Language of document : ECLI:EU:F:2013:186

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 14ης Νοεμβρίου 2013

Υπόθεση F‑96/09 DEP

Eva Cuallado Martorell

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων – Προσφεύγων στον οποίο έχει χορηγηθεί το ευεργέτημα πενίας – Καθορισμός από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης του ανωτάτου ποσού που πρέπει να καταβληθεί στον δικηγόρο για την έγγραφη και την προφορική διαδικασία – Μη εφαρμογή του ορίου οσάκις άλλος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, δυνάμει του άρθρου 92 του Κανονισμού Διαδικασίας, την οποία υπέβαλε η Ε. Cuallado Martorell στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατόπιν της αποφάσεως της 18ης Σεπτεμβρίου 2012, F‑96/09, Cuallado Martorell κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2012).

Απόφαση:      Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων τα οποία η Ε. Cuallado Martorell δύναται να αναζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την υπόθεση F‑96/09 καθορίζεται σε 3 620 ευρώ.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία – Αίτηση παροχής του ευεργετήματος πενίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Αδυναμία αντιμετωπίσεως των εξόδων νομικής αρωγής και δικαστικής εκπροσωπήσεως – Χορήγηση του ευεργετήματος πενίας – Καθορισμός του ύψους της αμοιβής του δικηγόρου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Εκτίμηση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 95 και 98)

2.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Καθορισμός των εξόδων – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

1.      Οι περί του ευεργετήματος πενίας διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ήτοι τα άρθρα 95 έως 98, δεν ρυθμίζουν εξαντλητικώς όλες τις πιθανές περιπτώσεις.

Κατά μείζονα λόγο, οι διατάξεις αυτές δεν ρυθμίζουν το ζήτημα του ποσού το οποίο ο διάδικος που καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα οφείλει να καταβάλει, ως δικηγορική αμοιβή, στον δικηγόρο του προσφεύγοντος διαδίκου στον οποίο έχει χορηγηθεί το ευεργέτημα πενίας.

Αφενός, από το άρθρο 97, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του προμνησθέντος Κανονισμού προκύπτει ότι η διάταξη περί χορηγήσεως του ευεργετήματος πενίας, η οποία μπορεί να καθορίζει το ποσό που πρέπει να καταβληθεί από το ταμείο του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν, καταρχήν, να υπερβούν οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου, αποσκοπεί όχι στον καθορισμό των δικαστικών εξόδων που δύνανται να αναζητηθούν από τον νικήσαντα διάδικο, αλλά στην εξασφάλιση αποτελεσματικής προσβάσεως στη δικαιοσύνη σε κάθε διάδικο ο οποίος, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα νομικής αρωγής και δικαστικής εκπροσωπήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Αφετέρου, από το γράμμα του άρθρου 95, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω Κανονισμού προκύπτει ότι το χορηγούμενο με διάταξη ευεργέτημα πενίας μπορεί να καλύπτει το σύνολο ή μέρος των εξόδων νομικής αρωγής και δικαστικής εκπροσωπήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Συναφώς, είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι αμοιβές των δικηγόρων παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές αναλόγως του κράτους μέλους εντός του οποίου οι δικηγόροι ασκούν το επάγγελμα και του βαθμού ειδικεύσεώς τους σε συγκεκριμένο τομέα, ή ακόμα και της φήμης τους στο επαγγελματικό περιβάλλον. Δεν αποκλείεται, λαμβανομένου υπόψη του ποσού που εξασφαλίζει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με τη διάταξή του, να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να καταβάλει στον δικηγόρο του το μέρος της αμοιβής του που δεν καλύπτεται από το ευεργέτημα πενίας σε περίπτωση καταδίκης του στα δικαστικά έξοδα.

Εξάλλου, ένας δικηγόρος που δέχθηκε να εκπροσωπήσει pro bono τον ενδιαφερόμενο κατά την άσκηση της προσφυγής δεν μπορεί να υποχρεωθεί να παραιτηθεί από μέρος της αμοιβής του όταν, κατά το πέρας της διαδικασίας, καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα ο αντίδικος.

(βλ. σκέψεις 19 έως 23)

2.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να καθορίζει τις αμοιβές που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά το ποσό μέχρι του οποίου μπορούν να αναζητηθούν οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενος επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη του ούτε τον εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε τυχόν σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του.

Ελλείψει διατάξεων περί τιμολογήσεως στο δίκαιο της Ένωσης, ο δικαστής οφείλει να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσχέρειες της υποθέσεως, την έκταση της εργασίας που κλήθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευσε η διαφορά για τους διαδίκους.

(βλ. σκέψεις 28 και 29)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 8 Νοεμβρίου 2011, F‑92/09 DEP, U κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 38 και 39