Language of document : ECLI:EU:T:2019:404

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2019 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Άρθρο 42γ του ΚΥΚ – Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Εν μέρει απαράδεκτο – Πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας – Αυτεπάγγελτη εξέταση – Γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία»

Στην υπόθεση T‑167/17,

RV, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενος αρχικώς από τους J.-N. Louis και N. de Montigny, στη συνέχεια από τον J.-N. Louis, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους G. Berscheid και D. Martin,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον J. Steele και την D. Nessaf, στη συνέχεια από τον J. Steele και την M. Rantala και τέλος από τον J. Steele και την C. González Argüelles,

και

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bauer και R. Meyer,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2016 με την οποία ο προσφεύγων απομακρύνεται από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 42γ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως, δυνάμει του πέμπτου εδαφίου της διατάξεως αυτής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, E. Buttigieg (εισηγητή) και B. Berke, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15).

2        Το άρθρο 35 του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Κατάσταση του υπαλλήλου» κεφάλαιο 2 του τίτλου III του ΚΥΚ, προβλέπει ότι υπάλληλος μπορεί να ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους και απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

3        Το άρθρο 42γ του ΚΥΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου, αν ο υπάλληλος έχει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, λόγω οργανωτικών αναγκών που συνδέονται με την απόκτηση νέων ικανοτήτων μέσα στα θεσμικά όργανα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Ο συνολικός αριθμός που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται στα θεσμικά όργανα με βάση τον αριθμό των υπαλλήλων καθενός στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής στρογγυλεύεται στον πλησιέστερο μεγαλύτερο ακέραιο για κάθε θεσμικό όργανο.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

Η διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση αντιστοιχεί κατά κανόνα στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

Όταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως.

Η απομάκρυνση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους εξής κανόνες:

α)      ο υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο, στη θέση που κατείχε,

β)      κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο υπάλληλος παύει να έχει δικαίωμα προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό.

Ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Αν υπάρξει σχετικό αίτημα από τον υπάλληλο, η αποζημίωση υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, υπολογιζόμενες με βάση την αποζημίωση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος υπηρεσίας του υπαλλήλου υπό καθεστώς απομάκρυνσης από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού των ετών συντάξιμης υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.»

4        Το άρθρο 47 του ΚΥΚ περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Οριστική λήξη των καθηκόντων» κεφάλαιο 4 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι η οριστική λήξη των καθηκόντων μπορεί να είναι αποτέλεσμα της παραιτήσεως, της παύσεως, της στερήσεως της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, της απολύσεως για επαγγελματική ανεπάρκεια, της ανακλήσεως, της συνταξιοδοτήσεως ή του θανάτου.

5        Το άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του ΚΥΚ, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 4, προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50 του ΚΥΚ (το οποίο αφορά τη στέρηση της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας για τα μέλη του ανώτερου στελεχικού δυναμικού), ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται, είτε αυτοδικαίως, την [τελευταία] ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, είτε με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης.

6        Το παράρτημα XIII του ΚΥΚ περιέχει μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους.

7        Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Υπάλληλοι που διαθέτουν προϋπηρεσία 20 ετών ή μεγαλύτερη την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

60 έτη και άνω

60 έτη

59 έτη

60 έτη 2 μήνες

58 έτη

60 έτη 4 μήνες

[…]

[…]

35 έτη

64 έτη 8 μήνες


Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 65 ετών.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.»

8        Το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι υπάλληλος που υπηρετούσε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του.

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Ο προσφεύγων, RV, είναι πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1956 και άρχισε να εργάζεται στο θεσμικό αυτό όργανο την 1η Σεπτεμβρίου 1992. Από την 1η Φεβρουαρίου 2009 τοποθετήθηκε στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Περιφερειακή Πολιτική και Αστική Ανάπτυξη». Προήχθη στον βαθμό AST 9 την 1η Ιανουαρίου 2013.

10      Με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2016, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανθρώπινοι πόροι και ασφάλεια» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) να τον απομακρύνει από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας από 1ης Απριλίου 2017, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

11      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Δεκεμβρίου 2016, ο προσφεύγων επιβεβαίωσε την παραλαβή του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 2016 και ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με τα δικαιώματά του όσον αφορά τη συνταξιοδότηση καθώς και σχετικά με διάφορα πρακτικά ζητήματα της απομακρύνσεώς του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

12      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 8ης Δεκεμβρίου 2016, το Γραφείο «Διαχείριση και Εκκαθάριση των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Επιτροπής διαβίβασε στον προσφεύγοντα τον προσωρινό υπολογισμό της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημιώσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42γ του ΚΥΚ διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι το μήνυμα αυτό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του είχε αποσταλεί για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν αποτελούσε απόφαση της ΑΔΑ δυνάμενη να προσβληθεί με διοικητική ένσταση.

