στον ίδιο λόγο απαραδέκτου. Εντούτοις, η σχετική ευχέρεια αφορά μόνον προϊόντα ή υπηρεσίες που εμφανίζουν αρκούντως άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο μεταξύ τους ώστε να αποτελούν επαρκώς ομοιογενή κατηγορία ή ομάδα προϊόντων ή υπηρεσιών. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι τα οικεία προϊόντα ή οι οικείες υπηρεσίες εμπίπτουν στην ίδια κλάση του Διακανονισμού της Νίκαιας δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται η απαιτούμενη ομοιογένεια, δεδομένου ότι οι κλάσεις αυτές περιέχουν συχνά μεγάλη ποικιλία προϊόντων ή υπηρεσιών, που δεν εμφανίζουν οπωσδήποτε μεταξύ τους αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση (βλ. διάταξη της 18ης Μαρτίου 2010, CFCMCEE κατά ΓΕΕΑ, C‑282/09 P, EU:C:2010:153, σκέψεις 37 έως 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Εξέταση των αιτιάσεων της προσφεύγουσας

51      Καταρχάς, αναγνωρίζεται η ορθότητα του ορισμού τον οποίο διατύπωσε το τμήμα προσφυγών όσον αφορά το οικείο κοινό (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω), τον οποίο εξάλλου η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί.

52      Οι αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως διαιρούνται σε πέντε σκέλη. Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε εσφαλμένο καθορισμό του περιεχομένου των λεκτικών στοιχείων των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται στο ότι η σχέση μεταξύ των λεκτικών στοιχείων των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι ασυνήθιστη από γλωσσικής απόψεως. Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αρκούντως άμεσος σύνδεσμος μεταξύ των σημείων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών. Το τέταρτο σκέλος στηρίζεται στην ύπαρξη ασυνήθιστων γλωσσικών διαφοροποιήσεων. Τέλος, το πέμπτο σκέλος στηρίζεται σε πλάνη κατά τη σφαιρική εκτίμηση των σημείων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

–       Επί του πρώτου σκέλους, που στηρίζεται σε εσφαλμένο προσδιορισμό του περιεχομένου των λεκτικών στοιχείων των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση

53      Η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι ο όρος «simply» μπορεί να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια «απλά» και η λέξη «connected» ως αναφερόμενη στη «σύνδεση σε δίκτυο». Αντιθέτως, θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του τμήματος ότι το συνολικό μήνυμα που μεταδίδουν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είχε την έννοια «απλά συνδέονται» ή «βασικά συνδέονται». Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τη διάταξη των δύο όρων σε δύο γραμμές και την παρουσία μιας τελείας που ακολουθούσε καθέναν από αυτούς. Λόγω των τυπογραφικών αυτών ιδιαιτεροτήτων, τα λεκτικά στοιχεία που συνθέτουν τα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως έκφραση ενός ενιαίου μηνύματος αποτελούμενου από δύο λέξεις, αλλά πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως δύο διακριτές και χωριστές λέξεις, ήτοι, αφενός, «simply» και, αφετέρου, «connected».

54      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως αναφέρθηκε στην απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, BioID κατά ΓΕΕΑ (C‑37/03 P, EU:C:2005:547). Το σημείο το οποίο αναλυόταν στην απόφαση αυτή, ήτοι BioID®, ακολουθούνταν από ένα στοιχείο τοποθετημένο μετά από όλα τα λεκτικά στοιχεία, κατά τρόπον ώστε, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω στοιχείο δεν συνιστούσε, αυτό καθεαυτό, ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων και των υπηρεσιών τα οποία αφορούσε το εν λόγω σήμα. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι οι τελείες που ακολουθούν καθένα από τα λεκτικά στοιχεία αποτελούν, αυτές καθεαυτές, ένδειξη εμπορικής προελεύσεως, αλλά ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω τελείες καθώς και η διάταξη των δύο όρων σε δύο γραμμές επηρεάζουν την αντίληψη των λεκτικών στοιχείων.

55      Ομοίως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 18 των προσβαλλομένων αποφάσεων, είναι αλυσιτελής εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, στις αποφάσεις εκείνες [αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, EU:T:2007:46, της 13ης Φεβρουαρίου 2008, Sanofi-Aventis κατά ΓΕΕΑ – GD Searle (ATURION), T‑146/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:33, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ – Lenger (EUROCOOL), T‑599/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:399], το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό προβαίνει σε ανάλυση των λεκτικών σημείων σε στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή του, υποδηλώνουν συγκεκριμένο νόημα ή ομοιάζουν με λέξεις που γνωρίζει. Εν προκειμένω, όμως, τα λεκτικά στοιχεία είναι διακριτά ως εκ της θέσεώς τους και των σημείων στίξεως.

