Language of document : ECLI:EU:C:2008:203

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 8ης Απριλίου 2008 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62/ΕΟΚ και 93/36/ΕΟΚ – Ανάθεση συμβάσεων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού – Μη εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού – Ελικόπτερα Agusta και Agusta Bell»

Στην υπόθεση C‑337/05,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την D. Recchia και τον X. Lewis, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Fiengo, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, A. Rosas, K. Lenaerts και Γ. Αρέστη, προέδρους τμήματος, K. Schiemann, J. Makarczyk (εισηγητή), P. Kūris, E. Juhász, E. Levits και A. Ó Caoimh, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Απριλίου 2007,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης με την εταιρία Agusta SpA (στο εξής: Agusta) συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων του ιταλικού κράτους, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών (ΕΕ L 199, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 328, σ. 1, στο εξής: οδηγία 93/36), και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 54), και 88/295/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1988 (ΕΕ L 127, σ. 1, στο εξής: οδηγία 77/62), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή επιδιώκει να αναγνωριστεί η παράβαση της οδηγίας 93/36 και της οδηγίας 77/62 για τον προ της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 93/36 χρόνο. Λόγω της ομοιότητας των διατάξεων των οδηγιών αυτών και για λόγους σαφήνειας, θα γίνεται αναφορά μόνο στην οδηγία 93/36.

3        Σύμφωνα με τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36:

«[…] ότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση πρέπει να θεωρείται ως εξαιρετική και […], κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 93/36 ορίζει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, νοούνται ως:

«α)      Συμβάσεις δημόσιων προμηθειών: οι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας οι συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ ενός προμηθευτή (φυσικού ή νομικού προσώπου), αφενός, και μιας των αναθετουσών αρχών που ορίζονται στο στοιχείο β΄, αφετέρου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την αγορά, τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή την αγορά με δόσεις, με ή χωρίς δικαίωμα αγοράς, προϊόντων. Η παράδοση των εν λόγω προϊόντων δύναται επιπροσθέτως να περιλαμβάνει εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης·

β)      αναθέτουσες αρχές: το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και οι ενώσεις που συγκροτούνται από έναν ή περισσότερους από αυτούς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

[…]

δ)      ανοικτές διαδικασίες: οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων κάθε ενδιαφερόμενος προμηθευτής μπορεί να υποβάλει προσφορά·

ε)      κλειστές διαδικασίες: οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων μόνον οι προμηθευτές που έχουν προσκληθεί από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν προσφορά·

στ)      διαδικασίες με διαπραγμάτευση: οι εθνικές διαδικασίες στα πλαίσια των οποίων οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στους προμηθευτές της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς.»

5        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται:

«στις συμβάσεις προμηθειών που έχουν χαρακτηρισθεί απόρρητες ή των οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφάλειας, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος ή όταν το απαιτεί η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της ασφάλειας του κράτους μέλους.»

6        Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 2 και 4 και του άρθρου 5, παράγραφος 1, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που αφορά το άρθρο 1, στοιχείο α΄, περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεων που συνάπτουν οι αναθέτουσες αρχές στον αμυντικό τομέα, εκτός από τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, [ΕΚ].»

7        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/36 ορίζει τα εξής:

«α)      Οι τίτλοι ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV καθώς και τα άρθρα 6 και 7 εφαρμόζονται στις συμβάσεις δημοσίων προμηθειών:

i)      οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, αναθέτουσες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που συνάπτονται από τις απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι αναθέτουσες αρχές στον αμυντικό τομέα, εφόσον αφορούν προϊόντα μη καλυπτόμενα από το παράρτημα ΙΙ, όταν η προϋπολογιζόμενη αξία, εκτός ΦΠΑ, είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ισόποσο σε [ευρώ] των 200 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων·

ii)      οι οποίες συνάπτονται από τις αναφερόμενες στο παράρτημα Ι αναθέτουσες αρχές, και των οποίων η προϋπολογιζόμενη αξία εκτός ΦΠΑ είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ισόποσο σε [ευρώ] των 130 000 ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων· όσον αφορά τις αναθέτουσες αρχές στον τομέα της άμυνας, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται μόνο για τις συμβάσεις που αφορούν προϊόντα καλυπτόμενα από το παράρτημα ΙΙ.»