13      Κατά τη διάρκεια συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2016, ο προϊστάμενος της μονάδας «Διαχείριση της σταδιοδρομίας και κινητικότητα» της ΓΔ «Ανθρώπινοι πόροι και ασφάλεια» ανέφερε, μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα ότι, στο μέτρο που ο προσφεύγων είχε συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ και σε περίπτωση που η ΑΔΑ ελάμβανε την απόφαση να τον απομακρύνει από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, θα συνταξιοδοτείτο άμεσα την 1η Απριλίου 2017. Κατά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του PMO, ο προσφεύγων θα έχει αποκτήσει ποσοστό 54,9 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του και το ποσό της συντάξεώς του θα ανέρχεται σε 4 040,99 ευρώ. Ο προσφεύγων δήλωσε ότι δεν είχε λάβει ορθή πληροφόρηση σχετικά με τις επιπτώσεις της απομακρύνσεώς του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και ότι, αν είχε λάβει την πληροφόρηση αυτή, δεν θα είχε συναινέσει στην απομάκρυνσή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ο προσφεύγων δήλωσε επίσης ότι δεν επιθυμούσε να συνταξιοδοτηθεί αυτοδικαίως την 1η Απριλίου 2017, αλλά ότι επιθυμούσε να παραμείνει εν ενεργεία για να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσθετα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Σε περίπτωση που η ΑΔΑ αποφάσιζε να τον απομακρύνει από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο προσφεύγων δήλωσε ότι η ημερομηνία της 1ης Απριλίου 2017 ήταν πρόωρη και ότι χρειαζόταν δύο ή τρεις επιπλέον μήνες για να προετοιμαστεί για τη συνταξιοδότηση.

14      Κατόπιν της συναντήσεως αυτής, στις 20 Δεκεμβρίου 2016, η μονάδα «Διαχείριση της σταδιοδρομίας και κινητικότητα» της ΓΔ «Ανθρώπινοι πόροι και ασφάλεια» διαβίβασε στην ΑΔΑ θετική γνώμη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ ως προς τον προσφεύγοντα.

15      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, η ΑΔΑ αποφάσισε, αφενός, την απομάκρυνση του προσφεύγοντος από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δυνάμει του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, από 1ης Απριλίου 2017, και, αφετέρου, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε ήδη συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του δυνάμει του άρθρου 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά την ίδια ημερομηνία (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

16      Στις 13 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

17      Στις 16 Μαρτίου 2017, η μονάδα «Συντάξεις» του PMO διαβίβασε στον προσφεύγοντα γνωμοδότηση επί του υπολογισμού της προβλεπόμενης στο άρθρο 42γ του ΚΥΚ αποζημιώσεως. Κατά τη γνωμοδότηση αυτή, ο προσφεύγων θα ελάμβανε την προαναφερθείσα αποζημίωση, η οποία αντιστοιχούσε στο 100 % του βασικού μισθού, από 1ης Απριλίου 2017 έως τις 30 Απριλίου 2017, και το δικαίωμά του συντάξεως αρχαιότητας θα άρχιζε να ισχύει από 1ης Μαΐου 2017.

18      Στις 31 Μαρτίου 2017, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Επιτροπή με το οποίο επισήμανε ότι η «απόφαση» του ΡΜΟ της 16ης Μαρτίου 2017 αντικαθιστούσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον μετέβαλλε τη διοικητική κατάσταση του προσφεύγοντος και υποστήριξε ότι δεν του είχε κοινοποιηθεί κατά παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ και κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διαχειρίσεως και διοικήσεως που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος διευκρίνισε, ως εκ τούτου, ότι η διοικητική ένσταση στρεφόταν επίσης κατά της «νέας αποφάσεως» της Επιτροπής της 16ης Μαρτίου 2017.

19      Η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε με ρητή απόφαση της ΑΔΑ της 27ης Ιουλίου 2017.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων ζήτησε να διατηρηθεί η ανωνυμία του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2017, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.

22      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2017, ο προσφεύγων ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 152 του Κανονισμού Διαδικασίας.

23      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, βάσει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, για την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, η κύρια διαδικασία ανεστάλη.

24      Με διάταξη της 24ης Μαρτίου 2017, RV κατά Επιτροπής (T-167/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:218), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του προσφεύγοντος ελλείψει επείγοντος.

25      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 8 και στις 12 Μαΐου 2017 αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

26      Σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, η κύρια διαδικασία άρχισε εκ νέου κατόπιν της εκδόσεως, στις 27 Ιουλίου 2017, της ρητής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος.

27      Με αποφάσεις του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 16ης και της 11ης Αυγούστου 2017, αντιστοίχως, επετράπη στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

28      Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2017, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος περί εκδικάσεως της υποθέσεως με την ταχεία διαδικασία.

29      Στις 29 και στις 30 Νοεμβρίου 2017, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέθεσαν αντιστοίχως τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως.

30      Στις 22 Φεβρουαρίου 2018, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου γνωστοποίησε στους διαδίκους την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2018, ο προσφεύγων υπέβαλε αιτιολογημένη αίτηση δυνάμει του άρθρου 106 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να ακουστεί στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας.

32      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει στη δικογραφία ένα έγγραφο και όλους τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε μια ερώτηση. Όλοι οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας πλην του προσφεύγοντος ο οποίος κατέθεσε τη γραπτή απάντησή του εκπροθέσμως. Με απόφαση του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2019, η γραπτή απάντηση του προσφεύγοντος καθώς και η επιστολή του με την οποία δικαιολογούσε την εκπρόθεσμη κατάθεση περιελήφθησαν στη δικογραφία.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιανουαρίου 2019.