56      Τέλος, η μη συνεκτίμηση στοιχείων που περιέχονται στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, όπως, εν προκειμένω, οι τελείες που ακολουθούν κάθε λεκτικό στοιχείο και το γεγονός ότι τα δύο λεκτικά στοιχεία διατάσσονται σε διαφορετικές γραμμές, αντιβαίνει προς τον κανόνα δικαίου κατά τον οποίο το σήμα πρέπει να εξετάζεται υπό τη μορφή με την οποία ζητήθηκε η καταχώρισή του [απόφαση της 14ης Μαΐου 2013, Unister κατά ΓΕΕΑ (fluege.de), T‑244/12, EU:T:2013:243].

57      Για όλους αυτούς τους λόγους, η προσφεύγουσα φρονεί ότι κακώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα λεκτικά στοιχεία που συνθέτουν τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση εμπεριείχαν ένα ενιαίο μήνυμα.

58      Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

59      Δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα σημεία, των οποίων αναπαράσταση περιέχεται στις σκέψεις 2 και 3 ανωτέρω, συνίστανται στη διάταξη σε δύο γραμμές των όρων «simply» και «connected», καθένας εκ των οποίων αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα και ακολουθείται από μία τελεία. Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αυτές οι τυπογραφικές ιδιαιτερότητες δεν εμποδίζουν τη συνεχόμενη ανάγνωση των δύο αυτών όρων, καθόσον η συνήθης φορά της ανάγνωσης, για το ενδιαφερόμενο αγγλόφωνο κοινό καθώς και για όλους τους ομιλητές μιας γλώσσας η οποία χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο, είναι από τα αριστερά προς τα δεξιά και από πάνω προς τα κάτω. Επομένως, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επίμαχα σημεία γίνονταν χωρίς προσπάθεια αντιληπτά από το ενδιαφερόμενο κοινό ως η αλληλουχία των λεκτικών στοιχείων «simply» και «connected».

60      Η προσφεύγουσα προβάλλει, εντούτοις, ότι η ύπαρξη κεφαλαίου γράμματος στην αρχή κάθε λεκτικού στοιχείου και τελείας μετά από κάθε λεκτικό στοιχείο είναι ικανή να εμποδίσει την ανάγνωση των εν λόγω όρων και την κατανόησή τους ως δύο τμημάτων ενός ενιαίου μηνύματος, «simply connected», ήτοι «απλά συνδέονται». Κατά την προσφεύγουσα, αυτά τα τυπογραφικά στοιχεία είναι ικανά να εμποδίσουν το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίσει τα λεκτικά στοιχεία και να το υποχρεώσουν να τα αναγνώσει χωριστά και να τα κατανοήσει ως δύο χωριστούς και αυτόνομους όρους.

61      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 20 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η αλληλουχία των όρων «simply» και «connected» είναι συνήθης στα αγγλικά και γίνεται αμέσως κατανοητή. Αντιθέτως, είναι γνωστό ότι το επίρρημα «simply» δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο απόλυτο, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, τα επιρρήματα αναφέρονται στον όρο του οποίου το νόημα μεταβάλλουν και ο οποίος μπορεί να είναι ένα ρήμα (όπως, εν προκειμένω «connected»), ένα επίθετο ή ένα άλλο επίρρημα. Επομένως, είναι απίθανο το ενδιαφερόμενο κοινό, αντικρίζοντας την αλληλουχία των στοιχείων «Simply.» και «Connected.», να αντιληφθεί τα επίμαχα σημεία μάλλον ως αποτελούμενα από δύο διακριτούς και αυτοτελείς όρους, παρά ως μια έκφραση που συνδυάζει τους όρους αυτούς σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες του συντακτικού και αποδίδουσα ένα αμέσως κατανοητό νόημα.

62      Όσον αφορά το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε σε προηγούμενες περιπτώσεις στις οποίες το κρίσιμο ζήτημα ήταν η ανάλυση ενός σημείου σε μια αλληλουχία όρων που να έχουν νόημα (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2007, RESPICUR, T‑256/04, EU:T:2007:46, της 13ης Φεβρουαρίου 2008, ATURION, T‑146/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:33, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, EUROCOOL, T‑599/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:399) και όχι, όπως εν προκειμένω, η σύνδεση δύο όρων που απεικονίζονται ως γραφικά διακριτοί, αυτό είναι αλυσιτελές. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, η οποία εφαρμόστηκε στις υποθέσεις εκείνες και πρέπει ομοίως να εφαρμοσθεί εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα κατανοήσει την έννοια των σημείων που περιλαμβάνουν περισσότερα λεκτικά στοιχεία απεικονιζόμενα χωριστά ή ένα μόνο λεκτικό στοιχείο που συνενώνει περισσότερους όρους, όταν η κατανόηση αυτή δεν απαιτεί ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια.