8        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές εφαρμόζουν τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 1, στοιχεία δ΄, ε΄ και στ΄, στις ακόλουθες περιπτώσεις.

2.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση σε περίπτωση υποβολής αντικανονικών προσφορών στα πλαίσια ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας ή σε περίπτωση προσφορών οι οποίες, βάσει εθνικών διατάξεων σύμφωνων προς τις διατάξεις του τίτλου IV, δεν είναι αποδεκτές, εφόσον οι αρχικοί όροι της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν προκήρυξη, εκτός εάν στις εν λόγω διαδικασίες με διαπραγμάτευση περιλαμβάνονται όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στα άρθρα 20 έως 24 και οι οποίες, κατά την προηγηθείσα ανοικτή ή κλειστή διαδικασία είχαν υποβάλει προσφορές σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις της διαδικασίας του διαγωνισμού.

3.      Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν επίσης να συνάπτουν τις συμβάσεις προμηθειών προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

γ)      όταν, λόγω της τεχνικής ή καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητάς τους ή για λόγους που αφορούν την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, τα προς προμήθεια προϊόντα μπορούν να κατασκευαστούν ή να παραδοθούν μόνον από ορισμένο προμηθευτή·

[…]

ε)      για τις συμπληρωματικές παραδόσεις που πραγματοποιούνται από τον αρχικό προμηθευτή και προορίζονται είτε για τη μερική ανανέωση προμηθειών ή εγκαταστάσεων τρέχουσας χρήσης είτε για επέκταση υφιστάμενων προμηθειών ή εγκαταστάσεων, εφόσον η αλλαγή προμηθευτή θα υποχρέωνε ενδεχομένως την αναθέτουσα αρχή να προμηθευτεί υλικό με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι ασυμβίβαστα ή προκαλούν δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες ως προς τη χρήση και συντήρηση. Η διάρκεια αυτών των συμβάσεων καθώς και των ανανεώσιμων συμβάσεων δεν επιτρέπεται, κατά κανόνα, να υπερβαίνει τα τρία έτη.»

9        Το άρθρο 33 της οδηγίας 93/36 έχει ως εξής:

«Η οδηγία 77/62/ΕΟΚ […] καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής που αναφέρονται στο παράρτημα V.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα VI.»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

10      Η Επιτροπή, μη διαθέτοντας κανένα στοιχείο σχετικά με την προκήρυξη διαγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο για την προμήθεια ελικοπτέρων με σκοπό την κάλυψη των αναγκών διαφόρων σωμάτων του ιταλικού κράτους, θεώρησε ότι τα εν λόγω ελικόπτερα Agusta και Agusta Bell αγοράστηκαν απευθείας χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο, κατά παράβαση των διατάξεων των οδηγιών 77/62 και 93/96. Ως εκ τούτου, στις 17 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ιταλική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο την κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός 21 ημερών από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

11      Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην επιστολή αυτή με τηλεομοιοτυπία της 9ης Δεκεμβρίου 2003.

12      Θεωρώντας ότι οι ιταλικές αρχές δεν προέβαλαν επαρκή επιχειρήματα προς αντίκρουση των παρατηρήσεων που περιέχονταν στο έγγραφο οχλήσεως και χωρίς καμία περαιτέρω μεταξύ τους επικοινωνία, η Επιτροπή απηύθυνε στις 5 Φεβρουαρίου 2004 αιτιολογημένη γνώμη στην Ιταλική Δημοκρατία, καλώντας την να συμμορφωθεί με την εν λόγω όχληση εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της.

13      Οι ιταλικές αρχές απάντησαν στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη με τρεις επιστολές της 5ης Απριλίου, 13ης και 27ης Μαΐου 2004.

14      Η Επιτροπή, θεωρώντας ανεπαρκή τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία προς απάντηση της αιτιολογημένης γνώμης και διαπιστώνοντας ότι η δεύτερη δεν έλαβε κανένα μέτρο για την παύση της προσαπτόμενης παράνομης πρακτικής σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η Επιτροπή δεν επέκρινε τις συμβάσεις στρατιωτικών προμηθειών. Το ζήτημα που τέθηκε αφορούσε μόνον πολιτικές προμήθειες. Συνεπώς, δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, αφετέρου, αυτών που διατυπώνονται με την υπό κρίση προσφυγή.

