Language of document : ECLI:EU:C:2017:606

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 26ης Ιουλίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑358/16

UBS (Luxembourg) SA κ.λπ.

[αίτηση του Cour administrative (διοικητικού εφετείου, Λουξεμβούργο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/39/ΕΚ – Άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3 – Πρόσβαση σε πληροφορίες στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας αφορώσας απόφαση της εθνικής χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής – Επαγγελματικό απόρρητο – Εξαίρεση για περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικής έννομης προστασίας»






I.      Εισαγωγή

1.        Μια χρηματοπιστωτική εποπτική αρχή, επικαλούμενη το επαγγελματικό απόρρητο κατά το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (2), έχει δικαίωμα να αρνηθεί (3) στον αποδέκτη δυσμενούς μέτρου την πρόσβαση σε απαλλακτικά για τον ίδιο έγγραφα που αφορούν τρίτους;

2.        Το εν λόγω ζήτημα τίθεται εν προκειμένω με αφορμή απόφαση της χρηματοπιστωτικής εποπτικής αρχής του Λουξεμβούργου, με την οποία αμφισβητείται η εντιμότητα του ενδιαφερομένου, DV, η οποία συνιστά αναγκαίο στοιχείο για την ανάληψη διευθυντικών καθηκόντων σε επιχειρήσεις επενδύσεων. Λόγο για την έκδοση της αποφάσεως αποτέλεσε ο ρόλος του DV στην ίδρυση και διαχείριση επιχειρήσεως που είχε εμπλακεί στο οικονομικό σκάνδαλο Madoff (4).

3.        Η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο κατόπιν της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του Cour administrative (διοικητικού εφετείου, Λουξεμβούργο) συνίσταται στον συγκερασμό της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου και της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας.

4.        Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει αφενός να εξεταστεί εάν πραγματικά περιστατικά όπως αυτά της υπό κρίση υποθέσεως υπάγονται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 εξαίρεση από το επαγγελματικό απόρρητο για «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο». Αφετέρου θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των εγγυήσεων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και πραγματικής προσφυγής εάν το επαγγελματικό απόρρητο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της οδηγίας, λαμβάνει επαρκώς υπόψη το δικαίωμα του αποδέκτη μέτρου αντίστοιχου με εκείνο της υπό κρίση υποθέσεως για πρόσβαση σε κρίσιμα έγγραφα.

II.    Το νομικό πλαίσιο

A.      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Το νομοθετικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως από πλευράς ενωσιακού δικαίου αποτελούν τα άρθρα 41, 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και η οδηγία 2004/39.

6.        Εκ προοιμίου πρέπει να γίνει αναφορά στις αιτιολογικές σκέψεις 2, 44, 63 και 71 της οδηγίας:

«(2)      […] [Π]ρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Κοινότητα, ως ενιαία αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής.

(44)      Για να επιτευχθεί ο διττός στόχος της προστασίας των επενδυτών και της διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών κινητών αξιών, […].

(63)      Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. […] Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες παραβάσεις ή πιθανολογούμενες παραβάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία ορισμένων δικαιωμάτων.

(71)      Ο στόχος της δημιουργίας ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς στην οποία οι επενδυτές προστατεύονται επαρκώς, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα η αποτελεσματικότητα και η ακεραιότητα του συνόλου της αγοράς, απαιτεί τη θέσπιση κοινών κανονιστικών προϋποθέσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπου και αν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Κοινότητας, και για τη λειτουργία των ρυθμιζόμενων αγορών και των άλλων συστημάτων συναλλαγών κατά τρόπο ώστε η έλλειψη διαφάνειας σε συγκεκριμένη αγορά ή η δυσλειτουργία της να μη θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του συνόλου του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. […]»

7.        Η οδηγία ρυθμίζει στον τίτλο ΙΙ τους όρους για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων.

8.        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας καθορίζει συναφώς τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας:

«Κάθε κράτος μέλος εξαρτά την παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ως τακτική ενασχόληση ή επιτήδευμα σε επαγγελματική βάση από προηγούμενη άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. […]»

9.        Κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεως επενδύσεων εάν η επιχείρηση «δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας […]».

10.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, της οδηγίας καθορίζει τους όρους χορηγήσεως άδειας λειτουργίας που αφορούν τα πρόσωπα που διευθύνουν την επιχείρηση επενδύσεων:

«1.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα της επιχείρησης επενδύσεων να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να εξασφαλίζεται η υγιής και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων […].

3.      Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί για την εντιμότητα και την πείρα των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση επενδύσεων, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στη διοίκηση της επιχειρήσεως αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.»

11.      Στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζεται ότι πρέπει να συντρέχουν διαρκώς οι όροι για τη χορήγηση της αρχικής άδειας, ιδίως δε οι όροι του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I του παρόντος τίτλου για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.»

12.      Το πρώτο κεφάλαιο του τίτλου IV («Αρμόδιες αρχές») της οδηγίας περιέχει ρυθμίσεις για τον ορισμό των αρμόδιων αρχών, τις εξουσίες τους και τις διαδικασίες προσφυγής.

13.      Σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφος 1, της οδηγίας, «στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους». Κατά την παράγραφο 2, στοιχείο ιβʹ, στις εξουσίες αυτές συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα «να ζητούν την άσκηση ποινικής δίωξης».

14.      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας αναφέρεται στις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση μη συμμορφώσεως με τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της:

«1.      Με την επιφύλαξη των διαδικασιών για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, ότι μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις κατά των υπευθύνων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.»

15.      Το άρθρο 54 της οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο», ρυθμίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

2.      Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3.      Με την επιφύλαξη των υποθέσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για το σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι υπόψη πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.»

B.      Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

16.      Το άρθρο 11 του νόμου της 8ης Ιουνίου 1979 (5) ρυθμίζει την αξίωση για πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, ενώ στο άρθρο 13 προβλέπονται εξαιρέσεις.

17.      Το άρθρο 19 του νόμου της 5ης Απριλίου 1993 (6), το οποίο αναθεωρήθηκε στο πλαίσιο μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2004/39, προβλέπει, κατ’ αντιστοιχία με το άρθρο 9 της οδηγίας, τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας.

18.      Το άρθρο 32 του νόμου της 13ης Ιουλίου 2007 (7) ρυθμίζει το επαγγελματικό απόρρητο, μεταφέροντας στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Η επιχείρηση UBS (Luxembourg) SA (8) (στο εξής: UBS) σύστησε την εταιρία επενδύσεων LUXALPHA SICAV (στο εξής: Luxalpha) με τη συνδρομή του DV, ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε διευθυντικά καθήκοντα στη Luxalpha. Η Luxalpha είχε εμπλακεί στο οικονομικό σκάνδαλο Madoff και το 2009 τέθηκε υπό εκκαθάριση.

20.      Με την από 4 Ιανουαρίου 2010 απόφασή της, η Commission de Surveillance du Secteur Financier (χρηματοπιστωτική εποπτική επιτροπή Λουξεμβούργου, στο εξής: CSSF) διαπίστωσε ότι ο DV, λόγω του ρόλου που διαδραμάτισε στη σύσταση και διαχείριση της Luxalpha, δεν ήταν πλέον άξιος εμπιστοσύνης και ότι, επομένως, δεν ήταν πλέον ικανός να ασκεί καθήκοντα διευθύνοντος σε οντότητα επιβλεπόμενη από τη CSSF ή άλλα καθήκοντα για τα οποία απαιτείται χορήγηση αδείας. Κατά συνέπεια, όφειλε να παραιτηθεί από την αντίστοιχη θέση.