34      Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Με το υπόμνημα απαντήσεως, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο «να ακυρώσει, καθόσον απαιτείται, την απόφαση της Επιτροπής της 16ης Μαρτίου 2017 με την οποία καθορίστηκε η 1η Μαΐου 2017 ως η ημερομηνία αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως [του]».

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

37      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

38      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως της «αποφάσεως» της Επιτροπής της 16ης Μαρτίου 2017

39      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα ακυρώσεως της από 16 Μαρτίου 2017 «αποφάσεώς» της με την οποία καθορίστηκαν τα χρηματικά δικαιώματα του προσφεύγοντος είναι απαράδεκτο. Αφενός, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί νομίμως του ζητήματος αυτού στο μέτρο που το προαναφερθέν αίτημα δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής και ο προσφεύγων δεν κατέθεσε πρόσθετο δικόγραφο επ’ αυτού. Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να διευρύνει το δικόγραφο της προσφυγής του ώστε αυτή να καταλαμβάνει και την προαναφερθείσα «απόφαση» της 16ης Μαρτίου 2017. Αφετέρου, η Επιτροπή προβάλλει ότι η «απόφαση» αυτή εκδόθηκε σε συνέχεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως και περιοριζόταν στον καθορισμό των χρηματικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, δεν μετέβαλε τη νομική κατάστασή του.

40      Ο προσφεύγων αντιτάσσει ότι, στο μέτρο που έλαβε γνώση της απαντήσεως στην ένστασή του μόνον αφότου είχε προσφύγει στο Γενικό Δικαστήριο, ήταν παραδεκτή η προσαρμογή και η διεύρυνση των αιτημάτων του προκειμένου να συμπεριληφθεί η «απόφαση» της 16ης Μαρτίου 2017.

41      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μόνον οι προσφυγές που ασκούνται κατά πράξεων που θίγουν τον προσφεύγοντα είναι παραδεκτές.

42      Κατά πάγια νομολογία, πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως συνιστούν μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ. απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, Alsteens κατά Επιτροπής, T‑328/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:671, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο προσφεύγων απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, συγχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως από 1ης Απριλίου 2017, δυνάμει του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και ότι, αφετέρου, η γνωμοδότηση του ΡΜΟ της 16ης Μαρτίου 2017 (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), την οποία ο προσφεύγων χαρακτηρίζει ως «απόφαση», διευκρινίζει ότι, κατά τον μήνα Απρίλιο του 2017, ο προσφεύγων θα λάβει την προβλεπόμενη στο άρθρο 42γ, έβδομο εδάφιο, του ΚΥΚ αποζημίωση, η οποία αντιστοιχεί στο 100 % του βασικού μισθού, και ότι το δικαίωμά του συντάξεως αρχαιότητας θα αρχίσει να ισχύει από 1ης Μαΐου 2017.

44      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί εκείνον κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος καλείται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεώς του, να απολαύει αυτής της συντάξεως, εξυπακουομένου ότι εισπράττει τις αποδοχές του μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του δικαιώματός του προς σύνταξη.»

45      Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού, η γνωμοδότηση του PMO της 16ης Μαρτίου 2017 εφάρμοσε το άρθρο 10 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο προσφεύγων έπρεπε να αρχίσει να λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητας από τον Μάιο του 2017, ήτοι από τον ημερολογιακό μήνα που ακολουθεί εκείνον (Απρίλιο του 2017) κατά τη διάρκεια του οποίου ο υπάλληλος συνταξιοδοτήθηκε δυνάμει της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Εν τω μεταξύ, ήτοι για τον Απρίλιο του 2017, ο προσφεύγων έπρεπε, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως, να λάβει τις «αποδοχές» του, οι οποίες, στην περίπτωσή του, και όπως προέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιστοιχούν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 42γ, έβδομο εδάφιο, του ΚΥΚ, αποζημίωση, λαμβανομένου υπόψη ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας από 1ης Απριλίου 2017.

46      Προκύπτει, επομένως, ότι η γνωμοδότηση του PMO της 16ης Μαρτίου 2017 διευκρινίζει απλώς τα χρηματικά δικαιώματα του προσφεύγοντος που απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση και από την εφαρμογή του άρθρου 10 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και αποτελεί, ως εκ τούτου, συνέχεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της μνημονευόμενης στη σκέψη 42 ανωτέρω νομολογίας, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω γνωμοδότηση δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή καθορίζεται αποκλειστικά από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνιστά, εν προκειμένω, τη μόνη βλαπτική πράξη.

47      Κατά συνέπεια, η γνωμοδότηση του PMO της 16ης Μαρτίου 2017 δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής και το αίτημα ακυρώσεώς της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

 Επί της δυνατότητας του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει, εν προκειμένω, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας

48      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου και από παράνομο χαρακτήρα της μη οριοθετημένης με σχετική πράξη μεταβιβάσεως των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑ για την εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, ο δεύτερος από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ο τρίτος από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, στο μέτρο που η διάταξη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 14 και 29 του κανονισμού 1023/2013 και δεν προβλέπει μεταβατικά μέτρα σταδιακής εφαρμογής της και, ο τέταρτος, από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δήλωσε ότι παραιτείται από τον προαναφερθέντα δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

49      Εξάλλου, ο προσφεύγων, στις παρατηρήσεις του επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, παρέθεσε αποσπάσματα της διατάξεως της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351), χωρίς να καταλήγει σε ρητά συμπεράσματα.

