Language of document : ECLI:EU:F:2011:156

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 27ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑98/09

Sarah Whitehead

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Διαδικασία ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ — Περίοδος 2008 — Ετήσια διαδικασία αξιολογήσεως — Κριτήρια εκτιμήσεως — Διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού — Συνεκτίμηση των αναρρωτικών αδειών — Καθορισμός των στόχων»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία η S. Whitehead ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 8ης Ιανουαρίου 2009 της ΕΚΤ με την οποία της χορηγήθηκε, δυνάμει της ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ, μισθολογική αύξηση κατά δύο μονάδες τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, καθώς και αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη και η οποία υπολογίζεται κατά δίκαιη κρίση στο ποσό των 10 000 ευρώ.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της και εκείνα της ΕΚΤ.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παράρτημα I, άρθρο 5)

2.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ — Εξουσία εκτιμήσεως

(Οδηγία 91/533 του Συμβουλίου· Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παράρτημα I, άρθρο 5)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι ακυρώσεως — Λόγος αντλούμενος από την παράβαση του καθήκοντος διαφάνειας της διοικήσεως

4.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ

(Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παράρτημα I, άρθρο 5)

5.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Περιεχόμενο — Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προταθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Πράξη γενικού χαρακτήρα στην οποία στηρίζεται η προσβαλλομένη απόφαση

(Άρθρα 236 ΕΚ και 241 ΕΚ· άρθρο 152 ΕΑ· Πρωτόκολλο για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 36.2)

6.      Δίκαιο της Ένωσης — Πηγές — Νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας — Δεν περιλαμβάνεται

7.      Υπάλληλοι — Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας — Εκπροσώπηση — Επιτροπή προσωπικού — Υποχρεωτική διαβούλευση — Περιεχόμενο

(Εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 15· Όροι απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 48 και 49)

8.      Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — Αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Επιτροπής — Θέσπιση των κανόνων εσωτερικής λειτουργίας της Τράπεζας — Καθορισμός των κατευθυντηρίων γραμμών

(Εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 11 § 2)

9.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση και απαγόρευση των διακρίσεων — Υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων που τελούν σε αναρρωτική άδεια σε σχέση προς τους υπαλλήλους που εργάζονται — Δεν υφίσταται

1.      Το γεγονός ότι η ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στηρίζεται στη σύγκριση, εντός μιας υπηρεσίας, της συμβολής εκάστου μέλους του προσωπικού στην εκπλήρωση των αποστολών της Τράπεζας δεν σημαίνει ότι, ελλείψει ειδικού μέσου αξιολογήσεως των ατομικών προσόντων εκάστου μέλους του προσωπικού, κατά την εν λόγω διαδικασία αναθεωρήσεως, η Τράπεζα έχει την υποχρέωση να στηρίξει τις αποφάσεις της σχετικά με την ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ στην ετήσια αξιολόγηση.

Επιπλέον, δεδομένου ότι η διαδικασία της ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ δεν αντιστοιχεί σε διαδικασία προβλεπόμενη στον ΚΥΚ, δεν μπορεί να υπάρξει καμία αναλογία μεταξύ των αρχών που διέπουν τη διενέργεια της βαθμολογήσεως των υπαλλήλων της Ένωσης και αυτών που διέπουν την εν λόγω διαδικασία όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού της Τράπεζας.

(βλ. σκέψεις 44 και 48)

2.      Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθώς και το καθήκον διαφάνειας και η υποχρέωση αιτιολογήσεως έχουν μεν ως συνέπεια να υπάγουν την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άσκηση των αρμοδιοτήτων της στην τήρηση ορισμένων επιταγών, πλην όμως δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια την επιβολή στην Τράπεζα της υποχρεώσεως να παραιτηθεί από το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που αποφάσισε να διατηρήσει κατά την άσκηση της πολιτικής της χορηγήσεως ατομικών μισθολογικών αυξήσεων και να καθορίσει σε μια πράξη τα κριτήρια εκτιμήσεως που προτίθεται να εφαρμόζει κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει.