63      Ωστόσο, αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αλληλουχία των όρων «simply» και «connected» συνάδει με τη συνήθη σειρά αυτών των όρων στην αγγλική γλώσσα και σημαίνει «απλά συνδέονται», χωρίς να απαιτείται καμία προσπάθεια επεξεργασίας από το αγγλόφωνο κοινό. Ενώπιον του προφανούς αυτού νοήματος, η θεώρηση της προσφεύγουσας, κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κοινό θα συναγάγει από την ύπαρξη τυπογραφικών ιδιαιτεροτήτων, όπως η διάταξη των όρων σε δύο γραμμές, η ύπαρξη κεφαλαίων γραμμάτων και τελείας, ότι το νόημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό στερείται ερείσματος.

64      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

–       Επί του δευτέρου σκέλους, που στηρίζεται στο ότι η σχέση μεταξύ των λεκτικών στοιχείων των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι ασυνήθιστη από γλωσσικής απόψεως

65      Κατά την προσφεύγουσα, τα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση αποτελούνται από δύο περιόδους, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει μία και μόνο λέξη. Ως εκ τούτου, η πρώτη περίοδος συνίσταται σε ένα επίρρημα, «simply», και η δεύτερη σε ένα ρήμα, «connected». Τέτοιες κατασκευές είναι προφανώς αντίθετες προς τους γραμματικούς κανόνες. Κατά τη νομολογία, αυτή η αισθητή διαφοροποίηση σε σχέση με την καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί το ενδιαφερόμενο κοινό για τον προσδιορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών ως προς τα οποία ζητείται η καταχώριση ή των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους μπορεί να προσδώσει στα σήματα των οποίων ζητείται η καταχώριση τον απαιτούμενο διακριτικό χαρακτήρα προκειμένου η καταχώρισή τους να καταστεί δυνατή (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, C‑383/99 P, EU:C:2001:461, και διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, Castel Frères κατά ΓΕΕΑ, C‑622/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:297).

66      Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν χρησιμοποιεί τις φράσεις που περιλαμβάνονται στα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση για τον προσδιορισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών σε σχέση με τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση ή των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους. Κατά συνέπεια, τα επίμαχα σήματα διαθέτουν τον απαιτούμενο ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα κατά την έννοια της νομολογίας [απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2015, Bopp κατά ΓΕΕΑ (Αναπαράσταση ενός πράσινου οκταγωνικού πλαισίου), T‑209/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:701].

67      Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

68      Οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ανάγονται στο γεγονός ότι είναι μάλλον πιθανότερο το ενδιαφερόμενο κοινό να αντιληφθεί τα επίμαχα σημεία ως την εκφράζουσα νόημα αλληλουχία δύο όρων που παρατίθενται ο ένας δίπλα στον άλλο κατά τη συνήθη χρήση της αγγλικής γλώσσας, παρά ως δύο ανεξάρτητες φράσεις στερούμενες νοήματος, εκ των οποίων η πρώτη περιέχει ένα μεμονωμένο επίρρημα, τούτο δε παρά τη διάταξη των όρων σε δύο γραμμές και τη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων και τελείας (βλ. σκέψεις 59 έως 63 ανωτέρω).

69      Ωστόσο, οι λόγοι αυτοί εμποδίζουν επίσης την ευδοκίμηση των ισχυρισμών της προσφεύγουσας ότι τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά ως δύο φράσεις που περιλαμβάνουν εκάστη ένα μοναδικό στοιχείο, γεγονός το οποίο συνιστά αισθητή διαφοροποίηση σε σχέση με τους κανόνες γραμματικής της αγγλικής γλώσσας και με τη γλώσσα που συνήθως χρησιμοποιεί το ενδιαφερόμενο κοινό, πράγμα το οποίο αρκεί για να προσδώσει διακριτικό χαρακτήρα στα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση.