50      Συγκεκριμένα, με τη διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, δικάζων ως δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απομακρύνθηκε ο προσφεύγων, στην υπόθεση αυτή, από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, δεδομένου ότι είχε συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ, του ΚΥΚ (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 16). Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο της εξετάσεως του fumus boni juris, και απαντώντας στους δύο πρώτους λόγους με τους οποίους προβλήθηκε, αντιστοίχως, παράβαση των άρθρων 47 και 52 του ΚΥΚ και παράβαση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, διατύπωσε τις ακόλουθες σκέψεις.

51      Πρώτον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαπίστωσε, prima facie, ότι τα άρθρα 22 και 23 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, ακριβώς όπως το άρθρο 52 του ΚΥΚ, καθιερώνουν σαφή διάκριση μεταξύ της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως κατά την οποία ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως και της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, της τελευταίας νοουμένης ως της ηλικίας από την οποία ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει τη συνταξιοδότησή του (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 50).

52      Δεύτερον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι, ακόμη και αν μπορούσαν να προκύψουν, εκ πρώτης όψεως, ορισμένες δυσχέρειες συναρμογής, ως προς τη γενική οικονομία, μεταξύ, αφενός των διατάξεων του ΚΥΚ που διέπουν, γενικώς, τη συνταξιοδότηση και την οριστική λήξη των καθηκόντων και, αφετέρου, του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, γεγονός παραμένει ότι το πέμπτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει ρητώς ότι όταν ο «υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως». Συνεπώς, κατά τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, ακόμη και αν το άρθρο 42γ πρέπει να θεωρηθεί ως lex specialis, γεγονός παραμένει ότι επιβάλλεται να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψεις 52 και 54).

53      Επομένως, τρίτον, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έκρινε ότι έπρεπε να διαπιστωθεί αν, εκ πρώτης όψεως, το άρθρο 42γ του ΚΥΚ επιτρέπει την απομάκρυνση υπαλλήλου, που έχει συμπληρώσει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, παρά τη βούλησή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T‑170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 55). Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εκ πρώτης όψεως, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει τα ανωτέρω, προβαίνοντας, ιδίως, σε γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψεις 56 έως 63).

54      Οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις στις οποίες προέβη ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων με τη διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351), αφορούν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ στο μέτρο που η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, η αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση αποτελούν τη συνέπεια της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, σε υπάλληλο, που είχε εισέλθει στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, ο οποίος είχε συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης», ηλικία η οποία ερμηνεύτηκε από την Επιτροπή ως η καθοριζόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Η αλληλεπίδραση του άρθρου 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, με το άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ είχε ως αποτέλεσμα, κατά την ανάλυση της Επιτροπής στην υπόθεση εκείνη, ο συγκεκριμένος υπάλληλος να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως να συνταξιοδοτηθεί αυτοδικαίως (διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής, T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 16).

55      Από τις εκτιμήσεις του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων προκύπτει επομένως ότι, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, ο εν λόγω δικαστής έκρινε ότι, εκ πρώτης όψεως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης», στο μέτρο που η εφαρμογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση.

56      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 42γ του ΚΥΚ εφαρμόστηκε στον προσφεύγοντα την 1η Απριλίου 2017, ενώ αυτός ήταν 61 ετών και είχε, ως εκ τούτου, υπερβεί «την ηλικία συνταξιοδότησης», η οποία είχε καθοριστεί, στην περίπτωσή του, στα 60 έτη και 4 μήνες βάσει του πίνακα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ. Επομένως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο προσφεύγων απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί, πριν από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, ήτοι, το ζήτημα κατά πόσον η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο ο οποίος, όπως ο προσφεύγων, έχει ήδη συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης».

57      Βεβαίως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας ο οποίος να διαλαμβάνει την προβληματική που εκτίθεται στη σκέψη 56 ανωτέρω.

58      Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων, στο πλαίσιο του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, προέβαλε αιτιάσεις των οποίων η εξέταση προϋποθέτει την ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του παραρτήματος ΧΙΙΙ αυτού παρέχει τη δυνατότητα στη διοίκηση «να μειώσει αιφνίδια και σημαντικά την ηλικία αυτοδίκαιης λήξεως της δραστηριότητας υπαλλήλου χωρίς να προβλέπει μεταβατικά μέτρα ικανά να προστατεύσουν τη βάσιμη προσδοκία του ότι θα παραμείνει στην υπηρεσία έως την ηλικία αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεώς του σύμφωνα με το άρθρο 52 του ΚΥΚ και του παραρτήματος ΧΙΙΙ αυτού (βλ. σημείο 109 του δικογράφου της προσφυγής). Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του στέρησε παρανόμως την υπολογιζόμενη σύμφωνα με το παράρτημα IV του ΚΥΚ αποζημίωση και αντιβαίνει στο άρθρο 22, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, στο μέτρο που του στέρησε το δικαίωμά του να αποκτήσει πρόσθετα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως (σημεία 125 έως 127 του δικογράφου της προσφυγής). Οι αιτιάσεις αυτές αφορούν, συνεπώς, τη σχέση μεταξύ του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και άλλων διατάξεων του ΚΥΚ και η εξέταση των εν λόγω αιτιάσεων συνεπάγεται, επομένως, την ερμηνεία της διατάξεως αυτής και τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της.