16      Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί επίσης ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το σκέλος που αφορά τις συμβάσεις δημοσίων προμηθειών που έχουν συναφθεί για την κάλυψη των αναγκών του Corpo forestale dello Stato (Σώματος Προστασίας Δασών). Συγκεκριμένα, προσβάλλεται η αρχή ne bis in idem, καθόσον η παράβαση που αφορούσε αυτή την κατηγορία συμβάσεων έχει ήδη εξεταστεί και κριθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-525/03, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑9405).

17      Εξάλλου, με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της ασάφειας και αοριστίας των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται η Επιτροπή τόσο με το έγγραφο οχλήσεως όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη, η προσφυγή δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνοχής και ακρίβειας που θέτει η νομολογία, γεγονός που προσέβαλε κατάφωρα τα δικαιώματα άμυνας του εν λόγω κράτους μέλους.

18      Η Επιτροπή αντιλέγει ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση ουδέποτε είχε ως αντικείμενο στρατιωτικές προμήθειες, αλλά αφορούσε πολιτικές προμήθειες οι οποίες προορίζονταν, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη των αναγκών ορισμένων στρατιωτικών σωμάτων του ιταλικού κράτους. Υπογραμμίζει επίσης ότι η διαδικασία που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας είχε διαφορετικό αντικείμενο από το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

19      Κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας έγκειται στο να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2001, C-152/98, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2001, σ. Ι‑3463, σκέψη 23, της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-439/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. Ι-305, σκέψη 10, και της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-185/00, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2003, σ. I‑14189, σκέψη 79).

20      Το νομότυπο της διαδικασίας αυτής αποτελεί μια ουσιώδη εγγύηση, ηθελημένη από τη Συνθήκη ΕΚ, για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους. Μόνον εφόσον τηρηθεί η εγγύηση αυτή, η ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ αντιδικία διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει αν το κράτος μέλος παρέβη, πράγματι, τις υποχρεώσεις την παράβαση των οποίων επικαλείται η Επιτροπή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2003, C-145/01, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-5581, σκέψη 17).

21      Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή εξασφάλισε τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

22      Πρώτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη αναντιστοιχία μεταξύ των αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και αυτών που διατυπώθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αρκεί η διαπίστωση ότι η αιτιολογημένη γνώμη και το εισαγωγικό δικόγραφο, που έχουν συνταχθεί με σχεδόν πανομοιότυπους όρους, στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο δεν αντιστοιχούν με αυτές που διατυπώνονται με την υπό κρίση προσφυγή.

23      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη σαφήνειας και ακρίβειας ως προς τον καθορισμό των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, πρέπει να υπομνηστεί ότι, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1985, 274/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1985, σ. 1077, σκέψη 21, της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C-279/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1997, σ. I‑4743, σκέψη 15, και της 18ης Μαΐου 2006, C-221/04, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2006, σ. I‑4515, σκέψη 36).

24      Εν προκειμένω, οι ισχυρισμοί της Επιτροπής κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία ήταν αρκούντως σαφείς ώστε να παράσχουν στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να προβάλει τους αμυντικούς ισχυρισμούς της, όπως προκύπτει από την εξέλιξη αυτής της φάσης της διαδικασίας.

25      Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή της αρχής ne bis in idem, πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ιταλίας, εκδόθηκε στο πλαίσιο υποθέσεως με εντελώς διαφορετικό αντικείμενο καθόσον, εν προκειμένω, η προσφυγή της Επιτροπής αφορούσε διάταγμα του προέδρου του ιταλικού υπουργικού συμβουλίου, το οποίο επέτρεπε τη σύναψη συμβάσεων με διαδικασία διαπραγματεύσεων κατά παρέκκλιση από τις κοινοτικές οδηγίες περί συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, προσφυγή η οποία κρίθηκε απαράδεκτη, καθόσον το εν λόγω διάταγμα είχε παύσει να ισχύει πριν την παρέλευση της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Πάντως, η υπό κρίση προσφυγή ουδόλως έχει ως αντικείμενο την επανεξέταση της νομιμότητας του προαναφερθέντος διατάγματος, αλλά αφορά τη μακροχρόνια πρακτική του ιταλικού κράτους περί απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο.