21.      Κατά της αποφάσεως της CSSF ο DV άσκησε προσφυγή ενώπιον του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου, Λουξεμβούργο). Στο πλαίσιο της εν λόγω κύριας διαδικασίας, ο DV ζήτησε από τη CSSF να του διαβιβαστούν διάφορα έγγραφα, τα οποία είχαν περιέλθει στη CSSF λόγω της εποπτείας που ασκούσε επί της UBS και της Luxalpha.

22.      Η CSSF απάντησε αρνητικά στο αίτημα αυτό, επικαλούμενη το επαγγελματικό απόρρητο και ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκδόσεως της από 4 Ιανουαρίου 2010 αποφάσεως, επικαλέστηκε τα ζητούμενα έγγραφα. Προέβαλε, δε, ότι είχε ήδη παραδώσει στον DV όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την έναντι του ιδίου διοικητική διαδικασία.

23.      Κατά της αρνητικής αποφάσεως της CSSF ο DV προσέφυγε στο πλαίσιο παρεμπίπτουσας διαδικασίας ενώπιον του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου), ζητώντας την παράδοση των εγγράφων. Όπως υποστηρίζει, τα επίμαχα έγγραφα είναι απαραίτητα για την προσήκουσα υπεράσπισή του. Θεωρεί ότι παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την πραγματική κατανομή των ρόλων μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων κατά τη σύσταση της Luxalpha. Το tribunal administratif (διοικητικό πρωτοδικείο) δέχθηκε μόνον πολύ μερικώς την προσφυγή.

24.      Το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) αποφάνθηκε επί της σχετικής εφέσεως με την απόφασή του της 16ης Δεκεμβρίου 2014. Με αυτήν υποχρέωσε τη CSSF να διαβιβάσει στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας μεγάλο αριθμό εγγράφων. Η UBS και τα πρώην μέλη της διοικήσεως της Luxalpha, Alain Hondequin κ.λπ., άσκησαν τριτανακοπή ενώπιον του Cour administrative (διοικητικού εφετείου). Οι τριτανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η διαβίβαση των εγγράφων στον DV παραβιάζει το επαγγελματικό απόρρητο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39.

25.      Στο πλαίσιο αυτό, το Cour administrative (διοικητικό εφετείο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ:

1)      Καλύπτει η εξαίρεση των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», η οποία περιλαμβάνεται τόσο in fine στην παράγραφο 1 του άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ όσο και στην αρχή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 54 –ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 41 του Χάρτη που καθιερώνει την αρχή της χρηστής διοικήσεως–, περίπτωση κυρώσεως η οποία θεωρείται μεν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ως διοικητική, αλλά η οποία, εκτιμώμενη από πλευράς της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), λογίζεται ως υπαγόμενη στο ποινικό δίκαιο, όπως η αμφισβητούμενη στην κύρια δίκη κύρωση την οποία επέβαλε η αρμόδια εθνική αρχή εποπτείας, συνιστάμενη σε διαταγή σε μέλος εθνικού δικηγορικού συλλόγου να παύσει να ασκεί στην υπηρεσία οντότητας επιβλεπόμενης από την εν λόγω αρχή διευθυντικά καθήκοντα ή άλλη δραστηριότητα για την οποία απαιτείται σχετική άδεια, επιβάλλοντάς του παράλληλα την υποχρέωση να παραιτηθεί από όλες τις σχετικές θέσεις του το συντομότερο;

2)      Καθόσον η προαναφερθείσα διοικητική κύρωση, λογιζόμενη ως τέτοια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπάγεται στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας, σε ποιο βαθμό η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία μια εθνική αρχή μπορεί να επικαλείται βάσει των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ επηρεάζεται από τις απαιτήσεις περί δίκαιης δίκης που περιλαμβάνουν τη δυνατότητα πραγματικής προσφυγής, όπως προκύπτει από το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που απορρέουν παράλληλα από τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ όσον αφορά τη «χρηστή απονομή της δικαιοσύνης» (την αρχή της δίκαιης δίκης) και την ύπαρξη πραγματικής προσφυγής, από κοινού, [καθώς και με] τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 48 του Χάρτη, ειδικότερα σε σχέση με τη δυνατότητα πλήρους προσβάσεως του διοικουμένου στον διοικητικό φάκελο της αρχής που επέβαλε διοικητική κύρωση, αρχή η οποία είναι παράλληλα η αρμόδια εθνική αρχή εποπτείας στον σχετικό τομέα, προκειμένου ο διοικούμενος στον οποίο επιβλήθηκε η κύρωση να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του και τα αστικά του δικαιώματα;

26.      Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν εγγράφως τις απόψεις τους η CSSF, η UBS, οι A. Hondequin κ.λπ. καθώς και οι DV κ.λπ. (9), ως μετέχοντες στην κύρια δίκη, καθώς επίσης και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην προφορική συζήτηση της 1ης Ιουνίου 2017, εκτός από τους διαδίκους της κύριας διαδικασίας, εκπροσωπήθηκαν επίσης η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Εκτίμηση

27.      Η παρούσα διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως αφορά το επαγγελματικό απόρρητο όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39.

28.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία της περιεχόμενης στις παραγράφους 1 και 3 εξαιρέσεως «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο». Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το επαγγελματικό απόρρητο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της οδηγίας, είναι σύμφωνο με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και της πραγματικής προσφυγής, υπό το πρίσμα του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα του αποδέκτη ενός μέτρου σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη.

29.      Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι για την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί που υπηρετεί η οδηγία 2004/39 και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 54 αυτής.

30.      Σκοπός της οδηγίας 2004/39 είναι η δημιουργία ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών μέσων που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα παράσχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής (10). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 54 της οδηγίας αποβλέπει στη διασφάλιση της αναγκαίας προς τούτο απρόσκοπτης ανταλλαγής πληροφοριών. Δεδομένου ότι αυτό προϋποθέτει ότι οι εποπτευόμενες επιχειρήσεις όσο και οι αρμόδιες αρχές μπορούν να είναι βέβαιες ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν παράσχει θα διατηρήσουν κατ’ αρχήν τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα (11), για τον λόγο αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας απαγορεύεται κατά κανόνα η διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους, εφόσον αυτή δεν γίνεται ανώνυμα και κατά τρόπο γενικό.

A.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος – «Περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο»

31.      Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν η προβλεπόμενη στο άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 εξαίρεση από το επαγγελματικό απόρρητο «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» εφαρμόζεται στην περίπτωση μέτρου που φέρει τα χαρακτηριστικά της από 4 Ιανουαρίου 2010 αποφάσεως της CSSF, λαμβανομένου υπόψη και του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως.

32.      Στο πλαίσιο του άρθρου 54 της οδηγίας, η έκφραση αυτή επαναλαμβάνεται τόσο στην παράγραφο 1 όσο και στην παράγραφο 3, πρώτη περίοδος.

33.      Η τελευταία ημιπερίοδος της παραγράφου 1 του άρθρου 54 της οδηγίας ορίζει ότι η απαγόρευση γνωστοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους δεν ισχύει για «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο». Το άρθρο 54, παράγραφος 3, της οδηγίας αφορά τη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών από την αρμόδια αρχή. «Με την επιφύλαξη των υποθέσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» επιτρέπεται μόνον για συγκεκριμένους, αναλυτικά καθοριζόμενους σκοπούς (12).

1.      Επί της αυτοτελούς ερμηνείας της εξαιρέσεως

34.      Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η οδηγία δεν περιέχει ορισμό των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» ούτε παραπέμπει για το ζήτημα αυτό στο δίκαιο των κρατών μελών.

35.      Ως εκ τούτου, με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η έκφραση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (13).