70      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους, που στηρίζεται σε έλλειψη αρκούντως άμεσου και συγκεκριμένου συνδέσμου με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση

71      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό –πράγμα το οποίο αμφισβητεί– ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα σημεία των οποίων ζητείται η καταχώριση ως έχοντα την έννοια «απλά συνδέονται [σε δίκτυο]» ή «βασικά συνδέονται [σε δίκτυο]», όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών, τούτο θα ήταν άνευ σημασίας όσον αφορά τα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες. Μολονότι η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι, όσον αφορά φορητούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες και ακουστικά, τα προϊόντα αυτά μπορούν πράγματι να συνδεθούν σε κάποιο δίκτυο, ιδίως το διαδίκτυο, αντιθέτως, όσον αφορά τα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες που υπάγονται στις κλάσεις 9, 37, 38, 41 και 42, ο οικείος καταναλωτής δεν θα μπορέσει, κατά την άποψή της, να αντιληφθεί τα επίμαχα σημεία ως έχοντα περιγραφική σημασία.

72      Επομένως, όσον αφορά τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στην κλάση 9, ο καταναλωτής δεν θα λάβει υπόψη ότι οι «κεραίες για ραδιόφωνα και τηλεοπτικές συσκευές», οι «κεραίες αυτοκινήτων», τα «ηλεκτρικά φίλτρα», τα «δομοστοιχεία ημιαγωγών», τα «τυπωμένα κυκλώματα, κυκλώματα κατασκευασμένα με διεργασία χημικής καύσης και χυτά κυκλώματα, ολοκληρωμένα κυκλώματα, [οι] ηλεκτρονόμοι, ασφάλειες, αγωγοί για ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά και οπτικά σήματα, συνδέσεις καλωδίων, ηλεκτρικοί διακόπτες», τα «ηλεκτρικά στοιχεία (μπαταρίες)», οι «ενισχυτές, μετασχηματιστές, καλαμίσκοι (καρούλια) για καλώδια» μπορούν να συνδεθούν σε δίκτυο. Τούτο ισχύει επίσης για όλα τα προϊόντα της κλάσεως 9 για τα οποία ο εξεταστής απέρριψε τις αιτήσεις καταχωρίσεως.

73      Ομοίως, κατά την προσφεύγουσα, όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 37, είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών στο σημείο 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία, σε σχέση με την «τοποθέτηση», τη «συντήρηση» και την «επισκευή μερών και εξαρτημάτων διαφόρων προϊόντων», υπό την έννοια ότι περιγράφουν ένα χαρακτηριστικό τους, ήτοι το ότι προορίζονται να συνδεθούν σε δίκτυο. Αφενός, το τμήμα προσφυγών δεν απέδειξε κάτι τέτοιο. Είναι αδύνατο να δει κανείς με ποιο τρόπο τα μέρη και εξαρτήματα αυτοκινήτου, οι εγκαταστάσεις για ραδιόφωνα αυτοκινήτου κ.λπ., τα οποία αφορούν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες της κλάσεως 37, συνιστούν προϊόντα τα οποία συνήθως συνδέονται σε δίκτυο. Ειδικά όσον αφορά τις «εργαλειομηχανές χειρός» και τις «εγκαταστάσεις υγιεινής», η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών φαίνεται εντελώς παράλογη. Αφετέρου, η σημασία την οποία προτείνει το τμήμα προσφυγών, δηλαδή «απλά συνδέονται [σε δίκτυο]», δεν περιέχει καμία αναφορά στα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών σε σχέση με τις οποίες ζητείται η καταχώριση, αυτοτελώς θεωρούμενων. Πράγματι, οσάκις πρόκειται για την τοποθέτηση, συντήρηση ή επιδιόρθωση προϊόντων, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν αναμένει να υφίσταται σύνδεση σε δίκτυο.

74      Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, ούτε οι σχετικές με τις επικοινωνίες υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην κλάση 38 «απλά συνδέονται». Οι υπηρεσίες αυτές χρησιμεύουν μόνο για την πραγματοποίηση μεταδόσεως μέσω τηλεπικοινωνιακών μέσων. Κατά συνέπεια, τα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση δεν περιγράφουν κατά τρόπο αρκούντως άμεσο ούτε το περιεχόμενο ούτε τις ιδιότητες των εν λόγω υπηρεσιών, σε αντίθεση με όσα έκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων.

75      Επιπροσθέτως, κατά την προσφεύγουσα, οι υπηρεσίες επιμόρφωσης και εκπαίδευσης που περιλαμβάνονται στην κλάση 41, δεν εμφανίζουν αρκούντως άμεσο και συγκεκριμένο σύνδεσμο με τα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες αυτές δεν επικεντρώνονται στενά στην απλή επίτευξη συνδέσεως, αντιθέτως προς ό,τι επισήμανε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων.