26      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι διαπίστωσε μια γενικευμένη πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell για την κάλυψη των αναγκών διαφόρων στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων του ιταλικού κράτους.

28      Παραπέμπει σε διάφορες συμβάσεις που συνήφθησαν κατά την περίοδο 2000 - 2003 με το Corpo dei Vigili del Fuoco (Πυροσβεστικό Σώμα), τους Carabinieri (Καραμπινιέρους), το Corpo forestale dello Stato, την Guardia Costiera (Ακτοφυλακή), την Guardia di Finanza (Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), την Polizia di Stato (Κρατική Αστυνομία), καθώς και με την υπηρεσία πολιτικής προστασίας της προεδρίας του υπουργικού συμβουλίου. Όσον αφορά τον προ του 2000 χρόνο, οι ιταλικές αρχές παραδέχτηκαν ότι αγόρασαν ελικόπτερα Agusta και Agusta Bell χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι στόλοι των οικείων κρατικών σωμάτων απαρτίζονται αποκλειστικά από τα εν λόγω ελικόπτερα, από τα οποία κανένα δεν αγοράστηκε κατόπιν προκήρυξης διαγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο.

29      Καθόσον οι συμβάσεις αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 93/36, η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτές όφειλαν να αποτελέσουν αντικείμενο ανοιχτής ή κλειστής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής και όχι διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

30      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, καταρχάς, ότι οι προμήθειες που προορίζονται για στρατιωτικά σώματα του ιταλικού κράτους καλύπτονται από τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέες, διότι τα επίμαχα ελικόπτερα είναι «προϊόντα διπλής χρήσεως», δηλαδή μπορούν να εξυπηρετούν τόσο πολιτικούς όσο και στρατιωτικούς σκοπούς.

31      Το εν λόγω κράτος μέλος ισχυρίζεται ακολούθως ότι, λόγω της τεχνικής ιδιαιτερότητας των ελικοπτέρων και του συμπληρωματικού χαρακτήρα των επίμαχων προμηθειών, μπορούσε να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και ε΄, της οδηγίας 93/36.

32      Γενικώς, υπογραμμίζει ότι η πρακτική του δεν διαφέρει από την πρακτική που ακολουθεί η πλειονότητα των κρατών μελών που κατασκευάζουν ελικόπτερα.

33      Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, τέλος, ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 90, οι σχέσεις του ιταλικού κράτους με την εταιρία Agusta μπορούν να θεωρηθούν ως εσωτερικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της αποφάσεως της 18ης Νοεμβρίου 1999, C‑107/98, Teckal (Συλλογή 1999, σ. I‑8121).

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34      Καταρχάς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι τα ποσά των επίμαχων συμβάσεων υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/36, το οποίο τις εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

35      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που περιέχονται στις συμβάσεις αγοράς ελικοπτέρων, που επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, επιβεβαιώνουν την άποψη της Επιτροπής ότι η αγορά των εν λόγω ελικοπτέρων με προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση αποτελεί τμήμα μιας πάγιας και μακροχρόνιας πρακτικής.

–       Επί της εσωτερικής σχέσεως μεταξύ του ιταλικού κράτους και της εταιρίας Agusta

36      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προσφυγή σε διαγωνισμό, σύμφωνα με τις οδηγίες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, δεν είναι υποχρεωτική, έστω κι αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικώς διακριτός φορέας σε σχέση με την αναθέτουσα αρχή, όταν πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Αφενός, η δημόσια αρχή, που αποτελεί την αναθέτουσα αρχή, πρέπει να ασκεί επί του διακριτού αυτού φορέα έλεγχο ανάλογο με αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες και, αφετέρου, ο φορέας αυτός πρέπει να ασκεί το ουσιώδες τμήμα της δραστηριότητάς του με τον ή τους δημοσίους οργανισμούς στους οποίους ανήκει (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Teckal, σκέψη 50, αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2005, C-26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I‑1, σκέψη 49, της 13ης Ιανουαρίου 2005, C-84/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2005, σ. I‑139, σκέψη 38, της 10ης Νοεμβρίου 2005, C-29/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας,Συλλογή 2005, σ. I‑9705, σκέψη 34, της 11ης Μαΐου 2006, C-340/04, Carbotermo και Consorzio Alisei, Συλλογή 2006, σ. I‑4137, σκέψη 33, καθώς και της 19ης Απριλίου 2007, C-295/05, Asemfo, Συλλογή 2007, σ. I‑2999, σκέψη 55).