Ομοίως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί μεν τη θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων αρκούντως σαφών, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους, η αρχή αυτή δεν επιβάλλει, όμως, στην Τράπεζα την υποχρέωση να περιορίσει την εξουσία εκτιμήσεως που προτίθεται να ασκεί όσον αφορά τις ατομικές μισθολογικές αυξήσεις θεσπίζοντας εκτελεστικά μέτρα που κατατείνουν στον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο προτίθεται να ασκεί στο μέλλον την εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως.

Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι οι πρακτικές λεπτομέρειες αυξήσεως των μισθών συναρτώνται προς τις αποδοχές τις οποίες δικαιούνται τα μέλη του προσωπικού της Τράπεζας και συνιστούν, υπό το πρίσμα αυτό, ουσιώδη στοιχεία της σχέσεως εργασίας υπό την έννοια της οδηγίας 91/533, σχετικά με την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας, η οδηγία αυτή δεν περιλαμβάνει απαιτήσεις τέτοιας εντάσεως ώστε να υποχρεώνει την Τράπεζα να καθορίζει και να δημοσιεύει κριτήρια εκτιμήσεως της συμβολής εκάστου υπαλλήλου στην εκπλήρωση των αποστολών της Τράπεζας.

(βλ. σκέψεις 49 και 58 έως 60)]

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 14 Απριλίου 2005, C‑110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 30

3.      Το καθήκον διαφάνειας δεν συνιστά αρχή του δικαίου της Ένωσης την οποία ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεστεί χωρίς ρητή νομοθετική πρόβλεψη. Επομένως, αν ο προσφεύγων δεν προσδιορίσει το νομοθέτημα στο οποίο διατυπώνεται το δικαίωμα διαφάνειας το οποίο επικαλείται, δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το περιεχόμενο του επιχειρήματός του.

(βλ. σκέψη 50)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 22 Μαΐου 2007, F-99/06, López Teruel κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 94

4.      Δεδομένου ότι η ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των δώρων εντός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στηρίζεται σε σύγκριση της ατομικής συμβολής εκάστου υπαλλήλου στην εκπλήρωση των αποστολών της Τράπεζας προς τη συμβολή των συναδέλφων του του ιδίου τομέα δραστηριοτήτων, οι σχετικές εσωτερικές διατάξεις μπορεί μεν να συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μελών του προσωπικού της Τράπεζας, πλην όμως αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη από ένα αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή από το γεγονός ότι κάθε υπηρεσία είναι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση διαφορετικών αποστολών. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις αυτές δεν είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επομένως, επειδή, κατά τις εσωτερικές διατάξεις της Τράπεζας που διέπουν την ετήσια αναθεώρηση των μισθών και των πριμ, το σύνολο του προσωπικού της Τράπεζας δεν θεωρείται ότι αποτελεί μια και την αυτή νομική κατηγορία, ένας υπάλληλος δεν μπορεί να προσάψει στην Τράπεζα ότι δεν συνέκρινε τη συμβολή του στην εκπλήρωση των αποστολών της Τράπεζας προς τη συμβολή των συναδέλφων του στην υπηρεσία.

(βλ. σκέψη 68)

5.      Ο μηχανισμός της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας αποσκοπεί στο να παράσχει στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν, κατ’ένσταση, τη νομιμότητα πράξεως γενικής ισχύος που έχει εφαρμογή σε μια περίπτωση η οποία αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής, είτε η πράξη αυτή έχει τη φύση εκτελεστικού μέτρου είτε τη φύση νομοθετικής πράξεως, εφόσον υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και της επίμαχης πράξεως γενικής ισχύος. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων προβάλλει, στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως, τον παράνομο χαρακτήρα μιας πράξεως νομοθετικής φύσεως δεν έχει ως συνέπεια να καθιστά τον λόγο ακυρώσεως απαράδεκτο.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 241 ΕΚ, η δυνατότητα προβολής της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά πράξεως γενικής ισχύος δεν υπόκειται σε ειδική προθεσμία. Δεν υπάρχει λόγος να μην εφαρμόζεται ο ίδιος κανόνας στις προσφυγές που στηρίζονται στα άρθρα 236 ΕΚ, 152 ΕΑ ή 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

(βλ. σκέψεις 73 και 74)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 1998, T-23/96, De Persio κατά Επιτροπής, σκέψη 54