36.      Τούτο δεν εμποδίζεται από το ότι το άρθρο 54, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ισχύ του επαγγελματικού απορρήτου χωρίς να καθορίζει επακριβώς το περιεχόμενό του. Πράγματι, στην πιθανή, μη εξεταζόμενη εν προκειμένω (14), αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίσουν την έννοια και το περιεχόμενο του όρου «επαγγελματικό απόρρητο» τίθενται όρια από το ενωσιακό δίκαιο, ιδίως από τις περιοριστικώς καθορισμένες εξαιρέσεις του άρθρου 54 της οδηγίας (15) που αφορούν την απαγόρευση γνωστοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών.

37.      Πέραν τούτου, χωρίς ενιαία, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνεία των περιπτώσεων στις οποίες επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους, θα ετίθετο σε κίνδυνο η απρόσκοπτη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων αρχών και επιχειρήσεων επενδύσεων, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν θα μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες θα παρέμεναν κατά κανόνα εμπιστευτικές. Αυτό θα προσέκρουε επιπλέον και στην αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2004/39, κατά την οποία σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι ακριβώς να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμονίσεως που θα προσφέρει στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και θα παράσχει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση στο πλαίσιο της εποπτείας της χώρας καταγωγής.

2.      Επί της σημασίας της εξαιρέσεως

38.      Για την ερμηνεία της εκφράσεως «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» υπάρχουν κατ’ ουσίαν δύο εναλλακτικές δυνατότητες: Αφενός, η «ουσιαστική» ερμηνεία, κατά την οποία «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» θεωρούνται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που έχουν ως αντικείμενο αξιόποινες πράξεις ή ποινικές κυρώσεις. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η απόφαση της CSSF είναι δύνατο να έχει χαρακτήρα ποινικής κυρώσεως. Αφετέρου, προτείνεται η «δικονομική» ερμηνεία, κατά την οποία η γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών δυνάμει της εν λόγω εξαιρέσεως επιτρέπεται μόνον εφόσον αυτό απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξετάσεως ή ποινικής διαδικασίας.

39.      Ο προσδιορισμός της προσήκουσας ερμηνείας πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένου ιδίως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται η οικεία έκφραση και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (16).

 α)      Επί του πλαισίου της εξαιρέσεως του άρθρου 54 της οδηγίας

40.      Εν προκειμένω, το πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν συνηγορεί υπέρ της «ουσιαστικής» ερμηνείας της ένδικης διατυπώσεως.

41.      Και τούτο διότι, κατ’ αρχάς, από τον χαρακτήρα της ερμηνευόμενης διατυπώσεως ως εξαιρέσεως (17) και την ανάγκη για «[αυστηρή] τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου», όπως δηλώνεται στην αιτιολογική σκέψη 63 της οδηγίας, προκύπτει ότι οι «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Πράγματι, αν η εξαίρεση εφαρμοζόταν σε οποιαδήποτε κατάσταση αφορά αξιόποινη πράξη ή ποινική κύρωση, ο βασικός κανόνας του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται η γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους, θα καθίστατο κενός περιεχομένου.

42.      Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το γράμμα του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις για την άρση του επαγγελματικού απορρήτου σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

43.      Τούτο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εξαίρεση του άρθρου 54, παράγραφος 2, της οδηγίας, η οποία επιδιώκει τη διευκόλυνση κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών «όταν τα πράγματα έχουν εξελιχθεί άσχημα και ο επίμαχος φορέας έχει διακόψει τις συνήθεις δραστηριότητές του» (18), θέτοντας ωστόσο και περαιτέρω απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, το άρθρο 54, παράγραφος 2, της οδηγίας εφαρμόζεται μόνον σε συγκεκριμένες καταστάσεις (όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση με δικαστική απόφαση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση), περιορίζει τη γνωστοποίηση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (επί αστικών ή εμπορικών υποθέσεων) και επιτρέπει μόνον τη γνωστοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριών (πληροφοριών που δεν αφορούν τρίτους και είναι αναγκαίες για την εκάστοτε διαδικασία).

44.      Από την αντιπαραβολή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 54 της οδηγίας καθίσταται σαφές ότι η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν μπορεί να περιλαμβάνει κάθε κατάσταση, το περιεχόμενο της οποίας συνίσταται σε αξιόποινες πράξεις ή σε ποινικές κυρώσεις. Τούτο διότι μια τέτοιου είδους ερμηνεία, ενόψει και της ελλείψεως περαιτέρω προϋποθέσεων, θα άμβλυνε χωρίς προφανή δικαιολογία την επιδιωκόμενη με το άρθρο 54 και απαραίτητη για τους σκοπούς της οδηγίας αυστηρή προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Παράλληλα, οι αναλυτικώς αναφερόμενοι στο άρθρο 54, παράγραφος 2, περιορισμοί θα καταστρατηγούνταν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ειδικότερα, είναι βέβαιο ότι ο νομοθέτης θα είχε προβλέψει πρόσθετες προϋποθέσεις εάν επιθυμούσε η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» να περιλαμβάνει και περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο συναλλαγών επί τίτλων ή, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, τον ποινικό χαρακτήρα ενός μέτρου.

 β)      Επί του σκοπού της εξαιρέσεως

45.      Επιχείρημα ότι η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν μπορεί να περιλαμβάνει κάθε πραγματικό περιστατικό που ουσιαστικά αφορά αξιόποινες πράξεις ή ποινικές κυρώσεις αντλείται και από τον σκοπό της εκφράσεως «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο».

46.      Όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας, «[μ]ε την επιφύλαξη των διαδικασιών για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή του δικαιώματος των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις», επιβάλλεται να ληφθούν κατάλληλα «διοικητικά μέτρα ή να επιβληθούν […] διοικητικές κυρώσεις» κατά των υπευθύνων.

47.      Κατά την άποψή μου, οι εκφράσεις «με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» του άρθρου 54, παράγραφος 1, και «[μ]ε την επιφύλαξη των υποθέσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» του άρθρου 54, παράγραφος 3, της οδηγίας έχουν τεθεί με σκοπό την αποσαφήνιση της εννοίας της διατάξεως, όπως και η διευκρίνιση ότι δεν θίγεται το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις. Καταδεικνύουν σαφώς ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να επιβληθεί ποινική κύρωση ή κινείται οποιαδήποτε διαδικασία σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών μελών το επαγγελματικό απόρρητο δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές. Με την άποψη αυτή συνάδει και η ρύθμιση του άρθρου 50, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, κατά την οποία, εάν οι αρχές των κρατών μελών δεν επιδείξουν σχετική πρωτοβουλία, η αρμόδια αρχή έχει δικαίωμα να παραπέμψει την υπόθεση σε δικαστήριο, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.

48.      Η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» στοχεύει στην αποφυγή συγκρούσεων με το δικαίωμα των κρατών μελών να επιβάλλουν κυρώσεις και να μεριμνούν για την εκτέλεσή τους.