59      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μολονότι ο δικαστής οφείλει να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται η οριοθέτηση του πλαισίου της διαφοράς, δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη μόνον τα επιχειρήματα που αυτοί προβάλλουν προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις (βλ., απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, T‑160/08 P, EU:T:2010:294, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, εν προκειμένω, να εξετάσει κατά πόσον το άρθρο 42γ του ΚΥΚ μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο ο οποίος, όπως ο προσφεύγων, έχει ήδη συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ και, υπό την έννοια αυτή, να εξετάσει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, στο μέτρο που η εξέταση αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εξέταση ορισμένων αιτιάσεων που προβάλλει ο προσφεύγων (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, T-160/08 P, EU:T:2010:294, σκέψη 66).

60      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το προαναφερθέν ζήτημα σχετικά με τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ κείται εκτός του πλαισίου της διαφοράς όπως αυτό έχει οριοθετηθεί από τους διαδίκους, έχει κριθεί ότι λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής του νόμου συνιστά λόγο δημόσιας τάξεως και ότι ο εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως (απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994, Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑576/93 έως T‑582/93, EU:T:1994:93, σκέψη 35).

61      Πράγματι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα ανταποκρινόταν προδήλως στην αποστολή του, ως ελεγκτής της νομιμότητας, αν δεν προέβαινε αυτεπαγγέλτως στη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη βάσει διατάξεως, ήτοι του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, που δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και αν, συνεπώς, αποφαινόταν επί της ενώπιόν του εκκρεμούσας διαφοράς εφαρμόζοντας το ίδιο τη διάταξη αυτή (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής, F-31/07, EU:F:2008:23, σκέψη 51, που δεν αναιρέθηκε ως προς το σημείο αυτό με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, T‑160/08 P, EU:T:2010:294).

62      Οι διάδικοι, στο πλαίσιο των γραπτών απαντήσεών τους στην ερώτηση που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω), είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους τόσο σχετικά με τη δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας όπως διευκρινίζεται στη σκέψη 56 ανωτέρω όσο και σχετικά με το βάσιμο του λόγου αυτού.

63      Όσον αφορά το ζήτημα του παραδεκτού, η Επιτροπή δέχτηκε ότι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας αποτελεί λόγο δημόσιας τάξεως τον οποίο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το Γενικό Δικαστήριο. Κατά την Επιτροπή, υφίσταται παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί βάσει «διατάξεως που δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω» κατά τη σχετική νομολογία. Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των κανονιστικών ρυθμίσεων ή των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που έχουν καταργηθεί και ως εκ τούτου δεν έχουν εφαρμογή ratione temporis. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, στο μέτρο που το άρθρο 42γ του ΚΥΚ συνιστά κανόνα ισχύοντα και εφαρμοστέο στην υπό κρίση διαφορά, το ζήτημα που εγείρει το Γενικό Δικαστήριο δεν αφορά το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας, αλλά αφορά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, εν προκειμένω το ζήτημα κατά πόσον η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στον οικείο υπάλληλο όταν η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας έχει επίσης ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του ενδιαφερομένου. Η Επιτροπή προβάλλει εξάλλου ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ενδεχόμενη παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας δεν περιλαμβάνεται στη διοικητική ένσταση και είναι απαράδεκτος λόγω παραβιάσεως της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής.

64      Το Συμβούλιο προβάλλει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας, όπως αυτός διευκρινίζεται στη σκέψη 56 ανωτέρω, αποτελεί λόγο που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης.

65      Όσον αφορά την αντίρρηση αυτή του Συμβουλίου, επισημαίνεται ότι έχει κριθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει τη δυνατότητα και, ενίοτε, την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα. Τούτο ισχύει για τον λόγο που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω). Ομοίως, το απόλυτο δεδικασμένο αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως που αφορά την εσωτερική νομιμότητα τον οποίο ο δικαστής πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως [απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C‑471/03 P, EU:C:2006:356, σκέψη 45].

66      Όσον αφορά την αντίρρηση της Επιτροπής (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω), αρκεί να σημειωθεί ότι από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής του νόμου αφορά αποκλειστικά την περίπτωση αδυναμίας εφαρμογής ratione temporis του επίμαχου κανόνα, αλλά ότι ο λόγος αυτός αφορά κάθε περίπτωση κατά την οποία ο κανόνας που αποτελεί το έρεισμα της επίμαχης πράξεως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής [πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής, F‑31/07, EU:F:2008:23, σκέψη 51, που δεν αναιρέθηκε ως προς το σημείο αυτό με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Putterie-De-Beukelaer, T‑160/08 P, EU:T:2010:294). Εξάλλου, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει το άρθρο 42γ του ΚΥΚ προκειμένου να καθορίσει το πεδίο εφαρμογής του δεν σημαίνει ότι η προβληματική που εκτέθηκε στη σκέψη 56 ανωτέρω δεν αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ. Τέλος, σημειώνεται ότι η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της ένδικης προσφυγής δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Kerstens κατά Επιτροπής, T- 270/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:74, σκέψεις 66 έως 70).