76      Τέλος, το ίδιο ισχύει κατά την προσφεύγουσα και όσον αφορά τις υπηρεσίες «δημιουργίας και εγκατάστασης προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών» και «παροχής τεχνικών συμβουλών» που περιλαμβάνονται στην κλάση 42. Κατά την προσφεύγουσα, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, που περιλαμβάνεται στο σημείο 26 των προσβαλλομένων αποφάσεων, κατά την οποία οι επίμαχες υπηρεσίες «ήταν δυνατό να επιδιώκουν τον σκοπό της επίτευξης σύνδεσης σε δίκτυο» δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η ανωτέρω εκτίμηση είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν μπορεί να θεωρήσει χωρίς προηγούμενη σκέψη ότι οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν ως μοναδικό σκοπό την επίτευξη συνδέσεως σε δίκτυο.

77      Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

78      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν στήριξε την απόρριψη των προσφυγών στην εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, αλλά σε εκείνη του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, μολονότι το τμήμα προσφυγών ανέφερε, στο σημείο 5 της μίας από τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 συνιστούσε μία από τις βάσεις της αποφάσεώς του, το σκεπτικό που παρατίθεται μετά το σημείο αυτό υπάγεται, στο σύνολό του, στον ενιαίο τίτλο «Επί του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού 207/2009]». Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει τον περιγραφικό χαρακτήρα των επίμαχων σημείων για τα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες.

79      Δεύτερον, παρατηρείται ότι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 41 έως 45 ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τα επίμαχα σημεία γίνονται αντιληπτά από τους καταναλωτές των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών, ως εγκωμιαστικό διαφημιστικό σύνθημα το οποίο παραπέμπει σε μια ιδιότητα που μπορεί να τους αποδοθεί.

80      Πράγματι, το τμήμα προσφυγών, καταρχάς, ομαδοποίησε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες περί των οποίων πρόκειται σε ομοιογενείς κατηγορίες κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 50 ανωτέρω, ήτοι σε κατηγορίες που παρουσιάζουν κοινές ιδιότητες ή κοινά χαρακτηριστικά, ούτως ώστε να επιτρέπεται η επίκληση πανομοιότυπης αιτιολογίας για το σύνολο της κατηγορίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ορθότητα της κατηγοριοποίησης αυτής. Λαμβανομένης υπόψη της ανάπτυξης του διαδικτύου των πραγμάτων, το τμήμα προσφυγών βασίμως υποστηρίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα δει στα επίμαχα σημεία μια αναφορά στην ικανότητα των επίμαχων προϊόντων να συνδέονται και θα εκλάβει τις επίδικες υπηρεσίες ως σχετιζόμενες με τέτοιες συνδέσεις.

81      Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα επίδικα προϊόντα της κλάσεως 9 είναι, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών, μέρη ή εξαρτήματα άλλων προϊόντων και μπορούν είτε να συνδέονται απευθείας σε δίκτυο (αυτό ισχύει για τις «κεραίες για ραδιόφωνα και τηλεοπτικές συσκευές» και για τις «κεραίες αυτοκινήτων») είτε να ενσωματώνονται σε αντικείμενα που συνδέονται σε δίκτυο.

82      Όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στην κλάση 37, επίσης ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι αγοραστές των εν λόγω υπηρεσιών αντιλαμβάνονται τα επίμαχα σημεία υπό την έννοια είτε ότι οι υπηρεσίες αυτές σχετίζονται με προϊόντα τα οποία μπορούν να συνδέονται σε δίκτυο είτε ότι οι υπηρεσίες αυτές μπορούν οι ίδιες να παρέχονται μέσω σύνδεσης σε δίκτυο (για παράδειγμα με την κοινοποίηση ενδεχόμενων βλαβών σε συνεργείο αυτοκινήτων, προκειμένου αυτό να μπορέσει να προετοιμάσει τα εξαρτήματα που είναι απαραίτητα για την επισκευή).

83      Όσον αφορά τις επίδικες υπηρεσίες της κλάσεως 38, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι αυτές χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων μετάδοσης μέσω τηλεπικοινωνιακών μέσων. Οι πράξεις αυτές προϋποθέτουν, προφανώς, σύνδεση και τα επίμαχα σημεία μπορούν να γίνουν αντιληπτά υπό την έννοια ότι περιγράφουν εγκωμιαστικά την εν λόγω σύνδεση.