49.      Ο σκοπός αυτός συνάδει και με την υπόθεση Altmann κ.λπ. (19), όπου κύριο ζήτημα αποτελούσε αίτημα παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκε από ζημιωθέντες επενδυτές, πελάτες επιχειρήσεως επενδύσεων η οποία είχε επιδείξει δόλια συμπεριφορά. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο, δεδομένου ότι το αίτημα προσβάσεως σε πληροφορίες «υποβλήθηκε μετά την ποινική καταδίκη των στελεχών [της επιχειρήσεως επενδύσεων]» (20). Ούτε η στρατηγική της επιχειρήσεως, η οποία συνίστατο σε εξαπάτηση των επενδυτών, ούτε η ποινική καταδίκη των στελεχών της επιχειρήσεως αυτής οδήγησαν στο να υπαχθεί η περίπτωση στο ποινικό δίκαιο κατά την έννοια της οδηγίας (21). Στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας N. Jääskinen είχε προβάλει αντίστοιχο επιχείρημα, ήτοι ότι «σκοπός του αιτήματος παροχής πληροφοριών και εγγράφων δεν [ήταν] αυτά να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας» (22). Πολλώ δε μάλλον καθόσον οι εξαιρέσεις «σκοπό έχουν να καθιστούν εφικτή τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών και την κίνηση ποινικών διώξεων ανά πάσα στιγμή, ακόμη και κατά τη διάρκεια των συνήθων δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως επενδύσεων και επιτρέπουν, έτσι, στην εποπτική αρχή να αποκαλύπτει πληροφορίες στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών» (23).

50.      Τέλος, και σε σχέση με τον προσδιορισμό του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση για «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», είναι σαφές ότι η εξαίρεση δεν εξαρτάται από περαιτέρω προϋποθέσεις. Ειδικότερα η εξαίρεση για «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» προφανώς δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, προκειμένου για περιπτώσεις που σχετίζονται με αξιόποινες πράξεις ή ποινικές κυρώσεις, το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας επιτρέπει την διαβίβαση κάθε είδους εμπιστευτικών πληροφοριών, σε κάθε περίπτωση και προς οποιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο. Και τούτο διότι, εάν προσέδιδε κανείς στην εξαίρεση το ανωτέρω περιεχόμενο, θα παρεμποδιζόταν ο βασικός σκοπός του άρθρου 54 της οδηγίας 2004/39 που είναι η εξασφάλιση αυστηρής προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου.

 γ)      Άλλες εκτιμήσεις

51.      Η «δικονομική» ερμηνεία των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» συμβαδίζει και με τις σκέψεις που παρατίθενται κατωτέρω.

52.      Κατ’ αρχάς, η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται στο σύστημα που ακολουθεί η οδηγία 2004/39. Ειδικότερα, στο άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ, αφενός, μέτρων που ανάγονται στην εποπτεία και στο διοικητικό δίκαιο και ρυθμίζονται από την οδηγία και, αφετέρου, ποινικών κυρώσεων των κρατών μελών, οι οποίες δεν θίγονται. Τυχόν ουσιαστική ερμηνεία της εξαιρέσεως, υπό την έννοια ότι σημασία έχει ο ποινικός χαρακτήρας του μέτρου και κατά συνέπεια ως περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο θα εδύναντο να θεωρηθούν και διοικητικά μέτρα ποινικού χαρακτήρα, θα ερχόταν σε αντίθεση με την εν λόγω διάκριση.

53.      Επιπλέον, η «δικονομική» ερμηνεία συνάδει και με το γεγονός ότι η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» τυγχάνει εφαρμογής σε πληθώρα διαφορετικών νομικών πράξεων στον τομέα του χρηματοπιστωτικού δικαίου (24). Αυτό αποτελεί επιχείρημα υπέρ του ότι πρόκειται μάλλον για διατύπωση που έχει επιλεγεί προς αποφυγή συγκρούσεων και για διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών με σκοπό την ποινική δίωξη χωρίς να στοχεύει σε κατά περίπτωση εξέταση των μέτρων, όπως αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με την ιδιαιτερότητα και τον τομέα που ρυθμίζει η οδηγία.

54.      Τέλος, η «δικονομική» αυτή προσέγγιση ενισχύεται και από το άρθρο 76, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (25), με την οποία αναδιατυπώθηκε η οδηγία 2004/39. Μολονότι η οδηγία 2014/65, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 2α Ιουλίου 2014, αντικατέστησε την οδηγία 2004/39 με ισχύ μόλις από τις 3 Ιανουαρίου 2017, η αναδιατύπωση μπορεί να αποτελέσει ένδειξη για την ερμηνεία των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο. Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/65, η απαγόρευση γνωστοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ισχύει «με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που προβλέπονται στο εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο». Επομένως, το ζήτημα δεν εντοπίζεται στη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε αποδέκτες μέτρων εποπτικών αρχών ή στον ποινικό χαρακτήρα των μέτρων αυτών, αλλά περισσότερο στην ανάδειξη του ότι το επαγγελματικό απόρρητο δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση όταν αυτή είναι αναγκαία για τους σκοπούς που καθορίζονται από το εθνικό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο.

55.      Κατ’ ανακεφαλαίωση των παραπάνω, η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν εξαιρεί από το επαγγελματικό απόρρητο κάθε περίπτωση που συναρτάται με αξιόποινη πράξη ή ποινική κύρωση. Αντιθέτως, σκοπός της εξαιρέσεως που εισάγει η εν λόγω ρύθμιση είναι η διευκόλυνση γνωστοποιήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών στις εθνικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξετάσεως ή ποινικών διαδικασιών, εφόσον αυτό απαιτείται από το εθνικό ουσιαστικό ή δικονομικό ποινικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, πραγματικά περιστατικά όπως τα υπό κρίση δεν αποτελούν «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο».

56.      Το κατά πόσον η γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως (26) που ενσωματώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη και το δι’ αυτής κατοχυρωμένο δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο υποθέσεως (27) είναι συμβατά με το άρθρο 54 της οδηγίας εξετάζεται στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

3.      Επί της εναλλακτικής δυνατότητας μιας «ουσιαστικής» ερμηνείας των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο»

57.      Σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν υιοθετήσει την πρότασή μου και κρίνει ότι η έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» περιλαμβάνει και περιπτώσεις που αφορούν αξιόποινες πράξεις ή ποινικές κυρώσεις, απομένει να διαπιστωθεί εάν αποφάσεις, όπως εκείνη που εξέδωσε η CSSF στις 4 Ιανουαρίου 2010, έχουν ποινικό χαρακτήρα.

58.      Αναφορικά με το ζήτημα πότε ένα μέτρο εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο, θα πρέπει είτε να λαμβάνεται υπόψη το νόημα που προσδίδει το κάθε κράτος μέλος στις έννοιες «αξιόποινη πράξη» και «ποινή» είτε να γίνεται αυτοτελής ερμηνεία.

59.      Ωστόσο η πρώτη εναλλακτική δυνατότητα βρίσκει πρόσκομμα στους προβληματισμούς που αναφέρθηκαν ανωτέρω στα σημεία 34 έως 37.

60.      Τυχόν αυτοτελής ερμηνεία της έννοιας «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» είναι δυνατή με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την αρχή non bis in idem του άρθρου 50 του Χάρτη. Αναφερόμενο στα «κριτήρια Engel» (28) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση της νομικής φύσεως του μέτρου στηρίζεται σε τρία κριτήρια: Το πρώτο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεύτερο η ίδια η φύση της παραβάσεως και το τρίτο η φύση και η σοβαρότητα της κυρώσεως που ενδέχεται να επιβληθεί στον διαπράξαντα την παράβαση (29).

61.      Αναφορικά με το πρώτο κριτήριο, διαπιστώνεται ότι το λουξεμβουργιανό δίκαιο υπάγει μέτρα όπως η απόφαση της CSSF στο διοικητικό δίκαιο.

62.      Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, για την εφαρμογή του πρέπει να ληφθούν υπόψη ο κύκλος των αποδεκτών της ρυθμίσεως που αποτελεί τη βάση του μέτρου, ο σκοπός που θέτει και τα έννομα αγαθά που προστατεύονται με αυτήν (30).

