Language of document : ECLI:EU:F:2010:83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση F-17/08

Andrzej Wybranowski

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Γενικός διαγωνισμός — Μη εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων — Αξιολόγηση της προφορικής δοκιμασίας — Προκήρυξη διαγωνισμού EPSO/AD/60/06 — Αιτιολογία — Αρμοδιότητες της εξεταστικής επιτροπής — Αξιολόγηση των υποψηφίων»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο Α. Wybranowski ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 2007 περί μη εγγραφής του στον εφεδρικό πίνακα επιτυχόντων του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/60/06.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων — Εφαρμογή των κριτηρίων βαθμολογήσεως και στάθμισή τους

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διαγωνισμός — Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων — Αξιολόγηση των δεξιοτήτων των υποψηφίων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

3.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Εξεταστική επιτροπή — Απόρριψη υποψηφιότητας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Έκταση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· παράρτημα III, άρθρο 6)

1.      Η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εκτέλεση των εργασιών της. Ως εκ τούτου, μπορεί να καθορίσει τα κριτήρια βαθμολογήσεως, όταν η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν προβλέπει τέτοια κριτήρια, ή να προβεί σε στάθμισή τους, όταν η προκήρυξη προβλέπει μεν τα εν λόγω κριτήρια χωρίς, εντούτοις, να καθορίζει τον τρόπο σταθμίσεώς τους.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Φεβρουαρίου 1981, 34/80, Authié κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 665, σκέψη 14

ΓΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 1990, T-115/89, González Holguera κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑831, αποσπασματική δημοσίευση, σκέψη 53· 14 Ιουλίου 1995, T-291/94, Pimley-Smith κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑209 και II‑637, σκέψη 48

ΔΔΔΕΕ: 11 Σεπτεμβρίου 2008, F‑127/07, Coto Moreno κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑295 και II‑A‑1‑1563, σκέψη 47

2.      Όσον αφορά την αξιολόγηση υποκειμενικών ιδιοτήτων όπως η «δεξιότητα», το «ενδιαφέρον» και οι «ικανότητες» των υποψηφίων, η εξεταστική επιτροπή μπορεί, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει στη διάθεσή της, να λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένα στοιχεία κάθε υποψηφίου, όπως για παράδειγμα η επαγγελματική πείρα ή οι ειδικές γνώσεις ξένων γλωσσών.

Η πραγματική κατάσταση των υποψηφίων που διαθέτουν επαγγελματική πείρα και γνώσεις ξένων γλωσσών πέραν των απαιτουμένων από την προκήρυξη του διαγωνισμού δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση άλλων υποψηφίων και, στο μέτρο που η καλύτερη βαθμολόγηση των πρώτων είναι αποτέλεσμα όχι της εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής προσθήκης ενός μη προβλεπομένου από την προκήρυξη του διαγωνισμού κριτηρίου, αλλά της συνεκτιμήσεως του βαθμού στον οποίο οι υποψήφιοι πληρούν τα προβλεπόμενα κριτήρια, η βαθμολόγηση αυτή δεν συνάδει απλώς με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αλλά και επιβάλλεται από αυτή. Συνεπώς, δεν συνιστά διάκριση το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η πείρα και η γνώση άλλων γλωσσών πέραν των απαιτουμένων από την προκήρυξη του διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 54 έως 56)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Ιουνίου 1987, 40/86, Κολυβάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2643, σκέψη 11

ΓΔΕΕ: 26 Ιανουαρίου 2005, T-267/03, Roccato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 41· 5 Απριλίου 2005, T-336/02, Christensen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑75 και II‑341, σκέψη 25

3.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας βλαπτικής αποφάσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να μπορεί να εκτιμήσει τη βασιμότητα της αποφάσεως και τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής με σκοπό την προσβολή της νομιμότητάς της και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαστικού ελέγχου του.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής. Η αρχή αυτή, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 6 του παραρτήματος III του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), εγγυάται την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, αποκλείοντας κάθε είδους εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις εις βάρος της, προερχόμενες από τα ίδια τα θεσμικά όργανα, τους ενδιαφερομένους υποψηφίους ή τρίτους.