37      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν πληρούνται, όσον αφορά την εταιρία Agusta, οι δύο προϋποθέσεις που απαιτούνται από την παρατιθέμενη στην ανωτέρω σκέψη νομολογία.

38      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, σχετικά με τον έλεγχο της δημόσιας αρχής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχή μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο εταιρίας στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή αποκλείει εν πάση περιπτώσει τη δυνατότητα αυτής της αναθέτουσας αρχής να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Stadt Halle και RPL Lochau, σκέψη 49).

39      Συναφώς, όπως βεβαιώνεται από τη μελέτη που επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με τη συμμετοχή του ιταλικού κράτους στις εταιρίες EFIM (Ente Partecipazioni e Finanziamento Industrie Manifatturiere), Finmeccanica και Agusta, η τελευταία, η οποία είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου από της συστάσεώς της, υπήρξε ανέκαθεν από το 1974 εταιρία μικτής οικονομίας, δηλαδή εταιρία της οποίας το κεφάλαιο αποτελείται εν μέρει από συμμετοχές του εν λόγω κράτους και εν μέρει από συμμετοχές ιδιωτών μετόχων.

40      Επιπλέον, καθόσον η Agusta είναι εταιρία ανοιχτή εν μέρει σε ιδιωτικά κεφάλαια και, ως εκ τούτου, πληροί το κριτήριο που τίθεται με τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, αποκλείεται το ιταλικό κράτος να μπορεί να ασκεί επί της εν λόγω εταιρίας έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκεί στις δικές του υπηρεσίες.

41      Υπό τις εν λόγω περιστάσεις και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ερώτημα αν η εταιρία Agusta ασκεί το ουσιώδες τμήμα της δραστηριότητάς της με την παραχωρούσα δημόσια αρχή, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας που αντλείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης μεταξύ της εταιρίας αυτής και του ιταλικού κράτους πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των θεμιτών επιταγών εθνικού συμφέροντος

42      Καταρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στον τομέα των θεμιτών επιταγών εθνικού συμφέροντος δεν εξαιρούνται συλλήβδην από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ενόψει και μόνον του ότι εξυπηρετούν τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική άμυνα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2003, C‑186/01, Dory, Συλλογή 2003, σ. I‑2479, σκέψη 30).

43      Συγκεκριμένα, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, η Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 30 ΕΚ, 39 ΕΚ, 46 ΕΚ, 58 ΕΚ, 64 ΕΚ, 296 ΕΚ και 297 ΕΚ, τα οποία αφορούν εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις. Δεν μπορεί να συναχθεί από τα άρθρα αυτά η ύπαρξη γενικής και εγγενούς στη Συνθήκη επιφυλάξεως εξαιρούσας από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για τη δημόσια ασφάλεια. H αναγνώριση της ύπαρξης γενικής επιφύλαξης, εκτός των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 26, της 26ης Οκτωβρίου 1999, C-273/97, Sirdar, Συλλογή 1999, σ. I‑7403, σκέψη 16, της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-285/98, Kreil, Συλλογή 2000, σ. I‑69, σκέψη 16 και προπαρατεθείσα Dory, σκέψη 31).

44      Συναφώς, εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο προτίθεται να επικαλεσθεί τις παρεκκλίσεις αυτές να προσκομίσει την απόδειξη ότι αυτές οι απαλλαγές δεν υπερβαίνουν τα όρια των εν λόγω εξαιρετικών περιπτώσεων (βλ., σχετικώς, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑414/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1999, σ. I‑5585, σκέψη 22).

45      Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αγορά των ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell πληροί τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, δηλαδή προϊόντα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς.

46      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς.

47      Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι τα επίμαχα προϊόντα πρέπει να προορίζονται ειδικά για στρατιωτικούς σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες.