63.      Αποφάσεις με χαρακτηριστικά όπως αυτά της υπό κρίση υποθέσεως δεν αφορούν το σύνολο των πολιτών, όπως συμβαίνει συνήθως στο ποινικό δίκαιο. Και τούτο διότι από τη φύση τους απευθύνονται στα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας, ήτοι στον στενά οριοθετημένο κύκλο των προσώπων που επέλεξαν οικειοθελώς να αναλάβουν διευθυντικά καθήκοντα στον τομέα των συναλλαγών επί τίτλων και ειδικότερα σε επιχειρήσεις που χρήζουν άδειας εποπτικής αρχής.

64.      Σε ό,τι αφορά τον σκοπό που επιδιώκεται με την απόφαση της CSSF, διαπιστώνεται ότι με το κριτήριο των απαιτούμενων εχέγγυων εντιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/39 θα πρέπει να εξασφαλίζεται «η υγιής και συνετή διαχείριση της επιχειρήσεως επενδύσεων» (31). Όπως και οι λοιπές απαιτήσεις που πρέπει να πληροί μια επιχείρηση επενδύσεων για να λάβει άδεια, η εν λόγω προϋπόθεση έχει τεθεί προκειμένου να προστατεύονται οι επενδυτές και να διασφαλίζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος (32). Για να εξασφαλιστεί η προστασία αυτή, η αρμόδια αρχή δεν εξετάζει την καταλληλότητα των προσώπων που κατέχουν διευθυντικές θέσεις μόνον στο πλαίσιο της διαδικασίας χορηγήσεως άδειας λειτουργίας, αλλά προβαίνει και στη συνέχεια σε τακτική επανεξέτασή της (33). Κατά συνέπεια, η διαπίστωση της CSSF περί απώλειας της απαιτούμενης εμπιστοσύνης ως προς το ότι ο DV εξασφαλίζει επαρκώς την υγιή και συνετή διαχείριση της επιχειρήσεως επενδύσεων δεν στοχεύει στον κολασμό του αλλά στην αποφυγή κινδύνων που ενδέχεται να ανακύψουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους επενδυτές. Επίσης, δεδομένου ότι με την απόφαση διαπιστώνεται πως με βάση τα ανωτέρω ο DV δεν είναι πλέον κατάλληλος να αναλάβει διευθυντικά καθήκοντα σε επιχείρηση εποπτευόμενη από τη CSSF, ο σκοπός της αποφάσεως δεν είναι κατασταλτικός, κάτι που χαρακτηρίζει συνήθως το ποινικό δίκαιο. Πολλώ δε μάλλον καθόσον η έννομη αυτή συνέπεια προκύπτει απευθείας από την οδηγία 2004/39, κατά την οποία τις εν λόγω αρμοδιότητες δύνανται να αναλαμβάνουν μόνον πρόσωπα που διαθέτουν την απαιτούμενη εντιμότητα. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο DV κλήθηκε να παραιτηθεί από τα σχετικά αξιώματα συνιστά αναγκαία συνέπεια υπό την έννοια της αποτελεσματικής αποτροπής κινδύνου, καθώς και ήπιο μέτρο σε σχέση με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχειρήσεως επενδύσεων.

65.      Επίσης, ούτε τα εν προκειμένω προστατευόμενα έννομα αγαθά δικαιολογούν την υπαγωγή της από 4 Ιανουαρίου 2010 αποφάσεως της CSSF στο ποινικό δίκαιο. Τούτο διότι η προστασία των επενδυτών και η σταθερότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς διασφαλίζονται κατά κανόνα τόσο από το ποινικό όσο και από το διοικητικό δίκαιο.

66.      Όσον αφορά το τρίτο «κριτήριο Engel», το ΕΔΔΑ εξαρτά το είδος και τη βαρύτητα του επιβαλλόμενου μέτρου από τη βαρύτερη κύρωση που προβλέπεται γενικώς για την παράβαση (34). Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της παραδοχής στην υπό κρίση περίπτωση θα προσέκρουε σε ορισμένες δυσχέρειες, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η ένδικη απόφαση έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διατάξεως που προβλέπει ένα πλαίσιο ποινής ή που τοποθετεί την απόφαση σε ιεραρχική σχέση με άλλα μέτρα. Αντιθέτως, η απόφαση εφαρμόζει την προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας. Κατά τούτο επομένως διαφέρει η υπό κρίση περίπτωση και από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αφορούν κυρώσεις επιβαλλόμενες από τις εποπτεύουσες αρχές των χρηματοπιστωτικών αγορών (35).

67.      Παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη η επίδικη απόφαση, διαπιστώνεται καταρχάς ότι η διαπίστωση της ελλείπουσας εντιμότητας και η πρόσκληση για παραίτηση από διευθυντικά καθήκοντα σε επιχειρήσεις επενδύσεων δεν συνδέεται με χρηματικές ή στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ακόμη δε και σε περίπτωση μη συμμορφώσεως δεν επαπειλούνται κυρώσεις αντίστοιχες με εκείνες που αποτελούν χαρακτηριστικό του ποινικού δικαίου. Ωστόσο, και στο ποινικό δίκαιο προβλέπονται επίσης απαγορεύσεις ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας. Τούτο όμως σε καμία περίπτωση δεν έχει την έννοια ότι κάθε απόφαση που επηρεάζει αρνητικά την ελεύθερη επιλογή επαγγελματικής δραστηριότητας του ενδιαφερομένου εμπίπτει αυτομάτως στο ποινικό δίκαιο. Διότι περιορισμοί της επαγγελματικής ελευθερίας βάσει όρων αδειοδοτήσεως που αφορούν στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου συναντώνται συχνά και στο διοικητικό δίκαιο, ιδίως στις διατάξεις δημοσίας τάξεως.

68.      Παρατηρώντας κανείς τη βαρύτητα της επίδικης αποφάσεως, διαπιστώνει ότι αυτή έχει σημαντικές συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο. Ο αποδέκτης της αποφάσεως δεν πληροί την προβλεπόμενη προϋπόθεση προκειμένου αυτός να δύναται να αναλάβει διευθυντική θέση επιχειρήσεως επενδύσεων, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται σε παραίτηση από τα σχετικά αξιώματα. Η παραίτηση μπορεί να συνδέεται με οικονομικές ζημίες και υποτίμηση της υπολήψεως του αποδέκτη.

69.      Ωστόσο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η απόφαση αφορά συγκεκριμένες μόνον δραστηριότητες εντός ενός επαγγελματικού τομέα. Στον DV δεν απαγορεύεται ούτε η ανάληψη άλλων καθηκόντων σε επιχειρήσεις επενδύσεων ούτε η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Προς επίρρωση των ανωτέρω σημειώνεται ότι αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες θα ήταν αναμενόμενες και σε περίπτωση που η εποπτική αρχή δεν καλούσε τον DV σε παραίτηση, αλλά προχωρούσε σε ανάκληση της άδειας της επιχειρήσεως επενδύσεων. Το σχετικό δικαίωμα της αρμόδιας αρχής προβλέπεται από το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, σε περίπτωση που η επενδυτική επιχείρηση συνεχίσει να απασχολεί τον DV κατά παράβαση των απαιτήσεων της οδηγίας 2004/39. Τέλος, εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η απόφαση της CSSF δεν απαγορεύει στον DV την άσκηση διευθυντικής δραστηριότητας επί μεγάλο χρονικό διάστημα ή εσαεί. Ενσωματώνει απλώς μια εκτίμηση της CSSF, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως. Η καταλληλότητα του DV θα κριθεί εκ νέου, σε περίπτωση που κάποια επιχείρηση επενδύσεων, στην οποία εκείνος ασκεί διευθυντικά καθήκοντα, υποβάλει στη CSSF αίτηση για χορήγηση αδείας ή επιχείρηση που διαθέτει ήδη άδεια γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να τον απασχολήσει σε ανάλογη θέση. Περαιτέρω, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, όπως επιβεβαίωσε η εκπρόσωπος της CSSF κατά την προφορική συζήτηση, η επίμαχη απόφαση δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα. Ως εκ τούτου, η απόφαση της CSSF δεν έχει άμεσες αρνητικές συνέπειες αναφορικά με τη δημόσια υπόληψη του αποδέκτη της.