84      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι οι υπηρεσίες «επιμόρφωσης και εκπαίδευσης τρίτων στην ηλεκτροτεχνία και ηλεκτρονική» αφορούν σαφώς τους ηλεκτροτεχνικούς και ηλεκτρονικούς όρους και λεπτομέρειες που καθιστούν δυνατή τη σύνδεση σε δίκτυο. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου των επίμαχων εκπαιδευτικών υπηρεσιών (ηλεκτρονική και ηλεκτροτεχνία), είναι προφανές ότι, στην περίπτωση των εν λόγω υπηρεσιών, το ενδιαφερόμενο κοινό θα αντιληφθεί τα επίμαχα σημεία ως διαφημιστικό σύνθημα σχετικό με το περιεχόμενο αυτής της εκπαιδεύσεως.

85      Τέλος, επίσης ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι επίμαχες υπηρεσίες της κλάσεως 42, ήτοι η «δημιουργία και [η] εγκατάσταση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών», αφενός, και η «παροχή τεχνικών συμβουλών», αφετέρου, είναι πιθανό να έχουν ως αντικείμενο τη σύνδεση σε δίκτυο. Αν και η προσφεύγουσα δεν το αμφισβητεί ρητώς, εντούτοις προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι δεν απέδειξε ότι οι εν λόγω υπηρεσίες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την επίτευξη συνδέσεως σε δίκτυο.

86      Συναφώς, πρέπει, ασφαλώς, να υπομνησθεί ότι το εγκωμιαστικό σημασιολογικό περιεχόμενο που μεταδίδεται από τα λεκτικά στοιχεία που αποτελούν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποκλείει το σήμα αυτό να μπορεί να διασφαλίσει στους καταναλωτές την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζει. Επομένως, το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να εκλάβει ένα τέτοιο σήμα τόσο ως σύνθημα με σκοπό την εμπορική προώθηση όσο και ως ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Deluxe Entertainment Services Group κατά EUIPO (deluxe), T‑222/14 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:402, σκέψεις 36 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

87      Πάντως, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να απορρίπτεται η καταχώριση σημείου αν, σε μία τουλάχιστον από τις δυνητικές σημασίες του, είναι δηλωτικό χαρακτηριστικού γνωρίσματος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Bayerische Motoren Werke κατά ΓΕΕΑ (ECO PRO), T‑145/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:220, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Αυτή η νομολογία, η οποία καταρχάς διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, εφαρμόζεται επίσης, κατ’ αναλογία, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού [απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Colgate-Palmolive κατά EUIPO (AROMASENSATIONS), T‑479/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:441, σκέψη 24].

88      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν δύναται βασίμως να υποστηρίξει ότι δεν υφίσταται δυνητική σημασία του διαφημιστικού συνθήματος «Simply.Connected.» υπό την έννοια ότι περιγράφει ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να αποδοθεί στα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες τα οποία αυτή μπορεί να διαθέσει στο εμπόριο υπό τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση [πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2007, Tegometall International κατά ΓΕΕΑ – Wuppermann (TEK), T‑458/05, EU:T:2007:349, σκέψεις 89 έως 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

89      Επομένως, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τετάρτου σκέλους, που στηρίζεται στην ύπαρξη ασυνήθιστων διαφοροποιήσεων, λόγω των οποίων καθίσταται δυνατή η καταχώριση των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση

90      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, αφενός, τα σημεία των οποίων ζητείται η καταχώριση μπορούν –πράγμα το οποίο αμφισβητεί– να θεωρηθούν ως έχοντα την έννοια «απλά συνδέονται [σε δίκτυο]» και, αφετέρου, ότι μεταξύ αυτής της έννοιας και των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών υφίσταται αρκούντως άμεσος και συγκεκριμένος σύνδεσμος, η ασυνήθιστη διάταξή τους σε δύο γραμμές αρκεί για να προσδώσει στα εν λόγω σημεία τον ελάχιστο διακριτικό χαρακτήρα που απαιτείται για την καταχώρισή τους. Συγκεκριμένα, τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση συνίστανται σε δύο φράσεις που διατάσσονται σε δύο γραμμές, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από μία μόνο λέξη, ήτοι «simply» και «connected». Μια τέτοια κατασκευή είναι ασυνήθης για το αγγλόφωνο κοινό και δημιουργεί μια γενική εντύπωση η οποία υπερισχύει του αθροίσματος των επιμέρους στοιχείων τους. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, είναι εσφαλμένη η επισήμανση του τμήματος προσφυγών, στο σημείο 20 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι «η ακολουθία λέξεων Simply. Connected. [εξέφραζε] πρωτίστως ένα απλό, άμεσα κατανοητό και γραμματικώς ορθό μήνυμα, το οποίο δεν περιλ[άμβανε] κάποιο ασυνήθιστο γλωσσικό στοιχείο».