48      Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα ελικόπτερα είχαν, όπως παραδέχεται η Ιταλική Δημοκρατία, βέβαιη πολιτική αποστολή και ενδεχόμενο στρατιωτικό σκοπό.

49      Επομένως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3 της οδηγίας 93/36, για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για την αγορά των εν λόγω ελικοπτέρων.

50      Δεύτερον, το εν λόγω κράτος μέλος επικαλείται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των δεδομένων που δόθηκαν για την κατασκευή των ελικοπτέρων από την εταιρία Agusta προκειμένου να δικαιολογήσει τη σύναψη των συμβάσεων με την εταιρία αυτή κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36.

51      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν ανέφερε για ποιους λόγους θεωρεί ότι ο απόρρητος χαρακτήρας των δεδομένων που δόθηκαν για την κατασκευή των ελικοπτέρων από την εταιρία Agusta δεν θα διασφαλιζόταν στον ίδιο βαθμό αν η εν λόγω κατασκευή είχε ανατεθεί σε άλλες εταιρίες, που εδρεύουν στην Ιταλία ή σε άλλα κράτη μέλη.

52      Συναφώς, η ανάγκη να προβλεφθεί η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου ουδόλως εμποδίζει την προσφυγή σε διαγωνισμό για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

53      Επομένως, η προσφυγή στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36 για να δικαιολογηθεί η αγορά των επίμαχων ελικοπτέρων κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση φαίνεται δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εν λόγω διάταξης που συνίσταται στην παρεμπόδιση της διάδοσης ευαίσθητων δεδομένων σχετικών με την κατασκευή τους. Πράγματι, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο διαγωνισμού, όπως προβλέπει η ίδια οδηγία.

54      Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για την αγορά των εν λόγω ελικοπτέρων.

–       Επί των απαιτήσεων περί ομοιογένειας του στόλου ελικοπτέρων

55      Για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται επίσης το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχεία γ΄ και ε΄, της οδηγίας 93/36. Υποστηρίζει, αφενός, ότι, δεδομένης της τεχνικής ιδιαιτερότητάς τους, η κατασκευή των επίμαχων ελικοπτέρων μπορούσε να ανατεθεί μόνο στην εταιρία Agusta και, αφετέρου, ότι ήταν αναγκαίο να εξασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα του στόλου ελικοπτέρων της προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μειωθούν οι λειτουργικές δαπάνες και οι δαπάνες υλικοτεχνικής υποστήριξης και εκπαίδευσης των πιλότων.

56      Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνο μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση (βλ., σχετικώς, όσον αφορά την οδηγία 77/62, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1993, C‑71/92, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1993, σ. I‑5923, σκέψη 10, και, όσον αφορά την οδηγία 93/36, προπαρατεθείσες αποφάσεις Teckal, σκέψη 43, και της 13ης Ιανουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 47).

57      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑1249, σκέψη 23, της 28ης Μαρτίου 1996, C‑318/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I‑1949, σκέψη 13, και της 2ας Ιουνίου 2005, C-394/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2005, σ. I‑4713, σκέψη 33). Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 48).

58      Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 1987, 199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1987, σ. 1039, σκέψη 14, και την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 33).

59      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο για ποιο λόγο μόνον τα ελικόπτερα που κατασκευάζει η εταιρία Agusta διαθέτουν τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά. Εξάλλου, το εν λόγω κράτος μέλος περιορίζεται στο να υπογραμμίσει τα πλεονεκτήματα της διαλειτουργικότητας των ελικοπτέρων που χρησιμοποιούν τα διάφορα σώματά του. Ωστόσο, δεν απέδειξε κατά πόσον η αλλαγή προμηθευτή θα το υποχρέωνε να προμηθευτεί υλικό με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά, δυνάμενα να συνεπάγονται ασυμβατότητα ή δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες ως προς τη χρήση και συντήρηση.

60      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης με την εταιρία Agusta συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων του ιταλικού κράτους, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα και η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Η Ιταλική Δημοκρατία, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης με την εταιρία Agusta SpA συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων Agusta και Agusta Bell για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων του ιταλικού κράτους, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1980, και 88/295/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1988, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.