70.      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος που εμπίπτει στο ποινικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, ούτε η εφαρμογή του τρίτου «κριτηρίου Engel» προσδίδει ποινικό χαρακτήρα στην από 4 Ιανουαρίου 2010 απόφαση της CSSF.

71.      Κατ’ ανακεφαλαίωση των ανωτέρω, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δέον όπως απαντηθεί υπό το πρίσμα της «ουσιαστικής» ερμηνείας υπό την έννοια ότι τα επίδικα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτονται από την έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο». Εάν παρά ταύτα το Δικαστήριο δεχθεί ότι η απόφαση έχει ποινικό χαρακτήρα, το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 δεν εμποδίζει τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών. Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο δεν εξαρτά τη γνωστοποίηση πληροφοριών σε «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» από την τήρηση περαιτέρω προϋποθέσεων, αυτό θα καθιστούσε το επαγγελματικό απόρρητο στην πράξη άνευ σημασίας σε περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά άπτονται του ποινικού δικαίου. Στην περίπτωση δε αυτή δεν θα αποφεύγονταν και επεμβάσεις στις οικείες προκαταρκτικές και ποινικές διαδικασίες των κρατών μελών. Τα προεκτεθέντα ενισχύουν την άποψη ότι για την ερμηνεία των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» κατά το άρθρο 54 της οδηγίας 2004/39 κρίσιμη δεν είναι η «ουσιαστική» ερμηνεία, αλλά η «δικονομική» προσέγγιση.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

72.      Υπό το φως των εκτιμήσεων που εκτίθενται ανωτέρω, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι η εξής:

73.      Η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39 έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν περιλαμβάνει καταστάσεις όπου η εθνική εποπτική αρχή διαπιστώνει ότι ένα άτομο δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και, επομένως, δεν είναι ικανό να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε οντότητα εποπτευόμενη από αυτήν, και καλεί το άτομο αυτό σε παραίτηση από την οικεία θέση.

B.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος – Δικαίωμα δίκαιης δίκης και πραγματικής προσφυγής

74.      Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το επαγγελματικό απόρρητο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της οδηγίας, σε σχέση με το δικαίωμα για πρόσβαση σε έγγραφα αποδέκτη μέτρου αντίστοιχου με εκείνο της υπό κρίση υποθέσεως, ανταποκρίνεται στις εγγυήσεις για δίκαιη δίκη και πραγματική προσφυγή που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, καθώς και στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ.

75.      Κατ’ αρχάς είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η ΕΣΔΑ δεν αποτελεί νομική πράξη ενταγμένη τυπικά στην έννομη τάξη της Ένωσης, και κατά συνέπεια η ερμηνεία του άρθρου 54 της οδηγίας θα πρέπει να γίνει με βάση τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη (36).

1.      Επί του άρθρου 47 του Χάρτη

76.      Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη ρυθμίζονται στον Χάρτη στο άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, αντίστοιχα.

77.      Με την οδηγία διασφαλίζεται ότι τηρούνται πράγματι οι απαιτήσεις για πραγματική προσφυγή κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου. Αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του ένδικου βοηθήματος, η εγγύηση του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη εξαντλείται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου το οποίο είναι ανεξάρτητο από την αρμόδια για την έκδοση της δυσμενούς αποφάσεως αρχή και διαθέτει εξουσία επανεξετάσεως της αποφάσεως. Το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση ικανοποιούνται οι απαιτήσεις αυτές προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως της CSSF με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 2010 καθώς και από τη διαδικασία της κύριας δίκης.

78.      Το κατοχυρωμένο στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαίωμα για δίκαιη δίκη περιλαμβάνει ιδίως την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Κατ’ αυτήν, οι συμμετέχοντες σε δικαστική διαδικασία έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο και να εκφέρουν συναφώς τη γνώμη τους (37). Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα είναι αλυσιτελές σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση. Και τούτο διότι εν προκειμένω οι διάδικοι δεν αντιδικούν για πληροφορίες που έχουν ανακύψει κατά τη δικαστική διαδικασία. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει κίνδυνος η δικαστική απόφαση να θεμελιωθεί επί πραγματικών περιστατικών και εγγράφων των οποίων δεν μπόρεσε να λάβει γνώση ένας εξ αυτών (38).

79.      Το κατοχυρωμένο στο άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαίωμα για δίκαιη δίκη περιλαμβάνει επίσης και την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Η έκφραση αυτή της γενικής αρχής που θεσπίζεται από το δίκαιο της Ένωσης αντιστοιχεί, ως προς τις διοικητικού δικαίου διαδικασίες, στο άρθρο 41 και, ως προς τις ποινικού δικαίου διαδικασίες, στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας περιλαμβάνει και το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως.

80.      Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, το δικαίωμα αυτό του προσώπου αναφέρεται στον φάκελό «του». Ο φάκελος αυτός περιλαμβάνει ιδίως όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση της αρχής (39). Περαιτέρω, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως περιλαμβάνει και την πρόσβαση σε απαλλακτικά στοιχεία (40) καθώς και σε στοιχεία που δεν χρησιμοποιήθηκαν μεν για τη θεμελίωση της αποφάσεως, βρίσκονται ωστόσο σε αιτιώδη συνάφεια με αυτή (41). Αντιθέτως δεν ενδιαφέρει σε ποιο φάκελο αντιστοιχούν όντως οι πληροφορίες.

81.      Ο DV ισχυρίζεται ότι τα εν προκειμένω επίμαχα έγγραφα περιέχουν διευκρινίσεις σχετικά με την «πραγματική» κατανομή ρόλων στη σύσταση της Luxalpha. Με δεδομένο ότι η CSSF θεμελιώνει την απόφασή της και στον ρόλο που είχε ο αποδέκτης στη σύσταση της Luxalpha, οι πληροφορίες στις οποίες ζητείται πρόσβαση ενδέχεται να αποτελούν απαλλακτικά έγγραφα.

82.      Ωστόσο, η CSSF έχει λάβει τα έγγραφα αυτά από τη UBS και τη Luxalpha στο πλαίσιο της ασκούμενης από αυτήν εποπτείας. Το γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν τρίτους δεν αποκλείει το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο. Τα θεμελιώδη δικαιώματα των τρίτων πρέπει όμως να γίνονται σεβαστά. Διότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο υποθέσεως δεν είναι απόλυτο αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, ασκείται με την επιφύλαξη των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου.

83.      Κατά συνέπεια, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο υποθέσεως πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με το επαγγελματικό απόρρητο. Στην περίπτωση της οδηγίας 2004/39, το άρθρο 54 αποτελεί απόρροια της σταθμίσεως στην οποία προέβη ο νομοθέτης της Ένωσης. Ένα ζητούμενο είναι εάν κατά την εν λόγω στάθμιση επιτεύχθηκε η εύλογη εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων υπό την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

84.      Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 54 της οδηγίας δεν αναγνωρίζει απόλυτη υπεροχή του επαγγελματικού απορρήτου έναντι του δικαιώματος για πρόσβαση στον φάκελο στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας. Και τούτο διότι το άρθρο 54 προβλέπει μεν την καθολική απαγόρευση ανακοινώσεως εμπιστευτικών πληροφοριών, επιτρέπει ωστόσο κατά κανόνα την ανακοίνωσή τους σε περίληψη ή γενική μορφή (42). Επιπλέον το άρθρο 54 ορίζει, αν και κατά τρόπο περιοριστικό, συγκεκριμένες εξαιρέσεις από την εν λόγω απαγόρευση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ήδη αναλυθείσες «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο».