67      Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 50 έως 66 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί, εν προκειμένω, ο αντλούμενος από παράβαση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ λόγος ακυρώσεως που αφορά το ζήτημα κατά πόσον η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο ο οποίος, όπως ο προσφεύγων, έχει ήδη συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης».

 Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας

68      Όπως σημειώθηκε ήδη (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω), οι διάδικοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν εγγράφως την άποψή τους σχετικά με το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας.

69      Ειδικότερα, η Επιτροπή, επικαλούμενη επιχειρήματα σχετικά, ιδίως, με το γράμμα του άρθρου 42γ του ΚΥΚ και τη ratio legis του, αμφισβητεί ότι η διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης».

70      Το Κοινοβούλιο προέβαλε απλώς ότι δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε έναν τέτοιο περιορισμό και διευκρίνισε ότι, μέχρι τούδε, δεν είχε εφαρμόσει το άρθρο 42γ του ΚΥΚ σε υπαλλήλους που είχαν συμπληρώσει ή υπερβεί «την ηλικία συνταξιοδότησης» όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 22 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ.

71      Το Συμβούλιο δεν έλαβε θέση επί του βασίμου του προαναφερθέντος λόγου ακυρώσεως και δήλωσε ότι δεν είχε εφαρμόσει το άρθρο 42γ του ΚΥΚ σε υπαλλήλους που είχαν υπερβεί «την ηλικία συνταξιοδότησης».

72      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως βάσει της συνδυασμένης εφαρμογής του άρθρου 42γ, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ και του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

73      Πράγματι, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ ότι η απομάκρυνση του οικείου υπαλλήλου από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της «ηλικίας συνταξιοδότησης», η οποία καθορίζεται, για τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, από το άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οπότε, αν η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας αφορά υπάλληλο που έχει ήδη συμπληρώσει την προαναφερθείσα «ηλικία συνταξιοδότησης», ο υπάλληλος αυτός πρέπει ταυτοχρόνως να συνταξιοδοτηθεί αυτοδικαίως. Η ανάλυση αυτή εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο προσφεύγων είχε ήδη συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω).

74      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος κατά πόσον το άρθρο 42γ του ΚΥΚ μπορεί να εφαρμοστεί σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης», ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η εφαρμογή αυτή συνεπάγεται την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του εν λόγω υπαλλήλου.

75      Για την εξέταση του προαναφερθέντος ζητήματος είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

–       Επί της γραμματικής ερμηνείας

76      Το άρθρο 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η απομάκρυνση του οικείου υπαλλήλου από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας εφαρμόζεται «το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου». Όπως υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, η φράση «ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου», η οποία απαντάται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, αντιστοιχεί στη φράση «ηλικία συνταξιοδότησης» που απαντάται στο τέταρτο και στο πέμπτο εδάφιο της διατάξεως αυτής. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό της «ηλικίας συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου», βάσει του άρθρου 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, επιβάλλεται, όπως και για τον καθορισμό της «ηλικίας συνταξιοδότησης» βάσει του άρθρου 42γ, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η προσφυγή στο άρθρο 22, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, το οποίο διευκρινίζει τα εξής:

«Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.»

77      Οι όροι «ανωτέρω διατάξεις», που μνημονεύονται στο πέμπτο εδάφιο του άρθρου 22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, παραπέμπουν στα πρώτα τέσσερα εδάφια της διατάξεως αυτής, τα οποία διευκρινίζουν την ηλικία μετά από την οποία οι υπάλληλοι, που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, μπορούν να ζητήσουν να συνταξιοδοτηθούν δικαιούμενοι συντάξεως αρχαιότητας.

78      Όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, οι όροι «ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου», που μνημονεύονται στο άρθρο 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, παραπέμπουν στην ηλικία αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 52, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ, ήτοι στην ηλικία των 66 ετών, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

79      Συνεπώς, από το γράμμα του άρθρου 42γ, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία από την οποία μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή σε υπάλληλο, ήτοι «το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου». Εξάλλου, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, όσον αφορά τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει και, κατά μείζονα λόγο, έχει υπερβεί «την ηλικία συνταξιοδότησης».

80      Πρέπει πάντως να υπομνησθεί ότι το άρθρο 42γ, τέταρτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η διάρκεια της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας αντιστοιχεί «κατά κανόνα» στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει «στην ηλικία συνταξιοδότησης», αλλά ότι η ΑΔΑ μπορεί να αποφασίσει, «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

81      Οι όροι «διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση» και «διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης» που απαντώνται στο άρθρο 42γ, τέταρτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ επιρρωννύουν το συμπέρασμα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων στη διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 59), κατά το οποίο η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, οι όροι «κατά κανόνα», που περιλαμβάνονται στη φράση αυτή, δεν ανατρέπουν το ανωτέρω συμπέρασμα. Πράγματι, οι όροι αυτοί πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της δεύτερης περιόδου του άρθρου 42γ, τέταρτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά την οποία:

«Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η [ΑΔΑ] μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.»