91      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, επιπλέον, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι πιθανό να περιγράψει τα επίδικα προϊόντα ή υπηρεσίες ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους ως «simply connected», υπό την έννοια την οποία το τμήμα προσφυγών αποδίδει στις λέξεις αυτές με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

92      Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

93      Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει, η προσφεύγουσα αντλεί εκ νέου επιχείρημα από τη διάταξη σε δύο γραμμές των λεκτικών στοιχείων των επίμαχων σημείων.

94      Ωστόσο, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 59 ανωτέρω, η διάταξη αυτή σε δύο γραμμές ουδόλως είναι ασυνήθης. Πρέπει να προστεθεί ότι, κρίνοντας το σημείο σφαιρικά, η διάταξη των στοιχείων «simply» και «connected» σε δύο γραμμές είναι πιθανό να θεωρηθεί ότι υπαγορεύεται, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, από τη βούληση να χωρέσουν εντός του τετραγώνου με τις στρογγυλεμένες γωνίες που τα πλαισιώνει. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον απίθανο το ενδιαφερόμενο κοινό να αποδώσει στη διάταξη αυτή των λεκτικών στοιχείων κάποιο διακριτικό χαρακτήρα.

95      Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα περιγράψει τα επίδικα προϊόντα και υπηρεσίες ή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους ως «simply connected», αυτό είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν στήριξε την απόρριψη των προσφυγών των οποίων είχε επιληφθεί στις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009.

96      Συνεπώς, επιβάλλεται η απόρριψη του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως ως εν μέρει αβάσιμου και εν μέρει απαράδεκτου.

–       Επί του πέμπτου σκέλους, που στηρίζεται σε σφάλμα κατά τη σφαιρική εκτίμηση των σημείων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση

97      Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, ενεργώντας με τον τρόπο που εκτίθεται στα σημεία 17 έως 19 των προσβαλλομένων αποφάσεων, δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση των σημείων εξεταζόμενων σφαιρικά. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών, όφειλε να λάβει υπόψη, αφενός, το ανοιχτό τετράγωνο, του οποίου οι γωνίες είναι στρογγυλεμένες, και, αφετέρου, τα τρία κύματα που περιλαμβάνονται σε καθένα από τα σημεία των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Αυτή η πρωτότυπη γραφιστική απεικόνιση, σε συνδυασμό με τα λεκτικά στοιχεία, στα οποία κακώς επικεντρώθηκε η ανάλυση του τμήματος προσφυγών, μπορεί εύκολα και αμέσως να απομνημονευθεί από το ενδιαφερόμενο κοινό, με συνέπεια τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση να του επιτρέπουν να διακρίνει την εμπορική προέλευση των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

98      Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

99      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο σημείο 17 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη την παρουσία των εν λόγω δύο εικονιστικών στοιχείων και έκρινε ότι αυτά δεν ασκούσαν επιρροή όσον αφορά την έννοια των επίμαχων σημείων κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού. Στο σημείο 19 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού είναι χαμηλότερο του μέσου όρου όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με κάποιο διαφημιστικό σύνθημα, το εικονιστικό στοιχείο που συνίσταται σε ένα πλαίσιο δεν γίνεται αντιληπτό και, ως εκ τούτου, το στοιχείο στερείται διακριτικού χαρακτήρα. Στο ίδιο σημείο, καθώς και στο σημείο 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών έκρινε, εξάλλου, ότι η παρουσία τριών ομόκεντρων κυμάτων που συμβολίζουν τη σύνδεση σε ασύρματο δίκτυο, ενίσχυε την έννοια την οποία έχουν τα λεκτικά στοιχεία.

100    Δεύτερον, πρέπει να γίνουν δεκτές όλες οι διαπιστώσεις συναφώς του τμήματος προσφυγών. Συγκεκριμένα, η σφαιρική εξέταση των επίμαχων σημείων ενισχύει την υπεροχή των λεκτικών στοιχείων έναντι των εικονιστικών στοιχείων που εξετάσθηκαν στη σκέψη 99 ανωτέρω και τα σημεία αυτά, στο σύνολό τους, δεν θα γίνουν αντιληπτά ως ενδείξεις της εμπορικής προελεύσεως των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών.