85.      Η απόφαση του νομοθέτη της οδηγίας να ταχθεί υπέρ της αυστηρής τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου είναι απόρροια της εκτιμήσεως ότι με τον τρόπο αυτόν δεν προστατεύονται μόνον οι άμεσα εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αλλά και η ομαλή λειτουργία των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων της Ένωσης (43).

86.      Η ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στις εποπτεύουσες αρχές από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, καθώς και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη στον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που γνωστοποιούνται. Κατά συνέπεια, χωρίς αυστηρή προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τίθεται σε κίνδυνο και το ίδιο το σύστημα εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων, το οποίο βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και, συνακόλουθα, και η σκοπούμενη προστασία των επενδυτών των αγορών της Ένωσης.

87.      Στα ανωτέρω έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις εποπτεύουσες αρχές ενδεχομένως έχουν σημαντική οικονομική αξία. Τυχόν χαλάρωση της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την κατάχρηση του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως, προκειμένου να γίνεται χρήση των εμπιστευτικών πληροφοριών για άλλους σκοπούς.

88.      Παράλληλα θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το ότι η αυστηρή τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου κατά το άρθρο 54 της οδηγίας θα είχε ως αποτέλεσμα ο αποδέκτης επιβαρυντικού μέτρου να λαμβάνει για την υπεράσπισή του μόνον εκείνες τις πληροφορίες που του παρέχει η ίδια εποπτική αρχή που έχει εκδώσει το προσβαλλόμενο μέτρο. Με τον τρόπο αυτό η εποπτική αρχή θα ήταν σε θέση να περιορίζει την έκταση των δικαιωμάτων άμυνας του αποδέκτη στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας. Λιγότερες δυσχέρειες θα δημιουργούσε ενδεχόμενος οργανωτικός διαχωρισμός μεταξύ της εποπτικής αρχής και της αρχής που εκδίδει το μέτρο. Στην προκειμένη περίπτωση, η CSSF είναι αρμόδια για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, λαμβάνει τα αντίστοιχα μέτρα και αποφασίζει για την πρόσβαση στις πληροφορίες (44). Δεδομένου ότι σε επίπεδο διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία της διοικητικής αρχής, θα πρέπει να διασφαλίζεται ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των αποφάσεών της (45).

89.      Επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αρμόδια αρχή παραβιάζει το επαγγελματικό απόρρητο ήδη με τη γνωστοποίηση των επιβαρυντικών πληροφοριών που χρησιμοποιεί για τη θεμελίωση της αποφάσεώς της. Υπό αυτό το πρίσμα φαίνεται απαράδεκτο να μπορεί να αρνηθεί η αρχή τη γνωστοποίηση ενδεχομένως απαλλακτικών πληροφοριών που είναι συναφείς με την απόφαση επικαλούμενη γενικώς το επαγγελματικό απόρρητο.

90.      Θεωρώ ωστόσο ότι η οδηγία 2004/39 παρέχει τη δυνατότητα εξισορροπήσεως μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας και της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Τούτο διότι τα δικαιώματα άμυνας διασφαλίζονται εν προκειμένω με άλλο τρόπο και όχι κατ’ ανάγκη με τη δυνατότητα του αποδέκτη της αποφάσεως να έχει πρόσβαση σε ενδεχόμενα απαλλακτικά έγγραφα.

91.      Είναι γεγονός ότι το γράμμα του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται «σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή». Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και τα εθνικά δικαστήρια. Εντούτοις αντίθετο επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 54, παράγραφος 3, της οδηγίας, όπου ορίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν τις εμπιστευτικές πληροφορίες στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ακόμα και το άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας συνηγορεί υπέρ αυτής της απόψεως, δεδομένου ότι προβλέπει εξουσία των αρχών για παραπομπή μιας υποθέσεως σε ποινικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η οδηγία δεν εμποδίζει τις αρχές να παρέχουν πρόσβαση στα οικεία έγγραφα σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εθνικός δικαστής καλείται να αποφασίσει εάν τα έγγραφα έχουν απαλλακτικό χαρακτήρα καθώς και το πώς θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

92.      Η αρχή της δίκαιης δίκης απαιτεί κατά κανόνα να γνωστοποιούνται οι πληροφορίες αυτές και στον αποδέκτη του μέτρου, προκειμένου να εκφράσει την άποψή του επ’ αυτών στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο περιορισμός του εν λόγω δικαιώματος φαίνεται δικαιολογημένος όταν πρόκειται απλώς για πληροφορίες που ενδεχομένως μπορούν να συμβάλλουν στην απαλλαγή του και οι οποίες άλλως δεν θα λαμβάνονταν υπόψη στη δικαστική διαδικασία.

93.      Με τον τρόπο αυτόν τηρείται, αφενός, η αυστηρή προστασία του επαγγελματικού απορρήτου που αποτελεί και σκοπό της οδηγίας 2004/39 και, αφετέρου, εξασφαλίζεται η δίκαιη δικαστική διαδικασία για τον αποδέκτη μέτρου όπως αυτό της επίδικης υποθέσεως.

2.      Επί του άρθρου 48 του Χάρτη

94.      Αναφορικά με το άρθρο 48 του Χάρτη, σημειώνεται ότι αυτό προστατεύει το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας που πρέπει να αναγνωρίζονται υπέρ του «κατηγορουμένου» (46), και επομένως σχετίζεται περισσότερο με την αμιγώς ποινική διαδικασία.

95.      Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα δεν είναι συναφές με την παρούσα υπόθεση. Διότι ούτε η διαδικασία εποπτείας, η οποία κατέληξε στην έκδοση διοικητικής αποφάσεως προληπτικού χαρακτήρα από τη CSSF, ούτε η διοικητική διαδικασία που έχει ως αντικείμενο την επανεξέταση της αποφάσεως αυτής συνιστούν ποινικές διαδικασίες.

96.      Ακόμη δε και εάν επρόκειτο για τέτοιου είδους διαδικασία, το άρθρο 48 του Χάρτη δεν προσκρούει στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή, με βάση την πρότασή μου για «δικονομική» ερμηνεία των «περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» κατά την έννοια του άρθρου 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, επιτρέπεται η γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών στις αρχές που ασκούν την ποινική δίωξη. Και τούτο διότι τότε οι αρχές που ασκούν την ποινική δίωξη επιφορτίζονται στη συνέχεια με το καθήκον γνωστοποιήσεως στον κατηγορούμενο των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του κατά τις επιταγές του εθνικού ποινικού δικονομικού δικαίου.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

97.      Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρμόδια εποπτική αρχή μπορεί να αρνηθεί τη γνωστοποίηση ενδεχομένως επιβαρυντικών εμπιστευτικών πληροφοριών στον αποδέκτη μέτρου παρόμοιου με αυτού της κύριας δίκης επικαλούμενη το επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 54 της οδηγίας και η διασφάλιση των δικαιωμάτων του αποδέκτη του μέτρου είναι δυνατή με άλλο τρόπο.

V.      Πρόταση

98.      Με βάση τα ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Cour administrative (διοικητικού εφετείου, Λουξεμβούργο) ως εξής:

1)      Η χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 54, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ έκφραση «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο» δεν περιλαμβάνει καταστάσεις όπου η εθνική εποπτική αρχή διαπιστώνει ότι ένα άτομο δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και, επομένως, δεν είναι ικανό να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε οντότητα εποπτευόμενη από αυτήν και καλεί το άτομο αυτό σε παραίτηση από την οικεία θέση.