6.      Η νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας δεν συνιστά, αυτή καθαυτήν, πηγή του δικαίου της Ένωσης και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η επίκλησή της προς λυσιτελή στήριξη ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

(βλ. σκέψη 76)

7.      Ο προϋπολογισμός δεν περιλαμβάνεται στις πράξεις για την έκδοση ή την τροποποίηση των οποίων το άρθρο 49 των Όρων απασχολήσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 των όρων αυτών, επιβάλλει στην Τράπεζα να διαβουλεύεται με την επιτροπή προσωπικού. Πράγματι, η έγκριση του προϋπολογισμού πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 15 του εσωτερικού κανονισμού της Τράπεζας και όχι βάσει των όρων απασχολήσεως, των κανόνων που ισχύουν για το προσωπικό ή κάποιας πράξεως που συνδέεται με ένα από τα κείμενα αυτά, ούτε αφορά ζήτημα από αυτά που ρυθμίζονται στο άρθρο 48 των εν λόγω Όρων απασχολήσεως, για τα οποία απαιτείται η διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται υποχρέωση διαβουλεύσεως με την εν λόγω επιτροπή κατά την έγκριση του δημοσιονομικού κονδυλίου που διατίθεται σε κάθε διαδικασία ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ εντός της Τράπεζας.

(βλ. σκέψη 89)

8.      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Εκτελεστική Επιτροπή είναι μεν αρμόδια για τη θέσπιση των κανόνων εσωτερικής λειτουργίας της Τράπεζας και, επί της βάσεως αυτής, για τη θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα της μισθολογικής πολιτικής, μπορεί, ωστόσο, να αναθέσει τη σύνταξη των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών σε άλλο όργανο και να περιοριστεί στην εκ των υστέρων έγκρισή τους.

Πράγματι, το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη αρχή είναι η μόνη αρμόδια για να εκδώσει μια απόφαση δεν αποκλείει να μπορεί η αρχή αυτή να παράσχει οδηγίες σε άλλη αρχή ώστε αυτή να διατυπώσει εγγράφως το περιεχόμενο της αποφάσεως που προτίθεται να εκδώσει η πρώτη αρχή, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η πρώτη αρχή έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει το κείμενο αυτό και ότι σ’αυτήν εναπόκειται να εγκρίνει το τελικό κείμενο.

(βλ. σκέψεις 93 και 94)

9.      Προκειμένου να μην παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αναγνωρίζονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διοίκηση οφείλει να μεριμνά ώστε να μην τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως πανομοιότυπες καταστάσεις ούτε ίδιας μεταχειρίσεως διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Δεδομένου ότι ο πανομοιότυπος ή μη χαρακτήρας μιας καταστάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του οποίου η εκτέλεση φέρεται ότι προκάλεσε άνιση μεταχείριση ή δυσμενή διάκριση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από απόψεως πραγματικών περιστατικών, ένα πρόσωπο που τελεί σε αναρρωτική άδεια δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με ένα πρόσωπο που εργάζεται και, επομένως, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, καμία γενική αρχή δεν επιβάλλει στη διοίκηση να θεωρεί ότι τα πρόσωπα που τελούν σε αναρρωτική άδεια εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία με τα πρόσωπα που εργάζονται. Επομένως, μόνον όταν ένα κείμενο επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να εξομοιώσει την κατάσταση των προσώπων που τελούν σε αναρρωτική άδεια προς την κατάσταση των προσώπων που εργάζονται, ένα πρόσωπο που τελεί σε αναρρωτική άδεια μπορεί βασίμως να απαιτήσει την ίδια μεταχείριση με ένα πρόσωπο που εργάζεται.

(βλ. σκέψη 108)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2006, C‑13/05, Chacón Navas, σκέψη 54· 20 Ιανουαρίου 2009, C‑350/06 και C‑520/06, Schultz-Hoff κ.λπ., σκέψη 27

ΓΔΕΕ: 31 Μαΐου 2005, T‑284/02, Διονυσοπούλου κατά Συμβουλίου, σκέψεις 50 έως 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 9 Ιουνίου 2005, T-80/04, Castets κατά Επιτροπής, σκέψη 30· 29 Μαρτίου 2007, T‑368/04, Verheyden κατά Επιτροπής, σκέψη 61