101    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009

102    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν και, στο σημείο 5 της μίας από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν επέτρεπε την καταχώριση των επίμαχων σημάτων, εν συνεχεία, στο πλαίσιο αμφότερων των προσβαλλομένων αποφάσεων, προέβη στην ανάλυσή του εφαρμόζοντας μόνον το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στο σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι η αίτηση καταχωρίσεως των επίμαχων σημάτων πρέπει επίσης να απορριφθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, είναι προδήλως εσφαλμένη και πρέπει, προφανώς, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται στην εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού. Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, ουδόλως τεκμηριώνεται στις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

103    Επιπλέον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι περιγραφικά, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, λαμβανομένων υπόψη των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών.

104    Το EUIPO αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

105    Επισημαίνεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν περιλαμβάνουν εκτιμήσεις σχετικά με τον περιγραφικό χαρακτήρα των επίμαχων σημείων. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών, στο σημείο 28 των προσβαλλομένων αποφάσεων, απέρριψε ως αλυσιτελές το επιχείρημα που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον περιγραφικό χαρακτήρα των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση, για τον λόγο ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν εξαρτάται από τον περιγραφικό χαρακτήρα των σημείων.

106    Εξάλλου, στο σημείο 29 των προσβαλλομένων αποφάσεων, το τμήμα προσφυγών ανέφερε τα εξής:

«[Ούτε] οι λοιπές διευκρινίσεις της προσφεύγουσας είναι ικανές να κλονίσουν τα συμπεράσματα του εξεταστή. Η γραφική απεικόνιση δεν προσδίδει, μεταξύ άλλων, τον απαιτούμενο διακριτικό χαρακτήρα στο σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το σήμα δεν θα αντιληφθεί ως διακριτικά χαρακτηριστικά της εμπορικής προελεύσεως [μόνο στην υπόθεση T‑252/17: το μπλε χρώμα,] το πλαίσιο, που είναι απλό, και τις τελείες, τις οποίες θα θεωρήσει σημεία στίξεως. Επιπλέον, το εικονιστικό στοιχείο στην άνω δεξιά γωνία αντιστοιχεί στο σύμβολο της ασύρματης συνδέσεως, και, επομένως, σκοπεί να ενισχύσει την έννοια της συνδέσεως την οποία εκφράζουν τα λεκτικά στοιχεία. Συνεπώς, το σημείο στερείται στοιχείων που θα μπορούσαν να του προσδώσουν, πέραν του εγκωμιαστικού χαρακτήρα του, διακριτικό χαρακτήρα κατά την αντίληψη του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Δεδομένου ότι, ως σύνολο, το σημείο του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ασκεί απλώς διαφημιστική λειτουργία, ο καταναλωτής δεν πρόκειται να συναγάγει από αυτό την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών.»

107    Το σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων έχει ως εξής:

«Για τους λόγους αυτούς, το σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό προς καταχώριση λόγω του λόγου απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.»

108    Η προσφεύγουσα αντλεί επιχείρημα από το επίρρημα «επίσης» στο σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων και θεωρεί, λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, που περιέχεται στο σημείο 5 της μίας των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε τυπογραφικό σφάλμα. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών ήθελε να αναφέρει, στο σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 απέκλειε, επίσης, την καταχώριση των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Ωστόσο, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν είχε αναφέρει ρητώς στις προσβαλλόμενες αποφάσεις τους λόγους για τους οποίους ο ως άνω έτερος απόλυτος λόγος απαραδέκτου έπρεπε επίσης να εφαρμοσθεί, οι αποφάσεις του ενέχουν πλημμέλεια λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

109    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών ουδόλως στήριξε την εκτίμησή του στον περιγραφικό χαρακτήρα των σημάτων των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση και ότι το επίρρημα «επίσης», στο σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων, πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενο στην πρόσθετη αιτιολογία που αναπτύσσεται στο σημείο 29 των εν λόγω αποφάσεων.

110    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται ότι πρέπει να γίνει προφανής διόρθωση στο σημείο 30 των προσβαλλομένων αποφάσεων, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία τους. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν στήριξε την εκτίμησή του στην εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, οι αιτιάσεις που στηρίζονται σε έλλειψη αιτιολογίας και σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της διατάξεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

111    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει αυτή, σύμφωνα με τα αιτήματα του EUIPO, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T-251/17 και T-252/17 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

3)      Καταδικάζει τη Robert Bosch GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Forrester

Półtorak

 

      Perillo


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.