82      Διαπιστώνεται επομένως ότι οι όροι «κατά κανόνα» δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη δυνατότητας παρεκκλίσεως από την αρχή κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια, αλλά αποδεικνύουν τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας λήγει κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος συμπληρώνει την «ηλικία συνταξιοδότησης», η εν λόγω δε δυνατότητα παρεκκλίσεως συνδέεται με το γεγονός ότι η ΑΔΑ μπορεί, «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να αποφασίσει να επαναφέρει τον εν λόγω υπάλληλο στη θέση του, τερματίζοντας κατά τον τρόπο αυτόν την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

83      Η άποψη κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια επιρρωννύεται από το γράμμα του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι, «[ό]ταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως». Από το γράμμα της διατάξεως, και ειδικότερα από τη χρήση του ρήματος «φτάνω», προκύπτει ότι η αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση προϋποθέτει ότι ο οικείος υπάλληλος έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας κατά την ημερομηνία κατά την οποία φτάνει «σε ηλικία συνταξιοδότησης» και ότι η απομάκρυνση αυτή έχει ορισμένη διάρκεια.

84      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το γράμμα του άρθρου 42γ του ΚΥΚ επιρρωννύει την άποψη κατά την οποία η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια, αποκλειομένης έτσι της δυνατότητας η απομάκρυνση αυτή να είναι ταυτόχρονη με την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας να είναι ταυτόχρονη με την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση του οικείου υπαλλήλου σημαίνει, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιέχονται στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπαλλήλους οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, έχουν συμπληρώσει την «ηλικία συνταξιοδότησης».

85      Πρέπει να εξεταστεί μήπως το συμπέρασμα αυτό αναιρείται από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

–       Επί της συστηματικής ερμηνείας

86      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 42γ του ΚΥΚ περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Κατάσταση του υπαλλήλου» κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Κατά το άρθρο 35 του ΚΥΚ, που περιλαμβάνεται στο ίδιο κεφάλαιο, ο υπάλληλος μπορεί να ευρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις: ενεργό υπηρεσία, απόσπαση, άδεια για προσωπικούς λόγους, διαθεσιμότητα, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους και απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

87      Αντιθέτως, η «οριστική λήξη των καθηκόντων» ρυθμίζεται από το κεφάλαιο 4 του τίτλου ΙΙΙ του ΚΥΚ. Το άρθρο 47 του ΚΥΚ που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο αυτό καθορίζει ως περιπτώσεις οριστικής λήξεως των καθηκόντων την παραίτηση, την παύση, τη στέρηση της θέσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, την απόλυση για επαγγελματική ανεπάρκεια, την ανάκληση, τη συνταξιοδότηση και τον θάνατο.

88      Συνεπώς, ενώ η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας προβλέφθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης ως «κατάσταση» στην οποία μπορεί να βρεθεί υπάλληλος κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η άποψη της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» και, επομένως, σχετικά με τη δυνατότητα απομακρύνσεώς του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεώς του, έχει ως συνέπεια τη μετατροπή του επίμαχου μέτρου από διοικητική «κατάσταση» σε περίπτωση «οριστικής λήξεως των καθηκόντων». Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στη διάταξη της 18ης Μαΐου 2017, RW κατά Επιτροπής (T-170/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:351, σκέψη 61), η εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ προσομοιάζει με «αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση προς το συμφέρον της υπηρεσίας» παρά τη βούληση του ενδιαφερομένου.

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η θέση του άρθρου 42γ του ΚΥΚ στο κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ αυτού δεν συνάδει με την προαναφερθείσα άποψη της Επιτροπής και, εν πάση περιπτώσει, δεν αναιρεί το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 84 ανωτέρω.

–       Επί της τελολογικής ερμηνείας

90      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ratio legis του άρθρου 42γ του ΚΥΚ συνίσταται στη βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων. Η διάταξη αυτή καθιστά δυνατή ορισμένη ευελιξία στη διαχείριση του προσωπικού που πλησιάζει ή πρόκειται άμεσα να συνταξιοδοτηθεί, προσφέροντας παράλληλα στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εύλογη αποζημίωση. Κατά την Επιτροπή, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επιδίωξε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως στους υπαλλήλους που δεν πρόκειται άμεσα να συνταξιοδοτηθούν. Η επιδιωκόμενη βελτιστοποίηση προϋποθέτει την ευρύτερη διακριτική ευχέρεια κατά μείζονα λόγο διότι, αφενός, πραγματοποιείται με σεβασμό των συμφερόντων του οικείου υπαλλήλου και, αφετέρου, το μέτρο αφορά κατά προτεραιότητα τους υπαλλήλους που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση. Θα ήταν παράδοξο το μέτρο να μην έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους που έχουν ήδη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεώς τους. Η Επιτροπή υποστηρίζει επομένως ότι ο περιορισμός αυτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ στερεί από την εν λόγω διάταξη μέρος της αποτελεσματικότητάς της και του λόγου υπάρξεώς της.