Η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να αποκλείσει υποψήφιο από τις δοκιμασίες είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής, σε σχέση με την υποψηφιότητά του, αντικειμενικών κριτηρίων αξιολογήσεως καθοριζομένων από την προκήρυξη του διαγωνισμού ή από την ίδια την εξεταστική επιτροπή. Όσον αφορά τέτοιες αποφάσεις, καίτοι η εξεταστική επιτροπή δύναται, στην περίπτωση διαγωνισμών με μεγάλη συμμετοχή, να περιορισθεί, καταρχάς, στο να γνωστοποιήσει στους υποψηφίους μόνον τα κριτήρια και τα αποτελέσματα της επιλογής, υποχρεούται, ακολούθως, να παράσχει στους υποψηφίους που θα υποβάλουν σχετικό αίτημα, εξατομικευμένες εξηγήσεις διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους δεν έγιναν δεκτοί στο διαγωνισμό.

Με την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής που διαπιστώνει την αποτυχία ενός υποψηφίου σε ορισμένη δοκιμασία εκφράζονται, αντιθέτως, εκτιμήσεις συγκριτικής φύσεως στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή. Λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει στη διάθεσή της η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού κατά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δοκιμασιών του, η εν λόγω επιτροπή, συνεπώς, δεν οφείλει, κατά την αιτιολόγηση της αποτυχίας ενός υποψηφίου σε ορισμένη δοκιμασία, να διευκρινίζει ποιες απαντήσεις του υποψηφίου κρίθηκαν ανεπαρκείς ή να εξηγεί γιατί οι απαντήσεις αυτές κρίθηκαν ανεπαρκείς. Ως εκ τούτου, η γνωστοποίηση των βαθμών που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά, καταρχήν, επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής.

Εντούτοις, το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής και η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει στη διάθεσή της δεν συνεπάγονται ότι οι υποψήφιοι διαγωνισμού που υποβάλλουν σχετικό αίτημα, δεν μπορούν, ενδεχομένως, να λάβουν γνώση των βαθμών που έλαβαν βάσει κάθε κριτηρίου αξιολογήσεως της προβλεπομένης στην προκήρυξη του διαγωνισμού προφορικής δοκιμασίας.

Κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του υποψηφίου, η γνωστοποίηση των αναγκαίων πληροφοριών για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει, καταρχήν, να γίνεται πριν από την παρέλευση της προθεσμίας των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ. Εντούτοις, εφόσον παρασχέθηκε στον υποψήφιο μια αρχική αιτιολογία πριν από την άσκηση της προσφυγής του, η εξεταστική επιτροπή μπορεί να παράσχει κατά τη διάρκεια της δίκης συμπληρωματικές πληροφορίες και να καταστήσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, άνευ αντικειμένου τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από έλλειψη αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 94, 95 και 97 έως 100)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 27· 4 Ιουλίου 1996, C-254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψεις 24, 30 και 31· 23 Σεπτεμβρίου 2004, C-150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑8691, σκέψη 39

ΓΔΕΕ: González Holguera κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 43· 21 Μαΐου 1992, T-55/91, Fascilla κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑1757, σκέψη 35· 6 Νοεμβρίου 1997, T-71/96, Berlingieri Vinzek κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑339 και II‑921, σκέψη 79· 23 Ιανουαρίου 2003, T-53/00, Angioli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑13 και II‑73, σκέψη 82· 25 Ιουνίου 2003, T-72/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑169 και II‑861, σκέψη 70· 17 Σεπτεμβρίου 2003, T-233/02, Αλεξανδράτος και Παναγιώτου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑201 και II‑989, σκέψεις 30 και 31

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F-73/06, Van Neyghem κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑441 και II‑A‑1‑2515, σκέψη 78