2)      Η αρμόδια εποπτική αρχή μπορεί, επικαλούμενη το επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 54, παράγραφος 1, της οδηγίας, να αρνηθεί τη γνωστοποίηση ενδεχομένως απαλλακτικών εμπιστευτικών πληροφοριών στον αποδέκτη αποφάσεως με την οποία διαπίστωσε ότι αυτός δεν είναι πλέον άξιος εμπιστοσύνης και, επομένως, ικανός να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε οντότητα εποπτευόμενη από την ίδια, και ότι κατά συνέπεια πρέπει να παραιτηθεί από όλες τις σχετικές θέσεις που κατέχει, σε περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 54 της οδηγίας, η δε διασφάλιση των δικαιωμάτων του αποδέκτη του μέτρου είναι δυνατή με άλλο τρόπο.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008 (ΕΕ 2008, L 76, σ. 33).


3      Βλ., συναφώς, και απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362), καθώς και εκκρεμή υπόθεση C‑15/16, Baumeister.


4      Η επενδυτική απάτη που διέπραξε ο Αμερικανός Bernard Lawrence Madoff προκάλεσε σε παγκόσμιο επίπεδο ζημία περίπου 65 δισεκατ. δολάρια ΗΠΑ. Το 2009 ο B. L. Madoff καταδικάστηκε σε κάθειρξη 150 ετών.


5      Mémorial A αριθ. 54 της 6ης Ιουλίου 1979.


6      Mémorial A αριθ. 27 της 10ης Απριλίου 1993.


7      Mémorial A αριθ. 116 της 16ης Ιουλίου 2007.


8      Καθολικός διάδοχός της είναι από 1ης Δεκεμβρίου 2016 η UBS Europe SE.


9      Ο EU, κατά του οποίου είχε εκδοθεί στις 18 Ιουνίου 2010 απόφαση παρόμοια με εκείνη κατά του DV, συμμετέχει επίσης στην κύρια δίκη καθώς και στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.


10      Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψη 26), και τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 31, 44 και 71 της οδηγίας 2004/39.


11      Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψεις 31 και 32), και περαιτέρω, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1985, Hillenius (110/84, EU:C:1985:495, σκέψη 27), καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 63 της οδηγίας 2004/39.


12      Διατηρώ αμφιβολίες αναφορικά με το εάν η «χρήση» εμπιστευτικών δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 54, παράγραφος 3, περιλαμβάνει και τη «γνωστοποίηση» πληροφοριών κατά το άρθρο 54, παράγραφος 1, της οδηγίας (βλ. ωστόσο και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Slynn στην υπόθεση Hillenius, 110/84, EU:C:1985:333, σ. 3950). Δεδομένου ότι αμφότερες οι διατάξεις προβλέπουν εξαίρεση για «περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο», η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω.


13      Βλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2011, Brüstle (C‑34/10, EU:C:2011:669, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 9ης Νοεμβρίου 2016, Wathelet (C‑149/15, EU:C:2016:840, σκέψη 28).


14      Βλ., συναφώς, εκκρεμούσα υπόθεση C‑15/16, Baumeister, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η ερμηνεία των όρων «επαγγελματικό απόρρητο» και «εμπιστευτική πληροφορία».


15      Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψη 35).


16      Βλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2011, Brüstle (C‑34/10, EU:C:2011:669, σκέψη 31), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Fish Legal και Shirley (C‑279/12, EU:C:2013:853, σκέψη 42), και της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor (C‑174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 52).


17      Βλ. αποφάσεις της 22ας Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑346/08, EU:C:2010:213, σκέψη 39), και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Wucher Helicopter και Euro-Aviation Versicherung (C‑6/14, EU:C:2015:122, σκέψη 24).


18      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2168, σημείο 50).


19      Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362).


20      Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψη 39).


21      Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψη 41).


22      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2168, σημείο 28).


23      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2168, σημείο 27).


24      Βλ. ιδίως άρθρο 53, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της αποφάσεως 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της αποφάσεως 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 84), και το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, καθώς και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ 2015, L 337, σ. 35).


25      Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349).


26      Βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, N. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψη 49), καθώς και την επεξήγηση που αναφέρεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


27      Βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 99), καθώς επίσης και την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, EU:T:1992:123, σκέψεις 37 έως 41).


28      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουνίου 1976, Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών (ECLI:CE:ECHR:1976:0608JUD000510071, §§ 80 έως 82).


29      Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 35), με παραπομπή στην απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda (C‑489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 37), καθώς επίσης και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Bonda (C‑489/10, EU:C:2011:845, σημεία 45 έως 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30      Βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda (C‑489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 39) και περαιτέρω αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Ötztürk κατά Γερμανίας (ECLI:CE:ECHR:1984:0221JUD000854479, § 53), της 24ης Φεβρουαρίου 1992, Bendenoun κατά Γαλλίας (ECLI:CE:ECHR:1994:0224JUD001254786, § 47), και της 10ης Ιουνίου 1996, Benham κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ECLI:CE:ECHR:1996:0610JUD001938092, § 56).


31      Σε περίπτωση που η εν λόγω προϋπόθεση δεν συντρέχει ή δεν συντρέχει πλέον, η αρμόδια αρχή δύναται να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στην επιχείρηση επενδύσεων (βλ. άρθρο 7, παράγραφος 1, και άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας) ή να την ανακαλέσει εκ των υστέρων (βλ. άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας).


32      Βλ. αιτιολογική σκέψη 17 και περαιτέρω τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 31, 44 και 71 της οδηγίας 2004/39.


33      Βλ. άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2004/39.


34      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Οκτωβρίου 2008, Ezeh και Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ECLI:CE:ECHR:2003:1009JUD003966598, § 120).


35      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 11ης Ιουνίου 2009, Dubus S.A. κατά Γαλλίας (ECLI:CE:ECHR:2009:0611JUD000524204), και της 4ης Μαρτίου 2014, Grande Stevens κατά Ιταλίας (ECLI:CE:ECHR:2014:0304JUD001864010), οι οποίες διαφέρουν από την προκειμένη υπόθεση και κατά το ότι η CSSF δεν αποτελεί δικαστήριο.


36      Βλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 46), και της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψεις 45 και 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


37      Βλ. αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec (C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψη 47), και της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ (C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 55).


38      Βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ (C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 56), καθώς και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


39      Βλ. απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 68).


40      Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 68, 74 και 75), και της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής (C‑110/10 P, EU:C:2011:687, σκέψη 49).


41      Βλ. απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψεις 125 και 126).


42      Βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής (T‑410/03, EU:T:2008:211, σκέψεις 153 και 154), σε σχέση με αίτημα γνωστοποιήσεως μη εμπιστευτικού κειμένου ή μη εμπιστευτικής περιλήψεως του περιεχομένου του.


43      Βλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362, σκέψη 33).


44      Η επίκληση από τον DV της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 11ης Ιουνίου 2009, Dubus S.A. κατά Γαλλίας (ECLI:CE:ECHR:2009:0611JUD000524204), είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι ερείδεται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η CSSF –όπως και η Commission bancaire στην εν λόγω υπόθεση (§§ 24 και 55 της αποφάσεως)– συνιστά δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη.


45      Βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 55), και περαιτέρω ως προς την επιταγή περί αμεροληψίας του άρθρου 47, παράγραφος 2, του Χάρτη, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ. (C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψεις 60 έως 64), καθώς και αναφορικά με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑521/15, EU:C:2017:420, σημεία 98 έως 115).


46      Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 83).