91      Βεβαίως, όπως ορθά υποστηρίζει η Επιτροπή επικαλούμενη την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 1023/2013, σκοπός του άρθρου 42γ του ΚΥΚ είναι, εν τέλει, η βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων (πρβλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, FV κατά Συμβουλίου, T‑750/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:972, σκέψεις 106, 118, 121 και 123). Εντούτοις, όπως επισημαίνει εξάλλου η ίδια η Επιτροπή, ο νομοθέτης της Ένωσης μερίμνησε ώστε η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας να πραγματοποιείται με σεβασμό των συμφερόντων των οικείων υπαλλήλων.

92      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το έβδομο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV του ΚΥΚ. Από το άρθρο μόνο, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 42γ του ΚΥΚ, συνάγεται ότι η μηνιαία αυτή αποζημίωση είναι, κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών από την εφαρμογή του μέτρου, ίση με το βασικό μισθό του οικείου υπαλλήλου. Από τον τέταρτο έως τον έκτο μήνα, ανέρχεται στο 85 % του βασικού μισθού και, στη συνέχεια και έως την αυτοδίκαιη συνταξιοδότηση, στο 70 % του βασικού μισθού.

93      Ως διάταξη, θεσπισθείσα από τον νομοθέτη της Ένωσης, η οποία περιορίζει τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται για τους οικείους υπαλλήλους η απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, πρέπει επίσης να αναφερθεί το όγδοο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, το οποίο, κατ’ ουσίαν, παρέχει στον οικείο υπάλληλο τη δυνατότητα να συνεχίσει να καταβάλλει συνταξιοδοτικές εισφορές κατά την περίοδο που τελεί υπό καθεστώς απομακρύνσεως από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας προκειμένου να αυξήσει το ποσό της συντάξεως που θα λαμβάνει κατά τη συνταξιοδότησή του.

94      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν ήταν δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που έχει συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» και, ως εκ τούτου, ήταν δυνατόν η αυτοδίκαιη συνταξιοδότησή του να επέλθει ταυτοχρόνως με την απομάκρυνσή του από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο εν λόγω υπάλληλος δεν θα αντλούσε κανένα όφελος από τις προβλεπόμενες στο έβδομο και στο όγδοο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ διατάξεις, στο μέτρο που η διάρκεια της απομακρύνσεως από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας θα ήταν μηδενική. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία, στο πλαίσιο της θεσπίσεως του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, μεταξύ της μέριμνας για τη βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων των θεσμικών οργάνων και της μέριμνας για την επαρκή προστασία των συμφερόντων των οικείων υπαλλήλων, θα διαταρασσόταν εις βάρος της δεύτερης.

95      Εξάλλου, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, σε περίπτωση αυτοδίκαιης συνταξιοδοτήσεως ταυτοχρόνως με την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας, η ΑΔΑ δεν θα είχε τη δυνατότητα που παρέχει το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, έστω και «σε εξαιρετικές περιπτώσεις», να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του. Κατά συνέπεια η προαναφερθείσα περίπτωση δεν συνάδει με τη διάταξη αυτή στο μέτρο που, αφενός, έχει ως αποτέλεσμα να στερεί αυτομάτως από τα θεσμικά όργανα, αφαιρώντας τους οποιαδήποτε εξουσία εκτιμήσεως, τη δυνατότητα επαναφοράς του οικείου υπαλλήλου στην υπηρεσία ως εργαλείο διαχειρίσεως του προσωπικού και, αφετέρου, στερεί από τον εν λόγω υπάλληλο τη δυνατότητα μιας τέτοιας επαναφοράς.

96      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 42γ του ΚΥΚ δεν ενισχύει την άποψη της Επιτροπής, αλλά επιρρωννύει, αντιθέτως, το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 84 ανωτέρω. Η διαπίστωση αυτή ουδόλως ανατρέπεται από την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, FV κατά Συμβουλίου (T-750/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:972), την οποία επικαλέστηκαν τα θεσμικά όργανα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Βεβαίως, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της νομιμότητας αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 42γ του ΚΥΚ σε υπάλληλο που δεν είχε συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης», επισήμανε, ως επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπό στο πλαίσιο της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής, τη βελτιστοποίηση, όσον αφορά την οικονομική αποδοτικότητα, της επενδύσεως για την επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων, και, εν τέλει, την παροχή, στα θεσμικά όργανα, ενός πρόσθετου εργαλείου διαχειρίσεως του προσωπικού (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, FV κατά Συμβουλίου, T-750/16, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:972, σκέψεις 106, 118, 121 και 123). Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου δεν αντιφάσκουν προς τις εκτεθείσες στις σκέψεις 91 έως 94 ανωτέρω εκτιμήσεις, σχετικά με την επιδιωκόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ισορροπία, στο πλαίσιο της θεσπίσεως του άρθρου 42γ του ΚΥΚ.

97      Συνεπώς, κατόπιν της ερμηνείας του άρθρου 42γ του ΚΥΚ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπαλλήλους οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, έχουν συμπληρώσει «την ηλικία συνταξιοδότησης» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Επομένως, η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει της διατάξεως αυτής, παρέβη το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λόγοι ακυρώσεως που εκτίθενται στη σκέψη 48 ανωτέρω.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

99      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων που αφορούν τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων.

100    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2016, με την οποία ο RV απομακρύνθηκε από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, συνταξιοδοτήθηκε αυτοδικαίως.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο RV, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Prek

Buttigieg

Berke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουνίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.